Μια ιστορία μεταξύ Κισάμου και Βεροίας!!!
Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα που θα περνούσα μακριά απ' τους δικούς μου. Βρισκόμουν ήδη απ' τις αρχές του σχολικού έτους στην Κρήτη, στο οικοτροφείο της μητρόπολης Κισσάμου και Σελίνου. Το να επιστρέψω στη γενέτειρα μου για τις διακοπές των Χριστουγέννων φάνταζε στο μυαλό μου δύσκολο έως αδύνατον. Στις παραμέτρους που υπολόγιζα ήταν κατ’ αρχήν το κόστος του ταξιδιού (η απόσταση ήταν τεράστια για τα δεδομένα της εποχής και δεν υπήρχε συγχρονισμός στις συγκοινωνίες που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω). Εκτός του πλοίου που θα με πήγαινε μέχρι τον Πειραιά, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω τον ηλεκτρικό, για να πάω μέχρι την Αθήνα, από εκεί να πάω με αστική συγκοινωνία μέχρι τον σταθμό υπεραστικών λεωφορείων κι από εκεί, αν ήμουν τυχερός, θα έπαιρνα το λεωφορείο κατ’ ευθείαν για Βέροια. Όλα αυτά και μόνο που τα σκεφτόμουν, φάνταζαν αδύνατον να πραγματοποιηθούν. Εκείνη την εποχή ήταν σχεδόν αδύνατον να πραγματοποιήσει ένας έφηβος 15 χρονών (τόσο ήμουν τότε) ένα τέτοιο ταξίδι. Με μια μελαγχολία να με τυλίγει καθώς είχα ήδη νοσταλγήσει την ιδιαίτερη μου πατρίδα και με μια βεβαιότητα ότι θα ήταν αδύνατη η πραγματοποίηση αυτού του φιλόδοξου ταξιδιού, σκεπτόμουν με φρίκη εναλλακτικές λύσεις για το πώς θα περάσω τις διακοπές των Χριστουγέννων. Με τη σκέψη μου να είναι γεμάτη απ' τις αναμνήσεις που είχα με φίλους απ' τη Μακεδονία και χωρίς (ακόμα) να έχω συνδεθεί αρκετά με τους νέους φίλους που αποκτούσα σταδιακά στην Κρήτη, ένιωθα μια αβεβαιότητα να με κυριεύει. Όσο πλησίαζε η ημερομηνία που θα έκλειναν τα σχολεία, γινόμουν όλο και πιο νευρικός, όλο και πιο απότομος δημιουργώντας μια δυσάρεστη έκπληξη σ' όλους αυτούς με τους οποίους συναναστρεφόμουν. Ώσπου ένα απόγευμα με κάλεσαν στο γραφείο του οικοτροφείου για μια τηλεφωνική συνδιάλεξη. Στο τηλέφωνο ήταν η μητέρα μου, η οποία μέσα στ' άλλα μου τόνισε πως με περίμενε οπωσδήποτε για να γιορτάσουμε μαζί τα Χριστούγεννα και μου είπε πως μου έστειλε γι αυτόν τον σκοπό ένα χρηματικό ποσό που φάνταζε τεράστιο τότε. Με τις σημερινές ισοτιμίες μόλις και μετά βίας θα ξεπερνούσε τα εννέα ευρώ, αλλά εκείνη την εποχή έφτανε με το παραπάνω για τα εισιτήρια και για «καλή ζωή».
Αφού ξόδεψα αρκετά χρήματα για δώρα, με ειδοποίησε ο πατέρας μου να περάσω απ' τον αδερφό του και τη μητέρα του, (τη γιαγιά μου δηλαδή) που είχαν κάτι να μου δώσουν γι αυτόν. Πήγα λοιπόν κι όταν αποχαιρέτησα φίλους και συγγενείς, παρέλαβα δύο σχετικά μεγάλες σακούλες απ' τη γιαγιά μου και τον θείο μου και χωρίς άλλες περιττές αποσκευές μπήκα στο πλοίο για Πειραιά. Μέτρησα τα χρήματα που μου είχαν περισσέψει και είδα ότι ήταν περίπου 650 δραχμές, υπέρ αρκετά για το κόστος των υπολοίπων εισιτηρίων, μάλιστα υπολόγισα ότι θα μου περίσσευαν χρήματα και για τη Βέροια. Ανυπόμονος έφτασα αρκετά νωρίς στο πλοίο και μάλιστα βρήκα κρεβάτι στα κοινόχρηστα, που ήταν ελεύθερα χωρίς χρέωση. Τακτοποίησα στη θέση μου τις σακούλες που ήταν πεσκέσια για τον πατέρα μου. Ο θείος μου (φούρναρης το επάγγελμα) του έστελνε ντόπια παξιμάδια, που εγώ δεν καταδεχόμουν ούτε να τα δοκιμάσω και η γιαγιά μου του έστελνε μια τεράστια σακούλα με χοχλιούς (σαλιγκάρια) που η ίδια είχε μαζέψει απ' την ύπαιθρο. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, που σημειωτέον ήταν βράδυ, κοιμήθηκα με τα ρούχα στο κρεβάτι που είχα την τύχη να βρω, για να είμαι ξεκούραστος στο υπόλοιπο του ταξιδιού.
Ξύπνησα έντρομος την επομένη το πρωί απ΄ τον εκκωφαντικό θόρυβο που έκανε η άγκυρα καθώς το πλοίο «έδενε» και τις συνομιλίες των επιβατών που μόλις κι αυτοί είχαν ξυπνήσει. Αποβιβάστηκα κρατώντας τα δώρα του πατέρα μου και ένα μικρό σακίδιο με τα απολύτως απαραίτητα ατομικά μου είδη. Με το που βγήκα στο λιμάνι ένιωσα σαν χαμένος. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν σε μια τόσο μεγάλη πόλη μόνος. Άλλες φορές που είχα βρεθεί πάλι στο μεγάλο λιμάνι ήμουν με τη συνοδεία της μητέρας μου ή κάποιου άλλου συγγενή. Αφού με κατατόπισαν, πήγα στον σταθμό του ηλεκτρικού και… τρόμαξα απ' την πολυκοσμία. Τρένα έρχονταν κι έφευγαν γεμάτα από πλήθος επιβατών, που όλοι τους βιαστικοί πήγαιναν σε πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις. Σ' όλα τα γκισέ υπήρχαν ουρές ατόμων που έβγαζαν εισιτήρια αφήνοντας κάποια κέρματα. Εκεί ένιωσα αβέβαιος, δεν ήξερα για ποιον σταθμό να βγάλω εισιτήριο. Όσους ρώτησα μου απάντησαν βιαστικοί πως, για να φτάσω στον σταθμό υπεραστικών λεωφορείων, θα έπρεπε ν' αλλάξω δύο τουλάχιστον κατευθύνσεις και μια ακόμη αστική συγκοινωνία. Απογοητευμένος απ' τις απαντήσεις όσων ρώτησα και με τη σιγουριά του ατόμου που του περισσεύουν (χα χα ) τα χρήματα αποφάσισα να πάρω ταξί για τον προορισμό μου. Η διαδρομή μού φάνηκε τεράστια με τον οδηγό να σταματάει σε κάθε φανάρι που ήταν κόκκινο και να στρίβει διαρκώς για ν' αποφύγει όπως μου είπε την κίνηση. Πλήρωσα το κόμιστρο στο ταξί, αλλά τα χρήματα που μου ζήτησε ο ταξιτζής ήταν μάλλον υπερβολικά. Αυτό μ' έκανε ν' αναρωτηθώ αν με θεώρησε (και με το δίκιο του) για «βλαχαδερό» κι έκανε επίτηδες βόλτες για ν' ανεβάσει την ταρίφα. Μη μπορώντας ν' αποδείξω κάτι για αυτό (ούτε και είχα διάθεση) τον πλήρωσα και πήγα προς το ταμείο του ΚΤΕΛ Ημαθίας.
Μ' έκπληξη κατάλαβα τότε πως είχα στην τσέπη μου 110,5 δραχμές, ενώ χρειαζόμουν για να πάω στον προορισμό μου 120. Έψαξα με προσοχή τις τσέπες μου ελπίζοντας πως κάπου θα είχα και τα υπόλοιπα χρήματα. Του κάκου! Δεν βρήκα τίποτα! Έλειπε, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, ακριβώς ένα πεντακοσάρικο, το οποίο δεν είχα σίγουρα ξοδέψει. Η μόνη εξήγηση ήταν ότι το έχασα το βράδυ στο κρεβάτι του πλοίου που είχα κοιμηθεί με τα ρούχα μου. Όταν ξύπνησα το πρωί, δεν πρόσεξα αν κάτι είχε πέσει απ' τις τσέπες μου. Βγήκα απ' το γραφείο του ΚΤΕΛ, άφησα τα πράγματα μου δίπλα στην είσοδο κι άρχισα να σκέφτομαι πώς θα έβρισκα τα λιγοστά χρήματα που μου έλειπαν. Εκείνη τη στιγμή είδα τον ταξιτζή που με είχε μεταφέρει να περιμένει πελάτη στην ουρά με τα ταξί. Τον πλησίασα διστακτικά και του ζήτησα τις 9,5 δραχμές που χρειαζόμουν για να συνεχίσω το ταξίδι μου. Απογοητεύτηκα απ' την αντίδραση του! Ούτε λίγο, ούτε πολύ μ' έδιωξε κακήν κακώς. Απομακρύνθηκα με σκυμμένο κεφάλι, ταραγμένος, χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Μετά από λίγη ώρα στο διπλανό μαγαζί, που πουλούσε γλυκά και είδη ταξιδίου, είδα έναν ιερέα να ψωνίζει διάφορα γλυκά κι αναμνηστικά. Τον πλησίασα, του έδειξα τη μαθητική μου ταυτότητα, του εξήγησα ότι έμενα στο εκκλησιαστικό οικοτροφείο Κισσάμου και του ζήτησα να με βοηθήσει. Με κοίταξε αδιάφορα και μου είπε πως δεν έχει ψιλά. Ένιωσα το έδαφος να τρέμει κάτω απ' τα πόδια μου κι έφυγα ντροπιασμένος. Σκέφτηκα σαν επόμενη λύση να περιμένω κοντά στον σταθμό της Βέροιας με την ελπίδα να δω κάποιον γνωστό μου που πιθανώς θα με βοηθούσε. Εκείνη την εποχή δύο λεωφορεία την ημέρα έρχονταν απ' τη Βέροια στις 15.00 και στις 22.00. Τις δύο επόμενες ημέρες ήμουν καθισμένος στο παγκάκι που υπήρχε δίπλα στον χώρο στάθμευσης ή έκανα μικρές βόλτες περιμένοντας να βρω κάποιο γνώριμο πρόσωπο. Οι ελπίδες μου μειώνονταν όσο περνούσαν οι ώρες, ενώ η πείνα μου είχε αντιστρόφως αυξηθεί. Μην τολμώντας να ξοδέψω έστω και μία δραχμή απ' το απόθεμα μου, έκανα υπομονή και πεινούσα στωικά. Σαν αναλαμπή μού ήρθε μια ιδέα και πλησίασα τον ταμία του ΚΤΕΛ και του εξήγησα το πρόβλημα μου. Του είπα πως ήμουν ανιψιός του προέδρου των λεωφορειούχων οδηγών της Βέροιας και του ζήτησα να με βοηθήσει. Αν και γνώριζε τον θείο μου, αρνήθηκε να με βοηθήσει. Με το μέλλον μου τελείως ζοφερό και την πείνα μου να καλπάζει αποφάσισα να βρέξω στη δημόσια βρύση δυο παξιμάδια και βάλθηκα να τα μασουλάω σκέτα. Δεν ξέρω αν έφταιγε η πείνα μου ή αν όντως τα παξιμάδια ήταν νόστιμα, εκείνη τη στιγμή τα βρήκα εξαιρετικά και αναρωτιόμουν γιατί δεν τα είχα δοκιμάσει όσο ήμουν στην Κρήτη. Ενώ μασουλούσα αμέριμνος και μ' ευχαρίστηση τα βρεγμένα παξιμάδια κι ενώ αναρωτιόμουν πώς θα ήταν η γεύση τους συνοδεία γραβιέρας ή ακόμη και με ελιές , άκουσα μια γυναικεία φωνή να φωνάζει: «Παναγία μου!! Τι είναι αυτά;» γύρισα και κοίταξα προς την κατεύθυνση που έδειχνε και με φρίκη είδα τα σαλιγκάρια που μου έδωσε η γιαγιά μου να έχουν βγει απ' τη σακούλα και να σουλατσάρουν στο τσιμεντένιο πεζοδρόμιο. Παράτησα βιαστικά το γεύμα μου κι άρχισα να μαζεύω τους δραπέτες και ν' ασφαλίζω καλά τη σακούλα. Όπως μου εξήγησε αργότερα ο πατέρας μου, η γιαγιά ξέχασε να βάλει στη σακούλα λίγο αλεύρι για να έχουν να φάνε τα σαλιγκάρια κι αυτά βγήκαν προς αναζήτηση τροφής.
Αφού πέρασε άλλη μια μέρα χωρίς να καταφέρω να βρω μια λύση στο πρόβλημα μου, μπήκα αποφασιστικά πάλι στο γκισέ του ΚΤΕΛ και ρώτησα τον ταμία που με κοίταζε καχύποπτα μέχρι που θα μπορούσα να πάω με 110,5 δραχμές. Αυτός, αφού συμβουλεύτηκε τις καταστάσεις, μου απάντησε πως τα χρήματα έφταναν μέχρι την Αλεξάνδρεια, μια πόλη 28 χιλιόμετρα απ' τον προορισμό μου. Μου έκοψε εισιτήριο και μ' επιβίβασε στο δρομολόγιο για Έδεσσα, χωρίς να παραλείψει να δώσει τις χειρότερες πληροφορίες στον εισπράκτορα για το άτομο μου. Σ' όλο το ταξίδι ο οδηγός κι ο βοηθός του μου έκαναν παρατηρήσεις και πρόσεχαν μην τυχόν και κάνω καμιά δολιοφθορά στο όχημα τους και μου μιλούσαν σαν να ήμουν ο Βερνάρδος (ληστής τραπεζών της εποχής). Τελικά έφτασα στην Αλεξάνδρεια και χωρίς δυσκολία κατάφερα να φτάσω στο σπίτι μου και ησύχασε η οικογένεια μου, που για μέρες δεν είχε νέα μου.
Όσες φορές τα επόμενα χρόνια ταξίδευα προς Αθήνα ή από Αθήνα προς Βέροια έβλεπα με δυσφορία τον ταμία να κάνει αμέριμνος τη δουλειά του στο γκισέ και θυμόμουν την περιπέτεια μου.
Πέρασαν περίπου 30 χρόνια και σαν επιχειρηματίας, ενώ βρισκόμουν στην Αθήνα, χρειάστηκε να πάω στην αποθήκη του ΚΤΕΛ Βέροιας, για να παραλάβω ένα δεματάκι που μου έστειλαν απ' την επιχείρηση μου. Ήταν ώρα αιχμής και στο γραφείο υπήρχαν πολλοί ταξιδιώτες όλων των ηλικιών.
Αμέσως κυριάρχησε στο μυαλό μου η εφηβική μου περιπέτεια και χαμογέλασα πικρά. Ο ταμίας το αντιλήφθηκε και με ρώτησε γιατί γελάω. Του διηγήθηκα όλη την ιστορία και μου είπε με στόμφο: «Αποκλείεται να μη σε βοήθησα! Εγώ βοηθάω όλο τον κόσμο»
«Κι όμως, με άφησες αβοήθητο κι ήμουν μικρό παιδί!» Το είπα κι ήθελα να δώσω τέλος στη διαμάχη. Τότε ακούστηκε μια ηλικιωμένη κυρία να λέει δυνατά: «Καλά δεν ντράπηκες ν' αφήσεις αβοήθητο το παιδί;» Οι υπόλοιποι θαμώνες μουρμούριζαν συμφωνώντας μαζί της.
Γέλασα!
Το παιδί ήμουν εγώ!!!