Ο θείος Αντρουλής Ιστορία 2η από το βιβλίο του Ανδρέα Τσεπαπαδάκη "Γοργονούσηδες και Κλωθονούσηδες".
Ο Αντρουλής ήταν ένας φιλήσυχος αγρότης, σε ένα μικρό χωρίο της Κισσάμου. Ήταν φιλόξενος και άτομο της καλής παρέας για κρασοκατάνυξη ή ρακοκατάνυξη. Ο Αντρουλής με την σύζυγο του την Αργυρώ ζούσαν στο χωριό τους σε ένα όμορφο σπίτι, με μεγάλη αυλή και κήπο. Η αυλή του είχε μια πολύ καλά περιποιημένη κρεβατίνα (κληματαριά), από την οποία ο Ανδρουλής έτρωγε ωραιότατα επιτραπέζια σταφύλια. Είχε μια τεράστια μουριά με μαύρα μούρα, από την οποία έβγαζε μουρνόρακο, αλλά έτρωγε και μούρα. Είχε μια συκιά που έβγαζε τόσα πολλά σύκα που το περίσσευμα το έφτιαχνε συκοπιταρίδες, ξερά σύκα με σουσάμι και καρύδι ή αμύγδαλο για τον χειμώνα. Είχε δυο λεμονιές δίφορες, για τα λεμόνια που είχαν ανάγκη στο σπίτι. Η κυρά Αργυρώ έφτιαχνε και μαρμελάδα από αυτά, όταν είχαν πολλά για να μην χαλάσουν. Είχε ακόμα μια μεγάλη δεσπολιά (μουσμουλιά), που την άνοιξη χόρταινε να τρώει τους καρπούς της, στα κλεφτά από την Αργυρώ που όλο του φώναζε όταν τον έπιανε επ’ αυτοφώρω κοντά της. Είχε επίσης κυδωνιές, βερικοκιές, τζανεριές από τις οποίες έκανε μαρμελάδες και γλυκά η Αργυρώ. Ο Αντρουλής είχε όλα τα καλούδια στην αυλή του, εκτός των περιβολιών που είχε πορτοκαλιές, λεμονιές, μανταρινιές, καρυδιές, αμυγδαλιές, απιδιές (αχλαδιές) και άλλα πολλά.
Εκτός των δένδρων, είχε και πολλά ζώα για κρέας και τυροκομικά όπως τρείς αίγες και τρεις προβατίνες, πολλές κότες και κοκόρια, αρκετές πάπιες, μερικές χήνες (αυτές τις είχε ειδικά για τους κλέφτες) και τέλος παραπολλά κουνέλια. Για εργασίες ....
....οργώματος στα χωράφια είχε ένα μουλάρι πολύ δυνατό, το οποίο χρησιμοποιούσε και για τις μετακινήσεις τους ή για βαριές μεταφορές. Επίσης είχε ένα άλογο για να μετακινείτε με την κυρά του σε εκδηλώσεις κοινωνικές (όπως γάμους, βαφτίσια, κηδείες, μνημόσυνα), θρησκευτικές (εορτές, χάρες αγίων, λιτανείες, ολονυκτίες κλπ) και εμπορικές (παζάρια, ζωοπάζαρα κλπ) της εποχής του. Τέλος είχε το καθημερινό του ζώο για τις οιανδήποτε απλές μετακινήσεις του, μια συμπαθέστατη γαϊδάρα που κρυφίως την φώναζε Ασημούλα. Την είχε βγάλει έτσι, αφού δεν μπορούσε να την βγάλει Αργυρούλα. Γι’ αυτό και το Ασημούλα τον ικανοποιούσε πλήρως. Η συμβία του η Αργυρώ, δεν του έκανε παιδιά και ήταν άκληρος. Επίσης του έκανε την ζωή δύσκολη, γιατί ήθελε σαν γυναίκα να έχει την πλήρη εξουσία του κάνω και του λέγειν και έτσι ο καημένος ο Ανδρουλής, είχε υποταχτεί στην μοίρα του. Στο σπίτι μπορεί να ήταν υποταγμένος, από την αδυναμία που είχε στην Αργυρώ, αλλά έξω από το σπίτι ήταν αετός σε όλα του. Ετοιμόλογος, έξυπνος, καλός αγρότης με πολύ καλή επιφάνεια οικονομική, καλός κτηνοτρόφος και καλός γνώστης στη παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων (γάλα, τυριά, γιαούρτια, στάκα κλπ) αλλά και αγροτικών (ελιές, λάδι, στάρια, κριθάρια κλπ). Στο κρασί, την τσικουδιά και το μουρνόρακο ήταν επίσης πολύ καλός, είχε πάντα δικές του παραγωγές.
Η Αργυρώ ήταν πολύ καλή νοικοκυρά, αγρότισσα και από τις καλύτερες μαγείρισσες του χωριού. Ό,τι φαγητό και να έφτιαχνε, ήταν ξεχωριστό. Είχε όμως ένα μεγάλο ελάττωμα. Δεν χαλάλιζε για τον άνδρα της εύκολα ένα καλό φαγητό, με τόσα ζωντανά που είχαν, παρά μόνο όταν είχαν επισκέπτες ή τις μεγάλες σχόλες (εορτές). Ευτυχώς για τον Αντρούλη, ερχόταν η αδελφή του από τα Χανιά και άλλοι συγγενείς. Η Αργυρώ για να μην την πούνε τσιφούτα (τσιγκούνα), πάντα τους τραπέζωνε με κουνέλια, κοκόρια, πάπιες και ό,τι άλλο καλύτερο είχε στη διάθεση της εκείνη την εποχή. Ο Αντρουλής ήταν πάντα ευτυχής όταν είχαν επισκέπτες, διότι μαζί με αυτούς, πέρναγε καλά και αυτός. Αλλοίμονο όμως σε αυτούς που δεν το φίλευαν όπως αυτός, δεν ήθελε να τους ξαναδεί στα μάτια του. Είχε ένα καλό παρεάκι στα ριζίτικα τραγούδια που πήγαινε δύο φορές τον μήνα. Πάντα μετά τα τραγούδια ακολουθούσε κρασοκατάνυξη ή ρακοκατάνυξη και στο σπίτι είχε την παράφωνη «ριζίτικη» γκρίνια της Αργυρούλας.
Μια φορά είχε πάει στα Χανιά για κάτι δουλειές του. Μετά πέρασε από ένα Κισσαμίτικο καφενείο ήπιε ένα καφέ και μίλησε με γνωστούς του Κισσαμίτες. Έπειτα νωρίς το μεσημέρι πήγε στις αμπλάς (αδελφής) του να την δει και να φάει. Μόλις τον είδε αυτή, αφού τον κέρασε το αγαπημένο του γλυκό του κουταλιού σταφύλι, τον ρώτησε αν θα καθίσει για φαγητό το μεσημέρι. Ο Αντρουλής θέλοντας να φερθεί ευγενικά της λέει:
-Αμπλά (αδελφή) μου αφού με ρωτάς δεν θα σου χαλάσω χατίρι.
-Α ωραία Αντρουλή, γιατί το είχα έγνοια. Έχω χθεσινό αρακά και έλεγα ποιός θα τον εφάει, τόσο που είχα κάνει.
Μόλις το ακούει αυτό ο Αντρουλής σηκώνεται πάνω φουρκισμένος και της λέει :
-Μωρή αθεόφοβη βουρλόγενη, όταν έρχεσαι στο χωριό χθεσινό αρακά σε φιλεύω ή σου σφάζω κουνέλι ή κόκορα ή πάπια ή χήνα ό,τι καλύτερο κρεατικό έχω; Να τον φας μωρή μόνη σου, εγώ να πάω θέλει στο μαγειρειό (εστιατόριο) να φάω, παλιό τσιφούτα (τσιγκούνα).
Ανοίγει την πόρτα και φεύγει ντελόγο (αμέσως), αφήνοντας άναυδη την αδελφή του, η οποία κατάλαβε τότε πόσο χαζά και επιπόλαια του φέρθηκε. Αυτό έγινε αιτία και μετά βλεπόντουσαν αραιά και πού, με μεγάλο χαμένο τον Αντρουλή, να μη τρώει ούτε στης αμπλάς (αδελφής) του αλλά και ούτε όταν ερχόταν αυτή στο χωριό. Διότι αυτή πλέον τον ντρεπόταν, και δεν πήγαινε σπίτι του. Αυτός όμως την περίμενε και αν την συναντούσε την ρωτούσε λέγοντας:
-Γιάντα μωρέ συ δεν περνάς από το σπίτι; Να το κατέχεις ότι δεν έχω αρακά χθεσινό.
Η αδελφή του καταλάβαινε ότι ο Αντρουλής δεν το είχε ξεπεράσει αλλά μετά ντρεπόταν και την νύφη της, δεν είχε μούτρα να την δει. Έτσι ο Αντρουλής προσπαθούσε μήπως και καταφέρει να φάει κανένα καλό μεζέ αλλά η αδελφή του δυστυχώς δεν πήγαινε. Ευτυχώς υπήρξαν ευχάριστα γεγονότα επανασυνδέοντας τα δυο αδέλφια αλλά οι υποχρεώσεις της αμπλάς του και η ηλικία περιόρισαν τις επισκέψεις.
Ο Αντρουλής πήγαινε κάθε μέρα στα χωράφια για να κάνει δουλειές αλλά το Σαββάτο πήγαινε μισή μέρα και την Κυριακή καθόλου. Ένα Σαββάτο μεσημεράκι, τρία ανιψούδια του από το διπλανό χωριό, βρέθηκαν να έχουν πάει για βοσκή τα οζά (ζώα) τους κοντά στο χωριό του θείου Αντρούλη. Τα ανιψούδια ήταν του πρώτου του ξαδέλφου παιδιά, η μάνα του και ο παππούς των παιδιών αδέλφια. Το αγόρι της παρέας, τα άλλα δύο ήταν κορίτσια, που είχε ακούσει από τον πατέρα του πόσο φιλόξενος ήταν ο θείος Αντρουλής και η γυναίκα του πρότεινε στις αδελφές τους το εξής:
-Μπρέ σεις γιάντα (γιατί) να πάμε στο χωριό να φάμε και να μην πάμε στου θείου Αντρουλή το σπίτι που είναι επαέ (εδώ) κοντά;
-Μα είντα λες βρε Αλεκάκι να πάμε ακάλεστοι και να τους φέρουμε σε δύσκολη θέση τον θείο και τη θεία.
-Ντα είντα λέτε βρε κουζουλές (τρελές) με το που θα πάμε η θεία για μιας (αμέσως) θα μας ετοιμάσει να φάμε πλούσια.
-Και είντα μωρέ μπορεί να μας ετοιμάσει για μιας;
-Ένα σφουγγάτο, μια σαλάτα και ένα κουνέλι τηγανιτό με τυρί και παξιμάδι
Οι δυο κοπελιές, αν και ποιο μεγάλες από το Αλεκάκι, κατάλαβαν ότι ο μικιός (μικρός) είχε δίκιο. Έτσι τα τρία ανιψούδια, ξεκίνησαν για το σπίτι του θείου Αντρουλή. Το μικιό (μικρό) Αλεκάκι ήταν μες στην τρελή χαρά, διότι ήξερε ότι σήμερα θα φάει καλά! Το Αλεκάκι ήταν ένα παιδάκι που πάντα ήταν φαγονούσικο, όπως όλα τα παιδιά της εποχής εκείνης. Η αιτία ήταν ότι το φαγητό δεν έφτανε γιατί ήταν πολυπληθείς οι οικογένειες. Στο σπίτι του ήταν οκτώ αδέλφια, συν δύο οι γονείς τους δέκα. Έτσι πάντα το φαί πήγαινε σε ποσότητα ανάλογα την ηλικία. Το Αλεκάκι το μικρότερο, πάντα έτρωγε το λιγότερο και το είχε απωθημένο, διότι ήταν πάντα πεινασμένο. Σήμερα όμως ήταν σίγουρο, ότι στου θείου Αντρουλή θα ήταν η μέρα που θα έτρωγε καλά.
Περπάτησαν λοιπόν τα τρία ανιψούδια περίπου είκοσι λεπτά, τραβώντας τις αίγες και τις προβατίνες. Μαζί τους είχαν το γαϊδουράκο της οικογενείας, γιατί έπρεπε αφενός να βοσκήσει και αφετέρου να μαζέψουν ξύλα για το σπίτι. Έτσι λοιπόν, η μεταφορά θα γινόταν με το γάιδαρο.
Μόλις έφτασαν στο σπίτι του θείου Αντρουλή φώναξαν λίγο κομπιασμένα:
-Θεία, θείε Αντρουλή είστε εδώ;
Πετάγονται έξω και οι δύο και με το που θωρούν (βλέπουν) τα ανιψούδια τρέχουν μες στην τρελή χαρά κοντά τους. Τα αγκάλιαζαν και τα φιλούσαν τρισευτυχισμένοι, τους έλειπαν τα παιδιά τα δικά τους, που ήταν ένας μεγάλος καημός και για τους δύο.
-Πως κι από δω, μωρέ τα ανιψούδια μας;
-Να θείε, είχαμε πάει να βοσκήσουμε τα οζά (ζώα) και επειδή ήταν μακριά το χωριό είπαμε ναρθούμε να σας δούμε και να μας φιλέψετε ό,τι έχετε. Μετά να πάμε να μαζέψουμε λίγα ξύλα, που θέλει η μάνα μας.
-Καλά το κάνατε κοπελάκια μου και ήρθατε να μας δείτε, για να φάωμε και μια μπουκιά παρέα.
Αμέσως η θειά, πιάνει μια γριά κότα που είχε την σφάζει και την βάζει σε καυτό νερό, που είχε για να την ξεπουπουλιάσει. Αμέσως μετά πάει στον κουνελώνα πιάνει δυό κουνέλια τα σφάζει και μέχρι να συνέλθουν τα ανιψούδια τα έχει γδάρει κιόλας. Οι κοπελιές βλέποντας το ζόρι της θείας ρωτούν:
-Θεία να σε βοηθήσουμε όπου μπορούμε;
-Ε να επισκέπτες εσύ καθίστε να τα φτιάξω θέλει εγώ.
-Όι θεία να βοηθήσουμε θέλει.
Η θεία έδωσε στις κοπελιές να καθαρίσουν πατάτες και να τις κόψουν ροδέλες και αμέσως μετά τους έδωσε τα υλικά και ετοίμασαν την σαλάτα.
Όταν οι κοπελιές τέλειωναν η θεία ξεπουπούλιασε την κότα, την καθάρισε και την έβαλε να βράσει. Στην άλλη παραστιά (εστία), έβαλε το τηγάνι και μέχρι να ζεσταθεί το λάδι, έκοψε τα δύο κουνέλια σε μερίδες. Αφού τα αλεύρωσε, άρχισε να τηγανίζει σε μια φωτιά μέτρια. Μόλις τέλειωσε με τα κουνέλια, δυνάμωσε την φωτιά και έβαλε μέσα στο λάδι που τηγάνισε τα κουνέλια, τις πατάτες να τηγανιστούν. Στην δεύτερη τηγανιά με πατάτες, είχε ψηθεί η κότα και έριξε το ρύζι μέσα για να κάνει ένα πιλάφι. Αλάτισε την κότα και την έβαλε σε μια πιατέλα, έστυψε μερικά λεμόνια για να τα ρίξει μέσα όταν σβύσει το πιλάφι, με λίγη στάκα δική της (Χανιώτικο βούτυρο). Τα τρία ανιψάκια είχαν μείνει μαγεμένα με την σβελτάδα της θείας, να ετοιμάζει το γεύμα. Οι δύο κοπελούδες ζήλεψαν την αξιοσύνη της θείας τους, ενώ το Αλεκάκι του έτρεχαν τα σάλια από τα τόσα καλά που θα έτρωγε. Μέσα σε όλα αυτά, έβγαλε η θεία και τις μπάμιες που είχε ετοιμάσει γιαυτούς.
Μόλις τέλειωσε την δεύτερη τηγανιά η θεια Αργυρώ, είπαν οι κοπελιές:
-Θεία να βοηθήσουμε στο στρώσιμο του τραπεζιού;
-Είντα να βοηθήσετε ανιψούδια μου, επισκέπτες είστε;
-Μετά χαράς να σε βοηθήσουμε θειά, όπως στις πατάτες και την σαλάτα.
Η θεία ευχαριστήθηκε για την όλη προθυμία των κοριτσιών, αλλά και την ανατροφή της ξαδέλφης στα κορίτσια της. Μέχρι να στρώσουν το τραπέζι οι κοπελιές με τις υποδείξεις της θείας, είχε ετοιμαστεί και το πιλάφι. Η θεία πριν το σερβίρει του έριξε λεμόνι και στάκα (βούτυρο) δικιά της, το ανακάτεψε μερικές φορές, αφήνοντας μια μεθυστικά όμορφη μυρωδιά που τρέλανε τα κοπέλια, αλλά και τον θείο Αντρουλή. Ο θείος Αντρουλής σήμερα θα έκανε ένα ωραίο γεύμα, αλλά θα έπινε και δύο ποτηράκια κρασί παραπάνω από το καθημερινό του.
Αφού ετοιμάστηκαν όλα, η θεία έβγαλε και ένα κεφάλι τυρί, το έκοψε στην μέση και καθάρισε το μισό. Το υπόλοιπο το έβαλε στη φύλαξη για άλλη μέρα. Μετά κάλεσε τα κοπέλια να καθίσουν και να ξεκινήσουν το γεύμα. Τα κοπέλια έτρωγαν και δεν χόρταιναν την νοστιμιά των φαγητών, διότι η θεία Αργυρώ ήταν μια καταπληκτική μαγείρισσα, όπως αναφέρθηκε.
Το καλό ήταν, ότι οι κοπελιές ήταν λιγόφαγες και έφαγαν λίγο από όλα. Από την άλλη το Αλεκάκι και ο θείος Αντρουλής, έφαγαν διπλό πιάτο πιλάφι, σχεδόν οι δυό τους, τη μια τηγανιά πατάτες, ένα κουνέλι και πάνω από το μισό τυρί. Τις μπάμιες δεν τις άγγιζε κανείς, μέχρι εκείνη την στιγμή όλοι είχαν πέσει στα κρεατικά και το πιλάφι. Η θεία απογοητεύτηκε λίγο, αλλά ξαφνικά βλέπει το Αλεκάκι να γεμίζει το πιάτο του. Το ίδιο έκαναν και οι κοπελιές και αφού τις δοκίμασαν, τα ανιψούδια σχεδόν με μια φωνή είπαν:
-Θειά όλα καλά, αλλά οι μπάμιες ήταν το πιο νόστιμο πιάτο.
-Φάτε παιδιά μου όσο θέλετε από όλα! Χαρά μου να σας θωρώ να τρώτε με όρεξη.
Η θειά είπε στα ανιψούδια, όταν έτρωγαν το πιλάφι, αν ήθελαν να ρίξουν λίγο τυρί. Κανένα τους όμως δεν συμφώνησε, παρά μόνο ο θείος Αντρουλής. Το Αλεκάκι σκέφτηκε πονηρά και είπε μέσα του:
-Σιγά που θα το φάω ετσά και δεν θα το φάω με παξιμάδι να χορτάσω.
Αφού τέλειωσαν το γεύμα η θεία έφερε φρούτα, που τα τίμησαν το Αλεκάκι με τον θείο Αντρουλή δεόντως. Σε όλη την διάρκεια του γεύματος η θεία με το θείο ρωτούσαν νέα για την οικογένεια και τα ίδια τα ανίψια για το σχολείο πως πήγαν φέτος. Τα ανιψούδια απαντούσαν ευχαριστώντας τους θείους με τα νέα τους.
Όταν ήλθε η ώρα να φύγουν, ευχαρίστησαν την θεία για το πολύ ωραίο γεύμα και την φίλησαν με μια σφιχτή αγκαλιά όλα μαζί, κάνοντας την να πετάξει σε πελάγη ευτυχίας. Μια χαρά που τόσο λαχταρούσε να την βιώσει με δικά της παιδιά, που δυστυχώς όμως δεν κατάφερε να κάνει.
Ο Θείος Αντρουλής πηγαίνοντας τα ανιψούδια μέχρι τη άκρη του χωριού τους είπε:
-Μωρεσείς ανιψούδια μου ευλογημένα. Όταν πηγαίνετε για βοσκή εδώ κοντά νάρχεστε από δω, να κάνουμε τόση χαρά όπως εκάμαμε σήμερα. Επίσης να τρώτε και εσείς καλούδια, να τρώω και εγώ πράμα (τίποτα) μεζέ, που δεν μου κάμει η θεία σας όταν είμαστε αμοναχοί. Με εσάς είναι άλλο πράμα τρώτε εσείς τρώω και εγώ ο καημένος.
-Ναρχόμαστε θέλει θείε να σας ευρίχνομε να κάνουμε παρέα και να τρώμε.
-Από το στόμα σας και στου θεού τα αυτί κοπέλια μου γλυκά, καλοστρατιά και τα χαιρετίσματα μου στους γονέους σας……
Έτσι ο Αντρουλής βρήκε ένα τρόπο να τρώει κανένα καλό μεζέ, αλλά και το Αλεκάκι να ξελιμάζει (ξεπεινάει) κάπου-κάπου, από τα ισχνά γεύματα του σπιτιού του.
"Γοργονούσιδες και Κλωθονούσιδες" ονομάζεται το πρώτο e-book του εκπαιδευτικού, διπλωματούχου Ηλεκτρονικού Μηχ. – Πληροφορικής,
Ανδρέα Απ. Τσεπαπαδάκη. Τους όρους "Γοργονούσιδες" και "Κλωθονούσιδες" χρησιμοποιεί ο Καζαντζάκης στην "Οδύσσειά" του για τους Άξιους και Πολυμήχανους. Το βιβλίο αποτελείται από 10 αρθρωτές ιστορίες από την Κρήτη από την εποχή του μεσοπολέμου (10ετία 1930 και μετά) έως το τέλος της χούντας (την δεκαετία 1970).
Είναι γραμμένο στην νεοελληνική με διαλόγους και λέξεις από το Κρητικό ιδίωμα, πολλές εκ των οποίων μπορεί να αγνοούνται από μη γνώστες του κρητικού ιδιώματος γιαυτό υπάρχει μετάφραση της λέξης δίπλα. Όσοι θέλετε να αποκτείσετε εντελώς δωρεάν το βιβλίο του Ανδρέα online φυσικά ας στείλετε e-mail στην διεύθυνση tsepkris@gmail.com
Ο Αντρουλής ήταν ένας φιλήσυχος αγρότης, σε ένα μικρό χωρίο της Κισσάμου. Ήταν φιλόξενος και άτομο της καλής παρέας για κρασοκατάνυξη ή ρακοκατάνυξη. Ο Αντρουλής με την σύζυγο του την Αργυρώ ζούσαν στο χωριό τους σε ένα όμορφο σπίτι, με μεγάλη αυλή και κήπο. Η αυλή του είχε μια πολύ καλά περιποιημένη κρεβατίνα (κληματαριά), από την οποία ο Ανδρουλής έτρωγε ωραιότατα επιτραπέζια σταφύλια. Είχε μια τεράστια μουριά με μαύρα μούρα, από την οποία έβγαζε μουρνόρακο, αλλά έτρωγε και μούρα. Είχε μια συκιά που έβγαζε τόσα πολλά σύκα που το περίσσευμα το έφτιαχνε συκοπιταρίδες, ξερά σύκα με σουσάμι και καρύδι ή αμύγδαλο για τον χειμώνα. Είχε δυο λεμονιές δίφορες, για τα λεμόνια που είχαν ανάγκη στο σπίτι. Η κυρά Αργυρώ έφτιαχνε και μαρμελάδα από αυτά, όταν είχαν πολλά για να μην χαλάσουν. Είχε ακόμα μια μεγάλη δεσπολιά (μουσμουλιά), που την άνοιξη χόρταινε να τρώει τους καρπούς της, στα κλεφτά από την Αργυρώ που όλο του φώναζε όταν τον έπιανε επ’ αυτοφώρω κοντά της. Είχε επίσης κυδωνιές, βερικοκιές, τζανεριές από τις οποίες έκανε μαρμελάδες και γλυκά η Αργυρώ. Ο Αντρουλής είχε όλα τα καλούδια στην αυλή του, εκτός των περιβολιών που είχε πορτοκαλιές, λεμονιές, μανταρινιές, καρυδιές, αμυγδαλιές, απιδιές (αχλαδιές) και άλλα πολλά.
Εκτός των δένδρων, είχε και πολλά ζώα για κρέας και τυροκομικά όπως τρείς αίγες και τρεις προβατίνες, πολλές κότες και κοκόρια, αρκετές πάπιες, μερικές χήνες (αυτές τις είχε ειδικά για τους κλέφτες) και τέλος παραπολλά κουνέλια. Για εργασίες ....
....οργώματος στα χωράφια είχε ένα μουλάρι πολύ δυνατό, το οποίο χρησιμοποιούσε και για τις μετακινήσεις τους ή για βαριές μεταφορές. Επίσης είχε ένα άλογο για να μετακινείτε με την κυρά του σε εκδηλώσεις κοινωνικές (όπως γάμους, βαφτίσια, κηδείες, μνημόσυνα), θρησκευτικές (εορτές, χάρες αγίων, λιτανείες, ολονυκτίες κλπ) και εμπορικές (παζάρια, ζωοπάζαρα κλπ) της εποχής του. Τέλος είχε το καθημερινό του ζώο για τις οιανδήποτε απλές μετακινήσεις του, μια συμπαθέστατη γαϊδάρα που κρυφίως την φώναζε Ασημούλα. Την είχε βγάλει έτσι, αφού δεν μπορούσε να την βγάλει Αργυρούλα. Γι’ αυτό και το Ασημούλα τον ικανοποιούσε πλήρως. Η συμβία του η Αργυρώ, δεν του έκανε παιδιά και ήταν άκληρος. Επίσης του έκανε την ζωή δύσκολη, γιατί ήθελε σαν γυναίκα να έχει την πλήρη εξουσία του κάνω και του λέγειν και έτσι ο καημένος ο Ανδρουλής, είχε υποταχτεί στην μοίρα του. Στο σπίτι μπορεί να ήταν υποταγμένος, από την αδυναμία που είχε στην Αργυρώ, αλλά έξω από το σπίτι ήταν αετός σε όλα του. Ετοιμόλογος, έξυπνος, καλός αγρότης με πολύ καλή επιφάνεια οικονομική, καλός κτηνοτρόφος και καλός γνώστης στη παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων (γάλα, τυριά, γιαούρτια, στάκα κλπ) αλλά και αγροτικών (ελιές, λάδι, στάρια, κριθάρια κλπ). Στο κρασί, την τσικουδιά και το μουρνόρακο ήταν επίσης πολύ καλός, είχε πάντα δικές του παραγωγές.
Η Αργυρώ ήταν πολύ καλή νοικοκυρά, αγρότισσα και από τις καλύτερες μαγείρισσες του χωριού. Ό,τι φαγητό και να έφτιαχνε, ήταν ξεχωριστό. Είχε όμως ένα μεγάλο ελάττωμα. Δεν χαλάλιζε για τον άνδρα της εύκολα ένα καλό φαγητό, με τόσα ζωντανά που είχαν, παρά μόνο όταν είχαν επισκέπτες ή τις μεγάλες σχόλες (εορτές). Ευτυχώς για τον Αντρούλη, ερχόταν η αδελφή του από τα Χανιά και άλλοι συγγενείς. Η Αργυρώ για να μην την πούνε τσιφούτα (τσιγκούνα), πάντα τους τραπέζωνε με κουνέλια, κοκόρια, πάπιες και ό,τι άλλο καλύτερο είχε στη διάθεση της εκείνη την εποχή. Ο Αντρουλής ήταν πάντα ευτυχής όταν είχαν επισκέπτες, διότι μαζί με αυτούς, πέρναγε καλά και αυτός. Αλλοίμονο όμως σε αυτούς που δεν το φίλευαν όπως αυτός, δεν ήθελε να τους ξαναδεί στα μάτια του. Είχε ένα καλό παρεάκι στα ριζίτικα τραγούδια που πήγαινε δύο φορές τον μήνα. Πάντα μετά τα τραγούδια ακολουθούσε κρασοκατάνυξη ή ρακοκατάνυξη και στο σπίτι είχε την παράφωνη «ριζίτικη» γκρίνια της Αργυρούλας.
Μια φορά είχε πάει στα Χανιά για κάτι δουλειές του. Μετά πέρασε από ένα Κισσαμίτικο καφενείο ήπιε ένα καφέ και μίλησε με γνωστούς του Κισσαμίτες. Έπειτα νωρίς το μεσημέρι πήγε στις αμπλάς (αδελφής) του να την δει και να φάει. Μόλις τον είδε αυτή, αφού τον κέρασε το αγαπημένο του γλυκό του κουταλιού σταφύλι, τον ρώτησε αν θα καθίσει για φαγητό το μεσημέρι. Ο Αντρουλής θέλοντας να φερθεί ευγενικά της λέει:
-Αμπλά (αδελφή) μου αφού με ρωτάς δεν θα σου χαλάσω χατίρι.
-Α ωραία Αντρουλή, γιατί το είχα έγνοια. Έχω χθεσινό αρακά και έλεγα ποιός θα τον εφάει, τόσο που είχα κάνει.
Μόλις το ακούει αυτό ο Αντρουλής σηκώνεται πάνω φουρκισμένος και της λέει :
-Μωρή αθεόφοβη βουρλόγενη, όταν έρχεσαι στο χωριό χθεσινό αρακά σε φιλεύω ή σου σφάζω κουνέλι ή κόκορα ή πάπια ή χήνα ό,τι καλύτερο κρεατικό έχω; Να τον φας μωρή μόνη σου, εγώ να πάω θέλει στο μαγειρειό (εστιατόριο) να φάω, παλιό τσιφούτα (τσιγκούνα).
Ανοίγει την πόρτα και φεύγει ντελόγο (αμέσως), αφήνοντας άναυδη την αδελφή του, η οποία κατάλαβε τότε πόσο χαζά και επιπόλαια του φέρθηκε. Αυτό έγινε αιτία και μετά βλεπόντουσαν αραιά και πού, με μεγάλο χαμένο τον Αντρουλή, να μη τρώει ούτε στης αμπλάς (αδελφής) του αλλά και ούτε όταν ερχόταν αυτή στο χωριό. Διότι αυτή πλέον τον ντρεπόταν, και δεν πήγαινε σπίτι του. Αυτός όμως την περίμενε και αν την συναντούσε την ρωτούσε λέγοντας:
-Γιάντα μωρέ συ δεν περνάς από το σπίτι; Να το κατέχεις ότι δεν έχω αρακά χθεσινό.
Η αδελφή του καταλάβαινε ότι ο Αντρουλής δεν το είχε ξεπεράσει αλλά μετά ντρεπόταν και την νύφη της, δεν είχε μούτρα να την δει. Έτσι ο Αντρουλής προσπαθούσε μήπως και καταφέρει να φάει κανένα καλό μεζέ αλλά η αδελφή του δυστυχώς δεν πήγαινε. Ευτυχώς υπήρξαν ευχάριστα γεγονότα επανασυνδέοντας τα δυο αδέλφια αλλά οι υποχρεώσεις της αμπλάς του και η ηλικία περιόρισαν τις επισκέψεις.
Ο Αντρουλής πήγαινε κάθε μέρα στα χωράφια για να κάνει δουλειές αλλά το Σαββάτο πήγαινε μισή μέρα και την Κυριακή καθόλου. Ένα Σαββάτο μεσημεράκι, τρία ανιψούδια του από το διπλανό χωριό, βρέθηκαν να έχουν πάει για βοσκή τα οζά (ζώα) τους κοντά στο χωριό του θείου Αντρούλη. Τα ανιψούδια ήταν του πρώτου του ξαδέλφου παιδιά, η μάνα του και ο παππούς των παιδιών αδέλφια. Το αγόρι της παρέας, τα άλλα δύο ήταν κορίτσια, που είχε ακούσει από τον πατέρα του πόσο φιλόξενος ήταν ο θείος Αντρουλής και η γυναίκα του πρότεινε στις αδελφές τους το εξής:
-Μπρέ σεις γιάντα (γιατί) να πάμε στο χωριό να φάμε και να μην πάμε στου θείου Αντρουλή το σπίτι που είναι επαέ (εδώ) κοντά;
-Μα είντα λες βρε Αλεκάκι να πάμε ακάλεστοι και να τους φέρουμε σε δύσκολη θέση τον θείο και τη θεία.
-Ντα είντα λέτε βρε κουζουλές (τρελές) με το που θα πάμε η θεία για μιας (αμέσως) θα μας ετοιμάσει να φάμε πλούσια.
-Και είντα μωρέ μπορεί να μας ετοιμάσει για μιας;
-Ένα σφουγγάτο, μια σαλάτα και ένα κουνέλι τηγανιτό με τυρί και παξιμάδι
Οι δυο κοπελιές, αν και ποιο μεγάλες από το Αλεκάκι, κατάλαβαν ότι ο μικιός (μικρός) είχε δίκιο. Έτσι τα τρία ανιψούδια, ξεκίνησαν για το σπίτι του θείου Αντρουλή. Το μικιό (μικρό) Αλεκάκι ήταν μες στην τρελή χαρά, διότι ήξερε ότι σήμερα θα φάει καλά! Το Αλεκάκι ήταν ένα παιδάκι που πάντα ήταν φαγονούσικο, όπως όλα τα παιδιά της εποχής εκείνης. Η αιτία ήταν ότι το φαγητό δεν έφτανε γιατί ήταν πολυπληθείς οι οικογένειες. Στο σπίτι του ήταν οκτώ αδέλφια, συν δύο οι γονείς τους δέκα. Έτσι πάντα το φαί πήγαινε σε ποσότητα ανάλογα την ηλικία. Το Αλεκάκι το μικρότερο, πάντα έτρωγε το λιγότερο και το είχε απωθημένο, διότι ήταν πάντα πεινασμένο. Σήμερα όμως ήταν σίγουρο, ότι στου θείου Αντρουλή θα ήταν η μέρα που θα έτρωγε καλά.
Περπάτησαν λοιπόν τα τρία ανιψούδια περίπου είκοσι λεπτά, τραβώντας τις αίγες και τις προβατίνες. Μαζί τους είχαν το γαϊδουράκο της οικογενείας, γιατί έπρεπε αφενός να βοσκήσει και αφετέρου να μαζέψουν ξύλα για το σπίτι. Έτσι λοιπόν, η μεταφορά θα γινόταν με το γάιδαρο.
Μόλις έφτασαν στο σπίτι του θείου Αντρουλή φώναξαν λίγο κομπιασμένα:
-Θεία, θείε Αντρουλή είστε εδώ;
Πετάγονται έξω και οι δύο και με το που θωρούν (βλέπουν) τα ανιψούδια τρέχουν μες στην τρελή χαρά κοντά τους. Τα αγκάλιαζαν και τα φιλούσαν τρισευτυχισμένοι, τους έλειπαν τα παιδιά τα δικά τους, που ήταν ένας μεγάλος καημός και για τους δύο.
-Πως κι από δω, μωρέ τα ανιψούδια μας;
-Να θείε, είχαμε πάει να βοσκήσουμε τα οζά (ζώα) και επειδή ήταν μακριά το χωριό είπαμε ναρθούμε να σας δούμε και να μας φιλέψετε ό,τι έχετε. Μετά να πάμε να μαζέψουμε λίγα ξύλα, που θέλει η μάνα μας.
-Καλά το κάνατε κοπελάκια μου και ήρθατε να μας δείτε, για να φάωμε και μια μπουκιά παρέα.
Αμέσως η θειά, πιάνει μια γριά κότα που είχε την σφάζει και την βάζει σε καυτό νερό, που είχε για να την ξεπουπουλιάσει. Αμέσως μετά πάει στον κουνελώνα πιάνει δυό κουνέλια τα σφάζει και μέχρι να συνέλθουν τα ανιψούδια τα έχει γδάρει κιόλας. Οι κοπελιές βλέποντας το ζόρι της θείας ρωτούν:
-Θεία να σε βοηθήσουμε όπου μπορούμε;
-Ε να επισκέπτες εσύ καθίστε να τα φτιάξω θέλει εγώ.
-Όι θεία να βοηθήσουμε θέλει.
Η θεία έδωσε στις κοπελιές να καθαρίσουν πατάτες και να τις κόψουν ροδέλες και αμέσως μετά τους έδωσε τα υλικά και ετοίμασαν την σαλάτα.
Όταν οι κοπελιές τέλειωναν η θεία ξεπουπούλιασε την κότα, την καθάρισε και την έβαλε να βράσει. Στην άλλη παραστιά (εστία), έβαλε το τηγάνι και μέχρι να ζεσταθεί το λάδι, έκοψε τα δύο κουνέλια σε μερίδες. Αφού τα αλεύρωσε, άρχισε να τηγανίζει σε μια φωτιά μέτρια. Μόλις τέλειωσε με τα κουνέλια, δυνάμωσε την φωτιά και έβαλε μέσα στο λάδι που τηγάνισε τα κουνέλια, τις πατάτες να τηγανιστούν. Στην δεύτερη τηγανιά με πατάτες, είχε ψηθεί η κότα και έριξε το ρύζι μέσα για να κάνει ένα πιλάφι. Αλάτισε την κότα και την έβαλε σε μια πιατέλα, έστυψε μερικά λεμόνια για να τα ρίξει μέσα όταν σβύσει το πιλάφι, με λίγη στάκα δική της (Χανιώτικο βούτυρο). Τα τρία ανιψάκια είχαν μείνει μαγεμένα με την σβελτάδα της θείας, να ετοιμάζει το γεύμα. Οι δύο κοπελούδες ζήλεψαν την αξιοσύνη της θείας τους, ενώ το Αλεκάκι του έτρεχαν τα σάλια από τα τόσα καλά που θα έτρωγε. Μέσα σε όλα αυτά, έβγαλε η θεία και τις μπάμιες που είχε ετοιμάσει γιαυτούς.
Μόλις τέλειωσε την δεύτερη τηγανιά η θεια Αργυρώ, είπαν οι κοπελιές:
-Θεία να βοηθήσουμε στο στρώσιμο του τραπεζιού;
-Είντα να βοηθήσετε ανιψούδια μου, επισκέπτες είστε;
-Μετά χαράς να σε βοηθήσουμε θειά, όπως στις πατάτες και την σαλάτα.
Η θεία ευχαριστήθηκε για την όλη προθυμία των κοριτσιών, αλλά και την ανατροφή της ξαδέλφης στα κορίτσια της. Μέχρι να στρώσουν το τραπέζι οι κοπελιές με τις υποδείξεις της θείας, είχε ετοιμαστεί και το πιλάφι. Η θεία πριν το σερβίρει του έριξε λεμόνι και στάκα (βούτυρο) δικιά της, το ανακάτεψε μερικές φορές, αφήνοντας μια μεθυστικά όμορφη μυρωδιά που τρέλανε τα κοπέλια, αλλά και τον θείο Αντρουλή. Ο θείος Αντρουλής σήμερα θα έκανε ένα ωραίο γεύμα, αλλά θα έπινε και δύο ποτηράκια κρασί παραπάνω από το καθημερινό του.
Αφού ετοιμάστηκαν όλα, η θεία έβγαλε και ένα κεφάλι τυρί, το έκοψε στην μέση και καθάρισε το μισό. Το υπόλοιπο το έβαλε στη φύλαξη για άλλη μέρα. Μετά κάλεσε τα κοπέλια να καθίσουν και να ξεκινήσουν το γεύμα. Τα κοπέλια έτρωγαν και δεν χόρταιναν την νοστιμιά των φαγητών, διότι η θεία Αργυρώ ήταν μια καταπληκτική μαγείρισσα, όπως αναφέρθηκε.
Το καλό ήταν, ότι οι κοπελιές ήταν λιγόφαγες και έφαγαν λίγο από όλα. Από την άλλη το Αλεκάκι και ο θείος Αντρουλής, έφαγαν διπλό πιάτο πιλάφι, σχεδόν οι δυό τους, τη μια τηγανιά πατάτες, ένα κουνέλι και πάνω από το μισό τυρί. Τις μπάμιες δεν τις άγγιζε κανείς, μέχρι εκείνη την στιγμή όλοι είχαν πέσει στα κρεατικά και το πιλάφι. Η θεία απογοητεύτηκε λίγο, αλλά ξαφνικά βλέπει το Αλεκάκι να γεμίζει το πιάτο του. Το ίδιο έκαναν και οι κοπελιές και αφού τις δοκίμασαν, τα ανιψούδια σχεδόν με μια φωνή είπαν:
-Θειά όλα καλά, αλλά οι μπάμιες ήταν το πιο νόστιμο πιάτο.
-Φάτε παιδιά μου όσο θέλετε από όλα! Χαρά μου να σας θωρώ να τρώτε με όρεξη.
Η θειά είπε στα ανιψούδια, όταν έτρωγαν το πιλάφι, αν ήθελαν να ρίξουν λίγο τυρί. Κανένα τους όμως δεν συμφώνησε, παρά μόνο ο θείος Αντρουλής. Το Αλεκάκι σκέφτηκε πονηρά και είπε μέσα του:
-Σιγά που θα το φάω ετσά και δεν θα το φάω με παξιμάδι να χορτάσω.
Αφού τέλειωσαν το γεύμα η θεία έφερε φρούτα, που τα τίμησαν το Αλεκάκι με τον θείο Αντρουλή δεόντως. Σε όλη την διάρκεια του γεύματος η θεία με το θείο ρωτούσαν νέα για την οικογένεια και τα ίδια τα ανίψια για το σχολείο πως πήγαν φέτος. Τα ανιψούδια απαντούσαν ευχαριστώντας τους θείους με τα νέα τους.
Όταν ήλθε η ώρα να φύγουν, ευχαρίστησαν την θεία για το πολύ ωραίο γεύμα και την φίλησαν με μια σφιχτή αγκαλιά όλα μαζί, κάνοντας την να πετάξει σε πελάγη ευτυχίας. Μια χαρά που τόσο λαχταρούσε να την βιώσει με δικά της παιδιά, που δυστυχώς όμως δεν κατάφερε να κάνει.
Ο Θείος Αντρουλής πηγαίνοντας τα ανιψούδια μέχρι τη άκρη του χωριού τους είπε:
-Μωρεσείς ανιψούδια μου ευλογημένα. Όταν πηγαίνετε για βοσκή εδώ κοντά νάρχεστε από δω, να κάνουμε τόση χαρά όπως εκάμαμε σήμερα. Επίσης να τρώτε και εσείς καλούδια, να τρώω και εγώ πράμα (τίποτα) μεζέ, που δεν μου κάμει η θεία σας όταν είμαστε αμοναχοί. Με εσάς είναι άλλο πράμα τρώτε εσείς τρώω και εγώ ο καημένος.
-Ναρχόμαστε θέλει θείε να σας ευρίχνομε να κάνουμε παρέα και να τρώμε.
-Από το στόμα σας και στου θεού τα αυτί κοπέλια μου γλυκά, καλοστρατιά και τα χαιρετίσματα μου στους γονέους σας……
Έτσι ο Αντρουλής βρήκε ένα τρόπο να τρώει κανένα καλό μεζέ, αλλά και το Αλεκάκι να ξελιμάζει (ξεπεινάει) κάπου-κάπου, από τα ισχνά γεύματα του σπιτιού του.
"Γοργονούσιδες και Κλωθονούσιδες" ονομάζεται το πρώτο e-book του εκπαιδευτικού, διπλωματούχου Ηλεκτρονικού Μηχ. – Πληροφορικής,
Ανδρέα Απ. Τσεπαπαδάκη. Τους όρους "Γοργονούσιδες" και "Κλωθονούσιδες" χρησιμοποιεί ο Καζαντζάκης στην "Οδύσσειά" του για τους Άξιους και Πολυμήχανους. Το βιβλίο αποτελείται από 10 αρθρωτές ιστορίες από την Κρήτη από την εποχή του μεσοπολέμου (10ετία 1930 και μετά) έως το τέλος της χούντας (την δεκαετία 1970).
Είναι γραμμένο στην νεοελληνική με διαλόγους και λέξεις από το Κρητικό ιδίωμα, πολλές εκ των οποίων μπορεί να αγνοούνται από μη γνώστες του κρητικού ιδιώματος γιαυτό υπάρχει μετάφραση της λέξης δίπλα. Όσοι θέλετε να αποκτείσετε εντελώς δωρεάν το βιβλίο του Ανδρέα online φυσικά ας στείλετε e-mail στην διεύθυνση tsepkris@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου