Καστέλι 20 του Μάη 1941. Η μικροπολιτεία ξυπνά κι ανακλαδίζεται.
Νοικοκυρές πρωί-πρωί, φουρνίζουν πρόσφορα, για τον αποψινό σπερνό στη χάρη της Αγίας Ελένης. Άντρες προσεχτικά στην ακονόπετρα ετοιμάζουν το δραπάνι, για να θερίσουν τ' άγρια τους βάτους και τ' αγκάθια. Κοπελιές και κοπελούρια αγουροξυπνημένα ξεκινούν για το σκολειό. Η νύφη η προχθεσινή απλώνει τα προικιά στο Μαγιανό τον ήλιο να φρεσκάρουν.
Μάνες συμπαίνουν τη φωτιά το σημερνό φαΐ να μαγειρέψουν. Πέρα στον κάμπο και στους κήπους οργιάζει η ζωή που κάνει γόνιμο τον κόπο. Οι ανοιξιάτικοι χυμοί της γης ορμούν αφηνιασμένοι στους ανθούς πέρα στ' ελιές τ' Άη Αντώνη και στα πανάρχαια αμπέλια της Κίσαμος οι κληματίδες κι έλικες παίζουν τρελά με τον αγέρα. Μέρα ανοιξιάτικη, καθημερνή, συνηθισμένη. Μέρα Μαγιού.
Οι γέροι όμως, σκεφτικοί τους γλάρους να περνούν θωρούν, κατά το Νότο. Κακό σημάδι. Ξαρμάτωτη η Κρήτη, οι νέοι λείπουν. Στα ξένα πολεμούσανε πάνω στην Αλβανία. Οι παρανοϊκοί δικτάτορες του άξονα ματοκυλούν τον κόσμο. Η λυσσασμένη φασιστική συμμορία τ' άγια τα μάρμαρα πατούσε. Θα φτάνε, αλήθεια, ο αιματόβρεχτος λεκές την Κρήτη να σκεπάσει;
Πολύπειροι οι γεροκαστρομάχοι ξεθάβουν ψιλοτούφεκα πού 'χάνε χώσει απ' το δικό μας το Δυνάστη. Είχε φροντίσει ο Δικτάτορας την Κρήτη ν' αφοπλίσει. Κι άξαφνα το βουητό. Ανεπαίσθητο στην αρχή, ολοένα πλησιάζει. Άγνωστος ήχος, παράξενος, απειλητικός, δαιμονισμένος, τρυπά τ' αυτιά, κόβει το αίμα.
Μαύροι κοράκοι στις περήφανες Γραμπουσιανές άκρες, ζυγιάζονται στον ορίζοντα, κρώζουν μονότονα και εξώκοσμα, πλησιάζουν, μεγαλώνουν, αλλάζουν σχήμα, χρώμα, τα πλευρά τους γυαλίζουν στον ήλιο, γιγαντώνονται.
Τα νιούτσικα αγόρια αφηνιασμένα ροβολούν στην παραλία. Κάποιος τους είπε, αεροπλάνα. Γερμανικά όρνεα σκίζουν τον Κισαμίτικο ουρανό. Οι λεπιδένιες στέγες γεμίζουν γυναίκες, σφιχτά η μια στην άλλη. Κοιτούν υπνωτισμένες. Ο ουρανός ξερνά ατσάλι κι όλεθρο.
Η γης ανασηκώνεται. Τα σπίτια τρίζουν. Οι πρώτες φωτιές, ριπές. Μια στο σκολειό, δίπλα στο ιερό της εκκλησίας, μια άλλη στην πλατεία και ύστερα άλλη κι άλλη, αμέτρητες.
Βολίδες πυρωμένες, γαζώνουν τους δρόμους, τους κήπους, την παραλία, τις ταράτσες.
Καπνός και μπαρούτι, ατσάλι κι ανατριχίλα θανάτου. Δεν είναι μέρα άνοιξης, καθημερινή, συνηθισμένη.Τρίτη αποφράδα μέρα είναι.
Είναι η Δευτέρα Παρουσία.
Τα τερατόμορφα σιδεροπούλια σαν πέρασαν σπέρνοντας τον όλεθρο και τη φωτιά, χάνονται κατά τις κορφές του Καναβά. Σε λίγο, άκουτο πάλι το απαίσιο βουητό, απ' το Σελί χυμά την Κίσαμο για να σπαράξει.
Γιγαντιαία λεπιδόπτερα ξυρίζουν τα καμπαναριά πολυβολώντας την μαρμαρωμένη πόλη, υψώνονται γρυλίζοντας θεριά της αποκάλυψης, κατά τον Κισαμίτικο κάμπο.
Ανοίγουν τα μεταλλικά τους τα πλευρά και σιδερόφρακτους ξερνούν της Κόλασης διαβόλους. Σκορπιοί κι αράχνες κατεβαίνουν κρεμασμένοι σε ιστούς τ' άχραντα τούτα χώματα για να μολέψουν.
Ώρα 8.00
Στον κάμπο τον Καστελιανό μαύρος καπνός κι αντάρα φωτιά ξερνά ο ουρανός, σκορπιοί πατιούν το χώμα, απού 'χει άρματα ας βαστά κι απού δεν έχει ας βρίσκει. Δεν την πατητέ μωρέ 'σεις την Κρήτη ανάθεμά σας...
Νοικοκυρές πρωί-πρωί, φουρνίζουν πρόσφορα, για τον αποψινό σπερνό στη χάρη της Αγίας Ελένης. Άντρες προσεχτικά στην ακονόπετρα ετοιμάζουν το δραπάνι, για να θερίσουν τ' άγρια τους βάτους και τ' αγκάθια. Κοπελιές και κοπελούρια αγουροξυπνημένα ξεκινούν για το σκολειό. Η νύφη η προχθεσινή απλώνει τα προικιά στο Μαγιανό τον ήλιο να φρεσκάρουν.
Μάνες συμπαίνουν τη φωτιά το σημερνό φαΐ να μαγειρέψουν. Πέρα στον κάμπο και στους κήπους οργιάζει η ζωή που κάνει γόνιμο τον κόπο. Οι ανοιξιάτικοι χυμοί της γης ορμούν αφηνιασμένοι στους ανθούς πέρα στ' ελιές τ' Άη Αντώνη και στα πανάρχαια αμπέλια της Κίσαμος οι κληματίδες κι έλικες παίζουν τρελά με τον αγέρα. Μέρα ανοιξιάτικη, καθημερνή, συνηθισμένη. Μέρα Μαγιού.
Οι γέροι όμως, σκεφτικοί τους γλάρους να περνούν θωρούν, κατά το Νότο. Κακό σημάδι. Ξαρμάτωτη η Κρήτη, οι νέοι λείπουν. Στα ξένα πολεμούσανε πάνω στην Αλβανία. Οι παρανοϊκοί δικτάτορες του άξονα ματοκυλούν τον κόσμο. Η λυσσασμένη φασιστική συμμορία τ' άγια τα μάρμαρα πατούσε. Θα φτάνε, αλήθεια, ο αιματόβρεχτος λεκές την Κρήτη να σκεπάσει;
Πολύπειροι οι γεροκαστρομάχοι ξεθάβουν ψιλοτούφεκα πού 'χάνε χώσει απ' το δικό μας το Δυνάστη. Είχε φροντίσει ο Δικτάτορας την Κρήτη ν' αφοπλίσει. Κι άξαφνα το βουητό. Ανεπαίσθητο στην αρχή, ολοένα πλησιάζει. Άγνωστος ήχος, παράξενος, απειλητικός, δαιμονισμένος, τρυπά τ' αυτιά, κόβει το αίμα.
Μαύροι κοράκοι στις περήφανες Γραμπουσιανές άκρες, ζυγιάζονται στον ορίζοντα, κρώζουν μονότονα και εξώκοσμα, πλησιάζουν, μεγαλώνουν, αλλάζουν σχήμα, χρώμα, τα πλευρά τους γυαλίζουν στον ήλιο, γιγαντώνονται.
Τα νιούτσικα αγόρια αφηνιασμένα ροβολούν στην παραλία. Κάποιος τους είπε, αεροπλάνα. Γερμανικά όρνεα σκίζουν τον Κισαμίτικο ουρανό. Οι λεπιδένιες στέγες γεμίζουν γυναίκες, σφιχτά η μια στην άλλη. Κοιτούν υπνωτισμένες. Ο ουρανός ξερνά ατσάλι κι όλεθρο.
Η γης ανασηκώνεται. Τα σπίτια τρίζουν. Οι πρώτες φωτιές, ριπές. Μια στο σκολειό, δίπλα στο ιερό της εκκλησίας, μια άλλη στην πλατεία και ύστερα άλλη κι άλλη, αμέτρητες.
Βολίδες πυρωμένες, γαζώνουν τους δρόμους, τους κήπους, την παραλία, τις ταράτσες.
Καπνός και μπαρούτι, ατσάλι κι ανατριχίλα θανάτου. Δεν είναι μέρα άνοιξης, καθημερινή, συνηθισμένη.Τρίτη αποφράδα μέρα είναι.
Είναι η Δευτέρα Παρουσία.
Τα τερατόμορφα σιδεροπούλια σαν πέρασαν σπέρνοντας τον όλεθρο και τη φωτιά, χάνονται κατά τις κορφές του Καναβά. Σε λίγο, άκουτο πάλι το απαίσιο βουητό, απ' το Σελί χυμά την Κίσαμο για να σπαράξει.
Γιγαντιαία λεπιδόπτερα ξυρίζουν τα καμπαναριά πολυβολώντας την μαρμαρωμένη πόλη, υψώνονται γρυλίζοντας θεριά της αποκάλυψης, κατά τον Κισαμίτικο κάμπο.
Ανοίγουν τα μεταλλικά τους τα πλευρά και σιδερόφρακτους ξερνούν της Κόλασης διαβόλους. Σκορπιοί κι αράχνες κατεβαίνουν κρεμασμένοι σε ιστούς τ' άχραντα τούτα χώματα για να μολέψουν.
Ώρα 8.00
Στον κάμπο τον Καστελιανό μαύρος καπνός κι αντάρα φωτιά ξερνά ο ουρανός, σκορπιοί πατιούν το χώμα, απού 'χει άρματα ας βαστά κι απού δεν έχει ας βρίσκει. Δεν την πατητέ μωρέ 'σεις την Κρήτη ανάθεμά σας...
Και το εννοούσαν.
Οι απροσκύνητοι χωριάτες νιώθουν μέσα τους να ξεδιπλώνεται ο Μυθικός Τάλως.
Ξεδιπλώνουν μαζί του το κουρασμένο απ' τον τίμιο κάματο κορμί τους και υψώνονται πελώριοι, όμορφοι, λεβέντες, έτοιμοι όπως πάντα να ριχτούν στ' αλώνι του θανάτου, να μετρηθούν με τα ρομπότ του Χίτλερ.
Οι απροσκύνητοι χωριάτες νιώθουν μέσα τους να ξεδιπλώνεται ο Μυθικός Τάλως.
Ξεδιπλώνουν μαζί του το κουρασμένο απ' τον τίμιο κάματο κορμί τους και υψώνονται πελώριοι, όμορφοι, λεβέντες, έτοιμοι όπως πάντα να ριχτούν στ' αλώνι του θανάτου, να μετρηθούν με τα ρομπότ του Χίτλερ.
Δεν τους το 'πε ποτέ', το χρέος λόγος προστακτικός. Το οσμίζονταν πάντα, (συνείδηση της πανάρχαιας μνήμης) στον αγέρα της Κρήτης. Τους διαπερνούσε απ'το μεδούλι των κοκάλων ως το μυαλό, η μυστηριακή δύναμη του τόπου.
Τούς τ' υπαγόρευε το αίμα, στους σίγουρους χτύπους του, μες στις πρισμένες απ' τον κόπο φλέβες. Τους πρόσταξε μόνο η Κρήτη, η Ιστορία και οι παππούδες. Τα άγρια εργαλεία της δουλειάς, το ταπεινό ξινάρι, το σκαπέι, το μακρυδρέπανο και ο κασμάς, η βουκεντίστρα και η κατσούνα του βοσκού υψώνονται ρομφαίες του δικαίου. Γινήκαν ντάργες οι βολόσυροι κι άπαρτο κάστρο κάθε γεροντόβραχος του κάμπου. Αποφορά θανάτου απλώνεται σαν πέφτουν τα φασιστικά στοιχεία κι ακροβολίζονται στον κάμπο τ' Αη Αντώνη. Χτικιά και μηχανές του θανατά, ζωσμένοι μύρια σύνεργα θανάτου. Μα, οι γιοι της φρίκης, η «ανώτερη φυλή», ψηλοί, ξανθοί, ατσάλι ολοζωσμένοι βλέπουν κατάπληχτοι, τ' αμπέλια να γεννούν, δράκους τεράστιους, τους ντόπιους.
Είχανε τρέξει απ' τα διπλανά χωριά, λεβέντες αποφασισμένοι. Κι απλώνει η χλαλοή κι ο ορυμαγδός και πιάνει ολόγυρα τον κάμπο.
Γυναίκες που στα χέρια τους πέτρες κρατούν, λες και κρατούν προζύμι, ψάχνουνε μες στα κλήματα σκόρπιους να βρουν, για να τους λιώσουν. Γέροι κι αμούστακα παιδιά με ψευτοπίστολα και γκράδες, με ξύλα ελιάς, ξυλόφτυαρα, λιχνίστρες, απ' άγιο ξύλο του σταυρού φτιαγμένα, όρθιοι ξαναμμένοι πολεμούν. Τα κοπελούρια κουβαλούν βιαστικά στις σχολικές στις τσάντες τους τις σφαίρες, κι οι κοπελιές φέρνουν νερό, δρεπάνια και τσεκούρια.
Με πανικό και μ' έκπληξη οι Γερμανοί θωρούν ολόγυρα νέους Αντρόνικους και Διγενήδες, Δασκαλογιάννηδες και Γιαμπουδάκηδες, Σκαλίδηδες, Κριάρηδες και άλλους, τ' ατσάλι ν' αψηφούν και τις ριπές, τραυματισμένους, να χάσκουν, ν' αναβλήζουν οι πληγές και οι ημίθεοι της Κίσσαμος να πολεμούν ακόμα.
Σερνικιά η προσταγή της Κρήτης: Λευτεριά κι αξιοπρέπεια ή θάνατος.
Πριν αποσώσει η μέρα, λίγοι ζούσαν απ' τους εκατό, ιούς Γερμανούς και οι υπόλοιποι δεμένοι οδηγούνται στο Καστέλι.
Σκίζει λουρίδες τα προικιά, η μικρονύφη και τους εχτρούς σαν να 'ναι δικοί, τους επιδένει, νερό τους δίδουν και τα πρωινά τα πρόσφορα, φαΐ για τους επιδρομείς και για τους ντόπιους.
Ασπροι από φόβο σαν πανί οι Γερμανοί, ριγούν και τρέμουν. Σκέφτονται μαθές με το δικό τους, το πολιτισμένο πνεύμα, με την δικιά τους ανατροφή και το μυαλό, ίδιοι μ' αυτούς θαρρούν πως ειν' οι ντόπιοι.
Κάποιος δικός μας κατά πάνω τους ορμά και "θάνατος στους γύπες» με οργή φωνάζει.
Ευτύς οι ίδιοι άντρες που στεκότανε με δαύτους το πρωί κουτελωμένοι, τούς ζώνουν προστατευτικά, τους οδηγούν στη φυλακή τους προστατεύουν απ την οργή. Είν' ιερός ο αιχμάλωτος στην Κρήτη. Κι είναι οι ίδιοι τούτοι, όσοι ζήσανε Ναζί, που καταδότες των Καστελλιανων θα γίνουν. Μετά δυο μέρες, το Καστέλλι απ τη στεριά θα κουρσευτεί και αφού το κατακλέψουν οι σκορπιοί στις φλόγες θα το παραδώσουν.
Τρίτη 20 του Μάη ένα τέταρτο αργότερα από την πρώτη-φονική επιδρομή στα μέρη της Κισάμου, μιλιούνια τα γερμανικά πουλιά, στο Μάλεμε προβάλλουν. Κι είναι και τώρα ίδιες οι σκηνές. Οι ντόπιοι και οι Σύμμαχοι τους θερίζουν. Ανασταίνονται στιγμές ηρωικές και ώρες μεγαλείου.
Θερμοπύλες, Μαραθώνες, Σαλαμίνες, οι προμαχώνες της Βασιλεύουσας, Δερβενάκια και Σούλια, Αρκάδια ξαναζούν όλα μαζί. Όλο το βόρειο τμήμα του Νομού καίγεται, σπαράσσει μα δε γονατίζει. Ξεμαλιασμένη, πύρινη η Κρήτη πολεμά εννιά μερόνυχτα αράδα.
Το πύο του φασισμού λερώνει τ' άγια χώματα, βρωμίζει τον αγέρα και τα 3.000 αεροπλάνα αδειάζουν πάνω απ' το τίμιο σώμα της Κρήτης 15.000 αλεξιπτωτιστές, το άνθος του γερμανικού στρατού 7.000 αλπινιστές και τα πιο τέλεια τα σύνεργα ίου Αρη. Κάτω στην αρχαία στεριά, γιγαντόμαχοι, οι άγιοι της Κρήτης, άντρες, οι άξιοι της Κρήτης, άντρες και γυναίκες και οι σύμμαχοι ηρωικοί νέοι εραστές κι αυτοί της Λευτεριάς, γενναίοι, απ' τη μακρινή Νέα Ζηλανδία, την Αυστραλία και την Αγγλία στελιώνουν γρανίτινο κάστρο τα στήθια τους. Στήθια που τα χαλύβδωνε η αίσθηση του χρέους, ο έρωτας της λευτεριάς, το καθήκον να πολεμήσουν τη σιδερόφραχτη βία. Εννιά μερόνυχτα τους πυρπολούνε με φωτιά, με σίδερο, με μπόμπες και με βόλια, κι αυτοί, με αίμα και μεγαλοσύνη, εννιά μερόνυχτα κριαρωμένοι στ' άγιο χώμα, γράφουν την πιο χρυσή σελίδα του παγκόσμιου πολέμου, τη σελίδα της παραδοξότερης και ενδοξότερης μάχης του, της Μάχης της Κρήτης. Έξι χιλιάδες Γερμανοί νεκροί χαλούν τη ρότα του πολέμου.
Οι Γιγαντομάχοι της Κρήτης, ήρωες, απέδειξαν και μας επέτρεψαν να επαναλαμβάνομε σίγουρα ότι «στα έθνη η μεγαλοσύνη δε μετριέται με το στρέμμα, αλλά με της καρδιάς το κόρωμα και με το αίμα».
Και το πότισαν πάλι τούτο το άχραντο χώμα με αίμα πολύ. Μάλεμε, Γαλατάς, Αγιά, Μουρνιές, Φλώρια, Κακόπετρος, Μεσαύλια, Νοχιά, Πλακάλωνα, Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο, Λασίθι, απ' άκρη σ' άκρη το νησί των γενναίων, το νησί των Ιπποτών της Κρήτης, γίνεται το σώμα που θυσιάζεται και το αίμα που χύνεται σπονδή στον Παγκόσμιο Βωμό της Λευτεριάς.
Και πέρασαν οι μέρες οι εννιά, κι ο Γερμανικός γύπας μακέλεψε το σώμα του νησιού. Όχι όμως την ψυχή, το φρόνημα. Η μάχη δεν τέλειωσε, ανέβηκε στα βουνά και στα φαράγγια, στις ράχες, στις λέσκες και τα γκρεμνό.
Χίτλερ να μην το καυχηθείς πως πάτησες την Κρήτη...
Απάτητη η κρητική ψυχή αρχίζει την αντίσταση. Την ίδια ώρα που ολάκερη η Ευρώπη ακινητοποιημένη σιωπά, η Κρήτη βράζει. Αντίσταση μέχρις το τέλος. Κλεφτοπόλεμος, δολιοφθορές, απαγωγές στρατηγών και εφοδίων, παρενοχλήσεις, καταστροφές. Και στένανε συνέχεια στον τοίχο οι Ναζί τους Μάρτυρες της Κρήτης.
Αλικιανός, Μαλάθυρος, Αγιά, Κάνδανος, τόποι θυσίας και αίματος.
Πού βρίσκει τούτος ο μικρός (ο μέγας) λαός τη δύναμη και πολεμά στο πετρονήσι του και ν' αντιστέκεται;
Εδώ δε λογαριάζουμε με αναλογίες. Σωβινισμός; Όχι, εδώ ισχύει μόνο η υπέρβαση του μέτρου σαν είναι για την εθνική τιμή.
Δεν υπακούει ο Κρητικός στο «δυνατόν», υπακούει μόνο στο «πρέπει». Σ' ένα πρέπει που του το υπαγορεύουν οι αιώνες.
ΑΝΤ. ΕΛ. ΣΧΕΤΑΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου