Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.





Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΟΛΑΧΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΟΛΑΧΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

το αίσχος συνεχίζεται… η αδιαφορία σε όλο της το μεγαλείο …
Δέχονται αδιαμαρτύρητα όλα τα στραβά και τ' ανάποδα που συμβαίνουν στην πόλη τους και παρακολουθούν με μια νωθρότητα την ανυπαρξία της δημοτική αρχής που μ αφήνει έκπληκτο!!!
Θεωρώ ότι ΑΥΤΟΙ (οι κάτοικοι) κυρίως έχουν την ευθύνη
Αιδώς ΚΙΣΑΜΙΤΕΣ
ΑΦΥΠΝΗΣΤΗΤΕ 
Πριν διατυπώσω μερικές σκέψεις μου, που τις θεωρώ μάλλον επίκαιρες, θα ήθελα να δηλώσω πως θεωρώ τον εαυτό μου ΜΗ «κομματικό» και σε καμία περίπτωση «απολιτίκ». Βέβαια δεν με εκφράζει ( πλέον) κανένα κόμμα και κανενός είδους σχηματισμός. Είχα αποφασίσει να μην ασχοληθώ (ξανά) με τα προβλήματα και τις δυσκολίες που συναντώ στην καθημερινότητα μου κυκλοφορώντας στην πόλη της Κισσάμου. Μια πόλη που σε καμία περίπτωση δεν είναι φιλική με τους πολίτες της. Στην πραγματικότητα τις περισσότερες φορές είναι εχθρική σε όποιον έχει αποφασίσει να ζει ή να κινείται μέσα στα όρια της. Είναι φανερό πως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν νοιάζονται για την αλήθεια και το σωστό, τους νοιάζει όμως να μην τους χαλάς το ψέμα στο οποίο έχουν συνηθίσει να ζουν, γιατί τελικά τους βολεύει. Έτσι αρνούνται να «δουν» τα στραβά και τ' ανάποδα μιας πόλης, μόνο και μόνο γιατί από αυτά τα στραβά βολεύονται περιστασιακά με μια κοντόφθαλμη λογική, που πολλαπλασιάζει την κάθε λογής ασυδοσία. Φυσικά υπάρχουν και πολίτες που έχουν τη στοιχειώδη λογική ( δεν χρειάζεται και κάτι περισσότερο) που τα βλέπουν τα στραβά και τ' ανάποδα, αλλά στον βωμό της συγγένειας, της φιλίας και της κουμπαριάς κλείνουν απλά τα μάτια, μόνο και μόνο για να μη δυσαρεστήσουν κάποια απ' τις παραπάνω ομάδες στις οποίες πιθανώς ανήκουν ή έχουν μ' αυτές κάποια σχέση. Αν εξαιρέσεις δυο τρεις κεντρικούς δρόμους, πουθενά στους υπόλοιπους δεν υπάρχει πεζοδρόμιο. Δεν υπάρχει δηλαδή σε όλο το μήκος τους! Σε μερικούς δρόμους υπάρχουν μικρά τμήματα με πεζοδρόμια, που διακόπτονται ξαφνικά από σκάλες ή σκαλοπάτια που εφάπτονται της ασφάλτου, αφήνοντας τους πεζούς στο έλεος των παντός είδους οδηγών τροχοφόρων. Αν κατηφορίσει κάποιος την οδό Αγαμέμνονος, με εξαίρεση ένα πολύ μικρό τμήμα πεζοδρομίου, όλος ο υπόλοιπος δρόμος ανήκει αποκλειστικά στα τροχοφόρα. Να λάβουμε υπ´ όψιν ότι σ' αυτόν τον δρόμο σχεδόν εφάπτεται η πιο όμορφη και πολυσύχναστη παραλία της πόλης, σ' αυτόν υπάρχουν τα ΚΤΕΛ, τα ΕΠΑΛ, αρκετά ξενοδοχεία και μεγάλο πλήθος επιχειρήσεων. Καταλαβαίνει κανείς πως, εκτός από το μεγάλο πλήθος των τροχοφόρων, συνωστίζεται και ικανός αριθμός πεζών. Αναρωτιέμαι για την περίπτωση που κάποιος μαθητής του ΕΠΑΛ ή ταξιδιώτης με το ΚΤΕΛ, ακόμη κι ένας πελάτης των τόσων επιχειρήσεων βρεθεί με κινητικά προβλήματα. Πώς θα καταφέρει να διασχίσει αυτόν τον δρόμο διπλής κατεύθυνσης με τα κάθε λογής αυτοκίνητα παρκαρισμένα (κατά παράβαση του σχετικού νόμου) και στις δύο πλευρές του δρόμου; Η ασυδοσία των παραβάσεων του ΚΟΚ, όσο και τα παράνομα παρκαρισμένα τροχοφόρα (πολλές φορές και σε διπλές σειρές) δυσκολεύουν τη ζωή των κατοίκων και κυρίως των επισκεπτών και των τουριστών, που μη γνωρίζοντας την «ντόπια» πραγματικότητα ζουν μέσα σε μια περίεργη ανασφάλεια, μη μπορώντας να αντιληφθούν ποιο είναι το σωστό και το νόμιμο και ποιο όχι. 
Ο κεντρικός δρόμος ( Ηρώων Πολυτεχνείου) για. όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού είναι σχεδόν απαγορευμένος δρόμος για τους κατοίκους της πόλης. Όποιος από αυτούς χρειαστεί να τον χρησιμοποιήσει ή να τον διασχίσει κάθετα οδηγώντας θα πρέπει να οπλιστεί με υπομονή και καρτερικότητα, γιατί ένα ατελείωτο κονβόϊ παντός τύπου οχημάτων που περνάει απ' αυτόν με προορισμό «τουριστικούς» παραδείσους δεν του το επιτρέπει. Το πρόβλημα είναι ίδιο και ίσως μεγαλύτερο για τους πεζούς που θα θέλουν να διασχίσουν τον εν λόγω δρόμο. Αναρωτιέμαι, αφού δεν υπάρχει εναλλακτική περιφερειακή διαδρομή, γιατί δεν τοποθετούνται σε δύο ή τρία σημεία του εν λόγω δρόμου φανάρια για να λυθεί έστω και στο ελάχιστο το πρόβλημα! Έγινε λόγος για τη σημαία που έχασαν τα Φαλάσαρνα. Δεν μπορώ να πάρω θέση σ' αυτό το θέμα, έχω όμως να επισημάνω κάτι για την αγαπημένη μου παραλία του Μαύρου Μώλου. Παρατήρησα τον Πυργιανό ποταμό από τη γέφυρα της οδού Αγαμέμνονος και κάτω. 
Η δυσοσμία ήταν αφόρητη και προς στιγμήν ανεξήγητη. Με μια προσεχτική παρατήρηση είδα έναν τεράστιο αγωγό να ρίχνει με μια χαμηλή ροή ένα σχετικά μαύρο, πηκτό υγρό μέσα στα λιγοστά νερά του ποταμού. Η άσχημη οσμή κατά ένα μεγάλο μέρος προερχόταν απ' τα λύματα του αγωγού. Περπατώντας παράλληλα με τον ποταμό παρατήρησα κι άλλους αγωγούς να εκβάλλουν σ' αυτόν περίεργα, ποικιλόχρωμα, βρωμερά υγρά, ενώ στις διπλανές με τον ποταμό τουριστικές επιχειρήσεις οι πελάτες έπαιρναν το πρωϊνό τους. Μέσα στον χορταριασμένο ποταμό (αλήθεια θεωρείται ποταμός ή αγωγός λυμάτων;) είναι πεταμένα σκουπίδια πάσης φύσεως. Με έκπληξη είδα νάϊλον σακούλες και τσουβάλια, τμήματα από ελαιόπανα, σάπια ξύλα, πλαστικά μπουκάλια, άδεια τενεκεδάκια αναψυκτικών κ.α! Διάφορα φυτά και καλάμια φύονται στις όχθες και κάποια σαπίζουν συμβάλλοντας στην όλη πνιγηρή κατάσταση. Βέβαια αυτό βοηθάει στην επιβίωση πλήθους ποντικών,αμφιβίων και κουνουπιών, ενώ μερικές πάπιες και χήνες προσπαθούν να επιβιώσουν σ' αυτόν τον θλιβερό τόπο. Ο Πυργιανός ποταμός εκβάλλει ( με ελάχιστη ροή ομολογουμένως) δίπλα στον βράχο της Πλάκας, ακριβώς δίπλα από την παραλία του Μαύρου Μώλου, που έχει ακόμη γαλάζια ( ως πότε;) σημαία! Θεωρώ αυτές τις καταστάσεις ντροπή για την πόλη της Κισσάμου
εκτός της αδιαφορίας της δημοτικής αρχής που είναι δεδομένη … κυρίως αδιαφορούν οι δημότες και κάτοικοι της περιοχής!!!
Ανδρέας Μαρολαχάκης

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024

ΕΔΙΚΟΛΟΓΙΑ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Είχα περάσει προ πολλού την πρώτη μου νεότητα και βρισκόμουν στη φάση του μεσήλικα. Αυτοί που με γνώριζαν και ιδίως η μητέρα μου, περίμεναν πως λόγω της ηλικίας θα ηρεμούσα και θα έχανα τον σχεδόν εφηβικό αυθορμητισμό τον οποίο είχα σαν πρωτεύον χαρακτηριστικό μου.
Πολλές φορές η μητέρα μου σε σοβαρές συζητήσεις αναρωτιόταν (σχεδόν με απελπισία) πότε θα βάλω μυαλό και πότε θα ηρεμήσω. Εγώ χαμογελούσα και της έλεγα το διαχρονικό: «Έτι καιρός!»
Ήμουν γι αρκετά χρόνια μάλλον επιτυχημένος κατασκευαστής έτοιμων ενδυμάτων, όταν αποφάσισα κι έκανα μια στροφή στις επιχειρηματικές δραστηριότητες κι άρχισα να εμπορεύομαι οτιδήποτε είχε σχέση με textile.
Τότε ήταν που ανακάλυψα τις βαμβακερές πετσέτες της Συρίας. Άρχισα να εισάγω μικροποσότητες στην αρχή με πετσέτες εξαιρετικής ποιότητας σ' εξευτελιστική τιμή για τα δεδομένα της δικής μας αγοράς. Αν και μεταπωλούσα τις πετσέτες σε πολλαπλάσια τιμή από την αρχική τιμή κτήσης, τα εισαγόμενα εμπορεύματα ήταν πάμφθηνα σε σχέση με τα ντόπια, η δε ποιότητα τους εξαιρετική! Η ζήτηση είχε αρχίσει να γίνεται επιτακτική και οι δυνατότητες να εξυπηρετήσω την αγορά μηδαμινές.
Τότε, χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα,αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι «αστραπή» και να επισκεφτώ τη Λατάκια (αρχαία Λαοδίκια) και να παραγγείλω, αφού διαπραγματευτώ, σημαντικές ποσότητες από τα προϊόντα του εργοστασίου με το οποίο συνεργαζόμουν αρχικά. Αφού εφοδιάστηκα μ' εγγυητικές επιστολές τράπεζας, χωρίς ιδιαίτερο προγραμματισμό και σκέψη πήρα το F/B από τον Βόλο με προορισμό τη Λατάκια. Το ταξίδι ευχάριστο και μπορώ να πω ότι το απόλαυσα κιόλας! Προσγειώθηκα απότομα σε μια «αραβική» πραγματικότητα, όταν των κυπριακών συμφερόντων γραφείο που μ' εξυπηρετούσε μ' ενημέρωσε πως για ένα τριήμερο τα πάντα θα ήταν κλειστά, γιατί γιόρταζαν το «κουρμπάν μπαϊράμ», μεγάλη γιορτή του Ισλάμ. Απελπισμένος μ' αυτή την αναποδιά έψαχνα να βρω διέξοδο ν' αντιμετωπίσω όσο καλύτερα μπορούσα την ατυχία μου. Χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα, ζήτησα απ' τον υπεύθυνο του γραφείου να μου νοικιάσει ένα αυτοκίνητο, για να μπορέσω να επισκεφτώ μια περιοχή στα νότια της χώρας. Όταν είδα την έκπληξη στα μάτια του εμπορικού αντιπροσώπου που μ' εξυπηρετούσε, κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Με υπομονή μου εξήγησε ότι δεν ήταν εύκολο οι ξένοι να ταξιδεύουν ελεύθερα στο εσωτερικό της χώρας. Εκείνο το χρονικό διάστημα η κυβέρνηση του Μπασάρ Αλ Άσαντ και του γιου του αντιμετώπιζε με ιδιαίτερη καχυποψία τους ξένους και ιδίως τους «δυτικούς». Ωστόσο το γραφείο μ' εξυπηρέτησε εξασφαλίζοντας μου άδεια να ταξιδέψω, με την προϋπόθεση να νοικιάσω αυτοκίνητο από συγκεκριμένο γραφείο με συνοδό οδηγό. Δέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη και σε λίγο ταξίδευα στην ακτογραμμή της Συρίας με κατεύθυνση προς τα σύνορα του Λιβάνου.
Ο οδηγός «μου» ο Ομάρ μιλούσε τα ελληνικά με έντονη Κυπριακή προφορά και όπως μου είπε, είχε εργαστεί για πολλά χρόνια στην Κύπρο. Χωρίς ιδιαίτερο τακτ προσπάθησε να με «ψαρέψει» και να μάθει τον λόγο του ταξιδιού μου προς τα νότια. Εγώ απέφευγα να του απαντήσω (ίσως γιατί μέσα μου αμφέβαλα για την ορθότητα του ταξιδιού) και περιοριζόμουν να χαμογελώ και ν' απαντώ με αοριστίες.
Περάσαμε απ' την αρχαία Αμρίτ και κοντά στην Ταρτούς, στο δεύτερο μεγάλο λιμάνι μαζί με την Λατάκια, ο Ομάρ άρχισε να μου εκθειάζει τις δυνατότητες που είχε η περιοχή για να κάνει κάποιος πετυχημένες δουλειές λαθρεμπορίου κι άλλες «ζόρικες» βρωμοδουλειές. Μου ήταν γνωστό ότι κάθε παραβατικό στη νοτιοανατολική Μεσόγειο ξεκινούσε από την Ταρτούς. Χαμογέλασα και δεν έδειξα ενδιαφέρον προς μεγάλη απογοήτευση του οδηγού μου. Προφανώς βρισκόταν σε διατεταγμένη υπηρεσία και ήθελε διακαώς να φανεί χρήσιμος στους προϊσταμένους του. Εντύπωση μου έκαναν στη διαδρομή οι απέραντες ανεκμετάλλευτες παραλίες, που διακόπτονταν με συχνές χωματερές γεμάτες από μη ανακυκλώσιμα πλαστικά ή γυάλινα μπουκάλια και τενεκεδένια κονσερβοκούτια. Ήταν φανερό πως η χώρα βρισκόταν σε μια κακώς εννοούμενη ανάπτυξη. Έριχναν το βάρος σε βιομηχανίες και βιοτεχνίες χωρίς πρόβλεψη για κανένα περιβαλλοντικό μέτρο!
Το τοπίο όσο προχωρούσαμε νότια άλλαζε και το κιτρινομπέζ φόντο άρχισε να μεταλλάσσεται και να γίνεται όλο και πιο πράσινο! Από κάποιο σημείο και μετά μου θύμιζε τον κάμπο της Βέροιας των παιδικών μου χρόνων με τους απίστευτα όμορφους μπαξέδες. Συναντούσαμε στον δρόμο διάφορα υποζύγια φορτωμένα με ζαρζαβατικά που πιθανόν τα προόριζαν για τοπικές αγορές. Παρακολουθούσα με προσοχή όλες τις πινακίδες ( παρ´ όλο που οι περισσότερες ήταν με αραβική γραφή) ιδίως όσες ήταν γραμμένες στην αγγλική. Ο Ομάρ μάταια προσπαθούσε να καταλάβει τον τελικό μας προορισμό και ήταν φανερά ενοχλημένος που απέφευγα να του δώσω εξηγήσεις. Τεντώθηκα απότομα όταν είδα μια πινακίδα που τράβηξε όλη μου την προσοχή. Η πινακίδα έγραφε στ' αραβικά: «الحميدي »κι ακριβώς από κάτω «Al Hamidia». Ο Ομάρ πρόσεξε την αντίδραση μου κι έσμιξε τα φρύδια με απορία! «Εδώ θα σταματήσουμε», του είπα αδιάφορα και του έδειξα τη μικρή πόλη που ήταν μπροστά μας. Υπάκουσε χωρίς να σχολιάσει οτιδήποτε. Η πόλη παραθαλάσσια και απ' ότι υπολόγισα είχε πληθυσμό 6-7 χιλιάδες κατοίκους. Οι δρόμοι της σε πλειοψηφία χωματόδρομοι ή καλντερίμια! Τα σπίτια πέτρινα, μονώροφα, με αυλή ( κατά τη μουσουλμανική συνήθεια) περιτειχισμένα με πέτρινο φράχτη που δεν σου επέτρεπε να δεις και πολλά πράγματα από το εσωτερικό της αυλής.
Στην πλατεία ξεχώριζε ένα σεμνό τέμενος, ένα σχολείο κι ένα καφενείο που τα τζάμια του ήταν στολισμένα με φωτογραφίες του Μπασάρ αλ Άσαντ και του γιου του. Αφού πάρκαρε το αυτοκίνητο ο Ομάρ, κατέβηκα κι έκοβα βόλτες στην πλατεία παρατηρώντας με προσοχή του ανθρώπους. Σε απόλυτη σχεδόν πλειοψηφία ήταν άνδρες, μάλλον κακοντυμένοι για τα δυτικά στάνταρ. Οι ελάχιστες γυναίκες που κυκλοφορούσαν ήταν ντυμένες με μακριά σκούρα φορέματα και προχωρούσαν δύο τρία βήματα πίσω απ' τους άνδρες της οικογένειας τους. Βάλθηκα να παρακολουθώ μ' επιμονή όλους τους άνδρες με τους οποίους διασταυρωνόμουν σε όλα τα σημεία της πλατείας. Ένιωσα το χέρι του Ομάρ να με πιάνει σφιχτά από το δεξιό μπράτσο.
«Τι ψάχνεις;» με ρώτησε με την έντονη Κυπριακή του προφορά, «θα βρούμε τον μπελά μας με τον τρόπο που κοιτάζεις!»
Κατάλαβα πως είχε δίκιο κι ένιωσα να με κυριεύει απογοήτευση. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στους θαμώνες του καφενείου που καθισμένοι σε ψάθινες καρέκλες μπροστά σε μεταλλικά τραπεζάκια έπιναν τσάι σε μικρά γυάλινα ποτηράκια συζητώντας. Με μια περίεργη αποφασιστικότητα προχώρησα προς το καφενείο με τον Ομάρ να με ακολουθεί μουρμουρίζοντας. Μέσα, πίσω από έναν ντεμοντέ μπουφέ, ήταν ο καφετζής και ο βοηθός του.
«Γεια σας» είπα στα ελληνικά και τους κοίταξα με προσδοκία. Ο καφετζής χαμογέλασε κι άστραψαν τα χρυσά δόντια που είχε στη μασέλα του.
«Γεια και χαρά σας! Αγιάζω σας! Καλωσορίσατε! Τι να σας τρατάρω;»
Οι φράσεις έβγαιναν σαν ορμητικός χείμαρρος απ' το στόμα του διανθισμένες με κάποιες λέξεις που καταλάβαινα ότι ήταν της κρητικής διαλέκτου, αλλά δεν έτυχε να τις ακούσω ποτέ κατά τη διαμονή μου στην Κρήτη.
Ωστόσο έχοντας αναπτυγμένο το χάρισμα της επικοινωνίας, λαμβάνοντας υπ´ όψιν τα συμφραζόμενα και τη «γλώσσα» του σώματος, κατάφερα να είμαι «μέσα» στη συνομιλία μου με τον ντόπιο καφετζή. Αφού κουβεντιάσαμε για λίγο γι άσχετα πράγματα πίνοντας τσάι σε μικρά γυάλινα ποτήρια, έκανα την ερώτηση για την οποία είχα κάνει όλο το ταξίδι:
«Ψάχνω για τον Μαχμούτ Μαρολαχάκη», του είπα. «Μήπως μπορείς να με βοηθήσεις να τον βρω;»
Η ερώτηση μου τον ξάφνιασε, όπως άφησε κυριολεκτικά με ανοιχτό στόμα και τον Ομάρ!
« Ήντα συνολίκι έχεις μαζί του;» αντέτεινε ο καφετζής φανερά προβληματισμένος!
«Για καλό», βιάστηκα να πω.
Με κοίταξε βλοσυρά και μουρμούρισε μέσα απ' τα δόντια του:
«Καλλιά να 'ναι έτσι, αλλιώς μεγάλη η αποκοτιά σου!»
Κάτι είπε στο αυτί του παραγιού του κι αυτός έφυγε βιαστικός.
Ο καφετζής μας έβαλε να καθίσουμε έξω απ' το μαγαζί του σ' ένα τραπέζι στη σκιά και κάθισε μαζί μας. Απ' το βάθος της πλατείας είδα τον παραγιό του καφετζή να έρχεται με βιαστικό βηματισμό συνοδευόμενος από δύο άτομα. Παρατήρησα με προσοχή τους νεοφερμένους και χαμογέλασα όταν το βλέμμα μου καρφώθηκε στον μεγαλύτερο απ' τους δύο. Μόλις έφτασαν στο τραπέζι μας, με κοίταζαν απορημένοι! Στο τέλος ο μεγαλύτερος είπε:
« Εγώ είμαι ο Μαχμούτ Μαρολαχάκης».
Αντί απάντησης έβγαλα από το τσαντάκι που είχα ζωσμένο στη μέση μου το διαβατήριο μου και του το έδωσα. Το πήρε στα χέρια του και με αργές κινήσεις το ξεφύλλισε. Ξαφνικά γούρλωσε τα μάτια του και κοίταζε μια το διαβατήριο και μια εμένα που χαμογελούσα σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ο Μαχμούτ άπλωσε τα τεράστια χέρια του, με αγκάλιασε κι άρχισε να χοροπηδάει μπροστά στα έκπληκτα μάτια των θαμώνων! Όταν κατάφερα να ξεφύγω απ' τον εναγκαλισμό του, αυτός γελώντας φώναζε δυνατά:
«Εδικολογιά!! Εδικολογιά (συγγενής ) μου είναι!!
Ενώ όλοι οι θαμώνες του καφενείου μας κοίταζαν έκπληκτοι μη μπορώντας να καταλάβουν τον λόγο της διαχυτικότητας του Μαχμούτ, αυτός άρχισε να τους εξηγεί μιλώντας γρήγορα στη δική τους κρητική διάλεκτο. Μετά βίας μπορούσα να ξεχωρίσω κάποιες λέξεις! Όσο μιλούσε, δεν παρέλειπε να κάνει και κάποιες χειρονομίες χτυπώντας με την παλάμη του τον μπέτη ( στήθος) του όσο και την πλάτη μου. Μετά απ' αυτό πολλοί από τους θαμώνες ήρθαν προς το μέρος μου και με χαιρετούσαν με χειραψίες και καλωσορίσματα σε μια γλώσσα που εγώ τη χειριζόμουν μ' έναν άθλιο και αδέξιο τρόπο. Άκουγα τα ονόματα τους και τα επίθετα τους μου έδιναν την εντύπωση πως βρίσκομαι σε κάποιο ορεινό χωριό της Κρήτης.
Μετά από λίγη ώρα ένιωθα πως ήμουν κάτι σαν ατραξιόν, καθώς όλο και πιο πολλοί απ' τους κατοίκους του Χαμιδιέ με πλησίαζαν, με χαιρετούσαν και απαιτούσαν επίμονα να με κεράσουν. Το πρόβλημα δεν ήταν η επιμονή τους, αλλά ότι θύμωναν όταν με ευγένεια και διάφορες δικαιολογίες αρνιόμουν κάποιο κέρασμα. Και δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι μου ήταν αδύνατο να δεχθώ και να δοκιμάσω απ' όλα τα κεράσματα.
Από τη δύσκολη θέση με έβγαλε ο Μαχμούτ. Μ' έπιασε απ' το χέρι κυριολεκτικά και με οδήγησε στο σπίτι του. Μαζί μας ήρθε και ο Ομάρ. Το σπίτι του ήταν τυπικό σπίτι Σύριου Αλεβίδη. Περίβολος πέτρινος έκρυβε το σπίτι που αποτελούνταν από έναν ισόγειο χώρο που περιείχε τους βοηθητικούς χώρους, κουζίνα, σαλόνια, μπάνια κλπ, ενώ στον επάνω και μοναδικό όροφο ήταν τα υπνοδωμάτια της οικογένειας.
Η υποδοχή που μου έκανε η οικογένεια του Μαχμούτ ήταν κάτι παραπάνω από θερμή. Στην πραγματικότητα ήταν συγκινητική! Άνοιξαν το σπίτι τους και με δέχτηκαν σαν να ήμουν ένα μέλος της οικογένειας τους που επέστρεψε από την ξενιτιά! Με τη βοήθεια του Ομάρ, που μετέφραζε όσα ήταν δυσνόητα για μένα, έμαθα για την ιστορία τους και την καθημερινότητα τους. Οι πρόγονοι τους εκτοπίστηκαν απ' την Κρήτη (απ' το Ρέθυμνο και τα Χανιά) με μόνο κριτήριο εκτοπισμού τη θρησκεία! Οι οικογένειες τους ήταν καθαρά κρητικής καταγωγής και κάποια χρονική περίοδο είχαν για διάφορους λόγους αλλαξοπιστήσει.
Αυτό ήταν το μοναδικό αίτιο που τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να μετοικίσουν στα νότια της σημερινής Συρίας, πολύ κοντά στα σύνορα με τον Λίβανο. Το χωριό είχε κτιστεί βιαστικά μ' εντολή του Τούρκου σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ.
Η εγκατάσταση τους στη νέα πατρίδα ήταν επίπονη και χρονοβόρα. Ποτέ, μα ποτέ, δεν προσαρμόστηκαν. Ποτέ δεν ένιωσαν τον τόπο δικό τους τόπο. Αν και Αλεβίδες, ακολουθούσαν το δικό τους τυπικό και παρέμεναν μονογαμικοί. Η επαφή τους με την Αραβική γλώσσα γινόταν για πρώτη φορά όταν πηγαίναν στο τοπικό σχολείο. Σ' όλη την καθημερινότητα τους χρησιμοποιούσαν τη δική τους κρητική διάλεκτο. Στο σπίτι του Μαχμούτ παρατήρησα ότι με ειδικές κεραίες «έπιαναν» τους κυπριακούς τηλεοπτικούς σταθμούς και απόφευγαν τους αραβικούς.
Αυτοί ο άνθρωποι, αν και δεν είχαν γνωρίσει την Κρήτη, θεωρούσαν τους εαυτούς τους καθαρούς Κρητικούς που από κακή συγκυρία βρέθηκαν μακριά της. Μιλούσαν για την Κρήτη σαν αυτή να ήταν κάτι μυθικό, σαν να ήταν ένα ζωντανό μυθικό ον που τους ανήκε. Στον δρόμο που περπατούσαμε με τον «ξάδερφο» έρχονταν κάτοικοι, ιδιαίτερα οι πιο ηλικιωμένοι, για να μου κάνουν χειραψία ή και να με χτυπήσουν φιλικά στην πλάτη και κυρίως να με ρωτήσουν για την πατρίδα τους, μια πατρίδα που την ήξεραν καλύτερα από εμένα. Θ' αποφύγω να περιγράψω τα φαγητά που παρασκεύασαν για χάρη μου. Ήταν όλα παραδοσιακά και μερικά από τα εδέσματα δεν τα είχα δοκιμάσει ούτε καν τα ήξερα, παρ' όλη την αρκετά μεγάλη διαμονή μου στην Κρήτη κατά τη διάρκεια των μαθητικών μου χρόνων.
Η φιλοξενία τους ξεπερνούσε κάθε προσδοκία! Ήταν το είδος της φιλοξενίας που μικρός άκουγα στις νοσταλγικές διηγήσεις του πατέρα μου τα βράδια, όταν έκλεινε το μπακάλικο μας και πίσω απ' τις κουρτίνες που έκρυβαν το φως τον άκουγα να τις διηγείται στους λίγους θαμώνες ( άνδρες βασικά της γειτονιάς ) που ερχόταν να πιουν ένα τελευταίο ρακί ( που ποτέ δεν ήταν τελευταίο ) πριν πάνε στο σπίτι τους.
Το ύφος του πατέρα μου σ' αυτές τις διηγήσεις φάνταζε τότε στ' αυτιά μου υπερβολικό και μόνο όταν ήρθα σ' επαφή με τους «συγγενείς» μου κάτοικους του Χαμιδιέ κατάλαβα ότι ήταν καθαρά νοσταλγικό. Προφανώς του έλειπε η πατρίδα του και μέσα απ' αυτές τις διηγήσεις αισθανόταν ότι ζούσε κάτι από τον τόπο του.
Είδα ( δεν μπορώ να πω πως μου άρεσε) τις σφαγές των κριαριών όπως προστάζει το έθιμο τους κατά τη διάρκεια που γιόρταζαν το κουρμπάνι και γιόρτασα τηρώντας με σεβασμό όλα τους τα έθιμα.
Η ώρα της αποχώρησης ήταν μάλλον δύσκολη και για τις δύο πλευρές. Υποσχεθήκαμε επανένωση σε πρώτη ευκαιρία.
Ωστόσο είναι γνωστό πως, όταν οι θνητοί κάνουν σχέδια, οι θεοί γελάνε. Έστειλα στους συγγενείς μου δυο φορές δέματα με τη νταλίκα που μου έφερνε τα εμπορεύματα που είχα παραγγείλει, αλλά μετά ο πόλεμος έκοψε κάθε επαφή.
Σε μια συζήτηση που είχα με τη μητέρα μου και τον αδερφό μου τον Γιώργο τους εξήγησα πως είχα δει ένα ντοκιμαντέρ στην τούρκικη τηλεόραση κι εκεί άκουσα το όνομα του Μαχμούτ Μαρολαχάκη και μου γεννήθηκε η επιθυμία να τον γνωρίσω. Ο Γιώργος με κοίταξε περίεργα και είπε με κάποιο παράπονο:
«Γιατί δεν πήρες και μένα ;»
Η μητέρα μου μάλλον με αγριοκοίταξε και κάτι μουρμούρισε μέσα απ' τα δόντια της. Δεν άκουσα τι, αλλά σίγουρα θα αναρωτιόταν για το πότε θα βάλω μυαλό !!!!

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ

Έσκυψε με κόπο. Το σώμα της δεν υπάκουε στις εντολές του εγκεφάλου της. Με μεγάλη δυσκολία μάζευε από το πάτωμα τα κομματιασμένα υπολείμματα απ' το πορσελάνινο σερβίτσιο του καφέ. Αυτό το σερβίτσιο τους το είχαν κάνει δώρο για τον γάμο τους. Μάταια προσπάθησε να θυμηθεί ποιος τους το είχε δωρήσει, όχι ότι είχε σημασία πλέον. Παραλλήλισε τα θρύψαλα που μάζευε απ' το πάτωμα με την άχαρη ζωή της και ήταν σίγουρη πλέον πως μάζευε τα κομμάτια της δικής της ζωής.
Μέσα απ' την οθόνη του μυαλού της περνούσε σαν μια βουβή μαυρόασπρη ταινία όλη της η ζωή. Χαμογέλασε ασυναίσθητα όταν «είδε» τη χαρούμενη παιδική της ηλικία, τις βόλτες που έκανε με τον πατέρα και τη μητέρα της στο πάρκο της πόλης, στο λούνα παρκ που ερχόταν κάθε καλοκαίρι στην αλάνα της γειτονιάς τους.! Οι γονείς της ζούσαν κυριολεκτικά μόνο για αυτήν. Πολύ αργότερα κατάλαβε τις στερήσεις και τις θυσίες που έκαναν, για να ικανοποιήσουν τα «θέλω» και τα «πρέπει» της κόρης τους. Το χαμόγελο της, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, έγινε ακόμη πιο πλατύ, όταν θυμήθηκε τα γυμνασιακά της χρόνια και τα πρώτα ερωτικά, εφηβικά σκιρτήματα. Σχεδόν γέλασε, όταν θυμήθηκε την αδέξια συμπεριφορά της στο πρώτο της φλερτ. Γέλασε πικρά, όταν της ήρθε στο μυαλό η πρώτη ερωτική απογοήτευση και η συμπαράσταση που είχε απ' τους γονείς της. Η γλυκύτητα και η πραότητα με την οποία την αντιμετώπισαν τη βοήθησαν να ξεπεράσει άμεσα τον εφηβικό σκόπελο και συγχρόνως ν' αποκτήσει (ή στην κυριολεξία ν' ανακαλύψει) δυο φίλους στους οποίους θα μπορούσε να στηριχτεί, τους γονείς της! Η ζωή της κύλησε ήρεμα χωρίς ιδιαίτερα οδυνηρά σκαμπανεβάσματα. Τίποτα δεν τάραζε την ήρεμη ρουτίνα της ζωής της, μέχρι που λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα της ήρθε ανεπάντεχα ο έρωτας. Ένας έρωτας απρόσμενος, όσο και δυνατός την είχε κυριεύσει και την είχε αποπροσανατολίσει απ' την πραγματικότητα.
Ζούσε κυριολεκτικά στα σύννεφα! Δεν είχε μάτια παρά μόνο για τον Κώστα, τον έρωτα της. Ήταν η πρώτη φορά που ήρθε σε αντιπαράθεση με την καλύτερη της φίλη μέχρι εκείνη τη στιγμή, τη μάνα της. Δεν μπορούσε να καταλάβει τις επιφυλάξεις και αργότερα τις αντιρρήσεις της μητέρας της για τον Κώστα. Τις απέδιδε στην ανασφάλεια που πιθανώς ένιωθε η μάνα της με την προοπτική ενός επικείμενου γάμου. Ενός γάμου που τελικά έγινε καλύπτοντας όλα της τα «θέλω», αλλά και τα «πρέπει» μιας κοινωνίας που δίνει μεγαλύτερη σημασία στο «θεαθήναι», παρά στην πραγματική ένωση δύο ανθρώπων. Μετά από πιέσεις η μητέρα αποδέχτηκε σιωπηλά αυτόν τον γάμο και την επιμονή της στην άρρωστη εξάρτηση που είχε με τον Κώστα. Αποτραβήχτηκε οικειοθελώς απ' τη ζωή του ζευγαριού, αλλά δεν έπαψε ποτέ να τους επικουρεί ηθικά και κυρίως υλικά. Παρ´όλο που δούλευαν και οι δύο, τα χρήματα που κέρδιζαν ποτέ δεν ήταν αρκετά για να καλύψουν τις ανάγκες τους, που όλο και πολλαπλασιάζονταν. Η βοήθεια της μητέρας στη συμβίωση του ζευγαριού έγινε πιο ουσιαστική και απαραίτητη με την έλευση τριών διαδοχικών νέων μελών στην οικογένεια. Η κα Βασιλική ( η μητέρα της και παλιά της φίλη) αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της στη φύλαξη και την ανατροφή των εγγονιών της. Έτσι σταδιακά έπαψε να βλέπει και να συζητάει τα «σύννεφα» που συσσωρεύονταν στον γάμο της κόρης της.
Ο Κώστας στα πρώτα χρόνια του γάμου τους ήταν ο τρυφερός άνδρας που είχε αρχικά γνωρίσει κι ερωτευτεί. Όσο κυλούσε ο χρόνος, κάποιες μικροαλλαγές στη συμπεριφορά του τις απέδιδε στην πίεση της δουλειάς και στη ρουτίνα μιας οικογενειακής ζωής για την οποία δεν ήταν έτοιμος. Αργότερα διέκρινε στη στάση του μια σταδιακά αυξανόμενη διαφοροποίηση από αυτά που ήξερε, που με την πάροδο του χρόνου γινόταν όλο και πιο διακριτή. Ο τρυφερός άνδρας που παντρεύτηκε είχε μετουσιωθεί σ' ένα απαιτητικό άτομο που γκρίνιαζε με το παραμικρό είτε αυτό ήταν για το φαγητό είτε για τα ρούχα του ( που σημειωτέον τα ήθελε πάντα άψογα και στην ώρα που αυτός επιθυμούσε ). Άρχισε ν' αργεί τα βράδια και σύντομα κατάλαβε πως το οικογενειακό ταμείο, που απ' την αρχή είχαν κανονίσει την ύπαρξη του και τη λειτουργία του, έπαψε να είναι οικογενειακό και σ' αυτό συγκεντρώνονταν μόνο τα δικά της έσοδα. Όσες φορές τόλμησε να συζητήσει μαζί του το θέμα, εισέπραξε φωνές και χλευασμό. Στη μητέρα της δεν τολμούσε να πει οτιδήποτε πάνω σ' αυτό το θέμα, γιατί φοβόταν ότι θα της θύμιζε τις αντιρρήσεις της και τις ανησυχίες της γι αυτόν τον γάμο. Έτσι έκανε υπομονή και μέσα της ήλπιζε πως αυτή η στάση του συζύγου της θα ήταν προσωρινή και πως γρήγορα όλα θα επανέρχονταν στην αρχική τους κατάσταση.
Αδίκως ήλπιζε! Ο Κώστας απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ από τη συζυγική τους εστία! Γύριζε αργά, σχεδόν τα ξημερώματα και τις περισσότερες φορές φανερά πιωμένος. Σε παρατηρήσεις που του έκανε αντέδρασε βίαια χτυπώντας την ανελέητα. Αυτή του η πράξη ήταν τελείως απρόβλεπτη γι αυτήν και δεν πρόλαβε ν' αντιδράσει, έτσι δέχτηκε το γεγονός παθητικά.
Το πρωί, όταν πλέον είχε φύγει η επήρεια του αλκοόλ, ο Κώστας της ζήτησε συγνώμη, την αγκάλιασε και προσπαθούσε να δικαιολογηθεί λέγοντας ότι για την πράξη του έφταιγε το αλκοόλ και πως δεν θα επαναληφθεί. Το αγκάλιασμα του ήταν τόσο τρυφερό που την αποπροσανατόλισε. Την έκανε να ξεχάσει την οδυνηρή πραγματικότητα και να ταξιδέψει στα κοινά όνειρα που έκαναν στην αρχή του γάμου τους. Αλλά, δυστυχώς για αυτήν, η αλλαγή του διήρκεσε για πολύ λίγο. Όλα γύρισαν στην οδυνηρή για αυτήν ρουτίνα, με τον άνδρα της να ξενυχτάει, να πίνει, να γίνεται όλο και πιο βίαιος και να ξεσπά πάνω της μετά από κάθε μικρή ή μεγάλη διαφωνία.
Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν ο Κώστας άρχισε να λείπει κάποιες νύχτες απ' το σπίτι χωρίς να της δίνει εξηγήσεις ή χρησιμοποιούσε αστείες δικαιολογίες. Μια μέρα, χωρίς να της εξηγήσει τον λόγο, ζήτησε και πήρε τα χρυσαφικά που είχαν κάνει δώρο στον γάμο τους οι δικοί του συγγενείς. Όταν τον ρώτησε γιατί, απάντησε πως ήταν δικά του και είχε ανάγκη να καλύψει αυξημένες ανάγκες. Φυσικά η επωδός στις διαμαρτυρίες της ήταν ένας απίστευτα άγριος ξυλοδαρμός που την οδήγησε στα επείγοντα του κοντινού νοσοκομείου!
Εκεί ανακάλυψε με φρίκη, ότι ο άνδρας της είχε εγκαταλείψει τη δουλειά του και η κύρια απασχόληση του ήταν ο τζόγος! Ήξερε πολύ καλά τις συνέπειες αυτής της συνήθειας και προσπάθησε να τον συνεφέρει. Στις επίμονες συζητήσεις που είχαν κι όταν αυτός ήταν νηφάλιος, ανακάλυψε ότι ο εθισμός του στον τζόγο ήταν τόσο μεγάλος που τον είχε μεταλλάξει σ' ένα εγωπαθές κι αδιάφορο πλάσμα, που δεν είχε καμία σχέση με τον «έρωτα» της. Όλες οι προσπάθειες της για τον συνεφέρει κατέληγαν σε ξυλοδαρμούς και απειλές κατά της ζωής της. Στο τέλος απαίτησε και πήρε και τα κοσμήματα που οι δικοί της τα είχαν δωρήσει στον γάμο τους. Στις αντιρρήσεις που του προέβαλλε, την έδειρε και πάλι και της είπε πως είχε χρέη «τιμής» στην χαρτοπαιξία.
Ο καυγάς συνεχίστηκε και ο Κώστας πέταξε με δύναμη στο πάτωμα το σερβίτσιο του καφέ κι έφυγε χτυπώντας με δύναμη πίσω του την εξώπορτα. Έτσι όπως ήταν σκυμμένη και μάζευε τα «συντρίμμια» της ζωής της, είδε το θλιβερό είδωλο της στον καθρέπτη που ήταν απέναντι της. Τρόμαξε με αυτό που είδε! Πέταξε τα πορσελάνινα κομμάτια του σερβίτσιου στα σκουπίδια, ντύθηκε πρόχειρα και πήγε στον οικογενειακό τους δικηγόρο. Ακολουθώντας τις συμβουλές του πήγε σε ιατροδικαστή για να πιστοποιήσει την κακοποίηση και σύντομα κατέληξαν στις αίθουσες δικαστηρίων.
Ο Κώστας μετανιωμένος και κλαίγοντας προσπαθούσε να τη μεταπείσει, αλλά αυτή είχε πάρει την απόφαση της.
Η κα Βασιλική της στάθηκε με τον καλύτερο τρόπο! Μετακόμισε μαζί με τα παιδιά στο ίδιο σπίτι και τη βοηθούσε καθημερινά να «σταθεί στα πόδια της».
Το δικαστήριο είχε επιβάλει ασφαλιστικά μέτρα, που ο πρώην σύζυγος της δεν μπορούσε να δεχτεί ούτε καν να καταλάβει. Συνέχισε να την εκλιπαρεί και στο τέλος να την απειλεί. Με συμβουλή του δικηγόρου της απευθύνθηκε στο κοντινό αστυνομικό τμήμα. Την παρέπεμψαν στην υπηρεσία ενδοοικογενειακής βίας. Εκεί της συνέστησαν να βάλει στο κινητό της, την εφαρμογή panic button. Οι μέρες της κυλούσαν ανάμεσα στον φόβο και την αβεβαιότητα. Ο Κώστας της τηλεφωνούσε πολλές φορές, καθημερινά με το ίδιο μοτίβο. Κλάμα, παρακάλια, απειλές!
Αυτή όμως είχε πάρει την απόφαση της, Είχε τη μάνα και φίλη της, τα παιδιά της ( που για αυτά είχε υπομείνει μια άχαρη κι επικίνδυνη ζωή) και προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια της.
Ήταν Κυριακή μετά την εκκλησία. Περπατούσε χαρούμενη με τη μάνα της και τα παιδιά της προς το κοντινό άλσος, όταν είδε τον Κώστα με έρχεται προς το μέρος της με μεγάλες δρασκελιές κρατώντας ένα μαχαίρι. Χωρίς καν να το σκεφτεί, ενεργοποίησε το panic button και άρχισε να τρέχει!
Ανδρέας Μαρολαχάκης
31-05-2024

 

Τετάρτη 22 Μαΐου 2024

ΟΤΑΝ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ Ο ΧΡΟΝΟΣ

Μπήκα στο δωμάτιο χαλαρά, πρόσεξα τη διαρρύθμιση. Ο όλος χώρος ήταν άνετος και λειτουργικός. Η θέα από το μπροστινό μπαλκόνι προς τη θάλασσα ήταν καταπληκτική! Απ' το πίσω μπαλκόνι έβλεπες έναν καταπράσινο δασωμένο λόφο, ο οποίος ήταν προέκταση ενός επιβλητικού βουνού που φαινόταν καθαρά στο βάθος. 
Το διαμερισματάκι ( γιατί αυτό ακριβώς ήταν) ήταν αυτό που θεωρούμε και λέμε προνομιακό. Το όλο κτίριο, κτισμένο τα τελευταία χρόνια, ήταν ότι πιο μοντέρνο και λειτουργικό υπήρχε στο είδος του.
Οι κοινόχρηστοι χώροι καθαροί και προσεγμένοι, το προσωπικό ξεχείλιζε από ευγένεια και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν στους διαδρόμους γρήγορα και χωρίς να κάνουν περιττούς θορύβους ή κινήσεις. Ο επίσημος προσδιορισμός του ιδρύματος ( γιατί για ίδρυμα επρόκειτο ) ήταν Κέντρο Αποκατάστασης, αλλά λαϊκά θα μπορούσε κάποιος να το πει και Γηροκομείο ή ακόμη χειρότερα «αποθήκη ψυχών» 
-Ώστε αυτό είναι! σκέφτηκα με μια θλίψη να με κυριεύει και χωρίς να τολμώ να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου.
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα μ' έναν νοσηλευτή να τον συνοδεύει. Τον κοίταξα ξαφνιασμένη! «Θεέ μου, πόσο πολύ αδυνάτισε, σκέφτηκα χωρίς να μπορώ ν' αρθρώσω την παραμικρή λέξη.
«Γεια σας», τον άκουσα να μου λέει, «εσείς με ζητήσατε;»
Έμεινα αποσβολωμένη να τον κοιτάζω και προσπαθούσα ν' αξιολογήσω την κατάσταση του. Είχε χάσει αρκετό βάρος απ' την τελευταία φορά που είχαμε συναντηθεί. Το ντύσιμο του ήταν πολύ πρόχειρο, κάτι που δεν συνήθιζε στην καθημερινότητα του. Με φρίκη αντιλήφθηκα πως τα ρούχα έπλεαν πάνω του, σαν να τα είχε κρεμάσει κάποιος πρόχειρα σε κρεμάστρα, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία στο αποτέλεσμα. Το καρό πράσινο πουκάμισο που φορούσε, κουμπωμένο μέχρι το τελευταίο κουμπί, δεν ταίριαζε με την ανοιχτόχρωμη γκρι πλεκτή ζακέτα που φορούσε κι αυτή κουμπωμένη, αν κι έλειπε το προτελευταίο κουμπί. Με φρίκη είδα πως κάτω απ' το μπεζ παντελόνι η μία κάλτσα ήταν χρώματος καφέ και η άλλη μαύρη! Αναρωτήθηκα αν αυτός που ήταν απέναντι μου ήταν ο ίδιος που ήξερα, ο πάντα καλοντυμένος, που πρόσεχε την εμφάνιση του μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια! Τον κοίταξα έντρομη μην πιστεύοντας σ' αυτό που έβλεπα.
«Μπαμπά, είμαι η Ελένη, η κόρη σου, το Ελενάκι σου.»
Με κοίταξε με απορία, με τα θολά γκρίζα μάτια να μη δείχνουν κανένα σημάδι αναγνώρισης.
Ο νοσηλευτής με το που άκουσε τη φράση μου βγήκε διακριτικά απ' το δωμάτιο κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
Με μια εσωτερική παρόρμηση που με κυρίευσε εκείνη τη στιγμή άπλωσα τα χέρια μου και τον αγκάλιασα. Περίμενα πως θα νιώσω τη ζεστασιά και τη γλυκύτητα που ένιωθα πάντα σε κάθε του αγκάλιασμα. Αλίμονο! Δεν υπήρχε ανταπόκριση! Με κοίταζε απορημένος, με μια επιφυλακτικότητα που μ' έκανε να νιώθω ακόμη πιο άβολα.
Μίλησα με τον αρμόδιο γιατρό που τον παρακολουθούσε. Μου είπε πως η εκφυλιστική νόσος του εγκεφάλου με το όνομα Alzheimer είναι η κύρια αιτία για την απώλεια της μνήμης. Μαζί μ' αυτήν προσβάλλονται κι άλλες εγκεφαλικές λειτουργίες, που δυσκολεύουν την κοινωνική ζωή του ασθενούς.
Όσες ερωτήσεις κι αν έκανα προσπαθώντας να εκμαιεύσω μια κάποια ελπίδα βελτίωσης της κατάστασης του πατέρα μου, συναντούσα έναν τοίχο άρνησης. Βέβαια απαντούσε  μ' ευγένεια, ώσπου μου ξεκαθάρισε ότι αυτή η ασθένεια δεν έχει επιστροφή. Το μόνο που θα μπορούσε να γίνει ήταν να επιβραδύνουμε την εξέλιξη της.
Αποφάσισα ν' ακολουθήσω τις οδηγίες του γιατρού και να προσπαθήσω ν' αφυπνίσω τη μνήμη του πατέρα μου. Φρόντιζα να τον επισκέπτομαι καθημερινά κρατώντας μαζί μου φωτογραφίες, μικρά βίντεο και αντικείμενα που έδειχναν τη ζωή και τις δραστηριότητες του πατέρα και της οικογένειας μας. Το θολό πέπλο που κάλυπτε τη μνήμη του πατέρα μου ήταν απροσπέλαστο. Κάποιες φορές ρωτούσε με αφέλεια να μάθει για την ταυτότητα ατόμων που έβλεπε στις φωτογραφίες και στα βίντεο.
«Ποιος είναι αυτός ο κύριος που χορεύει;» ρωτούσε. 
«Εσύ είσαι πατέρα. Χορεύεις τη βραδιά του γάμου μου»
Για μια στιγμή κάτι άστραψε στα μάτια του, που φάνηκαν σαν να παίρνουν ζωή. Αλλά αμέσως ρώτησε:
«Και ποια είπαμε ότι είσαι εσύ;» και η ερώτηση του με γέμισε μ' απελπισία!
«Αυτή η κυρία δίπλα μου ποια είναι;»
«Η γυναίκα σου πατέρα, η μητέρα μου η Φρόσω»
Κοίταζε τη φωτογραφία και με τα δάκτυλα του σχεδόν χάιδευε τη μητέρα μου.
«Και πού είναι η Φρόσω τώρα;» ρωτούσε και με βύθιζε σε απελπισία.
«Στον ουρανό πατέρα. Έχει φύγει εδώ και πέντε χρόνια».
Όταν του έδειξα το ρολόι που δώρησε στον γάμο του ο παππούς μου, φάνηκε να επικεντρώνεται σ' αυτό και να το χαϊδεύει με τ' ακροδάχτυλα του. Χωρίς να πει τίποτα, το έβαλε στο αριστερό του χέρι και με το δεξί το κούμπωσε. 
Στις σχεδόν καθημερινές βόλτες μας στην αυλή τον έβλεπα να κοιτάζει με νοσταλγία το βουνό που βρισκόταν πίσω απ' το κτίριο.
«Εκεί βρίσκεται το σπίτι μου», είπε σε ανύποπτο χρόνο. 
«Ποιο σπίτι σου πατέρα; Στην Αθήνα βρίσκεται το σπίτι μας!»
«Όχι», απαντούσε πεισματικά, «το σπίτι μου είναι εκεί ψηλά, μέσα στο δάσος» και τα μάτια δάκρυζαν.
Κατάλαβα ότι είχε γυρίσει στην παιδική του ηλικία κι ένιωσα τις ελπίδες μου ν' αναπτερώνονται, αυτή όμως η διαύγεια ήταν πρόσκαιρη και χωρίς συνέχεια.
Το βλέμμα του θόλωνε και πάλι και χανόταν σε μια ανεξέλεγκτη δίνη του σκοτεινού μυαλού του. Πολλές φορές του διάβαζα αποσπάσματα από λογοτεχνία και ποιήματα που ήξερα πως του άρεσαν. Όταν του διάβασα κάποια ποιήματα που ο ίδιος είχε γράψει στη νεότητα του, τον είδα να κουνάει με απότομες κινήσεις το κεφάλι του, σαν να προσπαθούσε να διώξει κάποιο ενοχλητικό έντομο και μετά βύθισε τ' απλανή μάτια του στο κενό.
Όταν του έφερα τον αγαπημένο του εγγονό ελπίζοντας σε κάποια έστω αμυδρή μεταστροφή, τον είδα να επικεντρώνει για λίγο το βλέμμα του επάνω στον γιο μου και να ρωτάει:
«Ποιος είναι ο νεαρός;» 
«Ο εγγονός σου, πατέρα, ο Νίκος. Έχετε το ίδιο όνομα» 
Τον κοίταξε με φανερή απελπισία και προσπαθούσε χωρίς επιτυχία ν' αναμοχλεύσει κάτι από τη χαμένη μνήμη του.
Ο γιος μου δεν άντεξε να έρθει να τον επισκεφτεί ξανά ούτε και κάποιο από τ' άλλα του εγγόνια άντεχε σ' αυτή τη δοκιμασία.
Δεν πέρασε ούτε μια μέρα που να μην αναρωτηθώ πού πήγε το φωτεινό και δημιουργικό μυαλό του πατέρα μου.
Όταν τον ρώτησα γιατί τις τελευταίες ημέρες ήταν αξύριστος, μου απάντησε πως δεν μπορούσε να ξυριστεί, γιατί κάποιος ξένος τον κοίταζε άγρια. Με τρόμο κατάλαβα πως ο ξένος που τον κοίταζε άγρια ήταν το είδωλο του στον καθρέπτη.
Αν και οι προσπάθειες μου συνεχίστηκαν, ίσως γιατί δεν μπορούσα να δεχτώ την κατάσταση του. γνώριζα πολύ καλά ότι ο πατέρας που είχα και ήξερα δεν υπήρχε πια!
Οι επισκέψεις μου συνεχίστηκαν και όλοι νόμιζαν πως για μένα ήταν μια καθημερινή ρουτίνα, εγώ όμως πάλευα να κερδίσω μια αγκαλιά, μια ματιά απ' τον πατέρα που θυμόμουν. 
Μια μέρα, καθώς του διάβαζα ποιήματα στο παγκάκι του κήπου, παρατήρησα πως οι δείκτες του ρολογιού που καθημερινώς φορούσε είχαν σταματήσει. Τον κοίταξα δακρυσμένη, γιατί κατάλαβα και τελικά το δέχτηκα πως ο χρόνος για τον πατέρα μου είχε σταματήσει, όπως ακριβώς και το ρολόι του.
Ανδρέας Μαρολαχάκης
21/05/24

Σάββατο 20 Απριλίου 2024

Η κα ΜΥΡΣΙΝΗ ΚΑΙ Ο ΖΑΦΕΙΡΗΣ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Η πόλη (για την ακρίβεια κωμόπολη) ήταν ασήμαντη, χωρίς να υπάρχει κάτι που να την κάνει να ξεχωρίζει. Ήταν ένα φτωχικό μέρος που οι κάτοικοι του επιβίωναν στο σύνολο τους με δυσκολία. Δεν υπήρχαν φυσικοί πόροι και λόγω της ελάχιστης δημόσιας συγκοινωνίας δεν υπήρχε σταθερή επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο. Οι ελάχιστες τοπικές παραγωγές (κυρίως λάδι, κρασί και λαχανικά) ήταν σε ποσότητα όσες μπορούσαν να καταναλώσουν οι κάτοικοι της πόλης, οπότε δεν υπήρχε καμιά περίπτωση (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) να επωφεληθούν εμπορικά απ' αυτές. Ακόμα και οι ψαράδες πολύ δύσκολα μπορούσαν να διαθέσουν εκτός της πόλης την ψαριά τους. Η πόλη ήταν κτισμένη κοντά σε μια βραχώδη ακτή μ' ένα ανοιχτό κόλπο που ελάχιστα προστάτευε την παραλία όταν ο καιρός ήταν αγριεμένος. Απ' οποιοδήποτε σημείο της στεριάς όμως θα μπορούσε κάποιος να δει στ' ανοιχτά του κόλπου πλοία της ακτογραμμής να διασχίζουν το πέλαγος πλέοντας αδιάφορα προς τον προορισμό τους. Οι νέοι ονειρεύονταν να πετύχουν μια ευκαιρία για ν' αποδράσουν απ' τον τόπο τους κι έβλεπαν τα πλοία σαν μέσο διαφυγής. Οι περισσότεροι όμως ήξεραν πως αυτό ήταν σχεδόν αδύνατο και πως μόνο να ονειρεύονται μπορούσαν. Οι πιθανότητες ν' αποδράσουν απ' τον τόπο τους ήταν ελάχιστες έως ανύπαρκτες.
Σ' ένα σπίτι με θέα στο πέλαγος και με μια αρκετά μεγάλη αυλή ζούσε η κα Μυρσίνη με τον μοναχογιό της τον Ζαφείρη. Η κα Μυρσίνη ήταν χήρα και όλη της την προσοχή την είχε αφιερώσει στο μεγάλωμα του γιου της. Από τα λίγα κτήματα που τους είχε αφήσει ο μακαρίτης ο άντρας της κατόρθωναν να ζουν απλά και φτωχικά. Ο Ζαφείρης, παρακούοντας για πρώτη φορά τη μητέρα του, αποφάσισε να παρακολουθήσει σαν εσώκλειστος μια σχολή εμποροπλοιάρχων στην πρωτεύουσα του νομού. Σαν άριστος μαθητής που ήταν κατάφερε να πάρει μια υποτροφία και να σπουδάσει χωρίς να επιβαρύνει τη μητέρα του με τα έξοδα των σπουδών του. Η Μυρσίνη ήταν αντίθετη με τις σπουδές του γιου της, γιατί ήξερε πολύ καλά πως η εξάσκηση του επαγγέλματος του θα ήταν μακριά της. Ωστόσο ποτέ δεν έφερε πραγματικά αντίρρηση στα σχέδια του γιου της. Παρ’ όλο που φοβόταν τον χωρισμό, έκανε ότι μπορούσε για τον διευκολύνει να πραγματοποιήσει τα όνειρα του. Η αγωνία της και οι φόβοι της άρχισαν να την ξεπερνούν όταν ο Ζαφείρης, σύμφωνα με το πρόγραμμα της σχολής του, άρχισε τα εκπαιδευτικά ταξίδια. Αυτά τα ταξίδια ήταν προγραμματισμένα σύμφωνα με τις εντολές του αρμόδιου υπουργείου. Αρχικά ήταν στα κοντινά νησιά και στις όμορες ακτές. Κάθε φορά όμως απομακρύνονταν όλο και περισσότερο, έτσι ώστε οι σπουδαστές να κάνουν την πρακτική τους και ν' αποκτήσουν μια κάποια εμπειρία. Κάθε φορά που ο γιος της της ανακοίνωνε επικείμενο ταξίδι, η καρδιά της Μυρσίνης φτερούγιζε απ' την αγωνία της, αλλά ποτέ δεν είπε τίποτα ούτε κι έφερε κάποια σημαντική αντίρρηση.
Όλα όμως ήταν τελείως διαφορετικά όταν ο Ζαφείρης της ανακοίνωσε το πρώτο του μεγάλο ταξίδι, ένα ταξίδι που έβγαινε απ' τη Μεσόγειο με προορισμό την Ιαπωνία. Οι φόβοι της μεγάλωσαν, όταν σε ερώτηση που έκανε στον δάσκαλο έμαθε πού βρίσκεται η Ιαπωνία και πόσες θάλασσες θα έπρεπε να διασχίσει ο γιος της μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Το απόγευμα που ο Ζαφείρης θα έφευγε με το πλοίο της γραμμής για τον Πειραιά η Μυρσίνη είχε στηθεί στην ακρογιαλιά και περίμενε μέχρι να δει το πλοίο να περνά μπροστά απ' τον κόλπο. Στεκόταν ακίνητη με το μαντήλι της να προστατεύει τα μαλλιά της απ' τον άνεμο και την υγρασία. Όταν εμφανίστηκε στο βάθος του ορίζοντα, έλυσε το κεφαλομάντηλο της, το έπιασε με το δεξί της χέρι και άρχισε να το κουνάει πάνω απ' το κεφάλι της. Όποιος την έβλεπε από πίσω, έβλεπε μια γυναικεία φιγούρα ντυμένη στα μαύρα να χαιρετάει απεγνωσμένα το πλοίο που απομακρυνόταν στον ορίζοντα. Απ' το πλοίο ήταν αδύνατο να τη δει κάποιος, όμως αυτή ήταν σίγουρη πως ο γιος της την έβλεπε και ανταπέδιδε τον χαιρετισμό.
Το ταξίδι κράτησε μήνες! Κάθε τόσο ο Ζαφείρης έστελνε γράμματα με νέα του, η Μυρσίνη όμως δεν ήταν σε θέση να τα διαβάσει, γιατί ήταν τελείως αναλφάβητη και γι αυτό κατέφευγε στη συνδρομή συντοπιτών της που μπορούσαν να διαβάσουν και να γράψουν την απάντηση της. Το πρώτο ταξίδι συνεχίστηκε με το επόμενο και το επόμενο μ' ένα ακόμη, με τη Μυρσίνη ν' αγναντεύει μάταια το πέλαγος, αν και ήξερε πως ο Ζαφείρης ήταν σε άλλες θάλασσες, μακρινές. Ώσπου ένα πρωινό, χωρίς καμιά ειδοποίηση, εμφανίστηκε στην αυλή του σπιτιού της φορτωμένος με δώρα. Η Μυρσίνη νόμιζε πως ονειρευόταν και τσιμπούσε το χέρι της μπας και ξυπνήσει. Η ευτυχία ξεχείλισε όταν βεβαιώθηκε πως ο επισκέπτης ήταν ο θαλασσοδαρμένος γιος της. Δεν έδωσε καμιά σημασία στα δώρα που της έφερε, της ήταν αρκετό να τον χαϊδεύει και να τον αγκαλιάζει. Τρελάθηκε απ' τη χαρά της όταν της είπε πως θα έμενε για μήνες μαζί της, γιατί το πλοίο είχε μπει σε καρνάγιο για επισκευές. Τους μήνες που έμεινε μαζί της ο Ζαφείρης φρόντισε με μαστόρους που έφερε απ' την πόλη να επισκευάσει και να επεκτείνει το σπίτι τους. Τι κι αν η μάνα του έλεγε πως δεν χρειάζεται! Αυτός μ' επιμονή έφτιαξε σχεδόν απ' την αρχή το σπίτι και πρόσθεσε έναν όροφο πάνω απ' το ισόγειο διαμέρισμα που έμεναν. Το εξόπλισε με τις καλύτερες ηλεκτρικές συσκευές κι έφυγε για το επόμενο μπάρκο.
Για τη Μυρσίνη ξεκίνησε πάλι μια νέα εποχή με αβεβαιότητα και προσμονή. Έταζε στον Άι Νικόλα κι άναβε λαμπάδες να είναι καλοτάξιδος ο γιος της. Όλη της η καθημερινότητα στροβιλιζόταν γύρω απ' τον Ζαφείρη και τα ταξίδια του.
Τότε ήταν που γνωρίστηκα με τη Μυρσίνη. Μόλις είχα διοριστεί σαν νηπιαγωγός στη μικρή πόλη κι έψαχνα εναγωνίως σπίτι για να στεγαστώ κατά τη διάρκεια της σχολικής περιόδου. Ήταν πολύ δύσκολο, γιατί δεν υπήρχαν διαθέσιμα σπίτια προς ενοικίαση. Με τη μεσολάβηση του δασκάλου γνωρίστηκα με τη Μυρσίνη και συμφώνησε να με φιλοξενήσει μέχρι να καταφέρω να τακτοποιηθώ. Η συμβίωση μου μαζί της θεωρώ ότι ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσε να μου τύχει. Απ' την αρχή με αντιμετώπισε σαν να ήμουν μέλος της οικογένειας της και μου συμπεριφερόταν ανάλογα. Μαζί παίρναμε πρωινό, μαγείρευε και για τις δυο μας και κυρίως τ' απογεύματα που ήμουν ελεύθερη κουβεντιάζαμε για κάθε ασήμαντο και σημαντικό που θα μπορούσε να μας απασχολεί. Με συγκίνηση άκουσα την ιστορία της ζωής της κι αμέσως διέκρινα την αδυναμία που είχε στον γιο της. Τακτικά την συνόδευα στο εκκλησάκι του Άι Νικόλα και την παρακολουθούσα ν' ανάβει τα καντήλια και να προσεύχεται. Σταδιακά είχαμε δεθεί τόσο που βλέπαμε η μια τα προβλήματα της άλλης σαν να ήταν δικά μας. Η Μυρσίνη φρόντιζε τα οικιακά κι εγώ είχα αναλάβει τις εξωτερικές δουλειές. Εγώ κανόνιζα για τις αγορές, παρελάμβανα την αλληλογραφία και κυρίως της διάβαζα τα γράμματα που της έστελνε ο Ζαφείρης κι απαντούσα σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της. Ήταν φορές που της διάβαζα τα γραφόμενα του γιου της ξανά και ξανά και μετά σχολιάζαμε κάθε πρόταση και την αναλύαμε. Με αυτό τον τρόπο είχα μπει στην ψυχοσύνθεση της κι άρχιζα να δένομαι μαζί της. Κάποια στιγμή σε μια στιγμή ενθουσιασμού μου είπε: «Εσένα θα σε κάνω νύφη μου!» Γέλασα και το θεώρησα αστείο. Όμως η Μυρσίνη σοβαρολογούσε!
Παρά τις αντιρρήσεις μου, τελικά υποχώρησα κι έγραψα σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της την πρόταση που μου έκανε. Ο Ζαφείρης απάντησε χιουμοριστικά κι έγραψε: «Οι θαλασσινοί είναι παντρεμένοι με τη θάλασσα».
Από τότε σε κάθε επιστολή υπήρχε εκατέρωθεν κάποιο σκωπτικό σχόλιο, που στο τέλος έγινε ρουτίνα. Κάποια μέρα, αφού παρέλαβα την αλληλογραφία,μετά από πολύ σκέψη αγόρασα έναν λεπτομερή παγκόσμιο άτλαντα με χάρτες, φωτογραφίες και περιληπτικές αναφορές για την περιοχή που γινόταν αναφορά. Ήταν την ίδια εποχή που τα γράμματα του Ζαφείρη έρχονταν δακτυλογραφημένα εξ αιτίας ενός μικροατυχήματος (όπως μας έγραψε) που είχε στο δεξί του χέρι. Η ρουτίνα της κοινής ζωής μας συνεχίστηκε με τους ίδιους ρυθμούς με τη Μυρσίνη να περιμένει την επίσκεψη του Ζαφείρη και να τον ρωτάει συνεχώς γι αυτό.
Μια μέρα ήρθε ο δάσκαλος στην αίθουσα και μου ανακοίνωσε πως η συγκάτοικος μου είχε «φύγει»! Αλαφιασμένη έτρεξα αμέσως στο σπίτι. Την είχαν τοποθετήσει στο κέντρο του σαλονιού και γύρω της οι γειτόνισσες την έκλαιγαν.
Χωρίς να μπορέσω να σταματήσω τα δάκρυα μου, έσκυψα από πάνω της, την αγκάλιασα και της ψιθύρισα δίπλα στο αυτί της: «Συγχώρεσε με! Δεν άντεχα να σου πω την αλήθεια! Πήγαινε στο καλό, καλή μου, ο Ζαφείρης σε περιμένει! Θα είστε μαζί πλέον, δεν θα χωρίζετε ποτέ πια!»
Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα αν τα δάκρυα μου ήταν για τη Μυρσίνη ή και για τον Ζαφείρη που δεν γνώρισα.

Κυριακή 7 Απριλίου 2024

ΚΥΡΙΑ ΕΛΕΟΝΩΡΑ

Υπήρξε μια εποχή στη ζωή μου που ήμουν απλός παρατηρητής γεγονότων και καταστάσεων που συνέβαιναν γύρω μου, χωρίς να μπορώ να επέμβω ή έστω απλά να εισακουστώ σε περίπτωση που είχα διαφορετική άποψη. Ήταν τότε που οι δυο δρόμοι που τέμνονταν μπροστά στο μπακάλικο που διατηρούσε η οικογένεια μου ήταν ακόμη λιθόστρωτοι. «Καλντερίμι» τους ονόμαζαν όσοι χρησιμοποιούσαν ακόμη τούρκικες λέξεις στην καθημερινότητα τους. Στην πραγματικότητα ήταν δυο στενά δρομάκια στρωμένα με ακατέργαστα βότσαλα από τους ποταμούς της περιοχής. Αυτές οι ποταμίσιες πέτρες ήταν βαλμένες με τέτοιο τρόπο, που από δεξιά προς τ' αριστερά και από τ' αριστερά προς τα δεξιά είχαν κλίση προς το κέντρο και προς τα κάτω, για να διευκολύνουν τη ροή των ομβρίων υδάτων. Στο σημείο που τέμνονταν οι δυο δρόμοι υπήρχε μια μεταλλική σχάρα απ' την οποία ξεκινούσε η υπόνομος ροή των νερών. Σ αυτούς τους δρόμους βασικά κυκλοφορούσαν υποζύγια (κυρίως γαϊδούρια και μουλάρια και σπανίως άλογα) που με αυτά οι αγρότες (κυρίως) μετέφεραν τα προϊόντα τους. Για τους επαγγελματίες της περιοχής τα μικροδέματα απ' το εμπορικό κέντρο τα μετέφερε ο χαμάλης με τη χαρακτηριστική ένρινη φωνή και με το ομηρικό όνομα Οδυσσέας. Τα εμπορεύματα που ήταν βαρύτερα ή και περισσότερα τα μετέφεραν δίτροχα κάρα με μικρόσωμα άλογα που κινούνταν εύκολα στα στενοσόκακα της γειτονιάς μας. Σε περίπτωση που σπανίως έμπαιναν σ' αυτούς τους δρόμους κάποια αυτοκίνητα, λόγω της δεδομένης κατάστασης των δρόμων, αυτά περνούσαν με χαμηλή ταχύτητα και εμείς όλα τα παιδιά, τσακαλαρία μας έλεγαν (δεν ξέρω ή δεν μπορώ να θυμηθώ τον λόγο) τρέχαμε με αλαλαγμούς πίσω τους. Χαρακτηριστικές φιγούρες εκείνης της εποχής στη συνοικία μας ήταν οι πλανόδιοι μανάβηδες (συνήθως οι ίδιοι ήταν και παραγωγοί) που φόρτωναν τη σοδειά τους σε κοφίνια στερεωμένα πάνω σε μικρόσωμα γαϊδουράκια, περνούσαν από κάθε γειτονιά και διαλαλούσαν με διαπεραστικές φωνές τα προϊόντα τους. Μια άλλη εικόνα που με γοήτευε ήταν αυτή του γανωματή. Οι γανωματήδες περνούσαν τακτικά απ' την περιοχή μας, συνήθως άνοιξη και λίγο πριν το Πάσχα. Δουλειά τους ήταν να καθαρίζουν τα μπρούτζινασκεύη (τέτοια ήταν συνήθως όλα τότε) από τις διάφορες οξειδώσεις (μαυρίσματα) και να τα επαλείφουν με λιωμένο καλάι. Τα έκαναν να μοιάζουν με καινούργια! Μαζί τους είχαν και μια κατασκευή από ένα τροχό με πετάλι (στα μάτια μου φάνταζε σαν ζάντα ποδηλάτου) και μ' αυτή ακόνιζαν τα μαχαίρια όλων σχεδόν των νοικοκυριών. Όταν ακουμπούσε ο ακονιστής το μαχαίρι ή το ψαλίδι πάνω στον τροχό που γύριζε καθώς αυτός πατούσε το πετάλι, πετάγονταν σπίθες φωτιάς και στα μάτια μου φάνταζε σαν βεγγαλικό. Στη συνοικία μας ζούσαν πολίτες με διαφορετική καταγωγή, όμως ζούσαν αρμονικά και σπανίως υπήρχαν εντάσεις και φασαρίες. Σε λίγα σχετικά τετραγωνικά κατοικούσαν Πόντιοι, Βλάχοι, Μικρασιάτες κλπ. Από την εποχή που ήμουν μικρός και μετά είχαν αρχίσει να γίνονται μικτοί γάμοι και ν' ανακατεύονται τα ήθη και τα έθιμα. Σαν παράδειγμα έχω τη μάνα μου, που αν και βλάχα παντρεύτηκε τον πατέρα μου που ήταν απ' την Κρήτη. Εντύπωση μου έκαναν οι βλάχες γυναίκες, που επέμεναν να ντύνονται με την παραδοσιακή βλάχικη φορεσιά. Βέβαια αυτές ήταν κάποιας ηλικίας ενώ οι νεώτερες, όπως η μητέρα μου, φορούσαν τα ρούχα που έλεγαν τότε ευρωπαϊκά. Η γιαγιά μου όμως (μητέρα της μάνας μου) φορούσε τη χαρακτηριστική μαύρη φορεσιά που φορούσαν οι βλάχες χήρες. Για τις γυναίκες που δεν πενθούσαν υπήρχαν στολές σε σκούρα μπλε απόχρωση ή και σε καφέ. Πολλοί απ' τους βλαχόφωνους, επειδή στο σπίτι τους και σε κάθε ευκαιρία μιλούσαν τη γλώσσα τους, δυσκολεύονταν να εκφραστούν στα Ελληνικά. Όχι ότι δεν γνώριζαν τη γλώσσα, αλλά είχαν μια κάποια δυσχέρεια στην έκφραση. Πολύ περισσότερο οι μεγάλοι στην ηλικία άνθρωποι δυσκολεύονταν στον γραπτό λόγο. Βέβαια το ίδιο συνέβαινε και στις υπόλοιπες ράτσες, με αποτέλεσμα η μάνα μου, που είχε τελειώσει μ' επιτυχία την Ε΄ γυμνασίου, να γίνει η γραμματέας της γειτονιάς μας. Η ταχυδρομική υπηρεσία εκείνης της εποχής ήταν υποτυπώδης, καθώς στα περισσότερα σπίτια δεν υπήρχε αριθμός και ο ταχυδρόμος, όταν δεν γνώριζε τα σπίτια κάποιων οικογενειών, άφηνε την αλληλογραφία στο μπακάλικο μας και σε πρώτη ευκαιρία την έδιναν στους κατόχους οι γονείς μου. Πολλές (ίσως και όλες) οικογένειες είχαν παιδιά κι αδέλφια στο εξωτερικό, που εργάζονταν σαν μετανάστες. Η μητέρα μου ήταν απ' τα λίγα άτομα που θα μπορούσε ν' αντιγράψει στοιχειωδώς μια διεύθυνση με λατινική γραφή. Πολλές ηλικιωμένες γυναίκες της υπαγόρευαν τις επιστολές που ήθελαν να γράψουν στους συγγενείς τους και ζητούσαν να τους διαβάζει και να τους εξηγεί τις απαντήσεις τους. Μια απ' τις γυναίκες της γειτονιάς μας, βλάχικης καταγωγής, ήταν η κ. Ελεονώρα. Ήταν αρκετά μεγαλύτερη απ' τη μητέρα μου, αλλά πολύ μικρότερη απ' τη γιαγιά μου, ήταν δηλαδή σε μια ηλικία που μου ήταν δύσκολο εκείνη την εποχή να την προσδιορίσω ακριβώς. Έμενε λίγα μέτρα πιο κάτω απ' το μαγαζί μας και, εκτός από πελάτισσα, είχε καλές σχέσεις τόσο με τη γιαγιά μου όσο και με τη μητέρα μου. Όσες φορές συναντιόνταν,μιλούσαν εγκάρδια γι αρκετή ώρα, αλλά η συζήτηση γινόταν στη βλάχικη γλώσσα που εγώ δεν τη μιλούσα ή μάλλον καταλάβαινα ελάχιστες λέξεις. Η κυρία Ελεονώρα ήταν χήρα. Είχε δύο κόρες, την Κορνηλία και τη Βερόνα κι έναν γιο, τον Τέλη. Οι κόρες της ήταν μεγαλύτερες απ' τον Τέλη, ο οποίος μόλις είχε τελειώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις κι έψαχνε επίμονα για μια υποφερτή δουλειά, για να υποστηρίξει σαν ο μόνος προστάτης την οικογένεια του. Το να βρεις δουλειά εκείνα τα χρόνια ήταν μάλλον πολύ δύσκολο. Άκουγα, χωρίς να καταλαβαίνω, τον φούρναρη να συζητά με τον πατέρα μου και να λένε πως και για να βρεις δουλειά σαν εργάτης στην οικοδομή, θα έπρεπε να έχεις συστατικό σημείωμα απ' τον βουλευτή. Η οικογένεια της κ. Ελεονώραςψώνιζε απ' το μπακάλικο μας με πίστωση. Δηλαδή τα ψώνια που έκαναν σε καθημερινή βάση, ή όποτε είχαν ανάγκη, τα έγραφε ο πατέρας μου σ' ένα μεγάλο τεφτέρι σημειώνοντας την ημερομηνία, τα είδη που αγόραζαν και το ανάλογο κόστος. Την ίδια εγγραφή έκαναν σ' ένα μικρό τεφτεράκι που το κρατούσε η οικογένεια που ψώνιζε με πίστωση κι όσες φορές έφερνε χρήματα ενημέρωνε αναλόγως και τα δυο βιβλία. Αυτό βέβαια γινόταν σχεδόν με όλες τις οικογένειες της περιοχής. Ήταν δύσκολα εκείνα τα χρόνια και η φτώχεια ήταν σαν μια αρρώστια αναπόφευκτη, κάτι σαν επιδημία. 
Ο Τέλης ήταν ένας ψηλός, όμορφος νέος με κόκκινα μάγουλα και είχε περίπου τα τριπλάσια χρόνια από μένα. Ήταν σοβαρός κι εργατικός και δεν παρέλειπε να πληρώνει τα χρέη της οικογένειας και να φροντίζει για τις ανάγκες της. Οι αδελφές του δούλευαν σαν μοδίστρες, μα τα χρήματα που έβγαζαν ήταν λιγοστά και με μέρος αυτών των χρημάτων φρόντιζαν να κάνουν την προίκα τους, γιατί για τα δεδομένα της εποχής ήταν μάλλον γεροντοκόρες κι αυτό ήταν ντροπή για μια κοπέλα τότε. Ο Τέλης αποφάσισε να πάει στη Δυτική Γερμανία σαν εργάτης, γιατί στον τόπο μας έλεγε πως δεν είχε κανένα μέλλον. Παρά τις αντιρρήσεις της μάνας του στο τέλος έφυγε, αφού χαιρέτησε όλη τη γειτονιά. Θυμάμαι σαν να ήταν σήμερα τη μάνα του και τις αδερφές του να τον ξεπροβοδίζουν διασχίζοντας όλη τη συνοικία, μέχρι να φτάσουν στον σταθμό των λεωφορείων. Όταν οι τρεις γυναίκες γύρισαν, ήταν εμφανώς κλαμένες και με λυγμούς καταριόνταν την ξενιτιά. Εγώ τότε παρακολουθούσα αμίλητος, εξ άλλου η συζήτηση γινόταν στα βλάχικα και εγώ μόνο λίγες λέξεις καταλάβαινα. Ο Τέλης βρήκε καλή δουλειά, όπως άκουγα να λένε κι έστελνε χρήματα στην οικογένεια του με τα οποία βελτίωσαν τις συνθήκες ζωής τους και στο τέλος κατάφεραν να παντρευτούν οι δυο αδερφές. Αυτός ήρθε και στους δυο γάμους των αδερφών του. Ήταν εμφανώς καλοντυμένος, αλλά είχε χάσει το κόκκινο χρώμα που είχε στα μάγουλα του. «Φταίει που δεν τον βλέπει ο ήλιος», άκουσα να λένε και τότε έμαθα ότι ο ήλιος στη Γερμανία ήταν λιγοστός σε σχέση με τον τόπο μας. Ο Τέλης έφυγε πάλι για τη Γερμανία και η κυρία Ελεονώρα έμεινε μόνη της, γιατί τα κορίτσια της είχαν κάνει δικές τους οικογένειες κι έμεναν σχετικά μακριά απ' τη γειτονιά μας. Η ρουτίνα στη ζωή της και αυτό που με λαχτάρα περίμενε ήταν το γράμμα του Τέλη. Ο γιος της συνέχισε να δουλεύει και να προκόβει στην ξενιτιά, χωρίς να ξεχνά τη μάνα του. Της έστελνε τακτικά επιστολές με τα νέα του επισυνάπτοντας πάντα γερμανικά χαρτονομίσματα, τα οποία εύκολα τα εξαργύρωνε η μάνα του. Περιοδικά άκουγα τη γιαγιά μου και τη μάνα μου να μιλάνε για τον Τέλη και να λένε «Μπόνο φιτσόρλου», δηλαδή καλό παιδί. Η κυρία Ελεονώρα κάθε φορά που την ειδοποιούσε η μητέρα μου ( συνήθως με μένα) ότι ήρθε γράμμα απ' τον γιο της, έβαζε την Κυριακάτικη φορεσιά της και περπατώντας περήφανα ερχόταν στο μαγαζί μας, να της διαβάσει η μάνα μου το γράμμα, να το συζητήσουν με τη γιαγιά μου και να υπαγορεύσει την απάντηση της. Όλα αυτά είχαν γίνει ρουτίνα και είχα πάψει ν' ασχολούμαι με αυτά δίνοντας περισσότερη βάση στα παιγνίδια και στις σκανταλιές με τους φίλους μου. Μου έχει μείνει όμως ανεξίτηλη στο μυαλό μου η εικόνα της κ. Ελεονώρας ν' ανεβαίνει καλοντυμένη με περηφάνια την ανηφόρα απ' το στενό σοκάκι προς το σπίτι μας. Όποτε την έβλεπα ντυμένη έτσι, ήξερα πως είχε γράμμα απ' τον Τέλη. Είχε γίνει κάτι σαν γιορτή γι αυτήν η κάθε άφιξη επιστολής απ' τον γιο της και φρόντιζε να το γιορτάζει ντυμένη και στολισμένη με τα καλά της. 
Μια μέρα, λίγο πριν το μεσημέρι, έφτασα στο μπακάλικο και είδα τη μητέρα μου να κρατά ένα γράμμα στα χέρια της με πολλά γραμματόσημα και ξένα γράμματα και πολλές σφραγίδες. Αφού το περιεργάστηκε για λίγο, με μια αποφασιστική κίνηση το άνοιξε. Αυτό με παραξένεψε, η μητέρα μου δεν συνήθιζε να είναι αδιάκριτη. Την είδα να διαβάζει λίγες γραμμές κι αμέσως να χλομιάζει και να τρέμουν τα χείλη της. Η γιαγιά μου που εμφανίστηκε εκείνη τη στιγμή τη ρώτησε τι έχει. Η μάνα μου της έδειξε το γράμμα. «Από την πρεσβεία της Γερμανίας της είπε. Τέλης...mouri!» Κι αμέσως δάκρυα κύλησαν από τα μάτια. Η γιαγιά μου άρχισε να μουρμουρίζει έναν θρήνο στη βλάχικη γλώσσα, που ήξερα πολύ καλά πως τον έλεγαν στους θανάτους. 
Ξαφνιασμένος, μην τολμώντας να ρωτήσω οτιδήποτε κοίταξα προς το βάθος του δρόμου. Είδα την κ. Ελεονώρα ντυμένη στα καλά της ν' ανηφορίζει προς το μαγαζί μας.....

Σάββατο 30 Μαρτίου 2024

ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΘΗΤΕΙΑΣ

Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Όλοι παρουσιάζονται μια φορά για κατάταξη στον στρατό. Εγώ είχα την ατυχία να παρουσιαστώ και να καταταγώ δύο φορές. Κατά τη δεύτερη κατάταξη υπηρέτησα κανονικά τη θητεία μου, αν και είχα αρκετές περιπέτειες και ευτράπελα που μόνο στον στρατό μπορούν να συμβούν.
Είχε όμως προηγηθεί τρία χρόνια πριν και μια άλλη κατάταξη, η οποία (αν και βραχύβια) μου έμεινε αξέχαστη.
Αν και σπουδαστής στα ΤΕΙ Λάρισας, δεν είχα μεριμνήσει έγκαιρα το ζήτημα της αναβολής μου στον στρατό. Και σαν «κεραυνό εν αιθρία» έλαβα το χαρτί της κατάταξης μου. Στην αρχή δεν το πίστεψα και νόμιζα πως κάποιος μου έκανε φάρσα. Μια επίσκεψη μου στο αρμόδιο στρατολογικό γραφείο μ' έπεισε πως το χαρτί ήταν γνήσιο. Ο αρμόδιος αξιωματικός μου εξήγησε πως δεν μπορούσα να κάνω χρήση της φοιτητικής μου ιδιότητας, γιατί ήμουν εκπρόθεσμος. Με συμβούλεψε να παρουσιαστώ στο κέντρο εκπαίδευσης, γιατί αλλιώς θα ήμουν ανυπότακτος μ' όλες τις συνέπειες κι εκεί να καταθέσω όλα τα δικαιολογητικά που αποδείκνυαν τη σπουδαστική μου ιδιότητα, καθώς κι ένα πιστοποιητικό απ' τη γραμματεία της σχολής, που να έλεγε πως παρακολουθούσα ανελλιπώς τα μαθήματα της σχολής μου.
Όταν το πήρα απόφαση πως θα έπρεπε τελικά να οδεύσω στην Τρίπολη και στο 11ο σύνταγμα πεζικού, μάζεψα τ' απαιτούμενα έγγραφα και ήμουν έτοιμος για το ταξίδι. Την παραμονή της αναχώρησης μου απ' τη Λάρισα οι συμφοιτητές μου οργάνωσαν πάρτι αποχαιρετισμού σε κεντρική ντίσκο της πόλης. Τα πειράγματα που δέχτηκα απ' όλους σχεδόν είναι αδύνατον να τα θυμηθώ όλα. Μου έλεγαν: «Θα σε κουρέψουν με την ψιλή» κι εγώ ανασήκωνα πικραμένος τους ώμους μου. Τα μαλλιά μου, σύμφωνα με την μόδα της εποχής, ήταν αρκετά μακριά όπως και όλων σχεδόν των σπουδαστών. «Θα σου ξυρίσουν το μουστάκι», συνέχιζαν τα πειράγματα. «Αυτό αποκλείεται», τους είπα και χάιδεψα το «μογγολικό» μουστάκι που με υπερηφάνεια χάιδευα σε κάθε ευκαιρία. Τα γέλια που ακολούθησαν σε συνδυασμό με τα ποικίλα πειράγματα με πείσμωσαν και χωρίς καν να το σκεφτώ τους είπα: «Μπορεί να με κουρέψουν, αλλά το μουστάκι θα μείνει ως έχει»! Μέσα σε γέλια ο πανύψηλος φίλος μου από την Καβάλα είπε με στόμφο: «Αυτό το εκλαμβάνουμε σαν δήλωση και θα περιμένουμε να σε δούμε, όταν γυρίσεις, με το μουστάκι σου απείραχτο». Αυτό έγινε δεχτό με νέα γέλια απ' όλους κι εγώ αναρωτιόμουν μήπως έκανα κάποιο λάθος με την υπερβολική αισιοδοξία μου.
Τα χαράματα πήγα στον σιδηροδρομικό σταθμό Λάρισας συνοδευόμενος από πολλούς φίλους, οι οποίοι με συγκίνησαν γιατί (εκτός απ' τα πειράγματα τους) μου έδιναν λίγα απ' τα ελάχιστα χρήματα που είχε ο καθένας λέγοντας: « Ε! Τώρα φαντάρος πας! Τα έχεις ανάγκη». Άυπνος και ζαλισμένος μπήκα στο τρένο γι Αθήνα και από εκεί πήρα το ανάλογο για Τρίπολη. Το ταξίδι με το τρένο της Πελοποννήσου ήταν μια αξέχαστη εμπειρία. Οι ταλαντώσεις της αυτοκινητάμαξας πάνω στις ράγες, που είχαν στηθεί πριν από ένα αιώνα και πλέον, ήταν απίστευτες. Υπήρχαν στιγμές που νόμιζα πως θα άδειαζα όλο το περιεχόμενο του στομαχιού μου. Παρατήρησα πως όλοι σχεδόν οι επιβάτες είχαν περίπου την ίδια αίσθηση με μένα και παρηγορήθηκα. Σ' όλο το ταξίδι σκεφτόμουν κι έκανα νοερά πρόβες για το τι θ' αντιμετώπιζα και το πώς θ' αντιδρούσα. Αυτό γρήγορα μου έφτιαξε τη διάθεση και γεμάτος αυτοπεποίθηση αποβιβάστηκα στην Τρίπολη. Έχοντας μια τσάντα με τ' απολύτως απαραίτητα και ντυμένος ελαφρά κάθισα σ' ένα περίεργο μαγαζί που συνδύαζε καφετέρια και σουβλατζίδικο έξω από την πύλη του στρατοπέδου για έναν τελευταίο καφέ σαν πολίτης, όπως με είχαν συμβουλέψει οι φίλοι μου το προηγούμενο βράδυ. Παρήγγειλα φραπέ με παγωτό, όπως ήταν η μόδα της εποχής και βάλθηκα να παίζω με το καλαμάκι, κοιτάζοντας με δέος προς την είσοδο του 11ου συντάγματος. Γύρω μου όλα τα τραπέζια τα είχαν καταλάβει υποψήφιοι φαντάροι σαν εμένα που δεν τολμούσαν να κάνουν το επόμενο βήμα. Στην είσοδο και με μεγάλα γράμματα υπήρχε ένα πανό που έγραφε «ΝΕΟΣΥΛΛΕΚΤΟΙ ΤΟ 11ο ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΠΕΖΙΚΟΥ ΣΑΣ ΚΑΛΟΣΩΡΙΖΕΙ» Βλέπαμε κάποιους πιο τολμηρούς από μας να πλησιάζουν διστακτικά τον σκοπό, να του δείχνουν το χαρτί κατάταξης κι ακολούθως να χάνονται απ' τα μάτια μας καθώς έμπαιναν στο εσωτερικό του στρατοπέδου. «Καλύτερα να μπούμε μετά το μεσημέρι, όταν θα έχει τελειώσει η υπηρεσία των αξιωματικών και θα έχουν φύγει για τα σπίτια τους», άκουσα κάποιον να λέει. Μου φάνηκε λογικό κι αποφάσισα να κάνω το ίδιο. Όταν είδαμε πλήθος αυτοκινήτων με τους αξιωματικούς μέσα και αρκετούς πεζούς ντυμένους με φόρμες εκστρατείας να φεύγουν, καταλάβαμε πως πλησίαζε η «καταραμένη» ώρα. Αφού πλήρωσα τον καφέ μου, με διστακτικά βήματα πλησίασα την πύλη. Τότε συνέβη ένα γεγονός που δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Μπροστά βάδιζε τρεκλίζοντας ένας άνδρα μεγαλύτερος σε ηλικία από μένα, εύσωμος (σχεδόν χοντρός) με μαύρο παντελόνι κι έντονα κόκκινο πουκάμισο. Στα χέρια του κρατούσε μια μποτίλια μ' ένα άχρωμο υγρό, αλκοόλ προφανώς και κάθε τόσο το έφερνε στα χείλη και «κατέβαζε» μεγάλες γουλιές. Δύο μέτρα πριν τον σκοπό κτύπησε με δύναμη το μπουκάλι στον τσιμεντένιο διάδρομο και το έσπασε χύνοντας κάτω όλο το περιεχόμενο. Κρατώντας τη σπασμένη μποτίλια απ' τον λαιμό της με το δεξί χέρι κτύπησε με δύναμη το εσωτερικό του αριστερού του βραχίονα. Ένας πίδακας αίματος πετάχτηκε με δύναμη απ' το τραυματισμένο χέρι του και πιτσίλισε τον ίδιο κι όσους ήταν κοντά του. «Εγώ δεν υπηρετώ τον κωλοστρατό σας», είπε κι άρχισε να τραγουδάει ένα περιθωριακό ρεμπέτικο τραγούδι που μιλούσε για χασίσια, αδιαφορώντας για την αιμορραγία του χεριού του.
Ο σκοπός σοκαρισμένος ούρλιαζε μέχρι να έρθει ο αξιωματικός υπηρεσίας (ένας δόκιμος) που φρίκαρε μόλις είδε τον τραυματία. Την κατάσταση την έσωσε ένας ανθυπασπιστής, που ψύχραιμα έδωσε εντολές να τον πάνε στο νοσοκομείο φρουρούμενο και να καθαρίσουν τον χώρο απ' τα αίματα.
Σοκαρισμένος έδωσα τα χαρτιά μου στον σκοπό, που ήταν στην ίδια κατάσταση με μένα. Αυτός αμίλητος τα πήρε και μου έκανε νόημα να περάσω στη διπλανή αίθουσα. Μέσα υπήρχαν καρέκλες στις οποίες κάθονταν νεοσύλλεκτοι και κάποιοι ένστολοι φαντάροι τους κούρευαν, αυτό που μας έλεγαν στο σχολείο «εν χρω». Με το που κάθισα, ο φαντάρος που θα με κούρευε μου έδειξε στο βάθος μια προχειροφτιαγμένη πινακίδα που έλεγε «ΜΑΥΡΟΙ ΘΑ ΠΗΞΕΤΕ». Με τελείως πεσμένο το ηθικό κάθισα στην καρέκλα του «κουρέα», ο οποίος με μια αρχαία χειροκίνητη μηχανή κουρέματος έκανε ότι μπορούσε για να κάνει το κούρεμα μου επώδυνο. Αφού άφησε μπόλικες τούφες τριχών, τελειώνοντας ακούμπησε τη μηχανή του στο περήφανο μουστάκι μου. Σαν να ξύπνησα από λήθαργο, τίναξα το χέρι μου και μπλόκαρα το δικό του. Ξαφνιασμένος ούρλιαξε: «Τι έγινε ψάρακλα; Τσαμπουκάς είσαι;» Σαν να ήταν σε άσκηση, όλοι σχεδόν οι κουρείς στρατιώτες έπεσαν πάνω μου και με κτυπούσαν όπου και όσο μπορούσαν. Με γλύτωσε ο αξιωματικός υπηρεσίας, ο οποίος έδωσε εντολή να με βάλουν στο κρατητήριο. Με το μόνο που θα μπορούσα να συγκρίνω το κρατητήριο ήταν οι Τούρκικες φυλακές που είχα δει πρόσφατα στην ταινία «Το εξπρές του μεσονυκτίου». Πλήρης αναρχία μέσα, βρώμα και δυσωδία. Οι παλιοί φυλακισμένοι έκαναν στα πάντα κουμάντο και απαιτούσαν απ' του νέους τα πάντα. Υπήρχε αυστηρά δομημένη ιεραρχία, στην οποία επικρατούσε η ισχύς του δυνατότερου. Απογοητευμένος κατάλαβα πως θα έπρεπε ν' αγωνιστώ για να επιβιώσω. Ένιωσα ένα χέρι να με πιάνει απ' τον ώμο και κάποιον να λέει: «Σειρά, τι κρύβεις στις τσέπες σου;» Γύρισα αγριεμένος για να δω τον Τάκη Κ….. ,συναθλητή μου στη ΧΑΝΘ στα χρόνια που έμενα στη Θεσσαλονίκη. Χαρισματικός αθλητής στην πάλη και στην άρση βαρών. «Σειράαα!!» φώναξε έκπληκτος μόλις με γνώρισε «εσύ εδώ;» Ο Τάκης λόγω ρώμης και τεχνικής ήταν ο κουμανταδόρος της φυλακής, οπότε γλίτωσα απ' τα δυσκολότερα. Το βράδυ ήταν ότι χειρότερο πέρασα στη ζωή μου. Στο κρατητήριο δεν υπήρχε νερό ούτε ηλεκτρισμός. Στον χώρο κατάκλισης θα έπρεπε να μπει κάποιος σκυφτός αρχικά και μόνο έρποντας στη συνέχεια. Δεν υπήρχαν κρεβάτια αλλά βρώμικα στρωσίδια πεταμένα στο πάτωμα πάνω στα οποία κοιμόντουσαν οι έγκλειστοι !   Με μεταλλικά κουτιά από μπογιά παπουτσιών και την προσθήκη μιας κλωστής οι φυλακισμένοι είχαν φτιάξει λυχνάρια με τα οποία φώτιζαν αμυδρά τον χώρο. Το φαγητό το οποίο μας πρόσφεραν ήταν από κάθε άποψη απαίσιο. Ήταν αυτό που λένε στον στρατό «μπλουμ». Δηλαδή όλα τα υλικά έπλεαν μέσα σ' ένα ακαθόριστο σκούρο υγρό, που φιλόδοξα οι παρασκευαστές του το ονόμαζαν σάλτσα. Μου ήταν αδύνατο έστω και να δοκιμάσω κάποιο τέτοιο παρασκεύασμα και προτιμούσα να μείνω πεινασμένος.
Την ίδια εποχή υπηρετούσε στην Τρίπολη τη θητεία του ο ξάδερφος μου ο Άκης (οι μανάδες μας αδελφές) κι ήταν στους παραμένοντες, δηλαδή κατά κάποιο τρόπο παλιοσειρά . Η μάνα μου τον είχε ειδοποιήσει για την εκεί παρουσία μου και μ' έψαχνε από την πρώτη μέρα. Στο τέλος απελπισμένος, αφού δεν με βρήκε σε κανένα λόχο από τα δύο τάγματα, ήρθε να ελέγξει και το κρατητήριο. Εκεί με βρήκε να λιάζομαι έχοντας ακουμπήσει την πλάτη μου σ' ένα τοίχο και με τα πόδια μου τεντωμένα στο τσιμεντένιο δάπεδο της φυλακής. Ήμουν δηλαδή σε μια θέση που απολάμβανα τον ήλιο λες και βρισκόμουν σε κάποια παραλία. Χάρηκε όταν με είδε, αλλά σίγουρα χάρηκα εγώ πιο πολύ. Μ' ενημέρωσε ότι ένας παιδικός μου φίλος και γείτονας, ο Πέτρος, υπηρετούσε σαν αξιωματικός στο 11ο σύνταγμα, μόνο που βρισκόταν στο νοσοκομείο για μια μικροεπέμβαση. Ο Πέτρος, μόλις έμαθε από τον Άκη την παρουσία μου στο στρατόπεδο, έδωσε εντολή να με παρουσιάσουν μπροστά του. Όταν μπήκαν στη φυλακή δύο οπλίτες μ' έναν υπαξιωματικό, για να με οδηγήσουν στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν ο φίλος και γείτονας μου, ένιωσα κάποια ανασφάλεια, γιατί κανείς δεν μου εξήγησε πού με οδηγούν. Με οδήγησαν σ' ένα μονόκλινο δωμάτιο του στρατιωτικού νοσοκομείου κι έμεινα άφωνος όταν αντίκρισα τον Πέτρο. Αυτός δεν είχε καμιά σχέση με τον έφηβο που είχα δει πριν λίγα χρόνια. Τώρα ήταν άντρας κοντοκουρεμένος μ' ένα τεράστιο μουστάκι. Με μια επιβλητική φωνή έδιωξε τους συνοδούς μου και μετά με χαιρέτισε εγκάρδια. Παρά τη χαρά μου, κοίταζα με βουλιμία το υπόλοιπο του γεύματος που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι του θαλάμου. Είχα τρεις μέρες να φάω και η πείνα μου δεν πέρασε απαρατήρητη απ' τον φίλο μου, που χαμογελώντας μου πρόσφερε τα φρούτα του και την κομπόστα που δεν είχε προλάβει να φάει. Έτσι για πρώτη φορά μέσα σε τρεις μέρες πήρα το πρώτο μου γεύμα στον στρατό. Έφαγα με βουλιμία κομπόστα, ροδάκινο και φράουλες με σαντιγί. Αφού αργότερα συζητήσαμε το πρόβλημα μου, μου είπε μ' ένα πονηρό χαμόγελο: «Θα φροντίσω να πάρεις αναβολή, αν καταφέρεις να με νικήσεις στο πινγκ πονγκ». Εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβα ότι με πείραζε και σε λίγο στην αίθουσα του εντευκτηρίου βρεθήκαμε αντίπαλοι στην επιτραπέζια αντισφαίριση. Ο αγώνας για μένα φάνταζε σαν τελικός παγκοσμίου κυπέλλου. Έπαιζα σαν αφιονισμένος και δεν τον άφησα σε καμία περίπτωση να διεκδικήσει έστω και για λίγο τη νίκη. Μετά τη νίκη μου, αφού συνεννοήθηκε με κάποιους στρατιωτικούς γιατρούς του νοσοκομείου, πήρα τελικά αναβολή από τη στράτευση για λόγους υγείας. Αφού χαιρέτησα τον Πέτρο και τον Άκη, έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω μου έστω και για λίγο το στρατόπεδο.
Επέστρεψα στη Λάρισα στις σπουδές μου και γι αρκετές μέρες ήμουν δακτυλοδεικτούμενος απ' όλους σχεδόν τους μακρυμάλληδες φοιτητές. Με το μακρύ μουστάκι μου και κουρεμένος με την ψιλή έμοιαζα πιο πολύ με Μογγόλο του Τζένγκις Χαν παρά με σπουδαστή.
Αυτές οι τρεις μέρες μου έμειναν αξέχαστες! Όταν αργότερα υπηρέτησα κανονικά τη θητεία μου, μ' έκπληξη είδα πως αυτές οι τρεις μέρες είχαν αφαιρεθεί από το σύνολο της υποχρεωτικής μου.

Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

ΧΟΧΛΙΟΙ & ΠΑΞΙΜΑΔΙΑ

Μια ιστορία μεταξύ Κισάμου και Βεροίας!!!
Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα που θα περνούσα μακριά απ' τους δικούς μου. Βρισκόμουν ήδη απ' τις αρχές του σχολικού έτους στην Κρήτη, στο οικοτροφείο της μητρόπολης Κισσάμου και Σελίνου. Το να επιστρέψω στη γενέτειρα μου για τις διακοπές των Χριστουγέννων φάνταζε στο μυαλό μου δύσκολο έως αδύνατον. Στις παραμέτρους που υπολόγιζα ήταν κατ’ αρχήν το κόστος του ταξιδιού (η απόσταση ήταν τεράστια για τα δεδομένα της εποχής και δεν υπήρχε συγχρονισμός στις συγκοινωνίες που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω). Εκτός του πλοίου που θα με πήγαινε μέχρι τον Πειραιά, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω τον ηλεκτρικό, για να πάω μέχρι την Αθήνα, από εκεί να πάω με αστική συγκοινωνία μέχρι τον σταθμό υπεραστικών λεωφορείων κι από εκεί, αν ήμουν τυχερός, θα έπαιρνα το λεωφορείο κατ’ ευθείαν για Βέροια. Όλα αυτά και μόνο που τα σκεφτόμουν, φάνταζαν αδύνατον να πραγματοποιηθούν. Εκείνη την εποχή ήταν σχεδόν αδύνατον να πραγματοποιήσει ένας έφηβος 15 χρονών (τόσο ήμουν τότε) ένα τέτοιο ταξίδι. Με μια μελαγχολία να με τυλίγει καθώς είχα ήδη νοσταλγήσει την ιδιαίτερη μου πατρίδα και με μια βεβαιότητα ότι θα ήταν αδύνατη η πραγματοποίηση αυτού του φιλόδοξου ταξιδιού, σκεπτόμουν με φρίκη εναλλακτικές λύσεις για το πώς θα περάσω τις διακοπές των Χριστουγέννων. Με τη σκέψη μου να είναι γεμάτη απ' τις αναμνήσεις που είχα με φίλους απ' τη Μακεδονία και χωρίς (ακόμα) να έχω συνδεθεί αρκετά με τους νέους φίλους που αποκτούσα σταδιακά στην Κρήτη, ένιωθα μια αβεβαιότητα να με κυριεύει. Όσο πλησίαζε η ημερομηνία που θα έκλειναν τα σχολεία, γινόμουν όλο και πιο νευρικός, όλο και πιο απότομος δημιουργώντας μια δυσάρεστη έκπληξη σ' όλους αυτούς με τους οποίους συναναστρεφόμουν. Ώσπου ένα απόγευμα με κάλεσαν στο γραφείο του οικοτροφείου για μια τηλεφωνική συνδιάλεξη. Στο τηλέφωνο ήταν η μητέρα μου, η οποία μέσα στ' άλλα μου τόνισε πως με περίμενε οπωσδήποτε για να γιορτάσουμε μαζί τα Χριστούγεννα και μου είπε πως μου έστειλε γι αυτόν τον σκοπό ένα χρηματικό ποσό που φάνταζε τεράστιο τότε. Με τις σημερινές ισοτιμίες μόλις και μετά βίας θα ξεπερνούσε τα εννέα ευρώ, αλλά εκείνη την εποχή έφτανε με το παραπάνω για τα εισιτήρια και για «καλή ζωή».
Αφού ξόδεψα αρκετά χρήματα για δώρα, με ειδοποίησε ο πατέρας μου να περάσω απ' τον αδερφό του και τη μητέρα του, (τη γιαγιά μου δηλαδή) που είχαν κάτι να μου δώσουν γι αυτόν. Πήγα λοιπόν κι όταν αποχαιρέτησα φίλους και συγγενείς, παρέλαβα δύο σχετικά μεγάλες σακούλες απ' τη γιαγιά μου και τον θείο μου και χωρίς άλλες περιττές αποσκευές μπήκα στο πλοίο για Πειραιά. Μέτρησα τα χρήματα που μου είχαν περισσέψει και είδα ότι ήταν περίπου 650 δραχμές, υπέρ αρκετά για το κόστος των υπολοίπων εισιτηρίων, μάλιστα υπολόγισα ότι θα μου περίσσευαν χρήματα και για τη Βέροια. Ανυπόμονος έφτασα αρκετά νωρίς στο πλοίο και μάλιστα βρήκα κρεβάτι στα κοινόχρηστα, που ήταν ελεύθερα χωρίς χρέωση. Τακτοποίησα στη θέση μου τις σακούλες που ήταν πεσκέσια για τον πατέρα μου. Ο θείος μου (φούρναρης το επάγγελμα) του έστελνε ντόπια παξιμάδια, που εγώ δεν καταδεχόμουν ούτε να τα δοκιμάσω και η γιαγιά μου του έστελνε μια τεράστια σακούλα με χοχλιούς (σαλιγκάρια) που η ίδια είχε μαζέψει απ' την ύπαιθρο. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, που σημειωτέον ήταν βράδυ, κοιμήθηκα με τα ρούχα στο κρεβάτι που είχα την τύχη να βρω, για να είμαι ξεκούραστος στο υπόλοιπο του ταξιδιού.
Ξύπνησα έντρομος την επομένη το πρωί απ΄ τον εκκωφαντικό θόρυβο που έκανε η άγκυρα καθώς το πλοίο «έδενε» και τις συνομιλίες των επιβατών που μόλις κι αυτοί είχαν ξυπνήσει. Αποβιβάστηκα κρατώντας τα δώρα του πατέρα μου και ένα μικρό σακίδιο με τα απολύτως απαραίτητα ατομικά μου είδη. Με το που βγήκα στο λιμάνι ένιωσα σαν χαμένος. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν σε μια τόσο μεγάλη πόλη μόνος. Άλλες φορές που είχα βρεθεί πάλι στο μεγάλο λιμάνι ήμουν με τη συνοδεία της μητέρας μου ή κάποιου άλλου συγγενή. Αφού με κατατόπισαν, πήγα στον σταθμό του ηλεκτρικού και… τρόμαξα απ' την πολυκοσμία. Τρένα έρχονταν κι έφευγαν γεμάτα από πλήθος επιβατών, που όλοι τους βιαστικοί πήγαιναν σε πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις. Σ' όλα τα γκισέ υπήρχαν ουρές ατόμων που έβγαζαν εισιτήρια αφήνοντας κάποια κέρματα. Εκεί ένιωσα αβέβαιος, δεν ήξερα για ποιον σταθμό να βγάλω εισιτήριο. Όσους ρώτησα μου απάντησαν βιαστικοί πως, για να φτάσω στον σταθμό υπεραστικών λεωφορείων, θα έπρεπε ν' αλλάξω δύο τουλάχιστον κατευθύνσεις και μια ακόμη αστική συγκοινωνία. Απογοητευμένος απ' τις απαντήσεις όσων ρώτησα και με τη σιγουριά του ατόμου που του περισσεύουν (χα χα ) τα χρήματα αποφάσισα να πάρω ταξί για τον προορισμό μου. Η διαδρομή μού φάνηκε τεράστια με τον οδηγό να σταματάει σε κάθε φανάρι που ήταν κόκκινο και να στρίβει διαρκώς για ν' αποφύγει όπως μου είπε την κίνηση. Πλήρωσα το κόμιστρο στο ταξί, αλλά τα χρήματα που μου ζήτησε ο ταξιτζής ήταν μάλλον υπερβολικά. Αυτό μ' έκανε ν' αναρωτηθώ αν με θεώρησε (και με το δίκιο του) για «βλαχαδερό» κι έκανε επίτηδες βόλτες για ν' ανεβάσει την ταρίφα. Μη μπορώντας ν' αποδείξω κάτι για αυτό (ούτε και είχα διάθεση) τον πλήρωσα και πήγα προς το ταμείο του ΚΤΕΛ Ημαθίας.
Μ' έκπληξη κατάλαβα τότε πως είχα στην τσέπη μου 110,5 δραχμές, ενώ χρειαζόμουν για να πάω στον προορισμό μου 120. Έψαξα με προσοχή τις τσέπες μου ελπίζοντας πως κάπου θα είχα και τα υπόλοιπα χρήματα. Του κάκου! Δεν βρήκα τίποτα! Έλειπε, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, ακριβώς ένα πεντακοσάρικο, το οποίο δεν είχα σίγουρα ξοδέψει. Η μόνη εξήγηση ήταν ότι το έχασα το βράδυ στο κρεβάτι του πλοίου που είχα κοιμηθεί με τα ρούχα μου. Όταν ξύπνησα το πρωί, δεν πρόσεξα αν κάτι είχε πέσει απ' τις τσέπες μου. Βγήκα απ' το γραφείο του ΚΤΕΛ, άφησα τα πράγματα μου δίπλα στην είσοδο κι άρχισα να σκέφτομαι πώς θα έβρισκα τα λιγοστά χρήματα που μου έλειπαν. Εκείνη τη στιγμή είδα τον ταξιτζή που με είχε μεταφέρει να περιμένει πελάτη στην ουρά με τα ταξί. Τον πλησίασα διστακτικά και του ζήτησα τις 9,5 δραχμές που χρειαζόμουν για να συνεχίσω το ταξίδι μου. Απογοητεύτηκα απ' την αντίδραση του! Ούτε λίγο, ούτε πολύ μ' έδιωξε κακήν κακώς. Απομακρύνθηκα με σκυμμένο κεφάλι, ταραγμένος, χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Μετά από λίγη ώρα στο διπλανό μαγαζί, που πουλούσε γλυκά και είδη ταξιδίου, είδα έναν ιερέα να ψωνίζει διάφορα γλυκά κι αναμνηστικά. Τον πλησίασα, του έδειξα τη μαθητική μου ταυτότητα, του εξήγησα ότι έμενα στο εκκλησιαστικό οικοτροφείο Κισσάμου και του ζήτησα να με βοηθήσει. Με κοίταξε αδιάφορα και μου είπε πως δεν έχει ψιλά. Ένιωσα το έδαφος να τρέμει κάτω απ' τα πόδια μου κι έφυγα ντροπιασμένος. Σκέφτηκα σαν επόμενη λύση να περιμένω κοντά στον σταθμό της Βέροιας με την ελπίδα να δω κάποιον γνωστό μου που πιθανώς θα με βοηθούσε. Εκείνη την εποχή δύο λεωφορεία την ημέρα έρχονταν απ' τη Βέροια στις 15.00 και στις 22.00. Τις δύο επόμενες ημέρες ήμουν καθισμένος στο παγκάκι που υπήρχε δίπλα στον χώρο στάθμευσης ή έκανα μικρές βόλτες περιμένοντας να βρω κάποιο γνώριμο πρόσωπο. Οι ελπίδες μου μειώνονταν όσο περνούσαν οι ώρες, ενώ η πείνα μου είχε αντιστρόφως αυξηθεί. Μην τολμώντας να ξοδέψω έστω και μία δραχμή απ' το απόθεμα μου, έκανα υπομονή και πεινούσα στωικά. Σαν αναλαμπή μού ήρθε μια ιδέα και πλησίασα τον ταμία του ΚΤΕΛ και του εξήγησα το πρόβλημα μου. Του είπα πως ήμουν ανιψιός του προέδρου των λεωφορειούχων οδηγών της Βέροιας και του ζήτησα να με βοηθήσει. Αν και γνώριζε τον θείο μου, αρνήθηκε να με βοηθήσει. Με το μέλλον μου τελείως ζοφερό και την πείνα μου να καλπάζει αποφάσισα να βρέξω στη δημόσια βρύση δυο παξιμάδια και βάλθηκα να τα μασουλάω σκέτα. Δεν ξέρω αν έφταιγε η πείνα μου ή αν όντως τα παξιμάδια ήταν νόστιμα, εκείνη τη στιγμή τα βρήκα εξαιρετικά και αναρωτιόμουν γιατί δεν τα είχα δοκιμάσει όσο ήμουν στην Κρήτη. Ενώ μασουλούσα αμέριμνος και μ' ευχαρίστηση τα βρεγμένα παξιμάδια κι ενώ αναρωτιόμουν πώς θα ήταν η γεύση τους συνοδεία γραβιέρας ή ακόμη και με ελιές , άκουσα μια γυναικεία φωνή να φωνάζει: «Παναγία μου!! Τι είναι αυτά;» γύρισα και κοίταξα προς την κατεύθυνση που έδειχνε και με φρίκη είδα τα σαλιγκάρια που μου έδωσε η γιαγιά μου να έχουν βγει απ' τη σακούλα και να σουλατσάρουν στο τσιμεντένιο πεζοδρόμιο. Παράτησα βιαστικά το γεύμα μου κι άρχισα να μαζεύω τους δραπέτες και ν' ασφαλίζω καλά τη σακούλα. Όπως μου εξήγησε αργότερα ο πατέρας μου, η γιαγιά ξέχασε να βάλει στη σακούλα λίγο αλεύρι για να έχουν να φάνε τα σαλιγκάρια κι αυτά βγήκαν προς αναζήτηση τροφής.
Αφού πέρασε άλλη μια μέρα χωρίς να καταφέρω να βρω μια λύση στο πρόβλημα μου, μπήκα αποφασιστικά πάλι στο γκισέ του ΚΤΕΛ και ρώτησα τον ταμία που με κοίταζε καχύποπτα μέχρι που θα μπορούσα να πάω με 110,5 δραχμές. Αυτός, αφού συμβουλεύτηκε τις καταστάσεις, μου απάντησε πως τα χρήματα έφταναν μέχρι την Αλεξάνδρεια, μια πόλη 28 χιλιόμετρα απ' τον προορισμό μου. Μου έκοψε εισιτήριο και μ' επιβίβασε στο δρομολόγιο για Έδεσσα, χωρίς να παραλείψει να δώσει τις χειρότερες πληροφορίες στον εισπράκτορα για το άτομο μου. Σ' όλο το ταξίδι ο οδηγός κι ο βοηθός του μου έκαναν παρατηρήσεις και πρόσεχαν μην τυχόν και κάνω καμιά δολιοφθορά στο όχημα τους και μου μιλούσαν σαν να ήμουν ο Βερνάρδος (ληστής τραπεζών της εποχής). Τελικά έφτασα στην Αλεξάνδρεια και χωρίς δυσκολία κατάφερα να φτάσω στο σπίτι μου και ησύχασε η οικογένεια μου, που για μέρες δεν είχε νέα μου.
Όσες φορές τα επόμενα χρόνια ταξίδευα προς Αθήνα ή από Αθήνα προς Βέροια έβλεπα με δυσφορία τον ταμία να κάνει αμέριμνος τη δουλειά του στο γκισέ και θυμόμουν την περιπέτεια μου.
Πέρασαν περίπου 30 χρόνια και σαν επιχειρηματίας, ενώ βρισκόμουν στην Αθήνα, χρειάστηκε να πάω στην αποθήκη του ΚΤΕΛ Βέροιας, για να παραλάβω ένα δεματάκι που μου έστειλαν απ' την επιχείρηση μου. Ήταν ώρα αιχμής και στο γραφείο υπήρχαν πολλοί ταξιδιώτες όλων των ηλικιών.
Αμέσως κυριάρχησε στο μυαλό μου η εφηβική μου περιπέτεια και χαμογέλασα πικρά. Ο ταμίας το αντιλήφθηκε και με ρώτησε γιατί γελάω. Του διηγήθηκα όλη την ιστορία και μου είπε με στόμφο: «Αποκλείεται να μη σε βοήθησα! Εγώ βοηθάω όλο τον κόσμο»
«Κι όμως, με άφησες αβοήθητο κι ήμουν μικρό παιδί!» Το είπα κι ήθελα να δώσω τέλος στη διαμάχη. Τότε ακούστηκε μια ηλικιωμένη κυρία να λέει δυνατά: «Καλά δεν ντράπηκες ν' αφήσεις αβοήθητο το παιδί;» Οι υπόλοιποι θαμώνες μουρμούριζαν συμφωνώντας μαζί της.
Γέλασα! 
Το παιδί ήμουν εγώ!!!

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ

 Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Στη γειτονιά μου, όταν ήμουν μικρός, σε δρομάκι (χωματόδρομο στην πραγματικότητα) υπήρχε ένα κάτασπρο μικρό κτίσμα, που με δυσκολία το έλεγε κάποιος σπίτι. Βασικά είχε κτιστεί σε παλιές εποχές σαν αγροτική καλύβα. Με το πέρασμα των χρόνων η περιοχή είχε αστικοποιηθεί και τελικά αποτελούσε μέρος του αστικού ιστού. Το σπίτι ήταν βαμμένο με αλλεπάλληλες στρώσεις ασβέστη. Και παρ’ όλο που οι τοίχοι σε πολλά σημεία είχαν ξεφλουδίσει κι από κάτω φαίνονταν παλιότερα βαψίματα, διατηρούσαν ένα λευκό χρώμα που αντανακλούσε το φως του ήλιου.
Ο χαρακτηρισμός «σπίτι» ήταν μάλλον υπερβολικός, καθώς όλο το κτίσμα ήταν ελάχιστα τετραγωνικά σε σχήμα παραλληλογράμμου και ήταν ενιαίος χώρος χωρίς διαχωριστικά στο εσωτερικό του. Απλά αμέσως μετά την εξώπορτα, που ήταν φτιαγμένη από παλιές σκεβρωμένες σανίδες με μια μεταλλική μπετούγια, ακριβώς στα αριστερά ήταν ένας τσιμεντένιος νεροχύτης ,που σ' αυτόν γινόταν όλη η λάτρα του σπιτιού. Η βρύση έσταζε μ' ένα εκνευριστικό τέμπο και πολλές φορές έβαζαν ένα παλιό σφουγγάρι από κάτω, για να μειώσουν τον θόρυβο. Ενωμένο σχεδόν με τον νεροχύτη βρισκόταν ένα παλιό τραπέζι, που σίγουρα πριν από χρόνια είχε δει καλύτερες μέρες, με τα τρία πόδια του να καταλήγουν σ' ένα σκάλισμα που έδινε την υποψία ποδιού ενός ζώου, πιθανώς λιονταριού, ενώ το τέταρτο ήταν καρφωμένο με δύο σανίδες, τις οποίες για ασφάλεια τις είχαν κυριολεκτικά μπαντάρει σφικτά με σύρμα. Παρ’ όλα αυτά ήταν πολύ στέρεο τραπέζι κι ανταποκρινόταν στις ανάγκες της οικογένειας, που στην πραγματικότητα είχε κάνει κατάληψη του χώρου κι έμενε αναγκαστικά σ’ αυτόν. Στη μια πλευρά, σ' αυτή που είχε πίσω της τον τοίχο που είχαν το τραπέζι, είχαν τοποθετήσει έναν μακρόστενο πάγκο ( δώρο της ενορίας) και πάνω του στριμώχνονταν τα μικρά παιδιά της οικογένειας, ενώ μερικές ψάθινες καρέκλες εξυπηρετούσαν τα ενήλικα μέλη.
Εκεί έτρωγαν, εκεί τα μικρά παιδιά διάβαζαν κι έγραφαν τα μαθήματα τους. Αυτό χρησιμοποιούσαν για να προετοιμάσουν το φαγητό της ημέρας για όλη την οικογένεια και κυρίως για το άνοιγμα φύλλου για τις πίτες, που ήταν το αγαπημένο έδεσμα των μικρότερων παιδιών. Στη μέση ακριβώς του σπιτιού ένα χρωματιστό παραβάν μοίραζε στα δυο τον χώρο κι από πίσω του ήταν αραδιασμένα ντιβάνια κι ένα διπλό κρεβάτι. Πίσω δηλαδή ήταν αυτό που λέμε η κρεβατοκάμαρα. Η φτώχεια ήταν ολοφάνερη παντού, σ' όλες τις δραστηριότητες αυτής της πολυμελούς οικογένειας. Οι κάτοικοι της γύρω περιοχής προσπαθούσαν να βοηθούν και ν' απαλύνουν τις δυσκολίες τους και σε κάθε περίπτωση έδιναν δουλειά στον μονίμως άνεργο κύριο Αρχιμήδη, αρχηγό της οικογένειας. Οι δουλειές εκείνη την εποχή ήταν ελάχιστες και στην πλειοψηφία τους αγροτικές. Από τα εννιά παιδιά της οικογένειας τα δύο ήταν αγόρια, που φιλότιμα προσπαθούσαν να βοηθήσουν στα οικονομικά προβλήματα που συσσωρεύονταν με διάφορες δουλειές του ποδαριού. Προ πολλού είχαν παρατήσει το σχολείο και σύχναζαν στο κέντρο της πόλης που ήταν η αγορά, για να κάνουν έναντι ελάχιστης αμοιβής τα διάφορα θελήματα που τους ζητούσαν οι κάτοικοι. Συνήθως οι διάφοροι καταστηματάρχες έστελναν στα σπίτια παραγγελίες με τα προϊόντα τους. Τα λίγα κέρματα που κέρδιζαν ανακούφιζαν, έστω και στο ελάχιστο, τη ζωή των μικρότερων αδερφών τους. Ώσπου ο Νίκος, δεύτερος στην ηλικία μετά την Αντιγόνη τη μεγαλύτερη αδερφή του, έπιασε δουλειά σαν μαθητευόμενος μαραγκός. Τα χρήματα που κέρδιζε ήταν σαφώς λιγότερα, αλλά όλοι τον μακάριζαν, γιατί μάθαινε μια χρήσιμη και επικερδή τέχνη. Το τρίτο παιδί της οικογένειας ,ο Δήμος, άφησε σταδιακά τα μικροθελήματα που έκανε στην αγορά και μεγαλόσωμος και δυνατός όπως ήταν έπιασε δουλειά σαν χαμάλης και ξεφόρτωνε τα διάφορα φορτηγά που έφερναν εμπορεύματα στις τοπικές επιχειρήσεις. Τα χρήματα ήταν σαφώς περισσότερα και βοηθούσαν να λυθούν κάποια απ' τα προβλήματα τους. Τ' άλλα κορίτσια παρακολουθούσαν χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία τα μαθήματα στο δημοτικό σχολείο και στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου κι έψαχναν να βρουν ευκαιρία για μια δουλειά ή έστω να για πάνε μαθητευόμενες, να μάθουν κάποια τέχνη. Όλες, εκτός από τη μεγάλη την Αντιγόνη και τη μικρότερη τη Γεωργία που δεν είχε συμπληρώσει ακόμα τα τέσσερα, έλειπαν όλη μέρα απ' το σπίτι. Ευθύνη της Αντιγόνης ήταν η μικρή Γεωργία, την οποία πρόσεχε κι έπαιζε μαζί της. Οι δύο αδερφές είχαν ένα ιδιαίτερο δέσιμο και η μικρή εμπιστευόταν τη μεγάλη της αδερφή σ' ότι της έλεγε. Η Αντιγόνη προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κάνει ευτυχισμένη τη Γεωργία και έβρισκε διάφορους τρόπους για να το κάνει αυτό. Η μικρούλα ζητούσε παιγνίδια για ν' απασχολείται, μα δεν υπήρχαν οικονομικές δυνατότητες για κάτι τέτοιο, έτσι η Αντιγόνη προσπαθούσε με κουρέλια και κομμάτια από χάρτινα κουτιά να κατασκευάσει ότι ήταν δυνατό, για να υποκαταστήσει τα παιγνίδια που τόσο έλειπαν στη μικρή της αδερφή. Μια μέρα έχοντας μια καλή έμπνευση και χρησιμοποιώντας μικρά ξύλα, σύρμα και κουρέλια έφτιαξε μια πάνινη κούκλα εντυπωσιάζοντας την αδερφή της. Από τότε τις περισσότερες ώρες έπαιζε κρατώντας την κούκλα στην αγκαλιά της.
Μια μέρα ο Δήμος είδε τη μικρή του αδερφή να παίζει ευτυχισμένη με την κούκλα της και αφού συνεννοήθηκε με την Αντιγόνη, κατασκεύασε με ξύλα και «κόντρα πλακέ» ένα ξύλινο ομοίωμα μιας κούκλας με ανοιχτά χέρια και πόδια. Ζωγράφισε στο κεφάλι γαλάζια μάτια κι ένα χαμόγελο, που έδινε μια χαρούμενη όψη στην κατασκευή. Η Αντιγόνη ανέλαβε να τη ντύσει μ' ένα κόκκινο φόρεμα, αφού πρώτα στερέωσε πάνω στον ξύλινο σκελετό λίγο μαλλί που το είχε πιέσει, δίνοντας έτσι στον σκελετό σχήμα ανθρώπινου σώματος. Στο κεφάλι στερέωσε ένα καπέλο απ' τις άκρες του οποίου έβγαιναν ξανθές μπούκλες. Όταν την παρουσίασαν στη Γεωργία, είδαν ευχαριστημένοι πως η μικρούλα είχε γουρλώσει τα μάτια από την έκπληξη που ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Εκείνη ήταν ίσως η πιο ευτυχισμένη στιγμή της Γεωργίας! Έπαιρνε την κούκλα στην αγκαλιά της, την τάιζε, της μιλούσε, την κοίμιζε και σπανίως τη μάλωνε. Η κούκλα είχε γίνει αναπόσπαστο μέρος της μικρούλας. Μ' αυτήν ξυπνούσε και μ' αυτήν κοιμόταν. Σ' όλη την γειτονιά δεν υπήρχε κανένα παιδί πιο ευτυχισμένο απ' τη Γεωργία.
Τότε ήρθε η προξενιά. Κάποιος μακρινός συγγενής της οικογένειας είδε την Αντιγόνη σε φωτογραφία, του άρεσε κι αμέσως έβαλε μια κοινή συγγενή τους να μεσολαβήσει σαν προξενήτρα και να ζητήσει την Αντιγόνη σε γάμο. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα! Ο υποψήφιος γαμπρός έμενε στην Αμερική κι αυτό λειτουργούσε ανασταλτικά. Οι γονείς κι όλη η οικογένεια τρόμαζαν στην ιδέα ότι η Αντιγόνη θα έφευγε τόσο μακριά. Η προξενήτρα (που της είχε τάξει ο υποψήφιος γαμπρός «δωράκια») ήταν αυτό που λέμε «καπάτσα» και πες, πες και με βασικό επιχείρημα πως ο γαμπρός θα βοηθούσε οικονομικά όλη την οικογένεια, κατάφερε τελικά να τους πείσει και να δεχτούν. Η ίδια η Αντιγόνη δεν είχε άποψη και μάλλον την τρόμαζε η ιδέα ν' αποχωριστεί τους δικούς της. Μέσα σ' όλα ήταν και η απόσταση! Είχε μάθει πως το πλοίο ήθελε πάνω κάτω 45 μέρες για να φτάσει στον προορισμό του. Μόλις άρχισαν οι ετοιμασίες για το επικείμενο ταξίδι της Αντιγόνης, μια θλίψη κι ένας εκνευρισμός επικρατούσε σ' όλους. Τότε κατάλαβε και η Γεωργία ότι η αδελφή της έφευγε ίσως για πάντα και δεν ξεκολλούσε από τη φούστα της. Την αγκάλιαζε και δεν την άφηνε να κάνει ούτε βήμα μόνη της. Όσο κι αν προσπαθούσαν να την ηρεμήσουν, δεν τα κατάφερναν. Η μικρούλα σε μια στιγμή απελπισίας πέταξε την ήδη ταλαιπωρημένη κούκλα της με δύναμη στο πάτωμα, με αποτέλεσμα η κούκλα να σπάσει. Ένα σπαραχτικό κλάμα τράνταζε το αδύναμο σώμα του κοριτσιού, που έκανε τους πάντες να φοβηθούν. Η Αντιγόνη την πήρε αγκαλιά κι άρχισε να της μιλάει προστατευτικά, προσπαθώντας να την ηρεμήσει. Ανάμεσα στ' άλλα της είπε: «Μη στεναχωριέσαι, γλυκιά μου! Θα σου φέρω εγώ απ' την Αμερική, όταν γυρίσω, μια κούκλα που θα έχει πολλά φορέματα και θα κλείνει τα μάτια της όταν κοιμάται». Η μικρούλα σταμάτησε προς στιγμήν το κλάμα και ρώτησε με σπασμένη φωνή: «Και θα μιλάει;» «Ναι, κορίτσι μου, και θα μιλάει», απάντησε η Αντιγόνη. Τις υπόλοιπες μέρες μέχρι το υπερατλαντικό ταξίδι της Αντιγόνης, όλοι έβλεπαν τις δύο αδελφές αγκαλιασμένες να κάνουν περιπάτους στον χωματόδρομο της γειτονιάς τους και να μιλάνε χαμηλόφωνα. Η μικρούλα ρωτούσε και η μεγάλη έγνεφε καταφατικά με το κεφάλι της.
Η Αντιγόνη έφυγε. Έστειλε φωτογραφίες απ' τον γάμο, που τις τοποθέτησαν σ' ένα άλμπουμ και τις έδειχναν με καμάρι σε όλους. Τα χρόνια πέρασαν! Έκανε οικογένεια στην Αμερική, αλλά οι καιροί ήταν δύσκολοι και δεν μπορούσε να κάνει το ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα. Τ' αδέλφια της στην πατρίδα βρήκαν τον δρόμο τους, παντρεύτηκαν, έκαναν τις δικές τους οικογένειες και με αλληλογραφία μάθαινε τα νέα τους. Η Γεωργία της έγραψε κάνα δυο φορές και προσπάθησε να της θυμίσει την υπόσχεση της χωρίς ακρότητες. Με γράμμα έμαθε πως οι γονείς της «έφυγαν» και τότε ένιωσε ένα κενό μέσα της. Κάθε φορά που αποφάσιζε να ταξιδέψει προς την πατρίδα της κάποιος αστάθμητος παράγοντας έμπαινε εμπόδιο και το ανέβαλε για την επομένη χρονιά, χωρίς ποτέ να καταφέρει να κάνει το ταξίδι.
Μια μέρα της ανακοίνωσε η μεγάλη της εγγονή, που είχε και τ' όνομα της, πως θα ταξίδευε στην Ελλάδα και θα επισκεπτόταν τους συγγενείς της γιαγιάς της. Τρελάθηκε απ' τη χαρά της! Πήγε αμέσως στην αγορά και ψώνισε διάφορα δώρα για όλους. Στα χέρια της εγγονής έβαλε ένα πακέτο και της είπε να το δώσει στα χέρια της Γεωργίας, της μικρότερης αδελφής της.
«Τι έχει γιαγιά το πακέτο;» ρώτησε με αφέλεια η εγγονή της.
«Μια κούκλα», της απάντησε.
«Κούκλα; Μα δεν είναι μεγάλη η αδελφή σου για να της στείλεις κούκλα;»
Η Αντιγόνη δεν μίλησε, απλά της έδωσε το πακέτο και της είπε να το δώσει η ίδια στην Γεωργία.
Η εγγονή της Αντιγόνης έφτασε στην πατρίδα και μοίρασε τα δώρα σε όλους. Τελευταία άφησε τη Γεωργία και περίμενε με περιέργεια να δει την αντίδραση της. Η Γεωργία, μεγάλη γυναίκα με εγγόνια πλέον, πήρε το πακέτο, το άνοιξε και δάκρυα άρχισαν να κυλούν απ' τα μάτια της μόλις είδε το περιεχόμενο του πακέτου. Πήρε στην αγκαλιά της την κούκλα και μπρος στα έκπληκτα μάτια όλων άρχισε να τη νανουρίζει.
Την επομένη άργησε να ξυπνήσει και η κόρη της την βρήκε αγκαλιά με την κούκλα. 
Είχε "φύγει".