Στις 2 Φεβρουαρίου του 2007 έφυγε από τη ζωή ένας άνθρωπος με το άλφα κεφαλαίο, ο γιατρός Κωστής Νικηφοράκης. Ένας άνθρωπος που κατάφερε να μετατρέψει την ιδεολογία του σε πράξη έμπρακτης συμπαράστασης και αλληλεγγύης στους αδύνατους και καταπιεσμένους όλου του κόσμου. Εξ’ άλλου, “Η αλληλεγγύη.….πρώτο βήμα αντίστασης” έγραφαν τα ημερολόγια της «Κοινωνικής Παρέμβασης–Συσσίτια Σπλάντζιας», ψυχή των οποίων υπήρξε ο Κωστής. Όπως υπήρξε και πρωτεργάτης του χανιώτικου κινήματος αλληλεγγύης στους μετανάστες, κίνημα το όποιο έχει μπει στη μύτη των εξουσιαστών και των τσιρακιών τους μετά τα πρόσφατα γεγονότα με τους απεργούς πείνας.
Ο Κωστής Νικηφοράκης γεννήθηκε σ’ ένα χωριό των Χανίων το 1950. Φεύγει για την Ιταλία το 1968, για να σπουδάσει γιατρός. Αρχικά μέλος του ΠΑΚ, στη συνέχεια στην ΠΠΣΠ συμμετείχε ενεργά στο αντιδικτατορικό κίνημα και πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Συλλόγου Ελλήνων Φοιτητών «Νίκος Μπελογιάννης» στη Σιένα. Αποτέλεσμα ήταν να του αφαιρεθεί το διαβατήριο και να απαγορευτεί η είσοδός του στην Ελλάδα. Επιστρέφει στην Ελλάδα και το 1985 διορίζεται στο νεοσύστατο ΕΣΥ και είναι από τα ιδρυτικά μέλη της ΟΕΝΓΕ (Ομοσπονδία των Νοσοκομειακών Γιατρών). Διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος Χανίων 1994-1998 και νομαρχιακός σύμβουλος από το 1998 έως τον θάνατο του. Η στράτευση του στον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς δεν στάθηκαν εμπόδιο για την αποδοχή του και από ευρύτερα συντηρητικά στρώματα της τοπικής κοινωνίας καθώς αφιέρωσε τη ζωή του σε πρωτοβουλίες και τρόπους συλλογικής δράσης για την άμεση αντιμετώπισή κοινωνικών προβλημάτων (δεν είναι τυχαίο ότι ήταν ο πρώτος σε σταυρούς νομαρχιακός σύμβουλος απ’ όλους τους συνδυασμούς). Από το 1986 πρωτοστατεί στους αγώνες για το κλείσιμο της χωματερής του Κουρουπητού και οργανώνει τις επιτροπές κατοίκων για την προστασία του περιβάλλοντος στο Ακρωτήρι. Στα τέλη του 1988, συμμετέχει ως πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Χανίων σε αποστολή αλληλεγγύης στη δίκη πολιτικών κρατουμένων της αριστερής οργάνωσης DevSol στην Τουρκία. Η ανάρτηση πανό συμπαράστασης στην αίθουσα κατά την διάρκεια της δίκης, έχει ως αποτέλεσμα τέσσερις από την αποστολή (Κ. Νικηφοράκης, Ν. Γιαννόπουλος, Ν. Μπελαβίλας και Γ. Κουβίδης) να συλληφθούν να παραπεμφθούν σε δίκη με σοβαρές κατηγορίες. Για την αθώωση και την επιστροφή των τεσσάρων στην Ελλάδα συγκροτείται ένα διεθνές κίνημα συμπαράστασης που επιτυγχάνει στο τέλος την απελευθέρωσή τους. Για τον «δίκαιο πόθο των ανθρώπων για μια κοινωνία χωρίς φυλακές», μιλούσε σε μήνυμά του από την Άγκυρα ο Κωστής Νικηφοράκης, ενώ στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε με την επιστροφή του στα Χανιά δήλωνε: «Οι μέρες αυτές ανέδειξαν ότι εκτός από το Νταβός των κυβερνήσεων υπάρχει και το Νταβός της αλληλεγγύης, της διεθνιστικής υποστήριξης και των κινημάτων».
Δύο χρόνια αργότερα, συμμετέχει δραστήρια στο κίνημα κατά των αμερικανικών βάσεων. Στις 23 Ιουλίου 1990, η διαδήλωση που διοργανώνει η Επιτροπή Φορέων κατά των Βάσεων μετατρέπεται σε τοπική εξέγερση. Το κτήριο της Νομαρχίας Χανίων παίρνει φωτιά, αγροτικά αυτοκίνητα με ένοπλους κυκλοφορούν στα Χανιά και η κυβέρνηση Μητσοτάκη στέλνει άρον άρον ενισχύσεις από την Αθήνα. Η πλατεία Δικαστηρίων μπροστά από το Νομαρχιακό Μέγαρο μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. Ο Κωστής Νικηφοράκης είναι ένας από τους 28 πολίτες που θα παραπεμφθούν σε δίκη για τα γεγονότα της Νομαρχίας.
Τα φιλόπτωχα συσσίτια του Αγίου Νικολάου Σπλάντζιας με την δική του επιμονή και προσπάθεια φεύγουν από τα χέρια της εκκλησίας και μετατρέπονται σε «Κοινωνική Παρέμβαση–Συσσίτια Σπλάντζιας». Με εθελοντική εργασία γιατρών και πολιτών, εκτός από τα συσσίτια για άπορους και μετανάστες λειτουργεί ιατρείο, οδοντιατρείο, παιδική βιβλιοθήκη και μαθήματα ελληνικών για μετανάστες.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 2001, 164 πρόσφυγες από την Ασία και την Αφρική αποβιβάζονται στο λιμάνι της Σούδας. Ο Κωστής Νικηφοράκης θα σταθεί δίπλα τους από την πρώτη στιγμή. Επιβεβαιώνει τις καταγγελίες για κακοποίηση προσφύγων από άνδρες του Λιμενικού, ζητάει την τιμωρία των ενόχων, και, μαζί με άλλα μέλη της Πρωτοβουλίας Αλληλεγγύης στους Μετανάστες, παλεύει με όλες του τις δυνάμεις για τη βελτίωση των άθλιων συνθηκών της κράτησής τους. Με συνεχείς εκκλήσεις προς τις αρχές και τους πολίτες της πόλης να δείξουν έμπρακτα ότι ο ανθρωπισμός δεν εξαντλείται στα λόγια, καθώς και με την καθημερινή του παρουσία, ο Κωστής Νικηφοράκης παίζει καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία ενός κινήματος συμπαράστασης στους πρόσφυγες. Σε μια φωτογραφία δημοσιευμένη στα «Χανιώτικα Νέα» τον βλέπουμε να κρατά τρυφερά δυο μικρά προσφυγόπουλα και να δηλώνει: «Για μας οι άνθρωποι αυτοί είναι φιλοξενούμενοι που αναζητούν μια καλύτερη τύχη». «Από όλους και πολύ περισσότερο από τους ίδιους τους πρόσφυγες αναγνωρίστηκε η σημαντική συμβολή του γιατρού και νομαρχιακού συμβούλου κ. Κώστα Νικηφοράκη», διαβάζουμε σε δημοσίευμα της ίδιας εφημερίδας με θέμα την αποχώρηση των τελευταίων προσφύγων. «Είναι χαρακτηριστικό ότι τη στιγμή του αποχαιρετισμού όλοι οι πρόσφυγες πέρασαν ένας-ένας, χαιρέτησαν και φίλησαν τον κ. Νικηφοράκη, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτόν την ευγνωμοσύνη τους για τη συμπαράστασή του καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής τους». Στο τέλος του 2001, διακόσιοι ακόμη πρόσφυγες αποβιβάζονται στην περιοχή της Σούγιας και οδηγούνται
στον παλιό αεροσταθμό. Θα ακολουθήσουν τεράστιες προσπάθειες του κινήματος συμπαράστασης προκειμένου να εξασφαλιστούν ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης για τους πρόσφυγες και να τους παρασχεθεί η απαραίτητη νομική βοήθεια. Κορυφαία στιγμή του κινήματος συμπαράστασης, η επιτυχία του να εμποδίσει την επιβίβαση στο πλοίο 54 προσφύγων των οποίων μεθοδευόταν η «επαναπροώθηση» στην Τουρκία. «Μπορεί να κερδίσαμε μια μάχη, αλλά ο πόλεμος είναι ακόμη μπροστά μας και πρέπει να συνεχίσουμε με το ίδιο πάθος τη συμπαράσταση στους κατατρεγμένους αυτούς ανθρώπους», δήλωνε ο Κωστής Νικηφοράκης στον τοπικό Τύπο. Οι προσπάθειες αυτές αποτέλεσαν τον σπόρο για να δημιουργηθεί λίγα χρόνια μετά το Στέκι Μεταναστών Χανίων, το “περίφημο στέκι”, όπως είπε λυσσασμένος ο Ραγκούσης σε πρόσφατη συνέντευξη του.
Παράλληλα δεν σταμάτησε την συνδικαλιστική του δράση παλεύοντας για ένα δωρεάν σύστημα υγείας. Η τρομοϋστερία της εποχής δεν τον εμπόδισε να καταθέσει ως μάρτυρας υπεράσπισης στην δίκη της 17Ν, καταγγέλλοντας τις συνθήκες νοσηλείας του Σάββα Ξηρού και τον τρόπο τον οποίο έγινε η ανάκριση του.
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την κατάθεση του:
“Η σχέση γιατρού και αρρώστου είναι μια σχέση που έχει να κάνει με εμπιστοσύνη και συνεργασία. Συνδετικός κρίκος αυτών των δύο πραγμάτων είναι η ηθική του γιατρού, είναι η βιοηθική, είναι κάτι που ξεπερνά τα όρια χρώματος, θρησκείας, πρόσφυγα, μετανάστη, κρατούμενου, αιχμάλωτου πολέμου κλπ.
Η υγεία και η εκπαίδευση είναι ίση για όλους σε πλούσιους και φτωχούς. Η σχέση εμπιστοσύνης και συνεργασίας είναι η ιατρική ηθική. Με αυτό το πράγμα δεν θέλω να αμφισβητήσω την ηθική των συναδέλφων, δεν θέλω να αμφισβητήσω μια λογική η οποία ξεπερνά τα όρια της καταπάτησης της ιατρικής δεοντολογίας … Το κύρος των γιατρών δεν διασφαλίζεται με τη συνεργασία μια οποιαδήποτε εξουσία ή μια οποιαδήποτε πολιτική επιλογή, ή με οποιοδήποτε εκβιασμό. Με αυτό δεν θέλω να πω ότι οι γιατροί εκβιάστηκαν, ίσως να μην είχαν το θάρρος να υποστηρίξουν τις αλήθειες που τους επιβάλλει η υπόστασή τους σαν γιατροί. Γιατί η ιατρική είναι μια βαθιά ηθική επιστήμη, είναι μια τέχνη η οποία συνδέει την ευγένεια, το ήθος, την προσέγγιση, την παρέμβαση και πρώτα από όλα τη θεραπεία του αρρώστου.”
Ο Κωστής Νικηφοράκης πέθανε σε ηλικία 56 ετών χτυπημένος από τον καρκίνο. Στην πολιτική κηδεία του παραβρέθηκαν πάνω από δυο χιλιάδες άτομα.
Στοιχεία της βιογραφίας του πάρθηκαν από σχετικό αφιέρωμα του Ιού