Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.






Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΟΛΑΧΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΟΛΑΧΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΟΛΑΧΑΚΗΣ/ Η ΠΑΡΑΛΙΑ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ

Δεν υπάρχει πινακίδα για την παραλία. Αν ανοίξεις χάρτες, δεν τη βρίσκεις πουθενά. Κι όμως, αν κάτσεις σε συγκεκριμένο κρητικό καφενείο αρκετή ώρα και ακούς δίχως να μιλάς, κάποιος θα την αναφέρει. Ποτέ με το πραγματικό της όνομα, πάντα έτσι:
— Εκεί κάτω, στην παραλία χωρίς όνομα…
Εκεί την πρωτάκουσα κι εγώ ένα βράδυ αργά, στο καφενείο του χωριού. Ο αέρας κατέβαινε απ’ τα βουνά βαρύς, με μυρωδιά χώματος και παλιάς τσίκνας. Στους τοίχους φωτογραφίες ξεθωριασμένες: γάμοι, πανηγύρια, άντρες στα μαύρα και όπλα. Ανάμεσά τους, σαν σε φόντο, μια θολή θάλασσα. Δεν την πρόσεξα τότε ή δεν ήθελα να την προσέξω. Πρώτα άκουσα τη λέξη «νύχτα».
— Νύχτα θες να πας εκεί κάτω; Είσαστε στα καλά σας; είπε ο γέρος με την ροζιασμένη κατσούνα χτυπώντας το πάτωμα.
Έσκυψα δήθεν στο κινητό, αλλά το αυτί μου είχε γείρει. Ο νεαρός απέναντί του χαμογελούσε αμήχανα.
— Ε, με τη Μαρία λέμε να πάμε. Θέλουμε να είμαστε κάπου πιο ήσυχα. Να μην έχει κόσμο.
— Υπάρχει πιο ήσυχο απ’ το μνήμα;  του πέταξε ο γέρος. Άμα θες τόση ησυχία, πήγαινε στο νεκροταφείο.
Τα γέλια έσπασαν τη στιγμή, μα ο γέρος δεν γελούσε. Ρούφηξε τον καφέ αργά κι έγειρε προς τον νεαρό.
— Άκου να δεις, μικρέ. Νύχτα σ’ εκείνη την παραλία δεν πας. Μέρα.... και πάλι να έχεις το νου σου. Τη νύχτα, σ’ αυτή τη θάλασσα, άλλοι κάνουν κουμάντο.
Δεν κατάλαβα πότε βρέθηκα όρθιος δίπλα τους.
— Συγγνώμη, είπα. Για ποια παραλία μιλάτε;
Ο γέρος γύρισε και με ζύγισε. Μικρά γκρίζα μάτια, καθαρά, σαν να τα ’χε ξεπλύνει πολλές φορές το αλάτι. Είχε την ήρεμη κόπωση ανθρώπου που πρώτα ζύγισε τον εαυτό του κι ύστερα τον κόσμο.
— Εσένα τι σε νοιάζει; Τουρίστας είσαι;
— Ταξιδιώτης, απάντησα. Γράφω. Μαζεύω ιστορίες.
Χαμογέλασε στραβά.
— Ιστορίες; Εμ, οι ιστορίες ή μας σώζουν ή μας θάβουν. Λίγες κάθονται στη μέση. Εδώ πρέπει να δοκιμάσεις, ν’ αντέξεις κι ύστερα, αν έχεις κουράγιο, να γράψεις.
Έκανε χώρο στο τραπέζι. Κάθισα. Δεν χρειάστηκε να τον πιέσω. Οι άνθρωποι που κουβαλάνε ιστορίες συνήθως θέλουν μόνο κάποιον να τις ακούσει μέχρι τέλους.
— Στα νότια, είπε, κάτω απ’ τα βράχια, υπάρχει μια παραλία που δεν γράφτηκε ποτέ σε χαρτί. Όχι γιατί δεν ξέρουμε πού είναι. Γιατί κανείς δεν θέλει να τη βαφτίσει. Τη λέμε «παραλία χωρίς όνομα». Ό,τι δεν ονοματίζεις δύσκολα το φωνάζεις.
Ήπιε μια γουλιά, σαν να ξεπλένει τα λόγια του.
— Τη μέρα είναι σαν όλες. Άμμος στενή, βράχια δεξιά κι αριστερά, νερό που βαθαίνει απότομα. Θα πεις: «Ε και;» Το βράδυ είναι το «και»! Όχι κάθε βράδυ. Μόνο κάποιες φορές. Όταν ο αέρας κάθεται, το κύμα ησυχάζει κι ο ουρανός είναι καθαρός σαν άδειο πιάτο. Τότε η θάλασσα… θυμάται.
— Θυμάται τι; γλίστρησε απ’ το στόμα μου.
Γύρισε και με κοίταξε ίσια.
— Αυτά που έχασες. Κι εκείνα που έκανες πως έχασες.
Δεν μίλησα. Εκείνος συνέχισε χωρίς στόμφο. Σαν μάρτυρας που καταθέτει.
— Θα σου πουν οι μισοί πως είναι παραμύθια. Οι άλλοι μισοί πως «κάτι γίνεται εκεί». Εγώ θα σου πω τι άκουσα από δυο ανθρώπους που δεν είχαν λόγο να λένε ψέματα. Κι ας βγάλει ο νους σου τα δικά του.
Άφησε το φλιτζάνι κάτω.
— Ο πρώτος ήταν χωριανός μας. Έμπορος. Είχε πάει έξω, σε ξένη χώρα. Στο τρένο τον ξαλάφρωσαν: πορτοφόλι δερμάτινο, χαρτιά, λεφτά. Μου τα ’πε όταν γύρισε. Μετά από χρόνια πήγε βράδυ στην παραλία χωρίς όνομα. Μόνος. Δεν ξέρω τι γύρευε. Γύρισε σπίτι με το πορτοφόλι στο χέρι.
Η φωνή του χαμήλωσε. Το καφενείο γύρω μας συνέχιζε κανονικά: τάβλι, κουβέντες, κουτάλια στα ποτήρια. Κανείς δεν πρόσεχε ότι στο δικό μας τραπέζι κάτι άλλαζε.
— Το ίδιο; ρώτησα.
— Το ίδιο, απάντησε. Δερμάτινο, λίγο φαγωμένο. Μέσα τα παλιά του χαρτιά, όπως τα ’χε τότε. Σαν να μην τα ’χε αγγίξει υπηρεσία. Τα ξένα χαρτονομίσματα άθικτα. Τα είδα με τα μάτια μου. Ή τρελαθήκαμε όλοι ή ήταν αυτό που λέω.
Σιώπησε για λίγο και πρόσθεσε:
— Άλλοι είπαν «Τα ’χε ξεχάσει εκεί». Άλλοι πως του τα ’κρυψε κάποιος. Ο ίδιος; Από κείνη τη μέρα δεν ξανακατέβηκε νύχτα στη θάλασσα. Το πορτοφόλι κάτω απ’ το στρώμα. Πέθανε με την έγνοια ότι κάτι τον γύρευε.
Ένιωθα ήδη την ιστορία να ψάχνει θέση μέσα μου. Πριν προλάβω να μιλήσω, άλλαξε παράδειγμα, σαν δάσκαλος που ξέρει την επόμενη ένσταση.
— Η δεύτερη ήταν γυναίκα. Κουβαλούσε κάτι που δεν το ’λεγε. Τύψη, άχτι.... δεν ξέρω. Πήγε νύχτα στην ίδια παραλία. Γύρισε με μια φωτογραφία.
— Παλιά;
— Και παλιά και καινούρια. Φωτογραφία δική της, αλλά όχι όπως ήταν. Όπως θα γινόταν. Μεγαλύτερη, με τα χρόνια πάνω της, μ’ εκείνη τη ματιά, σαν να ’χει μάθει να ζει με κάτι που δεν διορθώνεται. Τη φύλαγε. Όσο πλησίαζε στην ηλικία της φωτογραφίας, άδειαζε. Όταν πέθανε, την είχαν καρφωμένη στο κομοδίνο της. Η ίδια εικόνα. Η ίδια γυναίκα.
Έπαιξε με το κουτάλι στο πιατάκι.
— Θα βρεις εξήγηση κι εδώ. Θα πεις «Της την έφτιαξε κάποιος». Μακάρι! Γιατί, άμα δεν είναι φάρσα, είναι άλλη δουλειά.
Τον κοίταξα. Δεν φοβόταν αυτά που έλεγε. Τα είχε απλώς αποδεχτεί.
— Και τ’ άλλα; ρώτησα. Ο θρύλος λέει για πολλά αντικείμενα.
— Ο θρύλος είναι σαν τη θάλασσα: ό,τι βρίσκει το μαζεύει. Κάποιες νύχτες, λένε, ξεβράζονται παιδικά παπούτσια, κλειδιά, ρολόγια σταματημένα, βέρες σκέτες. Άλλος λέει «ναυάγιο», άλλος «ρεύμα». Εγώ λέω: τυχαίο δεν είναι που βγαίνουν πάντα εκεί.
Σήκωσε το βλέμμα και μου ’δωσε το συμπέρασμά του σαν αξίωμα:
— Η θάλασσα δεν χαρίζει. Δανείζει. Κι άμα πάρεις κάτι που δεν είναι για σένα, μια μέρα θα ’ρθει να το γυρέψει.
Δεν απάντησα. Γιατί, χωρίς να το θέλω, κάτι είχε ανέβει απ’ τον δικό μου βυθό. Ένας αναπτήρας. Ένας Marumar ασημένιος, δώρο από εκείνη. Κάποτε ήταν προέκταση του χεριού μου. Όχι για τα τσιγάρα, για την ανάμνηση. Τον είχα στην τσέπη για να θυμάμαι πως κάποτε κάποια στάθηκε απέναντί μου και πίστεψε σ’ ένα «μαζί». Είχε χαράξει στο πλάι: «Πάντα». Δικό της πείσμα. Τον έχασα σε μια άλλη παραλία, βόρεια, χρόνια πριν. Δεν θυμάμαι αν μου έπεσε, αν τον πήρε κύμα, αν τον άφησα επίτηδες. Θυμάμαι μόνο το κενό. Εκείνη είχε ήδη φύγει ή καλύτερα εγώ είχα φύγει από εκείνη, γυρίζοντας την πλάτη στο λιμάνι την ώρα που έπρεπε να τρέξω. Από τότε δεν ξανάπιασα αναπτήρα. Σταμάτησα το τσιγάρο, επειδή δεν άντεχα άλλο μέταλλο στο χέρι μου. Δεν το είπα στον γέρο. Εκείνος μιλούσε για θρύλους. Η θάλασσα όμως είχε πια κάτι δικό μου.
Το βράδυ στο δωμάτιο δεν κοιμήθηκα. Ο ανεμιστήρας γύριζε τον ζεστό αέρα, κι από κάτω, σαν δεύτερος ρυθμός, ακουγόταν το μακρινό θρόισμα της θάλασσας. Ήξερα ήδη ότι θα πάω. Όταν μια ιστορία βρει κάτι μέσα σου, παύει να είναι ξένη. Δεν είπα σε κανέναν πού πάω. Πήρα το αυτοκίνητο και τράβηξα προς τα νότια. Η άσφαλτος τελείωσε, ο δρόμος έγινε χώμα. Ο ουρανός καθαρός, το φεγγάρι λεπτό, ο αέρας ακίνητος, σαν πριν από απόφαση. Την παραλία τη γνώρισα από τη σιωπή της. Ούτε φώτα, ούτε φωνές, ούτε σκουπίδια. Μόνο άμμος, βράχια, νερό. Ένα νερό που δεν έμοιαζε να ταξιδεύει. Στεκόταν. Κατέβηκα. Η άμμος κρύα, παρ’ όλη τη ζέστη. Το κύμα ερχόταν κι έφευγε με την ίδια πάντα γραμμή, σαν ρολόι που χτυπάει στο ίδιο δευτερόλεπτο. Κάθισα εκεί στην άκρη.
— Αν έχεις κάτι για μένα, είπα σιγανά, τώρα!
Μίλησα περισσότερο στον εαυτό μου. Η θάλασσα δεν απάντησε. Ο χρόνος όμως άρχισε να χάνει τις άκρες του. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα. Οι σκέψεις γύρισαν αναγκαστικά στο λιμάνι, στο βλέμμα της, στο πώς βάφτισα τη δειλία μου «ελευθερία». Όταν σηκώθηκα να φύγω, άκουσα ένα διαφορετικό σύρσιμο στην άμμο. Όχι κύμα. Κάτι μικρό, σαν να σπρώχνεις μεταλλικό αντικείμενο σε βρεγμένο χώμα. Λίγο πιο πέρα, εκεί όπου μόλις είχε υποχωρήσει το νερό, κάτι γυάλιζε μισοχωμένο. Σαν να το ’χε φέρει μέχρι εκεί και να το άφησε.
Πλησίασα. Τα γόνατά μου λύγισαν πριν σκύψω. Ο αναπτήρας. Ο δικός μου! Ο Marumar. Τον πήρα στο χέρι. Το μέταλλο κρύο, με ψιλή άμμο στις χαρακιές. Τον γύρισα. Στο πλάι καθαρά: «Πάντα». Η θάλασσα είχε φέρει πίσω μια στιγμή που νόμιζα πως είχα θάψει. Τότε ένιωσα το έδαφος να υποχωρεί ελαφρά. Η άμμος κάτω απ’ τα πόδια μου μαλάκωσε, σαν να πατούσα πάνω σε ανάσα. Το κύμα δεν ακουγόταν πια ίδιο. Τα νερά άρχισαν να τραβιούνται προς τα μέσα, όχι σηκώνοντας φούσκες, αλλά σαν κάποιος να μάζευε ένα σεντόνι απ’ το κέντρο. Πιο βαθιά, σε μια λωρίδα μπροστά μου, η επιφάνεια άρχισε να γυρίζει. Στην αρχή αργά, ύστερα γρηγορότερα. Ο ήχος έγινε χαμηλό, σταθερό βουητό. Εκεί, στο σημείο που γύριζε, η θάλασσα βούλιαζε. Γύρω τα νερά έτρεχαν προς τα μέσα, στροβιλίζονταν, τραβώντας μαζί τους άμμο, αφρό, κομμάτια του βυθού. Η δίνη μεγάλωνε. Η άμμος κάτω απ’ τις φτέρνες μου μ’ έσερνε μισό βήμα μπροστά. Έκανα ένα πίσω. Η αίσθηση ότι κάτι με θέλει πιο κοντά ήταν τόσο καθαρή, που έκοψε κάθε «λογική» εξήγηση.
Κι ύστερα ήρθαν τα αντικείμενα. Στον αφρό δίπλα μου βγήκε ένα ρολόι με σπασμένο τζάμι. Πιο πέρα ένα μικρό παπούτσι. Ένα κλειδί σε ξεφτισμένο κορδόνι. Ένα δαχτυλίδι χωρίς πέτρα. Έμειναν γύρω μου σαν να τα ’χε ακουμπήσει ανθρώπινο χέρι. Μια λεπτή αλυσίδα μπλέχτηκε στον αστράγαλό μου. Την τίναξα. Στο άκρο της ένα μενταγιόν. Στην πίσω πλευρά δύο αρχικά. Όχι δικά μου, όχι δικά της, μα συνδυασμός γνώριμος, σαν όνομα που δεν γράφτηκε ποτέ σε κουδούνι. Η θάλασσα συνέχιζε τον στροβιλισμό της. Στο κέντρο το νερό δεν ήταν πια απλό σκοτάδι. Φώτιζε από μέσα μ’ ένα ψυχρό, υπερκόσμιο φως, ξένο προς φεγγάρι και προς φανό. Σαν να άνοιγε στον βυθό της μια πόρτα σ’ άλλον τόπο. Μέσα σ’ αυτό το φως κινήθηκαν σκιές. Σιλουέτες ανθρώπινες να στρέφονται γύρω απ’ τη δίνη, με τα χέρια τεντωμένα προς τα πάνω. Όχι για να σωθούν∙ για να παραδώσουν. Αντικείμενα, ίσως χρόνια, ίσως φωνές που δεν ειπώθηκαν. Η παλάμη μου είχε σφίξει τον Maruman  τόσο, που πονούσα. Δεν κρατούσα μόνο μέταλλο. Κρατούσα ό,τι δεν είχα πει στο λιμάνι. Η φωνή του γέρου ξανακούστηκε μέσα μου:
Η θάλασσα δεν χαρίζει. Δανείζει. Κι άμα πάρεις κάτι που δεν είναι για σένα…
Κατάλαβα πως αν κρατούσα τον αναπτήρα, δεν θα ’χα «δώρο». Θα ’χα χρέος.
— Δεν τον θέλω, είπα. Αυτή τη φορά σε όποιον άκουγε. Δεν τον θέλω έτσι.
Η δίνη γύριζε. Το φως πάλλονταν. Οι σκιές συνέχιζαν.
— Καλά έκανες και τον πήρες τότε, ψιθύρισα. Εκείνη δεν χρειαζόταν άλλο το «πάντα» μου. Για ό,τι της χρωστάω εσύ δεν φταις.
Σήκωσα το χέρι και πέταξα τον αναπτήρα στο κέντρο.
Έπεσε κάθετα. Για μια αναπνοή γυάλισε μέσα στο φως σαν μικρό αστέρι κι ύστερα χάθηκε. Ο ήχος χαμήλωσε. Η περιστροφή άρχισε να μικραίνει. Η επιφάνεια έκλεινε σαν μάτι που κουράστηκε. Τ’ αντικείμενα στην άμμο έμειναν να με κοιτούν σιωπηλά. Η άμμος σταμάτησε να με τραβά. Γύρισα την πλάτη κι ανέβηκα τα βράχια με χέρια γεμάτα μικρές χαρακιές. Μέχρι να φτάσω στο αυτοκίνητο, η θάλασσα πίσω μου ακουγόταν ξανά σαν «κανονική» θάλασσα. Μόνο που τώρα ήξερα ότι αυτό είναι το προσωπείο της.
Την άλλη μέρα πήγα πάλι στο καφενείο. Ο γέρος καθόταν μόνος. Όταν μπήκα, έκανε πως δεν με βλέπει. Πήρα καφέ, κάθισα αλλού. Πριν φύγει, σταμάτησε πίσω μου.
— Είπες «όχι», ε;
Δεν γύρισα.
— Σε τι; ρώτησα.
— Στο δώρο, είπε.
Και χαμήλωσε κι άλλο:
— Άμα σου χαρίσει κάτι η θάλασσα, να ρωτάς πρώτα ποιος το πλήρωσε.
Έφυγε σέρνοντας τη μαγκούρα. Δεν ζήτησε λεπτομέρειες. Ούτε μου έδωσε. Είχε τον ρόλο του: να λέει μισές αλήθειες και ν’ αφήνει τις άλλες μισές να τις βρούμε μόνοι μας.
Έφυγα από την Κρήτη λίγες μέρες μετά. Στο πλοίο κοιτούσα το νερό. Άλλη ακτή, ίδιο στοιχείο. Η θάλασσα, σκέφτηκα, είναι ένα σώμα με πολλά πρόσωπα.
Στο σπίτι, πολλά χιλιόμετρα μακριά απ’ την παραλία χωρίς όνομα, με περίμενε κάτι που δεν είχα αφήσει εγώ. Πάνω στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι, πάνω από μια στοίβα βιβλία, υπήρχαν δύο πράγματα: μια μικρή φωτογραφία και ο  Maruman ο αναπτήρας μου. Σαν να είχαν σταθεί εκεί από πάντα. Πρώτα πήρα τη φωτογραφία. Παλιό χαρτί, κιτρινισμένες άκρες. Ήμουν εγώ. Όχι όπως τώρα. Πιο μεγάλος. Το πρόσωπο τραβηγμένο, οι γραμμές γύρω απ’ το στόμα πιο βαριές, τα μάτια κουρασμένα, στραμμένα ελαφρά πλάγια, σαν να είχαν συνηθίσει να βλέπουν να φεύγουν πράγματα. Πίσω, σαν σκηνικό, ένα παράθυρο. Στο πλάι κάτι αχνό. Μια γυναικεία φιγούρα σχεδόν διάφανη. Ο ώμος, το σχήμα των μαλλιών, το κεφάλι ελάχιστα στραμμένο προς εμένα. Σαν να στεκόταν στον ίδιο χώρο, αλλά μισή εδώ, μισή αλλού. Αν το έδειχνα σε άλλον, ίσως να το ’λεγε «σκιά». Εγώ δεν βιάστηκα να το βαφτίσω. Η μυρωδιά του δωματίου ήταν στεγνή. Κι όμως στα δάχτυλά μου ένιωσα αλάτι.
Άφησα τη φωτογραφία και πήρα τον αναπτήρα. Ο Maruman. Στεγνός. Καθαρός. Χωρίς άμμο. Σαν να μην είχε πέσει ποτέ σε δίνη. Σαν να μην είχε χαθεί ποτέ. Τον γύρισα στα χέρια. Το «Πάντα» στη θέση του. Άγγιξα τον διακόπτη. Άναψε με την πρώτη, με φλόγα σταθερή, ήσυχη, σαν σε δοκιμή παλιού θεατρικού. Τον έκλεισα αμέσως. Δεν τον πέταξα. Δεν τον κράτησα πάνω μου. Τον άφησα δίπλα στη φωτογραφία. Θυμήθηκα τον γέρο:
Η θάλασσα δεν χαρίζει. Δανείζει. Κι ό,τι σου φέρει πίσω, δεν είναι ποτέ μόνο πράγμα.
Δεν έκρυψα τίποτα κάτω από στρώμα. Τ’ άφησα εκτεθειμένα εκεί. Καμιά φορά, τη νύχτα, περνώ δίπλα απ’ το κομοδίνο και ρίχνω μια σύντομη ματιά. Μου φαίνεται ή θέλω να μου φαίνεται, πως η αχνή φιγούρα πλησιάζει λίγο προς εμένα. Κι ο αναπτήρας ακόμη κλειστός, σαν να βαραίνει περισσότερο απ’ όσο θα ’πρεπε.
Δεν ξαναπήγα στην παραλία χωρίς όνομα. Δεν άναψα ξανά τσιγάρο. Δεν ξέρω τι να υποθέσω, δεν ξέρω τι είναι πραγματικό και τι παιχνίδι της φαντασίας. Κι όμως, κάθε φορά που νερό τρέχει σε σωλήνα, που βροχή χτυπάει στα τζάμια, που μια βρύση γουργουρίζει, κάτω απ’ τον ήχο ακούω κάτι σταθερό, υπομονετικό. Έναν βαθύ, μακρινό στροβιλισμό. Σαν δίνη που ακόμη δουλεύει. Σαν θάλασσα που κρατά σημειώσεις και, όταν έρθει η ώρα, απλώνει στην άμμο (ή στο κομοδίνο σου) ό,τι χρωστάς να δεις.
Ανδρέας Μαρολαχάκης
12/11/25
Κίσαμος

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025

ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΑ ΑΛΩΝΙΑ

Χειμώνας του 1898. Στη Σκούλιαρη (Αγία Κυριακή) το χιόνι είχε σκεπάσει σκεπές και δρόμους. Ο αέρας σφύριζε μες στα στενά, οι καπνοί απ’ τα τζάκια σηκώνονταν αδύναμοι στον παγωμένο ουρανό. Οι γυναίκες έβραζαν κάστανα και πατάτες για τα παιδιά∙ το αλεύρι είχε τελειώσει. Οι γέροι έγνεφαν με πίκρα: «δε βγαίν’ ου χειμώνας μ’ αυτά».
Ο Γιάνν’ς ο Αγωγιάτης πήρε την απόφαση. Θα κατέβαινε στον Βελβεντό (Βελβεντός), με το μικρό του καραβάνι του. Μα το πέρασμα στ’ Αλώνια ήταν στένεμα με γκρεμούς∙ δρόμος που καμιά φορά καταπίνει άνθρωπο και ζωντανό.
Στο φως του πρωινού, ο Γιάνν’ς κι ο ανιψιός του, ο Μήτρος, έδεσαν τα σαμάρια σε τέσσερα μουλάρια. Γερά ζώα, μαθημένα στη δύσκολη στράτα. Φορτίο: σαμάρια ξύλινα, σκάφες, κουβάδες, τσουγκράνες, τσεκούρια με λαβές κι ένα-δυο βαρελάκια με τσίπουρο. Αυτά θα τα αντάλλασσαν στο παζάρι με αλεύρι, αλάτι και λάδι.
Ντύθηκαν με χοντρά ρούχα, ζώστηκαν τις γίδινες κάπες που μύριζαν τραγίσιo μαλλί. Σφίγγαν τις κάπες γύρω από τον λαιμό και χτυπούσαν τα πόδια τους για να κυκλοφορεί το αίμα. Τα χέρια τα ’τριβαν δυνατά το ’να με τ’ άλλο, ώσπου κοκκίνιζαν, για να μην τους πάρει η παγωνιά.
— «Θεί’, μπας κι είναι τρέλα να φύγουμι;» είπε ο Μήτρος με τρεμάμενη φωνή.
— «Τρέλα είν’ να μείνουμι. Μωρ’ Μήτρ’, τα παιδιά θέλν’ ψωμί, κι τα ζώα αλάτ’. Άμα δεν πάμε, θα μας θάψ’ ου χιονιάς πριν τη Λαμπρή.»
Ανέβαιναν αργά. Το χιόνι έτριζε κάτω απ’ τις μπότες. Τα δέντρα, φορτωμένα πάγο, έσπαγαν κλαδιά που έπεφταν με θόρυβο. Κάθε τόσο, οι άντρες σταματούσαν, χτυπούσαν τα πόδια στο έδαφος, έτριβαν τις παλάμες, φυσούσαν πάνω τους αχνό αέρα.
Τα μουλάρια προχωρούσαν με σίγουρα βήματα. Ήταν πλασμένα γι’ αυτές τις στράτες∙ σκυφτά, υπομονετικά, με μάτια που διάβαζαν τον δρόμο καλύτερα κι απ’ τον άνθρωπο. Το κουδούνι του πρώτου ζώου χτυπούσε μονότονα, σαν μετρονόμος του ταξιδιού.
Στην κατηφόρα προς το Ντράτσικο (Δάσκιο), το δεύτερο μουλάρι γλίστρησε. Το σαμάρι έγειρε, κι ένα ξύλινο βαρέλι κύλησε στο χιόνι.
— «Θεί’! Χανόμαστι!» φώναξε ο Μήτρος.
Ο Γιάνν’ς έπεσε μπροστά, άρπαξε το χαλινάρι.
— «Όρθιου, Ρούσα! Μη φοβάσαι!» βρόντηξε. Το ζώο σφάδασε, χτύπησε τις οπλές, κι έμεινε όρθιο.
Οι δυο άντρες γλίστρησαν κι αυτοί, έπεσαν στα γόνατα, γέμισαν τα χέρια χιόνι. Σηκώθηκαν με βογκητά.
— «Θεί’, δε θα φτάσουμι ζωντανοί…»
— «Θα φτάσουμι, μωρ’ Μήτρ’. Ο δρόμους θέλ’ καρδιά, όχι κουράγιο.»
Ύστερα από μέρες κακουχίας, φάνηκε ο Βελβεντός (Βελβεντός). Οι άντρες μπήκαν κατάκοποι, τα μουλάρια μούσκεμα απ’ τον ιδρώτα. Οι έμποροι στο παζάρι, μαθημένοι στα σκληρά, σήκωσαν τα μάτια τους.
— «Απ’ τη Σκούλιαρη (Αγία Κυριακή); Μες στον χιονιά;»
Ο Γιάνν’ς κούνησε το κεφάλι.
— «Για το ψωμί των παιδιών…»
Ξεφόρτωσαν τα σαμάρια, τις σκάφες, τα εργαλεία, το τσίπουρο. Οι έμποροι τα πήραν, τα μέτρησαν. Μα αντί να παζαρέψουν σκληρά, έδωσαν περισσότερα απ’ όσα έπρεπε.
Ένας γεροντότερος έμπορος, με πρόσωπο ρυτιδωμένο, είπε:
— «Γιάννη, το κέρδος μας είναι οι ψυχές σας. Πάρτε αλεύρι, πάρτε αλάτι, πάρτε λάδι. Χρέος μη φοβάσαι∙ η ζωή σας είναι πιο ακριβή απ’ τα γρόσια.»
Ο Γιάνν’ς δάγκωσε τα χείλη, ένιωσε ντροπή κι ευγνωμοσύνη.
— «Με την ψυχή μ’ θα σας ξεπληρώσω, αν χρειαστεί. Να το θυμάστε.»
Ξεκουράστηκαν στο χάνι. Οι κάπες τους κρεμάστηκαν να στεγνώσουν, τα ζώα τάισαν κριθάρι, κι οι δυο αγωγιάτες ήπιαν λίγο ζεστό κρασί. Στο χνώτο τους φαινόταν το όνειρο της επιστροφής.
Το ξημέρωμα ξεκίνησαν φορτωμένοι με σακιά αλεύρι, βαρέλια με  λάδι και αλάτι. Μα το χιόνι είχε πέσει πιο πυκνό. Στην κατηφόρα προς το Βόσοβα (Σφηκιά), ένας βράχος ξεκόλλησε κι έπεσε στο μονοπάτι. Τα μουλάρια τρόμαξαν.
Ο Μήτρος ούρλιαξε:
— «Θεί’, χαθήκαμι!»
Ο Γιάνν’ς έτρεξε, άρπαξε το πρώτο ζώο απ’ το χαλινάρι.
— «Στάσου, Καψάλη… μη φοβάσαι.» Η φωνή του τρεμόσβηνε, μα το ζώο στάθηκε. Τα υπόλοιπα ακολούθησαν.Εστριψαν προς την  Μπρατίνιστα (Bratinista (Χαραδρα) το μονοπάτι ήταν καλύτερο συνέχισαν με πιο γρηπγορο ρυθμό...
Χτυπούσαν τα πόδια τους, έτριβαν τα χέρια ώσπου μάτωσαν για να κρατηθούν ζεστοί. Μα η ψυχή τους φούντωνε απ’ την ελπίδα.
Όταν φάνηκε η Σκούλιαρη (Αγία Κυριακή), οι γυναίκες περίμεναν με λυχνάρια, τα παιδιά έτρεξαν σαν ποτάμι. Ο Γιάνν’ς κατέβασε το πρώτο σακί και το ακούμπησε μπροστά στον παπά.
— «Ορίστε το ψωμί σας, μωρέ! Ο δρόμους δε μας έφαγε ακόμα.»
Δάκρυα έτρεξαν. Τα παιδιά φώναζαν, οι γυναίκες αγκάλιαζαν τον Μήτρο, κι οι γέροι σταυροκοπιόνταν.
Κι έτσι, το πέρασμα στ’ Αλώνια έμεινε στη μνήμη όχι σαν τόπος φόβου, αλλά σαν μονοπάτι σωτηρίας. Γιατί τότε φάνηκε πως η ζωή δεν μετριέται σε χρυσάφι ή σε εμπορεύματα, μα σε πλάτες που σηκώνουν βάρη για τους άλλους και σε χέρια που ανοίγουν δίχως να ζητούν αντάλλαγμα.
Οι αγωγιάτες με την αυτοθυσία τους και οι έμποροι με τη μεγαλοσύνη τους έπλεξαν κρίκο αλυσίδας∙ κι αυτή η αλυσίδα κράτησε όρθιο ένα χωριό...
Ανδρέας Μαρολαχάκης

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2025

Ο ΣΤΑΒΛΟΣ ΠΟΥ ΞΑΝΑΓΙΝΕ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Το θυμούμαι σαν τώρα. Το Kasapli (Καστέλι), μύριζε θάλασσα, μπαρούτι και θυμίαμα εκείνα τα χρόνια. Το κάστρο στεκόταν κουρασμένο, μα περήφανο ακόμα και οι μαχαλάδες αντιλαλούσαν από παιδικές φωνές. Τα παιδιά έπαιζαν κουδουνάκια, έτρεχαν στα σοκάκια και φώναζαν:
— Πιάσε με! Πιάσε με αν μπορείς!
Οι ήχοι απ’ τα κουδουνάκια ανακατεύονταν με τα γέλια τους και χτυπούσαν πάνω στα μισογκρεμισμένα τείχη. Οι γυναίκες κουβαλούσαν νερό απ’ τη στέρνα, έπλεναν στις γούρνες ρούχα, ζύμωναν ψωμί και πίτες. Στα πανηγύρια στόλιζαν τις αυλές με μυρτιές και βασιλικούς. Εμείς οι άντρες συναντιόμασταν στους καφενέδες. Μιλούσαμε χαμηλά, μα στα μάτια μας γυάλιζε η προσμονή: πλησίαζε η ώρα της λευτεριάς. Απ’ την άλλη οι Τουρκοκρητικοί δεν έλεγαν να καταλάβουν. Πιο σκληροί κι απ’ τους ίδιους τους Οθωμανούς, έμοιαζαν με πληγωμένα θεριά. Όσο μύριζαν το τέλος, τόσο πιο άγρια δάγκαναν.
Στον καφενέ
Ένα βράδυ βρέθηκα στον καφενέ του Στρατή. Το λαούτο αντηχούσε και κάποιος τραγούδησε μια μαντινάδα:
«Σαν το πουλί που στο κλουβί για χρόνια το ’χουν κλείσει,
θέλει φτερά ν’ ανοίξει πια, στον ήλιο να γυρίσει…»
Ο Γιώργης σήκωσε το ποτήρι του.
— Στη λευτεριά, μωρέ σύντεκνοι!
Πρόλαβα να χαμογελάσω, μα τότε μπήκε μέσα ο Χασάν. Μαύρο γιλέκο, γιαταγάνι και κουμπούρα στο ζωνάρι.
— Kes sesini, gavur! (Σκάσε, άπιστε) φώναξε.
Η καρδιά μου σκίρτησε. Ένιωσα το αίμα να βράζει, μα σώπασα. Ο Μιχάλης στάθηκε όρθιος.
— Μπρε, εδώ είμαστε στου Στρατή τον καφενέ. Εδώ τραγουδούμε ό,τι θέμε.
Ο Χασάν άρπαξε το ποτήρι και το ’σπασε χάμω. Ησυχία! Κι όμως, μέσα στη σιωπή, τα μάτια μας αντάμωσαν. Ήταν σαν όρκος: Δεν θ’ αφήναμε τη φλόγα της λευτεριάς να σβήσει. Όσο κι αν φυσούσε ο αγέρας του φόβου, η σπίθα θα έμενε αναμμένη μέσα μας.
Η γιορτή
Λίγες μέρες αργότερα πήγα στου Γιώργη. Είχε πανηγύρι. Στήσαμε σούβλες με αρνιά κι αλλού ψήναμε αντικριστό σε πέτρες με δυνατή φωτιά. Οι γυναίκες κερνούσαν ρακή, τα παιδιά έτρεχαν γύρω απ’ τα τραπέζια, οι κοπελιές τραγουδούσαν συρτό. Ξάφνου πέρασαν δυο Τουρκοκρητικοί. Τα μάτια τους γεμάτα μίσος.
— Bak, bunlar çok mutlu… (Κοίτα, αυτοί πολύ χαρούμενοι…)
— Yakında bitecek! (Σύντομα θα τελειώσει!)
Το στομάχι μου σφίχτηκε. Μα τότε η Μαρίκα, γριά γυναίκα με σγουρά άσπρα μαλλιά, στάθηκε στη μέση της αυλής. Σήκωσε το χέρι κι έκανε τον σταυρό της φανερά, μπροστά τους. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα: κι αν σωπαίναμε, η ψυχή μας δεν λύγιζε.
Στο τσαρσί
Ένα πρωί στο τσαρσί, άκουσα φασαρία. Έτρεξα. Οι Τουρκοκρητικοί άρπαζαν το λάδι του Μανώλη.
— Ben alırım, sen susarsın! (Εγώ παίρνω, εσύ σωπαίνεις!)
Ο Μανώλης φώναξε:
— Δεν σωπαίνω άλλο! Η ώρα σας πέρασε!
Τον χτύπησαν με την κατσούνα. Δεν άντεξα! Με τους άλλους μαζευτήκαμε γύρω του. Για πρώτη φορά δεν κάναμε πίσω. Οι ξένοι στρατιώτες κοιτούσαν αδιάφοροι, μα εμείς σταθήκαμε πλάι στον Μανώλη. Ήταν μικρό πράγμα, μα μέσα μου ήξερα: η ζυγαριά είχε γείρει.
Η αγοραπωλησία
Λίγο αργότερα ο Μουσταφά, πλούσιος Τουρκοκρητικός, φώναξε τον Γιώργη. Εγώ ήμουν παρών.
— Γιώργη, πάρε το σπίτι μου και τον στάβλο. Φεύγουμε.
— Και ίντα να τα κάμω εγώ, μπρε Μουσταφά; Ο στάβλος…
— Ahır iyidir, sağlamdır! (Ο στάβλος είναι καλός, γερός!)
Τότε πετάχτηκε η γυναίκα του, η Αϊσέ.
— Yapma bunu, Mustafa. (Μην το κάνεις αυτό, Μουσταφά). Δεν το βλέπεις; Εκκλησιά ήτανε παλιά. Θα σηκώσουνε πάλι το σταυρό!
Ο Μουσταφά αγρίεψε.
— Hanım, yeter! (Γυναίκα, φτάνει!) Μονάχα τα λεφτά μετράνε τώρα.
Κοίταξα τον Γιώργη. Είχε σκύψει το κεφάλι, μα τα χείλη του έτρεμαν.
— Ό,τι είν’ του Θεού, γυρίζει πίσω. Εσύ πες την τιμή, είπε.
Το παζάρι κράτησε ώρα. Στο τέλος τ’ ασημένια γρόσια άλλαξαν χέρια. Ένιωσα πως ήμουν μάρτυρας μιας στροφής της ιστορίας.
Ο στάβλος
Μπήκαμε μαζί μέσα. Η μυρωδιά από κοπριά κι άχυρο με χτύπησε, μα τότε πρόσεξα κάτω απ’ τον ασβέστη έναν χαραγμένο σταυρό. Στην καμάρα σβησμένα χρώματα∙ ίχνη τοιχογραφίας. Ο παπάς που ήταν μαζί μας ψιθύρισε:
— Θα ξαναγίνει εκκλησιά. Μα όχι τώρα. Μετά τη λευτεριά.
Δεν μίλησα. Μονάχα φίλησα εκείνον τον σταυρό κι ένιωσα δάκρυ να κυλά. Από τότε πολλές γυναίκες έρχονταν στα κρυφά, άναβαν κεράκι κι έφευγαν γρήγορα. Ο στάβλος έμεινε σιωπηλός, μα μέσα μου ήξερα πως ήταν υπόσχεση.
Μετά την απελευθέρωση
Χρόνια πέρασαν και ήρθε η μέρα που η Κρήτη λευτερώθηκε. Θυμάμαι τις καμπάνες. Χτυπούσαν σαν να ’θελαν να ξεπληρώσουν σιωπή δεκαετιών! Ο στάβλος καθαρίστηκε. Στήσαμε τέμπλο και κρεμάσαμε εικόνες που φυλάγαμε κρυφά στα σπίτια. Στην πρώτη λειτουργία οι γέροι ασπάζονταν τους τοίχους κι έκλαιγαν σαν παιδιά. Μια μάνα ψιθύρισε δίπλα μου:
— Για τα παιδιά μας, για να μη ζήσουνε σκλαβιά!
Έκανα κι εγώ τον σταυρό μου. Και σκέφτηκα τότε: οι Τουρκοκρητικοί φύγανε σαν αγρίμια πληγωμένα∙ όσο πιο κοντά στο τέλος, τόσο πιο άγρια δάγκαναν. Μα οι αυτοκρατορίες δεν πέφτουν  με γιαταγάνια. Χάνονται όταν μια γριά τολμά να κάνει τον σταυρό της μπροστά στον αγά, όταν οι άντρες στέκουν όλοι μαζί στο τσαρσί, όταν ένας στάβλος ξαναγίνεται εκκλησιά. Γιατί η μνήμη είναι πιο δυνατή απ’ τον φόβο.
Ανδρέας Μαρολαχάκης 
26/9/25
Χαράδρα

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2025

Η ΕΜΙΝΕ ΤΟΥ ΚΑΣΤΕΛΙΟΥ

Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Το Καστέλι ζούσε μ’ ένα πόδι στο σήμερα κι ένα στο χθες. Στο κάστρο οι Τουρκοκρητικοί κρατούσαν ακόμα τα κλειδιά· γύρω στα χωριά οι Χριστιανοί, φτωχοί μα περήφανοι, προσπαθούσαν να πορευτούν χωρίς μπελάδες. Από τότε που οι ξένες δυνάμεις φυλάγανε τα Χανιά και οι Οθωμανοί στρατιώτες είχαν φύγει, ο τόπος άρχισε να βράζει. Η Υψηλή Πύλη έστελνε φιρμάνια που πάντα κατέληγαν: «Μη γίνεσθε αφορμή για μπελάδες». Μα οι Τουρκοκρητικοί ήξεραν πως η ώρα τους περνάει και λυσσούσαν, σαν σκύλος που χάνει τα δόντια του. Οι μουσουλμάνοι απαιτούσαν σεβασμό, όταν ο μουεζίνης ανέβαινε στον μιναρέ την Παρασκευή, μα ποτέ δεν τον έδειχναν στις καμπάνες της Κυριακής.
Στο Τσαρσί, την αγορά του Καστελιού, η ζωή κυλούσε με φωνές και μυρωδιές. Πραματευτάδες, μπακάλικα, τσαγκάρικα, μπαχάρια, αλάτι και ψάρια απ’ τη Γραμβούσα και τον Μπάλο, σφάγια  (αρνιά, κατσίκια) και τυριά απ’ τις Μαδάρες, φρούτα, καρύδια και στάρι ανακατεμένα με φωνές από εμπόρους που τα πουλούσαν. Ζωντανά (αιγοπρόβατα, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και εκπαιδευμένοι σκύλοι) περνούσαν απ’ τα χέρια των Χριστιανών προς τους Τουρκοκρητικούς. Οι Χριστιανοί περιορίζονταν κυρίως στις ανταλλαγές αγαθών, ενώ οι Τουρκοκρητικοί με τα χρήματα κινούσαν την οικονομία. Το Τσαρσί δεν ήταν μόνο για καφέ και ρακή· ήταν η καρδιά του εμπορίου, ο τόπος των συμφωνιών και των δοσοληψιών. Εδώ γινόταν κάθε εμπορική δοσοληψία. Οι Χριστιανοί μπαινοβγαίνανε προσεχτικά. Οι Τουρκοκρητικοί είχαν τα κεφάλια ψηλά, με μαγκιές και τζαμπουράδες (τσαμπουκάδες) στα βλέμματα και στις φωνές τους. Κανείς δεν εμπιστευόταν κανέναν! Το βλέμμα μισόκλειστο, η ανάσα κομμένη.
Εκεί πρωτοείδα την Εμινέ. Μαυρομάτα, λυγερόκορμη, κόρη του Μεχμέτ που κρατούσε λόγο μέσα στο κάστρο. Τα μάτια μας σμίξανε για μια στιγμή κι ένιωσα να καίγεται το μέσα μου. Από τότε μιλούσαν τα μάτια μας κάθε φορά που τη συναντούσα. Στο πανηγύρι της μίλησα. Με κοίταξε σαν να έλεγε «ναι». Περνούσα κάθε μέρα κάτω απ’ το πέντζερέ της (παράθυρο γυναικωνίτη) και η Εμινέ μου έριχνε ένα γιασεμί από τη γλάστρα της. Πολύ σύντομα αρκετοί κατάλαβαν τη σχέση μας. Μια μέρα με συνάντησε στο τσαρσί ο Ρασίμ, ο αδερφός της Εμινέ. Με κοίταξε προκλητικά και ρώτησε:
— Ποιες κοπελιές γυροφέρνεις, μωρέ Νικολό;
— Εκείνες που μ’ αρέσουν… κι εκείνες που με θέλουν.
— Εδώ είναι Κρήτη! Τις δικές μας κοπελιές δεν τζι ζυγώνουνε ραγιάδες!
— Εγώ, Ρασίμ, δεν ξέρω από ραγιάδες κι αφεντάδες. Ξέρω από καρδιά… και η καρδιά μου μιλάει.
Ο Ρασίμ φούντωσε, έπιασε τη μάχαιρα. Μαγαζάτορες μπήκαν στη μέση:
— Στο τσαρσί, μωρέ, γίνεται αλισβερίσι και καφές, όχι μαχαιρώματα!
Ο Ρασίμ έφυγε βρίζοντας.
Ο θείος ο Μαρής, περήφανος χωριανός μου  και τίμιος, πουλούσε λάδι. 
Πέρασε ο Χασάνης οπλισμένος και θρασύς, έχωσε το χέρι στο δοχείο και το έγλειψε.
— Καλό φαίνεται το λάδι, θα το πάρω! είπε ο Χασάνης, βουτώντας ξανά το δάχτυλο.
— Το λάδι πληρώνεται, Χασάνη, απάντησε ο Μαρής.
— Εσείς οι ραγιάδες ακόμα να μάθετε; Ό,τι θέμε το παίρνουμε! είπε αγγίζοντας τη μάχαιρα.
— Ώπα, μωρέ! Η αγορά δεν είναι για να μας κλέβετε μήτε να μας φοβερίζετε. Εδώ γίνεται αλισβερίσι, όχι νταηλίκι.
Οι χωριανοί όρμησαν, τον έδιωξαν. Ο Χασάνης έβραζε:
— Θα στο ξεπληρώσω, Μαρή! Σας το γράφω!
— Ώπα, μωρέ, Χασάνη! Η αγορά δεν είναι για να μας δέρνετε ούτε να μας κλέβετε· εδώ γίνεται αλισβερίσι, επανέλαβε ο Μαρής.
Λίγες μέρες αργότερα στο λιμάνι έπιασε ένα καΐκι ενός Σφακιανού με όσπρια και αλεύρι. Δύο Τουρκοκρητικοί, τσιράκια του Χασάνη, οπλισμένοι πάτησαν στην προβλήτα:
— Το μισό φορτίο δικό μας! του φώναξαν.
— Όνειρο βλέπετε! αποκρίθηκε ο Σφακιανός.
Τον κοπάνησαν με το κοντάκι του όπλου στο κεφάλι. 'Επεσε στο κατάστρωμα. Αμέσως μαζεύτηκαν ντόπιοι, ο Μαρής  κι εγώ. Άρχισαν φασαρίες. Οι ζαπτιέδες απ’ το κάστρο δεν ανακατεύτηκαν. Οι Τουρκοκρητικοί του Χασάνη έφυγαν βρίζοντας, δαρμένοι. Στο σκοτεινό σοκάκι με το καλντερίμι, κοντά στον μιναρέ, η ένταση κορυφώθηκε. Ο Μαρής συνάντησε τον Χασάνη:
— Μαρή! Η θρησκεία σας δεν αξίζει ούτε ένα φτυάρι σκατά! ούρλιαξε ο μουσουλμάνος.
— Σταμάτα, Χασάνη! Δεν σε φοβάμαι! αποκρίθηκε ο Μαρή, άοπλος κι ατίθασος.
Μια στιγμή σιωπής. Στη συμπλοκή που ακολούθησε ο Χασάνης έπεσε νεκρός, με το δικό του μαχαίρι καρφωμένο στο πλευρό του. Όλοι ήξεραν ποιος το έκανε και πώς έγινε.Ο Ρασίμ άρπαξε την ευκαιρία:
— Θ’ αφήσουμε ατιμώρητο τον φόνο του αδερφού μας; φώναξε.
— Ο Μαρής  και ο Νικόλας το έκαναν, πρόσθεσε και κερνούσε αβέρτα ρακή.
Μάζεψαν μπόλικους διψασμένους για αίμα και εκδίκηση. Η Εμινέ τρέμοντας έφτασε τρεχάτη:
— Νικόλα, κακομοίρη μου! Ο Ρασίμ ξεσήκωσε τσι δικούς του. Σας φορτώνει το φονικό! Σας κυνηγάνε!
Την άρπαξα στην αγκαλιά μου.
— Εμινέ, δεν σ’ αφήνω! Όπου πάω,  θα έρθεις κι εσύ! 
— Πρέπει να φύγετε απόψε! Τώρα!
— Ε, τότε μαζί θα φύγουμε. Γιατί η καρδιά μου δεν χωρίζει μπλιό.
Ειδοποιήσαμε τον μπάρμπα μου και βρεθήκαμε  στο καΐκι  του Σφακιανού. Μπήκαμε. Δεν ρώτησε· τράβηξε άγκυρα.
Η θάλασσα άνοιξε δρόμο. Τα πανιά τεντώθηκαν. Ο Μαρής εγώ και η Εμινέ αφήσαμε πίσω μας το Καστέλι, το Τσαρσί, τις τιμές και τις βεντέτες. Στα Σφακιά θα βρίσκαμε ελευθερία, μακριά από εκδίκηση και φόβο. Το αλμυρό νερό τρυπούσε τη μύτη μας, τα πανιά φούσκωναν απ’ τον άνεμο και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Η Εμινέ δίπλα μου, ζωντανή και φοβισμένη, έσφιγγε το χέρι μου. Στα Σφακιά, η ελευθερία έμοιαζε γλυκιά, σαν ήλιος που ξαναγεννιέται μετά τη νύχτα. Κι εγώ, ο Νικόλας, με τον Μαρή και την Εμινέ στο πλευρό μου, ένιωθα ότι, παρά την καταιγίδα του Καστελιού, η ζωή μπορούσε ακόμα ν’ ανθίσει. Στο Καστέλι αφήσαμε  αίματα. Εκεί η τιμή, η περηφάνεια και η εκδίκηση υπερτερούσαν από τον έρωτα.
Μα ο άνθρωπος (ακόμα και σε καιρούς βίας και αυθαιρεσίας) κρατά την αγάπη και την ελπίδα σαν ασπίδα. Τα ήθη της εποχής, το εθιμικό δίκαιο της βεντέτας, η αίσθηση του καθήκοντος και της πίστης, καθορίζουν την πορεία των ανθρώπων. Όμως η καρδιά τους ζητάει την ελευθερία και τον έρωτα πέρα από έθνη  και θρησκείες.
Ανδρέας Μαρολαχάκης
15/9/25
Κίσαμος

 

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2025

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΗΣ ΓΡΑΜΒΟΥΣΑΣ

Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης 
Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνα τα χρόνια στην Κίσσαμο, όταν ήμουν παιδί. Η ζωή μας ήταν σκληρή, αλλά γεμάτη ήθη και συνήθειες που κρατούσαν την ψυχή ζωντανή. Οι γυναίκες ξυπνούσαν πριν χαράξει για να ζυμώσουν το ψωμί και να φτιάξουν κουλουράκια ή γλυκίσματα από μέλι και αμύγδαλα. Τα παιδιά τρέχαμε στα χωράφια και στα μονοπάτια, μαθαίνοντας να ξεχωρίζουμε τα βότανα, να αναγνωρίζουμε τα ίχνη των ζώων και να φοβόμαστε τα βήματα των στρατιωτών που περνούσαν στα γύρω χωριά.
Οι άντρες δούλευαν στα κτήματά τους, μάζευαν ελιές και στάρι, αλλά πολλά βράδια γίνονταν Καλησπέριδες. Κρυφά, βγαίνανε στα βουνά και τα φαράγγια, καρτερούσαν τους Οθωμανούς ή τους Τουρκοκρητικούς και τους επιτίθονταν σε ενέδρες. Μερικές φορές, νύκτα, κτυπούσαν τις πόρτες μουσουλμάνων που έκαναν αδικίες. Όταν άνοιγαν την πόρτα και έλεγαν «καλησπέρα», άνδρες πυροβολούσαν· μετά εξαφανίζονταν σαν σκιά. Οι Τουρκοκρητικοί – Κρητικοί που είχαν εξισλαμιστεί – ήταν πιο σκληροί και βίαιοι από τους Τούρκους· έκαιγαν σπίτια, άρπαζαν ζώα και σιτάρι και δεν λυπόντουσαν κανέναν. Οι Καλησπέριδες ήταν η μόνη δικαιοσύνη για μας.
Στην εκκλησιά πηγαίναμε με φόβο. Ένα κερί μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, ένα ψιθυριστό «Χριστός Ανέστη», μπορούσε να σημαίνει ζωή ή θάνατο. Οι γιορτές ήταν απλές, μα γεμάτες τραγούδια και χορούς, πάντα όμως υπό την απειλή των στρατιωτών και των Τουρκοκρητικών. Η πείνα μας έκανε να κρύβουμε το στάρι σε πήλινα πιθάρια θαμμένα στη γη· η μάνα μου προσευχόταν κάθε μέρα για προστασία και δύναμη.
Μα υπήρχαν και θρύλοι που κρατούσαν την καρδιά μας ζωντανή. Ο πιο συναρπαστικός ήταν για τη Γραμβούσα, το φρούριο που δέσποζε πάνω από τη θάλασσα σαν πέτρινος γίγαντας, με απότομους βράχους και μικρές σπηλιές κατά μήκος της ακτής. Οι πειρατές που το κατείχαν λυμαίνονταν τη Μεσόγειο· έπιαναν πλοία, άρπαζαν φορτία και έκρυβαν τα λάφυρα σε κρυφά μπουντρούμια του φρουρίου. Το 1828, κατόπιν εντολής του Καποδίστρια και με τη βοήθεια στόλων Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, οι πειρατές τελικά αφανίστηκαν, αφήνοντας πίσω τους μνήμες και μυστικά.
Η τραγική ιστορία της κοπέλας, της Αργυρώς από τη Σούδα, με συγκλόνιζε. Την είχαν αρπάξει οι πειρατές και κρατούσαν αιχμάλωτη στις σκοτεινές στοές του φρουρίου. Όταν προσπάθησε να δραπετεύσει, έπεσε σε απόκρημνους βράχους και έμεινε άταφη. Η ψυχή της περιφερόταν στο κάστρο, φυλάγοντας τα μυστικά και τον θησαυρό των πειρατών.
Μια νύχτα, με φεγγάρι κοφτερό σαν ξυράφι, φόρεσα το δερμάτινο γιλέκο μου και την κρητική κάπα, πήρα ένα ραβδί και το όπλο μπαρουτόκαπνο με μερικές μπάλες και ξεκίνησα για τον κόλπο. Ήξερα τα μονοπάτια από τις ιστορίες των Καλησπέρισων· κάθε θρόισμα στη σιωπή της νύχτας γινόταν απειλή, κάθε σκιά έμοιαζε με στρατιώτη του αγά.
Η βάρκα μου χτύπησε απαλά στα βράχια της Γραμβούσας. Το φρούριο με κοιτούσε λες και γνώριζε κάθε μου κίνηση. Οι τοίχοι ήταν ψηλοί, από τραχιά πέτρα, γεμάτοι ρωγμές και κόγχες· μικρά φυλάκια μαρτυρούσαν πού οι πειρατές παρακολουθούσαν τη θάλασσα. Μέσα στο φρούριο, στενά μονοπάτια, υπόγειες στοές, τεράστιοι λάκκοι και παλιά πηγάδια δημιούργησαν δαιδαλώδη δίκτυα· ήταν το μέρος όπου ίσως κρυβόταν ο θησαυρός.
Το ψάξιμο κράτησε μέρες. Έπινα νερό από στέρνες και πηγάδια που είχαν σκαφτεί από τους πειρατές· έτρωγα ψάρια που έπιανα εύκολα και πεταλίδες κολλημένες στα βράχια της θάλασσας. Παρατηρούσα κάθε γωνιά του φρουρίου, κάθε σπηλιά και λάκκο, κάθε παλιό πηγάδι· κατέγραφα στη μνήμη μου ό,τι έβλεπα για να μην χαθεί.
Κάποτε, όταν η απελπισία με κατέβαλε και ήμουν σίγουρος ότι δεν θα βρω τίποτα, εμφανίστηκε μπροστά μου η Αργυρώ. Η μορφή της ήταν αιθέρια, σχεδόν φωτεινή μέσα στο σκοτάδι· με κοίταζε με θλίψη και κατανόηση. Αναρωτήθηκα: είναι πραγματική ή δημιούργημα της φαντασίας μου; Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά· η ψυχή της δεν είχε ησυχάσει επειδή έμεινε άταφη μετά την πτώση της στον γκρεμό.
Στις σκιές βρήκα λίγα υπολείμματα των κατοίκων του φρουρίου: μικρά αντικείμενα, σκισμένα υφάσματα, σκουριασμένες πόρπες· μάλλον άχρηστα για θησαυρό, αλλά μετέφεραν τη ζωή που υπήρξε εκεί.
Τέλος, σε απόκρημνους βράχους, βρήκα τον σκελετό της Αργυρώς. Τον μάζεψα προσεκτικά και τον έθαψα σε μια μικρή κοιλότητα με θέα τη θάλασσα. Δίπλα στον τάφο χάραξα λίγα λόγια στον τοίχο της σπηλιάς:
«Ας ησυχάσει η ψυχή σου, Αργυρώ. Κανείς δεν θα σε ξεχάσει.»
Ψιθύρισα:
«Μόλις γυρίσω στο χωριό, θα τελέσω μνημόσυνο στη μνήμη σου.»
Η μορφή της εξαφανίστηκε· η σπηλιά ησύχασε και η αναζήτηση τελείωσε. Ο θησαυρός που βρήκα δεν ήταν χρυσός· ήταν η μνήμη, η ιστορία, η δικαιοσύνη και η λύτρωση μιας ψυχής που παρέμενε άταφη. Η περιπέτεια μου έμαθε ότι οι θησαυροί δεν είναι πάντα χρυσάφι· πολλές φορές είναι οι ιστορίες, οι μνήμες και οι ψυχές που αξίζουν να θυμόμαστε και να σεβόμαστε
9/9/25
Κίσαμος

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

ΗΜΟΥΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΜΕΝΟΣ ΟΤΑΝ ΑΛΛΑΞΕ Ο ΚΟΣΜΟΣ

 Θεατρικός μονόλογος
Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
(Σκηνή λιτή. Ένα τραπέζι με παλιό πορτατίφ, ένα καφάσι αντί για κομοδίνο, ένας υπολογιστής που τρεμοπαίζει. Πίσω, μια κουρτίνα κλείνει το φόντο. Ο χαρακτήρας, κάθε ηλικίας, με πρόσωπο κουρασμένο μα όχι εξαντλημένο, αλλά φανερά προβληματισμένο...

ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ (αργά, σχεδόν εξομολογητικά):
Δεν ξέρω πότε ακριβώς έγινε.
Ή μάλλον… το ξέρω: δεν το κατάλαβα... μα ούτε είχα δυνατότητα να προλάβω...
Κάποια στιγμή, ανάμεσα σ’ ένα scroll κι ένα update,
ο κόσμος… γλίστρησε.
Δεν έπεσε, δεν φώναξε·
γλίστρησε ήσυχα, όπως γλιστράει η μνήμη, όταν έχεις μείνει ξύπνιος πολύ όπως όταν μετά από δύσκολη μέρα δεν έχεις πλέον ενέργεια ..
Κι εγώ; Εγώ απλώς δεν πρόλαβα.
Ήμουν απασχολημένος:
Να απαντήσω σε ένα μήνυμα.
Να ανοιγοκλείσω πέντε tabs.
Να πατήσω “μου αρέσει” σε κάτι που δεν είχα χρόνο να σκεφτώ και δεν ήξερα αν μου άρεσε...
Κι έτσι, όταν ο κόσμος γύρισε σελίδα,
εγώ βρέθηκα στο περιθώριο.
Όχι ως θεατής.
Ούτε καν ως κομπάρσος.
Πιο πολύ σαν εκείνον τον περαστικό στα φόντα των ντοκιμαντέρ ή των καλτ ταινιών...
που περνάει από πίσω από το κυρίως πλάνο, με σακούλες και κανείς δεν τον είδε.
Αυτός. Ακριβώς είμαι ΕΓΏ!
(παύση)

Και το παράλογο;
Δεν μου ζήτησαν καν να αποχωρήσω.
Απλώς με προσπέρασαν.
Ο ρυθμός, το σύστημα, η εποχή, οι κανόνες που άλλοι έβαλαν ...
Και τώρα;
Τώρα με ρωτούν:
– «Γιατί δεν είσαι πιο ενεργός;»
– «Γιατί δεν προσαρμόζεσαι;»
– «Γιατί δεν κατεβάζεις την εφαρμογή;»
"Γιατί δεν βλέπεις τις διαφημίσεις;"
και κυρίως ...
"Γιατί δεν παραγγέλνεις;"
Γιατί, ρε φίλε, δεν ξέρω πού είμαι πια ... με θέλετε να πατάω
κουμπιά ...
Δεν είναι ότι δεν θέλω.
Είναι ότι το έδαφος άλλαξε χωρίς να μου πούνε τίποτα έγινε για μένα δύσβατο... ανηφορικό ...
Μου λένε πως ζούμε στην εποχή της πληροφορίας.
Κι εγώ το μόνο που νιώθω είναι πως πνίγομαι από θόρυβο, ένα θόρυβο που μοιάζει με εμβοισμό.. 
Παλιά, υπήρχε χρόνος.
Υπήρχε σιωπή.
Υπήρχε βαρεμάρα.
Και μέσα στη βαρεμάρα, γεννιόταν η σκέψη και ίσως η  απόφαση ...
Τώρα;
Δεν προλαβαίνεις ούτε να σκεφτείς ούτε να θυμηθείς, σε προσπερνάνε χωρίς να το καταλάβεις...
Αν αργήσεις να απαντήσεις, είσαι off.
Αν μείνεις σιωπηλός, είσαι ύποπτος.
Αν πεις “δεν καταλαβαίνω”, είσαι περιττός.
(παύση – σκύβει προς το κοινό)

Θυμάσαι πώς ήταν η αναπνοή, όταν δεν συντονιζόταν με ειδοποιήσεις;
Εγώ… αρχίζω να ξεχνώ.
Δεν φταίει μόνο η τεχνολογία.
Φταίει που της  επιτρέψαμε να γίνει φυσικό περιβάλλον.
Που αντί να ορίσουμε τη χρήση, της τεχνολογίας την 
αφήσαμε να ορίζει  αυτή εμάς και να μας κριτικάρει!
Και το πιο παράλογο;
Δεν το βλέπουμε σαν κατάρρευση.
Το λέμε… «εξέλιξη».
Όχι!
Δεν είναι εξέλιξη όταν ξεχνάς ποιος είσαι.
Όταν κοιτάζεις την οθόνη και δεν θυμάσαι πια πώς φαίνεται το πρόσωπό σου χωρίς φίλτρο.
(παύση – με ειρωνεία)

Μας δώσανε απεριόριστη πρόσβαση ταχύτητα και απεριόριστη μοναξιά.
Μας δώσανε εργαλεία για επικοινωνία και καταργήσαμε την σκέψη ξεχάσαμε τη σιωπή.
Μας είπαν «δημιουργοί» και μας κάνανε καταναλωτές της οθόνης και του πληκτρολογίου!.
Κι εγώ;
Εγώ όχι μόνο δεν είμαι πρωταγωνιστής —
δεν ξέρω αν ανήκω καν στο καστ των κομπάρσων...
Περισσότερο νιώθω σαν εκείνο το post που κανείς δεν διάβασε, αλλά πέρασε στα feed.
(παύση – μαλακώνει η φωνή)

Κι όμως…
χθες, πήγα για καφέ.
Ουρά, κόσμος, οθόνες.
Η κοπέλα στο ταμείο — νέα, γρήγορη, εξαντλημένη — μου λέει:
– «Τι θα πάρετε;»
Κι εγώ της λέω:
– «Έναν μονό εσπρέσο… και λίγη σιωπή, αν σας βρίσκεται.»
(χαμογελάει – αληθινά)
Σταμάτησε. Με κοίταξε.
Και μου έκλεισε το μάτι.
Όταν μου έδωσε τον καφέ, πάνω στο καπάκι είχε κολλημένο ένα μικρό σημείωμα:
«Το βλέπω κι εγώ και εκπίπτω... φρόντισε να το βλέπεις και να ελπίζεις»
(παύση – συγκρατημένη συγκίνηση)

Δεν είπαμε λέξη.
Μα εκείνη τη στιγμή…
ένιωσα ότι δεν είμαι εντελώς αόρατος.
Και ξαφνικά, όλα αυτά που με πνίγουν — το ατελείωτο feed, η σύγχυση, το κενό —
γίνανε λιγότερο απόλυτα.
Γιατί κάπου, κάποιος άλλος είδε.
Και δεν έτρεξε. Δεν σχολίασε. Δεν ανέβασε story, απλά το έγραψε με μολύβι...
Απλώς…σαν να  έμεινε λίγο από κάτι παλιό κάτι σαν απολίθωμα που μας δίνει ακόμα ελπίδα...
(παύση – κοιτάζει στο κοινό)

Κι εγώ αυτό θέλω:
Να μείνω λίγο.
Όχι να νικήσω τον κόσμο.
Ούτε να γίνω viral με σκέψη.
Απλώς να θυμάμαι ποιος ήμουν πριν από το buffering.
Να αναπνέω χωρίς ρυθμιστή.
Να αγαπάω χωρίς emoticon.
Να υπάρχω χωρίς να πρέπει να το αποδείξω.
(τελευταία παύση – βαθιά, ζεστή)

Ίσως τελικά δεν προλάβαμε,
αλλά δεν χαθήκαμε.
Ίσως το χάσμα δεν γεφυρώνεται.
Αλλά μπορούμε να το κοιτάξουμε και να μη φοβηθούμε.
Και κάπου μέσα σ’ όλο αυτό,
σ’ αυτή την ανυπαρξία που μας φορέσανε σαν ρούχο, που δεν ταιριάζει στην ενδυματολογική αισθητική μας...
υπάρχει ακόμα μια αχνή επιμονή στην σκέψη μας ...
Ένα “ναι, το βλέπω κι εγώ”.
Μια μικρή φλόγα που δεν κάνει φασαρία — αλλά καίει.
Κι αυτό…
ίσως είναι αρκετό.
(Το φως σβήνει ήσυχα. Δεν τελειώνει κάτι. Κάτι… συνεχίζει. Αργά, πεισματάρικα, ανθρώπινα.)

Επί σκηνής: Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος

Κυριακή 25 Μαΐου 2025

Η ΔΙΑΙΤΑ ΤΟΥ κυρ ΜΠΑΜΠΗ

Ο κυρ-Μπάμπης ο Σαρανταδέκας γνωστός στη γειτονιά ως «ο Μπαμπης ο Θεόρατος», αποφάσισε ένα ωραίο πρωί του Ιουνίου, εκεί κατά τις δέκα και μισή που πήγαινε για το δεκατιανο (δεύτερο πρωινό) να χάσει βάρος. Εκείνη την ώρα έβλεπε στην tv του μπουγατσατζίδικου μια εκπομπή για την παχυσαρκία. Έτρωγε την τρίτη μπουγάτσα με κρέμα, αφού είχε τελειώσει μία με τυρί και μία με σπανάκι! Πάνω στο τραπέζι είχε δυο γεμιστά κουλούρια και τα μασούλαγε κοιτάζοντας μ' ενδιαφέρον την εκπομπή.
— Ως εδώ! είπε κι άφησε το κουλούρι κάτω.
Βέβαια πρώτα το έφαγε και μετά το άφησε κάτω, δηλαδή άφησε λίγα από τα σουσάμια του κουλουριού. Αυτό όμως δεν είχε σημασία, γιατί η απόφαση είχε παρθεί.
Η γυναίκα του, η κυρά-Φρόσω, δεν πίστεψε ούτε για μια στιγμή την απόφαση του άντρα της. Δεν είχε πρόβλημα στα μάτια της ούτε στα χέρια της, που ήταν και τα πιο πολύπαθα, μιας και αυτή έπλενε τα ταψιά και τα πιάτα από τα φαγητά που κατανάλωνε και ξεκούμπωνε το παντελόνι του με την βοήθεια μιας πένσας.
— Θα γίνω λεπτός! της είπε.
— Ελπίζω να μην εννοείς να μπεις στο φέρετρο πλαγίως, του απάντησε εκείνη με το μαύρο χιούμορ που τη διέκρινε.
Ξεκίνησε λοιπόν ο κυρ-Μπάμπης δίαιτα. Αγόρασε ζυγαριά ή μάλλον αγόρασε τέσσερις ζυγαριές! Η πρώτη έσπασε. Η δεύτερη διαλύθηκε. Η τρίτη έκανε θόρυβο κι έφυγε τροχάδην μόνη της κάτω απ’ το κρεβάτι. Η τέταρτη τον έδειξε 143 κιλά και 900 γραμμάρια με το ένα πόδι σηκωμένο.
Ημέρα Πρώτη
Πρωινό: Νερό και μισή φέτα καρπούζι.
Μεσημεριανό: Νερό κι ένα γιαούρτι αγελάδας 2%.
Βραδινό: Πείνα
Στις έντεκα το βράδυ τον πιάσανε οι λιγούρες. Άνοιξε το ψυγείο, το κοίταξε βαθιά στα μάτια και του είπε:
— Εγώ κι εσύ είμαστε οι καλύτεροι φίλοι. μαζί μεγαλώσαμε.
Το φίλησε και μετά πήρε το ταψί με το παστίτσιο «να το δει μόνο και να το μυρίσει, όχι να το φάει». Το πρωί βρέθηκε να κοιμάται στον καναπέ αγκαλιά με το άδειο ταψί, με μακαρόνια στη μασχάλη και μπεσαμέλ στο αυτί.
Ημέρα Δεύτερη
Γράφτηκε στο γυμναστήριο. Η αλήθεια είναι πως δεν είχε πάει ποτέ σε τέτοιο μέρος. Νόμιζε ότι ο διάδρομος είναι για ν' ακουμπάς το μπουφάν κι ότι το ελλειπτικό είναι ιατρικό μηχάνημα, σαν εκείνα που κάνουν ακτινογραφίες! Ο γυμναστής, ένας σαραντάρης fit με μπράτσα σαν του Μασίστα του είπε:
— Θα κάνουμε διαλειμματική προπόνηση.
Πολύ χάρηκε μ' αυτή την πρόταση ο Μπάμπης και απάντησε:
— Εγώ να κάνω το διάλειμμα κι εσύ την προπόνηση.
Έκανε μία κίνηση στον διάδρομο. Έσπασε.το άτιμο το μηχάνημα του διαβόλου! Έκανε δύο βήματα με βάρη. Ζαλίστηκε! Στην τρίτη απόπειρα στο στατικό ποδήλατο, εγκλωβίστηκε ανάμεσα στη σέλα και το τιμόνι και χρειάστηκε ειδικό γερανάκι, εκείνο με τους ιμάντες, για να τον ελευθερώσουν.
Ημέρα Τρίτη
Αποφάσισε να κάνει «προσωπική μέθοδο» αδυνατίσματος. Σηκώθηκε, έδεσε την κοιλιά του με δερμάτινες ταινίες αποσκευών, φόρεσε φόρμα κι αποφάσισε να περπατήσει από το σπίτι ως  την γωνία, εκεί δίπλα στον φούρνο. Εκεί....έχασε την πειθαρχία του. Πήρε «ένα μισό κιλό κουλουράκια, δύο τυρόπιτες και μια μπουγάτσα». Για τη λιγούρα, όπως είπε. Όταν η κυρά-Φρόσω του ’βαλε τις φωνές, απάντησε:
— Δεν τα ’φαγα! Τα μετέφερα δια του στόματος.
Την τρίτη εβδομάδα, αφού είχε σπάσει έξι καρέκλες,  σφήνωσε  δύο φορές στο ασανσέρ, με αποτέλεσμα να κινητοποιηθεί η πυροσβεστική. Τότε ήταν που αποφάσισε να  δοκιμάσει χορό "χούλα χουπ" στο ΚΑΠΗ, αυτό ομως είχε απρόσμενη κατάληξη στο ΚΑΤ.  Με τις σκέψεις να γυρίζουν γύρω από το πάχος και τη δίαιτα… αποφάσισε ότι η ψυχική ηρεμία είναι ανώτερη του σωματικού του βάρους και επισκέφτηκε ανάλογο γιατρο. Κάθισε στην πολυθρόνα της ψυχιάτρου, έβγαλε από μια πλαστική τσάντα μια πίτα γύρο με όλα κι άρχισε να μασουλάει το έδεσμα ανηλεώς. ενώ δεν παρέλειψε να της πει…
— Το πάχος, κυρία μου, είναι στάση ζωής. Κι εγώ δεν αλλάζω τη στάση μιας ολόκληρης ζωής τόσο εύκολα.
Ο κυρ-Μπάμπης είχε μπει πλέον στο στάδιο του αγώνα. Όχι για κάποιους Ολυμπιακούς, μα για τον στίβο της υγιεινής διατροφής. Το moto του: «Θα χάσω κιλά ή θα με χάσουν οι ζυγαριές!» Ο γιατρός του συνέστησε λαπά ρυζιού γι αποτοξίνωση. Η κυρά-Φρόσω του ’βαλε ένα μπολάκι λαπά με μια σταλιά λάδι και λεμόνι.
— Και το κυρίως πιάτο πού είναι; ρώτησε.
— Αυτό είναι! του είπε.
— Δηλαδή, αυτό δεν είναι υπόθετο;
Το έφαγε με βαριά καρδιά κι ελαφρύ στομάχι. Μετά, με το στομάχι να παίζει αλέγκρο μουσική , μπήκε στο ίντερνετ και ρώτησε: Μπορώ να βάλω στον λαπά μερικά σουτζουκάκια και να μετράει ακόμα για δίαιτα;
Αγόρασε μια «έξυπνη ζυγαριά» που μετράει βάρος, λίπος, ηλικία, ψυχολογική κατάσταση και (κυρίως) αυτοεκτίμηση.
Πρώτη μέτρηση:
Βάρος: 144,8 κ
Ηλικία σώματος: 68 ετών ( και όχι 45)
Αυτοεκτίμηση: -3
Σχόλιο συσκευής: Μη με ξαναπατήσεις, σε παρακαλώ.
Δεύτερη μέτρηση:
Γυμνός για περισσότερη ακρίβεια.
Η ζυγαριά έγραψε: Σφάλμα ! Μη αναγνωρίσιμη μάζα!
Σε άλλο γιατρό που πήγε του συνέστησε το βράδυ να τρώει μια φρυγανιά. Τότε ο Μπάμπης ρώτησε με απορία:
— Τη φρυγανιά, γιατρέ, θα την τρώω πριν ή μετά το φαγητό;
Έπαθε υπαρξιακή κρίση και πήγε να πιει χαμομήλι για να ηρεμήσει. Τελικά ήπιε σοκολατούχο γάλα. Κι έφαγε και τα κρουασάν με γέμιση σοκολάτας «γιατί θα ήταν κρίμα να μείνουν μόνα  τους και θα ήταν παραπονεμένα".
Η κόρη του, διατροφολόγος, του έκανε δώρο πακέτο ευεξίας σ’ ένα ξενοδοχείο ευρωπαϊκών προδιαγραφών στην Ερέτρια. Όλα οργανωμένα: πρωτεϊνούχα shakes, pilates, καροτοχυμοί, πεζοπορία κι επαφές με φαγόπυρο και fit προϊόντα!
Ο κυρ-Μπάμπης έφτασε στο λόμπι και μόλις είδε τον μπουφέ, άκουσε βιολιά μέσα του. Η κοιλιά του διαμαρτυρόταν σ' έντονους ρυθμούς.
Πρώτο πρωί:
Όλοι οι άλλοι έτρωγαν σπόρους chia με γάλα αμυγδάλου. Ο κυρ-Μπάμπης τούς κοίταζε κι έλεγε:
— Εγώ τέτοιο πράγμα στο καναρίνι  μου το βάζω, όχι στο πιάτο μου!
Και κατέβασε τρία μπολάκια γιατί, λέει, θα πάθαινε υπογλυκαιμία.
Το βράδυ, έπρεπε να συμμετάσχει σε ομαδικό yoga detox. Ξάπλωσε στο στρώμα, σήκωσε το πόδι.... κι ακούστηκε ένα ανατριχιαστικό κρακ!
— Κάποιος διαφωτίστηκε, είπε η δασκάλα.
— Όχι, το ισχίο μου τα έπαιξε, απάντησε ο Μπάμπης.
Δοκίμασε κι ένα «θαυματουργό ρόφημα αποτοξίνωσης». Το ήπιε το βράδυ κι ως το ξημέρωμα είχε περπατήσει .....12 χιλιόμετρα απ' το σαλόνι στην τουαλέτα. Στο τέλος είπε:
— Δεν ξέρω αν έχασα κιλά, αλλά σίγουρα έχασα τον ύπνο μου!
Αποφάσισε την τελευταία μέρα του μήνα να πάει μια βόλτα να «ξεδώσει». Πολύ κοντά στο ξενοδοχείο είχε έναν παλιό φίλο απ' τον στρατό, τον Στέλιο τον ψητοπώλη.
— Ρε συ Μπάμπη, έλα να σε κεράσω ένα σπέσιαλ πιτόγυρο.
— Όχι, φίλε. Σήμερα γιορτάζω μια επέτειο στη διαίτα!
— Μπράβο, ρε θηρίο!
— Αλλά δώσε μου ένα διπλό με μπόλικο τζατζίκι. Γιατί τι είδους ζωή είναι αυτή χωρίς μια σταλιά απόλαυση ενός πιτόγυρου;
Έφαγε, έσκουξε, έκλαψε, από τη χαρά του, ευχαριστήθηκε! Και είπε:
— Η ζωή είναι μικρή για ζυγαριές, ρε παιδί μου. Εγώ γεννήθηκα ευτραφής! Γιατί να λεπτύνω τώρα;
Επισκέφθηκε γιατρό κρυφά απ' όλους. Του εξήγησε το φανερό πρόβλημα και του είπε στο τέλος:
— Γιατρέ πες ότι θέλεις! Εγώ γυμναστική αποκλείεται να κάνω! Βρες τρόπο να μου δώσεις κάτι, χάπια ίσως.
Ο γιατρός κατάλαβε το πρόβλημα. Αφού σκέφτηκε λίγο, πήγε στο διπλανό δωμάτιο και μετά από λίγη ώρα γύρισε μ' ένα τεράστιο βάζο γεμάτο με πολύχρωμα χάπια. Το έδωσε στον Μπάμπη κι αυτός ρώτησε με ελπίδα:
— Τι; Θα πιω αυτά τα χάπια και θ' αδυνατίσω;
— Όχι, του απάντησε ο γιατρός. Απλά τρεις φορές την ημέρα θα τα πετάς προς το ταβάνι κι αφού σκορπίσουν παντού στο πάτωμα, θα τα μαζεύεις ένα ένα και θα τα βάζεις στο βάζο πάλι.
Έφυγε απελπισμένος απ' το ιατρείο. Σχεδόν έκλαιγε!
Ανδρέας Μαρολαχάκης

Τρίτη 15 Απριλίου 2025

ΟΙ ΝΕΡΑΙΔΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΩΝ ΠΙΕΡΙΩΝ (ΡΟΖ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ)

Γράφει ο Ανδρέας Μαρολάχακης
Υπάρχουν κάποια στερεότυπα που καθορίζουν  τη συμπεριφορά μας και μας οδηγούν σε επιλογές τελείως διαφορετικές σε σχέση με αυτές που θα είχαμε σε κάποια άλλη περίπτωση. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το ροζ  είναι το αγαπημένο χρώμα των κοριτσιών κι όχι και των αγοριών.  Μάλιστα αν κάποιο αγόρι έδειχνε κάποια προτίμηση σ’ αυτό το απαλό χρώμα κινδύνευε να χαρακτηριστεί  με υποτιμητικά σχόλια. Παρ’ όλο που με γοήτευε το ροζ χρώμα, ποτέ μα ποτέ στην εφηβεία μου δεν τόλμησα να φορέσω κάποιο ρούχο αυτής της απόχρωσης. Σε μια τολμηρή έξαρση της «στιλιστικής» συμπεριφοράς μου φόρεσα αρκετές φορές κόκκινες μπλούζες και είχα και μία κόκκινη ζακέτα σε μια εποχή που όλοι οι συμμαθητές μου φορούσαν ρούχα γκρι και καφέ αποχρώσεων. Βέβαια δεν έλειπαν τα ρούχα στο μπλε και το μαύρο. Έτσι πέρασε μια ολόκληρη εποχή, που δεν τολμούσα να δείξω την προτίμησή μου σ’ ένα χρώμα που μάλλον με γοήτευε.
     Όταν άκουσα για την ονομασία  της  συγκεκριμένης πανσελήνου,  το λιγότερο που μπορώ να πω, είναι ότι ξαφνιάστηκα. Ήξερα για κίτρινο φεγγάρι, είχα δει κόκκινη πανσέληνο, ακόμη είχα μάθει και για  τη μπλε.  Είχα ακούσει και το τραγούδι «Το φεγγάρι είναι πράσινο, το φεγγάρι είναι γαλάζιο», αλλά για ροζ φεγγάρι ποτέ δεν είχε πέσει κάτι στην αντίληψή μου.  Με την περιέργειά μου ν’ ανεβαίνει κατακόρυφα, έψαξα να βρω οτιδήποτε θα μπορούσε να με κατατοπίσει πάνω σ’ αυτό το περίεργο φαινόμενο. Οι σχετικές πληροφορίες που βρήκα,  μ’ εντυπωσίασαν και γεμάτος περιέργεια περίμενα να σκοτεινιάσει, για να βεβαιωθώ για την εγκυρότητα όσων πληροφοριών είχα στη διάθεσή μου.
Στις 07/04/2020 θα είχαμε τη μεγαλύτερη απ’ τις τέσσερις υπερπανσελήνους του έτους. Θα βρισκόταν δηλαδή η Σελήνη, στην πλησιέστερη δυνατή απόσταση από τη γη κι αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα να φαίνεται μεγαλύτερη απ’ ό,τι σε άλλες περιπτώσεις. Διάβαζα όλες τις πληροφορίες με  δυσπιστία, γιατί τα περισσότερα ερχόταν στην αντίληψή μου για πρώτη φορά.  Ενώ συνήθως ήμουν ενθουσιώδης  με κάθε νέα πληροφορία που είχα σχετικά με το φεγγάρι, τώρα παρέμενα επιφυλακτικός και δεν μ’ εντυπωσίαζε καθόλου το γεγονός, ότι λόγω της κοντινής απόστασης μεταξύ των δύο ουρανίων σωμάτων (Γης και Σελήνης) θα είχαμε έξαρση στις παλίρροιες  και τις ανάλογες πλημμυρίδες.  Εξ άλλου αυτό το διάστημα έμενα σε καραντίνα στο σπίτι μου στην Χαράδρα  πάνω στα Πιέρια  όρη, οπότε δεν θα ήμουν σε θέση να εκτιμήσω αυτό το εντυπωσιακό φαινόμενο.
Πριν ακόμη νυχτώσει, τοποθέτησα στο μεγάλο μπαλκόνι του σπιτιού μου μια πολυθρόνα μ’ ένα τραπεζάκι, κιάλια νυκτός, μαζί και το ιντερνετικό ραδιόφωνο. Επίσης δεν παρέλειψα να τοποθετήσω ένα ρεσό με βάση, για να δέχεται ένα μεγάλο φλιτζάνι με βότανα του βουνού και την απαραίτητη ηλεκτρική κουβέρτα, που θα με κρατούσε ζεστό. Οι ετοιμασίες μου ήταν ανάλογες των προσδοκιών μου, κυρίως για μην αναγκαστώ σε καμιά περίπτωση, να εγκαταλείψω το πόστο μου και να χάσω κάτι, έστω και το ελάχιστο, από την παρατήρησή μου. Κάθισα στην πολυθρόνα μου και σκεπάστηκα με την κουβέρτα. Η ζεστασιά που με τύλιξε γρήγορα χαλάρωσε τις αισθήσεις μου και γρήγορα έκλεισα τα μάτια μου.  Ο Μορφέας  με κατέλαβε χωρίς καμιά ουσιαστική αντίσταση, με το ραδιόφωνο να με νανουρίζει με τις ροκ μπαλάντες και την χαλαρωτική φωνή του παρουσιαστή, που εκφωνούσε διάφορες σημαντικές και ασήμαντες ειδήσεις. Δεν μπορώ να υπολογίσω πόση ώρα βρισκόμουν σ’ αυτή την κατάσταση ούτε μπορώ να πω με σιγουριά τι ήταν αυτό που μ’ έκανε να ανοίξω τα μάτια μου.
     Γεγονός όμως ήταν πως, αφού για ελάχιστα δευτερόλεπτα ταλαντεύτηκα ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην υπνηλία που σταδιακά μ’ εγκατέλειπε, οι αισθήσεις μου με πρώτη την  όραση λειτούργησαν άμεσα. Μπροστά μου ακριβώς, σε μια απίστευτα κοντινή απόσταση, ήταν μια τεράστια φωτεινή μπάλα που κυριαρχούσε στο οπτικό μου πεδίο. Κούνησα το κεφάλι μου, σαν να προσπαθούσα να διώξω από πάνω μου τα τελευταία σταγονίδια της υπνηλίας, που επέμεναν να κατέχουν μέρος των αισθήσεων μου. Πολύ γρήγορα η εικόνα της φωτεινής μπάλας πήρε την πραγματική της διάσταση κι «έγινε» αυτό που ήταν: Μια υπέροχη πανσέληνος! Τα γυμνά κλαδιά του πλατάνου, που δέσποζε λίγα μέρα μπροστά από το μπαλκόνι μου,  όχι μόνο δεν εμπόδιζαν το θέαμα, αλλά αντίθετα έδιναν ένα εξωπραγματικό ντεκόρ.  Οι άκρες των κλαδιών ήταν σε πρώτο πλάνο σε σχέση με το φεγγάρι και μέσα στη φωτεινότητα  έμοιαζαν σαν μαύρες ρωγμές πάνω σε μια σφαίρα που ράγιζε επικίνδυνα. Μετακινήθηκα ελαφρά προς τα αριστερά, για να έχω καθαρότερη εικόνα και ν’ αποφύγω την προοπτική του πλατάνου. Το θέαμα ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακό. Μια σελήνη που αντανακλούσε φως και νόμιζες πως ήταν σούρουπο κι όχι νύχτα. Μετά από ένα εικοσαήμερο χιονοπτώσεων κι ασταμάτητων βροχών, η ηλιοφάνεια των τριών τελευταίων ημερών είχε καθαρίσει την ατμόσφαιρα και η διαύγειά της είχε σαν αποτέλεσμα το δανεικό φως της σελήνης να διαχέεται και να δίνει την αίσθηση ότι σήμερα η νύχτα δεν θα ήταν σκοτεινή. Ένα απαλό φως, δανεισμένο από τον ήλιο,  μου άλλαζε τη διάθεση προς το καλύτερο. Είχα την αίσθηση πως με κύκλωνε μια άνοιξη, η οποία ωστόσο αργούσε
Έκανα λίγα βήματα στο μπαλκόνι μου θαυμάζοντας τη φύση, που μέσα στο φως του φεγγαριού μού φαινόταν  αλλόκοτη και πρωτόγνωρη. Τίποτα απ’ όσα έβλεπα δεν θύμιζε τα τοπία που αχόρταγα θαύμαζα στο φως της ημέρας. Τα χρώματα είχαν χάσει κάτι απ’ τη φωτεινότητά τους, σαν κάποιο τεράστιο φίλτρο να έκρυψε κάτι από τη λαμπρότητά τους και τα άφησε λίγο πιο θαμπά, αλλά χωρίς να στερήσει κάτι από την ομορφιά τους. Το αντίθετο θα έλεγα. Καθώς έλουζε η σελήνη το «βουνό μου», έδινε μια νέα διάσταση στο τοπίο και με τις φωτοσκιάσεις, που τώρα ήταν πιο έντονες, έβλεπα πράγματα που με το φως της ημέρας θα ήταν αδύνατο να δω. Μετακινήθηκα δυο τρία βήματα πάνω στο μπαλκόνι μου. Μ’ αυτόν τον τρόπο άλλαξα την οπτική γωνία παρατήρησης. Όλο το πεδίο μπροστά μου ήταν ελεύθερο, χωρίς εμπόδια και τότε είδα και τον συνοδό της Σελήνης, τον Στάχυ (το φωτεινότερο αστέρι στον αστερισμό της Παρθένου) να την ακολουθεί σταθερά και να δηλώνει την ύπαρξή του στα δεξιά της και αρκετά πιο πίσω της.
     Ένιωσα την ουράνια  μαγεία να με τυλίγει. Ξανακοίταξα προς το μέρος της Σελήνης κι εκείνη τη στιγμή είχε ροζ απόχρωση. Έμεινα άναυδος! Δεν πίστευα κυριολεκτικά σ’ αυτό που έβλεπα. Έπιασα ασυναίσθητα την κουπαστή απ’ τα μεταλλικά κάγκελα του μπαλκονιού, σε μια προσπάθεια να ισορροπήσω και να μπορέσω να παρατηρήσω καλύτερα το φαινόμενο. Τότε συγχρόνως συνέβησαν ανεξήγητα πράγματα κι έπεσαν στην αντίληψή μου διαδοχικά.  Δεν ξέρω αν δημιουργήθηκε  κάποιο παράσιτο των ερτζιανών ή κάτι άλλο, πάντως το ιντερνετικό ράδιο έπαψε να παίζει τις αγαπημένες μου ροκ μπαλάντες και στην ατμόσφαιρα κυριάρχησε η ντόπια μουσική των Πιερίων, με την γκάιντα (το τοπικό μουσικό όργανο) να παίζει ρυθμικούς σκοπούς. Στο βάθος του οπτικού μου πεδίου είδα καθαρά δυο αχνογάλανες μορφές να κινούνται με ταχύτητα και χάρη προς το ρέμα που ήξερα πως υπήρχε στο βάθος. «Δεν είναι δυνατόν», σκέφτηκα, «οι νεράιδες των Πιερίων γλιστράνε προς το ρέμα»! Θυμήθηκα πως, σύμφωνα με τις ντόπιες δοξασίες, τα ρέματα και τα ρυάκια ήταν τα αγαπημένα μέρη των νεράιδων κι έκαναν την εμφάνισή τους συνήθως όταν το φεγγάρι ήταν ολόγιομο.  Έσφιξα με δύναμη την κουπαστή και κοίταξα προς τη μεριά της τεράστιας βελανιδιάς που δέσποζε στην άκρη του κήπου μου. Αμέσως  ένας φόβος με τύλιξε και, ενώ κρύο δεν έκανε, ένα ρίγος τύλιξε όλο το κορμί μου. Παρ’ όλο που δεν φυσούσε καθόλου, τα κλαδιά της κινήθηκαν απειλητικά προς το μέρος μου, σαν τα χέρια ενός γίγαντα. «Το στοιχειόδενδρο», σκέφτηκα, «αλίμονο μου»!  Αυτόματα θυμήθηκα τα λόγια των «παλιών»:
     «Άχνα, όταν συναντήσεις στοιχειό, άχνα μη βγάλεις, γιατί αλλιώς θα χάσεις τη φωνή σου για πάντα». Πιστεύω πως γενικά δεν είμαι δεισιδαίμονας, αλλά ένας πολιτισμένος άνθρωπος.  Όμως για καλό και για κακό δεν έβγαλα άχνα!

Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
     Στην γειτονιά μας, όταν ήμουν περίπου οκτώ χρονών, ήρθε μια οικογένεια και νοίκιασε σπίτι, στην πάροδο Ιεραρχών. Η οικογένεια είχε τρία παιδιά, ένα κορίτσι που πήγαινε στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου, που όσο κι αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να θυμηθώ το όνομα της. Τα δύο αγόρια, ο Περικλής και ο Γιάννης ήταν μεγαλύτερα από μένα. Ο Περικλής, δεκαπέντε περίπου χρονών, και δούλευε στους μπαξέδες. Τον βλέπαμε, να περνάει από τη γειτονιά καβάλα σε ένα άλογο σαμαρωμένο. Δεξιά και αριστερά στο σαμάρι είχε κρεμασμένα δύο τεράστια κοφίνια. Όλη μέρα ο Περικλής γυρνούσε από γειτονιά σε γειτονιά, έψαχνε σπίτια που είχαν στάβλους και τα καθάριζε από την κοπριά. Τότε τα μισά και παραπάνω ίσως σπίτια είχαν ζώα, άλογα, γαϊδούρια, γελάδες, κατσίκες, πρόβατα κότες κλπ. Μάζευε την κοπριά στα κοφίνια και μετά την μετέφερε στον μπαξέ του αφεντικού του, την στοίβαζε, δημιουργώντας ένα μικρό βουναλάκι. Ο ήλιος την ξέραινε και μετά από μερικές μέρες την χρησιμοποιούσαν για να λιπάνουν τους μπαξέδες. Ο Γιάννης είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο και δούλευε περιστασιακά, όπου έβρισκε δουλειά. Συνήθως δούλευε στον φούρνο της γειτονιάς μας, κάνοντας τα μικροθελήματα του φούρναρη. Μια από τις βασικές υποχρεώσεις του ήταν να μετράει τα κουλούρια στους κουλουράδες και μετά να δίνει λογαριασμό στο αφεντικό του.
     Ο πατέρας τους δούλευε σαν μηχανικός, σε κάποια εταιρία και στα μάτια μας, έμοιαζε σαν κάτι το μυθικό, γιατί ο μηχανικός και γενικά οι μηχανές ήταν άγνωστα πράγματα για μας. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα πάψαμε να βλέπουμε τον πατέρα τους, στην γειτονιά. Από τα μισόλογα των γυναικών της γειτονιάς, γιατί απόφευγαν να μιλήσουν μπροστά σε παιδιά, καταλάβαμε ότι ο πατέρας τους, εγκατέλειψε την οικογένεια του. Σταδιακά η οικογένεια τους άρχισε να έχει οικονομικά προβλήματα και ίσως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους που ο Γιάννης δε συνέχισε το σχολείο. Τα δύο αγόρια έγιναν οι αλήτες της γειτονιάς, με δεδομένο, ότι δεν υπήρχε ο φόβος του πατέρα, κανείς δεν μπορούσε να τα συμμαζέψει. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα έγιναν οι μάγκες της περιοχής. Κάπνιζαν, έβριζαν, πείραζαν τα κορίτσια και σε καθημερινή βάση, κορόιδευαν όλους εμάς τους υπόλοιπους, που ήμασταν σχετικά υπάκουοι και είχαμε κάποιες οικογενειακές αρχές. Οι πατεράδες μας, γενικά, δεν μας άφηναν να κάνουμε παρέα μαζί τους και ιδιαίτερα με τον Γιάννη.
     Εμάς όμως, μας γοήτευε ο τρόπος ζωής του Γιάννη, αν και μας έκλεβε όταν παίζαμε μπίλιες, μας ξεγελούσε και στο τέλος, μας έπαιρνε την μπάλα με την οποία παίζαμε όλοι μαζί. Μας άρεσε να τον ακούμε να περιγράφει τις κινηματογραφικές ταινίες, που έβλεπε λαθραία στον θερινό σινεμά ανεβασμένος σε δένδρα που ήταν δίπλα από τον περίβολο του κινηματογράφου. Επειδή στην γειτονιά υπήρχε πάντα ο φόβος να μας δει κάποιος, να κάνουμε παρέα με τον Γιάννη, πηγαίναμε στο προαύλιο του 1ου δημοτικού σχολείου και εκεί παίζαμε ανενόχλητοι. Εκεί ξεσαλώναμε, παίζαμε μπάλα, χωρίς να μας νοιάζει αν θα σπάσουμε κανένα τζάμι, μα το σπουδαιότερο ήταν πως δεν μας ενοχλούσε κανείς. Όταν θέλαμε να κάνουμε καμιά σκανδαλιά, μαζευόμασταν πίσω από τα αποχωρητήρια αρρένων, εκεί υπήρχε μία στέρνα που έφθανε περίπου στο ύψος, του στήθους μου και ήταν μονίμως γεμάτη νερό, καθώς οι τρεις βρύσες που υπήρχαν εκεί, ήταν πάντα ανοιχτές, με το νερό να τρέχει και να φεύγει από την υπερχείλιση που υπήρχε για αυτό τον λόγο.
     Το καλοκαίρι μας άρεσε, να βουτάμε το κεφάλι μας στο νερό της στέρνας για να δροσιστούμε. Το καλύτερο μας ήταν, όταν παίρναμε τα άδεια πλαστικά μπουκάλια, της χλωρίνης που ήδη είχε χρησιμοποιήσει ή μητέρα μας. Ανοίγαμε μια τρύπα στο καπάκι, τα γεμίζαμε νερό και μετά στα χέρια μας γινόταν όπλα, καθώς όταν τα πιέζαμε, ένας πίδακας νερού εκτοξευόταν εναντίον του αντιπάλου μας.
     Έτσι ο νεροπόλεμος, ήταν στην ημερήσια διάταξη και η καλύτερη μας διασκέδαση για όλο το καλοκαίρι. Καταβρέχαμε ο ένας το άλλον, χωριζόμαστε σε αντίπαλες ομάδες και γινόμασταν μούσκεμα προσπαθώντας να νικήσουμε την αντίπαλη ομάδα. Όταν γυρνούσαμε βρεγμένοι, στο σπίτι συνήθως τις «τρώγαμε», αλλά αυτό δεν μας πτοούσε καθόλου. Εμείς την επομένη θα κάναμε και πάλι το ίδιο. Όσα μέτρα κι αν έπαιρναν οι δικοί μας, όσο ξύλο κι αν τρώγαμε, εμείς ήμασταν πάντα συνεπείς στο ραντεβού μας με τον νεροπόλεμο.
     Μια μέρα, και ενώ εξελισσόταν οι υγρές αψιμαχίες μας, εμφανίστηκε ο Γιάννης, κρατώντας στο χέρι του κάτι που στα μάτια φάνταζε εξωπραγματικό. Αμέσως, σταματήσαμε κάθε δραστηριότητα και τον κυκλώσαμε γεμάτοι δυσπιστία και περιέργεια. Στο χέρι του κρατούσε ένα πιστόλι ή για την ακρίβεια ένα νεροπίστολο, που στη εμφάνιση δεν διέφερε σε τίποτα, από ένα αληθινό πιστόλι, σύμφωνα με τις παραστάσεις που είχαμε από τον κινηματογράφο, γιατί αληθινό πιστόλι δεν είχε δει κανείς μας. Έμοιαζε με τα πιστόλια που χρησιμοποιούσανε οι καουμπόηδες στις ταινίες. Το στριφογύριζε με μαεστρία, το έπαιζε αλλάζοντας, κάθε φορά χέρι και πιέζοντας την σκανδάλη πεταγόταν με ορμή ένας πίδακας νερού. Κάθε τόσο, το έστρεφε εναντίον σε κάποιον από μας, οπότε δεχόμασταν με ορμή ένα λεπτό πίδακα νερού που μας μούσκευε. Το νεροπίστολο του Γιάννη δεν είχε καμία σχέση με τα χονδροκομμένα μπουκάλια, που εμείς χρησιμοποιούσαμε σαν όπλα και η ακρίβεια του, όταν στόχευε κάποιον, ήταν κάτι το μοναδικό. Όλοι μας, είχαμε γοητευτεί με το καινούριο απόκτημα του, και θέλαμε να το αγγίξουμε, να το χρησιμοποιήσουμε, νομίζαμε πως με αυτό στην κατοχή μας, περνούσαμε σε άλλη διάσταση, γινόμασταν αυτόματα ήρωες του κινηματογράφου. Αυτός μας το έδινε, αλλά ζητώντας πάντα κάτι για αντάλλαγμα. Έτσι εμείς πιάναμε στα χέρια μας το νεροπίστολο και δεν μας ένοιαζε καθόλου που οι σοκολάτες ή τα παγωτά που είχαμε για τον εαυτό μας κατέληγαν στον ιδιοκτήτη του πιστολιού. Ο Γιάννης αμέσως έγινε ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός μας. Κάναμε ότι αυτός ήθελε και όποτε του έκανε κέφι. Κανείς μας ποτέ δε διαμαρτυρήθηκε, απλά μας άρεσε να έχουμε την εύνοια του και να ανήκουμε στη συμμορία του.
     Με απαίτηση του, κάναμε επιδρομές στα γειτονικά περιβόλια και κλέβαμε διάφορα φρούτα, σύμφωνα με τις υποδείξεις και την όρεξη του. Φυσικά αυτά είχαν και τις ανάλογες συνέπειες, κάποιοι που μας έβλεπαν, το μετέφεραν στους δικούς μας και άρχιζαν οι ανακρίσεις και οι τιμωρίες. Τίποτα όμως δεν ήταν ικανό να μας αποτρέψει από το απογευματινό ραντεβού στο σχολείο για ένα νεροπόλεμο και ένα σωρό άλλες σκανδαλιές, σύμφωνα με τις οδηγίες του Γιάννη.
     Ένα απόγευμα, μας συγκέντρωσε στην στέρνα με τις βρύσες, πίσω από τα αποχωρητήρια των αγοριών. Μας μιλούσε για τους σκληρούς άνδρες, έπαιζε στα χέρια του το νεροπίστολο και μας εξηγούσε τις σκληρές στάσεις που θα έπρεπε να κρατάν, οι άνδρες, για να τους σέβονται οι υπόλοιποι. Κάποια στιγμή, έβγαλε από την πίσω τσέπη του παντελονιού του, ένα τσαλακωμένο πακέτο τσιγάρα, μάρκας “άρωμα”. Χωρίς να μας πει τίποτα, έπιασε ένα τσιγάρο από το πακέτο, με τα χείλη του, χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χέρια του. Το άναψε, ρούφηξε λαίμαργα τον καπνό και με ένα σφύριγμα απόλαυσης τον άφησε να βγει από τα ρουθούνια του. Τον κοιτάζαμε σαν μαγεμένοι, για όλους μας το κάπνισμα ήταν απαγορευμένο, ήταν μια συνήθεια κακή, όπως έλεγαν όλοι και μόνο οι μεγάλοι μπορούσαν να καπνίζουν. Ο Γιάννης εκείνη την στιγμή, στα μάτια μας, περνούσε στο πάνθεον των ηρώων. Άναψε ένα δεύτερο τσιγάρο και μας το έδωσε, για να καπνίσουμε όλοι από λίγο, με την σειρά μας. Το τσιγάρο άλλαζε χέρια και ο καθένας μας τραβούσε μια ρουφηξιά και το έδινε στον επόμενο. Τελευταίος στην σειρά ήμουν εγώ, το πήρα στα χέρια μου ρούφηξα ελαφρά τον καπνό, αηδίασα, κάνοντας προσπάθεια, να μη με καταλάβουν οι άλλοι, έκρυψα με δυσκολία τα δάκρυα, που μου ερχόταν αυθόρμητα, άπλωσα το χέρι μου να δώσω το τσιγάρο στον επόμενο. Εκείνη την στιγμή πήρε τον λόγο ο Γιάννης και μας είπε.
     «Παιδιά, λέω να παίξουμε ένα παιχνίδι». Πριν προλάβουμε να πούμε οτιδήποτε, δεν μας άφησε κανένα περιθώριο, να αντιδράσουμε ή να αρνηθούμε (για ποιο λόγο άλλωστε) συνέχισε να μας εξηγεί, το πώς θα παίξουμε το παιγνίδι που είχε στο μυαλό του.
     «Ξεκινάμε από τον Ανδρέα, θα τραβήξει μια δυνατή ρουφηξιά από το τσιγάρο, ενώ συγχρόνως θα μας πει μια φράση… θα πει: ιιιιιιι ένας παπάς, αυτός που θα το πει, δυνατότερα θα κερδίσει και θα έχει στα χέρια του όλο το απόγευμα το νεροπίστολο». Μας άρεσε η ιδέα, όλοι μας συμφωνήσαμε, εμένα μου φάνηκε ευκαιρία, να κερδίσω για να έχω στην κατοχή μου το νεροπίστολο όλο το απόγευμα. Έπιασα με μια αποφασιστική κίνηση το τσιγάρο, το έφερα στα χείλη μου και ρούφηξα με δύναμη τον καπνό φωνάζοντας συγχρόνως «ιιιιιι ένας παπάς».
     Αυτό που ένιωσα εκείνη την στιγμή ήταν πρωτόγνωρο και απερίγραπτο. Ο καπνός μπήκε με ορμή στα πνευμόνια μου και μια φωτιά με τύλιξε, άρχισα να βήχω με μανία, τα μάτια μου δάκρυζαν ασταμάτητα και νόμισα πως πήραν φωτιά τα πνευμόνια μου. Σε μια ύστατη προσπάθεια να σβήσω την φωτιά, βούτηξα το κεφάλι μου μέσα στην στέρνα. Το νερό μπήκε με ορμή στο στόμα μου και τότε κινδύνεψα στα αλήθεια, έβγαλα το κεφάλι μου, από το νερό προσπαθώντας να πάρω γρήγορες ανάσες. Αυτό είχε σαν συνέπεια, να με πιάσει ακατάσχετος βήχας και να κάνω αρκετή ώρα να ηρεμήσω. Τότε αντιλήφθηκα πως όλοι οι φίλοι μου γελούσαν ασταμάτητα με το πάθημα μου, είχαν πέσει κυριολεκτικά κάτω και κρατούσαν την κοιλιά τους από τα γέλια. Ντροπιασμένος, με αργά βήματα και με όση αξιοπρέπεια μπορούσα να δείξω, απομακρύνθηκα από το σχολείο.
     Η φάρσα που μου σκάρωσε ο Γιάννης μου έμεινε αξέχαστη, μπορεί όλοι οι άλλοι να γελούσαν με το πάθημα μου και εγώ να είχα θυμώσει, αλλά υπήρξε και ένα καλό για μένα σ’ αυτή την υπόθεση. Εκείνη η στιγμή που ρούφηξα το`νη και την φάρσα που μου έκανε. Έχω την πεποίθηση ότι δεν κάπνισα λόγω αυτής της φάρσας

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

ΤΟ ΜΑΓΓΑΛΙ

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
12/10/2017
     Σε καμία φάση της παιδικής μου ηλικίας δεν μπορώ να ισχυριστώ πως ήμουν, αυτό που λένε “ήσυχο” παιδί. Το αντίθετο θα έλεγα… Γενικά αν όχι όλοι, οι περισσότεροι με χαρακτήριζαν άτακτο. Κάποιοι τότε με είχαν χαρακτηρίσει “απροσάρμοστο”, ένα επιθετικό προσδιορισμό, του οποίου εγώ δεν ήξερα την σημασία. Το γεγονός είναι, πως σε όλες τις φάσεις της παιδικής μου ηλικίας, ήμουν άτακτος και δεν “έμπαινα” στα καλούπια, που θα ήθελαν οι γονείς και οι διάφοροι συγγενείς. Σε πολύ μικρή ηλικία, μου συνέβη κάτι, που ίσως ήταν η αιτία να ενεργοποιηθεί πολύ νωρίς η μνήμη μου. Φυσικά κάποια γεγονότα, από αυτά που θα διηγηθώ, δεν τα θυμάμαι, από προσωπική εμπειρία, αλλά από διηγήσεις των μεγάλων, μερικά όμως έχουν μείνει ανεξίτηλα στην μνήμη μου.
     Εκείνη την εποχή μέναμε σε ένα σπίτι που νοίκιαζε η οικογένεια μας, από την κα Σουλτάνα, απέναντι και διαγώνια από την εκκλησία του Αγ. Βλάση. Ήταν μια μονοκατοικία, με κεραμίδια και με βασικό υλικό κατασκευής το ξύλο και την πέτρα. Το σπίτι ήταν πάρα πολύ παλιό. Η κύρια είσοδος του, ήταν από ξερό ξύλο καστανιάς δίφυλλη, διακοσμημένη με πλατυκέφαλα καρφιά, αυτά που τότε τα λέγανε γύφτικα. Αμέσως μετά από την πόρτα, υπήρχε ένας διάδρομος στρωμένος με μεσαίου μεγέθους πέτρες, με μια αυλακιά στην μέση για να φεύγουν τα νερά. Στην αριστερή πλευρά υπήρχε το αχούρι, ο χώρος για να σταβλίζουν κάποιο ζώο, (εκείνη την εποχή τα περισσότερα σπίτια είχαν ζώα, άλογα, γαϊδούρια κλπ.) μόνο που η οικογένεια μου, δεν είχε κανενός είδους ζώο, οπότε ήταν άδειο. Στην απέναντι πλευρά είχε δύο δωμάτια που τα χρησιμοποιούσαμε σαν αποθήκες.
     Στο τέλος του διαδρόμου, αμέσως μετά από τα πλατιά φουρούσια της στέγης, ήταν η αυλή του σπιτιού και αυτή λιθόστρωτη, έχοντας δύο δένδρα στην βάση του περιβόλου, που ήταν αρκετά ψηλός. Κάτω από τα φουρούσια, ξεκινούσε μια ξύλινη σκάλα, που από ο,τι θυμάμαι έτριζε όταν κάποιος από του ενήλικους, την ανέβαινε. Η σκάλα οδηγούσε σε έναν ανοιχτό χώρο, κατασκευασμένο από ξύλο, κάτι σαν σαλόνι, μόνο που από την μία πλευρά ήταν ανοιχτό και είχε σε εκείνο το σημείο ξύλινα κάγκελα για προστασία. Στο πίσω μέρος αυτού του ιδιότυπου σαλονιού βρισκόταν ένα καναπές, ενώ στο κέντρο, υπήρχε ένα τραπέζι με καρέκλες. Η ανοιχτή πλευρά αυτού του σαλονιού, δεξιά και αριστερά είχε μια ξύλινη κατασκευή, με σανίδες ενωμένες με μεντεσέδες που ανοιγόκλειναν, σαν ακορντεόν. Έτσι, όταν είχε καλό καιρό το σαλόνι ήταν ανοιχτό, ενώ όταν είχε κρύο, το κλείναμε και μετατρεπόταν το σαλόνι, σε πραγματικό δωμάτιο. Στη δεξιά του πλευρά, είχε δύο δωμάτια, ενώ στην αριστερή είχε ένα δωμάτιο, μια μικρή κουζίνα και τουαλέτα. Εκεί μέναμε εγώ με τους γονείς μου, τον αδερφό μου τον Στέφανο που ήταν πολύ μικρός και την γιαγιά μου από την πλευρά της μητέρας μου.
     Τις περισσότερες ώρες της ημέρας οι γονείς μου έλειπαν, καθώς τους απασχολούσε η τροφοδοσία και η διαχείριση, του μπακάλικου που μόλις είχαν ανοίξει. Έτσι μοιραία η ανατροφή η δική μου και του Στέφανου, έπεφτε στα χέρια της γιαγιάς μου. Την γιαγιά μου την θυμάμαι σαν μια μαυροφορεμένη μικρόσωμη γυναίκα, ντυμένη πάντα στα μαύρα, να έχει με μία επίσης μαύρη μαντίλα κρυμμένα τα μαλλιά της. Όταν με την παιδική μου αφέλεια την ρώτησα κάποια φορά, γιατί φοράει πάντα μαύρα ρούχα, μου απάντησε πως ήταν χήρα και έτσι έπρεπε να φοράει μαύρα. Εγώ δεν κατάλαβα την έννοια της λέξης “χήρα”, αλλά δεν επέμενα για εξηγήσεις. Η γιαγιά μου ήταν υπεύθυνη, να μας ταΐσει, να μας κοιμίσει και γενικά να μας προσέχει. Αυτό θεωρητικά έμοιαζε με εύκολη υπόθεση, γιατί ήμασταν μικρά παιδιά, χωρίς μεγάλες απαιτήσεις. Κανείς όμως δεν μπορούσε να προβλέψει, το ατίθασο του χαρακτήρα μου. Πάντα έβρισκα τρόπους να την βασανίζω, καθώς κρυβόμουν, με απίστευτη ευκολία σε κάποιον από τους τόσους πολλούς χώρους που είχε το σπίτι. Δεν ξέρω γιατί, αλλά με διασκέδαζε, να την ακούω να με φωνάζει και να με ψάχνει με αγωνία. Παρ’ όλες τις συμβουλές και τις παρατηρήσεις της μητέρας μου, εγώ της έκανα πάρα πολλές λαχτάρες. Ενώ οι γονείς μου, τακτικά με μάλωναν, η γιαγιά μου δεν θυμάμαι, να ύψωσε καν την φωνή της, ο,τι κι αν της έκανα.
     Βασική πηγή θέρμανσης, του σπιτιού ήταν μια ξυλόσομπα και όταν δεν αρκούσε, σε κάποια δωμάτια βάζαμε ένα μαγκάλι με κάρβουνα, σαν συμπληρωματικό μέσο ζέστης. Το μαγκάλι ήταν μια μπρούτζινη κατασκευή κάτι σαν κυκλικό δοχείο με βάση. Άκουγα πολλές φορές τον πατέρα μου, να λέει πως θα έπρεπε να προσέχουμε πάρα πολύ, με την χρήση του μαγκαλιού, γιατί είναι επικίνδυνο για την υγεία μας. Εγώ προσωπικά δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω τι εννοούσε, έτσι κι αλλιώς όμως δεν απευθυνόταν σε μένα, οπότε δεν έδινα καμία σημασία σε αυτά που έλεγε. Στο δωμάτιο των γονιών μου, υπήρχε ένα μεταλλικό κρεβάτι, που σύμφωνα με την μόδα της εποχής, στην κατασκευή του περιλάμβανε λάμες που συνδεόταν στα κυρίως μέρη του κρεβατιού με σούστες. Ένα από τα αγαπημένα μου, παιγνίδια, ήταν να χοροπηδάω πάνω στο κρεβάτι και να απολαμβάνω το τίναγμα, που κατάφερνα πηδώντας πάνω στις λάμες με τις σούστες. Καμία παρατήρηση και καμία τιμωρία δεν ήταν δυνατόν να με συνετίσουν. Μόλις έφευγαν οι γονείς μου, εγώ τρύπωνα στο δωμάτιο τους και άρχιζα το αγαπημένο μου παιγνίδι. Η μόνη λύση ήταν να κλειδώσουν το δωμάτιο, πράγμα που έκαναν στο τέλος. Έτσι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι και εγώ εππαιζα ανενόχλητος. 
     Η γιαγιά μου, έδινε την προσοχή της και την φροντίδα της στον Στέφανο που ήταν μικρότερος και μένα με άφηνε να κινούμαι πιο χαλαρά μέσα στο σπίτι. Μια μέρα και ενώ προσπαθούσε να κοιμίσει τον αδερφό μου, εγώ έκανα όσο μπορούσα μεγαλύτερη φασαρία. Αυτό όμως δεν επέτρεπε στον αδερφό μου να κοιμηθεί. Η γιαγιά μου για να με ξεγελάσει, άνοιξε το υπνοδωμάτιο των γονιών μου να παίξω με το κρεβάτι. Συγχρόνως έφερε και έβαλε στο κέντρο του, το μαγκάλι με τα κάρβουνα, φοβούμενη μη κρυώσω. Άφησε για λόγους ασφαλείας, ανοιχτή την πόρτα και πήγε να ασχοληθεί με τον μικρό. Εγώ απερίσπαστος και χωρίς έλεγχο από κανέναν ενήλικο, έκανα τούμπες πάνω στο κρεβάτι.
     Δοκίμαζα να τις κάνω, με κάθε τρόπο, που μου ερχόταν στο μυαλό. Είχα φθάσει στο σημείο να κάνω ολόκληρες περιστροφές γύρω από τον εαυτό μου και να πέφτω πάνω στο στρώμα του κρεβατιού, μπρούμυτα ή και με την πλάτη ανάλογα με την δύναμη που έβαζα γι' αυτό. Κάθε λεπτό που περνούσε δοκίμαζα και κάτι καινούργιο με την φαντασία μου να οργιάζει, πάνω σε αυτό το θέμα. Κάποια στιγμή ανέβηκα στο πίσω κάγκελο του κρεβατιού, ισορρόπησα για λίγο, μετά πήδησα με δύναμη στο κέντρο, τα πόδια μου βούλιαξαν στην ταλάντωση του και εκτινάχτηκα στον αέρα πιο ψηλά από κάθε φορά, έκανα τούμπα και προσγειώθηκα με τα πόδια στην άκρη του. Αυτό με γοήτευσε και το επανέλαβα αρκετές φορές με επιτυχία. Κάθε φορά προσγειωνόμουν διαφορετικά, γιατί είχα χάσει τον έλεγχο των πηδημάτων.
     Αυτό όμως δεν μου αρκούσε και έψαχνα διαρκώς, να βρω νέους τρόπους να μεγαλώσω τα άλματα. Παρασυρμένος από τον ενθουσιασμό μου, κάποια στιγμή έβαλα όση δύναμη διέθετα και τράβηξα λίγους πόντους το κρεβάτι, απομακρύνοντας το από τον τοίχο. Έτσι μου δινόταν η ευκαιρία, να ισορροπήσω πάνω στο κεφαλάρι του, που ήταν ψηλότερο από το προηγούμενο. Ανέβηκα πάνω του χωρίς δυσκολία, στάθηκα για λίγο ακίνητος, αυτοσυγκεντρώθηκα, λύγισα τα γόνατα μου και πήδηξα. Προσγειώθηκα με δύναμη στο κέντρο. Τα ελατήρια, έκαναν μια ταλάντωση και με τίναξαν με δύναμη στον αέρα. Το πήδημα ήταν πολύ πιο δυνατό, από ο,τι το υπολόγιζα και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα με τα μούτρα μέσα στο αναμένο μαγκάλι
     Το σοκ της πρόσκρουσης ήταν τόσο δυνατό που δεν έκανα τίποτα άλλο, από το να στρέφω το πρόσωπο μου δεξιά - αριστερά μέσα στα αναμμένα κάρβουνα. Καιγόμουν, πονούσα και δεν ήμουν σε θέση να φωνάξω, ούτε να κάνω την παραμικρή κίνηση για να βγάλω το κεφάλι μου από την φωτιά. Η γιαγιά μου, όπως μου διηγήθηκε αργότερα, μύρισε καμένη σάρκα, από το διπλανό δωμάτιο και ήρθε γρήγορα να δει τι συμβαίνει. Αμέσως με άρπαξε στην αγκαλιά της, με έβγαλε από το μαγκάλι και έτρεξε στην κουζίνα. Εκεί στο νεροχύτη ξεκόλλησε, κυριολεκτικά τα κάρβουνα από το πρόσωπο μου. Εγώ πλέον είχα χάσει τις αισθήσεις μου και αυτό την τρομοκράτησε. Αμέσως έβαλε τις φωνές ζητώντας βοήθεια. Η κα Χρυσάνθη, μια γειτόνισσα από δίπλα, έτρεξε για βοήθεια, μαζί με μια από τις κόρες της. Ειδοποίησαν τους γονείς μου, οι οποίοι βιαστικά με οδήγησαν στο νοσοκομείο της Βέροιας.
     Το νοσοκομείο τότε βρισκόταν στο τρίστρατο των οδών Μητροπόλεως, Ελιάς και Βενιζέλου. Ήταν ένα παράξενο κοκκινωπό κτίριο, που καμία σχέση στην εμφάνιση, δεν είχε με τα σημερινά νοσοκομεία. Από τις περιγραφές που μου έκαναν αργότερα, μόλις με είδαν οι γιατροί και οι νοσοκόμες που είχαν υπηρεσία, τρόμαξαν με την κατάσταση μου. Αμέσως με έβαλαν στο χειρουργείο και μου έδωσαν τις πρώτες βοήθειες. Συνήλθα και με εγκατέστησαν σε ένα θάλαμο με τρεις ακόμα ασθενείς. Μόνο που αυτοί μετά από λίγο θεραπευόταν και έφευγαν, ενώ εγώ έγινα μόνιμος κάτοικος του νοσοκομείου για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Ακολούθησε μια σειρά επεμβάσεων και μετά από ένα μήνα σχεδόν, οι γιατροί ήταν σίγουροι ότι είχα χάσει την όραση μου, πράγμα που έκανε την μητέρα μου να πανικοβάλλεται.
     Στο νοσοκομείο, εργαζόταν μία γειτόνισσα ως νοσοκόμα, η κα Πηγή, η οποία βοηθούσε την μητέρα μου και εμένα όσο μπορούσε. Οι πολλές αλοιφές που χρησιμοποιούσαν για την θεραπεία μου, αλλά και τα υγρά που απέβαλαν τα εγκαύματα, είχε ως αποτέλεσμα να λερώνει η μητέρα μου τα ρούχα της πολύ συχνά. Για αυτό και αναγκάστηκε να φοράει συνεχώς ποδιές. Οι πολλές ώρες που έμενε μαζί μου, δεν της επέτρεπαν να ασχοληθεί έστω και στοιχειωδώς με το νοικοκυριό του σπιτιού μας. Αυτό το είχε αναλάβει η αδερφή της, η θεία μου η Στέλλα η οποία όταν δεν προλάβαινε να πλύνει τις ποδιές, της μητέρας μου, της έφερνε δικές της. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετό χρονικό διάστημα. Οι πληγές μου ωστόσο έκλειναν, αλλά όλα τα τεστ, για την όραση μου, έβγαιναν αρνητικά. Συζητούσαν οι γιατροί, για την πιθανότητα κάποιας εγχείρησης στο μέλλον, αλλά αυτό θα έπρεπε να γίνει από ειδικούς γιατρούς. Αυτές οι γνωματεύσεις βύθιζαν σε απόγνωση την οικογένεια μου, καθώς τα μέσα της εποχής και οι οικονομικές δυνατότητες ήταν ελάχιστες. Οι μέρες περνούσαν, οι άλλοι ασθενείς που ερχόταν, θεραπευόταν και έφευγαν, από τον θάλαμο, ενώ εγώ παρέμεινα σαν μόνιμος κάτοικος του. Από την διαμονή μου και την θεραπεία στο νοσοκομείο δεν θυμάμαι πολλά πράγματα, αλλά οι διηγήσεις της μητέρας μου, μου εμφύτευσαν τα γεγονότα, νομίζοντας τελικά, πως είναι δικές μου αναμνήσεις.
     Μια μέρα, δεν ξέρω πόσους μήνες μετά το ατύχημα, είδα την μητέρα μου να μπαίνει στον θάλαμο και την ρώτησα με την παιδική μου αφέλεια.
     «Μαμά η ποδιά της θείας είναι;» είχα καταλάβει (βασικά είχα δει) πως δεν φορούσε την δικιά της ποδιά αλλά της θείας μου της Στέλλας.
     Έκπληκτη η μάνα μου από την ερώτηση μου, έτρεξε αμέσως στο γραφείο των γιατρών και τους είπε βιαστικά:
     «Γιατρέ ο γιος μου βλέπει».
     Αμέσως ήρθαν στον θάλαμο δύο γιατροί, με εξέτασαν, μου έκαναν διάφορες ερωτήσεις και βεβαιώθηκαν πως έβλεπα έστω και λίγο. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, που δεν μπορώ να προσδιορίσω, πήρα εξιτήριο καθώς η όραση μου βελτιώθηκε σημαντικά και τα εγκαύματα μου πήγαιναν πολύ καλύτερα. Στο σπίτι μας, ένιωθα πολύ καλύτερα, ακολουθούσα την θεραπεία που είχαν υποδείξει οι γιατροί και κάθε τόσο επισκεπτόμουν το νοσοκομείο για συμπληρωματικές εξετάσεις.
     Τα επόμενα χρόνια, οι αλοιφές, τα φάρμακα και οι επισκέψεις στο νοσοκομείο είχαν γίνει για μένα μια ρουτίνα καθημερινότητας. Θυμάμαι μια ευαισθησία που είχα στο πρόσωπο όταν έμενα αρκετή ώρα στον ήλιο, αλλά και τα τραύματα, που με το παραμικρό εμφανιζόταν στο πρόσωπο μου. Μονίμως είχα στο πρόσωπο κάποιο μικρό ή μεγάλο, επίδεσμο. Μια χαρακτηριστική περίπτωση, μου συνέβη όταν πήγαινα στο νηπιαγωγείο. Σε κάποια σκανδαλιά που έκανα η δασκάλα που αγνοούσε το ιστορικό μου, με σκαμπίλισε με αποτέλεσμα να αιμορραγώ στο μάγουλο. Πανικόβλητη, με πήγε στο νοσοκομείο, εκεί με ήξεραν όλοι, με περιποιήθηκαν και της εξήγησαν την κατάσταση μου. Από τότε ο,τι κι αν έκανα δεν υπήρχε περίπτωση να φάω ξύλο. Τα χρόνια πέρασαν και θεραπεύτηκα τελείως.
     Αυτό που έμεινε από αυτή την περιπέτεια, είναι τρεις ουλές που τις έχω μέχρι σήμερα. Μια σχεδόν αδιόρατη, στα αριστερά λίγο κάτω από την μύτη μου, μια ιδιαίτερα εμφανής κάτω από το δεξί πηγούνι, εκεί ποτέ δεν χρειάστηκε να ξυριστώ και μια ουλή στην βάση του λαιμού μου, που έγινε από το χείλος του μαγκαλιού. Φυσικά απέκτησα και μια απέχθεια για τα μαγκάλια και τα κάρβουνα γενικώς.