Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.





Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 80 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 80 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2021

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ: ΜΙΑ ΔΙΑΤΑΓΗ ΚΑΙ ΜΥΡΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΟΥ

Γράφει ο Αλέξανδρος Κ. Παπαδερός
 «Μας κατηγόρησαν ότι ελάβαμεν μέρος εις τας επιχειρήσεις της καταλήψεως παρά τους διεθνείς κανόνας του πολέμου και επομένως έπρεπε να χυθεί αίμα προς αντεκδίκησιν… Και ποιος εδίδαξεν τους χωρικούς Κρήτας τους παλιονόμους σας, τους οποίους σεις κατά πάσαν στιγμήν και διά παν συμφέρον σας παραβιάζετε και καταπατείτε με τα παλιοπάπουτσά σας; Άλλωστε ευρισκόμεθα εις εμπόλεμον κατάστασιν και είχαμεν γενικήν επι- στράτευσιν.».
Από το Ημερολόγιον του 16ετούς Λούλη Παναγιωτάκη, τυφεκισθέντος εις Αγιάν τον Αύγουστον του 1944.
«Φταίει η γερμανική διοίκηση, που έθεσε τους Κρητικούς εκτός νόμου τους πρώτους μήνες, τότε που ο κάθε Γερμανός είχε το δικαίωμα να σκοτώνει όποιον ήθελε. Τώρα είναι αργά πια. Δεν καταλάβαμε την ελληνική ψυχή. Έπρεπε ο Χίτλερ να κόψη παράσημα και να παρασημοφορήσει όλους τους Έλληνες που πολέμησαν για την πατρίδα τους.» 
Λόγοι Γερμανού δεκανέα προς Κρήτας κατά το 1944.
(Από το βιβλίο του Δήμου Ηρακλείου ΕΚΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩ- ΣΕΩΣ ΩΜΟΤΗΤΩΝ ΕΝ ΚΡΗΤΗ, ΗΡΑΚΛΕΙΟ 1983, σ. 11).
Όπως είχαμε δημοσιεύσει τον Σεπτέμβριο του παρελθόντος έτους, ο Ulrich Kadelbach, Γερμανός κληρικός, διακεκριμένος θεολόγος και συγγραφέας, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ζωή και το έργο του Ν. Καζαντζάκη και συνεργάτης της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης για τη διοργάνωση διεκκλησιαστικών συνεδρίων, σε ειδική τελετή στην Ακαδημία, πρόσφερε στην ανωτέρω Εταιρεία ένα πολύτιμο δώρο: Πεντακόσιες και πλέον σελίδες γερμανικών εγγράφων δικαστικού περιεχομένου, πού αναφέρονται σε εγκλήματα πολέμου, διαπραχθέντα από Γερμανούς στην Κρήτη κατά τη Μάχη και την Κατοχή, καθώς και μεγάλο αριθμό φωτογραφιών από την Κρήτη της αυτής περιόδου. Τα έγγραφα αυτά μεταφράζονται ήδη και θα δημοσιευθούν εάν υπάρξει η αναγκαία χρηματοδότηση. Σε κάθε περίπτωση τα έγγραφα και οι φωτογραφίες απο- τελούν μέρος του θεμέλιου λίθου του Αρχείου Τεκμηρίων της Μάχης, της Κατοχής και της Αντίστασης, το οποίον είναι ένα από τα βασικά προγράμματα της Εταιρείας.
Kurt Arthur Benno Student

Τι δεν μπορούσαμε να φαντασθούμε τότε; Ότι μεταξύ των εγγράφων αυτών θα ανακαλύπταμε άγνωστη σε μας μέχρι σήμερα ΔΙΑΤΑΓΗ, η οποία φέρει τη μεγάλη, μάλλον την κύρια ευθύνη για τα διαπραχθέντα εγκλήματα των Ναζί και τα δεινοπαθήματα του λαού μας.
Την αποκαλύπτουμε ακριβώς 80 χρόνια από την υπογραφή της.
Συντάκτης της Διαταγής και εντολέας της ήταν ο Kurt Arthur Benno Student, Στρατηγός Διοικητής του γερμανικού σώματος αλεξιπτωτιστών (Fallschirmjäger) και όλης της επιχείρησης MERKUR, την οποίαν είχε σχεδιάσει ο ίδιος. Aπο το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία της Αθήνας μάλιστα αυτός διηύθυνε κατά τις πρώτες ημέρες την επιχείρηση. Ήρθε έπειτα στην Κρήτη, όπου συνέχισε να διευθύνει από γερμανικής πλευράς τη Μάχη. Ύστερα από την κατάληψη έμεινε μερικές εβδομάδες στο νησί ως ο πρώτος Διοικητής του «Φρουρίου Κρήτη».
Αποσβολωμένος προφανώς από την αναπάντεχη αντίσταση και από το μέγεθος των απωλειών σε ανθρώπινες ζωές, ιδίως των αλεξιπτωτιστών, αλλά και σε υλικά του πολέμου, και αξιοποιώντας την αμέλεια των ηγετών της Κρήτης με διακριτικά επιστράτευσης και να μην τον αφοπλίσουν, κυριεύεται από τη μανία της εκδίκησης, χωρίς συστολή και επίγνωση, ότι το πρώτο και μέγιστο έγκλημα πολέμου ήταν η απόφαση κατάληψης της Κρήτης και όσα από τα ναζιστικά στρατεύματα είχαν ήδη διαπραχθεί στο μαρτυρικό νησί μας εις βάρος του λαού και των Συμμάχων μας. Αποφάσισε λοιπόν να συντάξει και να θέσει σε άμεση εφαρμογή μια Διαταγή, στηριζόμενος σε εξουσία που χορηγούσε ο ίδιος ο Χίτλερ και σε έγκριση του Στρατάρχη της Αεροπορίας Hermann Wilhelm Göring. Είναι άτεγκτη Διαταγή αιμοβόρου και αιμοδιψούς εκδικητικότητας, αλλά και ληστρικής αχορτασιάς πλιατσικολόγων. Διαταγή που θεμελιώνεται σε επικρίσεις για παράβαση από τον λαό μας του δικαίου του πολέμου και για δήθεν θηριώδη συμπεριφορά έναντι αιχμαλώτων, τραυματιών ή ακόμη και νεκρών στρατιωτικών. Δικαιολογημένη είναι η υποψία μας, ότι ο Στρατηγός συνέταξε τη Διαταγή αυτοβούλως βέβαια, αλλά και υπό την πίεση σκόπιμης παραπληροφόρησης από στρατιώτες του, με ανακρίβειες και υπερβολές. Σε ένα από τα γερμανικά κείμενα των ημερών εκείνων διαβάζουμε π.χ.: «24 Μαΐου, ώρα 10. Πλησίον της Κανδάνου σκληρή μάχη με ελεύθερους σκοπευτές. Εκεί βρέθηκαν ακρωτηριασμένα μέλη της Μεραρχίας (95ο Τάγμα της Ορεινής Εμπροσθοφυλακής). Εκτελούνται αντίποινα». Είναι παντελώς αδιανόητο, οι Σελινιώτες εθελοντές, άνδρες, γυναίκες, έφηβοι, ακόμη και ιερείς, να μην είχαν άλλη έγνοια, παρά να ακρωτηριάζουν νεκρούς! Επειδή όμως δεν έχω, ούτε διεκδικώ αρμοδιότητες ειδικού Ιστορικού, ας απαντήσουν οι αρμόδιοι.
Ο Student φαίνεται εξάλλου ότι αγνοούσε ή παραγνώρισε το παμπάλαιο ελληνικό εθιμικό δίκαιο του υπέρ πατρίδος αγώνα πάντων, καθώς και τον πατροπαράδοτο σεβασμό των νεκρών, των δικών μας, αλλά και των αντιπάλων. Παρεμπιπτόντως μνημονεύω τον μακαριστό Δημήτριο Μιχελογιάννη, ο οποίος, ύστερα από τη Μάχη της Παναγιάς, (12-14 Νοεμβρίου 1944), είχε ετοιμάσει αυτό που θα έλεγε στους Γερμανούς, οι οποίοι είχε συμφωνηθεί ότι θα πήγαιναν στα Κεραμειά Χανίων για να παραλάβουν τους νεκρούς των: «Όπως βλέπετε, οι άνδρες του Τάγματός μου έχουν βάλει δάφνες στον πρόχειρο τάφο των Γερμανών. Οι Έλληνες τιμούμε τους νεκρούς των αντιπάλων μας, των εχθρών μας. Και τώρα και ανέκαθεν από την αρχαία εποχή. Στενοχωρηθήκαμε όμως που δεν σας βάλαμε όλους μέσα στο λάκκο». Δεν τόλμησαν όμως να πάνε!
Η Διαταγή του Student είχε άμεση δοκιμή, με πρώτο το Κοντομαρί και την επόμενη ημέρα την Κάντανο (με πρώτη εφαρμογή και στις δυο περιπτώσεις των εντολών 3 και 4 της Διαταγής). Η με απάνθρωπη μανία γενική εφαρμογή της Διαταγής γρήγορα δημιούργησε το κλίμα της τρομοκρατίας και των πολλαπλών δεινοπαθημάτων του λαού μας καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής.
Σήμερα, ακριβώς 80 χρόνια από την ημέρα υπογραφής της (31 Μαΐου 1941), η Εταιρεία μας παραδίδει την επαίσχυντη Διαταγή προς γνώση και ανάθεμα, αλλά και παραμυθία της ψυχής των θυμάτων της και των οικείων αυτών. Η μετάφραση είναι του Γ. Ηλιόπουλου.
Η ΔΙΑΤΑΓΗ
Γενική Διοίκηση του 11ου Σώματος Αεροπορίας
Αρχηγείο Μάχης, 31η Μαΐου 1941 
Ο Στρατηγός-Διοικητής
Θέμα: Αντίποινα.
Έχει διαπιστωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας: α) Ότι ο πληθυσμός της Κρήτης (συμπεριλαμβανομένων των γυναικών και των νέων) έχει συμμετάσχει στις μάχες άμεσα και σε μεγάλη έκταση.
β) Ειδικότερα, ότι ως ελεύθεροι σκοπευτές επιχείρησαν με ενέδρες να παρενοχλήσουν τις συνδέσεις των μονάδων μας,
γ) Ότι κακοποίησαν και βασάνισαν τους τραυματίες μας,
δ) Ότι δολοφόνησαν με τον πιο βάρβαρο τρόπο τους αιχμαλωτισμένους στρατιώτες μας, 
ε) Ότι, τέλος, ακόμη και πτώματα ακρωτηρίασαν με τρόπο εκδικητικό και κτηνώδη.
Η μονάδα έχει ήδη αντιμετωπίσει εξ ιδίων δυνάμεων την κατάσταση κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών, στον βαθμό που κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν, από θέση νόμιμης άμυνας. Τώρα έχει έρθει ο κατάλληλος χρόνος να αντιμετωπιστούν βάσει σχεδίου όλες οι παρόμοιες περιπτώσεις, να επιβληθούν αντίποινα και να συσταθούν ποινικά δικαστήρια, τα οποία επίσης προορίζονται να λειτουργήσουν αποτρεπτικά στο μέλλον.
Έχω την πρόθεση να προχωρήσω προς αυτή την κατεύθυνση με την έσχατη σκληρότητα. Χάριν του σκοπού αυτού διατάσσω:
1) Για όλες τις φρικαλεότητες που μου έγιναν γνωστές (ιδίως στην περιοχή Μάλεμε-Καστέλι) θα φροντίσω προσωπικά να υπάρξει άμεση ανταπόδοση.
2) Υπό την επίβλεψη των Διοικητών των Διοικήσεων της Ανατολής (Στρατηγός Ρίνγκελ) και της Δύσης (Συνταγματάρχης Ράμκε) πρέπει στα Συντάγματα ή στις άλλες μέχρι τούδε αυτοδύναμες Μονάδες Μάχης να οριστούν άμεσα κατάλληλοι παλαιότεροι αξιωματικοί, οι οποίοι θα ασχοληθούν άμεσα με όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις μέχρι του σημείου της πλήρους ανταπόδοσης. Θεωρώ ότι έχει ιδιαίτερη σημασία να επιβάλλονται τα αντίποινα -στο μέτρο του δυνατού- από την ίδια τη Μονάδα Μάχης που υπήρξε θύμα των κτηνωδών φρικαλεοτήτων.
3) Ως (δυσανάγνωστη λέξη) επιτετραμμένος της Γενικής Διοίκησης για τα αντίποινα ορίζεται ο Ταγματάρχης Μποκ, για τον οποίον το παρόν έργο αποτελεί τώρα το κύριο καθήκον του.
Ως μορφές αντιποίνων εξετάζονται τα εξής:
1) Τουφεκισμοί,
2) Αναγκαστική φορολογία,
3) Ολοσχερείς πυρπολήσεις οικισμών (μετά από προηγούμενη κατάσχεση όλων των χρηματικών ποσών, τα οποία πρέπει να περιέρχονται χωρίς εξαίρεση στην κατοχή των μελών της μονάδας).
4) Εξολόθρευση του ανδρικού πληθυσμού ολόκληρων περιοχών.
Η έγκριση για τα μέτρα των κατηγοριών 3) και 4) εναπόκειται σε μένα προσωπικά. Πρέπει να ζητείται δια της συντομότερης οδού (αιτιολογημένη με λέξεις-κλειδιά).
Το ζητούμενο είναι τώρα να προχωρήσουμε στη μέγιστη επίσπευση όλων των μέτρων, αφήνοντας κατά μέρος όλες τις τυπικές διαδικασίες και παρακάμπτοντας συνειδητά τα ει- δικά δικαστήρια.
Δεδομένης της όλης κατάστασης πραγμάτων, τα προηγούμενα αποτελούν υπόθεση του στρατεύματος και όχι των τακτικών δικαστηρίων.
Επιπροσθέτως, πρέπει να μου υποβληθεί άμεσα το φωτογραφικό και γραπτό υλικό που είναι ήδη διαθέσιμο και πρόκειται να συγκεντρωθεί το συντομότερο δυνατόν, ομοίως και τα προσωπικά στοιχεία όλων των κακοποιημένων, δολοφονημένων και ακρωτηριασμένων σύμφωνα με το ακόλουθο υπόδειγμα:
Βαθμός Όνομα Μονάδα Εύρημα Οικογενειακή κατάσταση-πλησιέστεροι συγγενείς.
Κατάλογος αποδεκτών: Διοίκηση Ανατολής (Στρατηγός Ρίνγκελ), με την παράκληση να διενεργήσει ειδική εξέταση των πραγμάτων στο 2ο Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών (Ρέθυμνο), όπως επίσης και στο 1ο (Ηράκλειο).
Διοίκηση Δύσης (Συνταγματάρχης Ράμκε) ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Προϊστάμενος Ταγματάρχης Μποκ.
Ο Στρατηγός-Διοικητής 
υπογραφή: Στούντεντ
Θα κλείσω τη δημοσίευση με δυο ομολογίες. Η πρώτη είναι του διάσημου Γερμανού Φιλοσόφου και Παιδαγωγού Eduard Spranger στην από 25.7.1962 επιστολή του προς εμένα:
«Leider ist mir bekannt, wie unglücklich das Vorgehen der Deutschen gerade in Kreta gewesen ist. Dieser Fleck läßt sich von unserer Ehre nicht abwaschen.»
«Γνωρίζω δυστυχώς πόσον ατυχής υπήρξε η συμπεριφορά των Γερμανών κατεξοχήν στην Κρήτη. Αυτή η κηλίδα δεν μπορεί να ξεπλυθεί από την τιμή μας.» (Βλπ. ολόκληρη την επιστολή στο Α. Κ. Παπαδερός, ΜΕ ΤΟΝ ΚΙΣΑΜΟΥ ΚΑΙ ΣΕΛΙΝΟΥ ΕΙΡΗΝΑΙΟΝ ΕΠΙ ΤΡΑΧΕΙΑΣ ΟΔΟΥ, 2014, σ. 160 εξ.).
Η δεύτερη είναι από τον χαιρετισμό του Πρέσβη της Γερμανίας στην Ελλάδα Δόκτορα Έρνστ Ράιχελ στο Γερμανικό Κοιμητήριο του Μάλεμε την Κυριακή 23 Μαΐου 2021: «Ο επιθετικός πόλεμος, τον οποίο διεξήγαγε η Γερμανία, αλλά και η μνήμη των εγκλημάτων πολέμου, τα οποία διαπράχθηκαν από Γερμανούς στρατιώτες, συνεχίζει να γεμίζει εμάς τους Γερμανούς και σήμερα με ντροπή και θλίψη».

*Ο Αλέξανδρος Κ. Παπαδερός, είναι Πρόεδρος της Εταιρείας Ίδρυσης και Διοίκησης του Μουσείου της Μάχης της Κρήτης, της Κατοχής και της Αντίστασης.

Δευτέρα 24 Μαΐου 2021

ΠΗΔΗΜΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

Το γερμανικό βιβλίο "Sprung über Kreta " (πήδημα πάνω απο την Κρήτη) των G. MÜLLER U. F. SCHEUERING του 1941 και πως περιγράφει ένας αλεξιπτωτιστής που σώθηκε (ένας απο τους δυο ή και οι δυο) την Μάχη του κάμπου του Καστελλιού.

Γράφει λοιπόν για την πρώτη μάχη των αλεξιπτωτιστών στην Κρήτη και στην Κίσαμο.  
«Το πρωί που έπεσαν οι αλεξιπτωτιστές, ολόκληρη διμοιρία, τους περίμενε θανατηφόρος βροχή σφαιρών, μέσα από τα αμπέλια και τα σπαρμένα όπου προσγειώνονται.
Μερικοί απ’ αυτούς έπεσαν στο μέσον των εχθρικών θέσεων. Απ’ όλες τις πλευρές, από τους λόφους, από την ακρογιαλιά, από δεξιά και αριστερά έρχονται οι σφαίρες. Ο διμοιρίτης σκοτώνεται, λίγο αργότερα και ο αντικαταστάτης του. Ο καθένας επαφίεται μόνον εις τον εαυτόν του. Μικρά τμήματα μαζεύονται έρποντας ανάμεσα στα αμπέλια και τους τοίχους προς το χωρίο που πρέπει να εξερευνηθεί. Τρομερή ζέστη, 53 βαθμούς και κανένα δροσιστικό αεράκι. Ο καθένας πολεμά τώρα τώρα μόνο για τη ζωή του. Είναι κυκλωμένοι από Βρετανούς, Έλληνες και ένα σωρό οπλισμένους πολίτες. Κατά τις 2 ώρα και η τελευταία μας σφαίρα είχε διατεθεί. 13 άνδρες και 6 τραυματίες όφειλαν να παραδοθούν».
Αυτή είναι η περιγραφή ενός αλεξιπτωτιστή, απο τους 48 που έπεσαν και γλύτωσαν μόλις 13.


80 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (ΜΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ)

 Μια ενδιαφέρουσα απο κάθε άποψη αναφορά για την περίοδο της Γερμανοκατοχής και μια "μνήμη" που θα πρέπει να μείνει να μας θυμίζει τι έκαναν οι παππούδες μας και οι πατεράδες μας εκείνα τα δύσκολα χρόνια, έρχεται απο την Δέσποινα Κουτσουνάκη, σχετικά με την τύχη κάποιων ανθρώπων απο το ναυάγιο του αγγλικού πλοίου στο κολπάκι της αρχαίας Φαλάσαρνας, αλλά και ενός γερμανικού υδροπλάνου που έπεσε στην θάλασσα στα δυτικά. 
Γράφει λοιπόν.
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ
Με αφορμή την επέτειο της Μάχης της Κρήτης, την μάχη που σημάδεψε την σύγχρονη ιστορία του νησιού μας αλλά και της ζωές των οικογενειών μας.
Είχε γράψει η Μαρία Τζουγανάκη  για τα γεγονότα της γερμανικής εισβολής στον Πλάτανο και για το Αγγλικό πλοίο που είχε βυθιστεί στον κόλπο της Φαλάσαρνας. Ανέφερε για το πλήρωμα που είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς, εκτός από δύο που κρύβονταν στην περιοχή και "χάθηκαν" αφήνοντας τον οπλισμό τους. Δεν χάθηκαν βέβαια. Τους είχε φυγαδεύσει ο πατέρας μου.
Έμαθα μάλλον τυχαία για αυτό το γεγονός. Είχαμε μεγαλώσει ακούγοντας καθημερινά ιστορίες για τους Γερμανούς, αλλά ο πατέρας δεν μιλούσε ποτέ για τον εαυτό του. Κάποια στιγμή με είχε ρωτήσει ο Γιώργος Τσατσαρωνάκης αν ο πατέρας μου έπαιρνε την  σύνταξη που είχε δοθεί στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Μου φάνηκε παράξενο γιατί ο πατέρας μου δεν είχε υποβάλει τέτοιο αίτημα, ούτε είχε αναφέρει ποτέ κάτι για δική του συμμετοχή στην  Αντίσταση, έτσι τον ρώτησα γιατί θα έπρεπε να πάρει. Μου είπε ότι ο πατέρας του, ο Χαρίτος Τσατσαρωνάκης, ήταν υπεύθυνος της Αντίστασης στον Πλάτανο και από αυτόν γνώριζε ότι και ο πατέρας μου ήταν οργανωμένος και ότι ο πατέρας μου είχε φυγαδεύσει δύο Αγγλους. Έτσι, ρώτησα τον πατέρα μου αν ήταν στην Αντίσταση. Ναι ήμουνε, ε κι ήντα πως ήμουνε; ήταν η απάντηση του. Τον ρώτησα γιατί δεν ζήτησε να πάρει την τιμητική σύνταξη. Σχεδόν θύμωσε. Εγώ δεν επολέμησα, εκείνοι που επολεμήσανε έπρεπε να πάρουνε. Τότε τον ρώτησα για τους δυο Άγγλους που μου είχε πει ο Γιώργης. Το επιβεβαίωσε. Τον ρώτησα τι τους έκανε και μου είπε ότι τους είχε οδηγήσει στα Εννιά Χωριά.
   Το φθινόπωρο που ο θείος ο Μήτσος ήταν ακόμα στη ζωή, τρώγαμε συχνά τα μεσημέρια για παρέα. Πάλι ιστορίες για τους Γερμανούς.Τον ρώτησα για τους δυο Άγγλους και το επιβεβαίωσε και αυτός, ο πατέρας σου τσι πήρε μου είπε.Τον ρώτησα αν ήξερε που τους είχε οδηγήσει. Δεν γνώριζε. Ούτε στον αδερφό του δεν είχε μιλήσει. Ούτε στο βιβλίο του Λευτέρη Ηλιάκη που έχει γράψει για την Αντίσταση στο νομό Χανίων βρήκα κάποια αναφορά, παρ' όλο που ο Ηλιάκης είχε έρθει στο σπίτι μας δυο φορές και μιλούσαν με τον πατέρα μου, το θυμάμαι πολύ καθαρά και δεν μπορώ να φανταστώ άλλο λόγο για την επίσκεψη πέρα από πληροφορίες για το βιβλίο του.
  Σε αυτήν την κουβέντα είχε πει και κάτι άλλο, όταν τον ρώτησα για τους Άγγλους. Ντα δεν είχε σώσει και τσι δυο Γερμανούς;  Το άκουγα πρώτη φορά. Μιλούσε για το υδροπλάνο που είχε πέσει στο Κα'ι'κάκι. Σίγουρα ήταν υδροπλάνο αυτό που έπεσε εκεί , είχε πέδιλα όπως αυτά του σκι, έλεγε ο θείος.(Θυμάμαι τα συντρίμμια , κολυμπούσαμε από πάνω τους συχνά , αλλά τελευταία που πήγα δεν υπάρχει τίποτα εκεί.) Λοιπόν είδαν το υδροπλάνο να πέφτει και πήγαν, ο πατέρας μου ο Γιώργης ο Κουτσουνάκης, ο θείος μου ο Μήτσος ο Κουτσουνάκης και ο Γιώργης ο Αννουσάκης (Σκόμπυς). Είχε κακοκαιρία, ο καιρός ήταν δυτικός και οι δυο πιλότοι που βγήκαν, αν και ήταν πολύ κοντά στην ακτή δεν μπορούσαν να βγουν έξω και τα κύματα τους πήγαν στις Πλακούρες όπου θα τους κατασκότωναν, όπως έλεγε ο θείος. Τότε πήγε ο πατέρας μου και τους τράβηξε έξω.
  Στην ίδια κουβέντα ρώτησα τον θείο και για μια άλλη ιστορία. Την είχα ακούσει παιδί , από τον θείο μου τον Γιώργη τον Μοτάκη, σε μια αποσπερίδα.Την μέρα που έπεφταν οι Γερμανοί, μια παρέα νεαρών αντρών βρισκόταν στον δρόμο, εκεί που είναι σήμερα το κατάστημα του Νίκου του Χριστοδουλάκη. Βλέπουν τον Μαυρόγιαννη (Γιάννη Αννουσάκη)να έρχεται τρέχοντας . Που πάεις μωρέ Γιάννη και τσιριτάς; τον ρώτησαν. Στο Καστέλι, πέφτουνε οι Γερμανοί! απάντησε ο Μαυρόγιαννης. Και που πάεις μωρέ, ντα έεις τουφέκι; Ντα δε θα σκοτώσω κιανένα να πάρω το δικό ντου; και συνέχισε να τρέχει. 
  Γελούσαν με αυτήν την ιστορία αλλά χαράχτηκε στην μνήμη μου σαν ιστορία απαράμιλλου μεγαλείου.
  Και ο θείος έβαλε τα γέλια και το επιβεβαίωσε και συμπλήρωσε: Ντα δεν έφυγε και ο πατέρας απού το Λιβάδι μαζί με άλλους δυο να πάνε να πολεμήσουνε στο Καστέλι; Αλλά δεν θυμόταν ποιοι ήταν οι άλλοι δυο, ή δεν ήξερε. Όμως δεν έφτασαν στο Καστέλι, για κάποιο λόγο σταμάτησαν στην Καλυβιανή και μετά γύρισαν πίσω.

Για το αγγλικό Tank Landing Craft Mk1 έχει ασχοληθεί τα τελευταία χρόνια ο Michael James Bendon και εδώ μπορείτε να βρείτε κάποιες πληροφορίες για αυτό αν και η έρευνα συνεχίζεται 

Σάββατο 22 Μαΐου 2021

ΟΤΑΝ Η ΚΡΗΤΗ "ΑΝΟΙΓΕ" ΔΡΟΜΟΥΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΝΑΖΙ

Με αφορμή τα 80 χρόνια από την επέτειο της Μάχης της Κρήτης ο καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Γιάννης Σκαλιδάκης, μιλά στο επετειακό podcast του Cretalive, για τη σημασία του ιστορικού γεγονότος στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

 
Ο κ. Σκαλιδάκης περιγράφει το ιστορικό πλαίσιο και αναλύει τη σημασία που είχε για τα στρατεύματα κατοχής η κατάκτηση του νησιού. Ακόμη, ο καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης μιλά για τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν οι Γερμανοί κατακτητές στην Κρήτη, αντιμετωπίζοντας με ωμή βία κατά των αμάχων τη λαϊκή αντίδραση που συνάντησαν κατά τη διάρκεια του αιματηρού δεκαημέρου της Μάχης της Κρήτης. 

Τρίτη 27 Απριλίου 2021

Η ΚΡΗΤΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

.... πώς την ηύρα μετά την απελευθέρωση της.
 (Ραδιοφωνική ομιλία του κ. Καζαντζάκη)
Σοβαρό είναι το πρόσωπο της Κρήτης. Πολυβασανισμένο. Μαδάρες γυμνές, τραχείες, αγέλαστες. Κοιτάζεις από το αεροπλάνο την Κρήτη ν’ απλώνεται στη θάλασσα και νοιώθεις πως αληθινά τo νησί τούτο είναι γιοφύρι ανάμεσα στις τρεις ηπείρους. Σημαδεμένο κι’ απ’ τις τρεις τούτες μεγάλες Μοίρες. Για πρώτη φορά στην Ευρώπη πήδηξε κι’ έχτισε φωλιά στην Κρήτη το πεινασμένο αρπαχτικό πουλί που το λέμε Πνεύμα. Άπλωσε τις πτερούγες του στο Κρητικό χώμα και γέννησε το μυστηριώδη, βουβό ακόμα, όλο ζωή χάρη, κίνηση και λαμπρότητα, Κρητικό πολιτισμό.
  Η Κρήτη έχει αληθινά κάτι το πανάρχαιο, το άγιο, το πικραμένο και περήφανο που έχουν οι χαροκαμένες μάνες που γέννησαν παλληκάρια. Έχει τόσο πολύ πολεμήσει και υποφέρει η γης ετούτη, έχει τόσο πολύ συνηθίσει το θάνατο, που τον ξεφοβήθηκε πια και μπορεί να γελάει και να παίζει μαζί του.
  Σαράντα μέρες γύριζα το περασμένο καλοκαίρι, την Κρήτη για να δω τα χωριά που γκρέμισαν κι’ έκαψαν οι βάρβαροι και τούς άντρες και τις γυναίκες που τους έντυσαν τη μαύρη αρματωσιά τού πένθους. Περίμενα ν’ ακούσω κλάματα και να δω χέρια ν’ απλώνονται να ζητούν βοήθεια. Και βρήκα Ανυπόταχτες, απαράδοτες ψυχές και κορμιά μισόγυμνα πεινασμένα και αλύγιστα.
  Τι δύναμη και τι αντοχή είναι τούτη, συλλογιζόμουν και που βρίσκουν τα κορμιά τούτα τόση ψυχή; Και πονά ακριτική πνοή τους δίνει τόση αψηφισιά να παλεύουν με το θάνατο;
Οι Κρητικοί αλήθεια αγαπούν παράφορα τη ζωή και συνάμα ποτέ δε φοβούνται το θάνατο. Μέσα από τα χαλασμένα χωριά πού πέρασα, πάνω από τα νεοανοιγμένα μνήματα πού δρασκέλισα, πίσω από τις κουβέντες που άκουσα, ακατάπαυστα διαπίστωσα τούτη τη μεγάλη δισυπόστατη παλληκαριά: παράφορη αγάπη για τη ζωή και άφοβο αντίκρυσμα τού θανάτου.
   Τούτος είναι και ο πρώτος πολύτιμος καρπός πού γεύεται όποιος τώρα πού καπνίζουν ακόμα τα ερείπια κι’ είναι ακόμα νωπά τα "αίματα στις πέτρες, περιοδεύει τα χωριά της Κρήτης.
   Αδάμαστες ψυχές οι Κρητικοί, χιλιάδες τώρα χρόνια, παλεύουν στα κακοτράχηλα Κρητικά βουνά την πείνα, τη γύμνια, τούς βαρβάρους. Κι’ ούτε η μοίρα ούτε οι άνθρωποι μπόρεσαν ποτέ να τούς κάμουν να σκύψουν το κεφάλι.
   ΟΙ Κρητικοί όπως όλες οι γενναίες ψυχές, στην άκρα απελπισία βρίσκουν τη λύτρωση.
   Πολλοί Κρητικοί, μπροστά από τα τουφέκια των Γερμανών τη στιγμή πού θα τουφεκίζονταν, έβρισκαν τη γαλήνη, και όχι μονάχα τη γαλήνη παρά και τη χαρά της αδάμαστης ψυχής πού αγαλλιάζει γιατί της δίνεται ή ευκαιρία να δείξει την αρετή της. Πολλοί την ύστερη στιγμή, μπροστά από το εκτελεστικό απόσπασμα τραγουδούσαν μαντινάδες Κρητικές ή τον Εθνικό Ύμνο.
 Στα Χανιά, μέσα από το γκρεμισμένο σπίτι του, ένας γεροντάκος πρόβαλε και μας είπε:
-  Έναν δάσκαλο, τον λέγαν Παπαδάκη, πήγαιναν να τον εκτελέσουν, ένας μαθητής του λέει, γιατί να σκοτωθείς;
Να φύγεις. Κι’ ο δάσκαλος του αποκρίθηκε. Όχι, εγώ αυτό που τόσα χρόνια σας δίδασκα τώρα θα το εφαρμόσω, θα πεθάνω για την Πατρίδα.
   Στην κρίσιμη αυτή στιγμή κι’ οι πιο σακάτες γίνουνταν ήρωες. Στις φοβερές φυλακές της Αγιάς, κοντά στα Χανιά οι Γερμανοί διάλεξαν 42 παλληκάρια (διάλεγαν πάντα τους καλύτερους) και πήγαιναν να τους σκοτώσουν. Στο δρόμο ένας σακάτης, καμπούρης, τούς συνάντησε. Σταθείτε φώναξε στους Γερμανούς. 
- «Σκοτώστε βρε εμένα να γλυτώσει ένα παλληκάρι».
  -«Όχι φύγε». Του είπαν εκείνοι. 
- «Τότε σκοτώστε με και μένα να γίνουν 43, φώναξε ο καμπούρης. Ντρέπουμαι να ζω εγώ ο σακάτης και να σκοτωθούν τούτοι οι λεβέντες».
   Ανήμπορες γριές, γέροι σαράβαλα, σήκωσαν τη φωνή τους και μιλούσαν ατρόμητα στους Γερμανούς.
   Σ’ ένα ωραιότατο χωριό, στα Μεσκλά, μια γριά έκρυβε έξι μήνες με κίνδυνο της ζωής της, δυο Εγγλέζους στο σπίτι της. Μια μέρα οι Γερμανοί τούς ανακάλυψαν, τούς έπιασαν. Η γριά τρέχει στον άγριο Γερμανό Φρούραρχο, στάθηκε μπροστά του, τού φώναξε.
   - Να ξέρεις, Κομαντάντε, πώς όλες οι μανάδες στον κόσμο πονούνε κι’ αυτός ο πόνος των μανάδων θα φάει τη Γερμανία. Η Γερμανία θα χαθεί, βάνω την κεφαλή μου: Βάνεις στοίχημα, Κομαντάντε; Εγώ βάνω την κεφαλή μου.
   Στεκόταν απάνω σε μια πέτρα, απόξω από το καμμένο σπίτι της η γριά τούτη και μας μιλούσε, με ορθό το κεφάλι, κουρελιασμένη σα φάντασμα. Τι δύναμη λοιπόν έχει η ψυχή τού ανθρώπου και πώς μπορεί να νικήσει το θάνατο, συλλογιζόμουν!
   Άοπλοι, ανοργάνωτοι, χωρίς βοήθεια από κανένα, οι Κρητικοί από τα χωριά, από τα βουνά κατέβαιναν στ’ ακρογιάλια να υπερασπιστούν το νησί τους από τούς άγριους, πάνοπλους αλεξιπτωτιστές που κατέβαιναν. Στις 19 τού Μάη 1941 σκοτείνιασε ο ουρανός τής Κρήτης από τα αεροπλάνα, άρχισαν οι βομβαρδισμοί οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές έπεφταν στο αεροδρόμιο τού Μάλεμε, κοντά στα Χανιά, ύστερα στο Ρέθυμνο, στο Ηράκλειο, παντού.
   Ένας γέρος, από ένα χωριουδάκι κοντά στο Μάλεμε μας διηγείται:
 - Ευθύς ως είδαμε τ’ αεροπλάνα, φωνάξαμε: Απάνω τους, μωρέ παιδιά. Πήραμε τ’ άρματα και χυθήκαμε.
 - Ποια άρματα ρώτησα. Είχατε άρματα;
-  Πώς δεν είχαμε; Άλλοι είχαν παλιές καραμπίνες, άλλοι μαχαίρες κι’ όλοι είχαν ραβδιά. Την ώρα που έπεφτε ένας «ουρανίτης» ήταν ακόμη ζαλισμένος και μεις χιμούσαμε απάνω του, τον σκοτώναμε με τα ραβδιά, με τις μαχαίρες, τον ξαρματώναμε και σιγά - σιγά γέμιζε και μας η φούχτα μας πολυβόλο και περίστροφο.
   Οι Γερμανοί είχαν βρίσει να πάρουν την Κρήτη σε 24 ώρες. Η παραμικρή αργοπορία θα τούς ήταν θανάσιμη.
Ήξευραν πώς οι Κρητικοί ήταν άοπλοι, πώς όλοι οι νέοι ήταν επιστρατευμένοι καί βρίσκονταν ακόμα στην Ελλάδα και πως οι Άγγλοι μήτε στρατό αρκετό είχαν μήτε αεροπλάνα. Ήταν λοιπόν σίγουροι πώς σε 24 ώρες θα παίρναν την Κρήτη. Έκαμαν 8 μέρες. Εξ χιλιάδες αλεξιπτωτιστές σκοτώθηκαν από τα «ραβδιά» και τις μαχαίρες.
  Ένας Κρητικός χωριάτης όταν μ’ είδε να ξαφνιάζομε για την παλληκαριά και την αυτοθυσία των Κρητικών μου είπε τα καταπληκτικά τούτα λόγια:
- «Γιατί παραξενεύεσαι; Εμείς ξέραμε πως γράφαμε ιστορία».
   Δεν ξέρω αν υπάρχει στον κόσμο μια άλλη χώρα, όπου οι χωρικοί να βλέπουν τον πόνο, τη θυσία, την ατομική τους καταστροφή από τόσο ύψος. Ήξερε ο Κρητικός αυτός χωριάτης πως υπάρχει στον κόσμο τούτο ένα αγαθό ανώτερο από τη ζωή και πως για το αγαθό αυτό πάλαιψε και θυσιάστηκε όλη η ράτσα μας και πρέπει τώρα κι’ αυτός, ο Κρητικός χωριάτης να παλαίψει και να θυσιαστεί. Και το αγαθό αυτό λέγεται ιστορία, δηλαδή υστεροφημία δηλαδή αθανασία.
   Πιστεύουν στο αγαθό αυτό οι Κρητικοί, όπως πιστεύουν στην ελευθερία. Πολεμούν, ξεύρουν πως αν δεν μείνει τ’ όνομά τους θα μείνει και θα ζήσει το έργο τους.
Και τώρα που κανείς δε φαίνεται να θυμάται πώς η Κρήτη έσωσε τον Συμμαχικό αγώνα στην Εγγύς Ανατολή και πώς επέδρασε οριστικά στην πορεία του Παγκοσμίου πολέμου - και τώρα που μήτε οι ξένοι, μήτε η Ελλάδα δεν φαίνονται να θυμούνται τη θυσία και την εποποιία της Κρήτης, οι Κρητικοί δεν έχασαν το θάρρος τους και την πίστη τους. Άστεγοι, πεινασμένοι, αδικημένοι, στέκουνται μέσα στα χαλάσματα των σπιτιών των και δε μιλούν. Σφίγγουν τα χείλια τους και δεν μιλούν. Έκαμαν βλέπετε το χρέος τους και τα καλά παλληκάρια δεν προσμένουν αμοιβή. Η ιστορία πού είναι σήμερα ένα με την ελευθερία θα τούς κρίνει κάποτε. Και θα πει τότε για την υπερηφάνεια τους και την παλληκαριά τους - και θα τους προβάλει τότε σαν παράδειγμα ηρωισμού και αυταπάρνησης σ’ όλους τούς μεγάλους και τους ζωντανούς αυριανούς λαούς.
- Δεν έχουμε ένα σκαμνί να σε βάλουμε να καθίσεις, δεν έχουμε ένα ποτήρι να σου δώσουμε νερό να πιεις δέν έχουμε ένα κομμάτι ψωμί αν πεινάς, δεν έχουμε τίποτα - τίποτα. Όλα μας τα 'κάψαν και μας τα πήραν οι σκύλοι οι Γερμανοί.
- Έτσι μούλεγαν κάτω από ένα πλάτανο, στη μέση του γκρεμισμένου χωριού, οι μαυροφόρες που ξεπρόβαλλαν από τα χαλάσματα. Δεν έχουμε μήτε και άντρες να κουβεντιάσουν μαζί σου,
- Να μόνο τούτα τ’ άρσενικά απόμειναν, είπε μια χλωμή γυναικούλα, δείχνοντάς μου δυο - τρία μωρά που βύζαιναν στον κόρφο τους οι μανάδες. Φτάνουν αυτά για μαγιά!!! φώναξε μια γριά. Τα ίδια δεν πάθαμε και στην επανάσταση του 66; Εγώ ήμουν μικρή μα θυμούμαι. Δίο - τρία μωρά είχαν πάλι απομείνει κι’ από αυτά αναπιάστηκε πάλι όλο το χωριό. Μη φοβάστε, πάντα μαγιά απομένει.
   Τα περισσότερα χωριά στην Κρήτη χάθηκαν, οί περισσότεροι άντρες σκοτώθηκαν γιατί φιλοξενούσαν Άγγλους.
Σ’ ένα χωριό, τα Μεσκλά, είδα μια μάνα που της είχαν σκοτώσει τούς δυο γυιούς της γιατί είχε σπίτι της κι έκρυβε 8 μήνες δυο Άγγλους στρατιώτες. Τομάθαν οι Γερμανοί κι’ ήρθαν, της έκαψαν το σπίτι, της σκότωσαν τούς γυιούς της, και τώρα στέκουνταν απόξω ·απο τα χαλάσματα λιγνή, χαροκαμένη, με τα μάτια όλο φλόγα και μου μιλούσε.
- Το ίδιο βράδυ που σκότωσαν τους γυιούς μου πέρασαν νύκτα βαθιά, δυο Εγγλέζοι που τους κυνηγούσαν οι σκύλοι οι Γερμανοί. Κάπνιζε ακόμα το σπίτι μου, μα εγώ είχα τρυπώσει σε μια γωνιά καί έκλαιγα.
   Με άκουσαν οι Εγγλέζοι, ζύγωσαν. Ψωμί, μου φώναξαν, ψωμί! Οι χωριανοί μου είχαν δώσει μια κουλούρα κριθαρόψωμο μα εγώ δεν είχα όρεξη να φάω, δεν κατέβαινε η μπουκιά από τε λαιμό μου. Τους έδωκα το ψωμί. Κρύωναν τους έδωκα και μια κουβέρτα που μου είχαν δώσει, βγήκα από τη γωνιά, τους έβαλα να κοιμηθούν.
-  Γιατί τάκαμες όλα αυτά; ρώτησα. Οι Εγγλέζοι δε φταίγαν που σκότωσαν τους γυιούς σου;
- Τόκανα αποκρίθηκε, γιατί είχαν κι’ αυτοί μανάδες, κατέχω ήντα θά πει πόνος της μάνας.
  Ανθρωπιά μεγάλη είναι τούτη, η μεγάλη ψυχή νικάει τον πόνο τον ατομικό και το πιο φοβερό, άκουγα τη γρηά καί τα μάτια μου βούρκωναν. Ένα βράδυ μπήκα σε φτωχικό χαμόσπιτο σ’ ένα Σφακιανό χωριό. Ο γέρο καπετάνιος, με τη μαύρη φέσα του, ο Κυριάκος Σπερελάκης κάθονταν πλάϊ στό τζάκι και κάπνιζε ένα μακρύ τσιμπούκι. Κάθισα δίπλα του, έφερα την κουβέντα στο θάνατο.
   Στράφηκε ο γέρος Σφακιανός και μου είπε:
- Χαρά στον άνθρωπο, παιδί μου, πού βάνει δυο φορές τη μέρα στο νου του το «θάνατο».
   Κι’ ένας άλλος γέρος εκατοχρονίτης στον κάμπο της Μεσαράς μου είχε πει μια μέρα ένα μεγάλο λόγο. Τον ρώτησα:
-  Πώς σου φάνηκε παππού η ζωή αυτή στα εκατό αυτά χρόνια;
- Σαν είχα ποτήρι κρύο, νερό, μου αποκρίθηκε.
- Γιατί δίψας ακόμη παππού;
   Στράφηκε με κοίταξε με τα θολά μικρούτσικα μάτια του, σήκωσε τη χερούκλα του σα να καταριώταν και είπε:
- Ανάθεμά τον που ξεδίψασε.
 Οι δυσκολίες και οι τραχύτητες της ζωής δε λυγίζουν την Κρητική ψυχή.
 Αντίθετα την πυρώνουν και την δυναμώνουν. Γέρικη, Αβόλευτη, τραχεία είναι η γη της Κρήτης. Κι’ όταν τα βουνά της κι’ οι θάλασσες ή οι ψυχές που πλάστηκαν από τέτοιους βράχους και τέτοιαν αρμύρα δεν σου επιτρέπουν ούτε στιγμή να βολευτείς, να γλυκαθείς, να πεις: Φτάνει.
Τότε η Κρήτη έχει κάτι το απάνθρωπο, δεν ξέρω πια αν αγαπάει ή αν μισεί τα παιδιά της, ένα μονάχα ξέρω: οτι τα μαστιγώνει ως το αίμα.
   Υπάρχει και κάτι άλλο όμως στην Κρήτη, υπάρχει κάποια φλόγα - ας την πούμε τύχη - κάτι πιο πάνω από τη ζωή κι’ από το θάνατο, που είναι δύσκολο να το ορίσεις, δηλαδή να το περιορίσεις. Υπάρχει αυτή η περηφάνια, το πείσμα, η παλληκαριά, η αψηφησιά, και μαζί τους κάτι άλλο, ανέκφραστο κι’ αστάθμητο, που σε κάνει να χαίρεσαι που είσαι άνθρωπος. Να χαίρεσαι, μα και συνάμα να σου δίνει μεγάλη ευθύνη. Γιατί ενώ νοιώθεις πώς έχεις χρέος να κάμεις ό,τι μπορείς για να σώσεις αυτό το λαό, εκείνος βλέπει την προσπάθειά σου με ειρωνεία και περιφρόνηση. Δεν έχει την ανάγκη κανενός για να σωθεί. Σώζει δε σώζεται. Ένα μονάχα σου μένει τότε: να δοκιμάσεις να γίνεις άξιος αυτού του λαού, να κερδίσεις τη δύναμη της δικής του ψυχής, που ποτέ δε καταδέχτηκε ν’ «πατήσει τον εαυτό του ή τούς άλλους και πού πάντα τολμάει ν’ αντικρύζει, πρόσωπο με πρόσωπο, τη Θεά εκείνη που δεν κάνει χατήρια και δεν κάθεται στα πόδια κανενός, την Αγέλαστη κι’ αδάκρυτη Θεά, την ευθύνη.

Η ομιλία αυτή δόθηκε στο ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών τον Δεκέμβρη του 1945.
 

Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

 80 χρόνια φέτος απο την Μάχη της Κρήτης και θα ανεβάσω μερικές ιστορίες γραμμένες το 2015 στο υπέροχο περιοδικό του 3ου Δημοτικού σχολείου Κισάμου "Τα Μυστικά του Θρανίου". Ιστορίες που βρήκαν οι μικροί μαθητές αφού ρώτησαν τους πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου ανθρώπους που σήμερα δεν ζουν.
Εγεννήθηκα το 1928. Το 1941, όντενήρθανε οι Γερμανοί,  ήμουνα δεκατριών χρονών. Στην αρχή ήτονε πολύ δύσκολα τα πράματα. Δεν είχαμε να φάμε. Ετρώγαμε ξερά χόρτα, σαν τα πρόβατα, σκέτα, χωρίς ψωμί.     
    Ήμουνα ο μεγαλύτερος από τα έξι αδέρφια που ήμαστονε και ήμουνα υποχρεωμένος να τους βοηθήσω όλους. Και ας ήμουνα μικιός ακόμα. Τα σκολειά ήτονε κλειστά γιατί ήτονε πόλεμος. Και εφοβούμαστανε πολύ. Εφοβούμαστανε πως θα μας εσκοτώσουνε οι Γερμανοί. 
Οι Γερμανοί, εκάνανε εξορμήσεις και κυνηγούσανε τσι αντάρτες. Αυτοί εκρυβότανε στα Μόδια, μια περιοχή ανάμεσα στσι Λουσακιές το Σηρικάρι και τη Μελισσιά. Σε μια από τσι εξορμήσεις που εκάνανε επεράσανε και από κεια που έβοσκε ο πατέρας μου τα πρόβατα. Μαζί του ήτονε τα αδέρφια μου η Χρυσούλα και ο Γιάννης. Τα πρόβατα τα βόσκανε κοντά στο Προφήτη Ηλία, το βουνό στσι Λουσακιές. Εκειά στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία είχανε πάει οι Γερμανοί και από εκειά τον είδανε και ύστερα εκατεβήκανε εκειά που έβοσκε. Στα Γούργουθα, έτσα ελέγανε τη τοποθεσία. Ο πατέρας μου έλεγε στα αδέρφια μου να μη φοβούνται, μα δε θα τσι πειράξουνε. Των έλεγε ότι τη προηγούμενη βραδιά είχανε μαγερέψει τω Γερμανώ στρατιωτώ να φάνε και πως ευτός τον είχε δώσει ένα ρίφι. Όμως οι κερατάδες δεν ήτανε οι ίδιοι. Ήτανε άλλοι Γερμανοί. Κιαμιά εικοσαριά ήτανε.
    Όντεν ήρθανε κοντά – κοντά τονε, είπανε στ’ αδέρφια μου να πάνε να φέρουνε τη ταυτότητα του πατέρα μας για να δούνε λέει ποιος είναι. Μόλις τ’ αδέρφια μου εφύγανε, τονε πιάσανε και τον επήγανε πέρα – πέρα, καμμιά πενηνταριά μέτρα σ’ ένα γυραλάκι και τονε σκοτώσανε. Χωρίς κιαμιά αιτία.  
    Η Χρυσούλα με το Γιάννη, τ’ αδέρφια μου ήρθανε στο σπίτι μας, στο Καναβά, τονε δώκαμε τη ταυτότητα για να τηνε πάνε οπίσω να τηνε δείξουνε στσι Γερμανούς. Επήγανε, του φωνάζανε, δε τονε βρήκανε και γυρίσανε οπίσω. Μας είπανε πως δε τονε βρήκανε και εμείς επεριμέναμε να γυρίσει. Επεριμέναμε άδικα γιατί τον είχανε σκοτωμένο. 
    Σαν αργούσε να έρθει τον εγυρεύαμε ούλοι μας. Δε κατέω πόσες μέρες τονε γυρεύαμε. Θαρρώ πέντε μέρες. Σε κείνονά το γυραλάκι που τον είχανε σκοτωμένο δεν εφαινότανε. Τονε έβρηκε ο σκύλος του μπάρμπα μου του Κατόγιαννη. Τονε πήρανε και τονε φέρανε στου Καναβά για να τονε θάψουμε. Έκλαιγε η κακομοίρα η μάνα μου, εκλαίγαμε και εμείς. 
    Έξε αδέρφια είμαστονε. Μιτσά κοπέλια. Απομείναμε ορφανά και εγώ που ήμουνα ο μεγαλύτερος έπρεπε να τα φροντίσω ούλα. Και τη μάνα μου και τ’ αδέρφια μου. Ήμουνα ο προστάτης τονε. Το σαράντα τέσσερα ήμουνα τοτεσας δεκάξι χρονώ. Τονε εκουβάλουνα ότι μπόρουνα. 
Φτώχεια, πείνα, πόνος. Άστα παιδί μου κακές εποχές.
    Να μη ξαναγαίρουνε ποτές, τούτες σας οι μέρες, παιδί μου ! ! !   
  Λαλάκου Χριστίνα, Τάξη Δ΄

Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

80 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

 80 χρόνια φέτος απο την Μάχη της Κρήτης και θα ανεβάσω μερικές ιστορίες γραμμένες το 2015 στο υπέροχο περιοδικό του 3ου Δημοτικού σχολείου Κισάμου "Τα Μυστικά του Θρανίου". Ιστορίες που βρήκαν οι μικροί μαθητές αφού ρώτησαν τους πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου ανθρώπους που σήμερα δεν ζουν.
Μας διηγήθηκε η ΣΠΑΝΟΥΔΑΚΗ ΑΛΕΞΙΑ, 79 χρονών, από τις Λουσακιές
Το 1941 ήμουνα πέντε χρονών. Τη στιγμή που ήρθαν τα γερμανικά αεροπλάνα βρισκόμουνα έξω από το σπίτι μας που βρισκότανε στα Ζαχαριανά, στις Λουσακιές. Η μητέρα μου με είχε στείλει να βγάλω έξω από το κοτέτσι τις γαλοπούλες μας για να φάνε χορταράκια. Κρατούσα κι ένα μεγάλο καλάμι για να τις κυνηγάω.
Ήταν δύο – τρία τα αεροπλάνα, ακουγότανε συνεχώς, πήγαιναν μέχρι την κεντρική μας εκκλησία, την Ανάληψη και γύριζαν μέχρι τα Ζαχαριανά. Πετούσαν τόσο χαμηλά που μου φαινόταν ότι ακουμπούσαν τις κορυφές των ελιών. Μάλιστα, προσπαθούσα με το καλάμι να τα ακουμπήσω.
Βλέποντας η μητέρα μου τα αεροπλάνα, μου φώναξε δυνατά να πετάξω το καλάμι, μην τυχόν το περάσουν για όπλο και με σκοτώσουν. Τότε κατάλαβα, παρ’ ότι ήμουν πολύ μικρή, ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε. Πέταξα αμέσως το καλάμι και κρύφτηκα σε μια μεγάλη κουφάλα μιας ελιάς που ήταν κοντά στο σπίτι μας.
Αργότερα, έφυγαν τα αεροπλάνα και όπως έλεγαν οι μεγαλύτεροι έριξαν και τρεις βόμβες στο χωριό. Η μία έπεσε λίγο πιο πάνω από τα Νταμπαριανά και είχε κάνει ένα μεγάλο λάκκο, σαν ένα αλώνι.
Από το 1941 έως το 1944, ζούσαμε με το φόβο των Γερμανών.
Το 1944 έγινε η εξόρμηση και πέρασαν οι Γερμανοί από τις Λουσακιές. Δυο μέρες πριν έρθουν, ο θείος ο Τσατσαρωνάκης από τον Πλάτανο, είπε του πατέρα μου να φύγουν όλοι οι άντρες από το χωριό και να πάνε να κρυφτούν. Έψαχναν και για Άγγλους στρατιώτες. Στο σπίτι μας έμεναν τρεις Άγγλοι στρατιώτες.
Αμέσως μας πήρε όλους ο πατέρας μου και μας πήγε στον Άι Γιώργη στον Καναβά. Εκεί κρυφτήκαμε σε ένα μεγάλο σπήλιο. Όμως ήταν πολύ χαμηλός. Μπαίναμε και βγαίναμε μπουσουλώντας
και μόνο όταν υπήρχε μεγάλη ανάγκη. Ο πατέρας μου είχε κλείσει την πόρτα του σπήλιου με πέτρες και όσο και να κοίταζαν οι Γερμανοί με τα κιάλια δε θα μας έβρισκαν. Μείναμε αρκετές μέρες, δε θυμάμαι πόσες και αργότερα γυρίσαμε με φόβο στο σπίτι μας.
Στις 29 Αυγούστου 1944, πέρασε από τις Λουσακιές, ολόκληρος στρατός από Γερμανούς. Στο Πάνω χωριό και στη τοποθεσία Σελί, είδαν ένα νέο παιδί, τον Πετράκη τον Αριστείδη. Χωρίς να πειράξει κανένα από τους Γερμανούς, τον σκότωσαν. Στη συνέχεια ήρθαν στα Ζαχαριανά. Όλοι οι άντρες είχαν φύγει και είχαν κρυφτεί. Μόνο ο παππούς μου, ο Ζαχαράκης ο Μανώλης δεν είχε κρυφτεί και έβοσκε την αγελάδα του λίγο πιο πέρα από τη γειτονιά. Οι Γερμανοί τον είδαν, τον πυροβόλησαν και του έσπασαν το πόδι. Έπεσε κάτω, έκανε τον πεθαμένο, όμως οι στρατιώτες πήγαν κοντά του και τον πυροβόλησαν στο κεφάλι.
Στη συνέχεια έφυγαν από τα Ζαχαριανά και πήγαν προς το βουνό, κοντά στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Εκεί βρήκαν το θείο τον Κατογιώργη με δυο από τα παιδιά του και έβοσκαν τα πρόβατά τους. Έδιωξαν τα παιδιά, να φέρουν την ταυτότητα του πατέρα τους που δεν την κρατούσε μαζί του, για να δούνε ποιος είναι. Μόλις έφυγαν τα παιδιά, τον σκότωσαν.
Μετά γύρισαν πίσω στη γειτονιά. Μόλις τους είδαμε, φωνάξαμε του πατέρα μας που είχε ξαναγυρίσει, να φύγει γρήγορα. Αυτός πήρε τον κατήφορο και κρύφτηκε σε κάτι μυρτιές κοντά στην εκκλησία της Παναγίας, στον ποταμό. Όλες οι πόρτες ήταν κλειστές εκτός από το δικό μας σπίτι γιατί είχε γίνει η κηδεία του παππού μου. Βρήκαν την πόρτα ανοικτή και μπήκαν μέσα. Η μητέρα μου τους είπε να μην πειράξουν τα δυο της παιδιά, εμένα και τον αδερφό μου και επίσης τους ρώτησε γιατί σκότωσαν τον πατέρα της.
Δεν μίλησαν καθόλου αλλά μας πήραν, ένα τσουβάλι αμύγδαλα, ένα τσουβάλι πατάτες, όλες τις πλεξάνες τα κρομμύδια και ότι άλλο βρήκαν στον κήπο μας. Επίσης μας πήραν δέκα διάνους. Τους έδεναν δυο – δυο και τους κρεμούσαν στον ώμο τους. Τότε φύγανε, είπανε ότι πήγανε στο Μάλεμε και δεν ξαναείδαμε Γερμανό στο χωριό.
Σπανουδάκης Αλέξης, Τάξη Δ΄

Τρίτη 20 Απριλίου 2021

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

  80 χρόνια φέτος απο την Μάχη της Κρήτης και θα ανεβάσω μερικές ιστορίες γραμμένες το 2015 στο υπέροχο περιοδικό του 3ου Δημοτικού σχολείου Κισάμου "Τα Μυστικά του Θρανίου". Ιστορίες που βρήκαν οι μικροί μαθητές αφού ρώτησαν τους πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου ανθρώπους που σήμερα δεν ζουν.
Μας διηγήθηκε ο ΜΑΛΕΦΑΚΗΣ ΚΩΣΤΗΣ, από τις Λουσακιές
(από αυτά που του έλεγαν ο παππούδες του, Μαλεφάκης Νικόλαος και Γιαννιουδάκης Εμμανουήλ. Είχαν γεννηθεί το 1900 και το 1914, αντίστοιχα)
Οι Γερμανοί είχαν μπει στο σπίτι του παππού μου, Μαλεφάκη Νικολάου κι έκαναν έρευνα. Ερευνούσαν τα σπίτια γιατί αντάρτες είχαν κλέψει από τον Πλάτανο σιτηρά, τα οποία μετέφεραν σε σακιά με το γάιδαρο του παππού μου. Μετά από ανάκριση τού παραδόθηκε ο γάιδαρος, αλλά μπαίνοντας στο σπίτι για να το ερευνήσουν έσπασαν τη ραπτομηχανή της γιαγιάς μου και της πήραν και ένα χρυσό δαχτυλίδι.
Τότε μπήκαν και στο σπίτι του άλλου μου παππού, του Γιαννιουδάκη Εμμανουήλ. Εκεί ζήτησαν από την γιαγιά μου, την Ευγενία, να τους τηγανίσει αυγά με κρέας από κονσέρβα. Στο σπίτι ήταν και η μητέρα μου, η Μαρία, που τότε ήταν περίπου πέντε χρονών. Η μητέρα μου, η οποία δε ζει, μου είχε πει πολλές φορές ότι οι Γερμανοί την έπαιζαν στα γόνατά τους και της έδωσαν σοκολάτα και μπισκότα.
Εκείνη τη φορά έφυγαν από το σπίτι ήσυχα, χωρίς να προκαλέσουν καμιά ζημιά.
Το 1944, Αύγουστο μήνα, μετά από ένα σαμποτάζ σε αποθήκη καυσίμων στην Κίσαμο και το κλέψιμο των σιτηρών στον Πλάτανο από τους αντάρτες, οι Γερμανοί εξαγριωμένοι αποφάσισαν να εκδικηθούν. Ο τότε πρόεδρος της κοινότητας Λουσακιών, Κουρτάκης Ιωάννης, ειδοποίησε τους κατοίκους για να τους προστατέψει, ότι τη νύχτα θα γίνει εξόρμηση. Οι κάτοικοι μάζεψαν τα πρόβατά τους, τις αγελάδες τους και κατέφυγαν σε ορεινότερες περιοχές. Στην Αγία Παρασκευή, στη Ζουριδιά , στον Καναβά, όπου κρύφτηκαν μέσα σε φαράγγια και σε σπηλιές. Η εξόρμηση τελικά έγινε το ξημέρωμα με άσχημες συνέπειες για τρεις συγχωριανούς μας. Ο Τζανακονικόλας, ο Πετράκης ο Νίκος, ο Πετράκης ο Αντώνης και τα δυο αδέρφια Αριστείδης Πετράκης και Μανόλης Πετράκης πήγαν να κρυφτούν σ’ ένα σπήλιο. Περίμεναν τη νύχτα ν’ ακούσουν πυροβολισμούς, αλλά τίποτα! Στο τέλος, τους πήρε ο ύπνος μέχρι το πρωί χωρίς να έχουν ακούσει τίποτα. Ενώ είχαν ορατότητα του δρόμου προς το Γαλουβά, δεν είδαν τίποτα. Έτσι αποφάσισαν να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Εκείνο όμως το πρωί έπρεπε να πάνε στην Αγία Παρασκευή που ήταν δεμένος ο γάιδαρος τους, να τον πάρουν για να τον φορτώσουν με στάρι, να το πάνε στο Σηρικάρι, να το αλέσουν για να το κάνουν αλεύρι. Ο Πετράκης ο Μανόλης έλεγε στον αδερφό του τον Αριστείδη να πάει εκείνος να φέρει το γάιδαρο και αυτός θα πήγαινε τα σκεπάσματα που σκεπάστηκαν τη νύχτα στο σπίτι τους. Ο αδερφός του ο Αριστείδης δεν ήθελε κι έτσι αποφάσισε να πάει ο ίδιος για το γάιδαρο. Οι υπόλοιποι θα πήγαιναν στο χωριό. Ο Πετρομάνολας λίγο πριν φτάσει στην Αγία Παρασκευή, στα Σπιτάκια όπως το λένε, άκουσε αρκετούς πυροβολισμούς. Στάθηκε για λίγο στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και μετά προχώρησε πιο πάνω σ’ ένα ερημωμένο εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα για να δει από εκεί τους Γερμανούς να ανηφορίζουν προς τη γειτονιά Καναβάς. Όταν σταμάτησαν οι πυροβολισμοί, ξανακατέβηκε στην Αγία Παρασκευή κι έφαγε μερικά σύκα από μια συκιά. Εκεί συνάντησε το χωριανό μας, τον Κοκκινάκη το Γιώργη, μετέπειτα μετανάστη στην Αμερική, όπου τον ρώτησε αν είχε μάθει ότι οι Γερμανοί σκότωσαν τον αδερφό του, τον Αριστείδη. Αυτός απάντησε αρνητικά και κατευθύνθηκε προς το σπίτι τους για να μάθει τι είχε συμβεί. Έτσι, έμαθε, ότι οι τέσσερις συγχωριανοί του συνάντησαν τους Γερμανούς. Οι δύο από αυτούς ο Πετραντώνης και ο Τζανακονικόλας έτρεξαν γρήγορα κι απέφυγαν τους πυροβολισμούς. Ο Πετράκης ο Νικολής ήθελε να κρυφτεί σε ένα πηγάδι, αλλά μια κυρία Αγγελική του είπε πως ήταν λάθος αυτό που θα έκανε κι έφυγε τρέχοντας για να γλιτώσει τη ζωή του. Όμως ο Πετράκης ο Αριστείδης δεν έφυγε, γιατί δούλευε σ’ ένα σιδεράδικο στο Καστέλι κι έβλεπε κάθε μέρα Γερμανούς και τον γνωρίζανε. Πίστεψε, λοιπόν, ότι δε θα του έκαναν κακό. Κι όμως … τον σκότωσαν.
Εκείνη την ημέρα οι Γερμανοί σκότωσαν και το Ζαχαράκη τον Μανόλη, στα Ζαχαριανά. Είχε πάει να βοσκήσει την αγελάδα του, στην περιοχή Αγροσυκιά και ενώ ο παππούς μου, ο Γιαννιουδάκης ο Μανόλης, που κρυβόταν λίγο πιο πέρα, του φώναξε να κρυφτεί, αυτός δεν τον άκουσε. Οι Γερμανοί τον είδαν από τη θέση Βρούλα, περίπου 500 μέτρα μακριά τους και τον πυροβόλησαν. Πρώτα τον τραυμάτισαν στο πόδι κι έπειτα ένας άλλος Γερμανός, περνώντας μέσα από τα αμπέλια και τρώγοντας σταφύλια, του έδωσε την τελειωτική βολή στο κεφάλι.
Έπειτα μαζί με άλλους Γερμανούς που ήρθαν από τον Πλάτανο και αφού είχαν πάρει μαζί τους τον Νικηφόρο το Μπιχάκη για να τους δείχνει το δρόμο, κατευθύνθηκαν προς τον Καναβά. Ανηφορίζοντας πιο ψηλά συνάντησαν τον Κατάκη το Γιώργη, πατέρα έξι παιδιών που έβοσκε τα πρόβατά του με το μικρό του γιο Γιάννη και την κόρη του Χρυσούλα. Εκεί του ζήτησαν την ταυτότητα του. Αυτός, τότε, έστειλε τα παιδιά να πάνε να την φέρουν από το σπίτι. Μετά που έφυγαν τα παιδιά, οι Γερμανοί οδήγησαν τον πατέρα τους αρκετά ψηλότερα στην περιοχή Γούργουθα, όπου τον σκότωσαν. Αξίζει να σας πω, ότι την προηγούμενη μέρα είχε μαγειρέψει στους Γερμανούς στο σπίτι του στον Καναβά. . . .
Μαλεφάκη Βαρβάρα - Μαλεφάκης Γιάννης, Τάξη Γ΄


Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

 80 χρόνια φέτος απο την Μάχη της Κρήτης και θα ανεβάσω μερικές ιστορίες γραμμένες το 2015 στο υπέροχο περιοδικό του 3ου Δημοτικού σχολείου Κισάμου "Τα Μυστικά του Θρανίου". Ιστορίες που βρήκαν οι μικροί μαθητές αφού ρώτησαν τους πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου ανθρώπους που σήμερα δεν ζουν.
Μας διηγήθηκε ο ΤΣΙΚΑΛΑΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ, από την Κίσαμο
(από αυτά που του έλεγε ο πατέρας του, Τσικαλάκης Στέλιος. Είχε γεννηθεί το 1925)
Ο πατέρας μου, ο Τσικαλάκης ο Στέλιος, όταν ήρθαν οι Γερμανοί στην Κρήτη ήταν 16 χρονών και είχε μάθει την τέχνη του κουρέα. Οι Γερμανοί, τον είχαν υποχρεώσει να τους κουρεύει και να τους ξυρίζει. Το κουρείο βρισκόταν δίπλα από το σημερινό σούπερ μάρκετ «Αριάδνη» στην οδό Σκαλίδη, όπου στο υπόγειο έκρυβε αντάρτες και το βράδυ τους φυγάδευε στα βουνά.
Οι Γερμανοί τότε είχαν βγάλει έναν νόμο και όταν βράδιαζε όλοι οι κάτοικοι πήγαιναν τα μουλάρια και τα γαϊδούρια τους στο 1ο Δημοτικό Σχολείο που το είχαν κάνει στάβλο. Αυτό το έκαναν για να μην μπορούν οι κάτοικοι της πόλης να τροφοδοτούν τους αντάρτες στα βουνά.
Ο πατέρας μου, όμως, δεν είχε πάει για δύο μέρες το μουλάρι του στο στάβλο των Γερμανών και γι’ αυτό τον πιάσανε με σκοπό να τον εκτελέσουν. Τον έκλεισαν στο στάβλο, μαζί με τα ζώα.
Ευτυχώς, κατάφερε τη νύχτα να το σκάσει και κρύφτηκε στα βουνά για μερικές μέρες.
Εκεί που είναι η προβλήτα στο τελωνείο ήταν το λιμάνι. Για να κατασκευαστεί και να εξυπηρετεί το στρατό των Γερμανών, ανάγκαζαν τους άντρες να δουλεύουν πολύ. Ότι όμως έφτιαζαν την ημέρα, οι αντάρτες έκαναν σαμποτάζ των Γερμανών και τα χαλούσαν το βράδυ.
Μια μέρα, μου έλεγε ο πατέρας μου, κουβαλούσε στην πλάτη του πέτρες για να φτιάξουν το λιμάνι. Ένας Γερμανός στρατιώτης τον χτυπούσε με το καμουτσίκι για να κάνει πιο γρήγορα, μέχρι που έτρεχε αίμα η πλάτη του και τα πόδια του. 
Χριστουλάκη Μαρία, Τάξη Α΄
Μας διηγήθηκε ο ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, από τα Καλουδιανά
(από αυτά που του έλεγε ο πατέρας του, Δερμιτζάκης Μανώλης. Είχε γεννηθεί το 1915)
Τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, η οικογένεια του πατέρα μου, του Δερμιτζάκη του Μανώλη, ζούσε στα Καλουδιανά.
Μια μέρα ο θείος μου ο Δερμιτζάκης ο Λευτέρης, του πατέρα μου ο αδερφός και ο Αποστολάκης ο Αποστόλης, συγχωριανός του, κατεβήκανε στο Κορφαλώνα στη θάλασσα.
Εκεί βρήκαν ένα Γερμανό στρατιώτη τραυματισμένο. Ο Γερμανός παραδόθηκε επειδή νόμιζε ότι θα του έκαναν κακό. Όμως αυτοί τον πήραν, τον σήκωσαν και τον πήγαν στο χωριό, τα Καλουδιανά, στο σπίτι του πατέρα μου. Του φρόντισαν τα τραύματά του και του έδωσαν και φαγητό. Όταν έγινε καλύτερα τον πήγαν στους Γερμανούς στο Καστέλι.
Ο διοικητής, τους ευχαρίστησε που τον βοήθησαν και δεν τον άφησαν να πεθάνει και τους έδωσε ένα χαρτί. Αυτό το χαρτί τους είπε να το δείξουν σε περίπτωση που τους συλλάβουν Γερμανοί στρατιώτες και δε θα τους κάνανε τίποτα.
Καστανοπουλάκης Γιάννης, Τάξη Ε΄

Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

 80 χρόνια φέτος απο την Μάχη της Κρήτης και θα ανεβάσω μερικές ιστορίες γραμμένες το 2015 στο υπέροχο περιοδικό του 3ου Δημοτικού σχολείου Κισάμου "Τα Μυστικά του Θρανίου". Ιστορίες που βρήκαν οι μικροί μαθητές αφού ρώτησαν τους πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου ανθρώπους που σήμερα δεν ζουν.
Μας διηγήθηκε ο ΞΗΡΟΥΧΑΚΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ, 91 ΧΡΟΝΩΝ, από την Κίσαμο1η ΙΣΤΟΡΙΑ: Γεννήθηκα στις 20 Μαΐου του 1924. Ήμουνα δεκαεφτά  χρονών όταν έπεσαν οι Γερμανοί στο Καστέλι. Με το που έπεσαν έκαναν πολλές συλλήψεις. Έπιασαν εμένα, τον πατέρα μου και πολλούς άλλους άντρες Καστελιανούς.
Μας πήγαν στις φυλακές της Αγιάς. Οι συνθήκες στη φυλακή ήταν άθλιες. Είχαμε γεμίσει όλοι ψείρες. Μέσα σ’ ένα θάλαμο ζούσαμε εκατόν ογδόντα άτομα. Καθόμασταν πλάτη με πλάτη γιατί αλλιώς δε χωρούσαμε. Το φαγητό που μας έδιναν ήταν ρεβίθια και μπιζέλια. Νερό πίναμε μόνο δύο φορές την ημέρα.  
Θυμάμαι ότι ένας άντρας από τις Λουσακιές, βγήκε στην αυλή να πιει νερό από τη βρύση και ένας Γερμανός τον χτύπησε με ένα ξύλο στο κεφάλι. Στη φυλακή σκότωσαν πολλούς ανθρώπους.
Ένα μήνα έμεινα στην Αγιά. Μετά μας άφησαν να φύγουμε. Γυρίσαμε με τα πόδια στο Καστέλι από την Αγιά. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν μεταφορικά μέσα.
Αυτά τα χρόνια δε θα τα ξεχάσω ποτέ για όσα χρόνια ζω ! ! ! 
 Γιακουμάκης Αντώνης, Τάξη Δ΄
Πλατανιάς 1941

2η ΙΣΤΟΡΙΑ: Στις φυλακές της Αγιάς που μας είχανε πάει οι Γερμανοί, γνωρίστηκα και έγινα φίλος μ’ ένα Κοχυλάκη Μανώλη από τη Βάθη.  
Μια μέρα ήρθανε οι στρατιώτες και του είπαν να πάρει τα πράγματά του και να φύγει. Του είπαν ότι είναι ελεύθερος. 
Όταν έφευγε μας είπε ότι αν φτάσει ζωντανός στο σπίτι του θα μας στείλει σταφύλια. Δεν τα έστειλε ποτέ. Τον σκότωσαν οι Γερμανοί όταν έφευγε. 
Μετά από ένα μήνα μας άφησαν κι εμάς να φύγουμε, να γυρίσουμε πίσω στο Καστέλι με τα πόδια.  Όταν φτάσαμε στον Πλατανιά, μας είδε ένα παιδί, είδε ότι ήμασταν κουρασμένοι και πεινασμένοι και μας είπε να πάμε στο σπίτι τους να φάμε ότι είχαν. Εγώ του είπα, ότι δε θέλουμε να πάμε, γιατί ήμαστε βρώμικοι και γεμάτοι ψείρες. Το παιδί όμως επέμενε αλλά επιμέναμε και εμείς. 
Τότε πήγε και βρήκε το δάσκαλο του Πλατανιά και μας πήγαν στο σχολείο για να κοιμηθούμε εκείνη τη νύχτα.  Αυτό το παιδί, πήγε στο σπίτι τους, είπε στη μητέρα του να ετοιμάσει ότι πρόχειρο φαγητό είχαν για να μας το φέρει να φάμε. Μας έφερε ψωμί και τυρί και ότι άλλο είχανε εκείνη την ημέρα στο σπίτι τους.
Την άλλη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε να γυρίσουμε στο Καστέλι. Όταν πλησιάζαμε, ένας συγχωριανός μας, μας είδε και έτρεξε και το είπε στη μητέρα μου.
Όταν το άκουσε ότι γυρίζουμε, ξέσπασε σε κλάματα, από τη χαρά της.
 Ξηρουχάκης Παναγιώτης, Τάξη Στ΄

Για να μην ξεχαστούν εκείνα τα σκοτεινά χρόνια της μαύρης γερμανικής κατοχής, αποφασίσαμε όλοι μας, να απευθυνθούμε σ’ αυτούς τους ανθρώπους που έζησαν τα γεγονότα και να τα καταγράψουμε. Απλά . . . για να μην ξεχάσουμε!!!

Σάββατο 3 Απριλίου 2021

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΚΑΣΤΕΛΛΙΟΥ

Η εισαγωγή απο το ενημερωτικό φυλλάδιο του Δήμου Κισάμου, για την Μάχης της Κρήτης, γραμμένη απο τον Αντώνη Σχετάκη Μάιος 1997
Καστέλι 20 του Μάη 1941. Η μικροπολιτεία ξυπνά κι ανακλαδίζεται.
Νοικοκυρές πρωί-πρωί, φουρνίζουν πρόσφορα, για τον αποψινό σπερνό στη χάρη της Αγίας Ελένης. Άντρες προσεχτικά στην ακονόπετρα ετοιμάζουν το δραπάνι, για να θερίσουν τ' άγρια τους βάτους και τ' αγκάθια. Κοπελιές και κοπελούρια αγουροξυπνημένα ξεκινούν για το σκολειό. Η νύφη η προχθεσινή απλώνει τα προικιά στο Μαγιανό τον ήλιο να φρεσκάρουν.
   Μάνες συμπαίνουν τη φωτιά το σημερνό φαΐ να μαγειρέψουν. Πέρα στον κάμπο και στους κήπους οργιάζει η ζωή που κάνει γόνιμο τον κόπο. Οι ανοιξιάτικοι χυμοί της γης ορμούν αφηνιασμένοι στους ανθούς πέρα στ' ελιές τ' Άη Αντώνη και στα πανάρχαια αμπέλια της Κίσαμος οι κληματίδες κι έλικες παίζουν τρελά με τον αγέρα. Μέρα ανοιξιάτικη, καθημερνή, συνηθισμένη. Μέρα Μαγιού.
   Οι γέροι όμως, σκεφτικοί τους γλάρους να περνούν θωρούν, κατά το Νότο. Κακό σημάδι. Ξαρμάτωτη η Κρήτη, οι νέοι λείπουν. Στα ξένα πολεμούσανε πάνω στην Αλβανία. Οι παρανοϊκοί δικτάτορες του άξονα ματοκυλούν τον κόσμο. Η λυσσασμένη φασιστική συμμορία τ' άγια τα μάρμαρα πατούσε. Θα φτάνε, αλήθεια, ο αιματόβρεχτος λεκές την Κρήτη να σκεπάσει;
   Πολύπειροι οι γεροκαστρομάχοι ξεθάβουν ψιλοτούφεκα πού 'χάνε χώσει απ' το δικό μας το Δυνάστη. Είχε φροντίσει ο Δικτάτορας την Κρήτη ν' αφοπλίσει. Κι άξαφνα το βουητό. Ανεπαίσθητο στην αρχή, ολοένα πλησιάζει. Άγνωστος ήχος, παράξενος, απειλητικός, δαιμονισμένος, τρυπά τ' αυτιά, κόβει το αίμα.
   Μαύροι κοράκοι στις περήφανες Γραμπουσιανές άκρες, ζυγιάζονται στον ορίζοντα, κρώζουν μονότονα και εξώκοσμα, πλησιάζουν, μεγαλώνουν, αλλάζουν σχήμα, χρώμα, τα πλευρά τους γυαλίζουν στον ήλιο, γιγαντώνονται.
   Τα νιούτσικα αγόρια αφηνιασμένα ροβολούν στην παραλία. Κάποιος τους είπε, αεροπλάνα. Γερμανικά όρνεα σκίζουν τον Κισαμίτικο ουρανό. Οι λεπιδένιες στέγες γεμίζουν γυναίκες, σφιχτά η μια στην άλλη. Κοιτούν υπνωτισμένες. Ο ουρανός ξερνά ατσάλι κι όλεθρο.
  Η γης ανασηκώνεται. Τα σπίτια τρίζουν. Οι πρώτες φωτιές, ριπές. Μια στο σκολειό, δίπλα στο ιερό της εκκλησίας, μια άλλη στην πλατεία και ύστερα άλλη κι άλλη, αμέτρητες.
Βολίδες πυρωμένες, γαζώνουν τους δρόμους, τους κήπους, την παραλία, τις ταράτσες.
Καπνός και μπαρούτι, ατσάλι κι ανατριχίλα θανάτου. Δεν είναι μέρα άνοιξης, καθημερινή, συνηθισμένη.Τρίτη αποφράδα μέρα είναι.
Είναι η Δευτέρα Παρουσία.
   Τα τερατόμορφα σιδεροπούλια σαν πέρασαν σπέρνοντας τον όλεθρο και τη φωτιά, χάνονται κατά τις κορφές του Καναβά. Σε λίγο, άκουτο πάλι το απαίσιο βουητό, απ' το Σελί χυμά την Κίσαμο για να σπαράξει.
   Γιγαντιαία λεπιδόπτερα ξυρίζουν τα καμπαναριά πολυβολώντας την μαρμαρωμένη πόλη, υψώνονται γρυλίζοντας θεριά της αποκάλυψης, κατά τον Κισαμίτικο κάμπο.
Ανοίγουν τα μεταλλικά τους τα πλευρά και σιδερόφρακτους ξερνούν της Κόλασης διαβόλους. Σκορπιοί κι αράχνες κατεβαίνουν κρεμασμένοι σε ιστούς τ' άχραντα τούτα χώματα για να μολέψουν.
   Ώρα 8.00
Στον κάμπο τον Καστελιανό μαύρος καπνός κι αντάρα φωτιά ξερνά ο ουρανός, σκορπιοί πατιούν το χώμα, απού 'χει άρματα ας βαστά κι απού δεν έχει ας βρίσκει. Δεν την πατητέ μωρέ 'σεις την Κρήτη ανάθεμά σας...
Και το εννοούσαν.
   Οι απροσκύνητοι χωριάτες νιώθουν μέσα τους να ξεδιπλώνεται ο Μυθικός Τάλως.
Ξεδιπλώνουν μαζί του το κουρασμένο απ' τον τίμιο κάματο κορμί τους και υψώνονται πελώριοι, όμορφοι, λεβέντες, έτοιμοι όπως πάντα να ριχτούν στ' αλώνι του θανάτου, να μετρηθούν με τα ρομπότ του Χίτλερ.
   Δεν τους το 'πε ποτέ', το χρέος λόγος προστακτικός. Το οσμίζονταν πάντα, (συνείδηση της πανάρχαιας μνήμης) στον αγέρα της Κρήτης. Τους διαπερνούσε απ'το μεδούλι των κοκάλων ως το μυαλό, η μυστηριακή δύναμη του τόπου.
Τούς τ' υπαγόρευε το αίμα, στους σίγουρους χτύπους του, μες στις πρισμένες απ' τον κόπο φλέβες. Τους πρόσταξε μόνο η Κρήτη, η Ιστορία και οι παππούδες. Τα άγρια εργαλεία της δουλειάς, το ταπεινό ξινάρι, το σκαπέι, το μακρυδρέπανο και ο κασμάς, η βουκεντίστρα και η κατσούνα του βοσκού υψώνονται ρομφαίες του δικαίου. Γινήκαν ντάργες οι βολόσυροι κι άπαρτο κάστρο κάθε γεροντόβραχος του κάμπου. Αποφορά θανάτου απλώνεται σαν πέφτουν τα φασιστικά στοιχεία κι ακροβολίζονται στον κάμπο τ' Αη Αντώνη. Χτικιά και μηχανές του θανατά, ζωσμένοι μύρια σύνεργα θανάτου. Μα, οι γιοι της φρίκης, η «ανώτερη φυλή», ψηλοί, ξανθοί, ατσάλι ολοζωσμένοι βλέπουν κατάπληχτοι, τ' αμπέλια να γεννούν, δράκους τεράστιους, τους ντόπιους.
Είχανε τρέξει απ' τα διπλανά χωριά, λεβέντες αποφασισμένοι. Κι απλώνει η χλαλοή κι ο ορυμαγδός και πιάνει ολόγυρα τον κάμπο.
    Γυναίκες που στα χέρια τους πέτρες κρατούν, λες και κρατούν προζύμι, ψάχνουνε μες στα κλήματα σκόρπιους να βρουν, για να τους λιώσουν. Γέροι κι αμούστακα παιδιά με ψευτοπίστολα και γκράδες, με ξύλα ελιάς, ξυλόφτυαρα, λιχνίστρες, απ' άγιο ξύλο του σταυρού φτιαγμένα, όρθιοι ξαναμμένοι πολεμούν. Τα κοπελούρια κουβαλούν βιαστικά στις σχολικές στις τσάντες τους τις σφαίρες, κι οι κοπελιές φέρνουν νερό, δρεπάνια και τσεκούρια.
    Με πανικό και μ' έκπληξη οι Γερμανοί θωρούν ολόγυρα νέους Αντρόνικους και Διγενήδες, Δασκαλογιάννηδες και Γιαμπουδάκηδες, Σκαλίδηδες, Κριάρηδες και άλλους, τ' ατσάλι ν' αψηφούν και τις ριπές, τραυματισμένους, να χάσκουν, ν' αναβλήζουν οι πληγές και οι ημίθεοι της Κίσσαμος να πολεμούν ακόμα.
    Σερνικιά η προσταγή της Κρήτης: Λευτεριά κι αξιοπρέπεια ή θάνατος.
   Πριν αποσώσει η μέρα, λίγοι ζούσαν απ' τους εκατό, ιούς Γερμανούς και οι υπόλοιποι δεμένοι οδηγούνται στο Καστέλι.
    Σκίζει λουρίδες τα προικιά, η μικρονύφη και τους εχτρούς σαν να 'ναι δικοί, τους επιδένει, νερό τους δίδουν και τα πρωινά τα πρόσφορα, φαΐ για τους επιδρομείς και για τους ντόπιους.
Ασπροι από φόβο σαν πανί οι Γερμανοί, ριγούν και τρέμουν. Σκέφτονται μαθές με το δικό τους, το πολιτισμένο πνεύμα, με την δικιά τους  ανατροφή και το μυαλό, ίδιοι μ' αυτούς θαρρούν πως ειν' οι ντόπιοι.
    Κάποιος δικός μας κατά πάνω τους ορμά και "θάνατος στους γύπες» με οργή φωνάζει.
Ευτύς οι ίδιοι άντρες που στεκότανε με δαύτους το πρωί κουτελωμένοι, τούς ζώνουν προστατευτικά, τους οδηγούν στη φυλακή τους προστατεύουν απ την οργή. Είν' ιερός ο αιχμάλωτος στην Κρήτη. Κι είναι οι ίδιοι τούτοι, όσοι ζήσανε Ναζί, που καταδότες των Καστελλιανων θα γίνουν. Μετά δυο μέρες, το Καστέλλι απ τη στεριά θα κουρσευτεί και αφού το κατακλέψουν οι σκορπιοί στις φλόγες θα το παραδώσουν.
  Τρίτη 20 του Μάη ένα τέταρτο αργότερα από την πρώτη-φονική επιδρομή στα μέρη της Κισάμου, μιλιούνια τα γερμανικά πουλιά, στο Μάλεμε προβάλλουν. Κι είναι και τώρα ίδιες οι σκηνές. Οι ντόπιοι και οι Σύμμαχοι τους θερίζουν. Ανασταίνονται στιγμές ηρωικές και ώρες μεγαλείου.
   Θερμοπύλες, Μαραθώνες, Σαλαμίνες, οι προμαχώνες της Βασιλεύουσας, Δερβενάκια και Σούλια, Αρκάδια ξαναζούν όλα μαζί. Όλο το βόρειο τμήμα του Νομού καίγεται, σπαράσσει μα δε γονατίζει. Ξεμαλιασμένη, πύρινη η Κρήτη πολεμά εννιά μερόνυχτα αράδα.
  Το πύο του φασισμού λερώνει τ' άγια χώματα, βρωμίζει τον αγέρα και τα 3.000 αεροπλάνα αδειάζουν πάνω απ' το τίμιο σώμα της Κρήτης 15.000 αλεξιπτωτιστές, το άνθος του γερμανικού στρατού 7.000 αλπινιστές και τα πιο τέλεια τα σύνεργα ίου Αρη. Κάτω στην αρχαία στεριά, γιγαντόμαχοι, οι άγιοι της Κρήτης, άντρες, οι άξιοι της Κρήτης, άντρες και γυναίκες και οι σύμμαχοι ηρωικοί νέοι εραστές κι αυτοί της Λευτεριάς, γενναίοι, απ' τη μακρινή Νέα Ζηλανδία, την Αυστραλία και την Αγγλία στελιώνουν γρανίτινο κάστρο τα στήθια τους. Στήθια που τα χαλύβδωνε η αίσθηση του χρέους, ο έρωτας της λευτεριάς, το καθήκον να πολεμήσουν τη σιδερόφραχτη βία. Εννιά μερόνυχτα τους πυρπολούνε με φωτιά, με σίδερο, με μπόμπες και με βόλια, κι αυτοί, με αίμα και μεγαλοσύνη, εννιά μερόνυχτα κριαρωμένοι στ' άγιο χώμα, γράφουν την πιο χρυσή σελίδα του παγκόσμιου πολέμου, τη σελίδα της παραδοξότερης και ενδοξότερης μάχης του, της Μάχης της Κρήτης. Έξι χιλιάδες Γερμανοί νεκροί χαλούν τη ρότα του πολέμου.
   Οι Γιγαντομάχοι της Κρήτης, ήρωες, απέδειξαν και μας επέτρεψαν να επαναλαμβάνομε σίγουρα ότι «στα έθνη η μεγαλοσύνη δε μετριέται με το στρέμμα, αλλά με της καρδιάς το κόρωμα και με το αίμα».
   Και το πότισαν πάλι τούτο το άχραντο χώμα με αίμα πολύ. Μάλεμε, Γαλατάς, Αγιά, Μουρνιές, Φλώρια, Κακόπετρος, Μεσαύλια, Νοχιά, Πλακάλωνα, Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο, Λασίθι, απ' άκρη σ' άκρη το νησί των γενναίων, το νησί των Ιπποτών της Κρήτης, γίνεται το σώμα που θυσιάζεται και το αίμα που χύνεται σπονδή στον Παγκόσμιο Βωμό της Λευτεριάς.
   Και πέρασαν οι μέρες οι εννιά, κι ο Γερμανικός γύπας μακέλεψε το σώμα του νησιού. Όχι όμως την ψυχή, το φρόνημα. Η μάχη δεν τέλειωσε, ανέβηκε στα βουνά και στα φαράγγια, στις ράχες, στις λέσκες και τα γκρεμνό.
   Χίτλερ να μην το καυχηθείς πως πάτησες την Κρήτη...
   Απάτητη η κρητική ψυχή αρχίζει την αντίσταση. Την ίδια ώρα που ολάκερη η Ευρώπη ακινητοποιημένη σιωπά, η Κρήτη βράζει. Αντίσταση μέχρις το τέλος. Κλεφτοπόλεμος, δολιοφθορές, απαγωγές στρατηγών και εφοδίων, παρενοχλήσεις, καταστροφές. Και στένανε συνέχεια στον τοίχο οι Ναζί τους Μάρτυρες της Κρήτης.
   Αλικιανός, Μαλάθυρος, Αγιά, Κάνδανος, τόποι θυσίας και αίματος.
   Πού βρίσκει τούτος ο μικρός (ο μέγας) λαός τη δύναμη και πολεμά στο πετρονήσι του και ν' αντιστέκεται;
   Εδώ δε λογαριάζουμε με αναλογίες. Σωβινισμός; Όχι, εδώ ισχύει μόνο η υπέρβαση του μέτρου σαν είναι για την εθνική τιμή.
   Δεν υπακούει ο Κρητικός στο «δυνατόν», υπακούει μόνο στο «πρέπει». Σ' ένα πρέπει που του το υπαγορεύουν οι αιώνες.
ΑΝΤ. ΕΛ. ΣΧΕΤΑΚΗΣ

Παρασκευή 2 Απριλίου 2021

80 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η Βέρμαχτ είχε αποφασίσει για την Κρήτη, με πρόταση και επιμονή του Στούντεντ, την κατάληψη από αέρος μιας κατεχόμενης και φρουρούμενης από εχθρικό στρατό περιοχής. Ενώ στις άλλες περιπτώσεις χρησιμοποίησε τους αλεξιπτωτιστές, σαν μονάδες αιφνιδιασμού που κατελάμβαναν ορισμένα στρατηγικά σημεία του πεδίου της μάχης για να διευκολύνουν την κυρία προσπάθεια της πολεμικής δύναμης: πεζικού, πυροβολικού, αεροπορίας, στην επίτευξη σταθερής νίκης απέναντι στον αντίπαλο. Τώρα οι αλεξιπτωτιστές γίνονται η κυρία μονάδα επίθεσης και διεξαγωγής του πολέμου, στο πεδίο της Μάχης της Κρήτης. Τι δόξα, τι θρίαμβος παγκόσμιας σημασίας της γερμανικής πολεμικής ηγεσίας, μια νίκη στην πρώτη αυτή νέα
πολεμική επιχείρηση!
 Όμως οι αναγνωρίσεις των αεροπλάνων και οι πληροφορίες που είχαν από την κατασκοπεία τους δεν κατάφεραν να επισημάνουν μια σπουδαία «λεπτομέρεια». Ενώ στους χάρτες και στις φωτογραφίες το πεδίο της μάχης έξω από την πόλη φαινόταν επίπεδο, με μικρούς λόφους στον Γαλατά και στο Μάλεμε, έτσι που νόμιζαν οι εισβολείς πως ήταν ομαλό, μια πεδινή έκταση που θα έκαναν τον γνώριμο σ’ αυτούς κεραυνοβόλο πόλεμο σε ανοικτό πεδίο όπως στις πεδιάδες της Ευρώπης, εδώ στην Κρήτη δεν είχε φανερωθεί «η κρίσιμη λεπτομέρεια»; πως υπήρχαν πλήθος μικρές ρεματιές και χαντάκια από τις κοίτες των χειμάρρων και των ρευμάτων που μπορεί να μην ήταν πολύ βαθιά, όμως μπορούσαν να κρύψουν έναν άνθρωπο σε κάθε θέση και πλήθος πολεμιστές σε όλη την διαδρομή τους, υπήρχαν τα χωρίσματα των ιδιοκτησιών, πλήθος μικρές ανωμαλίες και εξάρσεις και κοιλώματα στα χωράφια και μέσα στις δενδροφυτείες, οι πρόβολοι των συρματοσάκων στην κοίτη των χειμάρρων, οι οχετοί και τα γεφυράκια και οι γέφυρες των ρευμάτων, οι ξερολιθιές και οι τοίχοι των περιβολιών, των σπιτιών και των αποθηκών, οι καλαμιές και οι ανεμοφράκτες των κυπαρισσιών, οι πυκνοί καλάμωνες στην παραλιακή ζώνη, τα μικρά χωριατόσπιτα με τις στενές πόρτες και τα μικρά σαν πολεμίστρες παράθυρα, οι πυκνές φυτείες των εσπεριδοειδών και ελαιοδένδρων, οι γέρικες αιωνόβιες ελιές που μέσα στην κουφάλα του κορμού των μπορεί να βρει αναπάντεχο κρυψώνα και ορμητήριο ένας πολεμιστής. Εδώ τώρα κάθε ανωμαλία του εδάφους έκρυβε τον θάνατο από ένα αποφασιστικό αντίπαλο.
   Όμως οι Γερμανοί, όταν αποφάσισαν να ρίξουν τους αλεξιπτωτιστές στην Κρήτη είχαν την βεβαιότητα πως η αντίσταση των αντιπάλων τους θα είχε εκλείψει από την δεύτερη μέρα των συστηματικών βομβαρδισμών τους, που όμοιοι δεν είχαν γίνει μέχρι τώρα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και πως όποια εστία αντίστασης είχε ξεφύγει την καταστροφή, θα την εξουδετέρωναν με την έφοδο των βαρεία οπλισμένων επίλεκτων τμημάτων των αλεξιπτωτιστών, κι έτσι ήταν βέβαιοι πως θα κέρδιζαν την νίκη στο πεδίο της μάχης.....
Ένα σημείο απο την αναφορά του Αριστείδη Κριάρη για την Μάχη της Κρήτης που δημοσιεύθηκε το 1982 στην Κρητική Εστία, μιας και φέτος συμπληρώνονται 80 χρόνια απο την Γερμανική εισβολή και την Μάχη της Κρήτης.
*Κάθε μέρα μια αναφορά στα γεγονότα του 1941!!