Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας, που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά.
«Να γιατί γράφω. Γιατί η ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος.
«Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδερφοί,
Όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη »
(Οδυσσέας Ελύτης)
Αν ένα παιδί στον κόσμο πεθαίνει από πείνα.
τότε ο πολιτισμός μας έχει αποτύχει οικτρά.
«Ν. Καζαντζάκης»
Τρείς γενεές μετά τον Καζαντζάκη και τον μεγάλο πόλεμο, όσα ακολούθησαν, το ξεθωριασμένο Πολυτεχνείο κ.λ.π. η ανθρωπότητα βιώνει ανείπωτη οδύνη από περιφερειακούς ατέρμονες πολέμους και δυστυχώς αυτόν στο κέντρο της Ευρώπης
Μια περίοδο που η ανθρωπότητα σκιάζεται από την απειλή μιας γενικευμένης πολεμικής ανάφλεξης, που καταπιεσμένοι λαοί υψώνουν ηρωικά το ανάστημά τους για, ανεξαρτησία και πατρίδα, σε μια ιστορική φάση που τα δημοκρατικά δικαιώματα και οι κοινωνικές ελευθερίες δοκιμάζονται από την επικίνδυνη εξάπλωση αντιδραστικών ιδεών, η ποίηση και γενικά ο λόγος των ποιητών μπορεί και χρειάζεται να ακουστεί ξανά στα αυτιά, τον νου και την καρδιά των ανθρώπων και να γίνει το «φως που καίει» το φως μιας ηχηρής και ισχυρής απάντησης για την παγκόσμια φιλία και ειρήνη.
Τι να πούμε τι; Τι να τραγουδήσομε.
Όταν στους τελευταίους επιζώντες της ναζιστικής θηριωδίας ο ευγενικός σήμερα Γερμανός πρόεδρος με πολύ συμπάθεια θεωρεί το θέμα του μαρτυρίου της Γερμανικής ντροπής «λήξαν» Μούρχεται στο νου… ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης 1925-2005. Γιατρός ακτινολόγος στο επάγγελμα, φυσικό ήταν να ακτινογραφήσει και την εποχή του και την ποίηση. Έδωσε το στίγμα της γενιάς του, δίνοντας το «παρών» πρώτα με το πατριωτικό έργο κι έπειτα με το λογοτεχνικό έργο. Έκανε την πράξη λόγο, πηγαίνοντας ανάποδα τη φυσική σειρά που είναι να κάνει τον λόγο πράξη. Κι αυτό γιατί δεν πρόλαβε να πει. Ήταν πολύ νέος τότε και σαν νέος ένιωσε την ανάγκη να πράξει. Και μετά να γράψει. Ένιωσε και έπραξε και έπαθε και έγραψε. Αυτή είναι κλίμακα της ζωής του.
Η μοίρα του ήταν να απογοητευτεί, όπως κάθε ονειροπόλου ή επαναστάτη. Γιατί ο ξεσηκωμός είναι εύκολος και ενθουσιώδης και η σύμπνοια και οι φίλοι. Μετά έρχονται οι πικρές ώρες. Και οι πικρές ώρες που ακολούθησαν την ήττα της γενιάς του τον έκαναν να γράφει απαισιόδοξα και ειρωνικά, να ανατρέπει τα πράγματα. Όπως στο θέατρο. Καδρόνια και σκηνικά ατάκτως ερριμμένα πίσω από τη λαμπερή επιφάνεια. Αυτή την άχαρη εικόνα μας δίνει στο ποίημα: - μουσική και τραγούδι Μ. Θεοδωράκη-
« Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή…..
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουνε δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τούς πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.
Ελπιδοφόρος ο λόγος ενός προοδευτικού ποιητή που αναφέρεται στο δρόμο που χάραξαν τα βήματα του Θεανθρώπου και η αγωνιστική πορεία τόσων ανθρώπων που μάχονται με ελπίδα «χωρίς να λυγίσουν! Όρθιοι έστω και λίγοι μέσα στην ερημία, την αδιαφορία του κόσμου.
Ίσως κάποτε κατανοήσουν οι άνθρωποι, ότι το μόνο που επιτυγχάνουν οι πόλεμοι είναι να γενούν κι άλλους πολέμους.
Γ. Πευκιανάκης : Κίσσαμος- Νοέμβρης 2024
«Να γιατί γράφω. Γιατί η ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος.
«Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδερφοί,
Όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη »
(Οδυσσέας Ελύτης)
Αν ένα παιδί στον κόσμο πεθαίνει από πείνα.
τότε ο πολιτισμός μας έχει αποτύχει οικτρά.
«Ν. Καζαντζάκης»
Τρείς γενεές μετά τον Καζαντζάκη και τον μεγάλο πόλεμο, όσα ακολούθησαν, το ξεθωριασμένο Πολυτεχνείο κ.λ.π. η ανθρωπότητα βιώνει ανείπωτη οδύνη από περιφερειακούς ατέρμονες πολέμους και δυστυχώς αυτόν στο κέντρο της Ευρώπης
Μια περίοδο που η ανθρωπότητα σκιάζεται από την απειλή μιας γενικευμένης πολεμικής ανάφλεξης, που καταπιεσμένοι λαοί υψώνουν ηρωικά το ανάστημά τους για, ανεξαρτησία και πατρίδα, σε μια ιστορική φάση που τα δημοκρατικά δικαιώματα και οι κοινωνικές ελευθερίες δοκιμάζονται από την επικίνδυνη εξάπλωση αντιδραστικών ιδεών, η ποίηση και γενικά ο λόγος των ποιητών μπορεί και χρειάζεται να ακουστεί ξανά στα αυτιά, τον νου και την καρδιά των ανθρώπων και να γίνει το «φως που καίει» το φως μιας ηχηρής και ισχυρής απάντησης για την παγκόσμια φιλία και ειρήνη.
Τι να πούμε τι; Τι να τραγουδήσομε.
Όταν στους τελευταίους επιζώντες της ναζιστικής θηριωδίας ο ευγενικός σήμερα Γερμανός πρόεδρος με πολύ συμπάθεια θεωρεί το θέμα του μαρτυρίου της Γερμανικής ντροπής «λήξαν» Μούρχεται στο νου… ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης 1925-2005. Γιατρός ακτινολόγος στο επάγγελμα, φυσικό ήταν να ακτινογραφήσει και την εποχή του και την ποίηση. Έδωσε το στίγμα της γενιάς του, δίνοντας το «παρών» πρώτα με το πατριωτικό έργο κι έπειτα με το λογοτεχνικό έργο. Έκανε την πράξη λόγο, πηγαίνοντας ανάποδα τη φυσική σειρά που είναι να κάνει τον λόγο πράξη. Κι αυτό γιατί δεν πρόλαβε να πει. Ήταν πολύ νέος τότε και σαν νέος ένιωσε την ανάγκη να πράξει. Και μετά να γράψει. Ένιωσε και έπραξε και έπαθε και έγραψε. Αυτή είναι κλίμακα της ζωής του.
Η μοίρα του ήταν να απογοητευτεί, όπως κάθε ονειροπόλου ή επαναστάτη. Γιατί ο ξεσηκωμός είναι εύκολος και ενθουσιώδης και η σύμπνοια και οι φίλοι. Μετά έρχονται οι πικρές ώρες. Και οι πικρές ώρες που ακολούθησαν την ήττα της γενιάς του τον έκαναν να γράφει απαισιόδοξα και ειρωνικά, να ανατρέπει τα πράγματα. Όπως στο θέατρο. Καδρόνια και σκηνικά ατάκτως ερριμμένα πίσω από τη λαμπερή επιφάνεια. Αυτή την άχαρη εικόνα μας δίνει στο ποίημα: - μουσική και τραγούδι Μ. Θεοδωράκη-
« Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή…..
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουνε δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τούς πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.
Ελπιδοφόρος ο λόγος ενός προοδευτικού ποιητή που αναφέρεται στο δρόμο που χάραξαν τα βήματα του Θεανθρώπου και η αγωνιστική πορεία τόσων ανθρώπων που μάχονται με ελπίδα «χωρίς να λυγίσουν! Όρθιοι έστω και λίγοι μέσα στην ερημία, την αδιαφορία του κόσμου.
Ίσως κάποτε κατανοήσουν οι άνθρωποι, ότι το μόνο που επιτυγχάνουν οι πόλεμοι είναι να γενούν κι άλλους πολέμους.
Γ. Πευκιανάκης : Κίσσαμος- Νοέμβρης 2024