Του Γαβριήλ Κουρή
Την τριετία 2011-2014 η Τοπική Αυτοδιοίκηση – ιδιαίτερα του α’ βαθμού - βίωσε βαθιά στο «πετσί» της τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης που έχει πλήξει τη χώρα από το 2010 και μετά, διαψεύδοντας ταυτόχρονα με τον πλέον προφανή τρόπο τις (μεγάλες) προσδοκίες που είχε «γεννήσει» η εφαρμογή του Ν. 3852/2010 (πρόγραμμα «Καλλικράτης»).
Οι νομοθετικές προβλέψεις για τη «δημιουργία ισχυρών Δήμων με επαρκείς οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους για την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και με ενίσχυση της επιχειρησιακής ικανότητας τους» (Εισηγητική Έκθεση Ν. 3852/2010) διαψεύστηκαν πολύ γρήγορα, δίνοντας τη θέση τους σε περιοριστικές κυβερνητικές πολιτικές που είχαν ως μοναδικό σκοπό την ταχεία προσαρμογή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στη νέα οικονομική συγκυρία. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα, όχι μόνο τη σταδιακή υποχώρηση της (συνταγματικά κατοχυρωμένης) διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας της Αυτοδιοίκησης αλλά και τη θεσμική και πολιτική υποβάθμιση της.
Οι πολύ μεγάλες περικοπές στις κρατικές επιχορηγήσεις για λειτουργικές δαπάνες (ΚΑΠ) και επενδυτικές δραστηριότητες (ΣΑΤΑ) (έως και 60% σε σχέση με την προ του 2011 περίοδο), η μείωση των ιδίων εσόδων και η αύξηση του δανεισμού των δήμων, η σημαντική μείωση του αριθμού του υπηρετούντος προσωπικού (συνταξιοδοτήσεις-διαθεσιμότητα-εφεδρεία) χωρίς αντικατάσταση του (λόγω της αναστολής προσλήψεων που ισχύει στο δημόσιο τομέα έως το 2016), η συρρίκνωση των δαπανών για παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, η μεταφορά αρμοδιοτήτων από το κεντρικό κράτος προς ...
.....την αυτοδιοίκηση δίχως αντίστοιχη μεταφορά πόρων, η κατάργηση της Δημοτικής Αστυνομίας η οποία προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στην ευταξία των πόλεων και στην επίλυση ζητημάτων που σχετίζονταν με την ποιότητα ζωής των πολιτών, αποτελούν μερικά μόνο παραδείγματα των δυσμενών – για την Αυτοδιοίκηση - μέτρων που ελήφθησαν από το κεντρικό κράτος τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και το ότι:
• το θεσμικό, οργανωτικό και λειτουργικό περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργούν οι Δήμοι, εξακολουθεί – ακόμη και μετά τον «Καλλικράτη» - να χαρακτηρίζεται από έντονο συγκεντρωτισμό και υπέρμετρη γραφειοκρατία,
• απουσιάζουν παντελώς μηχανισμοί και διαδικασίες αξιολόγησης της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών ενώ βασικές αρχές του δημόσιου μάνατζμεντ όπως ο προγραμματισμός και η στοχοθεσία αποτελούν άγνωστες λέξεις για τους περισσότερους ΟΤΑ,
• η επιχειρησιακή λειτουργία των Δήμων «καπελώνεται» από ένα δαιδαλώδες και χρονοβόρο προληπτικό σύστημα ελέγχων, που στην προσπάθεια αποτροπής της διαφθοράς και της αδιαφάνειας, τους οδηγεί σε “ακινησία”,
• δεν υπάρχουν θεσμοθετημένες διαδικασίες που να εξασφαλίζουν τη διοικητική συνέχεια στους ΟΤΑ,
τότε γίνεται εύκολα αντιληπτή η κρισιμότητα της κατάστασης όσον αφορά το “αύριο” της Αυτοδιοίκησης αλλά και το βάρος της ευθύνης που πέφτει στους “ώμους” των νέων δημοτικών αρχών, οι οποίες θα κληθούν, από την 1η του Σεπτέμβρη, να διαχειριστούν τα πολλαπλά προβλήματα και τις προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η Αυτοδιοίκηση.
Την ίδια στιγμή, η κοινωνία και οι πολίτες – που βιώνουν όλα αυτά τα χρόνια τη σκληρή λιτότητα, την ύφεση, την ανεργία, το φόβο και την ανασφάλεια για το αύριο, εξέφρασαν στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές, την έντονη δυσαρέσκεια τους για τον ίδιο «Καλλικράτη» και τις λειτουργίες του - και κατά συνέπεια και για τα αιρετά όργανα που κλήθηκαν να τον εφαρμόσουν κατά την πρώτη περίοδο εφαρμογής του - καθιστώντας παράλληλα σαφές ότι ο «Καλλικράτης», παρά τις θεσμικές «περγαμηνές» που τον συνόδευαν κατά την ψήφιση του από τη Βουλή των Ελλήνων, δεν κατάφερε να πείσει και να αποδείξει εμπράκτως ότι ήρθε για να στηρίξει τα δίκαια και τις ανάγκες των πολιτών, να αναβαθμίσει την καθημερινότητα τους και να συμβάλει στην ανάπτυξη και ευημερία των τοπικών κοινωνιών. Ενδεικτικό των παραπάνω είναι το ότι οι πολίτες επέλεξαν στις δημοτικές εκλογές του Μαΐου, σε ποσοστό 65%, δημοτικές αρχές διαφορετικές από εκείνες που είχαν αναλάβει την ευθύνη υλοποίησης του «Καλλικράτη» τη δημοτική περίοδο 2011-2014.
Στη βάση λοιπόν των παραπάνω, προκύπτει εύλογα το ερώτημα: «ποιες είναι οι πολιτικές που πρέπει να υιοθετήσει η Τοπική Αυτοδιοίκηση για να σταθεί όρθια απέναντι στην κρίση αλλά και για να διαμορφώσει τις κατάλληλες συνθήκες που θα οδηγήσουν στην τοπική ανάπτυξη, στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής στις πόλεις;»
ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΥΡΙΟ ΤΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Στο πλαίσιο αυτό η πρωτοβάθμια Τοπική Αυτοδιοίκηση οφείλει να συντονίσει τις δυνάμεις τις και να διεκδικήσει τεκμηριωμένα και με μεθοδικότητα την υλοποίηση – για την δημοτική περίοδο 2014-2020 - έξι κομβικών ζητημάτων που συνδέονται με την οργανωτική, λειτουργική, θεσμική και πολιτική “επιβίωση” της. Αυτά είναι:
1. η διεκδίκηση και υλοποίηση ενός ειδικού αναπτυξιακού προγράμματος – ενός Εθνικού Σχεδίου Επενδύσεων - αποκλειστικά για την Αυτοδιοίκηση, με πόρους που θα αντληθούν από ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά προγράμματα και εργαλεία, με βάση τοπικά και περιφερειακά σχέδια δράσης για την ανάπτυξη και απασχόληση.
2. η προάσπιση της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης σε τοπικό επίπεδο, μέσω της ενίσχυσης των κοινωνικών δομών και της υλοποίησης μιας πιο αποτελεσματικής και διευρυμένης κοινωνικής πολιτικής, με ορθολογική αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων, προς όφελος των πιο αδύναμων κοινωνικά ομάδων και πολιτών.
3. η ενίσχυση του κύρους του θεσμού της Αυτοδιοίκησης και η εμβάθυνση της τοπικής-συμμετοχικής δημοκρατίας, μέσα από την καθημερινή πρακτική και λειτουργία των ίδιων των Δήμων στη βάση του τρίπτυχου διαφάνεια, λογοδοσία, χρηστή διοίκηση.
4. ο περιορισμός της γραφειοκρατίας, κύρια σ’ ότι έχει να κάνει με: α) το ασφυκτικό πλαίσιο εποπτείας και έλεγχου των αποφάσεων των συλλογικών και μονομελών οργάνων των ΟΤΑ από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση β) την απλούστευση και επιτάχυνση των εσωτερικών διοικητικών διαδικασιών των ΟΤΑ και γ) την απλούστευση της διοικητικής διαδικασίας για την ένταξη έργων των ΟΤΑ σε ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά προγράμματα.
5. η νομοθετική βελτίωση των ελλείψεων και αδυναμιών του “Καλλικράτη”, με βάση την αποκτηθείσα εμπειρία από την έως σήμερα εφαρμογή του.
6. η ανα-οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων μεταξύ Κεντρικής Διοίκησης και Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με βασικό κριτήριο την ενίσχυση του κανονιστικού και αναπτυξιακού ρόλου της Αυτοδιοίκησης.
Ειδικά ως προς το τελευταίο, είναι αναγκαίο να γίνει κατανοητό απ’ όλους τους εμπλεκόμενους (Υπουργείο Εσωτερικών, ΚΕΔΕ, ΕΝΠΕ, ΟΤΑ) ποιες είναι σήμερα οι πραγματικές δυνατότητες της Αυτοδιοίκησης και σε ποιους τομείς έχει την ικανότητα να διαδραματίσει έναν ουσιαστικό ρόλο.
Με απλά λόγια, η λογική της άσκησης πληθώρας αρμοδιοτήτων (πολλών εκ των οποίων δεν ανήκουν στη σφαίρα της συνταγματικής αποστολής της Αυτοδιοίκησης) σε διάφορους θεματικούς τομείς, κατά τρόπο αποσπασματικό, ελλειμματικό ή ανεπαρκή δύσκολα μπορεί να συνεχιστεί, ιδιαίτερα σε μια περίοδο κρίσης και περιορισμένων πόρων (ανθρώπινων και οικονομικών). Για την πρωτοβάθμια Αυτοδιοίκηση, ίσως έφτασε η στιγμή ν’ ανοίξει η ίδια - μέσω των συλλογικών της οργάνων - τη συζήτηση αυτή, προτάσσοντας, αν μη τι άλλο, την άσκηση εκείνων των αρμοδιοτήτων για τις οποίες έχει την ικανότητα, τα μέσα και την τεχνογνωσία να ασκήσει με επάρκεια, ποιότητα και αποτελεσματικότητα προς όφελος των πολιτών, αξιοποιώντας στο έπακρο τους διατιθέμενους πόρους.
Συνοψίζοντας, δεν χωράει αμφιβολία πως η Αυτοδιοίκηση βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή με ζητούμενο την διοικητική, οικονομική, πολιτική και ηθική επιβίωση της. Περιθώρια αδράνειας, ολιγωρίας και μετατόπισης ευθυνών δεν υπάρχουν. Η κατάσταση που βιώνουν σήμερα οι φορείς της Αυτοδιοίκησης, καθιστούν αναγκαία την ανάληψη στοχευμένων πρωτοβουλιών για τη διαμόρφωση μιας νέας μεταρρυθμιστικής ατζέντας με επίκεντρο τις θεσμικές – και όχι μόνο - αλλαγές που έχει ανάγκη το σύστημα τοπικής διακυβέρνησης στη χώρα μας.
Την ίδια στιγμή, οι νεοεκλεγείσες Δημοτικές Αρχές οφείλουν τάχιστα να διαμορφώσουν και να εξειδικεύσουν τις πολιτικές προτεραιότητες και τις δράσεις εκείνες που θα οδηγήσουν στην τοπική ανάπτυξη, απαντώντας στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και των πολιτών, δίνοντας έμφαση στη βελτίωση της καθημερινότητας και στην κοινωνική πολιτική, προτάσσοντας παράλληλα την ενίσχυση των θεσμών τοπικής δημοκρατίας με μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης των δημοτικών αποφάσεων.
Την τριετία 2011-2014 η Τοπική Αυτοδιοίκηση – ιδιαίτερα του α’ βαθμού - βίωσε βαθιά στο «πετσί» της τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης που έχει πλήξει τη χώρα από το 2010 και μετά, διαψεύδοντας ταυτόχρονα με τον πλέον προφανή τρόπο τις (μεγάλες) προσδοκίες που είχε «γεννήσει» η εφαρμογή του Ν. 3852/2010 (πρόγραμμα «Καλλικράτης»).
Οι νομοθετικές προβλέψεις για τη «δημιουργία ισχυρών Δήμων με επαρκείς οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους για την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και με ενίσχυση της επιχειρησιακής ικανότητας τους» (Εισηγητική Έκθεση Ν. 3852/2010) διαψεύστηκαν πολύ γρήγορα, δίνοντας τη θέση τους σε περιοριστικές κυβερνητικές πολιτικές που είχαν ως μοναδικό σκοπό την ταχεία προσαρμογή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στη νέα οικονομική συγκυρία. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα, όχι μόνο τη σταδιακή υποχώρηση της (συνταγματικά κατοχυρωμένης) διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας της Αυτοδιοίκησης αλλά και τη θεσμική και πολιτική υποβάθμιση της.
Οι πολύ μεγάλες περικοπές στις κρατικές επιχορηγήσεις για λειτουργικές δαπάνες (ΚΑΠ) και επενδυτικές δραστηριότητες (ΣΑΤΑ) (έως και 60% σε σχέση με την προ του 2011 περίοδο), η μείωση των ιδίων εσόδων και η αύξηση του δανεισμού των δήμων, η σημαντική μείωση του αριθμού του υπηρετούντος προσωπικού (συνταξιοδοτήσεις-διαθεσιμότητα-εφεδρεία) χωρίς αντικατάσταση του (λόγω της αναστολής προσλήψεων που ισχύει στο δημόσιο τομέα έως το 2016), η συρρίκνωση των δαπανών για παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, η μεταφορά αρμοδιοτήτων από το κεντρικό κράτος προς ...
.....την αυτοδιοίκηση δίχως αντίστοιχη μεταφορά πόρων, η κατάργηση της Δημοτικής Αστυνομίας η οποία προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στην ευταξία των πόλεων και στην επίλυση ζητημάτων που σχετίζονταν με την ποιότητα ζωής των πολιτών, αποτελούν μερικά μόνο παραδείγματα των δυσμενών – για την Αυτοδιοίκηση - μέτρων που ελήφθησαν από το κεντρικό κράτος τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και το ότι:
• το θεσμικό, οργανωτικό και λειτουργικό περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργούν οι Δήμοι, εξακολουθεί – ακόμη και μετά τον «Καλλικράτη» - να χαρακτηρίζεται από έντονο συγκεντρωτισμό και υπέρμετρη γραφειοκρατία,
• απουσιάζουν παντελώς μηχανισμοί και διαδικασίες αξιολόγησης της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών ενώ βασικές αρχές του δημόσιου μάνατζμεντ όπως ο προγραμματισμός και η στοχοθεσία αποτελούν άγνωστες λέξεις για τους περισσότερους ΟΤΑ,
• η επιχειρησιακή λειτουργία των Δήμων «καπελώνεται» από ένα δαιδαλώδες και χρονοβόρο προληπτικό σύστημα ελέγχων, που στην προσπάθεια αποτροπής της διαφθοράς και της αδιαφάνειας, τους οδηγεί σε “ακινησία”,
• δεν υπάρχουν θεσμοθετημένες διαδικασίες που να εξασφαλίζουν τη διοικητική συνέχεια στους ΟΤΑ,
τότε γίνεται εύκολα αντιληπτή η κρισιμότητα της κατάστασης όσον αφορά το “αύριο” της Αυτοδιοίκησης αλλά και το βάρος της ευθύνης που πέφτει στους “ώμους” των νέων δημοτικών αρχών, οι οποίες θα κληθούν, από την 1η του Σεπτέμβρη, να διαχειριστούν τα πολλαπλά προβλήματα και τις προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η Αυτοδιοίκηση.
Την ίδια στιγμή, η κοινωνία και οι πολίτες – που βιώνουν όλα αυτά τα χρόνια τη σκληρή λιτότητα, την ύφεση, την ανεργία, το φόβο και την ανασφάλεια για το αύριο, εξέφρασαν στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές, την έντονη δυσαρέσκεια τους για τον ίδιο «Καλλικράτη» και τις λειτουργίες του - και κατά συνέπεια και για τα αιρετά όργανα που κλήθηκαν να τον εφαρμόσουν κατά την πρώτη περίοδο εφαρμογής του - καθιστώντας παράλληλα σαφές ότι ο «Καλλικράτης», παρά τις θεσμικές «περγαμηνές» που τον συνόδευαν κατά την ψήφιση του από τη Βουλή των Ελλήνων, δεν κατάφερε να πείσει και να αποδείξει εμπράκτως ότι ήρθε για να στηρίξει τα δίκαια και τις ανάγκες των πολιτών, να αναβαθμίσει την καθημερινότητα τους και να συμβάλει στην ανάπτυξη και ευημερία των τοπικών κοινωνιών. Ενδεικτικό των παραπάνω είναι το ότι οι πολίτες επέλεξαν στις δημοτικές εκλογές του Μαΐου, σε ποσοστό 65%, δημοτικές αρχές διαφορετικές από εκείνες που είχαν αναλάβει την ευθύνη υλοποίησης του «Καλλικράτη» τη δημοτική περίοδο 2011-2014.
Στη βάση λοιπόν των παραπάνω, προκύπτει εύλογα το ερώτημα: «ποιες είναι οι πολιτικές που πρέπει να υιοθετήσει η Τοπική Αυτοδιοίκηση για να σταθεί όρθια απέναντι στην κρίση αλλά και για να διαμορφώσει τις κατάλληλες συνθήκες που θα οδηγήσουν στην τοπική ανάπτυξη, στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής στις πόλεις;»
ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΥΡΙΟ ΤΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Στο πλαίσιο αυτό η πρωτοβάθμια Τοπική Αυτοδιοίκηση οφείλει να συντονίσει τις δυνάμεις τις και να διεκδικήσει τεκμηριωμένα και με μεθοδικότητα την υλοποίηση – για την δημοτική περίοδο 2014-2020 - έξι κομβικών ζητημάτων που συνδέονται με την οργανωτική, λειτουργική, θεσμική και πολιτική “επιβίωση” της. Αυτά είναι:
1. η διεκδίκηση και υλοποίηση ενός ειδικού αναπτυξιακού προγράμματος – ενός Εθνικού Σχεδίου Επενδύσεων - αποκλειστικά για την Αυτοδιοίκηση, με πόρους που θα αντληθούν από ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά προγράμματα και εργαλεία, με βάση τοπικά και περιφερειακά σχέδια δράσης για την ανάπτυξη και απασχόληση.
2. η προάσπιση της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης σε τοπικό επίπεδο, μέσω της ενίσχυσης των κοινωνικών δομών και της υλοποίησης μιας πιο αποτελεσματικής και διευρυμένης κοινωνικής πολιτικής, με ορθολογική αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων, προς όφελος των πιο αδύναμων κοινωνικά ομάδων και πολιτών.
3. η ενίσχυση του κύρους του θεσμού της Αυτοδιοίκησης και η εμβάθυνση της τοπικής-συμμετοχικής δημοκρατίας, μέσα από την καθημερινή πρακτική και λειτουργία των ίδιων των Δήμων στη βάση του τρίπτυχου διαφάνεια, λογοδοσία, χρηστή διοίκηση.
4. ο περιορισμός της γραφειοκρατίας, κύρια σ’ ότι έχει να κάνει με: α) το ασφυκτικό πλαίσιο εποπτείας και έλεγχου των αποφάσεων των συλλογικών και μονομελών οργάνων των ΟΤΑ από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση β) την απλούστευση και επιτάχυνση των εσωτερικών διοικητικών διαδικασιών των ΟΤΑ και γ) την απλούστευση της διοικητικής διαδικασίας για την ένταξη έργων των ΟΤΑ σε ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά προγράμματα.
5. η νομοθετική βελτίωση των ελλείψεων και αδυναμιών του “Καλλικράτη”, με βάση την αποκτηθείσα εμπειρία από την έως σήμερα εφαρμογή του.
6. η ανα-οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων μεταξύ Κεντρικής Διοίκησης και Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με βασικό κριτήριο την ενίσχυση του κανονιστικού και αναπτυξιακού ρόλου της Αυτοδιοίκησης.
Ειδικά ως προς το τελευταίο, είναι αναγκαίο να γίνει κατανοητό απ’ όλους τους εμπλεκόμενους (Υπουργείο Εσωτερικών, ΚΕΔΕ, ΕΝΠΕ, ΟΤΑ) ποιες είναι σήμερα οι πραγματικές δυνατότητες της Αυτοδιοίκησης και σε ποιους τομείς έχει την ικανότητα να διαδραματίσει έναν ουσιαστικό ρόλο.
Με απλά λόγια, η λογική της άσκησης πληθώρας αρμοδιοτήτων (πολλών εκ των οποίων δεν ανήκουν στη σφαίρα της συνταγματικής αποστολής της Αυτοδιοίκησης) σε διάφορους θεματικούς τομείς, κατά τρόπο αποσπασματικό, ελλειμματικό ή ανεπαρκή δύσκολα μπορεί να συνεχιστεί, ιδιαίτερα σε μια περίοδο κρίσης και περιορισμένων πόρων (ανθρώπινων και οικονομικών). Για την πρωτοβάθμια Αυτοδιοίκηση, ίσως έφτασε η στιγμή ν’ ανοίξει η ίδια - μέσω των συλλογικών της οργάνων - τη συζήτηση αυτή, προτάσσοντας, αν μη τι άλλο, την άσκηση εκείνων των αρμοδιοτήτων για τις οποίες έχει την ικανότητα, τα μέσα και την τεχνογνωσία να ασκήσει με επάρκεια, ποιότητα και αποτελεσματικότητα προς όφελος των πολιτών, αξιοποιώντας στο έπακρο τους διατιθέμενους πόρους.
Συνοψίζοντας, δεν χωράει αμφιβολία πως η Αυτοδιοίκηση βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή με ζητούμενο την διοικητική, οικονομική, πολιτική και ηθική επιβίωση της. Περιθώρια αδράνειας, ολιγωρίας και μετατόπισης ευθυνών δεν υπάρχουν. Η κατάσταση που βιώνουν σήμερα οι φορείς της Αυτοδιοίκησης, καθιστούν αναγκαία την ανάληψη στοχευμένων πρωτοβουλιών για τη διαμόρφωση μιας νέας μεταρρυθμιστικής ατζέντας με επίκεντρο τις θεσμικές – και όχι μόνο - αλλαγές που έχει ανάγκη το σύστημα τοπικής διακυβέρνησης στη χώρα μας.
Την ίδια στιγμή, οι νεοεκλεγείσες Δημοτικές Αρχές οφείλουν τάχιστα να διαμορφώσουν και να εξειδικεύσουν τις πολιτικές προτεραιότητες και τις δράσεις εκείνες που θα οδηγήσουν στην τοπική ανάπτυξη, απαντώντας στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και των πολιτών, δίνοντας έμφαση στη βελτίωση της καθημερινότητας και στην κοινωνική πολιτική, προτάσσοντας παράλληλα την ενίσχυση των θεσμών τοπικής δημοκρατίας με μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης των δημοτικών αποφάσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου