.... πώς την ηύρα μετά την απελευθέρωση της.
(Ραδιοφωνική ομιλία του κ. Καζαντζάκη)
(Ραδιοφωνική ομιλία του κ. Καζαντζάκη)
Σοβαρό είναι το πρόσωπο της Κρήτης. Πολυβασανισμένο. Μαδάρες γυμνές, τραχείες, αγέλαστες. Κοιτάζεις από το αεροπλάνο την Κρήτη ν’ απλώνεται στη θάλασσα και νοιώθεις πως αληθινά τo νησί τούτο είναι γιοφύρι ανάμεσα στις τρεις ηπείρους. Σημαδεμένο κι’ απ’ τις τρεις τούτες μεγάλες Μοίρες. Για πρώτη φορά στην Ευρώπη πήδηξε κι’ έχτισε φωλιά στην Κρήτη το πεινασμένο αρπαχτικό πουλί που το λέμε Πνεύμα. Άπλωσε τις πτερούγες του στο Κρητικό χώμα και γέννησε το μυστηριώδη, βουβό ακόμα, όλο ζωή χάρη, κίνηση και λαμπρότητα, Κρητικό πολιτισμό.
Η Κρήτη έχει αληθινά κάτι το πανάρχαιο, το άγιο, το πικραμένο και περήφανο που έχουν οι χαροκαμένες μάνες που γέννησαν παλληκάρια. Έχει τόσο πολύ πολεμήσει και υποφέρει η γης ετούτη, έχει τόσο πολύ συνηθίσει το θάνατο, που τον ξεφοβήθηκε πια και μπορεί να γελάει και να παίζει μαζί του.
Σαράντα μέρες γύριζα το περασμένο καλοκαίρι, την Κρήτη για να δω τα χωριά που γκρέμισαν κι’ έκαψαν οι βάρβαροι και τούς άντρες και τις γυναίκες που τους έντυσαν τη μαύρη αρματωσιά τού πένθους. Περίμενα ν’ ακούσω κλάματα και να δω χέρια ν’ απλώνονται να ζητούν βοήθεια. Και βρήκα Ανυπόταχτες, απαράδοτες ψυχές και κορμιά μισόγυμνα πεινασμένα και αλύγιστα.
Τι δύναμη και τι αντοχή είναι τούτη, συλλογιζόμουν και που βρίσκουν τα κορμιά τούτα τόση ψυχή; Και πονά ακριτική πνοή τους δίνει τόση αψηφισιά να παλεύουν με το θάνατο;
Οι Κρητικοί αλήθεια αγαπούν παράφορα τη ζωή και συνάμα ποτέ δε φοβούνται το θάνατο. Μέσα από τα χαλασμένα χωριά πού πέρασα, πάνω από τα νεοανοιγμένα μνήματα πού δρασκέλισα, πίσω από τις κουβέντες που άκουσα, ακατάπαυστα διαπίστωσα τούτη τη μεγάλη δισυπόστατη παλληκαριά: παράφορη αγάπη για τη ζωή και άφοβο αντίκρυσμα τού θανάτου.
Τούτος είναι και ο πρώτος πολύτιμος καρπός πού γεύεται όποιος τώρα πού καπνίζουν ακόμα τα ερείπια κι’ είναι ακόμα νωπά τα "αίματα στις πέτρες, περιοδεύει τα χωριά της Κρήτης.
Αδάμαστες ψυχές οι Κρητικοί, χιλιάδες τώρα χρόνια, παλεύουν στα κακοτράχηλα Κρητικά βουνά την πείνα, τη γύμνια, τούς βαρβάρους. Κι’ ούτε η μοίρα ούτε οι άνθρωποι μπόρεσαν ποτέ να τούς κάμουν να σκύψουν το κεφάλι.
ΟΙ Κρητικοί όπως όλες οι γενναίες ψυχές, στην άκρα απελπισία βρίσκουν τη λύτρωση.
Πολλοί Κρητικοί, μπροστά από τα τουφέκια των Γερμανών τη στιγμή πού θα τουφεκίζονταν, έβρισκαν τη γαλήνη, και όχι μονάχα τη γαλήνη παρά και τη χαρά της αδάμαστης ψυχής πού αγαλλιάζει γιατί της δίνεται ή ευκαιρία να δείξει την αρετή της. Πολλοί την ύστερη στιγμή, μπροστά από το εκτελεστικό απόσπασμα τραγουδούσαν μαντινάδες Κρητικές ή τον Εθνικό Ύμνο.
Στα Χανιά, μέσα από το γκρεμισμένο σπίτι του, ένας γεροντάκος πρόβαλε και μας είπε:
- Έναν δάσκαλο, τον λέγαν Παπαδάκη, πήγαιναν να τον εκτελέσουν, ένας μαθητής του λέει, γιατί να σκοτωθείς;
Να φύγεις. Κι’ ο δάσκαλος του αποκρίθηκε. Όχι, εγώ αυτό που τόσα χρόνια σας δίδασκα τώρα θα το εφαρμόσω, θα πεθάνω για την Πατρίδα.
Στην κρίσιμη αυτή στιγμή κι’ οι πιο σακάτες γίνουνταν ήρωες. Στις φοβερές φυλακές της Αγιάς, κοντά στα Χανιά οι Γερμανοί διάλεξαν 42 παλληκάρια (διάλεγαν πάντα τους καλύτερους) και πήγαιναν να τους σκοτώσουν. Στο δρόμο ένας σακάτης, καμπούρης, τούς συνάντησε. Σταθείτε φώναξε στους Γερμανούς.
- «Σκοτώστε βρε εμένα να γλυτώσει ένα παλληκάρι».
-«Όχι φύγε». Του είπαν εκείνοι.
- «Τότε σκοτώστε με και μένα να γίνουν 43, φώναξε ο καμπούρης. Ντρέπουμαι να ζω εγώ ο σακάτης και να σκοτωθούν τούτοι οι λεβέντες».
Ανήμπορες γριές, γέροι σαράβαλα, σήκωσαν τη φωνή τους και μιλούσαν ατρόμητα στους Γερμανούς.
Σ’ ένα ωραιότατο χωριό, στα Μεσκλά, μια γριά έκρυβε έξι μήνες με κίνδυνο της ζωής της, δυο Εγγλέζους στο σπίτι της. Μια μέρα οι Γερμανοί τούς ανακάλυψαν, τούς έπιασαν. Η γριά τρέχει στον άγριο Γερμανό Φρούραρχο, στάθηκε μπροστά του, τού φώναξε.
- Να ξέρεις, Κομαντάντε, πώς όλες οι μανάδες στον κόσμο πονούνε κι’ αυτός ο πόνος των μανάδων θα φάει τη Γερμανία. Η Γερμανία θα χαθεί, βάνω την κεφαλή μου: Βάνεις στοίχημα, Κομαντάντε; Εγώ βάνω την κεφαλή μου.
Στεκόταν απάνω σε μια πέτρα, απόξω από το καμμένο σπίτι της η γριά τούτη και μας μιλούσε, με ορθό το κεφάλι, κουρελιασμένη σα φάντασμα. Τι δύναμη λοιπόν έχει η ψυχή τού ανθρώπου και πώς μπορεί να νικήσει το θάνατο, συλλογιζόμουν!
Άοπλοι, ανοργάνωτοι, χωρίς βοήθεια από κανένα, οι Κρητικοί από τα χωριά, από τα βουνά κατέβαιναν στ’ ακρογιάλια να υπερασπιστούν το νησί τους από τούς άγριους, πάνοπλους αλεξιπτωτιστές που κατέβαιναν. Στις 19 τού Μάη 1941 σκοτείνιασε ο ουρανός τής Κρήτης από τα αεροπλάνα, άρχισαν οι βομβαρδισμοί οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές έπεφταν στο αεροδρόμιο τού Μάλεμε, κοντά στα Χανιά, ύστερα στο Ρέθυμνο, στο Ηράκλειο, παντού.
Ένας γέρος, από ένα χωριουδάκι κοντά στο Μάλεμε μας διηγείται:
- Ευθύς ως είδαμε τ’ αεροπλάνα, φωνάξαμε: Απάνω τους, μωρέ παιδιά. Πήραμε τ’ άρματα και χυθήκαμε.
- Ποια άρματα ρώτησα. Είχατε άρματα;
- Πώς δεν είχαμε; Άλλοι είχαν παλιές καραμπίνες, άλλοι μαχαίρες κι’ όλοι είχαν ραβδιά. Την ώρα που έπεφτε ένας «ουρανίτης» ήταν ακόμη ζαλισμένος και μεις χιμούσαμε απάνω του, τον σκοτώναμε με τα ραβδιά, με τις μαχαίρες, τον ξαρματώναμε και σιγά - σιγά γέμιζε και μας η φούχτα μας πολυβόλο και περίστροφο.
Οι Γερμανοί είχαν βρίσει να πάρουν την Κρήτη σε 24 ώρες. Η παραμικρή αργοπορία θα τούς ήταν θανάσιμη.
Ήξευραν πώς οι Κρητικοί ήταν άοπλοι, πώς όλοι οι νέοι ήταν επιστρατευμένοι καί βρίσκονταν ακόμα στην Ελλάδα και πως οι Άγγλοι μήτε στρατό αρκετό είχαν μήτε αεροπλάνα. Ήταν λοιπόν σίγουροι πώς σε 24 ώρες θα παίρναν την Κρήτη. Έκαμαν 8 μέρες. Εξ χιλιάδες αλεξιπτωτιστές σκοτώθηκαν από τα «ραβδιά» και τις μαχαίρες.
Ένας Κρητικός χωριάτης όταν μ’ είδε να ξαφνιάζομε για την παλληκαριά και την αυτοθυσία των Κρητικών μου είπε τα καταπληκτικά τούτα λόγια:
- «Γιατί παραξενεύεσαι; Εμείς ξέραμε πως γράφαμε ιστορία».
Δεν ξέρω αν υπάρχει στον κόσμο μια άλλη χώρα, όπου οι χωρικοί να βλέπουν τον πόνο, τη θυσία, την ατομική τους καταστροφή από τόσο ύψος. Ήξερε ο Κρητικός αυτός χωριάτης πως υπάρχει στον κόσμο τούτο ένα αγαθό ανώτερο από τη ζωή και πως για το αγαθό αυτό πάλαιψε και θυσιάστηκε όλη η ράτσα μας και πρέπει τώρα κι’ αυτός, ο Κρητικός χωριάτης να παλαίψει και να θυσιαστεί. Και το αγαθό αυτό λέγεται ιστορία, δηλαδή υστεροφημία δηλαδή αθανασία.
Πιστεύουν στο αγαθό αυτό οι Κρητικοί, όπως πιστεύουν στην ελευθερία. Πολεμούν, ξεύρουν πως αν δεν μείνει τ’ όνομά τους θα μείνει και θα ζήσει το έργο τους.
Και τώρα που κανείς δε φαίνεται να θυμάται πώς η Κρήτη έσωσε τον Συμμαχικό αγώνα στην Εγγύς Ανατολή και πώς επέδρασε οριστικά στην πορεία του Παγκοσμίου πολέμου - και τώρα που μήτε οι ξένοι, μήτε η Ελλάδα δεν φαίνονται να θυμούνται τη θυσία και την εποποιία της Κρήτης, οι Κρητικοί δεν έχασαν το θάρρος τους και την πίστη τους. Άστεγοι, πεινασμένοι, αδικημένοι, στέκουνται μέσα στα χαλάσματα των σπιτιών των και δε μιλούν. Σφίγγουν τα χείλια τους και δεν μιλούν. Έκαμαν βλέπετε το χρέος τους και τα καλά παλληκάρια δεν προσμένουν αμοιβή. Η ιστορία πού είναι σήμερα ένα με την ελευθερία θα τούς κρίνει κάποτε. Και θα πει τότε για την υπερηφάνεια τους και την παλληκαριά τους - και θα τους προβάλει τότε σαν παράδειγμα ηρωισμού και αυταπάρνησης σ’ όλους τούς μεγάλους και τους ζωντανούς αυριανούς λαούς.
- Δεν έχουμε ένα σκαμνί να σε βάλουμε να καθίσεις, δεν έχουμε ένα ποτήρι να σου δώσουμε νερό να πιεις δέν έχουμε ένα κομμάτι ψωμί αν πεινάς, δεν έχουμε τίποτα - τίποτα. Όλα μας τα 'κάψαν και μας τα πήραν οι σκύλοι οι Γερμανοί.
- Έτσι μούλεγαν κάτω από ένα πλάτανο, στη μέση του γκρεμισμένου χωριού, οι μαυροφόρες που ξεπρόβαλλαν από τα χαλάσματα. Δεν έχουμε μήτε και άντρες να κουβεντιάσουν μαζί σου,
- Να μόνο τούτα τ’ άρσενικά απόμειναν, είπε μια χλωμή γυναικούλα, δείχνοντάς μου δυο - τρία μωρά που βύζαιναν στον κόρφο τους οι μανάδες. Φτάνουν αυτά για μαγιά!!! φώναξε μια γριά. Τα ίδια δεν πάθαμε και στην επανάσταση του 66; Εγώ ήμουν μικρή μα θυμούμαι. Δίο - τρία μωρά είχαν πάλι απομείνει κι’ από αυτά αναπιάστηκε πάλι όλο το χωριό. Μη φοβάστε, πάντα μαγιά απομένει.
Τα περισσότερα χωριά στην Κρήτη χάθηκαν, οί περισσότεροι άντρες σκοτώθηκαν γιατί φιλοξενούσαν Άγγλους.
Σ’ ένα χωριό, τα Μεσκλά, είδα μια μάνα που της είχαν σκοτώσει τούς δυο γυιούς της γιατί είχε σπίτι της κι έκρυβε 8 μήνες δυο Άγγλους στρατιώτες. Τομάθαν οι Γερμανοί κι’ ήρθαν, της έκαψαν το σπίτι, της σκότωσαν τούς γυιούς της, και τώρα στέκουνταν απόξω ·απο τα χαλάσματα λιγνή, χαροκαμένη, με τα μάτια όλο φλόγα και μου μιλούσε.
- Το ίδιο βράδυ που σκότωσαν τους γυιούς μου πέρασαν νύκτα βαθιά, δυο Εγγλέζοι που τους κυνηγούσαν οι σκύλοι οι Γερμανοί. Κάπνιζε ακόμα το σπίτι μου, μα εγώ είχα τρυπώσει σε μια γωνιά καί έκλαιγα.
Με άκουσαν οι Εγγλέζοι, ζύγωσαν. Ψωμί, μου φώναξαν, ψωμί! Οι χωριανοί μου είχαν δώσει μια κουλούρα κριθαρόψωμο μα εγώ δεν είχα όρεξη να φάω, δεν κατέβαινε η μπουκιά από τε λαιμό μου. Τους έδωκα το ψωμί. Κρύωναν τους έδωκα και μια κουβέρτα που μου είχαν δώσει, βγήκα από τη γωνιά, τους έβαλα να κοιμηθούν.
- Γιατί τάκαμες όλα αυτά; ρώτησα. Οι Εγγλέζοι δε φταίγαν που σκότωσαν τους γυιούς σου;
- Τόκανα αποκρίθηκε, γιατί είχαν κι’ αυτοί μανάδες, κατέχω ήντα θά πει πόνος της μάνας.
Ανθρωπιά μεγάλη είναι τούτη, η μεγάλη ψυχή νικάει τον πόνο τον ατομικό και το πιο φοβερό, άκουγα τη γρηά καί τα μάτια μου βούρκωναν. Ένα βράδυ μπήκα σε φτωχικό χαμόσπιτο σ’ ένα Σφακιανό χωριό. Ο γέρο καπετάνιος, με τη μαύρη φέσα του, ο Κυριάκος Σπερελάκης κάθονταν πλάϊ στό τζάκι και κάπνιζε ένα μακρύ τσιμπούκι. Κάθισα δίπλα του, έφερα την κουβέντα στο θάνατο.
Στράφηκε ο γέρος Σφακιανός και μου είπε:
- Χαρά στον άνθρωπο, παιδί μου, πού βάνει δυο φορές τη μέρα στο νου του το «θάνατο».
Κι’ ένας άλλος γέρος εκατοχρονίτης στον κάμπο της Μεσαράς μου είχε πει μια μέρα ένα μεγάλο λόγο. Τον ρώτησα:
- Πώς σου φάνηκε παππού η ζωή αυτή στα εκατό αυτά χρόνια;
- Σαν είχα ποτήρι κρύο, νερό, μου αποκρίθηκε.
- Γιατί δίψας ακόμη παππού;
Στράφηκε με κοίταξε με τα θολά μικρούτσικα μάτια του, σήκωσε τη χερούκλα του σα να καταριώταν και είπε:
- Ανάθεμά τον που ξεδίψασε.
Οι δυσκολίες και οι τραχύτητες της ζωής δε λυγίζουν την Κρητική ψυχή.
Αντίθετα την πυρώνουν και την δυναμώνουν. Γέρικη, Αβόλευτη, τραχεία είναι η γη της Κρήτης. Κι’ όταν τα βουνά της κι’ οι θάλασσες ή οι ψυχές που πλάστηκαν από τέτοιους βράχους και τέτοιαν αρμύρα δεν σου επιτρέπουν ούτε στιγμή να βολευτείς, να γλυκαθείς, να πεις: Φτάνει.
Τότε η Κρήτη έχει κάτι το απάνθρωπο, δεν ξέρω πια αν αγαπάει ή αν μισεί τα παιδιά της, ένα μονάχα ξέρω: οτι τα μαστιγώνει ως το αίμα.
Υπάρχει και κάτι άλλο όμως στην Κρήτη, υπάρχει κάποια φλόγα - ας την πούμε τύχη - κάτι πιο πάνω από τη ζωή κι’ από το θάνατο, που είναι δύσκολο να το ορίσεις, δηλαδή να το περιορίσεις. Υπάρχει αυτή η περηφάνια, το πείσμα, η παλληκαριά, η αψηφησιά, και μαζί τους κάτι άλλο, ανέκφραστο κι’ αστάθμητο, που σε κάνει να χαίρεσαι που είσαι άνθρωπος. Να χαίρεσαι, μα και συνάμα να σου δίνει μεγάλη ευθύνη. Γιατί ενώ νοιώθεις πώς έχεις χρέος να κάμεις ό,τι μπορείς για να σώσεις αυτό το λαό, εκείνος βλέπει την προσπάθειά σου με ειρωνεία και περιφρόνηση. Δεν έχει την ανάγκη κανενός για να σωθεί. Σώζει δε σώζεται. Ένα μονάχα σου μένει τότε: να δοκιμάσεις να γίνεις άξιος αυτού του λαού, να κερδίσεις τη δύναμη της δικής του ψυχής, που ποτέ δε καταδέχτηκε ν’ «πατήσει τον εαυτό του ή τούς άλλους και πού πάντα τολμάει ν’ αντικρύζει, πρόσωπο με πρόσωπο, τη Θεά εκείνη που δεν κάνει χατήρια και δεν κάθεται στα πόδια κανενός, την Αγέλαστη κι’ αδάκρυτη Θεά, την ευθύνη.
Η ομιλία αυτή δόθηκε στο ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών τον Δεκέμβρη του 1945.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου