80 χρόνια φέτος απο την Μάχη της Κρήτης και θα ανεβάσω μερικές ιστορίες γραμμένες το 2015 στο υπέροχο περιοδικό του 3ου Δημοτικού σχολείου Κισάμου "Τα Μυστικά του Θρανίου". Ιστορίες που βρήκαν οι μικροί μαθητές αφού ρώτησαν τους πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου ανθρώπους που σήμερα δεν ζουν.
Μας διηγήθηκε η ΣΠΑΝΟΥΔΑΚΗ ΑΛΕΞΙΑ, 79 χρονών, από τις Λουσακιές
Το 1941 ήμουνα πέντε χρονών. Τη στιγμή που ήρθαν τα γερμανικά αεροπλάνα βρισκόμουνα έξω από το σπίτι μας που βρισκότανε στα Ζαχαριανά, στις Λουσακιές. Η μητέρα μου με είχε στείλει να βγάλω έξω από το κοτέτσι τις γαλοπούλες μας για να φάνε χορταράκια. Κρατούσα κι ένα μεγάλο καλάμι για να τις κυνηγάω.
Ήταν δύο – τρία τα αεροπλάνα, ακουγότανε συνεχώς, πήγαιναν μέχρι την κεντρική μας εκκλησία, την Ανάληψη και γύριζαν μέχρι τα Ζαχαριανά. Πετούσαν τόσο χαμηλά που μου φαινόταν ότι ακουμπούσαν τις κορυφές των ελιών. Μάλιστα, προσπαθούσα με το καλάμι να τα ακουμπήσω.
Βλέποντας η μητέρα μου τα αεροπλάνα, μου φώναξε δυνατά να πετάξω το καλάμι, μην τυχόν το περάσουν για όπλο και με σκοτώσουν. Τότε κατάλαβα, παρ’ ότι ήμουν πολύ μικρή, ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε. Πέταξα αμέσως το καλάμι και κρύφτηκα σε μια μεγάλη κουφάλα μιας ελιάς που ήταν κοντά στο σπίτι μας.
Αργότερα, έφυγαν τα αεροπλάνα και όπως έλεγαν οι μεγαλύτεροι έριξαν και τρεις βόμβες στο χωριό. Η μία έπεσε λίγο πιο πάνω από τα Νταμπαριανά και είχε κάνει ένα μεγάλο λάκκο, σαν ένα αλώνι.
Από το 1941 έως το 1944, ζούσαμε με το φόβο των Γερμανών.
Το 1944 έγινε η εξόρμηση και πέρασαν οι Γερμανοί από τις Λουσακιές. Δυο μέρες πριν έρθουν, ο θείος ο Τσατσαρωνάκης από τον Πλάτανο, είπε του πατέρα μου να φύγουν όλοι οι άντρες από το χωριό και να πάνε να κρυφτούν. Έψαχναν και για Άγγλους στρατιώτες. Στο σπίτι μας έμεναν τρεις Άγγλοι στρατιώτες.
Αμέσως μας πήρε όλους ο πατέρας μου και μας πήγε στον Άι Γιώργη στον Καναβά. Εκεί κρυφτήκαμε σε ένα μεγάλο σπήλιο. Όμως ήταν πολύ χαμηλός. Μπαίναμε και βγαίναμε μπουσουλώντας
και μόνο όταν υπήρχε μεγάλη ανάγκη. Ο πατέρας μου είχε κλείσει την πόρτα του σπήλιου με πέτρες και όσο και να κοίταζαν οι Γερμανοί με τα κιάλια δε θα μας έβρισκαν. Μείναμε αρκετές μέρες, δε θυμάμαι πόσες και αργότερα γυρίσαμε με φόβο στο σπίτι μας.
Στις 29 Αυγούστου 1944, πέρασε από τις Λουσακιές, ολόκληρος στρατός από Γερμανούς. Στο Πάνω χωριό και στη τοποθεσία Σελί, είδαν ένα νέο παιδί, τον Πετράκη τον Αριστείδη. Χωρίς να πειράξει κανένα από τους Γερμανούς, τον σκότωσαν. Στη συνέχεια ήρθαν στα Ζαχαριανά. Όλοι οι άντρες είχαν φύγει και είχαν κρυφτεί. Μόνο ο παππούς μου, ο Ζαχαράκης ο Μανώλης δεν είχε κρυφτεί και έβοσκε την αγελάδα του λίγο πιο πέρα από τη γειτονιά. Οι Γερμανοί τον είδαν, τον πυροβόλησαν και του έσπασαν το πόδι. Έπεσε κάτω, έκανε τον πεθαμένο, όμως οι στρατιώτες πήγαν κοντά του και τον πυροβόλησαν στο κεφάλι.
Στη συνέχεια έφυγαν από τα Ζαχαριανά και πήγαν προς το βουνό, κοντά στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Εκεί βρήκαν το θείο τον Κατογιώργη με δυο από τα παιδιά του και έβοσκαν τα πρόβατά τους. Έδιωξαν τα παιδιά, να φέρουν την ταυτότητα του πατέρα τους που δεν την κρατούσε μαζί του, για να δούνε ποιος είναι. Μόλις έφυγαν τα παιδιά, τον σκότωσαν.
Μετά γύρισαν πίσω στη γειτονιά. Μόλις τους είδαμε, φωνάξαμε του πατέρα μας που είχε ξαναγυρίσει, να φύγει γρήγορα. Αυτός πήρε τον κατήφορο και κρύφτηκε σε κάτι μυρτιές κοντά στην εκκλησία της Παναγίας, στον ποταμό. Όλες οι πόρτες ήταν κλειστές εκτός από το δικό μας σπίτι γιατί είχε γίνει η κηδεία του παππού μου. Βρήκαν την πόρτα ανοικτή και μπήκαν μέσα. Η μητέρα μου τους είπε να μην πειράξουν τα δυο της παιδιά, εμένα και τον αδερφό μου και επίσης τους ρώτησε γιατί σκότωσαν τον πατέρα της.
Δεν μίλησαν καθόλου αλλά μας πήραν, ένα τσουβάλι αμύγδαλα, ένα τσουβάλι πατάτες, όλες τις πλεξάνες τα κρομμύδια και ότι άλλο βρήκαν στον κήπο μας. Επίσης μας πήραν δέκα διάνους. Τους έδεναν δυο – δυο και τους κρεμούσαν στον ώμο τους. Τότε φύγανε, είπανε ότι πήγανε στο Μάλεμε και δεν ξαναείδαμε Γερμανό στο χωριό.
Σπανουδάκης Αλέξης, Τάξη Δ΄
Το 1941 ήμουνα πέντε χρονών. Τη στιγμή που ήρθαν τα γερμανικά αεροπλάνα βρισκόμουνα έξω από το σπίτι μας που βρισκότανε στα Ζαχαριανά, στις Λουσακιές. Η μητέρα μου με είχε στείλει να βγάλω έξω από το κοτέτσι τις γαλοπούλες μας για να φάνε χορταράκια. Κρατούσα κι ένα μεγάλο καλάμι για να τις κυνηγάω.
Ήταν δύο – τρία τα αεροπλάνα, ακουγότανε συνεχώς, πήγαιναν μέχρι την κεντρική μας εκκλησία, την Ανάληψη και γύριζαν μέχρι τα Ζαχαριανά. Πετούσαν τόσο χαμηλά που μου φαινόταν ότι ακουμπούσαν τις κορυφές των ελιών. Μάλιστα, προσπαθούσα με το καλάμι να τα ακουμπήσω.
Βλέποντας η μητέρα μου τα αεροπλάνα, μου φώναξε δυνατά να πετάξω το καλάμι, μην τυχόν το περάσουν για όπλο και με σκοτώσουν. Τότε κατάλαβα, παρ’ ότι ήμουν πολύ μικρή, ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε. Πέταξα αμέσως το καλάμι και κρύφτηκα σε μια μεγάλη κουφάλα μιας ελιάς που ήταν κοντά στο σπίτι μας.
Αργότερα, έφυγαν τα αεροπλάνα και όπως έλεγαν οι μεγαλύτεροι έριξαν και τρεις βόμβες στο χωριό. Η μία έπεσε λίγο πιο πάνω από τα Νταμπαριανά και είχε κάνει ένα μεγάλο λάκκο, σαν ένα αλώνι.
Από το 1941 έως το 1944, ζούσαμε με το φόβο των Γερμανών.
Το 1944 έγινε η εξόρμηση και πέρασαν οι Γερμανοί από τις Λουσακιές. Δυο μέρες πριν έρθουν, ο θείος ο Τσατσαρωνάκης από τον Πλάτανο, είπε του πατέρα μου να φύγουν όλοι οι άντρες από το χωριό και να πάνε να κρυφτούν. Έψαχναν και για Άγγλους στρατιώτες. Στο σπίτι μας έμεναν τρεις Άγγλοι στρατιώτες.
Αμέσως μας πήρε όλους ο πατέρας μου και μας πήγε στον Άι Γιώργη στον Καναβά. Εκεί κρυφτήκαμε σε ένα μεγάλο σπήλιο. Όμως ήταν πολύ χαμηλός. Μπαίναμε και βγαίναμε μπουσουλώντας
και μόνο όταν υπήρχε μεγάλη ανάγκη. Ο πατέρας μου είχε κλείσει την πόρτα του σπήλιου με πέτρες και όσο και να κοίταζαν οι Γερμανοί με τα κιάλια δε θα μας έβρισκαν. Μείναμε αρκετές μέρες, δε θυμάμαι πόσες και αργότερα γυρίσαμε με φόβο στο σπίτι μας.
Στις 29 Αυγούστου 1944, πέρασε από τις Λουσακιές, ολόκληρος στρατός από Γερμανούς. Στο Πάνω χωριό και στη τοποθεσία Σελί, είδαν ένα νέο παιδί, τον Πετράκη τον Αριστείδη. Χωρίς να πειράξει κανένα από τους Γερμανούς, τον σκότωσαν. Στη συνέχεια ήρθαν στα Ζαχαριανά. Όλοι οι άντρες είχαν φύγει και είχαν κρυφτεί. Μόνο ο παππούς μου, ο Ζαχαράκης ο Μανώλης δεν είχε κρυφτεί και έβοσκε την αγελάδα του λίγο πιο πέρα από τη γειτονιά. Οι Γερμανοί τον είδαν, τον πυροβόλησαν και του έσπασαν το πόδι. Έπεσε κάτω, έκανε τον πεθαμένο, όμως οι στρατιώτες πήγαν κοντά του και τον πυροβόλησαν στο κεφάλι.
Στη συνέχεια έφυγαν από τα Ζαχαριανά και πήγαν προς το βουνό, κοντά στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Εκεί βρήκαν το θείο τον Κατογιώργη με δυο από τα παιδιά του και έβοσκαν τα πρόβατά τους. Έδιωξαν τα παιδιά, να φέρουν την ταυτότητα του πατέρα τους που δεν την κρατούσε μαζί του, για να δούνε ποιος είναι. Μόλις έφυγαν τα παιδιά, τον σκότωσαν.
Μετά γύρισαν πίσω στη γειτονιά. Μόλις τους είδαμε, φωνάξαμε του πατέρα μας που είχε ξαναγυρίσει, να φύγει γρήγορα. Αυτός πήρε τον κατήφορο και κρύφτηκε σε κάτι μυρτιές κοντά στην εκκλησία της Παναγίας, στον ποταμό. Όλες οι πόρτες ήταν κλειστές εκτός από το δικό μας σπίτι γιατί είχε γίνει η κηδεία του παππού μου. Βρήκαν την πόρτα ανοικτή και μπήκαν μέσα. Η μητέρα μου τους είπε να μην πειράξουν τα δυο της παιδιά, εμένα και τον αδερφό μου και επίσης τους ρώτησε γιατί σκότωσαν τον πατέρα της.
Δεν μίλησαν καθόλου αλλά μας πήραν, ένα τσουβάλι αμύγδαλα, ένα τσουβάλι πατάτες, όλες τις πλεξάνες τα κρομμύδια και ότι άλλο βρήκαν στον κήπο μας. Επίσης μας πήραν δέκα διάνους. Τους έδεναν δυο – δυο και τους κρεμούσαν στον ώμο τους. Τότε φύγανε, είπανε ότι πήγανε στο Μάλεμε και δεν ξαναείδαμε Γερμανό στο χωριό.
Σπανουδάκης Αλέξης, Τάξη Δ΄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου