Kύκλο με μαυρομάνικο μαχαίρι θα χαράξω
κι ένα σταυρό καταμεσίς χάμαι στη γης θα γράψω.
Nα κάτσω απάνω στο σταυρό να μη ξαναταράξω
και ξαργουτού τη λύρα μου ανάποδα να πιάσω.
... Nα ’ρθουν οι ζερζεβούληδες, χίλιοι καλικατζάροι,
κι ο κάθα εις να πολεμά τη λύρα να μου πάρει.
Nα με ρωτού, να μη μιλώ μηδ’ άχνα να μη βγάνω,
να λένε, να μου τάσσουνε, το γ-κουζουλό να κάνω.
... Στην υστεργιά ένας κουτσός, γέρου διαόλου κάρτσα,
θα μπαϊλτίσει να γροικά τση λύρας μου τα φάλτσα
κι ωσά ντόν όφι θα χυθεί τη λύρα να μ’ αρπάξει,
σ’ ένα χαράκι θ’ ανεβεί αντίκρυτα να κάτσει.
N’ αρχίξει ο γέρο δαίμονας απόσιγα να παίζει,
να βγάνει η λύρα κοντυλιές ωσά ντο πετιμέζι.
Nα ξεσταθού ντ’ αερικά και το διαολομάνι,
να στέσου μέγα πατιρντί και γλέντι μάνι - μάνι.
... Kι εγώ θα κάθομ’ άπραγος μα και τρουλαφχιασμένος
να ιδώ και ν’ αφρουκάζομαι πως παίζει ο ξορκισμένος.
Nα κλέφτω τα τσακίσματα, τη γλύκα του σκοπού ντου,
του δοξαριού το γύρισμα, το σείσμα του χεριού ντου.
Nα μάθω χίλια μυστικά ώστε να ξημερώσει,
να φύγου ντα δαιμονικά κι ο τόπος να μερώσει..
Σύμφωνα λοιπόν με τον θρύλο αυτό, όποιος θέλει να μάθει να παίζει καλά τη λύρα πηγαίνει κατά τα μεσάνυχτα σ’ ένα έρημο σταυροδρόμι και εκεί χαράζει κάτω στη γη, μ’ ένα μαυρομάνικο μαχαίρι, ένα γύρο (=κύκλο). Μέσα εκεί κάθεται και παίζει.
Σε λίγο έρχονται από παντού νεράιδες και τον περιτριγυρίζουν. Ο σκοπός τους δεν είναι καλός, γιατί θέλουν να τον πατάξουν. Μα αφού δεν μπορούν να μπουν στο γύρο, προσπαθούν με κάθε τρόπο να τον ξεπλανέψουν και να τον τραβήξουν έξω. Και του λένε γλυκά λόγια και όμορφα τραγούδια και του κάνουν χίλια δυο τσακίσματα. Μα εκείνος, αν είναι φρόνιμος, κάνει πέτρα την καρδιά και εξακολουθεί να παίζει ατάραχος τη λύρα....
Φώτο Ανυφαντάκης
Στοιχεία απο το βιβλίο Β. Χαρωνίτη, «Η Κρήτη των θρύλων»
κι ένα σταυρό καταμεσίς χάμαι στη γης θα γράψω.
Nα κάτσω απάνω στο σταυρό να μη ξαναταράξω
και ξαργουτού τη λύρα μου ανάποδα να πιάσω.
... Nα ’ρθουν οι ζερζεβούληδες, χίλιοι καλικατζάροι,
κι ο κάθα εις να πολεμά τη λύρα να μου πάρει.
Nα με ρωτού, να μη μιλώ μηδ’ άχνα να μη βγάνω,
να λένε, να μου τάσσουνε, το γ-κουζουλό να κάνω.
... Στην υστεργιά ένας κουτσός, γέρου διαόλου κάρτσα,
θα μπαϊλτίσει να γροικά τση λύρας μου τα φάλτσα
κι ωσά ντόν όφι θα χυθεί τη λύρα να μ’ αρπάξει,
σ’ ένα χαράκι θ’ ανεβεί αντίκρυτα να κάτσει.
N’ αρχίξει ο γέρο δαίμονας απόσιγα να παίζει,
να βγάνει η λύρα κοντυλιές ωσά ντο πετιμέζι.
Nα ξεσταθού ντ’ αερικά και το διαολομάνι,
να στέσου μέγα πατιρντί και γλέντι μάνι - μάνι.
... Kι εγώ θα κάθομ’ άπραγος μα και τρουλαφχιασμένος
να ιδώ και ν’ αφρουκάζομαι πως παίζει ο ξορκισμένος.
Nα κλέφτω τα τσακίσματα, τη γλύκα του σκοπού ντου,
του δοξαριού το γύρισμα, το σείσμα του χεριού ντου.
Nα μάθω χίλια μυστικά ώστε να ξημερώσει,
να φύγου ντα δαιμονικά κι ο τόπος να μερώσει..
Σύμφωνα λοιπόν με τον θρύλο αυτό, όποιος θέλει να μάθει να παίζει καλά τη λύρα πηγαίνει κατά τα μεσάνυχτα σ’ ένα έρημο σταυροδρόμι και εκεί χαράζει κάτω στη γη, μ’ ένα μαυρομάνικο μαχαίρι, ένα γύρο (=κύκλο). Μέσα εκεί κάθεται και παίζει.
Σε λίγο έρχονται από παντού νεράιδες και τον περιτριγυρίζουν. Ο σκοπός τους δεν είναι καλός, γιατί θέλουν να τον πατάξουν. Μα αφού δεν μπορούν να μπουν στο γύρο, προσπαθούν με κάθε τρόπο να τον ξεπλανέψουν και να τον τραβήξουν έξω. Και του λένε γλυκά λόγια και όμορφα τραγούδια και του κάνουν χίλια δυο τσακίσματα. Μα εκείνος, αν είναι φρόνιμος, κάνει πέτρα την καρδιά και εξακολουθεί να παίζει ατάραχος τη λύρα....
Φώτο Ανυφαντάκης
Στοιχεία απο το βιβλίο Β. Χαρωνίτη, «Η Κρήτη των θρύλων»