Του Μανόλη Α. Βουρλιώτη
Το Καστέλι Κισάμου την περίοδο 1828-1830.
Διαμόρφωση ενός διοικητικού κέντρου στη βορειοδυτική Κρήτη
Η επανάσταση του 1821 στην Κρήτη μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους, η πρώτη από την έναρξη των πρώτων συμπλοκών στις 14 Ιουνίου 1821 έως την άνοιξη του 1824, όταν κατεστάλη. Η δεύτερη περίοδος, η λεγόμενη της Γραμβούσας, ξεκινάει στις 2 Αυγούστου 1825 με την κατάληψη της Γραμβούσας, χωρίς όμως να γίνει εφικτό να απελευθερωθεί κάποια επαρχία του νησιού και διαρκεί έως το τέλος του 1827. Η τρίτη καλύπτει τα χρόνια 1828-1830, τότε επαναστάτησαν πολλές περιοχές του νησιού, αλλά ήρθε η οριστική καταστολή της το Δεκέμβριο του 1830. Η επανάσταση αυτή έχει ατελέστατα μελετηθεί, ίσως επειδή το μεγάλο σε όγκο βιβλίο του Κυριακού Κριτοβουλίδη.
εκλήφθηκε ως ιστορικό έργο από πολλούς. Στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό που αναγράφει στον τίτλο του, δηλαδή απομνημονεύματα. Καταγράφει όσα συγκράτησε η μνήμη του τρεις δεκαετίες αργότερα με τα αναπόφευκτα λάθη που επέφερε η χρονική απόσταση, διαθλασμένα από την ιδεολογία του και φιλτραρισμένα από τις προσωπικές του επιλογές. Αναφέρει τις κυριότερες μάχες και παραθέτει βιογραφικά λίγων αγωνιστών. Ενδιαφέρον έχουν επίσης τα όσα αποσιώπησε, τα οποία η μελέτη των αρχείων δείχνει ότι ήταν μεγάλης έκτασης.
Η έρευνα λοιπόν πρέπει να στραφεί προς τις πρωτογενείς πηγές της περιόδου, κυρίως στα αρχεία. Δεν υπάρχει καμία συντονισμένη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Εξάλλου οι ερευνητές που ασχολούνται συστηματικά με αυτή την περίοδο είναι ελάχιστοι. Χρησιμοποιώ κυρίως ελληνικές πηγές και δευτερευόντως λίγες έντυπες δυτικοευρωπαϊκές. Στην περίπτωση της Κρήτης πρέπει να μελετηθούν τα οθωμανικά αρχεία της περιόδου, δεδομένου ότι ο μισός σχεδόν πληθυσμός της τότε ήταν μουσουλμανικός και παραμένει άγνωστο το πώς διαχειρίστηκε η διοίκηση του νησιού την επανάσταση, όπως και το πώς ζούσαν οι κάτοικοι του νησιού και των δύο θρησκευμάτων.
Θα επικεντρωθώ σε αυτή τη μελέτη στην τρίτη περίοδο της επανάστασης στην Κρήτη. Στις 8 Ιανουαρίου του 1828 έφτασε στο Ναύπλιο ο Κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας, εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο για την επαναστατημένη χώρα, η οποία διαιρέθηκε σε δεκαπέντε διοικητικά διαμερίσματα, κάτι αντίστοιχο με τους μεταγενέστερους νομούς, επικεφαλής των οποίων όρισε από ένα Έκτακτο Επίτροπο. Η Κρήτη δεν συμπεριλαμβανόταν σε αυτά τα διαμερίσματα, ενώ για τη διοίκησή της στάλθηκε ένας Αντιπρόσωπος της Κυβέρνησης που συνήθως ήταν και φρούραρχος της Γραμβούσας με ένα στρατιωτικό σώμα.
Δεν θα ασχοληθώ με το τι γινόταν σε όλο το νησί, αλλά μόνο με το βορειοδυτικό τμήμα του. Εκεί όταν το 1828 έπεσε στα χέρια των επαναστατών το φρούριο στο Καστέλι Κισάμου, οι χριστιανοί έφτιαξαν ένα νέο οικισμό. Δημιουργήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα ένα νέο διοικητικό κέντρο, όχι μόνο της επαρχίας Κισάμου, αλλά και των γύρω περιοχών. Θα γίνει σύντομη ιστορική αναφορά στο περίγραμμα της εποχής, στο πώς δημιουργήθηκε ο νέος οικισμός, θα επιχειρηθεί να εντοπισθούν τα διάφορα οικήματα μέσα και έξω από το κάστρο, η σχέση των Καστελιανών με τον Αντιπρόσωπο της Κυβέρνησης και τέλος στην συμπαράσταση που έδειξε η κοινότητα σε μέλη της που είχαν κατηγορηθεί για πειρατεία. Στη συνέχεια θα παρουσιαστεί ένας διαπληκτισμός στο Καστέλι ανάμεσα σε ντόπιους και στη φρουρά της Γραμβούσας, θα παρατεθούν μερικά αποσπάσματα από μαρτυρίες απλών ανθρώπων όπως ενός μπακάλη, ενός καφετζή, στρατιωτών και ενός ξένου ανθυπολοχαγού και θα γίνει προσπάθεια να αναλυθεί η διαμάχη αυτή στα ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής.
Οι ειδήσεις για το Καστέλι του 18ου αιώνα είναι πενιχρές. Το 1739 ένας Άγγλος περιηγητής έγραψε ότι το κάστρο κατοικούνταν μόνο από μουσουλμάνους, όπως και ένα μικρό περιτειχισμένο χωριό γύρω από αυτό, η περιφέρεια του οποίου δεν ξεπερνούσε το ένα μίλι. Στο μικρό αυτό κάστρο, στο οποίο δεν υπήρχε διοικητής, έδρευαν δύο τάγματα γενιτσάρων, οι μουσταχφιζάν από 40 άτομα το 1742 και 37-40 το 1777-1819 και οι αζάπηδες από 40 άτομα το 1742 και 39 το 1777-1819.
Το Καστέλι Κισάμου την περίοδο 1828-1830.
Διαμόρφωση ενός διοικητικού κέντρου στη βορειοδυτική Κρήτη
Η επανάσταση του 1821 στην Κρήτη μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους, η πρώτη από την έναρξη των πρώτων συμπλοκών στις 14 Ιουνίου 1821 έως την άνοιξη του 1824, όταν κατεστάλη. Η δεύτερη περίοδος, η λεγόμενη της Γραμβούσας, ξεκινάει στις 2 Αυγούστου 1825 με την κατάληψη της Γραμβούσας, χωρίς όμως να γίνει εφικτό να απελευθερωθεί κάποια επαρχία του νησιού και διαρκεί έως το τέλος του 1827. Η τρίτη καλύπτει τα χρόνια 1828-1830, τότε επαναστάτησαν πολλές περιοχές του νησιού, αλλά ήρθε η οριστική καταστολή της το Δεκέμβριο του 1830. Η επανάσταση αυτή έχει ατελέστατα μελετηθεί, ίσως επειδή το μεγάλο σε όγκο βιβλίο του Κυριακού Κριτοβουλίδη.
εκλήφθηκε ως ιστορικό έργο από πολλούς. Στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό που αναγράφει στον τίτλο του, δηλαδή απομνημονεύματα. Καταγράφει όσα συγκράτησε η μνήμη του τρεις δεκαετίες αργότερα με τα αναπόφευκτα λάθη που επέφερε η χρονική απόσταση, διαθλασμένα από την ιδεολογία του και φιλτραρισμένα από τις προσωπικές του επιλογές. Αναφέρει τις κυριότερες μάχες και παραθέτει βιογραφικά λίγων αγωνιστών. Ενδιαφέρον έχουν επίσης τα όσα αποσιώπησε, τα οποία η μελέτη των αρχείων δείχνει ότι ήταν μεγάλης έκτασης.
Η έρευνα λοιπόν πρέπει να στραφεί προς τις πρωτογενείς πηγές της περιόδου, κυρίως στα αρχεία. Δεν υπάρχει καμία συντονισμένη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Εξάλλου οι ερευνητές που ασχολούνται συστηματικά με αυτή την περίοδο είναι ελάχιστοι. Χρησιμοποιώ κυρίως ελληνικές πηγές και δευτερευόντως λίγες έντυπες δυτικοευρωπαϊκές. Στην περίπτωση της Κρήτης πρέπει να μελετηθούν τα οθωμανικά αρχεία της περιόδου, δεδομένου ότι ο μισός σχεδόν πληθυσμός της τότε ήταν μουσουλμανικός και παραμένει άγνωστο το πώς διαχειρίστηκε η διοίκηση του νησιού την επανάσταση, όπως και το πώς ζούσαν οι κάτοικοι του νησιού και των δύο θρησκευμάτων.
Θα επικεντρωθώ σε αυτή τη μελέτη στην τρίτη περίοδο της επανάστασης στην Κρήτη. Στις 8 Ιανουαρίου του 1828 έφτασε στο Ναύπλιο ο Κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας, εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο για την επαναστατημένη χώρα, η οποία διαιρέθηκε σε δεκαπέντε διοικητικά διαμερίσματα, κάτι αντίστοιχο με τους μεταγενέστερους νομούς, επικεφαλής των οποίων όρισε από ένα Έκτακτο Επίτροπο. Η Κρήτη δεν συμπεριλαμβανόταν σε αυτά τα διαμερίσματα, ενώ για τη διοίκησή της στάλθηκε ένας Αντιπρόσωπος της Κυβέρνησης που συνήθως ήταν και φρούραρχος της Γραμβούσας με ένα στρατιωτικό σώμα.
Δεν θα ασχοληθώ με το τι γινόταν σε όλο το νησί, αλλά μόνο με το βορειοδυτικό τμήμα του. Εκεί όταν το 1828 έπεσε στα χέρια των επαναστατών το φρούριο στο Καστέλι Κισάμου, οι χριστιανοί έφτιαξαν ένα νέο οικισμό. Δημιουργήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα ένα νέο διοικητικό κέντρο, όχι μόνο της επαρχίας Κισάμου, αλλά και των γύρω περιοχών. Θα γίνει σύντομη ιστορική αναφορά στο περίγραμμα της εποχής, στο πώς δημιουργήθηκε ο νέος οικισμός, θα επιχειρηθεί να εντοπισθούν τα διάφορα οικήματα μέσα και έξω από το κάστρο, η σχέση των Καστελιανών με τον Αντιπρόσωπο της Κυβέρνησης και τέλος στην συμπαράσταση που έδειξε η κοινότητα σε μέλη της που είχαν κατηγορηθεί για πειρατεία. Στη συνέχεια θα παρουσιαστεί ένας διαπληκτισμός στο Καστέλι ανάμεσα σε ντόπιους και στη φρουρά της Γραμβούσας, θα παρατεθούν μερικά αποσπάσματα από μαρτυρίες απλών ανθρώπων όπως ενός μπακάλη, ενός καφετζή, στρατιωτών και ενός ξένου ανθυπολοχαγού και θα γίνει προσπάθεια να αναλυθεί η διαμάχη αυτή στα ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής.
Οι ειδήσεις για το Καστέλι του 18ου αιώνα είναι πενιχρές. Το 1739 ένας Άγγλος περιηγητής έγραψε ότι το κάστρο κατοικούνταν μόνο από μουσουλμάνους, όπως και ένα μικρό περιτειχισμένο χωριό γύρω από αυτό, η περιφέρεια του οποίου δεν ξεπερνούσε το ένα μίλι. Στο μικρό αυτό κάστρο, στο οποίο δεν υπήρχε διοικητής, έδρευαν δύο τάγματα γενιτσάρων, οι μουσταχφιζάν από 40 άτομα το 1742 και 37-40 το 1777-1819 και οι αζάπηδες από 40 άτομα το 1742 και 39 το 1777-1819.
Από τις αρχές του επόμενου αιώνα υπάρχει μία διπλωματική πηγή του 1818 στην οποία δίδονται αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό του Καστελίου: «το Κάστρον, Καστέλι ονομαζόμενον, όπου κατοικεί ο Κριτής, όλου του Καδιλικίου. Έχει μέσα εις το τείχος έως 400 στρατιώτας, έως 200 οσπήτια Τουρκικά, και έως 50 μικρά κανόνια, έως 3 οκάδας σφαίρας, και 10 χαβάνια, και εν τζαμίον. Τριγύρω δε του Κάστρου είναι το χωρίον Βαρούσι (ή Ακρόπολις) έχον έως 100 οσπήτια όλοι Τούρκοι». Οι 300 οικίες με ένα οικογενειακό συντελεστή 4 αντιστοιχούν σε 1200 κατοίκους περίπου, αλλά δεν υπάρχει άλλη σύγχρονη πηγή για να γίνει διασταύρωση.
Σε μία εγκυκλοπαίδεια εκδομένη το 1819 το Καστέλι αναφέρεται γενικώς ως πόλη, ενώ σημειώνεται ότι η επαρχία ήταν καλά καλλιεργημένη και παραγωγική, έβγαζε μεγάλες ποσότητες λαδιού και κρασιού, όπως επίσης μέλι, κερί και μετάξι, αλλά λίγο κριθάρι και σιτάρι. Υπήρχαν πολλές βελανιδιές, από τους καρπούς των οποίων οι χριστιανοί έτρεφαν πολλά γουρούνια, όπως επίσης πολλά χαρουπόδεντρα, αλλά τα χαρούπια μεταφέρονταν στα Χανιά. Το κρασί της Κισάμου ήταν διαυγές και καλής ποιότητας, οι χριστιανοί ένα μέρος από αυτό το έκαναν μπράντι για το χειμώνα.
Στην πρώτη φάση της επανάστασης ελάχιστα είναι γνωστά για το Καστέλι, το οποίο κατέλαβαν το 1823 για ένα μικρό χρονικό διάστημα οι επαναστάτες, αλλά σύντομα επανήλθε στην οθωμανική διοίκηση. Στις 2 Αυγούστου 1825 οι επαναστάτες κυρίευσαν τόσο το φρούριο της Γραμβούσας, όσο και αυτό της Κισάμου, εξουδετερώνοντας την οθωμανική φρουρά που τα φύλαγε.
Φυσικά εδώ θα ασχοληθώ μόνο με τη δεύτερη περίπτωση. Οι επαναστάτες συνέταξαν εκεί ένα νέο προσωρινό πολίτευμα, το οποίο δεν σώθηκε, αλλά σε τρεις ή τέσσερις ημέρες αναγκάστηκαν να φύγουν από το Καστέλι, γιατί οθωμανικά στρατεύματα από τα Χανιά έφτασαν και το κατέλαβαν πάλι. Όταν όμως τρία χρόνια μετά στις 2 Αυγούστου 1828 οι χριστιανοί κατήγαγαν νίκες στο Θέρισο και στους Λάκκους, οι τελευταίοι μουσουλμάνοι στο Σέλινο και την Κίσαμο εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και βρήκαν καταφύγιο στα Χανιά.
Έτσι το Καστέλι έπεσε πάλι στα χέρια των επαναστατών.
Τον Ιανουάριο του 1828 με την συναίνεση του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στάλθηκε στη Γραμβούσα μία μοίρα υπό τον Βρετανό υποναύαρχο Στέινς (Thomas Staines) με σκοπό την εξάλειψη της πειρατείας. Όλοι οι κάτοικοί της αναγκάστηκαν να φύγουν, μερικοί κατέφυγαν στην Κίσαμο. Οι Άγγλοι ήθελαν να συλλάβουν τους κύριους πειρατές που τους υπολόγιζαν σε δώδεκα, βέβαια τότε πολλοί, ανάμεσά τους και τα μέλη του Κρητικού Συμβουλίου, είχαν κατηγορηθεί για συμμετοχή σε πειρατεία. Οι ενέργειες αυτές των Άγγλων θα πυροδοτήσουν δυσαρέσκεια σε μερίδα των Κρητικών, οι οποίοι θεώρησαν ότι στοχοποιήθηκαν οι πιο αδύναμοι, ενώ κάποιοι ισχυροί έμειναν απείραχτοι.
Το Νοέμβριο του 1828 ο Κυβερνήτης έγραφε στον φρούραρχο της Γραμβούσας John Hane ότι η κυβέρνηση επιθυμούσε να εξασφαλίσει το φρούριο της Κισάμου από κάθε εχθρική προσβολή. Του ζητούσε να οπλίσει το φρούριο με κανόνια και να διορίσει μια φρουρά εκεί από πενήντα τακτικούς στρατιώτες και άλλους τόσους Ρουμελιώτες. Στις 26 Δεκεμβρίου 1828 ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης υπέβαλε στον Ιωάννη Καποδίστρια προτάσεις για να σταλεί φρουρά στο Καστέλι έτσι ώστε να διασφαλισθεί η ελληνική παρουσία στην περιοχή. Σημείωνε:
«Η φρουρά της Κισσάμου θέλει βαστάξει την ευταξίαν και της πόλεως και των πέριξ της Κισσάμου επαρχιών. Θέλει χρησιμεύσει ως ζύμη διά τους νεογυμνάστους στρατιώτας. Θέλει ασφαλίσει εκεί εν μέρος όπου ημπορούν να συρθώσι χωρίς φόβον αι ωποσούν σημαντικαί οικοδομαί των Κρητών και όπου ημπορούν να εύρουν οι πατριώται άσυλον και όπου ημπορεί να γίνεται ένα καλόν εμπόριον. Εννοώ όμως ότι είναι ανάγκη να εφοδιασθή και με τα απαραίτητα κανόνιατο φρούριον». Αυτό έγινε γρήγορα, δεν είναι ακριβώς γνωστό το πότε.
Ο Αντωνιάδης σε μια μεγάλη αναφορά του το 1829 περιγράφει ως εξής την Κίσαμο:
«Επιστρέφοντες εις το δυτικόν μέρος της Κρήτης βλέπει τις εις την Κίσαμον μικράν ευταξίαν, τουλάχιστον τα εισοδήματα του σκαλώματος της Κισάμου συνάζονται τακτικώς πως από τους εμπόρους, από τα οποία σχεδόν και κρατούνται τα περισσότερα έξοδα της Κρήτης. Εις το σκάλωμα τούτο κατεβαίνουν όλα σχεδόν τα λάδια της Κισάμου και της Κυδωνίας, από άλλα όμως σκαλώματα της επαρχίας Κισάμου γίνεται εν ικανόν λαθρεμπόριον του ελαιολάδου, από τα οποία δεν απολαμβάνει το ταμείον σχεδόν τίποτε. Μία δημογεροντία είναι συστημένη εκεί υπό το όνομα Δημογεροντία Κυδωνίας και Κισάμου και αύτη είναι η καθεστώσα των δύο επαρχιών αρχή. Οπλισμένους έχει η επαρχία της Κισάμου έως 800, οπλαρχηγός είναι ο Γεώργιος Δρακονιανός, προς τον οποίον υπάγονται οι μικρότεροι της επαρχίας ταύτης οπλαρχηγοί».
Ο ίδιος τον Ιανουάριο του 1829 προσέθετε τα εξής: «Η επισκευή του φρουρίου της Κισάμου σχεδόν ετελείωσεν. Αρκεταί οικογένειαι ασφαλίζονται εις τούτο, και θα είναι ασφαλισμέναι οπόταν το εφοδιάσετε με τα οποία σας ανέφερα κανόνια, βόλια, μισδράλια κλ.».
Ο Φραγκίσκος Λιμπρίτης έγραψε για το Καστέλι: «Φοβούμενοι οι εν τω φρουρίω Κισσάμου [Τούρκοι] μη επιπέσουν οι Έλληνες κατ’ αυτών και κυριεύσουν εξ εφόδου το φρούριον, εγκατέλειψαν αυτό και μετέβησαν λαθραίως εις Χανία. Λαβόντες οι Έλληνες εις την κυριότητά των το φρούριον τούτο, εδιώρθωσαν αμέσως όλα αυτού τα κατακρημνισμένα τείχη δι’ εκουσίας προσωπικής εργασίας των επαρχιών Κισσάμου, Χανίων και Σελίνου και μ’ ό,τι χρήμα τα ηδυνήθη να χορηγήση το Κρητικόν ταμείον. Εδιώρθωσαν οικίας, μαγαζεία, καφφενεία, εκατοικήθησαν έσωθεν και έξωθεν εκ πολλών οικογενειών, εδιώρθωσαν την εντός του φρουρίου εκκλησίαν με εικόνας κλπ. ωκοδόμουν 60-80
μαγαζεία εις τον λιμένα Μαυρομώλον πλησίον του φρουρίου, εσύχναζον από διάφορα μέρη της Ελλάδος πλείστοι εμπορικοί ένθα εγίνετο εξαγωγή ελαίου, καστάνων, μετάξης κλπ. ώστε εσυνάζετο υπέρ το εν εκατομμύριον γρόσια κατ’ έτος. Ο αριθμός των κατοίκων ηύξανεν επαισθητώς». Δεν είναι γνωστά όλα τα φυσικά λιμάνια, ως σκαλώματα αναφέρονται σε έγγραφα της εποχής, που υπήρχαν τότε στην Κίσαμο. Πάντως σώθηκε ένα έγγραφο σύμφωνα με το οποίο διορίστηκε ως επιστάτης του δασμοτελωνείου Κισάμου ο Γ. Σταματάκης τον Μάιο του 1829. Αναφέρεται επίσης ότι στα σκαλώματα του Σταυρού και της Γωνιάς θα έχει τους υπαλλήλους του. Αυτό του Μαύρου Μόλου για το οποίο γράφει ο Λιμπρίτης δεν αναφέρεται. Υπερβολικό φαίνεται το ποσό των εσόδων του δασμοτελωνείου. Βέβαια, η τοπική διοίκηση ζητούσε από τη δημογεροντία κατά καιρούς να πληρώνει διάφορα έξοδα. Για παράδειγμα, όταν το Κρητικό Συμβούλιο αποφάσισε να αγοράσει 50 άλογα για το ιππικό της Κρήτης, ζήτησε από τη δημογεροντία Κισάμου και Κυδωνίας να δώσει για το σκοπό αυτό 50.000 γρόσια. Η ίδια δημογεροντία υποχρεώθηκε να πληρώσει έξοδα 3.970 γροσίων για τους πληρεξούσιους της Κρήτης.
Στις αρχές Μαΐου 1829 το Κρητικό Συμβούλιο έγραφε προς τον Ιωάννη Καποδίστρια ότι στην Κρήτη υπήρχε φρικτή αναρχία από τον προηγούμενο Δεκέμβριο και παρά τις προσπάθειες του δραστήριου και ακάματου «Ιωάννου Αίνε» δεν είχε μπει ακόμα τάξη στο νησί. Πρόσθεταν ότι εξασφάλισαν την εύρυθμη λειτουργία του φρουρίου της Κισάμου, όσο και ενός σκαλώματος, στο οποίο βρίσκονταν ευρωπαίοι και άλλοι έμποροι.
Μετά την ολοκλήρωση της επισκευής του φρουρίου, το Καστέλι άρχισε πια να παίρνει τη μορφή μιας κωμόπολης. Οι πηγές αναφέρουν ότι στο φρούριο βρίσκονταν η καζάρμα, δηλαδή ένας στρατώνας, τα γραφεία της δημογεροντίας, ένα αλληλοδιδακτικό σχολείο, μία εκκλησία, σε ένα έγγραφο υπογράφει ο παπά Ιωάννης ο εφημέριος, αλλά και ένα μπακάλικο, ένας φούρνος και ένα καφενείο. Για τον αριθμό των κατοίκων δεν υπάρχουν πληροφορίες, αλλά ένα έγγραφο των Κισαμιτών υπογράφεται από 126 άντρες, αν υποτεθεί ότι όλοι αυτοί έμεναν μέσα στο Καστέλι με τις οικογένειές τους, πρέπει να ήταν περίπου 500 άτομα.
Οι σχέσεις των Κισαμιτών με τον φρούραρχο Γραμβούσας Hane, ο οποίος από τον Φεβρουάριο του 1829 διορίστηκε Αντιπρόσωπος της Κυβέρνησης στην Κρήτη, έγιναν τεταμένες. Αφορμή στάθηκε η σύλληψη μερικών συμπατριωτών τους με την κατηγορία της πειρατείας. Ο πρώτος ήταν ο Μαρτινιανός Περάκης, υπάρχει ένα άρθρο γι’ αυτόν, εδώ θα ανακοινωθούν νέα στοιχεία που προέκυψαν από τη μελέτη των αρχείων. Στις 9 Δεκεμβρίου 1828 κάτοικοι της Κισάμου έστειλαν επιστολή προς τον Ιωάννη Καποδίστρια, στην οποία εξέφραζαν τη βαθιά τους λύπη για τη σύλληψη του πεντακοσίαρχου Περάκη, βεβαίωναν ότι ο άνθρωπος αυτός δεν εισέπραξε περισσότερα από τρεις χιλιάδες γρόσια, αλλά τα έδωσε για αγαθοεργούς σκοπούς και τελικά έμεινε φτωχός. Υπενθύμιζαν την προσφορά του στην πατρίδα, είχε διατελέσει έπαρχος Σελίνου, όπως επίσης είχε πολεμήσει στην Μονεμβασία. Παρακαλούσαν τέλος να του φερθεί με επιείκεια. Το έγγραφο υπογράφουν 126 άτομα, στρατιωτικοί και οι πολίτες. Στο έγγραφο αυτό σώζεται αποτύπωμα σφραγίδας των δημογεροντιών Κυδωνίας (Χανίων), Κισάμου και Σελίνου με ημερομηνία 1829.
Σώθηκαν τα πρακτικά της ανάκρισης. Εκεί αναγράφονται και τα εξής:
«Κατά του Παππά Μαρτινιανού Περάκη, δι’ εξομολογήσεώς του.
1. Ότι από την αρχήν της επαναστάσεως της Κρήτης εξεδύθη το ιερατικόν φόρεμα και έλαβε τα όπλα, ως εις ιερόν αγώνα.
2. Ότι αμαρτήσας έλαβε γυναίκα με την οποίαν εγέννησε τέκνα.
3. Ότι εξαρχής εζήτησε να εμποδίση την πειρατείαν αλλά δεν ηδυνήθη να την παύση, και υστερούμενος των προς το ζην αναγκαίων, ο Σκανδάλης
και Καλατζάκης και έτερος του οποίου το όνομα δεν ενθυμείται τον έδοσαν
μερίδιον εις τρία μικρά πλοία, δανείζοντάς τον μερικά χρήματα διά κεφάλαια.
4. Ότι πολλά ολίγον προϊόν των λειών τον έδωσαν οι Σύνδροφοί του.
5. Ότι εις το τελευταίον Σώμα της Γραμβούσης, ήτον μέλος του συμβουλίου».
Στα ελαφρυντικά του αναγνωρίστηκαν τα εξής:
«1. Εκ της εξομολογήσεως όλων των άλλων ο Μαρτινιανός ήτον καλός άνθρωπος και πάμπτωχος.
2. Εκ της ιδίας αυτού εξομολογήσεως ελύτρωσε την ζωήν εχθρών και φίλων εις ευκαιρίαν, όταν οι πρώτοι εστάθησαν αιχμάλωτοι και οι δεύτεροι εις
κίνδυνον».
Ο Κυβερνήτης τον Ιανουάριο του 1829 αποφάσισε να αποφυλακίσει τον
Μ. Περάκη από τις φυλακές του Ναυπλίου, διέταξε τον Hane να τον κρατήσει υπό φύλαξη στη Γραμβούσα, έως ότου τα δικαστήρια αποφασίσουν για την τύχη του. Ο Περάκης μεταφέρθηκε στην Κρήτη, αλλά στη συνέχεια χάνονται τα αρχειακά ίχνη του. Ενέταξε ο Δ. Αργυριάδης, (βλ. έγγραφο του παραρτήματος, στο εξής Ε3). Μετά από μερικούς μήνες, επειδή δεν είχαν συσταθεί ακόμα τα δικαστήρια του κράτους, επέστρεψε στην Κρήτη, τέθηκε υπό περιορισμό στο φρούριο της Γραμβούσας και οι πηγές δείχνουν ότι μάλλον δεν δικάστηκε ποτέ.
Το πρόβλημα με όσους είχαν κατηγορηθεί για πειρατεία συνέχισε να προκαλεί εντάσεις. Τον Ιανουάριο του 1829 τέσσερις κατηγορούμενοι που ήταν φυλακισμένοι για δέκα μήνες στην Αίγινα και στο Ναύπλιο δραπέτευσαν και γύρισαν στην Κρήτη, επειδή, όπως έγραφαν στον Ιωάννη Καποδίστρια, η πατρίδα τους είχε ανάγκη. Ήταν ο Γρηγόριος Δαμανάκης, γνωστός ως Δαμινός, ο Ιάκωβος Σκανδαλάκης ή Σκανδαλής, ο Γεώργιος Λούπης και ο Παναγιώτης Καλαΐτζάκης. Ο Κυβερνήτης σε μία οργισμένη επιστολή του προς το Κρητικό Συμβούλιο εξέφρασε την απορία και την αγανάκτησή του για το συμβάν και για το ότι οι δραπέτες βρήκαν άσυλο στην επαρχία Κισάμου. Τους διέτασσε να τους συλλάβουν και να τους παραδώσουν στον φρούραρχο Hane.
Σε λίγο οι σχέσεις των Κισαμιτών με τον Hane και τους υφισταμένους του έφτασε σε εκρηκτικό σημείο, γιατί ο Hane ήθελε αμέσως να συλληφθεί μόνο ο Ιάκωβος Σκανδαλάκης από τους τέσσερις καταζητούμενους. Οι Κισαμίτες ισχυρίζονταν ότι ο Σκανδαλάκης είχε εξαφανιστεί, υπέθεταν ότι ίσως να είχε φύγει εκτός Κρήτης ή να πήγε με τους Τούρκους. Εξέφραζαν την απορία τους γιατί ο Hane δεν συνέλαβε τους δράστες που πρόσφατα λήστεψαν ένα γαλλικό πλοίο στα Σφακιά. Κατηγορούσαν τον Hane ότι πήρε στη φρουρά του κάποιους κακούργους και κακοποιούς με επικεφαλής τον εκατόνταρχο Διακονιαράκη από τα Σφακιά, απέδιδαν μάλιστα σε αυτούς το φόνο ενός χριστιανού στα Κεραμιά. Συνεργούς του σε αυτές τις ενέργειες θεωρούσαν τον Θεοχάρη Αγαθάκη, Αντώνιο Αρετίνη, Γεώργιο Σακόρραφο, Ανδρέα Φασούλη και τον πρωτόπαπα Σφακίων Γεώργιο Μοράκη. Ισχυρίζονταν ότι ο Hane έβγαλε διαταγή στις άλλες επαρχίεςτης Κρήτης να στείλουν ενόπλους κατά των επαρχιών Κισάμου, Κυδωνίας, Σελίνου και Αποκορώνου «ώστε οπού το πράγμα καταντά εις εμφύλιον πόλεμον».
Το Κρητικό Συμβούλιο υιοθέτησε αυτές τις αιτιάσεις και κατηγορούσε τον Hane ότι δεν χειρίστηκε την υπόθεση φρόνιμα. Στις 26 Ιουνίου ο Hane διέταξε τη φρουρά που βρισκόταν στο Καστέλι να το εγκαταλείψει και οι Καστελιανοί αισθάνθηκαν ανασφαλείς, δεδομένου ότι οι εχθροί βρίσκονταν κοντά.
Από την πλευρά του ο Hane ισχυρίστηκε ότι παρόλο που διέταξε τους οπλαρχηγούς Βασίλειο Χάλη, Ιάκωβο Κουμή και Γεώργιο Δρακονιανό να συλλάβουν τον Σκανδαλάκη, αυτοί δεν υπάκουσαν. Δήλωνε ότι δεν μπορούσε να εκτελεί τα χρέη του εξ αιτίας των πολλών φατριών που υπήρχαν στην Κρήτη, ως αρχηγούς θεωρούσε τον Σκανδαλάκη και τον Χάλη.
Για τον Σκανδαλάκη δεν είναι γνωστά πολλά για τη ζωή και τη δράση του. Σύμφωνα με το φύλλο μητρώου του γεννήθηκε το 1796 στην Κίσαμο και πολέμησε στην Κρήτη από το 1821 έως το 1830. Πέθανε στην Μονεμβασία στις 3 Ιουλίου 1849.
Στις 14 Ιουνίου 1829 ξέσπασε για ασήμαντη αφορμή ένας διαπληκτισμός ανάμεσα σε στρατιώτες της φρουράς και σε μερικούς Καστελιανούς, απόληξη της διαμάχης για όσους είχαν κατηγορηθεί για πειρατεία. Κατά ευτυχή συγκυρία σώθηκαν αρκετά έγγραφα για αυτό το επεισόδιο και από τις δύο πλευρές. Από τη μεριά της τοπικής δημογεροντίας τα έγγραφα συνέταξε ο γραμματέας της Λαμπρινίδης, στη λόγια γλώσσα της διοίκησης, ενώ αυτά των στρατιωτικών ένας άγνωστος γραφέας, που ευτυχώς γνώριζε ελάχιστα γράμματα, κάνει πολλά ορθογραφικά λάθη, αλλά σε μεγάλο βαθμό πλησιάζει τη λαϊκή ομιλούμενη γλώσσα της εποχής. Πρόκειται μάλλον για τον πιο τεκμηριωμένο καβγά που έγινε στην Κρήτη στις αρχές του 19ου αιώνα.
Την επόμενη του συμβάντος η τοπική δημογεροντία έστειλε μία επιστολή προς το Κρητικό Συμβούλιο στην οποία έδινε τη δική της εκδοχή για τα γεγονότα. Ένας στρατιώτης είχε μόλις πληρωθεί το μισθό του και πήγε στο μπακάλικο του Παναγιώτη Γοβατζάκη για να του αλλάξει ένα ισπανικό τάλιρο σε γρόσια, δηλαδή στο ισχύον νόμισμα που κυκλοφορούσε στην Κρήτη. Δεν γνώριζε την ακριβή ισοτιμία των νομισμάτων και ζήτησε δέκα παράδες παραπάνω. Ο μπακάλης του ανέφερε ότι ο Κυβερνήτης είχε βγάλει διακήρυξη στην οποία αναγραφόταν η αξία των νομισμάτων και ότι έκανε λάθος. Σε λίγο βρέθηκε εκεί ο ανθυπολοχαγός Αντόνιο Καττάνι, ξένος, αλλά δεν είναι γνωστή η εθνικότητά του, ίσως να ήταν ιταλικής καταγωγής, άρχισε να ραβδίζει τον μπακάλη και σε λίγο τον φυλάκισε στο Καστέλι. Εκεί κοντά βρισκόταν και ο Μάρκος Καλούδης, ο οποίος πήρε το μέρος του μπακάλη και μετά αναχώρησε για τη δημογεροντία. Το ίδιο έκανε και ένας άλλος ντόπιος, ο Μιχάλης Σκουλάς, αλλά ο αξιωματικός «ήρχισεν και τον έδερνεν με το τζιμπούκι του». Σε λίγο ο Καττάνι γρονθοκόπησε τον Καλούδη, ο οποίος ανταπέδωσε αμέσως. Αυτά έγιναν το μεσημέρι και όλοι νόμισαν ότι το επεισόδιο είχε τελειώσει.
Το πρωί όμως στις 5 η ώρα ο Καττάνι με στρατιώτες περικύκλωσε το οίκημα της δημογεροντίας και ζητούσε να του παραδοθεί ο Καλούδης, που βρισκόταν μέσα. Οι δημογέροντες έγραψαν ότι ο Καττάνι ήταν πιωμένος και ότι κάποια στιγμή είπε τα εξής με τα σπαστά ελληνικά του: «Μένα ντε σέρει μογγεροντία, ντε σέρει τίποτε, μένα κομαντάτε όλο μέσα έσω Κύσαμο». Τελικά οι ντόπιοι έστειλαν τον Καττάνι στη Γραμβούσα και ζήτησαν την αντικατάστασή του. Το έγγραφο υπογράφουν πέντε δημογέροντες, ο Ιωάννης Χουδάλης, ο Α. Χατζηιωάννου, ο Δημήτριος Χρυσαφόπουλος, ο Ν. Μαρκουλάκης και ο Α. Κοκκαλάκης. Στη συνέχεια υπογράφουν 39 Καστελιανοί με πρώτους τον εφημέριο παπά Ιωάννη και έναν παπά Κωσταντή.
Λίγες μέρες μετά ο Καττάνι έδωσε την δικιά του εκδοχή σε μια επιστολή του προς τον Hane. Περιγράφει ότι στο Καστέλι η κατάσταση ήταν τεταμέπος. Θεωρεί δηλαδή ότι η εχθρότητα προς το πρόσωπό του προήλθε από λίγα άτομα που τον διέβαλαν επειδή προσπαθούσε να κάνει το καθήκον του.
Περισσότερο λεπτομερής γίνεται ο Καττάνι στην κατάθεσή του:
«Πληρώνοντας τους στρατιώτας τα γιμικλίκια τους (σιτηρέσια), ένας ηπήγε ν’ αλλάξη ένα τάλαρο όπ’ επέρναε γρόσια δεκατέσσερα και μισό, το οποίον μην ηξέροντας πόσο επήγε, είπε του μπακάλη ότι περνάει δεκατέσσερα και τριάντα». Ο μπακάλης άρχισε να φωνάζει, ο Καττάνι γράφει ότι επενέβη για να ησυχάσουν τα πνεύματα, έβγαλε μάλιστα από την τσέπη του δέκα παράδες για να τις δώσει στο Γοβατζάκη έτσι ώστε να τελειώσει εκεί το θέμα, αλλά αυτός: «άρχισε με ηβρίσματα και λέει: Ποιος διάβολος σας ήφερε εδώ και άλλες ηβρισίες. Τόσον εθυμώθηκα, ώστε διά τες βρισίες και κατιφρόνεσες,
οπού τον εδιόρισα διά αρέστο», δηλαδή διέταξε τη σύλληψή του. «Έτσι επήγα εις καφενέ και πίναμε καφέ με τον δεύτερον τον αξιωματικόν που ήρθε μουσαφίρης και δεν επέρασεν πολύ ώρα, βλέπω τον Μανολάκη τον καφετζή και έρχεται εις εμέ θυμωμένος και μου λέει: Πάρε, σκατόπιστε, το τάλαρο και δεν μπερνάει τόσο». Στη συνέχεια αναφέρει ότι ο Μάρκος Καλούδης τον γρονθοκόπησε και «έτρεχαν τα αίματα από τη μούρη μου».
Αργότερα πήγε στη δημογεροντία και ζήτησε τέσσερις φορές τον Καλούδη, του απάντησαν όμως ότι είχε φύγει. Το βράδυ ο Καττάνι πήρε έξι στρατιώτες, πήγε στη δημογεροντία και εκεί βρήκε τον Καλούδη που καθόταν με τον Χρυσαφόπουλο. Του ζήτησε να βγει, αλλά αυτός: «μ’ αποκρίθηκε, φύγε, σκύλε και δεν αριβάρισε να ειπή το λόγο, οπού είδαμε με τα γιαταγάνια όξω και τις πιστόλες ασηκωμένες, άλλες από το μαγειρείο, άλλη από την
μπόρτα και άλλη από τα παραθύρια και εφώναξεν: Σκοτώστε τα σκυλιά».
Τελικά όλοι οι στρατιώτες αφοπλίστηκαν και συνελήφθησαν. «Το πουρνό με άρπαξαν ωσάν ένα κλέφτη διά να με διώξουν.Τόσον τους επαρακάλεσα να μου δώσουν ένα πουκάμισον και αυτοί μου το τράβαγαν ωσάν το Χρηστό που επήγαν να τον σταυρώσουν».
Τέλος σώθηκε η αναφορά τεσσάρων στρατιωτών που ανέφεραν ένα άλλο παράλληλο επεισόδιο που προκάλεσε ο κυρ Διαμαντής λίγες ημέρες πριν, ο φροντιστής του φούρνου του Καστελίου, ο οποίος ένα βράδυ ήθελε να μπει στο κάστρο μαζί με άλλους. «Το βράδυ η ώρα τέσσερις εγνωρίσαμε τον κυρ Διαμαντή, τον φροντιστή του φούρνου και ερχότανε με άλλους πολλούς αποκάτω από το Καστέλι και τους εφούγιαξαν», δηλαδή τους εφώναξαν, «οι βάρδιες κατά τα χρέη τους: Τι άνθρωποι είστε;», δηλαδή τους ρώτησαν το μεταγενέστερο, «τις ει;» Κι αυτός αποκρίθηκε κοροϊδευτικά: «Στραβοί είστε και δεν βλέπετε;». Στη συνέχεια άρχισε να περιπαίζει τους στρατιώτες, τους έλεγε: «περιστροφή δεξιά και αριστερά», δηλαδή το παράγγελμα, «στροφή επί δεξιά και αριστερά», αλλά και πάλι δεν δήλωνε την ταυτότητά του. Όταν τον ρώτησαν για δεύτερη φορά, αυτός αποκρίθηκε: «Τι στοχάζεστε ότι είναι τ’ Ανάπλι και φωνάζετε; Δεν ηξέρετε ότι θα σας βγάλομε από το κάστρο, παλιοταχτικοί, κερατάδες;».
Ο Καττάνι στη Γραμβούσα δεν έμεινε ήσυχος, όπως αναφέρεται σε ένα έγγραφο της δημογεροντίας Κισάμου προς το Κρητικό Συμβούλιο τέσσερις ημέρες μετά τα γεγονότα. Τον Κατάνι τον είχαν περιορίσει στο σπίτι του μέχρι να τους απαντήσει ο φρούραρχος Γραμβούσας τι θα γίνει. Ο Κατάνι έγινε έξω φρενών και έπινε δύο μποτίλιες ρακή. Μετά εμφανίστηκε ο διερμηνέας του Πιτζιτζίνι, μάλλον Επτανήσιος για να έχει αυτό το όνομα, ο οποίος δήλωσε ότι αν άφηναν τον Κατάνι ελεύθερο, αυτός θα βομβάρδιζε το φρούριο της Κισάμου, (Ε8). Σε λίγο ο Hane δεν έστειλε τον Καττάνι πίσω στο Καστέλι και διόρισε στη θέση του έναν Αθηναίο ονόματι Πούλο. Πολίτες της περιοχής διαμαρτυρήθηκαν, επειδή δεν θεωρούσαν πρέπον ένας φρούραρχος να δέρνει και να φυλακίζει απλούς πολίτες, ήθελαν μάλιστα να στείλουν εκπροσώπους τους στον Κυβερνήτη για να τον ενημερώσουν. Η κατάσταση φαίνεται να εξομαλύνθηκε με αυτό τον τρόπο και τα πνεύματα ησύχασαν, τουλάχιστον για λίγο. Τον Οκτώβριο ο Hane ανακλήθηκε από τον Ι. Καποδίστρια και στη θέση του στάλθηκε ο Κρητικός Νικόλαος Ρενιέρης, ο οποίος δεν προκάλεσε καμία αντίδραση από τους συμπατριώτες του.
Στο τέλος Ιουνίου ο Hane απέσυρε από το Καστέλι την τακτική φρουρά, πράγμα που προκάλεσε τις διαμαρτυρίες της δημογεροντίας 36 Στις 30 Ιουνίου 1829 οι Κισαμίτες τοποθέτησαν στο Καστέλι δική τους φρουρά και ως φρούραρχο διόρισαν τον Μανόλη Δεικτάκη, ο οποίος βεβαίωνε ότι οι στρατιώτες υπό τις διαταγές του ήταν 30 ή 40. Ο ίδιος τον Ιανουάριο του 1830 δήλωνε ότι τότε είχαν διοριστεί 24 στρατιώτες που δεν επαρκούσαν για την φύλαξη του φρουρίου, αλλά οι πόροι ήταν λιγοστοί για τη συντήρησή τους.
Παρακαλούσε τους Κισαμίτες να λύσουν αυτό το πρόβλημα, έτσι ώστε να μην μείνει το φρούριο απροστάτευτο.
Σε μία εγκυκλοπαίδεια εκδομένη το 1819 το Καστέλι αναφέρεται γενικώς ως πόλη, ενώ σημειώνεται ότι η επαρχία ήταν καλά καλλιεργημένη και παραγωγική, έβγαζε μεγάλες ποσότητες λαδιού και κρασιού, όπως επίσης μέλι, κερί και μετάξι, αλλά λίγο κριθάρι και σιτάρι. Υπήρχαν πολλές βελανιδιές, από τους καρπούς των οποίων οι χριστιανοί έτρεφαν πολλά γουρούνια, όπως επίσης πολλά χαρουπόδεντρα, αλλά τα χαρούπια μεταφέρονταν στα Χανιά. Το κρασί της Κισάμου ήταν διαυγές και καλής ποιότητας, οι χριστιανοί ένα μέρος από αυτό το έκαναν μπράντι για το χειμώνα.
Στην πρώτη φάση της επανάστασης ελάχιστα είναι γνωστά για το Καστέλι, το οποίο κατέλαβαν το 1823 για ένα μικρό χρονικό διάστημα οι επαναστάτες, αλλά σύντομα επανήλθε στην οθωμανική διοίκηση. Στις 2 Αυγούστου 1825 οι επαναστάτες κυρίευσαν τόσο το φρούριο της Γραμβούσας, όσο και αυτό της Κισάμου, εξουδετερώνοντας την οθωμανική φρουρά που τα φύλαγε.
Φυσικά εδώ θα ασχοληθώ μόνο με τη δεύτερη περίπτωση. Οι επαναστάτες συνέταξαν εκεί ένα νέο προσωρινό πολίτευμα, το οποίο δεν σώθηκε, αλλά σε τρεις ή τέσσερις ημέρες αναγκάστηκαν να φύγουν από το Καστέλι, γιατί οθωμανικά στρατεύματα από τα Χανιά έφτασαν και το κατέλαβαν πάλι. Όταν όμως τρία χρόνια μετά στις 2 Αυγούστου 1828 οι χριστιανοί κατήγαγαν νίκες στο Θέρισο και στους Λάκκους, οι τελευταίοι μουσουλμάνοι στο Σέλινο και την Κίσαμο εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και βρήκαν καταφύγιο στα Χανιά.
Έτσι το Καστέλι έπεσε πάλι στα χέρια των επαναστατών.
Τον Ιανουάριο του 1828 με την συναίνεση του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στάλθηκε στη Γραμβούσα μία μοίρα υπό τον Βρετανό υποναύαρχο Στέινς (Thomas Staines) με σκοπό την εξάλειψη της πειρατείας. Όλοι οι κάτοικοί της αναγκάστηκαν να φύγουν, μερικοί κατέφυγαν στην Κίσαμο. Οι Άγγλοι ήθελαν να συλλάβουν τους κύριους πειρατές που τους υπολόγιζαν σε δώδεκα, βέβαια τότε πολλοί, ανάμεσά τους και τα μέλη του Κρητικού Συμβουλίου, είχαν κατηγορηθεί για συμμετοχή σε πειρατεία. Οι ενέργειες αυτές των Άγγλων θα πυροδοτήσουν δυσαρέσκεια σε μερίδα των Κρητικών, οι οποίοι θεώρησαν ότι στοχοποιήθηκαν οι πιο αδύναμοι, ενώ κάποιοι ισχυροί έμειναν απείραχτοι.
Το Νοέμβριο του 1828 ο Κυβερνήτης έγραφε στον φρούραρχο της Γραμβούσας John Hane ότι η κυβέρνηση επιθυμούσε να εξασφαλίσει το φρούριο της Κισάμου από κάθε εχθρική προσβολή. Του ζητούσε να οπλίσει το φρούριο με κανόνια και να διορίσει μια φρουρά εκεί από πενήντα τακτικούς στρατιώτες και άλλους τόσους Ρουμελιώτες. Στις 26 Δεκεμβρίου 1828 ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης υπέβαλε στον Ιωάννη Καποδίστρια προτάσεις για να σταλεί φρουρά στο Καστέλι έτσι ώστε να διασφαλισθεί η ελληνική παρουσία στην περιοχή. Σημείωνε:
«Η φρουρά της Κισσάμου θέλει βαστάξει την ευταξίαν και της πόλεως και των πέριξ της Κισσάμου επαρχιών. Θέλει χρησιμεύσει ως ζύμη διά τους νεογυμνάστους στρατιώτας. Θέλει ασφαλίσει εκεί εν μέρος όπου ημπορούν να συρθώσι χωρίς φόβον αι ωποσούν σημαντικαί οικοδομαί των Κρητών και όπου ημπορούν να εύρουν οι πατριώται άσυλον και όπου ημπορεί να γίνεται ένα καλόν εμπόριον. Εννοώ όμως ότι είναι ανάγκη να εφοδιασθή και με τα απαραίτητα κανόνιατο φρούριον». Αυτό έγινε γρήγορα, δεν είναι ακριβώς γνωστό το πότε.
Ο Αντωνιάδης σε μια μεγάλη αναφορά του το 1829 περιγράφει ως εξής την Κίσαμο:
«Επιστρέφοντες εις το δυτικόν μέρος της Κρήτης βλέπει τις εις την Κίσαμον μικράν ευταξίαν, τουλάχιστον τα εισοδήματα του σκαλώματος της Κισάμου συνάζονται τακτικώς πως από τους εμπόρους, από τα οποία σχεδόν και κρατούνται τα περισσότερα έξοδα της Κρήτης. Εις το σκάλωμα τούτο κατεβαίνουν όλα σχεδόν τα λάδια της Κισάμου και της Κυδωνίας, από άλλα όμως σκαλώματα της επαρχίας Κισάμου γίνεται εν ικανόν λαθρεμπόριον του ελαιολάδου, από τα οποία δεν απολαμβάνει το ταμείον σχεδόν τίποτε. Μία δημογεροντία είναι συστημένη εκεί υπό το όνομα Δημογεροντία Κυδωνίας και Κισάμου και αύτη είναι η καθεστώσα των δύο επαρχιών αρχή. Οπλισμένους έχει η επαρχία της Κισάμου έως 800, οπλαρχηγός είναι ο Γεώργιος Δρακονιανός, προς τον οποίον υπάγονται οι μικρότεροι της επαρχίας ταύτης οπλαρχηγοί».
Ο ίδιος τον Ιανουάριο του 1829 προσέθετε τα εξής: «Η επισκευή του φρουρίου της Κισάμου σχεδόν ετελείωσεν. Αρκεταί οικογένειαι ασφαλίζονται εις τούτο, και θα είναι ασφαλισμέναι οπόταν το εφοδιάσετε με τα οποία σας ανέφερα κανόνια, βόλια, μισδράλια κλ.».
Ο Φραγκίσκος Λιμπρίτης έγραψε για το Καστέλι: «Φοβούμενοι οι εν τω φρουρίω Κισσάμου [Τούρκοι] μη επιπέσουν οι Έλληνες κατ’ αυτών και κυριεύσουν εξ εφόδου το φρούριον, εγκατέλειψαν αυτό και μετέβησαν λαθραίως εις Χανία. Λαβόντες οι Έλληνες εις την κυριότητά των το φρούριον τούτο, εδιώρθωσαν αμέσως όλα αυτού τα κατακρημνισμένα τείχη δι’ εκουσίας προσωπικής εργασίας των επαρχιών Κισσάμου, Χανίων και Σελίνου και μ’ ό,τι χρήμα τα ηδυνήθη να χορηγήση το Κρητικόν ταμείον. Εδιώρθωσαν οικίας, μαγαζεία, καφφενεία, εκατοικήθησαν έσωθεν και έξωθεν εκ πολλών οικογενειών, εδιώρθωσαν την εντός του φρουρίου εκκλησίαν με εικόνας κλπ. ωκοδόμουν 60-80
μαγαζεία εις τον λιμένα Μαυρομώλον πλησίον του φρουρίου, εσύχναζον από διάφορα μέρη της Ελλάδος πλείστοι εμπορικοί ένθα εγίνετο εξαγωγή ελαίου, καστάνων, μετάξης κλπ. ώστε εσυνάζετο υπέρ το εν εκατομμύριον γρόσια κατ’ έτος. Ο αριθμός των κατοίκων ηύξανεν επαισθητώς». Δεν είναι γνωστά όλα τα φυσικά λιμάνια, ως σκαλώματα αναφέρονται σε έγγραφα της εποχής, που υπήρχαν τότε στην Κίσαμο. Πάντως σώθηκε ένα έγγραφο σύμφωνα με το οποίο διορίστηκε ως επιστάτης του δασμοτελωνείου Κισάμου ο Γ. Σταματάκης τον Μάιο του 1829. Αναφέρεται επίσης ότι στα σκαλώματα του Σταυρού και της Γωνιάς θα έχει τους υπαλλήλους του. Αυτό του Μαύρου Μόλου για το οποίο γράφει ο Λιμπρίτης δεν αναφέρεται. Υπερβολικό φαίνεται το ποσό των εσόδων του δασμοτελωνείου. Βέβαια, η τοπική διοίκηση ζητούσε από τη δημογεροντία κατά καιρούς να πληρώνει διάφορα έξοδα. Για παράδειγμα, όταν το Κρητικό Συμβούλιο αποφάσισε να αγοράσει 50 άλογα για το ιππικό της Κρήτης, ζήτησε από τη δημογεροντία Κισάμου και Κυδωνίας να δώσει για το σκοπό αυτό 50.000 γρόσια. Η ίδια δημογεροντία υποχρεώθηκε να πληρώσει έξοδα 3.970 γροσίων για τους πληρεξούσιους της Κρήτης.
Στις αρχές Μαΐου 1829 το Κρητικό Συμβούλιο έγραφε προς τον Ιωάννη Καποδίστρια ότι στην Κρήτη υπήρχε φρικτή αναρχία από τον προηγούμενο Δεκέμβριο και παρά τις προσπάθειες του δραστήριου και ακάματου «Ιωάννου Αίνε» δεν είχε μπει ακόμα τάξη στο νησί. Πρόσθεταν ότι εξασφάλισαν την εύρυθμη λειτουργία του φρουρίου της Κισάμου, όσο και ενός σκαλώματος, στο οποίο βρίσκονταν ευρωπαίοι και άλλοι έμποροι.
Μετά την ολοκλήρωση της επισκευής του φρουρίου, το Καστέλι άρχισε πια να παίρνει τη μορφή μιας κωμόπολης. Οι πηγές αναφέρουν ότι στο φρούριο βρίσκονταν η καζάρμα, δηλαδή ένας στρατώνας, τα γραφεία της δημογεροντίας, ένα αλληλοδιδακτικό σχολείο, μία εκκλησία, σε ένα έγγραφο υπογράφει ο παπά Ιωάννης ο εφημέριος, αλλά και ένα μπακάλικο, ένας φούρνος και ένα καφενείο. Για τον αριθμό των κατοίκων δεν υπάρχουν πληροφορίες, αλλά ένα έγγραφο των Κισαμιτών υπογράφεται από 126 άντρες, αν υποτεθεί ότι όλοι αυτοί έμεναν μέσα στο Καστέλι με τις οικογένειές τους, πρέπει να ήταν περίπου 500 άτομα.
Οι σχέσεις των Κισαμιτών με τον φρούραρχο Γραμβούσας Hane, ο οποίος από τον Φεβρουάριο του 1829 διορίστηκε Αντιπρόσωπος της Κυβέρνησης στην Κρήτη, έγιναν τεταμένες. Αφορμή στάθηκε η σύλληψη μερικών συμπατριωτών τους με την κατηγορία της πειρατείας. Ο πρώτος ήταν ο Μαρτινιανός Περάκης, υπάρχει ένα άρθρο γι’ αυτόν, εδώ θα ανακοινωθούν νέα στοιχεία που προέκυψαν από τη μελέτη των αρχείων. Στις 9 Δεκεμβρίου 1828 κάτοικοι της Κισάμου έστειλαν επιστολή προς τον Ιωάννη Καποδίστρια, στην οποία εξέφραζαν τη βαθιά τους λύπη για τη σύλληψη του πεντακοσίαρχου Περάκη, βεβαίωναν ότι ο άνθρωπος αυτός δεν εισέπραξε περισσότερα από τρεις χιλιάδες γρόσια, αλλά τα έδωσε για αγαθοεργούς σκοπούς και τελικά έμεινε φτωχός. Υπενθύμιζαν την προσφορά του στην πατρίδα, είχε διατελέσει έπαρχος Σελίνου, όπως επίσης είχε πολεμήσει στην Μονεμβασία. Παρακαλούσαν τέλος να του φερθεί με επιείκεια. Το έγγραφο υπογράφουν 126 άτομα, στρατιωτικοί και οι πολίτες. Στο έγγραφο αυτό σώζεται αποτύπωμα σφραγίδας των δημογεροντιών Κυδωνίας (Χανίων), Κισάμου και Σελίνου με ημερομηνία 1829.
Σώθηκαν τα πρακτικά της ανάκρισης. Εκεί αναγράφονται και τα εξής:
«Κατά του Παππά Μαρτινιανού Περάκη, δι’ εξομολογήσεώς του.
1. Ότι από την αρχήν της επαναστάσεως της Κρήτης εξεδύθη το ιερατικόν φόρεμα και έλαβε τα όπλα, ως εις ιερόν αγώνα.
2. Ότι αμαρτήσας έλαβε γυναίκα με την οποίαν εγέννησε τέκνα.
3. Ότι εξαρχής εζήτησε να εμποδίση την πειρατείαν αλλά δεν ηδυνήθη να την παύση, και υστερούμενος των προς το ζην αναγκαίων, ο Σκανδάλης
και Καλατζάκης και έτερος του οποίου το όνομα δεν ενθυμείται τον έδοσαν
μερίδιον εις τρία μικρά πλοία, δανείζοντάς τον μερικά χρήματα διά κεφάλαια.
4. Ότι πολλά ολίγον προϊόν των λειών τον έδωσαν οι Σύνδροφοί του.
5. Ότι εις το τελευταίον Σώμα της Γραμβούσης, ήτον μέλος του συμβουλίου».
Στα ελαφρυντικά του αναγνωρίστηκαν τα εξής:
«1. Εκ της εξομολογήσεως όλων των άλλων ο Μαρτινιανός ήτον καλός άνθρωπος και πάμπτωχος.
2. Εκ της ιδίας αυτού εξομολογήσεως ελύτρωσε την ζωήν εχθρών και φίλων εις ευκαιρίαν, όταν οι πρώτοι εστάθησαν αιχμάλωτοι και οι δεύτεροι εις
κίνδυνον».
Ο Κυβερνήτης τον Ιανουάριο του 1829 αποφάσισε να αποφυλακίσει τον
Μ. Περάκη από τις φυλακές του Ναυπλίου, διέταξε τον Hane να τον κρατήσει υπό φύλαξη στη Γραμβούσα, έως ότου τα δικαστήρια αποφασίσουν για την τύχη του. Ο Περάκης μεταφέρθηκε στην Κρήτη, αλλά στη συνέχεια χάνονται τα αρχειακά ίχνη του. Ενέταξε ο Δ. Αργυριάδης, (βλ. έγγραφο του παραρτήματος, στο εξής Ε3). Μετά από μερικούς μήνες, επειδή δεν είχαν συσταθεί ακόμα τα δικαστήρια του κράτους, επέστρεψε στην Κρήτη, τέθηκε υπό περιορισμό στο φρούριο της Γραμβούσας και οι πηγές δείχνουν ότι μάλλον δεν δικάστηκε ποτέ.
Το πρόβλημα με όσους είχαν κατηγορηθεί για πειρατεία συνέχισε να προκαλεί εντάσεις. Τον Ιανουάριο του 1829 τέσσερις κατηγορούμενοι που ήταν φυλακισμένοι για δέκα μήνες στην Αίγινα και στο Ναύπλιο δραπέτευσαν και γύρισαν στην Κρήτη, επειδή, όπως έγραφαν στον Ιωάννη Καποδίστρια, η πατρίδα τους είχε ανάγκη. Ήταν ο Γρηγόριος Δαμανάκης, γνωστός ως Δαμινός, ο Ιάκωβος Σκανδαλάκης ή Σκανδαλής, ο Γεώργιος Λούπης και ο Παναγιώτης Καλαΐτζάκης. Ο Κυβερνήτης σε μία οργισμένη επιστολή του προς το Κρητικό Συμβούλιο εξέφρασε την απορία και την αγανάκτησή του για το συμβάν και για το ότι οι δραπέτες βρήκαν άσυλο στην επαρχία Κισάμου. Τους διέτασσε να τους συλλάβουν και να τους παραδώσουν στον φρούραρχο Hane.
Σε λίγο οι σχέσεις των Κισαμιτών με τον Hane και τους υφισταμένους του έφτασε σε εκρηκτικό σημείο, γιατί ο Hane ήθελε αμέσως να συλληφθεί μόνο ο Ιάκωβος Σκανδαλάκης από τους τέσσερις καταζητούμενους. Οι Κισαμίτες ισχυρίζονταν ότι ο Σκανδαλάκης είχε εξαφανιστεί, υπέθεταν ότι ίσως να είχε φύγει εκτός Κρήτης ή να πήγε με τους Τούρκους. Εξέφραζαν την απορία τους γιατί ο Hane δεν συνέλαβε τους δράστες που πρόσφατα λήστεψαν ένα γαλλικό πλοίο στα Σφακιά. Κατηγορούσαν τον Hane ότι πήρε στη φρουρά του κάποιους κακούργους και κακοποιούς με επικεφαλής τον εκατόνταρχο Διακονιαράκη από τα Σφακιά, απέδιδαν μάλιστα σε αυτούς το φόνο ενός χριστιανού στα Κεραμιά. Συνεργούς του σε αυτές τις ενέργειες θεωρούσαν τον Θεοχάρη Αγαθάκη, Αντώνιο Αρετίνη, Γεώργιο Σακόρραφο, Ανδρέα Φασούλη και τον πρωτόπαπα Σφακίων Γεώργιο Μοράκη. Ισχυρίζονταν ότι ο Hane έβγαλε διαταγή στις άλλες επαρχίεςτης Κρήτης να στείλουν ενόπλους κατά των επαρχιών Κισάμου, Κυδωνίας, Σελίνου και Αποκορώνου «ώστε οπού το πράγμα καταντά εις εμφύλιον πόλεμον».
Το Κρητικό Συμβούλιο υιοθέτησε αυτές τις αιτιάσεις και κατηγορούσε τον Hane ότι δεν χειρίστηκε την υπόθεση φρόνιμα. Στις 26 Ιουνίου ο Hane διέταξε τη φρουρά που βρισκόταν στο Καστέλι να το εγκαταλείψει και οι Καστελιανοί αισθάνθηκαν ανασφαλείς, δεδομένου ότι οι εχθροί βρίσκονταν κοντά.
Από την πλευρά του ο Hane ισχυρίστηκε ότι παρόλο που διέταξε τους οπλαρχηγούς Βασίλειο Χάλη, Ιάκωβο Κουμή και Γεώργιο Δρακονιανό να συλλάβουν τον Σκανδαλάκη, αυτοί δεν υπάκουσαν. Δήλωνε ότι δεν μπορούσε να εκτελεί τα χρέη του εξ αιτίας των πολλών φατριών που υπήρχαν στην Κρήτη, ως αρχηγούς θεωρούσε τον Σκανδαλάκη και τον Χάλη.
Για τον Σκανδαλάκη δεν είναι γνωστά πολλά για τη ζωή και τη δράση του. Σύμφωνα με το φύλλο μητρώου του γεννήθηκε το 1796 στην Κίσαμο και πολέμησε στην Κρήτη από το 1821 έως το 1830. Πέθανε στην Μονεμβασία στις 3 Ιουλίου 1849.
Στις 14 Ιουνίου 1829 ξέσπασε για ασήμαντη αφορμή ένας διαπληκτισμός ανάμεσα σε στρατιώτες της φρουράς και σε μερικούς Καστελιανούς, απόληξη της διαμάχης για όσους είχαν κατηγορηθεί για πειρατεία. Κατά ευτυχή συγκυρία σώθηκαν αρκετά έγγραφα για αυτό το επεισόδιο και από τις δύο πλευρές. Από τη μεριά της τοπικής δημογεροντίας τα έγγραφα συνέταξε ο γραμματέας της Λαμπρινίδης, στη λόγια γλώσσα της διοίκησης, ενώ αυτά των στρατιωτικών ένας άγνωστος γραφέας, που ευτυχώς γνώριζε ελάχιστα γράμματα, κάνει πολλά ορθογραφικά λάθη, αλλά σε μεγάλο βαθμό πλησιάζει τη λαϊκή ομιλούμενη γλώσσα της εποχής. Πρόκειται μάλλον για τον πιο τεκμηριωμένο καβγά που έγινε στην Κρήτη στις αρχές του 19ου αιώνα.
Την επόμενη του συμβάντος η τοπική δημογεροντία έστειλε μία επιστολή προς το Κρητικό Συμβούλιο στην οποία έδινε τη δική της εκδοχή για τα γεγονότα. Ένας στρατιώτης είχε μόλις πληρωθεί το μισθό του και πήγε στο μπακάλικο του Παναγιώτη Γοβατζάκη για να του αλλάξει ένα ισπανικό τάλιρο σε γρόσια, δηλαδή στο ισχύον νόμισμα που κυκλοφορούσε στην Κρήτη. Δεν γνώριζε την ακριβή ισοτιμία των νομισμάτων και ζήτησε δέκα παράδες παραπάνω. Ο μπακάλης του ανέφερε ότι ο Κυβερνήτης είχε βγάλει διακήρυξη στην οποία αναγραφόταν η αξία των νομισμάτων και ότι έκανε λάθος. Σε λίγο βρέθηκε εκεί ο ανθυπολοχαγός Αντόνιο Καττάνι, ξένος, αλλά δεν είναι γνωστή η εθνικότητά του, ίσως να ήταν ιταλικής καταγωγής, άρχισε να ραβδίζει τον μπακάλη και σε λίγο τον φυλάκισε στο Καστέλι. Εκεί κοντά βρισκόταν και ο Μάρκος Καλούδης, ο οποίος πήρε το μέρος του μπακάλη και μετά αναχώρησε για τη δημογεροντία. Το ίδιο έκανε και ένας άλλος ντόπιος, ο Μιχάλης Σκουλάς, αλλά ο αξιωματικός «ήρχισεν και τον έδερνεν με το τζιμπούκι του». Σε λίγο ο Καττάνι γρονθοκόπησε τον Καλούδη, ο οποίος ανταπέδωσε αμέσως. Αυτά έγιναν το μεσημέρι και όλοι νόμισαν ότι το επεισόδιο είχε τελειώσει.
Το πρωί όμως στις 5 η ώρα ο Καττάνι με στρατιώτες περικύκλωσε το οίκημα της δημογεροντίας και ζητούσε να του παραδοθεί ο Καλούδης, που βρισκόταν μέσα. Οι δημογέροντες έγραψαν ότι ο Καττάνι ήταν πιωμένος και ότι κάποια στιγμή είπε τα εξής με τα σπαστά ελληνικά του: «Μένα ντε σέρει μογγεροντία, ντε σέρει τίποτε, μένα κομαντάτε όλο μέσα έσω Κύσαμο». Τελικά οι ντόπιοι έστειλαν τον Καττάνι στη Γραμβούσα και ζήτησαν την αντικατάστασή του. Το έγγραφο υπογράφουν πέντε δημογέροντες, ο Ιωάννης Χουδάλης, ο Α. Χατζηιωάννου, ο Δημήτριος Χρυσαφόπουλος, ο Ν. Μαρκουλάκης και ο Α. Κοκκαλάκης. Στη συνέχεια υπογράφουν 39 Καστελιανοί με πρώτους τον εφημέριο παπά Ιωάννη και έναν παπά Κωσταντή.
Λίγες μέρες μετά ο Καττάνι έδωσε την δικιά του εκδοχή σε μια επιστολή του προς τον Hane. Περιγράφει ότι στο Καστέλι η κατάσταση ήταν τεταμέπος. Θεωρεί δηλαδή ότι η εχθρότητα προς το πρόσωπό του προήλθε από λίγα άτομα που τον διέβαλαν επειδή προσπαθούσε να κάνει το καθήκον του.
Περισσότερο λεπτομερής γίνεται ο Καττάνι στην κατάθεσή του:
«Πληρώνοντας τους στρατιώτας τα γιμικλίκια τους (σιτηρέσια), ένας ηπήγε ν’ αλλάξη ένα τάλαρο όπ’ επέρναε γρόσια δεκατέσσερα και μισό, το οποίον μην ηξέροντας πόσο επήγε, είπε του μπακάλη ότι περνάει δεκατέσσερα και τριάντα». Ο μπακάλης άρχισε να φωνάζει, ο Καττάνι γράφει ότι επενέβη για να ησυχάσουν τα πνεύματα, έβγαλε μάλιστα από την τσέπη του δέκα παράδες για να τις δώσει στο Γοβατζάκη έτσι ώστε να τελειώσει εκεί το θέμα, αλλά αυτός: «άρχισε με ηβρίσματα και λέει: Ποιος διάβολος σας ήφερε εδώ και άλλες ηβρισίες. Τόσον εθυμώθηκα, ώστε διά τες βρισίες και κατιφρόνεσες,
οπού τον εδιόρισα διά αρέστο», δηλαδή διέταξε τη σύλληψή του. «Έτσι επήγα εις καφενέ και πίναμε καφέ με τον δεύτερον τον αξιωματικόν που ήρθε μουσαφίρης και δεν επέρασεν πολύ ώρα, βλέπω τον Μανολάκη τον καφετζή και έρχεται εις εμέ θυμωμένος και μου λέει: Πάρε, σκατόπιστε, το τάλαρο και δεν μπερνάει τόσο». Στη συνέχεια αναφέρει ότι ο Μάρκος Καλούδης τον γρονθοκόπησε και «έτρεχαν τα αίματα από τη μούρη μου».
Αργότερα πήγε στη δημογεροντία και ζήτησε τέσσερις φορές τον Καλούδη, του απάντησαν όμως ότι είχε φύγει. Το βράδυ ο Καττάνι πήρε έξι στρατιώτες, πήγε στη δημογεροντία και εκεί βρήκε τον Καλούδη που καθόταν με τον Χρυσαφόπουλο. Του ζήτησε να βγει, αλλά αυτός: «μ’ αποκρίθηκε, φύγε, σκύλε και δεν αριβάρισε να ειπή το λόγο, οπού είδαμε με τα γιαταγάνια όξω και τις πιστόλες ασηκωμένες, άλλες από το μαγειρείο, άλλη από την
μπόρτα και άλλη από τα παραθύρια και εφώναξεν: Σκοτώστε τα σκυλιά».
Τελικά όλοι οι στρατιώτες αφοπλίστηκαν και συνελήφθησαν. «Το πουρνό με άρπαξαν ωσάν ένα κλέφτη διά να με διώξουν.Τόσον τους επαρακάλεσα να μου δώσουν ένα πουκάμισον και αυτοί μου το τράβαγαν ωσάν το Χρηστό που επήγαν να τον σταυρώσουν».
Τέλος σώθηκε η αναφορά τεσσάρων στρατιωτών που ανέφεραν ένα άλλο παράλληλο επεισόδιο που προκάλεσε ο κυρ Διαμαντής λίγες ημέρες πριν, ο φροντιστής του φούρνου του Καστελίου, ο οποίος ένα βράδυ ήθελε να μπει στο κάστρο μαζί με άλλους. «Το βράδυ η ώρα τέσσερις εγνωρίσαμε τον κυρ Διαμαντή, τον φροντιστή του φούρνου και ερχότανε με άλλους πολλούς αποκάτω από το Καστέλι και τους εφούγιαξαν», δηλαδή τους εφώναξαν, «οι βάρδιες κατά τα χρέη τους: Τι άνθρωποι είστε;», δηλαδή τους ρώτησαν το μεταγενέστερο, «τις ει;» Κι αυτός αποκρίθηκε κοροϊδευτικά: «Στραβοί είστε και δεν βλέπετε;». Στη συνέχεια άρχισε να περιπαίζει τους στρατιώτες, τους έλεγε: «περιστροφή δεξιά και αριστερά», δηλαδή το παράγγελμα, «στροφή επί δεξιά και αριστερά», αλλά και πάλι δεν δήλωνε την ταυτότητά του. Όταν τον ρώτησαν για δεύτερη φορά, αυτός αποκρίθηκε: «Τι στοχάζεστε ότι είναι τ’ Ανάπλι και φωνάζετε; Δεν ηξέρετε ότι θα σας βγάλομε από το κάστρο, παλιοταχτικοί, κερατάδες;».
Ο Καττάνι στη Γραμβούσα δεν έμεινε ήσυχος, όπως αναφέρεται σε ένα έγγραφο της δημογεροντίας Κισάμου προς το Κρητικό Συμβούλιο τέσσερις ημέρες μετά τα γεγονότα. Τον Κατάνι τον είχαν περιορίσει στο σπίτι του μέχρι να τους απαντήσει ο φρούραρχος Γραμβούσας τι θα γίνει. Ο Κατάνι έγινε έξω φρενών και έπινε δύο μποτίλιες ρακή. Μετά εμφανίστηκε ο διερμηνέας του Πιτζιτζίνι, μάλλον Επτανήσιος για να έχει αυτό το όνομα, ο οποίος δήλωσε ότι αν άφηναν τον Κατάνι ελεύθερο, αυτός θα βομβάρδιζε το φρούριο της Κισάμου, (Ε8). Σε λίγο ο Hane δεν έστειλε τον Καττάνι πίσω στο Καστέλι και διόρισε στη θέση του έναν Αθηναίο ονόματι Πούλο. Πολίτες της περιοχής διαμαρτυρήθηκαν, επειδή δεν θεωρούσαν πρέπον ένας φρούραρχος να δέρνει και να φυλακίζει απλούς πολίτες, ήθελαν μάλιστα να στείλουν εκπροσώπους τους στον Κυβερνήτη για να τον ενημερώσουν. Η κατάσταση φαίνεται να εξομαλύνθηκε με αυτό τον τρόπο και τα πνεύματα ησύχασαν, τουλάχιστον για λίγο. Τον Οκτώβριο ο Hane ανακλήθηκε από τον Ι. Καποδίστρια και στη θέση του στάλθηκε ο Κρητικός Νικόλαος Ρενιέρης, ο οποίος δεν προκάλεσε καμία αντίδραση από τους συμπατριώτες του.
Στο τέλος Ιουνίου ο Hane απέσυρε από το Καστέλι την τακτική φρουρά, πράγμα που προκάλεσε τις διαμαρτυρίες της δημογεροντίας 36 Στις 30 Ιουνίου 1829 οι Κισαμίτες τοποθέτησαν στο Καστέλι δική τους φρουρά και ως φρούραρχο διόρισαν τον Μανόλη Δεικτάκη, ο οποίος βεβαίωνε ότι οι στρατιώτες υπό τις διαταγές του ήταν 30 ή 40. Ο ίδιος τον Ιανουάριο του 1830 δήλωνε ότι τότε είχαν διοριστεί 24 στρατιώτες που δεν επαρκούσαν για την φύλαξη του φρουρίου, αλλά οι πόροι ήταν λιγοστοί για τη συντήρησή τους.
Παρακαλούσε τους Κισαμίτες να λύσουν αυτό το πρόβλημα, έτσι ώστε να μην μείνει το φρούριο απροστάτευτο.
Λίγα βιογραφικά στοιχεία είναι γνωστά για τον Μανόλη Δεικτάκη.
Γεννήθηκε στην Καλυβιανή Κισάμου λίγο πριν από το 1800, μάλλον γύρω στα 1790. Ο Εμμανουήλ Γενεράλις αναφέρεται σε δύο αγωνιστές με το ίδιο ονοματεπώνυμο, ο δεύτερος είχε την επωνυμία Σπανός, αλλά απλώς αντιγράφει τον Κριτοβουλίδη Σώθηκε ο φάκελός του στο Αρχείο Αγωνιστών της ΕΒΕ, που περιέχει έξι έγγραφα. Σε ένα από αυτά οπλαρχηγοί από την Κρήτη πιστοποιούσαν ότι ο «Εμμανουήλ Ανδρέου Δεικτάκης» πολέμησε από το 1821 ως οπλαρχηγός της Κισάμου και ότι αργότερα διορίστηκε φρούραρχος Καστελίου, αυτό έγινε το 1829. Σε δύο έγγραφα υπογράφει ως Μανοΐλ Ανδρέου. Με το τέλος της επανάστασης έφυγε από το νησί του και ζούσε στο ελεύθερο ελληνικό κράτος. Στην Κρήτη κατέβηκε για να πολεμήσει στην επανάσταση του 1841 και σκοτώθηκε στις 14 Μαΐου σε μια μάχη κοντά στο χωριό Πρόβαρμα μαζί με τον φίλο του Γ. Λαμπρινίδη.
Από το καλοκαίρι όμως του 1830 η επανάσταση έβαινε προς το τέλος.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να μην περιληφθεί η Κρήτη στο νέο ελληνικό κράτος, αλλά να συνεχίσει να είναι τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία την έδωσε στον Βαλή (κυβερνήτη) της Αιγύπτου. Στρατεύματα από την Αίγυπτο κατέκλυζαν το νησί. Στις αρχές Σεπτεμβρίου οπλαρχηγοί από την Κίσαμο και τις κοντινές περιοχές αποφάσισαν να καταλάβουν την Γραμβούσα, η οποία σε λίγο θα παραδιδόταν στους Οθωμανούς. Έστειλαν επιστολή στον τότε φρούραρχο Δουμπινή με την οποία του πρότειναν να δεχτεί δέκα Κρητικούς στη Γραμβούσα για να τους ενημερώνουν για το τι γινόταν εκεί. Φυσικά δεν μπόρεσαν να κάνουν τελικά τίποτε. Στις 16 Δεκεμβρίου διαλύθηκε το Κρητικό Συμβούλιο και τα μέλη του, όπως χιλιάδες συμπατριώτες τους εγκατέλειψαν το νησί.
Κανένας από τους θεσμούς που ίδρυσαν οι επαναστάτες στην Κρήτη δεν έχει μελετηθεί, ιδιαίτερα το Κρητικό Συμβούλιο, παρά την ύπαρξη αρκετού τεκμηριωτικού υλικού. Το ίδιο ισχύει και για τις διάφορες μορφές αυτοδιοίκησης. Ο Κ. Κριτοβουλίδης έγραψε ότι το 1828 ιδρύθηκαν δημογεροντίες σε κάθε μία από τις 24 επαρχίες της Κρήτης41. Στην πραγματικότητα αυτό δεν μπόρεσε να γίνει λόγω των δυσμενών συνθηκών σε πολλά μέρη του νησιού.
Επειδή η πρωτεύουσα της επαρχίας Κυδωνίας, τα Χανιά, ήταν υπό τον ελεγχο των Οθωμανών, δημιουργήθηκε κοινή δημογεροντία με την Κίσαμο. Κάποια στιγμή μάλιστα προστέθηκε και η επαρχία Σελίνου το 1829, όπως προκύπτει από σφραγίδα σε έγγραφο που προαναφέρθηκε.
Τα παραπάνω αποδεικνύονται από τον τόπο καταγωγής των μελών της που υπογράφουν το έγγραφο Ε6, όσων μπόρεσα να εξακριβώσω. Ο Ιωάννης Χουδάλης γεννήθηκε το 1783 στα Περιβόλια Χανίων, πήγε στην Έφεσο ως έμπορος προεπαναστατικά, από το 1821 διακρίθηκε σε πολλές μάχες και τραυματίστηκε σοβαρά. Μετά το τέλος της επανάστασης κατέφυγε στην Ελλάδα, όπου και πέθανε το 1866. Ο Δημήτριος Χρυσαφόπουλος γεννήθηκε στην Κίσαμο γύρω στα 1790, πέθανε το 1860 και η βιογραφία του είναι γνωστή. Ο Νικόλαος Μαρκουλάκης γεννήθηκε το 1786 στο Σέλινο, ενώ το μόνο που είναι γνωστό για τον Αντώνιο Κοκκαλάκη είναι ότι καταγόταν από τους Λάκκους Χανίων. Από τον Οκτώβριο του 1829 το Κρητικό Συμβούλιο προέβη σε μια νέα διοικητική διαίρεση του νησιού σε τρία μόνο τμήματα, των Δυτικών Επαρχιών, της Ρεθύμνης και των Ανατολικών Επαρχιών, ενώ οι δημογεροντίες συνέχισαν να λειτουργούν, αλλά τα σωζόμενα έγγραφα είναι ελάχιστα και δεν δίνουν σαφή εικόνα.
Το Καστέλι μετά το 1830 συνέχισε με αργούς ρυθμούς την πορεία του. Το 1834 ο περιηγητής Pashley αναγράφει ότι κατοικούνταν από 30 οικογένειες μουσουλμάνων, αλλά καμία χριστιανική. Το 1850 ένας Άγγλος υποναύαρχος σημείωνε τα εξής: «Η Κίσαμος αποτελείται από ένα μικρό και ερειπωμένο σήμερα παλιό ενετικό φρούριο, το οποίο είχε κτιστεί πάνω σε ένα μικρό ύψωμα λίγες εκατοντάδες υάρδες από την παραλία του κόλπου, αλλά στη συνέχεια επεκτάθηκε από τους Τούρκους για να χωρέσει τα σπίτια των Μωαμεθανών που κατοικούσαν εκεί. Υπάρχει ένα μικρό χωριό με Έλληνες κατοίκους έξω από το φρούριο». Αλλού αναφέρει ότι, «Η περιοχή της Κισάμου αναπτύσσεται σε παραγωγικότητα και πληθυσμό, πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος της Κρήτης, λόγω της άφιξης προσφύγων από το Τσιρίγο, μια και γειτνιάζει μ’ αυτό το πυκνοκατοικημένο νησί. Παράγει εξαιρετικό κρασί». Στην απογραφή του 1881 έφτασε τους 733 κατοίκους.
Tα χρόνια της μεγάλης επανάστασης στην Κρήτη από το 1821 έως το 1830 ήταν περίοδος όχι μόνο πολεμικών συγκρούσεων, αλλά και πολλών αλλαγών. Παράδειγμα ο νέος οικισμός των χριστιανών επαναστατών στο κάστρο της Κισάμου το 1828. Στο Καστέλι δεν συγκεντρώθηκαν μόνο οι σκορπισμένοι Κισαμίτες, αλλά και άλλοι. Το μικρό και ασυντήρητο βενετσιάνικο κάστρο έγινε το μήλο της έριδος ανάμεσα στους μουσουλμάνους και τους χριστιανούς, γιατί προσέφερε ασφάλεια σε πολεμική περίοδο. Έτσι έγινε το σημαντικότερο κέντρο της βορειοδυτικής Κρήτης για ένα μικρό διάστημα. Συνεχίστηκε ένα φαινόμενο που παρατηρείται από την περίοδο της βενετικής κυριαρχίας μέσα και γύρω από τα οχυρά να υπάρχουν οικισμοί που συγκέντρωναν διοικητικές λειτουργίες και ήταν εμπορικά κέντρα.
Το θέμα της σύγκρουσης με τον φρούραρχο της Γραμβούσας εντάσσεται στη μεγάλη εναντίωση που είχαν τα μέλη του Κρητικού Συμβουλίου με αυτόν. Σε πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε να είναι η αντίθεση μιας παραδοσιακής κοινωνίας με τον εκπρόσωπο ενός νεωτερικού τύπου κράτους, ο οποίος διαταράσσει τις τοπικές ισορροπίες. Υπάρχει και το κλασικό μοτίβο του «μισητού ξένου», όπως το έχει περιγράψει ο Μακρυγιάννης αυτά ακριβώς τα χρόνια που έρχεται από μακριά και διοικεί μια περιοχή με λογικές τελείως διαφορετικές από αυτές των ντόπιων ή ακόμα χειρότερα χωρίς αυτούς.
Από όσα έγιναν στο Καστέλι ο Κ. Κριτοβουλίδης δεν αναφέρει τίποτε παρόλο που ως μέλος του Κρητικού Συμβουλίου είναι βέβαιο ότι τα γνώριζε.
Περιορίζεται μόνο να γράψει ότι ο Hane είχε δύστροπο χαρακτήρα και ότι μνησικακούσε κατά του Δ. Χρυσαφόπουλου «επί τινι παραλόγω διενέξει» και ότι είχε σκοπό να τον κακοποιήσει, αλλά ο Εμμ. Αντωνιάδης τον απέτρεψε. Δεν αναφέρει καν την κατάληψη του Καστελίου, του δεύτερου φρουρίου που έπεπισμένοι Κισαμίτες, αλλά και άλλοι. Το μικρό και ασυντήρητο βενετσιάνικο κάστρο έγινε το μήλο της έριδος ανάμεσα στους μουσουλμάνους και τους χριστιανούς, γιατί προσέφερε ασφάλεια σε πολεμική περίοδο. Έτσι έγινε το σημαντικότερο κέντρο της βορειοδυτικής Κρήτης για ένα μικρό διάστημα. Συνεχίστηκε ένα φαινόμενο που παρατηρείται από την περίοδο της βενετικής κυριαρχίας μέσα και γύρω από τα οχυρά να υπάρχουν οικισμοί που συγκέντρωναν διοικητικές λειτουργίες και ήταν εμπορικά κέντρα.
Επειδή ήταν ανοιχτό το Κρητικό Ζήτημα ο Κριτοβουλίδης αποσιώπησε κάποιες αρνητικές πλευρές του αγώνα του 1821 παρουσιάζοντας έτσι μια ωραιοποιημένη εικόνα των επαναστατών. Τόνιζε ιδιαίτερα τον ηρωισμό που επέδειξαν τότε οι Κρητικοί, τους παρουσίαζε να ομονοούν κατά τη διάρκεια του αγώνα, ενώ κάποιες διαφορές τους, όπως η αντίθεση ανάμεσα στους Σφακιανούς και τους Κατωμερίτες, η οποία στα χρόνια που εξετάζονται εδώ έφτασε σε σημείο ένοπλης σύγκρουσης, παραλείπονται εντελώς.
Ο Κριτοβουλίδης ακολουθώντας πιστά τη ρομαντική ιστοριογραφία της εποχής του ασχολείται κυρίως με τις μάχες, κάποιες μικρές δεν τις έχει καταγράψει, παρόλο που αυτές αποτελούσαν ένα μικρό ποσοστό των όσων έγιναν την εποχή εκείνη. Έτσι άφησε έξω από το οπτικό του πεδίο πολλές πλευρές της περιόδου και μιας κοινωνίας που ήθελε να έρθει σε ρήξη με την οθωμανική κυριαρχία. Η κρητική επανάσταση του 1821 δεν έχει ερευνηθεί, μελετηθεί και επεξεγηθεί επαρκώς. Αντίθετα, διακόσια χρόνια μετά σχεδόν όλες οι πτυχές της είναι υπό διερεύνηση.
Γεννήθηκε στην Καλυβιανή Κισάμου λίγο πριν από το 1800, μάλλον γύρω στα 1790. Ο Εμμανουήλ Γενεράλις αναφέρεται σε δύο αγωνιστές με το ίδιο ονοματεπώνυμο, ο δεύτερος είχε την επωνυμία Σπανός, αλλά απλώς αντιγράφει τον Κριτοβουλίδη Σώθηκε ο φάκελός του στο Αρχείο Αγωνιστών της ΕΒΕ, που περιέχει έξι έγγραφα. Σε ένα από αυτά οπλαρχηγοί από την Κρήτη πιστοποιούσαν ότι ο «Εμμανουήλ Ανδρέου Δεικτάκης» πολέμησε από το 1821 ως οπλαρχηγός της Κισάμου και ότι αργότερα διορίστηκε φρούραρχος Καστελίου, αυτό έγινε το 1829. Σε δύο έγγραφα υπογράφει ως Μανοΐλ Ανδρέου. Με το τέλος της επανάστασης έφυγε από το νησί του και ζούσε στο ελεύθερο ελληνικό κράτος. Στην Κρήτη κατέβηκε για να πολεμήσει στην επανάσταση του 1841 και σκοτώθηκε στις 14 Μαΐου σε μια μάχη κοντά στο χωριό Πρόβαρμα μαζί με τον φίλο του Γ. Λαμπρινίδη.
Από το καλοκαίρι όμως του 1830 η επανάσταση έβαινε προς το τέλος.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να μην περιληφθεί η Κρήτη στο νέο ελληνικό κράτος, αλλά να συνεχίσει να είναι τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία την έδωσε στον Βαλή (κυβερνήτη) της Αιγύπτου. Στρατεύματα από την Αίγυπτο κατέκλυζαν το νησί. Στις αρχές Σεπτεμβρίου οπλαρχηγοί από την Κίσαμο και τις κοντινές περιοχές αποφάσισαν να καταλάβουν την Γραμβούσα, η οποία σε λίγο θα παραδιδόταν στους Οθωμανούς. Έστειλαν επιστολή στον τότε φρούραρχο Δουμπινή με την οποία του πρότειναν να δεχτεί δέκα Κρητικούς στη Γραμβούσα για να τους ενημερώνουν για το τι γινόταν εκεί. Φυσικά δεν μπόρεσαν να κάνουν τελικά τίποτε. Στις 16 Δεκεμβρίου διαλύθηκε το Κρητικό Συμβούλιο και τα μέλη του, όπως χιλιάδες συμπατριώτες τους εγκατέλειψαν το νησί.
Κανένας από τους θεσμούς που ίδρυσαν οι επαναστάτες στην Κρήτη δεν έχει μελετηθεί, ιδιαίτερα το Κρητικό Συμβούλιο, παρά την ύπαρξη αρκετού τεκμηριωτικού υλικού. Το ίδιο ισχύει και για τις διάφορες μορφές αυτοδιοίκησης. Ο Κ. Κριτοβουλίδης έγραψε ότι το 1828 ιδρύθηκαν δημογεροντίες σε κάθε μία από τις 24 επαρχίες της Κρήτης41. Στην πραγματικότητα αυτό δεν μπόρεσε να γίνει λόγω των δυσμενών συνθηκών σε πολλά μέρη του νησιού.
Επειδή η πρωτεύουσα της επαρχίας Κυδωνίας, τα Χανιά, ήταν υπό τον ελεγχο των Οθωμανών, δημιουργήθηκε κοινή δημογεροντία με την Κίσαμο. Κάποια στιγμή μάλιστα προστέθηκε και η επαρχία Σελίνου το 1829, όπως προκύπτει από σφραγίδα σε έγγραφο που προαναφέρθηκε.
Τα παραπάνω αποδεικνύονται από τον τόπο καταγωγής των μελών της που υπογράφουν το έγγραφο Ε6, όσων μπόρεσα να εξακριβώσω. Ο Ιωάννης Χουδάλης γεννήθηκε το 1783 στα Περιβόλια Χανίων, πήγε στην Έφεσο ως έμπορος προεπαναστατικά, από το 1821 διακρίθηκε σε πολλές μάχες και τραυματίστηκε σοβαρά. Μετά το τέλος της επανάστασης κατέφυγε στην Ελλάδα, όπου και πέθανε το 1866. Ο Δημήτριος Χρυσαφόπουλος γεννήθηκε στην Κίσαμο γύρω στα 1790, πέθανε το 1860 και η βιογραφία του είναι γνωστή. Ο Νικόλαος Μαρκουλάκης γεννήθηκε το 1786 στο Σέλινο, ενώ το μόνο που είναι γνωστό για τον Αντώνιο Κοκκαλάκη είναι ότι καταγόταν από τους Λάκκους Χανίων. Από τον Οκτώβριο του 1829 το Κρητικό Συμβούλιο προέβη σε μια νέα διοικητική διαίρεση του νησιού σε τρία μόνο τμήματα, των Δυτικών Επαρχιών, της Ρεθύμνης και των Ανατολικών Επαρχιών, ενώ οι δημογεροντίες συνέχισαν να λειτουργούν, αλλά τα σωζόμενα έγγραφα είναι ελάχιστα και δεν δίνουν σαφή εικόνα.
Το Καστέλι μετά το 1830 συνέχισε με αργούς ρυθμούς την πορεία του. Το 1834 ο περιηγητής Pashley αναγράφει ότι κατοικούνταν από 30 οικογένειες μουσουλμάνων, αλλά καμία χριστιανική. Το 1850 ένας Άγγλος υποναύαρχος σημείωνε τα εξής: «Η Κίσαμος αποτελείται από ένα μικρό και ερειπωμένο σήμερα παλιό ενετικό φρούριο, το οποίο είχε κτιστεί πάνω σε ένα μικρό ύψωμα λίγες εκατοντάδες υάρδες από την παραλία του κόλπου, αλλά στη συνέχεια επεκτάθηκε από τους Τούρκους για να χωρέσει τα σπίτια των Μωαμεθανών που κατοικούσαν εκεί. Υπάρχει ένα μικρό χωριό με Έλληνες κατοίκους έξω από το φρούριο». Αλλού αναφέρει ότι, «Η περιοχή της Κισάμου αναπτύσσεται σε παραγωγικότητα και πληθυσμό, πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος της Κρήτης, λόγω της άφιξης προσφύγων από το Τσιρίγο, μια και γειτνιάζει μ’ αυτό το πυκνοκατοικημένο νησί. Παράγει εξαιρετικό κρασί». Στην απογραφή του 1881 έφτασε τους 733 κατοίκους.
Tα χρόνια της μεγάλης επανάστασης στην Κρήτη από το 1821 έως το 1830 ήταν περίοδος όχι μόνο πολεμικών συγκρούσεων, αλλά και πολλών αλλαγών. Παράδειγμα ο νέος οικισμός των χριστιανών επαναστατών στο κάστρο της Κισάμου το 1828. Στο Καστέλι δεν συγκεντρώθηκαν μόνο οι σκορπισμένοι Κισαμίτες, αλλά και άλλοι. Το μικρό και ασυντήρητο βενετσιάνικο κάστρο έγινε το μήλο της έριδος ανάμεσα στους μουσουλμάνους και τους χριστιανούς, γιατί προσέφερε ασφάλεια σε πολεμική περίοδο. Έτσι έγινε το σημαντικότερο κέντρο της βορειοδυτικής Κρήτης για ένα μικρό διάστημα. Συνεχίστηκε ένα φαινόμενο που παρατηρείται από την περίοδο της βενετικής κυριαρχίας μέσα και γύρω από τα οχυρά να υπάρχουν οικισμοί που συγκέντρωναν διοικητικές λειτουργίες και ήταν εμπορικά κέντρα.
Το θέμα της σύγκρουσης με τον φρούραρχο της Γραμβούσας εντάσσεται στη μεγάλη εναντίωση που είχαν τα μέλη του Κρητικού Συμβουλίου με αυτόν. Σε πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε να είναι η αντίθεση μιας παραδοσιακής κοινωνίας με τον εκπρόσωπο ενός νεωτερικού τύπου κράτους, ο οποίος διαταράσσει τις τοπικές ισορροπίες. Υπάρχει και το κλασικό μοτίβο του «μισητού ξένου», όπως το έχει περιγράψει ο Μακρυγιάννης αυτά ακριβώς τα χρόνια που έρχεται από μακριά και διοικεί μια περιοχή με λογικές τελείως διαφορετικές από αυτές των ντόπιων ή ακόμα χειρότερα χωρίς αυτούς.
Από όσα έγιναν στο Καστέλι ο Κ. Κριτοβουλίδης δεν αναφέρει τίποτε παρόλο που ως μέλος του Κρητικού Συμβουλίου είναι βέβαιο ότι τα γνώριζε.
Περιορίζεται μόνο να γράψει ότι ο Hane είχε δύστροπο χαρακτήρα και ότι μνησικακούσε κατά του Δ. Χρυσαφόπουλου «επί τινι παραλόγω διενέξει» και ότι είχε σκοπό να τον κακοποιήσει, αλλά ο Εμμ. Αντωνιάδης τον απέτρεψε. Δεν αναφέρει καν την κατάληψη του Καστελίου, του δεύτερου φρουρίου που έπεπισμένοι Κισαμίτες, αλλά και άλλοι. Το μικρό και ασυντήρητο βενετσιάνικο κάστρο έγινε το μήλο της έριδος ανάμεσα στους μουσουλμάνους και τους χριστιανούς, γιατί προσέφερε ασφάλεια σε πολεμική περίοδο. Έτσι έγινε το σημαντικότερο κέντρο της βορειοδυτικής Κρήτης για ένα μικρό διάστημα. Συνεχίστηκε ένα φαινόμενο που παρατηρείται από την περίοδο της βενετικής κυριαρχίας μέσα και γύρω από τα οχυρά να υπάρχουν οικισμοί που συγκέντρωναν διοικητικές λειτουργίες και ήταν εμπορικά κέντρα.
Επειδή ήταν ανοιχτό το Κρητικό Ζήτημα ο Κριτοβουλίδης αποσιώπησε κάποιες αρνητικές πλευρές του αγώνα του 1821 παρουσιάζοντας έτσι μια ωραιοποιημένη εικόνα των επαναστατών. Τόνιζε ιδιαίτερα τον ηρωισμό που επέδειξαν τότε οι Κρητικοί, τους παρουσίαζε να ομονοούν κατά τη διάρκεια του αγώνα, ενώ κάποιες διαφορές τους, όπως η αντίθεση ανάμεσα στους Σφακιανούς και τους Κατωμερίτες, η οποία στα χρόνια που εξετάζονται εδώ έφτασε σε σημείο ένοπλης σύγκρουσης, παραλείπονται εντελώς.
Ο Κριτοβουλίδης ακολουθώντας πιστά τη ρομαντική ιστοριογραφία της εποχής του ασχολείται κυρίως με τις μάχες, κάποιες μικρές δεν τις έχει καταγράψει, παρόλο που αυτές αποτελούσαν ένα μικρό ποσοστό των όσων έγιναν την εποχή εκείνη. Έτσι άφησε έξω από το οπτικό του πεδίο πολλές πλευρές της περιόδου και μιας κοινωνίας που ήθελε να έρθει σε ρήξη με την οθωμανική κυριαρχία. Η κρητική επανάσταση του 1821 δεν έχει ερευνηθεί, μελετηθεί και επεξεγηθεί επαρκώς. Αντίθετα, διακόσια χρόνια μετά σχεδόν όλες οι πτυχές της είναι υπό διερεύνηση.
* Το άρθρο αυτό σε συνοπτική μορφή παρουσιάστηκε το 2016 ως ανακοίνωση στο Α΄ Συνέδριο για την Κίσαμο. Επειδή τα πρακτικά του δεν πρόκειται να εκδοθούν, εμπλούτισα και ενημέρωσα το κείμενο για δημοσίευση.
ΜΑΝΟΛΗΣ Α. ΒΟΥΡΛΙΩΤΗΣ
ΜΑΝΟΛΗΣ Α. ΒΟΥΡΛΙΩΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου