80 χρόνια φέτος απο την Μάχη της Κρήτης και θα ανεβάσω μερικές ιστορίες γραμμένες το 2015 στο υπέροχο περιοδικό του 3ου Δημοτικού σχολείου Κισάμου "Τα Μυστικά του Θρανίου". Ιστορίες που βρήκαν οι μικροί μαθητές αφού ρώτησαν τους πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου ανθρώπους που σήμερα δεν ζουν.
Εγεννήθηκα το 1928. Το 1941, όντενήρθανε οι Γερμανοί, ήμουνα δεκατριών χρονών. Στην αρχή ήτονε πολύ δύσκολα τα πράματα. Δεν είχαμε να φάμε. Ετρώγαμε ξερά χόρτα, σαν τα πρόβατα, σκέτα, χωρίς ψωμί.
Ήμουνα ο μεγαλύτερος από τα έξι αδέρφια που ήμαστονε και ήμουνα υποχρεωμένος να τους βοηθήσω όλους. Και ας ήμουνα μικιός ακόμα. Τα σκολειά ήτονε κλειστά γιατί ήτονε πόλεμος. Και εφοβούμαστανε πολύ. Εφοβούμαστανε πως θα μας εσκοτώσουνε οι Γερμανοί.
Οι Γερμανοί, εκάνανε εξορμήσεις και κυνηγούσανε τσι αντάρτες. Αυτοί εκρυβότανε στα Μόδια, μια περιοχή ανάμεσα στσι Λουσακιές το Σηρικάρι και τη Μελισσιά. Σε μια από τσι εξορμήσεις που εκάνανε επεράσανε και από κεια που έβοσκε ο πατέρας μου τα πρόβατα. Μαζί του ήτονε τα αδέρφια μου η Χρυσούλα και ο Γιάννης. Τα πρόβατα τα βόσκανε κοντά στο Προφήτη Ηλία, το βουνό στσι Λουσακιές. Εκειά στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία είχανε πάει οι Γερμανοί και από εκειά τον είδανε και ύστερα εκατεβήκανε εκειά που έβοσκε. Στα Γούργουθα, έτσα ελέγανε τη τοποθεσία. Ο πατέρας μου έλεγε στα αδέρφια μου να μη φοβούνται, μα δε θα τσι πειράξουνε. Των έλεγε ότι τη προηγούμενη βραδιά είχανε μαγερέψει τω Γερμανώ στρατιωτώ να φάνε και πως ευτός τον είχε δώσει ένα ρίφι. Όμως οι κερατάδες δεν ήτανε οι ίδιοι. Ήτανε άλλοι Γερμανοί. Κιαμιά εικοσαριά ήτανε.
Όντεν ήρθανε κοντά – κοντά τονε, είπανε στ’ αδέρφια μου να πάνε να φέρουνε τη ταυτότητα του πατέρα μας για να δούνε λέει ποιος είναι. Μόλις τ’ αδέρφια μου εφύγανε, τονε πιάσανε και τον επήγανε πέρα – πέρα, καμμιά πενηνταριά μέτρα σ’ ένα γυραλάκι και τονε σκοτώσανε. Χωρίς κιαμιά αιτία.
Η Χρυσούλα με το Γιάννη, τ’ αδέρφια μου ήρθανε στο σπίτι μας, στο Καναβά, τονε δώκαμε τη ταυτότητα για να τηνε πάνε οπίσω να τηνε δείξουνε στσι Γερμανούς. Επήγανε, του φωνάζανε, δε τονε βρήκανε και γυρίσανε οπίσω. Μας είπανε πως δε τονε βρήκανε και εμείς επεριμέναμε να γυρίσει. Επεριμέναμε άδικα γιατί τον είχανε σκοτωμένο.
Σαν αργούσε να έρθει τον εγυρεύαμε ούλοι μας. Δε κατέω πόσες μέρες τονε γυρεύαμε. Θαρρώ πέντε μέρες. Σε κείνονά το γυραλάκι που τον είχανε σκοτωμένο δεν εφαινότανε. Τονε έβρηκε ο σκύλος του μπάρμπα μου του Κατόγιαννη. Τονε πήρανε και τονε φέρανε στου Καναβά για να τονε θάψουμε. Έκλαιγε η κακομοίρα η μάνα μου, εκλαίγαμε και εμείς.
Έξε αδέρφια είμαστονε. Μιτσά κοπέλια. Απομείναμε ορφανά και εγώ που ήμουνα ο μεγαλύτερος έπρεπε να τα φροντίσω ούλα. Και τη μάνα μου και τ’ αδέρφια μου. Ήμουνα ο προστάτης τονε. Το σαράντα τέσσερα ήμουνα τοτεσας δεκάξι χρονώ. Τονε εκουβάλουνα ότι μπόρουνα.
Φτώχεια, πείνα, πόνος. Άστα παιδί μου κακές εποχές.
Να μη ξαναγαίρουνε ποτές, τούτες σας οι μέρες, παιδί μου ! ! !
Λαλάκου Χριστίνα, Τάξη Δ΄
Ήμουνα ο μεγαλύτερος από τα έξι αδέρφια που ήμαστονε και ήμουνα υποχρεωμένος να τους βοηθήσω όλους. Και ας ήμουνα μικιός ακόμα. Τα σκολειά ήτονε κλειστά γιατί ήτονε πόλεμος. Και εφοβούμαστανε πολύ. Εφοβούμαστανε πως θα μας εσκοτώσουνε οι Γερμανοί.
Οι Γερμανοί, εκάνανε εξορμήσεις και κυνηγούσανε τσι αντάρτες. Αυτοί εκρυβότανε στα Μόδια, μια περιοχή ανάμεσα στσι Λουσακιές το Σηρικάρι και τη Μελισσιά. Σε μια από τσι εξορμήσεις που εκάνανε επεράσανε και από κεια που έβοσκε ο πατέρας μου τα πρόβατα. Μαζί του ήτονε τα αδέρφια μου η Χρυσούλα και ο Γιάννης. Τα πρόβατα τα βόσκανε κοντά στο Προφήτη Ηλία, το βουνό στσι Λουσακιές. Εκειά στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία είχανε πάει οι Γερμανοί και από εκειά τον είδανε και ύστερα εκατεβήκανε εκειά που έβοσκε. Στα Γούργουθα, έτσα ελέγανε τη τοποθεσία. Ο πατέρας μου έλεγε στα αδέρφια μου να μη φοβούνται, μα δε θα τσι πειράξουνε. Των έλεγε ότι τη προηγούμενη βραδιά είχανε μαγερέψει τω Γερμανώ στρατιωτώ να φάνε και πως ευτός τον είχε δώσει ένα ρίφι. Όμως οι κερατάδες δεν ήτανε οι ίδιοι. Ήτανε άλλοι Γερμανοί. Κιαμιά εικοσαριά ήτανε.
Όντεν ήρθανε κοντά – κοντά τονε, είπανε στ’ αδέρφια μου να πάνε να φέρουνε τη ταυτότητα του πατέρα μας για να δούνε λέει ποιος είναι. Μόλις τ’ αδέρφια μου εφύγανε, τονε πιάσανε και τον επήγανε πέρα – πέρα, καμμιά πενηνταριά μέτρα σ’ ένα γυραλάκι και τονε σκοτώσανε. Χωρίς κιαμιά αιτία.
Η Χρυσούλα με το Γιάννη, τ’ αδέρφια μου ήρθανε στο σπίτι μας, στο Καναβά, τονε δώκαμε τη ταυτότητα για να τηνε πάνε οπίσω να τηνε δείξουνε στσι Γερμανούς. Επήγανε, του φωνάζανε, δε τονε βρήκανε και γυρίσανε οπίσω. Μας είπανε πως δε τονε βρήκανε και εμείς επεριμέναμε να γυρίσει. Επεριμέναμε άδικα γιατί τον είχανε σκοτωμένο.
Σαν αργούσε να έρθει τον εγυρεύαμε ούλοι μας. Δε κατέω πόσες μέρες τονε γυρεύαμε. Θαρρώ πέντε μέρες. Σε κείνονά το γυραλάκι που τον είχανε σκοτωμένο δεν εφαινότανε. Τονε έβρηκε ο σκύλος του μπάρμπα μου του Κατόγιαννη. Τονε πήρανε και τονε φέρανε στου Καναβά για να τονε θάψουμε. Έκλαιγε η κακομοίρα η μάνα μου, εκλαίγαμε και εμείς.
Έξε αδέρφια είμαστονε. Μιτσά κοπέλια. Απομείναμε ορφανά και εγώ που ήμουνα ο μεγαλύτερος έπρεπε να τα φροντίσω ούλα. Και τη μάνα μου και τ’ αδέρφια μου. Ήμουνα ο προστάτης τονε. Το σαράντα τέσσερα ήμουνα τοτεσας δεκάξι χρονώ. Τονε εκουβάλουνα ότι μπόρουνα.
Φτώχεια, πείνα, πόνος. Άστα παιδί μου κακές εποχές.
Να μη ξαναγαίρουνε ποτές, τούτες σας οι μέρες, παιδί μου ! ! !
Λαλάκου Χριστίνα, Τάξη Δ΄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου