Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.






Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΚΑΛΙΔΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΚΑΛΙΔΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ, ΣΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΩΝ ΚΑΛΛΕΡΓΙΑΝΩΝ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΛΙΔΑΚΗ ΚΙΣΑΜΟΣ 2025

Η Μάχη της Κρήτης είναι ένα ξεχωριστό επεισόδιο του Β Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη. Για αυτήν την οροσειρά μέσα στα νερά της Ανατολικής Μεσογείου, συγκρούστηκαν δύο παγκόσμιες δυνάμεις σε μια κρίσιμη συγκυρία του πολέμου. Ήταν μια παγκόσμια μάχη αλλά και μια κρητική ιστορία, η καλύτερη αυλαία στην υπερεκατονταετή ένοπλη δράση των Κρητικών. Ήταν επίσης το έναυσμα και το σύμβολο της Αντίστασης ενάντια στον Άξονα για την Ελλάδα και όχι μόνο. 
Η ξεχωριστή σημασία της Κρήτης για τους Βρετανούς είχε διαφανεί πριν ακόμα το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου, στους βρετανικούς σχεδιασμούς των τρόπων ενίσχυσης της Ελλάδας. Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, οι Βρετανοί, με τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης, άρχισαν να συγκεντρώνουν στρατεύματα στο νησί από τον Νοέμβριο του 1940. Όταν πλέον καταλήφθηκε και η ηπειρωτική Ελλάδα, η Κρήτη παρέμενε το μόνο ελεύθερο από τον Άξονα έδαφος όχι μόνο στα Βαλκάνια αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είχε προσδεθεί στο γερμανικό άρμα. Για όλους αυτούς τους λόγους, η βρετανική ηγεσία απαιτούσε από τα στρατεύματα της μια νίκη στην Κρήτη.
Την παραμονή της επίθεσης οι συμμαχικές δυνάμεις αριθμούσαν περίπου 32.200 άνδρες, 18.000 Βρετανούς, 6.500 Αυστραλούς και 7.700 Νεοζηλανδούς. Ήταν μια σημαντική δύναμη αριθμητικά, που έπρεπε όμως να διασπαρεί σε όλο σχεδόν το νησί, ενώ η εμπειρία και ο εξοπλισμός είχαν έντονες διακυμάνσεις. Η βρετανική αεροπορία ήταν απούσα, τα λιγοστά αεροσκάφη που είχαν παραμείνει στο νησί αποσύρθηκαν λίγο πριν τη μάχη μετά και από τις απώλειες του προηγούμενου διαστήματος. Την προστασία πέριξ της Κρήτης και της γραμμής επικοινωνίας με τη Βόρεια Αφρική ανέλαβε το βρετανικό ναυτικό.
Από τη γερμανική πλευρά, η Επιχείρηση «Ερμής» (Mercury) αποφασίστηκε εντέλει από τον Χίτλερ μετά από επιμονή του στρατηγού Κουρτ Στουντέντ (KurtStudent). Για τον Χίτλερ, το βασικό ήταν η αμυντική διάσταση της επιχείρησης, η εξασφάλιση της ασφάλειας των ρουμανικών πετρελαιοπηγών.Οι γερμανικές δυνάμεις για την επιχείρηση αυτή ανερχόταν σε περισσότερους από 22.000 επίλεκτους άνδρες, περίπου 8.000 άνδρες της 7ης μεραρχίας αλεξιπτωτιστώνκαι 12.000 άνδρες της 5ης Ορεινής Μεραρχίας Κυνηγών υπό τον στρατηγό Julius Ringel, 1.370 αεροπλάνα (αναγνωριστικά, μεταγωγικά, βομβαρδιστικά και καταδιωκτικά) συν ανεμόπλανα και περίπου 60 επιταγμένα πλοία με συνοδεία ιταλικού στόλου. Το κυριότερο βέβαια στοιχείο της ήταν η εκτεταμένη χρήση του σώματος των αλεξιπτωτιστών. Από τα μέσα Μαΐου, η γερμανική αεροπορία άρχισε να βομβαρδίζει συστηματικά το νησί. Λόγω των βομβαρδισμών, τα Χανιά και το Ηράκλειο ήσαν οι πόλεις με τις μεγαλύτερες καταστροφές σε ολόκληρη τη χώρα, με ποσοστό καταστραφέντων κτιρίων περίπου 30%.
Από ελληνικής πλευράς, η φυσική άμυνα του νησιού, η ντόπια 5η Μεραρχία έλειπε στην κυρίως Ελλάδα και ουσιαστικά είχε πάψει να υφίσταται.Στο νησί, είχαε παραμείνει, υπό τη Στρατιωτική Διοίκηση Χανίων, ουσιαστικό το 44ο Σύνταγμα Πεζικού. Το Μάρτιο αποβιβάστηκε στο Ρέθυμνο η Σχολή Οπλιτών Χωροφυλακής. Επίσης τον Απρίλιο ήρθαν 8 τάγματα κυρίως νεοσυλλέκτων από Πελοπόννησο με υποτυπώδη εκπαίδευση. Το ένα τρίτο ήταν άοπλοι και οι υπόλοιποι είχαν ελάχιστο οπλισμό και σοβαρή έλλειψη πυρομαχικών. Τέλος, έφτασε στις 29 Απριλίου στη δυτική Κρήτη η Σχολή Ευελπίδων. Μαζί με την ντόπια Χωροφυλακή και επίστρατους, η δύναμη αυτή ήταν περίπου 12.500 ένοπλοι. Σύμφωνα με την επίσημη ιστορία του Γενικού Επιτελείου Στρατού, μετά τη μεταφορά της 5ης Μεραρχίας το Νοέμβριο και τη μετακίνηση των ταγμάτων Πεζικού των Εμπέδων Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου τον Ιανουάριο του 1941, ο στρατός περιγραφόταν ως εξής: «οι πυρήνες των Εμπέδων, με δύναμη κυρίως από διερχόμενους οπλίτες και με οπλισμό χίλια τυφέκια Γκρά, δώδεκα πολυβόλα Σαιντ Ετιέν και σαράντα περίπου οπλοπολυβόλα».
Οι Κρητικοί ζητούσαν με επιμονή όπλα ενόψει της γερμανικής επίθεσης. Το νησί είχε αφοπλιστεί, ίσως πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία του σε τέτοιο βαθμό. Η δικτατορία Μεταξά, μετά και την εξέγερση του 1938, ήταν άκρως επιφυλακτική έως εχθρική απέναντι στην Κρήτη και εν όψει του ελληνοϊταλικού πολέμου είχε διατάξει εκ νέου την παράδοση όλων των όπλων. Σε κάθε περίπτωση, υπήρχε η αίσθηση πως η κυβέρνηση Τσουδερού ως συνέχεια της 4ης Αυγούστου δεν επιθυμούσε τον εξοπλισμό του λαού, καθώς όπλα που δεν διανεμήθηκαν ποτέ.
Οι Βρετανοί επίσης δεν ήθελαν να δώσουν όπλα του τακτικού στρατού σε μη επιστρατευμένους πολίτες. 4.000 ντουφέκια που υποσχέθηκαν, δεν δόθηκαν ποτέ. Σχέδια επιστράτευσης εκπονούνταν και ματαιώνονταν. Τελικά, Στις 5 Μαΐου το Υπουργείο Στρατιωτικών εξέδωσε ξανά οδηγίες για τη συγκρότηση μονάδων Πολιτοφυλακής. Οι οδηγίες για τη στελέχωση των τμημάτων υποδείκνυαν να οριστούν ως διοικητές των ομάδων «παλαιοί Οπλαρχηγοί αποδεδειγμένης ικανότητος και ακραιφνών εθνικών φρονημάτων» και ως διοικητές διμοιριών και λόχων αξιωματικοί. Δεν γινόταν όμως συγκεκριμένη αναφορά στον εξοπλισμό των πολιτοφυλάκων. Στην Κίσαμο ανατέθηκε η οργάνωση πολιτοφυλακής στον Λοχαγό Πεζικού Γεώργιο Ντιγριντάκη. Συγκρότησε δε μια ομάδα από 91 άτομα. 
Πληθώρα μαρτυριών επιβεβαιώνουν ότι σε πολλά και διάφορα σημεία του νησιού, η γερμανική επίθεση λειτούργησε ως συναγερμός λαϊκής κινητοποίησης, όπλα ξεθάφτηκαν, ομαδοσυγγενικά δίκτυα ενεργοποιήθηκαν και μικρές ομάδες που συγκροτούνταν επιτόπου προσπαθούσαν να φτάσουν στα πεδία των μαχών ή να δημιουργήσουν ενέδρες για τους επιτιθέμενους.
Στις 20 Μαΐου 1941 νωρίς το πρωί ξεκίνησε η γερμανική επίθεση στον τομέα Χανίων, μια μοναδική επιχείρηση κατάληψης στόχου κυρίως με αερομεταφερόμενες δυνάμεις σε τέσσερα σημεία στους νομούς Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Η μάχη ήταν εξαρχής σφοδρή και οι Γερμανοί απέτυχαν να καταλάβουν τους στόχους τους εκτός από την εντέλει καθοριστική περιοχή γύρω από το αεροδρόμιο του Μάλεμε. Οι γερμανικές απώλειες την πρώτη αυτή ημέρα ήταν βαρύτατες με 1.830 καταγεγραμμένους νεκρούς, εκατοντάδες αγνοούμενους και τραυματίες που θα πέθαιναν τις επόμενες ημέρες. Η εξέλιξη αυτή ήταν αναπάντεχη -και απαράδεκτη- για το γερμανικό επιτελείο, και ήταν μόνο η αρχή. Την τέταρτη ημέρα της μάχης, το γερμανικό επιτελείο συνειδητοποιούσε τις αυξανόμενες απώλειες σε επίλεκτο προσωπικό από μάχες σώμα σε σώμα, ιδιαίτερα στην κεντρική και ανατολική Κρήτη. Η λαϊκή συμμετοχή ανέβαζε τις απώλειες των αλεξιπτωτιστών που προσγειώνονταν σε έδαφος όπου η απειλή ήταν πανταχού παρούσα, υπό τη μορφή ένοπλων χωρικών, ακόμη και γυναικών και παιδιών. Για το λόγο αυτό θα αρχίσουν από τις πρώτες ημέρες της Μάχης, εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά αμάχων με τη μορφή συλλογικών αντιποίνων στην Κίσαμο, την Κυδωνία, το Ρέθυμνο με τη ναζιστική λογική της συλλογικής ευθύνης. Χιλιάδες εκτελέσεις αμάχων και καταστροφές χωριών όλο το καλοκαίρι και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1941.
Δεύτερο μέρος 
Το γερμανικό προγεφύρωμα στο Μάλεμε από την πρώτη ημέρα της μάχης θα συντελέσει στην αλλαγή της τροπής της μάχης. Την επόμενη ημέρα άρχισε να καταφτάνει η 5η ορεινή μεραρχία Κυνηγών με τον διοικητή της Ρίνγκελ που θα αναλάβει τη δίοικηση των γερμανικών δυνάμεων στο έδαφος. Από τις 24 Μαΐου, οι Γερμανοί είχαν αποκλείσει την ανακατάληψη του Μάλεμε από τον αντίπαλο.Όπως θυμόταν ένα μέλος της 5ης μεραρχίας που πολέμησε στην Πολωνία, τη Γαλλία, την Ελλάδα, τη Νορβηγία και την Τυνησία, «δώσαμε τις πιο σκληρές μάχες στην Κρήτη». Οι μάχες κράτησαν μέχρι το τέλος του μήνα με πολλές ηρωικές στιγμές, όπως στον Γαλατά, και η υπεράσπιση του νησιού έπαψε μόνο όταν ήταν πλέον αδύνατη και οι συμμαχικές δυνάμεις άρχισαν να αποχωρούν από το νότο και το Ηράκλειο.
Στην Κίσαμο, οι ένοπλοι πολίτες είχαν αποφασιστική συμμετοχή στην εξουδετέρωση των Γερμανών αλεξιπτωτιστών που έπεσαν στην περιοχή (απόσπασμα Μούρμπε) από την πρώτη ημέρα. Οι εδώ ελληνικές μονάδες (1ο ελληνικό σύνταγμα) μαζί με πολίτες αντιμετώπισαν τους Γερμανούς για μέρεςμετά την πτώση του Μάλεμε. Πολιτοφύλακες συγκρούστηκαν με τους εισβολείς στα Κουλουκουθιανά, στις Βουκολιές, στο Δρομόνερο και μέχρι την κατάληψη της Καντάνου.
Το Καστέλι έπεσε το απόγευμα της 24ης Μαΐου. Η μαχητικότητα των πολιτών φάνηκε από το ότι συνέχισαν να συμπλέκονται με νέες γερμανικές δυνάμεις που κατέφτασαν τις επόμενες μέρες στην περιοχή, ακόμα και μετά την κατάληψη της κωμόπολης. Σπουδαία η μαρτυρία του Νεοζηλανδού ταγματάρχη G. Bedding που δημοσιεύτηκε στον τοπικό Τύπο για την οργάνωση της κωμόπολης του Καστελιού, τα προβλήματα τροφοδοσίας και εξοπλισμού του συμμαχικού στρατού και του ελληνικού Συντάγματος, τη μαχητικότητα της ντόπιας Χωροφυλακής και του σχηματισμού πολιτοφυλακής από ντόπιους πολίτες που δεν εξοπλίστηκε επίσης ποτέ. Η μάχη των Κισαμιτών εναντίον των εισβολέων στον κάμπο της Κισάμου θα μείνει χαραγμένη αιώνια στον ομώνυμο πίνακα του Ιωάννη Ανούσακη.
Η κατάκτηση της Κρήτης είχε κοστίσει στους Γερμανούς πολύ ακριβά. Τουλάχιστον3.352 άνδρες που σκοτώθηκαν στη Μάχη της Κρήτης είναι θαμμένοι στο γερμανικό νεκροταφείο του Μάλεμε. Πρόκειται δηλαδή για τα 2/3 του συνόλου των γερμανικών απωλειών σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής στην Κρήτη καθώς το σύνολο των Γερμανών αξιωματικών και στρατιωτών που είτε είναι θαμμένοι είτε έχουν αναθηματική πλάκα στο γερμανικό νεκροταφείο στο Μάλεμε είναι 5.073. Πολλοί ακόμη θα άφησαν την τελευταία τους πνοή στην Αθήνα και αλλού ανεβάζοντας το ήδη βαρύ τίμημα. Αυτές οι βαριές απώλειες του σώματος αλεξιπτωτιστών ουσιαστικά έβαλαν τέρμα σε αυτό το είδος πολέμου. Και, ακόμα χειρότερα για τον Άξονα, η Μάχη της Κρήτης έβαλε με εμφατικό τρόπο στην εξίσωση του πολέμου τον λαϊκό παράγοντα και την μετέπειτα Αντίσταση που έμελλε να καθορίσει πολιτικά τόσο τον πόλεμο όσο και την ειρήνη.
Πριν ακόμη αποχωρήσουν οι Γερμανοί, το καλοκαίρι του 1945 έχουμε τη σύσταση Επιτροπής διαπιστώσεως ωμοτήτων εν Κρήτη, αποτελούμενη από τους καθηγητές Ιωάννη Καλιτσουνάκη και Ιωάννη Κακριδή, τον Νίκο Καζαντζάκη και τον φωτογράφο ΚωνσταντίνοΚουτουλάκη. Η επιτροπή αυτή διέτρεξε την Κρήτη επί σαράντα ημέρες το καλοκαίρι του 1945. Η «Έκθεσις της Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη» παραμένει αδιάψευστος μάρτυρας της ναζιστικής θηριωδίας στο νησί. «Δεν υπάρχει πόλις ή χωρίον» καταλήγει η έκθεση «που να μη εληστεύθη, να μη ηγγαρεύθη, να μη πενθή ολίγους ή πολλούς τυφεκισμένους και ομήρους αποσταλέντας εις την Γερμανίαν. […] Η επιδειχθείσα απάνθρωπος σκληρότης προς τους κατοίκους της Κρήτης είναι αληθώς ασυγχώρητος εις ένα λαόν που ήθελε να θεωρείται πολιτισμένος». Δυστυχώς, τα γερμανικά εγκλήματα παραμένουν ασυγχώρητα καθώς τα θύματά τους ακόμη περιμένουν, 84 χρόνια μετά, την έμπρακτη μεταμέλεια του γερμανικού κράτους με την απόδοση αποζημιώσεων και την εξόφληση του αναγκαστικού κατοχικού δανείου προς το γερμανικό κράτος.
Στις μέρες μας, 84 χρόνια μετά, ο πόλεμος κάνει και πάλι αισθητή την παρουσία του στην περιοχή μας. Στα άλλοτε πεδία μαχών του ανατολικού μετώπου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, χιλιάδες τα θύματα σε έναν πόλεμο που δεν τελειώνει, στην πολύπαθη Παλαιστίνη μια γενοκτονία συντελείται μπροστά στα μάτια μας. Διαπραγματεύσεις για αλλαγές συνόρων και μετακινήσεις πληθυσμών μας οδηγούν πίσω στις εποχές του Α΄ ΠΠ. Οι σημερινές όμως πρωτοφανείς κοινωνικές ανισότητες δεν προοιωνίζουν τίποτε το καλό. Είναι φανερό πως η ιστορία δεν τελείωσε με το τέλος του 20ού αιώνα και οι λαοί έχουν ακόμα πολλές μάχες να δώσουν για ειρήνη, δικαιοσύνη και εθνική ανεξαρτησία. Η λαϊκή συμμετοχή στη Μάχη της Κρήτης και η Αντίσταση του κρητικού λαού στον κατακτητή θα είναι για πάντα οδηγός στους νέους αυτούς αγώνες. 
*Γιάννης Σκαλιδάκης
Ιστορικός Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης
Πανεπιστήμιο Κρήτης

Σάββατο 22 Μαΐου 2021

ΟΤΑΝ Η ΚΡΗΤΗ "ΑΝΟΙΓΕ" ΔΡΟΜΟΥΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΝΑΖΙ

Με αφορμή τα 80 χρόνια από την επέτειο της Μάχης της Κρήτης ο καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Γιάννης Σκαλιδάκης, μιλά στο επετειακό podcast του Cretalive, για τη σημασία του ιστορικού γεγονότος στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

 
Ο κ. Σκαλιδάκης περιγράφει το ιστορικό πλαίσιο και αναλύει τη σημασία που είχε για τα στρατεύματα κατοχής η κατάκτηση του νησιού. Ακόμη, ο καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης μιλά για τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν οι Γερμανοί κατακτητές στην Κρήτη, αντιμετωπίζοντας με ωμή βία κατά των αμάχων τη λαϊκή αντίδραση που συνάντησαν κατά τη διάρκεια του αιματηρού δεκαημέρου της Μάχης της Κρήτης. 

Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ 1823 - Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΦΡΟΥΡΙΟΥ ΚΑΣΤΕΛΙΟΥ ΚΙΣΑΜΟΥ.

Το 1823, οι επαναστάτες στο νομό Χανίων αποφάσισαν να εκστρατεύσουν στις επαρχίες Κισάμου και Σελίνου και να εκδιώξουν τους μουσουλμάνους, πριν την άφιξη του νέου διοικητή, του Υδραίου Εμμανουήλ Τομπάζη. Αν οι δυτικές επαρχίες απελευθερώνονταν, τότε η επανάσταση θα είχε και άλλα λιμάνια πέραν του απομακρυσμένου Λουτρού στα Σφακιά. Οι επαναστατικές δυνάμεις στην Κρήτη διοικούνταν προσωρινά από τον Νεόφυτου Οικονόμου, μετά την αποχώρηση του Μιχαήλ Αφεντούλιεφ και εν αναμονή της άφιξης του Εμμανουήλ Τομπάζη. Ο Οικονόμου από το Βενεράτο Ηρακλείου, γενικός γραμματέας του Αφεντούλιεφ, είχε διατελέσει γραμματέας της Μονής Σινά και είχε έρθει στην Κρήτη ως οικονόμος του μετοχίου της Μονής στην Κρήτη, στα Περβόλια Κυδωνίας. Έστησε λοιπόν τη βάση του στη Μονή Γωνιάς και οργάνωσε την εκστρατεία με σώματα από το Ασκύφου, τον Αποκόρωνα και φυσικά την Κίσαμο, υπό τους Μαρτινιανό Περάκη και Γεώργιο Δρακονιανό.
Η εκστρατεία ξεκίνησε στις 3 Φεβρουαρίου 1823 όταν ο επαναστατικός στρατός πέρασε τον «χείμαρρον Ταυρονίτην». Οι μουσουλμάνοι της επαρχίας πρόβαλαν ισχυρή αντίσταση στα χωριά Πολεμάρχι και Βουκολιές αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Γρήγορα η επαρχία Κισάμου καταλήφθηκε από τις επαναστατικές δυνάμεις. Οι μουσουλμάνοι κλείστηκαν με τις οικογένειές τους στα φρούρια του Καστελίου Κισάμου και της νησίδας Γραμβούσας και σε διάφορους πύργους που υπήρχαν στην περιοχή, ενώ πολλοί έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να ξεφύγουν και να φτάσουν στα Χανιά.
Για πρώτη ίσως φορά στην Κρήτη οι επαναστάτες έστησαν μια οργανωμένη πολιορκία από ξηρά και θάλασσα στο φρούριο Καστέλι της Κισάμου. Δεν το είχαν καταφέρει ούτε στα μεγάλα κάστρα, στο Μεγάλο Κάστρο του Ηρακλείου, στα Χανιά ή στο Ρέθυμνο, ούτε και στην Ιεράπετρα. Αποκλείστηκε το Καστέλι από τη θάλασσα ώστε να μην μπορεί να ανεφοδιαστεί από τα Χανιά ούτε από αλλού και διακόπηκε η σύνδεσή του με τη Γραμβούσα, η οποία είχε αποκλειστεί από τον Μιχαήλ Μαυράκη με τους Μεσογειανούς. Τα πλοία που διενεργούσαν τον πλόκο, τον αποκλεισμό δηλαδή, ναυλώθηκαν με τα λάδια που άφησαν πίσω τους οι μουσουλμάνοι στην επαρχία Κισάμου. 
Το φρούριο αποκλείστηκε και από τη ξηρά· Εννιαχωριανοί, Ρουμαθιανοί και άλλοι εμπόδιζαν τους μουσουλμάνους του Σελίνου να συνδράμουν τους πολιορκημένους. Χίλιες οχτακόσιες ψυχές κλείστηκαν μέσα στα τείχη του παλιού γενουάτικου κάστρου, η ένοπλη φρουρά και άλλοι αρματωμένοι Τουρκοκρητικοί με τις οικογένειές τους από όλη την επαρχία. Όπως και στα άλλα κάστρα, θέριζε η πανώλη που έφεραν μαζί τους τα αιγυπτιακά στρατεύματα που είχε στείλει ο Μεχμέτ Αλή πασάς. Εξακόσιοι θα επιζήσουν ως στο τέλος, διακόσιοι εξήντα άνδρες «μετὰ τῶν γυναικῶν καὶ παίδων».
Τα επαναστατικά σώματα είχαν κλείσει καλά το φρούριο αλλά για πόσο. Δεν ήταν τακτικός στρατός και αυτό δημιουργούσε πολλά προβλήματα. Το κάθε σώμα ακολουθούσε τον καπετάνιο του και τις διαθέσεις του. Οι αγροτικές εργασίες και η έλλειψη επιμελητείας δεν επέτρεπαν στους ένοπλους να λείπουν για μεγάλα διαστήματα από τα σπίτια τους. Το Πάσχα ήταν ένας μεγάλος πειρασμός να αφήσουν τη μονότονη ζωή του πολιορκητή και να γιορτάσουν στα χωριά τους. Ο Οικονόμου όμως φαίνεται πως έκανε ό,τι μπορούσε για να παρατείνει την πολιορκία μέχρι να πέσει το Καστέλι. Όπως το έγραψε ο Κριτοβουλίδης, «συνεώρτασε καὶ τὴν νύκτα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος μεγαλοπρεπῶς μετὰ τῶν στρατιωτῶν περὶ τὸ φρούριον, διὰ νὰ προλάβῃ μὲ τοῦτο καὶ τὴν κακὴν συνήθειαν τοῦ νὰ καταλείπωσιν οἱ Ἕλληνες τὰς θέσεις των καὶ συνεωρτάζωσιν εἰς τοιαύτας δεινὰς περιστάσεις εἰς τὰ χωρία των». Τη δε Δευτέρα του Πάσχα του 1823, στις 23 του Απριλίου, προκάλεσαν την πολιορκημένη φρουρά, η οποία εξήλθε και ακολούθησε σκληρή μάχη ενώ τα πλοία στον κόλπο της Κισάμου κανονιοβολούσαν το φρούριο. 
Το φρούριο της Κισάμου βρισκόταν υπό πολιορκία από τις αρχές Φεβρουαρίου. Στις 20 Μαΐου 1823 έφτασε στον κόλπο της Κισάμου, ο Εμμανουήλ Τομπάζης με έναν στόλο οκτώ πλοίων, ενισχύσεις και κανόνια. Ο Τομπάζης είχε διοριστεί από την Κεντρική Διοίκηση «Αρμοστής της νήσου Κρήτης» από τις αρχές Μαΐου. Αμέσως ανέλαβε τα καθήκοντά του ως και ανέλαβε την πολιορκία. Μετά την άφιξη του Τομπάζη, οι οθωμανικές αρχές διαπραγματεύτηκαν την παράδοση του φρουρίου και την ασφαλή μεταφορά των εξακοσίων μουσουλμάνων που είχαν απομείνει στο Καστέλι στο κάστρο των Χανίων. Η παράδοση θα γινόταν στον Αρμοστή της Κρήτης ως αντιπρόσωπο της Ελληνικής Διοίκησης, ο οποίος και θα εγγυάτο την ασφάλειά τους. Οι παραδοθέντες θα μπορούσαν να πάρουν μαζί τους τα οικιακά τους είδη και οι δέκα «επισημότεροι» τα άρματά τους. Οι πολιορκητές θα κρατούσαν ομήρους πέντε επίσημους, «τὸν φρούραρχον, τὸν Χατζῆ Δερβίσην Γιανίτσαριν, τὸν Ἐμιναγαδάκην καὶ ἄλλους δύο» ως εγγύηση για την τήρηση της συμφωνίας. 
Η παράδοση του φρουρίου Κισάμου, καθώς και η μεταφορά της τουρκικής φρουράς και των οικογενειών της στα Χανιά έγινε μετά από καθυστερήσεις και συγκρούσεις των καπετάνιων που ηγούνταν των στρατιωτικών σωμάτων, ενώ ο Τομπάζης ανέθεσε, λόγω της επιδημίας πανώλης, σε μια υγειονομική επιτροπή, με μέλη τον Δημήτριο Κιοσσέ από την Ύδρα, τον Νικόλαο Ανδρουλάκη από τα Σφακιά και τον Ευθύμιο Ψαρουδάκη από την Κίσαμο, να κάψουν ό,τι άφησαν οι Τούρκοι στην πόλη. Για πρώτη φορά στις 25 Μαΐου 1823 υψώθηκε σε φρούριο της Κρήτης, έστω προσωρινά, η ελληνική σημαία.
Γιάννης Σκαλιδάκης
Ιστορικός, Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης

Διαβάστε: 
Καλλίνικος Κριτοβουλίδης, Απομνημονεύματα του περί Αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών, Αθήνα 1859 [επανέκδοση από το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων με επιμέλεια και πρόλογο της Ελευθερίας Ζέη, 2021].
Γιώργος Μαργαρίτης, Ενάντια σε φρούρια και τείχη, 1821. Μια μικρή εισαγωγή στην Ελληνική Επανάσταση, Αθήνα, Διόπτρα, 2020. 

Σάββατο 6 Μαρτίου 2021

Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΚΑΙ Η ΕΥΡΕΣΗ ΠΟΡΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ '21

 
Η συγκρότηση μια νέας οργανωμένης εξουσίας και στρατού από την πλευρά των επαναστατών στην Κρήτη αλλά και η εύρεση πόρων για τη συντήρησή του, αποτέλεσε το θέμα της συζήτησης στο καθιερωμένο κομμάτι της «Πρώτης Γραμμής» τουTeamFM 102 που γίνεται με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων από την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης. 
Η συζήτηση πραγματοποιήθηκε μεταξύ του δημοσιογράφου και ιστορικού, κ. Δημήτρη Στεμπίλη και του κ. Γιάννη Σκαλιδάκη, ιστορικού και διδάσκοντα στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Στην περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, η ανάγκη συγκρότησης μια νέας εξουσίας από τους επαναστάτες υπήρξε απαραίτητη προϋπόθεση για να οργανωθεί και να πετύχει το κίνημα. Παρά την θέληση και τον πατριωτισμό που διακατείχε τους Έλληνες την περίοδο εκείνη, οι υλικοί πόροι και μηχανισμοί ήταν δυσεύρετοι σε μία χώρα που κουβαλάει τόσα χρόνια σκλαβιάς. Την δεκαετία του 21’ αλλά και νωρίτερα είχε ξεκινήσει μια μεγάλη περίοδος παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πράγμα που ευνόησε συγκυριακά τους επαναστάτες. Αυτό επιβεβαιώνει και ο κ. Σκαλιδάκης, λέγοντας: 
-«Αυτό που αναδεικνύεται μέσα από έρευνες το τελευταίο διάστημα είναι ακριβώς ότι αυτή η αποσάθρωση της αυτοκρατορίας, δημιουργεί τάσεις αυτονόμησης σε πολλές διαφορετικές περιοχές. Ο Αλί Πασάς είναι μια εμβληματική περίπτωση που γνωρίζουμε στην Ελλάδα, υπάρχει ο Μοχάμεντ Άλι στην Αίγυπτο, αλλά και στην Συρία και τα Βαλκάνια αποσαθρώνεται η αυτοκρατορία και φαίνεται ότι και στην Κρήτη, η τοπική οθωμανική διοίκηση δείχνει σημάδια αυτονόμησης».
Ιδιαίτερα στο νησί της Κρήτης η κατάσταση ήταν διαφορετική από την υπόλοιπη Ελλάδα, καθώς υπήρχε σχετική αυτονομία των τοπικών αγάδων από το Οθωμανικό καθεστώς, σύμφωνα με τον καθηγητή: 
-«Γενικά ήταν μικρός ο έλεγχος της Κρήτης από την κεντρική εξουσία στην Πόλη. Οι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι είχαν πολύ μεγάλο πρόβλημα στο να ελέγχουν τους τοπικούς αγάδες και γενικότερα κουμάντο στην Κρήτη απ’ ότι φαίνεται έκαναν οι τοπικοί αγάδες και οι τοπικοί γενίτσαροι, οι οποίοι σε πολύ μεγάλο βαθμό ήταν ντόπιοι Κρητικοί. Εξισλαμισμένοι Κρητικοί και ακριβώς επειδή μέχρι το 1821 η πληθυσμιακή αναλογία είναι αρκετά διαφορετική από αλλού, δηλαδή είναι σχεδόν μισοί μισοί Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, υπάρχουν μάλιστα υποθέσεις ότι οι Μουσουλμάνοι ίσως είχαν μια ελαφρά πλειοψηφία. Αυτό δίνει μια διαφορετική διάσταση στην Επανάσταση του 21’ στην Κρήτη. Έχει έναν χαρακτήρα εμφυλίου πολέμου», ανέφερε.
Μέσα στο κλίμα αυτό της ανεξαρτησίας που διέπνεε τους Έλληνες την περίοδο αυτή, το ζήτημα της δημιουργίας ενός μόνιμου και οργανωμένου στρατεύματος επαναστατών παρέμενε ακανθώδες στο νησί της Κρήτης. Αντιθέτως στην Πελοπόννησο χάρη στις πρωτοβουλίες του Κολοκοτρώνη και τα λάφυρα από τις επιτυχημένες πολιορκίες των Οθωμανικών κάστρων της Πελοποννήσου, το πρόβλημα είχε λυθεί εν μέρει. 
- «Χρειάζεται ένα είδος κρατικής συγκρότησης, δηλαδή μία διοίκηση που να έχει το κύρος και τη δύναμη να επιβάλει φορολογία ή με άλλους τρόπους να βρίσκει πόρους ώστε να συντηρεί ένα στράτευμα. Όπως στον Μοριά έτσι και στην Κρήτη, γι’ αυτό δεν έχουμε πολλά στοιχεία, ο αγώνας θα έπαιρνε σιγά σιγά την μορφή πολιορκίας των κάστρων. Στην Κρήτη έχουμε τις οχυρωμένες πόλεις στα Χανιά, στο Ρέθυμνο, στο Ηράκλειο και αλλού. Αυτό είναι μια επιχείρηση η οποία χρειάζεται οργάνωση», εξήγησε ο κ. Σκαλιδάκης.
Σε αντίθεση με τις πόλεις του νησιού, η κρητική ύπαιθρος ήταν υπό την κατοχή των επαναστατών εκείνη την περίοδο, με τους Μουσουλμάνους να αναγκάζονται πολλές φορές να κλειστούν στα κάστρα των πόλεων. Η κατάσταση αυτή ωφέλησε οικονομικά τους επαναστάτες διότι όλες οι Μουσουλμανικές ιδιοκτησίες, ιδιωτικές ή δημόσιες, πέσανε στα χέρια των Χριστιανών. Το κύριο οικονομικό όφελος προερχότανε από τις ελιές και το λάδι που έβγαζαν οι ντόπιοι ελαιοπαραγωγοί. «Η Κρήτη έτσι γίνεται ένας τόπος μικροϊδιοκτησίας, μικροαγροτών χριστιανών, από την άλλη όμως η επαναστατική εξουσία δεν είχε το απαραίτητο κύρος ούτως ώστε αυτό να μπορέσει να το φορολογήσει και να το μετουσιώσει σε κρατικά έσοδα», πρόσθεσε ο καθηγητής.
Το διάστημα αυτό, το λάδι αποτελούσε τον κύριο πλούτο του νησιού και αυτό φαινόταν από την σημασία του για τους ντόπιους. Ο κ. Σκαλιδάκης επιβεβαιώνει, υπογραμμίζοντας: 
- «Οι μισθοί των στρατευμάτων δίνονταν ή δινόταν υπόσχεση ότι θα δοθούν σε λάδι. Η φορολογία όσον αφορά την παραγωγή αλλά και όσον αφορά το εμπόριο και τις εξαγωγές από τα λιμάνια και τα σκαλώματα (μικρά λιμάνια που δένανε τα καΐκια, η σκάλα), όπως λέγανε τότε, ήτανε σε συντριπτική πλειοψηφία σε αυτό το προϊόν. Το θέμα είναι ότι η κεντρική διοίκηση δεν είχε τους τρόπους, τον κρατικό μηχανισμό για να μαζέψει αυτούς τους πόρους και να τους χρησιμοποιήσει υπέρ της επανάστασης. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι τοπικοί οπλαρχηγοί σε κάθε τόπο έπαιρναν για λογαριασμό τους αυτή την φορολογία».
Ξεχωριστή ήταν η περίπτωση των Σφακιανών οπλαρχηγών, όπως τόνισε, ήταν ανέκαθεν μια ένοπλη περιοχή με δική της σκάλα (Λουτρό), οι οποίοι δεν επιθυμούν να μετεξελιχθούν σε μία παγκρήτια αρχή και να συνεννοηθούν με τις υπόλοιπες επαρχίες. Μέχρι τέλους οι Σφακιανοί διεκδικούσαν το μεγαλύτερο μερίδιο επαναστατικών πόρων ακριβώς γιατί θεωρούσαν ότι αυτοί είναι οι άνθρωποι των όπλων και όλοι οι άλλοι οι «κατωμερίτες» όπως τους ονόμαζαν υποτιμητικά.
Η αδυναμία συγκέντρωσης φόρων από τη φορολογία οδήγησε τους επαναστάτες προς τα λάφυρα, τα οποία αποτέλεσαν το μεγαλύτερο έσοδο των επαναστατών στην Κρήτη. Κατά την δεύτερη περίοδο της επανάστασης, από το 1825 και μετά, το νησάκι της Γραμβούσας γίνεται κέντρο πειρατείας, σύμφωνα με τον κ. Σκαλιδάκη. Περιγράφοντας την κατάσταση της πειρατείας στο νησί, είπε συγκεκριμένα: 
- «Σε περιόδους ύφεσης της επανάστασης όπως με την έλευση του Ιμπραήμ, η επαναστατική δράση ξεπέφτει σε πειρατική με αποτέλεσμα την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων μετά το Ναβαρίνο. Τα ποσά ήταν πολύ μεγάλα και υπήρχε μία οργανωμένη διαδικασία όπως το θαλάσσιο δικαστήριο στην Αίγινα, όπου οι πειρατεύοντες θα έπρεπε να πάνε εκεί τις λείες, να εκδικαστεί ένα συγκεκριμένο ποσό για το δημόσιο ταμείο και το υπόλοιπο να το κρατήσουν. Αυτό γινόταν βέβαια αλλά στην Κρήτη όχι με τόσο μεγάλο βαθμό γι’ αυτό υπήρχε ένταση όσον αφορά τη δράση της πειρατείας διότι γίνονταν πειρατείες στα καράβια που πήγαιναν στα Χανιά, Ηράκλειο κ.λ.π. και ουσιαστικά τις λείες τις παρακρατούσαν οι ίδιοι οι πειρατές στη Γραμβούσα και πρόσφεραν και στο δημόσιο ταμείο».