Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.





Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

ΓΙΩΡΓΟΣ. Α. ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

Ο Γιώργης Κουτσουρέλης είναι ένας από τους κορυφαίους δημιουργούς και εκτελεστές της Κρητικής μουσικής. Γεννήθηκε στο Καστέλι Κίσαμου το 1914, σε ένα χώρο και μια οικογένεια που είχε αναδείξει πλήθος μουσικών και η καλλιέργεια της παράδοσης ήταν καθημερινή υπόθεση πολλών.
Όπως είχε πει ο ίδιος, από μικρό παιδί γοητεύτηκε από την Κρητική μουσική που είναι μια παράδοση από γενιά σε γενιά, που παρουσιάζει μια ιδιαίτερη μορφή ποιήσεως, χαρακτηριζόμενη από ιδιόρρυθμη έκφραση σε ρυθμό, σε αρμονία, σε χρώμα, χρόνο, τόνο και γενικά σε μελωδία. «Η Κρητική μουσική ριζώθηκε μέσα μου και αυτό πιστεύω συνετέλεσε γιατί ο πατέρας μου ήταν ένας από τους σημαντικότερους οργανοπαίκτες λαουτιέρης της εποχής του».
Εκτός όμως από τον πατέρα παρά πολλά άτομα της οικογένειας Κουτσουρέλη έπαιζαν διάφορα όργανα, λαγούτα, λύρες, βιολιά, μαντολίνα, ακόμα και κλαρίνο. Ο Γιώργης Κουτσουρέλης μπολιασμένος από την γοητεία της Κρητικής μελωδίας, τις πενιές, τις δοξαριές, τα τραγούδια, το γοητευτικό κορμί της Κρητικής παράδοσης, άρχισε από τα πρώιμα παιδικά του χρόνια (5 ετών) να κουρδίζει και να χρησιμοποιεί τη σκούπα της μάνας του για να παίξει τις μελωδίες του μιμούμενος τ' άλλα μέλη της οικογένειας μουσικών.
Στο Δημοτικό σχολείο, κάτοχος πια μαντολίνου, έφτασε να παίζει πραγματικά τους ωραίους σκοπούς του, για να χορέψουν οι δάσκαλοι και οι συμμαθητές του. Πολύ γρήγορα ο Γιώργης Κουτσουρέλης παρακινούμενος από τον πατέρα του, αλλά περισσότερο ωθούμενος από την μυστική εκείνη λαχτάρα του προικισμένου καλλιτέχνη που τον οδηγεί στα πεπραγμένα του, άφησε τις παιδικές μουσικές περιπλανήσεις και ασχολήθηκε πολύ σοβαρά πια με το λαγούτο, το όργανο της ζωής του.
Έτσι στα 10 του χρόνια ήταν ένας αξιόλογος άρτιος λαουτιέρης που στα 12 χρόνια του είχε γίνει τέλειος επαγγελματίας, πολύ σωστός και περιζήτητος συνεργάτης από κορυφαίους καλλιτέχνες της Κρητικής μουσικής, βιολιτζήδες και λυράρηδες της εποχής εκείνης όπως ήταν ο Γιώργης Μαριάνος, ο Νικόλαος Χαρχαλής ο περίφημος λυράρης ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ ή Κουφιανός και από άλλους.
Πολύ νωρίς σε ηλικία μόλις 16 χρόνων μπήκε στο χώρο της δισκογραφίας αρχίζοντας από το 1930 να παράγει, να ηχογραφεί και να κυκλοφορεί δίσκους, πρώτα με το Μαριάνo, στην Κολούμπια, μετά με τον σπουδαίο Ρεθεμνιώτη λυράρη Αλέκο Καραβίτη, κτλ. Ο Γιώργης Κουτσουρέλης θυμάται πάντα με συγκίνηση τη βραδιά που έπαιζε στη λέσχη φιλελευθέρων στις 15 Δεκεμβρίου 1932, επ' ευκαιρία της ονομαστικής γιορτής του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο ίδιος ο πρόεδρος παρών στον εορτασμό, ευχαριστήθηκε τόσο πολύ που κάλεσε τους καλλιτέχνες, Μαριάνο και Κουτσουρέλη στο σπίτι του να παίξουν και να γλεντήσουν μαζί του και με τους στενούς του φίλους.
Ο Γιώργης Κουτσουρέλης αναγνωρισμένος από νωρίς σαν εμπνευσμένος δημιουργός Κρητικής μουσικής και δεξιοτέχνης καλλιτέχνης, εμφανίζεται με διάσημους λυράρηδες και βιολιτζήδες, ή και σαν σολίστας του λαγούτου. Με τον σπουδαίο λυράρη Νικόλαο Κουφιανό εμφανίζεται στο εθνικό στάδιο Αθηνών μαζί με συγκροτήματα απ' όλη την Ελλάδα. Συχνές ήταν και οι εμφανίσεις του στις εκδηλώσεις των Κρητών σε Αθήνα Πειραιά και Θεσσαλονίκη.
Μετά από τον πόλεμο, του 1940, τον βρίσκουμε να συνεργάζεται και πάλι με μεγάλους μουσικούς όπως με τον Κώστα Μουντάκη, τον Νίκο Ξυλούρη (αργότερα) και άλλους. Τον Γιώργη Κουτσουρέλη τον κάλεσε δυο φορές ο διακεκριμένος μουσικολόγος ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΛΕΙΝΤΙ, που κατείχε την έδρα της μουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια και ήταν διευθυντής της δραματικής σχολής του Μιλάνου.
Ο καθηγητής Λειντι αποκαλούσε τον Γιώργη Κουτσουρέλη «ορχήστρα». Ο ίδιος ο καλλιτέχνης, γράφει για τους λόγους που τον εμπόδισαν να ανταποκριθεί στις προσκλήσεις αυτές και να εμφανισθεί στο εξωτερικό. «Για δε τις προγενέστερες προσκλήσεις που είχα να πάω στο εξωτερικό και δεν τις πραγματοποίησα δεν μετανοώ και δε λυπάμαι, διότι εκτός τα ατυχήματα που συμβαίνουν είχα οικογενειακές υποχρεώσεις — γυναίκα και 4 μικρά παιδία και τους πικραμένους γέρους γονείς μου. Γι αυτό λοιπόν προτίμησα να μείνω στον τόπο μου να κυβερνώ και να προστατεύω τα ανήλικα παιδία μου.
Τον Γιώργη Κουτσουρέλη βράβευσε το καλοκαίρι του 1986 ο Δήμος Ηρακλείου για τις σπουδαίες υπηρεσίες του στην Κρητική μουσική παράδοση, για το πλούσιο έργο του, την πρωτοτυπία των δημιουργιών του, την δεξιοτεχνία και την μοναδικότητα των ερμηνειών του αλλά και το ήθος του, που τον αναδεικνύει σ' ένα άψογο πολίτη.
Ο Γιώργης Κουτσουρέλης πέθανε τον Ιούλιο του 1994. Ο Καθηγητής του Πανεπιστήμιου Αθηνών Γιώργης Γιατρομανολάκης, έγραψε για τον Γιώργη Κουτσουρελη. "Καθώς έβλεπα και άκουγα τον λαϊκό καλλιτέχνη να παίζει το λαγούτο του καταλάβαινα πως το όργανο αυτό δεν ηχούσε επειδή ο μάστορας απλώς έκρουε τις χορδές του. Ο ήχος του λαγούτου δεν προερχόταν απλώς μέσα από το όργανο. Ολόκληρο το κορμί του Κουτσουρέλη με όλο το βάρος των χρόνων του ηχούσε και δημιουργούσε μουσική. Το λαγούτο ήταν προέκταση της σωματικής υπόστασης του λαουτιέρη."Αυτή λοιπόν η εξαίσια σωματική σχέση κάποιου με την τέχνη του είναι που ορίζει και την γνησιότητα του. Όχι η εγκεφαλικότητα η προσποίηση, όχι η εξωτερική κίνηση και η επιτήδευση. Πουθενά στόμφος η υπερβολή, πουθενά αίσθημα στερημένο από τον παλμό και την γνησιότητα του κορμιού. Και όταν έπαιζε ο δάσκαλος και όταν τραγουδούσε σου έδινε την αίσθηση πως ξόδιαζε σώμα από το σώμα του και αίμα από το αίμα του.
Ακόμη και όταν μιλούσε ήξερες πως ότι έλεγε δεν ήταν λόγια του αέρα. Ήταν ήχος και φωνή ενός παλλόμενου κορμιού. Για τούτο και κάθε λόγος του ηχούσε αρμονικός και φυσικός. Αποδείκνυε έτσι κάτι πολύ σημαντικό για τους Κρητικούς. Ότι η βασική αρετή της Κρήτης δεν είναι η φωναχτή και πομπώδης μεγαλοστομία. Δεν είναι η εξωτερική επίδειξη και το τουριστικό τσαλίμι, η καυχησιολογία και η επιπόλαιη υπερβολή. Η μεγάλη αρετή της Κρήτης είναι όχι η εξωστρέφεια και τα παχιά λόγια, αλλά η δύναμη που προέρχεται από μια αίσθηση αριστοκρατικής ηρεμίας. Και δεν δίδω βέβαια στη λέξη αριστοκρατία πολιτική η κοινωνική έννοια. Εννοώ αυτό που μας έδειξε ο Κουτσουρέλης, πως ο αριστοκράτης δημιουργός ακριβώς επειδή η λαϊκή του συνείδηση είναι αριστοκρατική, δεν καταδέχεται να παίξει η να τραγουδήσει προς χάρη των τουριστών εντόπιων ή ξένων.
Πως παρακολουθώντας την παράδοση μας, τα πατροπαράδοτα, όπως είπε, δεν καταδέχεται να ξεπέσει σε λαϊκίστικες κραυγές και εύκολες επιδείξεις. Μίλησε για δύσκολους σκοπούς, για δύσκολα τραγούδια και δύσκολους χορούς. Δεν έκανε κρητική σε κανένα. Έδειξε με τα χέρια του και το κορμί του, το δικό του ερωτά προς την τέχνη του και προς τη ζωή.
Αξιόλογες συνθέσεις είναι ο «Αρμενοχωριανός συρτός», ο «Συρτός του Κουτσουρέλη», η «Νενέ», η «Κρουσταλοβραχιωνάτη» και τόσες άλλες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Βασίλης Τσούγκαρη