80 χρόνια φέτος απο την Μάχη της Κρήτης και θα ανεβάσω μερικές ιστορίες γραμμένες το 2015 στο υπέροχο περιοδικό του 3ου Δημοτικού σχολείου Κισάμου "Τα Μυστικά του Θρανίου". Ιστορίες που βρήκαν οι μικροί μαθητές αφού ρώτησαν τους πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου ανθρώπους που σήμερα δεν ζουν.
Μας διηγήθηκε ο ΤΣΙΚΑΛΑΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ, από την Κίσαμο
(από αυτά που του έλεγε ο πατέρας του, Τσικαλάκης Στέλιος. Είχε γεννηθεί το 1925)
Ο πατέρας μου, ο Τσικαλάκης ο Στέλιος, όταν ήρθαν οι Γερμανοί στην Κρήτη ήταν 16 χρονών και είχε μάθει την τέχνη του κουρέα. Οι Γερμανοί, τον είχαν υποχρεώσει να τους κουρεύει και να τους ξυρίζει. Το κουρείο βρισκόταν δίπλα από το σημερινό σούπερ μάρκετ «Αριάδνη» στην οδό Σκαλίδη, όπου στο υπόγειο έκρυβε αντάρτες και το βράδυ τους φυγάδευε στα βουνά.
Οι Γερμανοί τότε είχαν βγάλει έναν νόμο και όταν βράδιαζε όλοι οι κάτοικοι πήγαιναν τα μουλάρια και τα γαϊδούρια τους στο 1ο Δημοτικό Σχολείο που το είχαν κάνει στάβλο. Αυτό το έκαναν για να μην μπορούν οι κάτοικοι της πόλης να τροφοδοτούν τους αντάρτες στα βουνά.
Ο πατέρας μου, όμως, δεν είχε πάει για δύο μέρες το μουλάρι του στο στάβλο των Γερμανών και γι’ αυτό τον πιάσανε με σκοπό να τον εκτελέσουν. Τον έκλεισαν στο στάβλο, μαζί με τα ζώα.
Ευτυχώς, κατάφερε τη νύχτα να το σκάσει και κρύφτηκε στα βουνά για μερικές μέρες.
Εκεί που είναι η προβλήτα στο τελωνείο ήταν το λιμάνι. Για να κατασκευαστεί και να εξυπηρετεί το στρατό των Γερμανών, ανάγκαζαν τους άντρες να δουλεύουν πολύ. Ότι όμως έφτιαζαν την ημέρα, οι αντάρτες έκαναν σαμποτάζ των Γερμανών και τα χαλούσαν το βράδυ.
Μια μέρα, μου έλεγε ο πατέρας μου, κουβαλούσε στην πλάτη του πέτρες για να φτιάξουν το λιμάνι. Ένας Γερμανός στρατιώτης τον χτυπούσε με το καμουτσίκι για να κάνει πιο γρήγορα, μέχρι που έτρεχε αίμα η πλάτη του και τα πόδια του.
(από αυτά που του έλεγε ο πατέρας του, Τσικαλάκης Στέλιος. Είχε γεννηθεί το 1925)
Ο πατέρας μου, ο Τσικαλάκης ο Στέλιος, όταν ήρθαν οι Γερμανοί στην Κρήτη ήταν 16 χρονών και είχε μάθει την τέχνη του κουρέα. Οι Γερμανοί, τον είχαν υποχρεώσει να τους κουρεύει και να τους ξυρίζει. Το κουρείο βρισκόταν δίπλα από το σημερινό σούπερ μάρκετ «Αριάδνη» στην οδό Σκαλίδη, όπου στο υπόγειο έκρυβε αντάρτες και το βράδυ τους φυγάδευε στα βουνά.
Οι Γερμανοί τότε είχαν βγάλει έναν νόμο και όταν βράδιαζε όλοι οι κάτοικοι πήγαιναν τα μουλάρια και τα γαϊδούρια τους στο 1ο Δημοτικό Σχολείο που το είχαν κάνει στάβλο. Αυτό το έκαναν για να μην μπορούν οι κάτοικοι της πόλης να τροφοδοτούν τους αντάρτες στα βουνά.
Ο πατέρας μου, όμως, δεν είχε πάει για δύο μέρες το μουλάρι του στο στάβλο των Γερμανών και γι’ αυτό τον πιάσανε με σκοπό να τον εκτελέσουν. Τον έκλεισαν στο στάβλο, μαζί με τα ζώα.
Ευτυχώς, κατάφερε τη νύχτα να το σκάσει και κρύφτηκε στα βουνά για μερικές μέρες.
Εκεί που είναι η προβλήτα στο τελωνείο ήταν το λιμάνι. Για να κατασκευαστεί και να εξυπηρετεί το στρατό των Γερμανών, ανάγκαζαν τους άντρες να δουλεύουν πολύ. Ότι όμως έφτιαζαν την ημέρα, οι αντάρτες έκαναν σαμποτάζ των Γερμανών και τα χαλούσαν το βράδυ.
Μια μέρα, μου έλεγε ο πατέρας μου, κουβαλούσε στην πλάτη του πέτρες για να φτιάξουν το λιμάνι. Ένας Γερμανός στρατιώτης τον χτυπούσε με το καμουτσίκι για να κάνει πιο γρήγορα, μέχρι που έτρεχε αίμα η πλάτη του και τα πόδια του.
Χριστουλάκη Μαρία, Τάξη Α΄
Μας διηγήθηκε ο ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, από τα Καλουδιανά
(από αυτά που του έλεγε ο πατέρας του, Δερμιτζάκης Μανώλης. Είχε γεννηθεί το 1915)
Τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, η οικογένεια του πατέρα μου, του Δερμιτζάκη του Μανώλη, ζούσε στα Καλουδιανά.
Μια μέρα ο θείος μου ο Δερμιτζάκης ο Λευτέρης, του πατέρα μου ο αδερφός και ο Αποστολάκης ο Αποστόλης, συγχωριανός του, κατεβήκανε στο Κορφαλώνα στη θάλασσα.
Εκεί βρήκαν ένα Γερμανό στρατιώτη τραυματισμένο. Ο Γερμανός παραδόθηκε επειδή νόμιζε ότι θα του έκαναν κακό. Όμως αυτοί τον πήραν, τον σήκωσαν και τον πήγαν στο χωριό, τα Καλουδιανά, στο σπίτι του πατέρα μου. Του φρόντισαν τα τραύματά του και του έδωσαν και φαγητό. Όταν έγινε καλύτερα τον πήγαν στους Γερμανούς στο Καστέλι.
Ο διοικητής, τους ευχαρίστησε που τον βοήθησαν και δεν τον άφησαν να πεθάνει και τους έδωσε ένα χαρτί. Αυτό το χαρτί τους είπε να το δείξουν σε περίπτωση που τους συλλάβουν Γερμανοί στρατιώτες και δε θα τους κάνανε τίποτα.
Καστανοπουλάκης Γιάννης, Τάξη Ε΄
(από αυτά που του έλεγε ο πατέρας του, Δερμιτζάκης Μανώλης. Είχε γεννηθεί το 1915)
Τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, η οικογένεια του πατέρα μου, του Δερμιτζάκη του Μανώλη, ζούσε στα Καλουδιανά.
Μια μέρα ο θείος μου ο Δερμιτζάκης ο Λευτέρης, του πατέρα μου ο αδερφός και ο Αποστολάκης ο Αποστόλης, συγχωριανός του, κατεβήκανε στο Κορφαλώνα στη θάλασσα.
Εκεί βρήκαν ένα Γερμανό στρατιώτη τραυματισμένο. Ο Γερμανός παραδόθηκε επειδή νόμιζε ότι θα του έκαναν κακό. Όμως αυτοί τον πήραν, τον σήκωσαν και τον πήγαν στο χωριό, τα Καλουδιανά, στο σπίτι του πατέρα μου. Του φρόντισαν τα τραύματά του και του έδωσαν και φαγητό. Όταν έγινε καλύτερα τον πήγαν στους Γερμανούς στο Καστέλι.
Ο διοικητής, τους ευχαρίστησε που τον βοήθησαν και δεν τον άφησαν να πεθάνει και τους έδωσε ένα χαρτί. Αυτό το χαρτί τους είπε να το δείξουν σε περίπτωση που τους συλλάβουν Γερμανοί στρατιώτες και δε θα τους κάνανε τίποτα.
Καστανοπουλάκης Γιάννης, Τάξη Ε΄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου