Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.





Παρασκευή 14 Μαρτίου 2025

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΕΙΚΟΣΙ ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Σε μερικές ημέρες πλησίαζε η επέτειος της μάχης. Χαμογέλασε πικρά, ενώ τέντωνε το κορμί του πάνω στην πάνινη πολυθρόνα. Χασμουρήθηκε ελαφρά νιώθοντας τη ζάλη του ύπνου να τον τυλίγει. Σ’ αυτή τη μάχη είχε πολεμήσει. Μετά τόσα χρόνια, και μόνο που  έφερνε τη μάχη στο μυαλό του, η μυρωδιά της καμένης μπαρούτης με τον ήχο που έκανε το κλείστρο του όπλου μετά απ’ τον πυροβολισμό, μαζί με τον αχό της μάχης κυριαρχούσαν στο μυαλό του. Κυριαρχούσαν κυριολεκτικά σ’ όλες τις αισθήσεις του. Αισθανόταν πως είχε μεταφερθεί και πάλι σ’ εκείνη τη μάχη που τον στοίχειωνε κάθε τόσο. Καθισμένος στο μπαλκόνι του σπιτιού του έκλεισε τα μάτια. Χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια κατόρθωσε γι άλλη μια φορά  να ξαναζήσει όλες τις λεπτομέρειες της μάχης κι  είδε τη σκηνή του τέλους. Τότε που κατάλαβε ότι ήταν ο μόνος επιζών. Όταν έπαψε ν’ ακούγεται το κροτάλισμα των όπλων, κατάλαβε τη μοναξιά του. Ο ώμος του έτσουζε. Μια σφαίρα τον είχε πετύχει στ’ αριστερά, αλλά ήταν κάτι ασήμαντο.
Κανείς απ’ τους συντρόφους του, μα και κανείς απ’ τους κατακτητές Γερμανούς, δεν ζούσε. Άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στους φίλους του, φώναξε τα ονόματά τους. Περίμενε μάταια για κάποια ένδειξη ζωής, άδικος κόπος. Όλοι ήταν νεκροί. Δάκρυα μαζί με ιδρώτα κυλούσαν στο πρόσωπό του, η κάπνα του μπαρουτιού έτσουζε τα μάτια του. Προσπάθησε να διακρίνει τις θέσεις των Γερμανών. Όλοι τους ήταν νεκροί. Καμιά  κίνηση.
Είχαν στήσει ενέδρα στ’ απόκρημνα βράχια λίγο πριν απ’ το τούνελ. Θεωρούσαν σίγουρη τη νίκη κατά του αποσπάσματος που είχαν στείλει οι Γερμανοί. Δεν είχαν λάβει όμως υπ’ όψιν τους τη δύναμη πυρός των όπλων που είχαν οι κατακτητές σ’ αντίθεση με τον φτωχικό  δικό τους οπλισμό. Τα περισσότερα όπλα τους ήταν απ’ τον μεγάλο πόλεμο, αν και υπήρχαν και παλαιότερα, τα οποία είχαν τελείως αμφισβητούμενη αποτελεσματικότητα. Αυτός ήταν ο μικρότερος σε ηλικία απ’ τους αντάρτες. Η ενέδρα είχε στηθεί πιο πολύ μ’ ενθουσιασμό, παρά με στρατιωτική τακτική. Κανένας τους δεν είχε επαγγελματική στρατιωτική κατάρτιση. Ήταν μια παρέα κοντοχωριανών και φίλων, που αποφάσισε ν’ αντισταθεί στους εισβολείς. Σηκώθηκε όρθιος, φώναξε τα ονόματα των συντρόφων του. Κανείς δεν απάντησε. Πλέον ήταν σίγουρος,  ήταν όλοι τους νεκροί. Πλησίασε με προσοχή τον Γερμανό αξιωματικό, τον σκούντησε. Όταν είδε πως είναι νεκρός, έσκυψε, του πήρε τον οπλισμό, τα χαρτιά του και τον γυλιό του. Το ίδιο έκανε και με τους υπόλοιπους νεκρούς στρατιώτες.. Έψαξε προσεκτικά τους συντρόφους του, μάζεψε όλα τα προσωπικά τους αντικείμενα μαζί με οποιαδήποτε χαρτιά είχαν μαζί τους. Ξαναφώναξε τα ονόματά τους ξανά και ξανά έχοντας μέσα του κάποια κρυφή ελπίδα, αλλά του κάκου. Δεν πήρε καμιά απάντηση. Άρχισε να προχωράει διστακτικά προς το κυρίως μονοπάτι, εκεί που  είχαν αφήσει τα υποζύγια. Ο δρόμος ήταν δύσβατος και του πήρε αρκετή ώρα μέχρι να τα φτάσει.  Φόρτωσε τα όπλα και τα σακίδια στα ζώα και ξεκίνησε αργά, αλλά σταθερά προς τα υψώματα. Ήξερε που θα κρύψει τα λάφυρα. Λίγα μέτρα μετά το κρησφύγετο τους υπήρχε μια σπηλιά απρόσιτη σχετικά. Εκεί θα τα έκρυβε μέχρι ν’ αποφασίσει τι θα τα κάνει.
«Κώστα, έφερα τον καφέ σου», άκουσε τη γυναίκα του να λέει. Ταραγμένος άνοιξε τα μάτια του. Τ’ όνειρο που τον συνόδευε σαν εφιάλτης εξαφανίστηκε αντικρίζοντας την Ειρήνη με τον δίσκο  στα χέρια της. Όπως πάντα δεν φανέρωσε τον λόγο της ταραχής του, πήρε βαθιά ανάσα, κούνησε  ελαφρά το κεφάλι του προσπαθώντας να βρει την αυτοκυριαρχία του. Άπλωσε το χέρι του, πήρε το φλιτζάνι με τον σκέτο καφέ αγνοώντας το πιάτο με τα κουλουράκια. Ρούφηξε με θόρυβο όπως πάντα τον καφέ νιώθοντας  ανακούφιση, που ξέφυγε απ’ τη μάχη του μυαλού του. Έβγαλε το κομπολόι του. Οι κεχριμπαρένιες  χάντρες κροτάλισαν με θόρυβο ανάμεσα στα χέρια του.
«Είσαι καλά;» ρώτησε η γυναίκα του.
«Καλά είμαι, καλά», της απάντησε βιαστικά με κάπως βραχνή φωνή..
Πάντα υποπτευόταν ότι η Ειρήνη είχε καταλάβει από καιρό τα ταραχώδη όνειρά του. Αλλά διακριτική όπως πάντα ποτέ της δεν το σχολίασε ευθέως. Χωρίς να πει  άλλη λέξη η Ειρήνη απομακρύνθηκε απ’ το μπαλκόνι αφήνοντας τον μόνο με τις σκέψεις του.
Προσγειώθηκε στην πραγματικότητα, έστριψε το μουστάκι του με μια κίνηση αμηχανίας που τον χαρακτήριζε. Προσπάθησε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Ρούφηξε πάλι με θόρυβο τον καφέ του. Αυτή ήταν μια απ’ τις μικροαπολαύσεις του. Καταλάβαινε απόλυτα την πραγματικότητα, ήδη ήταν σε πολύ δύσκολη θέση.  Αυτή τη φορά ο πρόεδρος του ζητούσε πολλά. Ήθελε  το αρχαίο πήλινο αντικείμενο, που βρέθηκε στην περιοχή του. Δεν ήταν πρώτη φορά που του έκανε τέτοιου  είδους χάρες. Ο πρόεδρος ήταν άπληστος με τ’ αρχαία, είχε μια μανία να συλλέγει οποιοδήποτε αρχαίο αντικείμενο έβγαζε απ’ τα σπλάχνα της η Κρητική γη. Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν ζόρικα.  Μάλλον τελείως διαφορετικά από κάθε άλλη φορά.
«Αναθεματισμένα κωλόπαιδα», μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του.  Οι νεαροί που  βρήκαν το πήλινο, το φωτογράφισαν και το παρέδωσαν στον έφορο αρχαιοτήτων.  Πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε, τα παιδιά μίλησαν πρώτα στην τοπική εφημερίδα στέλνοντας τις  φωτογραφίες στον τοπικό τύπο,  στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, καθώς και στον Αθηναϊκό τύπο. Τον είχαν φέρει προ τετελεσμένου γεγονότος.  Η ιστορία τελείωσε, πριν καν προλάβει ν’ ανακατευθεί. Μάταια προσπάθησε να συμμαζέψει τα πράγματα, έτσι ώστε να καταφέρει να βάλει στο χέρι το αρχαίο αντικείμενο. Πώς όμως να πείσει κάποιους νεαρούς ιδεαλιστές, που δεν νοιάζονταν για τίποτε και είχαν  μοναδική τους επιθυμία την ανάδειξη των αρχαιοτήτων της περιοχής τους. Το χειρότερο απ’ όλα γι’ αυτόν ήταν ότι οι νεαροί ήταν συμμαθητές και φίλοι της κόρης του. Της είχε τόση αδυναμία, μεγάλη αδυναμία, ώστε σε καμιά περίπτωση δεν θα ήθελε να τη στεναχωρήσει. Όταν οι πιέσεις έγιναν αφόρητες για τους νεαρούς, του μίλησε γι αυτούς η κόρη του. Του είπε πως ήταν φίλοι της, πήγαιναν μαζί σχολείο κι ήξερε λεπτομερώς τα γεγονότα. Ήθελε ν’ αποφύγει κάθε σύγκρουση με τη θυγατέρα του γνωρίζοντας ότι εύκολα η ρήξη θα έπαιρνε διαστάσεις.  Ξέροντας πολύ καλά τον ατίθασο χαρακτήρα της κόρης του γνώριζε πως  θα του ήταν από δύσκολο έως ακατόρθωτο να δικαιολογήσει κάποια βίαιη πράξη. Παράλληλα  σκεφτόταν τη φυγή του γιού του. Το ήξερε πάρα πολύ καλά πως αυτός ήταν υπεύθυνος για την απομάκρυνση του γιου του απ’ την οικογένεια. Το φέρσιμό του κι οι πράξεις του τον έδιωξαν μακριά απ’ την Κρήτη και το χειρότερο σταδιακά διέκοπτε τις σχέσεις του με την υπόλοιπη οικογένεια. Ένιωθε πολύ άσχημα γι αυτό και σε καμιά περίπτωση δεν ήθελε να επαναληφτεί το ίδιο με την κόρη του. Η δυσαρέσκεια όμως του προέδρου ήταν εμφανής σε κάθε επαφή που είχαν, προσωπική ή τηλεφωνική.
Του προέδρου του είχε κάνει πολλές χάρες. Η τελευταία ήταν το χρυσό εγχειρίδιο με τα κτερίσματα απ’ τις  πρόσφατες ανασκαφές στον τάφο, που βρέθηκε στην περιοχή. Βέβαια ο πρόεδρος γκρίνιαξε, γιατί πήρε μόνο αυτό το εγχειρίδιο με τα λίγα κτερίσματα κι όχι και κάτι άλλο απ’ την πληθώρα των θησαυρών που βρέθηκαν  τελικά. Στη συλλογή του υπήρχαν κομμάτια, που θα ζήλευε κάθε μουσείο σ’ όλο τον κόσμο. Για όλες αυτές τις χάρες ο πρόεδρος τον αποζημίωνε, όχι βέβαια με χρήματα. Αλλά του έκανε κι αυτός διάφορες  χάρες, που πάντα τον έφερναν σε θέση ισχύος στη τοπική κοινωνία. Τίποτε δεν γινόταν σε τοπικό επίπεδο, αν δεν είχε την έγκρισή του, ή τουλάχιστον την ανοχή του κι αυτό το ήξεραν όλοι. Αποφάσισε ν’ αφήσει το θέμα να κυλήσει μόνο του ξέροντας πως οτιδήποτε άλλο θα έφερνε αντίθετα αποτελέσματα. Όσο για τους νεαρούς θα τους πρόσεχε καλύτερα. Κάπου θα στραβοπατούσαν και τότε θα είχε το πάνω χέρι. Όλοι ήξεραν πως ήταν άνθρωπος που δεν ξεχνούσε. Θυμόταν το καλό που του έκανες και το ανταπέδιδε, αλλά κυρίως δεν ξεχνούσε το κακό.
Κακό, σύμφωνα με την άποψή του, ήταν κάθε τι που πήγαινε κόντρα στα συμφέροντά του και τα θέλω του. Καθώς ρουφούσε τον καφέ του, είδε στο βάθος του δρόμο έναν απ’ τους νεαρούς να πλησιάζει προς το σπίτι του, να το προσπερνάει  και να συνεχίζει τη διαδρομή του οδηγώντας ένα μικρού κυβισμού μοτοποδήλατο. Χάιδεψε το μουστάκι του σκεφτικός, μετά έπιασε το τηλέφωνο, σχημάτισε έναν αριθμό και μίλησε με τη βαριά του φωνή. Ακούμπησε τ’ ακουστικό στη θέση του ευχαριστημένος απ’ τη συνομιλία, χάιδεψε με προσοχή το μουστάκι του και πήρε ένα κουλουράκι απ’ το πιάτο που είχε βάλει μπροστά του η Ειρήνη. Η διάθεση με μιας άλλαξε. Ένα σχέδιο που του ήρθε ξαφνικά, έτσι χωρίς καμία προμελέτη, άρχισε να παίρνει τον δρόμο του. Συνέχισε να κάνει τηλεφωνήματα σε διάφορους κρατικούς παράγοντες και φίλους του. Ξεκινούσε τη συζήτηση απαλά ρωτώντας πρώτα για την υγεία τους και τη διάθεσή τους, περνώντας απότομα στη χάρη που τους ζητούσε. Δεν παρακαλούσε, ούτε απαιτούσε, απλώς τους έλεγε τι θα ήθελε να κάνουν χωρίς ν’  αφήνει περιθώρια στον εκάστοτε συνομιλητή του  ν’ αρνηθεί. Ήξερε πολύ καλά πώς να ζητήσει απ’ τον καθένα και να πάρει απ’ αυτόν το μέγιστο προσδοκώμενο. Δεν χρειάστηκε ν’ απειλήσει  κανένα, ήξερε το κουμπί του καθενός κι αυτοί ήξεραν τις δυνατότητές του. Όλοι κάτι προσδοκούσαν, όλοι κάτι περίμεναν απ’ αυτόν ή τον πρόεδρο. Ξαφνικά ένιωθε ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Από μια μικρή λεπτομέρεια κατάστρωσε κι αμέσως έβαλε σ’ εφαρμογή ένα σχέδιο, που θα έβαζε στη θέση τους τα κωλόπαιδα.
Ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος κατέβασε συλλογισμένος τ’ ακουστικό του τηλεφώνου αργά πάνω στη βάση του.
« Λες να είναι η ευκαιρία, που τόσο καιρό έψαχνα να βρω;» αναρωτήθηκε. Έριξε μια ματιά στο μίζερο γραφείο του κι ανατρίχιασε.
Όλα εκεί μέσα ήταν λιτά χωρίς τίποτα το μοντέρνο, χωρίς τίποτα το πολυτελές. Δεν υπήρχαν καν τ’ αναγκαία, για να είναι λειτουργικός και άνετος ο χώρος του. Ένα μεταλλικό γραφείο,  μια καρέκλα με ταπετσαρία από δερματίνη,  φθαρμένη στις άκρες της απ’ την πολυκαιρία. Πίσω στον τοίχο ο χάρτης της περιοχής ήταν σκισμένος στις άκρες του, ενώ μια τρύπα στη δεξιά μεριά έχασκε συμπληρώνοντας ένα τελείως φουτουριστικό ντεκόρ. Μπροστά απ’ το μεταλλικό  γραφείο υπήρχαν  δυο ξύλινες καρέκλες. Στην άλλη μεριά του δωματίου, αριστερά απ’ την πόρτα, υπήρχε ένα δεύτερο γραφείο με μια πιο απλή καρέκλα, που το χρησιμοποιούσε ο γραμματέας του αστυνομικού τμήματος, όταν τον χρειαζόταν σε περίπτωση ανακρίσεων. Στην απέναντι πλευρά  και  δεξιά απ’ την πόρτα βρισκόταν μια μεταλλική  δίφυλλη ντουλάπα με κλειδαριές στην κάθε πόρτα. Μόνο που κλείδωνε μόνο η αριστερή πόρτα, ενώ η άλλη έχασκε μισάνοικτη αφήνοντας να φαίνονται ξεθωριασμένοι φάκελοι . Στην οροφή το απλό φωτιστικό ήταν λερωμένο απ’ τις μύγες και τη σκόνη. Μια ξύλινη μπαλκονόπορτα, που δεν εφάρμοζε καλά, έβγαζε σ’ ένα μονίμως σκονισμένο μπαλκόνι, που έβλεπε προς την κεντρική πλατεία. Κοίταξε μ’ αηδία τον χώρο που όλοι αποκαλούσαν γραφείο διοίκησης κι αναρωτιόταν για πόσο ακόμα θα ήταν κολλημένος σ’ αυτό το κωλοχώρι. Είχε κάνει τρεις φορές αίτηση, χωρίς επιτυχία, για τη σχολή αστυνομίας. Κάποιοι  συνάδελφοι, που ήξεραν καλύτερα απ’ αυτόν το σύστημα, του υπέδειξαν με τρόπο να πλησιάσει τον πρόεδρο και να ζητήσει τη βοήθειά του. Το να ζητήσει κανείς τη βοήθεια του προέδρου ήταν κάτι το αυτονόητο γι αυτούς, που ήξεραν το σύστημα. Το να πλησιάσει όμως τον πρόεδρο ένας επαρχιώτης, που κατέβηκε από τα γυμνά βουνά του Ρεθύμνου με μόνη φιλοδοξία να πετύχει, ήταν μάλλον πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Σαν παιδί έβοσκε τα πρόβατα της οικογένειας φροντίζοντας συγχρόνως να διαβάζει. Ήταν τόση η επιμονή του με το διάβασμα που στο τέλος έπεισε τον πατέρα του να τον αφήσει να τελειώσει το σχολείο. Μετά κατάφερε να γίνει αρχικά από αστυφύλακας ενωμοτάρχης και σχετικά γρήγορα ανθυπασπιστής. Αυτό ήταν όμως. Εκεί κόλλησε. Το ότι τον διόρισαν επί κεφαλής του αστυνομικού τμήματος, ενώ στην αρχή είχε ενθουσιαστεί, τώρα δεν του έλεγε τίποτα.   Οι φιλοδοξίες του δεν σταματούσαν στο γραφείο που βρισκόταν. Ονειρευόταν την ανώτατη σχολή της αστυνομίας. Ήξερε πως ήταν δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, γι αυτόν.  Έψαχνε μια ευκαιρία, για να μπορέσει να δρομολογήσει τα όνειρά του. Το τηλεφώνημα του καπετάνιου ήρθε στην κατάλληλη γι’ αυτόν στιγμή. Το έβρισκε σαν μια αφορμή, σαν ένα σκαλί, για να προσεγγίσει τον πρόεδρο. Θα έκανε ότι του ζητούσε ο καπετάνιος. Έτσι κι αλλιώς δεν του είχε ζητήσει κάτι παράνομο. Μια απλή εκδούλευση, όπως τη χαρακτήρισε. Χαμογέλασε πικρά ξέροντας πως δεν είχε εναλλακτική λύση. Όταν ο καπετάνιος ζητούσε χάρη από κάποιον, αυτό ήταν τετελεσμένο γεγονός. Κατά βάθος όμως, αν και δεν ήθελε μέσα του να το παραδεχθεί, τον κολάκευε το ότι ο καπετάνιος του μιλούσε σαν ίσος προς ίσο. Ένιωθε πως γινόταν σημαντικός και η αυτοπεποίθησή του να μεγάλωνε.   Σήκωσε αποφασιστικά το ακουστικό του τηλεφώνου και με τη χαρακτηριστική του προφορά «έκρωξε» στον συνομιλητή του.
«Αντωνακάκης  εδώ. Στείλε μου τον υπαξιωματικό υπηρεσίας». Μίλησε για λίγο με τον υφιστάμενό του κι άφησε σκεφτικός το τηλέφωνο στη θέση του. Τον ενόχλησαν οι μικροαντιρρήσεις που του έφερε ο συνομιλητής του. Δεν ήταν καθόλου καλό γι αυτόν να τον αμφισβητούν, ειδικά όταν η αμφισβήτηση προερχόταν από υφιστάμενό του. Τελικά ίσως θα έπρεπε να τα κάνει όλα μόνος του. Μερικά πράγματα δεν σήκωναν ούτε αναβολή, μα ούτε κι αμφισβήτηση.  Σηκώθηκε απ’ την καρέκλα και με μια γρήγορη κίνηση πήρε το καπέλο του κι άνοιξε με δύναμη την πόρτα.
Ο πατήρ Ιλαρίων έκλεισε το τηλέφωνο και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος. Καθόταν μπροστά στο τραπέζι που χρησιμοποιούσε σαν γραφείο στο δυάρι διαμέρισμα που έμενε τα δυο τελευταία χρόνια. Το τραπέζι και το δωμάτιο ήταν γεμάτο με βιβλία. Βιβλία κάθε είδους, μα τα πιο πολλά ήταν θρησκευτικού περιεχομένου. Άλλα απ’ αυτά ήταν ιστορικά, ακόμη και λογοτεχνικά και μερικά ήταν βιβλία φιλοσοφίας. Τους  τοίχους στόλιζαν διάφορες εικόνες αγίων, ενώ πίσω ακριβώς απ’ το γραφείο του υπήρχε ένας τεράστιος σταυρός με ανάγλυφο τον Εσταυρωμένο. Το διαμέρισμα ήταν επιλεκτικά λιτό χωρίς σχεδόν  καμιά άνεση ή πολυτέλεια. Είχε διαλέξει μετά από μεγάλη σκέψη το διαμέρισμα  και το επίπλωσε έτσι, ώστε να είναι φανερή η θρησκευτική λιτότητα. Εξ άλλου η πληθώρα των βιβλίων έδειχνε, ή μάλλον τόνιζε, την πνευματικότητα του ενοίκου. Ήταν σίγουρος πως κάθε επισκέπτης του διαμερίσματος  θα εντυπωσιαζόταν με τη διακόσμηση κι αυτό τον ικανοποιούσε.  Η φιλοδοξία του απ’ την πρώτη στιγμή που αποφάσισε και χρίστηκε ιερέας ήταν να γίνει δεσπότης . Με  στερήσεις τελείωσε στο πανεπιστήμιο το τμήμα θεολογίας και τελικά διορίστηκε καθηγητής  μέσης εκπαίδευσης στο τοπικό γυμνάσιο. Με τα χρόνια κατάφερε να γίνει γυμνασιάρχης βάζοντας σαν επόμενο σταθμό της καριέρας του την διεύθυνση του Ορθόδοξου Πνευματικού Ιδρύματος Κρήτης. Πράγμα που ήξερε πως ήταν πολύ δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο. Μέλος του διοικητικού συμβουλίου ήταν ο πρόεδρος κι ήξερε πολύ καλά ότι επηρέαζε την πλειοψηφία του. Η προσέγγισή του ήταν άκρως απαραίτητη. Το τηλεφώνημα του καπετάνιου του φάνηκε σαν μια καλή αρχή για την επίτευξη του στόχου του. Βγήκε στο μπαλκόνι και κάθισε στην πάνινη πολυθρόνα με τις σκέψεις του να τρέχουν μ’ ασύλληπτη ταχύτητα. Η ευφυΐα του ήταν αρκετή, για να καταλάβει τι του ζητούσε εμμέσως ο καπετάνιος. Ένιωθε να τον σπρώχνει στη θάλασσα της ανθρώπινης μικρότητας αναγκάζοντας τον να μεροληπτήσει υπέρ των συμφερόντων του σε διενέξεις που είχε με μερικούς μαθητές του γυμνασίου. Μικρότητες… ξανασκέφτηκε με θυμό. Κούνησε με δύναμη το κεφάλι του σαν να ήθελε να διώξει κάποιο ενοχλητικό έντομο που τον βασάνιζε, ενώ τα μάτια του άστραψαν μ’ αποφασιστικότητα. Δεν τον ένοιαζε τίποτα μόνο ο τελικός στόχος του. Όλα, όπως το είχε αρχικά σκεφτεί, θα γινόντουσαν κλιμακωτά. Χαμογέλασε μ’ αυταρέσκεια και σκέφτηκε πως θα αποδείκνυε πόσο καλός κολυμβητής θα μπορούσε να γίνει στη θάλασσα της ανθρώπινης μικρότητας. Του άρεσε ο χαρακτηρισμός και ικανοποιημένος, μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο, έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να κοιμηθεί εκεί στο μπαλκόνι πάνω στην πάνινη  πολυθρόνα…
.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: