Του Αντρέα Μαρολαχάκη
Με το τέλος του χειμώνα, αφού τέλειωναν τα χιόνια και οι βροχές, λίγο πριν από την άνοιξη, δειλά δειλά βγαίναμε, πάλι στην αλάνα, στα καμένα. Φυσικά οι δραστηριότητες μας, ήταν περιορισμένες γιατί ακόμη ο καιρός ήταν σχετικά κρύος. Η εποχή βρισκόταν ανάμεσα στο τελείωμα του χειμώνα με στην αρχή της άνοιξης και ήταν πολύ άστατος. Όλο τον χειμώνα ήμασταν κλεισμένοι στα σπίτια μας, και μας είχε λείψει το "έξω" και οι παρέες του Αγ. Βλάση. Υπήρχε τότε ένα έθιμο, λίγες βδομάδες πριν την καθαρά Δευτέρα, όλοι μας, ακόμη και οι λίγο μεγαλύτεροι να κατασκευάζουμε χαρταετούς. Το ίδιο έθιμο επικρατεί και σήμερα, αλλά όλοι τώρα, τους αγοράζουν έτοιμους. Δεν μπορώ να φανταστώ κάποιο σημερινό παιδί, ανάμεσα στα επτά και δώδεκα χρόνια να κατασκευάζει μόνος του τον χαρταετό.
Βλέπαμε τα άλλα τα μεγαλύτερα παιδιά να έχουν ήδη κατασκευάσει, ο καθένας τον δικό χαρταετό, ενώ εμείς οι μικρότεροι, βρισκόμασταν σε αναβρασμό, γιατί κανείς από μας, δεν κατείχε την τεχνική κατασκευής. Με τον φίλο μου τον Μανώλη, κάναμε μια υπερπροσπάθεια, να φτιάξουμε μόνοι μας, τον χαρταετό που τόσο πολύ επιθυμούσαμε. Κάναμε μια εξόρμηση προς τους μπαξέδες, την περιοχή που ήταν περίπου στην παλιά γραμμή (τον σημερινό περιφερειακό δρόμο), για να βρούμε καλάμια, που ήταν απαραίτητα για τον σκελετό της κατασκευής μας. Γρήγορα βρήκαμε μια συστάδα, στην άκρη ενός χωραφιού, με αρκετά από αυτά και κόψαμε με αρκετή δυσκολία τρία. Ικανοποιημένοι γυρίσαμε στην γειτονιά κρατώντας τα στα χέρια μας και φροντίζοντας να τα επιδεικνύουμε σαν λάφυρα. Τα καλάμια ......
....ήταν ίσως το πιο βασικό υλικό, για να κατασκευάσουμε αυτό που τόσο πολύ επιθυμούσαμε.
Αμέσως πήγαμε στο σπίτι του Μανώλη, έξω στην αυλή και αρχίσαμε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό να τεμαχίζουμε τα καλάμια. Πολύ γρήγορα αντιληφθήκαμε, πως αυτά που είχαμε στην κατοχή μας δεν ήταν τα κατάλληλα λόγω του πάχους και του μεγέθους τους. Στην αρχή βρεθήκαμε σε αδιέξοδο, απογοητευμένοι τα κοιτάζαμε χωρίς να ήμαστε σε θέση να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα της κατασκευής του χαρταετού. Δεν θυμάμαι ποιος από του δύο το πρότεινε, αλλά αποφύγαμε τη σκόπελο χαράζοντας σταυρωτά την διάμετρο των καλαμιών, έτσι ώστε να χωρίσουμε το ένα σε τέσσαρα κομμάτια και να μειωθεί κατά το ένα τέταρτο το πάχος του. Αυτό τότε μας φάνηκε σαν μια πολύ έξυπνη λύση, χωρίς να σκεφτούμε κάποια πιθανά μειονεκτήματα που θα συναντούσαμε στο μέλλον, με την κοπή τους. Αφού βάλαμε τρία καλάμια ίδιου μήκους σχηματίζοντας ένα είδος αστεριού, στο κέντρο εκεί ακριβώς που ενώνοντας, τα δέσαμε σφικτά με σπάγκο. Κατόπιν ενώσαμε τις άκρες τους τεντώνοντας επίσης τον σπάγκο, έτσι η πρώτη φάση της κατασκευής μας ήταν έτοιμη, είχαμε δηλαδή φτιάξει τον σκελετό. Ο πατέρας του Μανώλη ήταν έμπορος φρούτων και για αυτό τον λόγο στην αποθήκη τους υπήρχαν υλικά συσκευασίας. Ανάμεσα σε αυτά τα υλικά είχε και κόλλες με τις οποίες έντυναν τα τελάρα. Μόνο που αυτές οι κόλλες ήταν πιο χοντρές και συνεπώς πιο βαριές, από αυτές που στην πραγματικότητα χρειαζόμασταν για το εγχείρημά μας. Αυτό όμως δεν το λάβαμε καθόλου υπ’ όψιν μας, αντίθετα με κέφι απλώσαμε τις κόλλες στο τσιμέντο της αυλής, βάλαμε επάνω τον σκελετό και με ένα ψαλίδι κόψαμε την κόλλα περιμετρικά του, επίσης κόψαμε σε βάθος ενός περίπου πόντου, από τις άκρες τις κόλλες στο ύψος του κάθε καλαμιού. Έτσι ώστε να έχουμε την δυνατότητα, να διπλώσουμε το χαρτί πάνω από τον σπάγκο. Κατόπιν πήραμε ένα πλαστικό ποτήρι (είχαμε κόψει ένα μπουκάλι χλωρίνης για αυτό) βάλαμε μέσα λίγο αλεύρι το ανακατέψαμε με νερό έτσι ώστε να έχουμε, με μιας πρώτης τάξεως αλευρόκολλα. Με ένα σπασμένο κλαδάκι, ό ένας άπλωνε στην άκρη του χαρτιού την κόλλα και ο άλλος το δίπλωνε γρήγορα, πριν προλάβει να στεγνώσει η αλευρόκολλα. Με αρκετό κόπο και πολλές επαναλήψεις διαφόρων εργασιών, στο τέλος καταφέραμε να τελειώσουμε τον χαρταετό και να τον αφήσουμε στον ήλιο να στεγνώσει. Εμείς όμως συνεχίζαμε να δουλεύουμε ασταμάτητα, ψαλιδίζοντας, τις κόλλες του χαρτιού για να κάνουμε μια αρκετή μεγάλη ουρά. Όπως ξέραμε από τις συζητήσεις με τα μεγαλύτερα παιδιά, η ουρά ήταν αυτή που έδινε ισορροπία και κρατούσε σε έλεγχο τον αητό. Μετά το στέγνωμα δέσαμε την ουρά, σχετικά εύκολα, αλλά παιδευτήκαμε πάρα πολύ ώρα, στο να συγχρονίσουμε τα ζύγια του. Δηλαδή του τρία κομμάτια της κλωστής, που σχηματίζονται από τις δύο άκρες του σκελετού, με την ένωση τους. ‘Έπρεπε να προσέξουμε οπωσδήποτε, τα ζύγια να είναι ισοσκελή.
Αυτό μας παίδεψε αρκετά, γιατί όσο κι αν φαίνεται πως είναι εύκολο, για μας ήταν μια λεπτοδουλειά που με μεγάλη δυσκολία καταφέραμε να τη φέρουμε εις πέρας. Στο τέλος, ικανοποιημένοι από την δουλειά μας, ενώσαμε τα ζύγια με την καλούμπα και ήμασταν έτοιμοι για να χαρούμε το κατόρθωμα μας.
Ο Μανώλης τον έπιασε με προσοχή ενώ εγώ κρατούσα την ουρά του, φροντίζοντας να μην ακουμπάει στο έδαφος. Με αυτόν τον τρόπο, διασχίσαμε όλη την γειτονιά καμαρωτοί και φθάσαμε στην αλάνα. Εκεί ήδη βρισκόταν αρκετά παιδιά όλοι οι φίλοι μας,μόνο που δεν έπαιζαν, αλλά παρακολουθούσαν , τους χαρταετούς που είχαν υψώσει δύο μεγαλύτερα παιδιά. Τους κρατούσαν κόντρα στον άνεμο, κάθε τόσο τραβούσαν την καλούμπα, αμέσως μετά την άφηναν χαλαρά, έτσι ώστε να ανεβαίνουν όλο και πιο ψηλά. Το έκαναν με τέχνη, σίγουροι για την κάθε κίνηση που θα έπρεπε να κάνουν, φροντίζοντας να έχουν απόσταση μεταξύ του για να μη μπλέξουν οι σπάγκοι. Μεταξύ των δύο, υπήρχε ένας άτυπος διαγωνισμός για το ποιος θα καταφέρει να στείλει πιο ψηλά τον δικό του και ακούγαμε επιφωνήματα αλλά και επικρίσεις. Τα παιδιά της γειτονιάς μας είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες σχολιάζοντας με γέλια και φωνές υποστηρίζοντας, η κάθε μία τον δικό της ευνοούμενο, ενώ χλεύαζαν τον αντίπαλο.
Τότε μπήκαμε αποφασιστικά στο παιχνίδι εγώ με τον Μανώλη, έπιασα απαλά τον χαρταετό, οπισθοχωρώντας μέχρι που ακούμπησα σχεδόν, την πλάτη μου στον τοίχο της Κυριώτισσας. έτσι άφησα μπροστά ελεύθερο το πεδίο, για να μπορέσει ο συνεργάτης μου να τρέξει κρατώντας την άκρη της καλούμπας. Τον σήκωσα με το ένα χέρι μου, όσο πιο ψηλά μπορούσα ενώ ο φίλος μου, άρχισε να τρέχει κόντρα στον άνεμο. Ο αητός μας, έφυγε από το χέρι μου, σταδιακά άρχισε να σηκώνεται και σε λίγο έφθασε σε ένα αρκετά καλό ύψος ώστε να αισθανόμαστε υπερήφανοι για το κατόρθωμα μας. Μόνο που η περηφάνια μας, δεν κράτησε για πολύ. Μόλις ο Μανώλης σταμάτησε να τρέχει και προσπάθησε να τον αναγκάσει, την καλούμπα. Ο αητός όμως, άρχισε να κάνει ανεξέλεγκτους ελιγμούς, πότε προς τα αριστερά και πότε προς τα δεξιά, με ταχύτητα αλλάζοντας ύψος, αφού έκανε απότομες βουτιές. Ήταν πλέον φανερό πως ο φίλος μου δεν είχε την κατάσταση στα χέρια του, γιατί παρ’ όλες τις προσπάθειες του, το μόνο που κατάφερνε ήταν να χειροτερεύει την κατάσταση. Τα γέλια όλων των παιδιών, είχαν καλύψει, κάθε άλλο θόρυβο και φυσικά γελούσαν με μας. Με ένα δυνατό τράβηγμα προσπάθησε να τον ανυψώσει κάθετα, για μια στιγμή τα κατάφερε, άρχισε να ανεβαίνει με ταχύτητα. Πριν όμως προλάβουμε να χαρούμε γύρισε προς τα αριστερά, με απίστευτη με δύναμη, έσκασε με ένα περίεργο γδούπο στο έδαφος και τσακίστηκε. Μαζί του τσακίστηκε και η περηφάνια μας, καθώς τα γέλια και τα χλεύη όλων είχαν σαν αντικείμενο εμάς τους δύο. Αμίλητοι, μαζέψαμε ότι απέμεινε από το κατασκεύασμα μας, διασχίσαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε την αλάνα και κρυφτήκαμε κυριολεκτικά στην αυλή του σπιτιού του φίλου μου.
Η απογοήτευση μας δεν είχε όρια, απαντούσαμε μονολεκτικά στις ερωτήσεις της κας Χρυσάνθης χωρίς να έχουμε όρεξη για τίποτα. Από την δύσκολη θέση μας έβγαλε ο πατέρας του φίλου μου, αφού άκουσε το πάθημα μας, κοίταξε για λίγο το τσακισμένο κατασκεύασμα μας και μας επεσήμανε τα λάθη που είχαμε κάνει. Τα καλάμια που χρησιμοποιήσαμε, ασχέτως αν τα σχίσαμε ήταν βαριά, θα έπρεπε να έχουμε λεπτά ολόκληρα στεγνά, γιατί αυτά ήταν κούφια στο εσωτερικό του και επομένως πιο ελαφριά. Οι κόλλες φρούτων που είχαμε βάλει, ήταν χοντροκομμένες βαριές και σίγουρα δεν βοηθούσαν στην πτήση. Η αλευρόκολλα με την οποία κολλήσαμε τον αητό ήταν βαριά για τέτοιου είδους κατασκευές, το χειρότερο όμως όλων ήταν πως είχαμε παταγωδώς αποτύχει στα ζύγια. Όταν μας είδε λυπημένους και αμίλητους, μας υποσχέθηκε πως θα μας έβρισκε αυτός τα κατάλληλα καλάμια, για να επιτύχουμε, μια άλλη καλύτερη κατασκευή. Εμείς παρ’ όλο που δεν τον πιστέψαμε απόλυτα, δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο παρά να περιμένουμε έστω και με βαριά καρδιά. Αποφασίσαμε όμως για το επόμενο διάστημα να μην πάμε στην αλάνα, μέχρι να ξεχαστεί το πάθημα μας.
Στην γειτονιά μας, λίγο πιο πάνω από το σπίτι μας, έμεναν δύο αδέρφια ο Γιάννης και ο Θωμάς ή Μάκης όπως τον φωνάζαμε. Ο Μάκης ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος από μένα και ο Γιάννης περίπου τέσσαρα. Κατά γενική αποδοχή, ο Γιάννης κατασκεύαζε τους καλύτερους χαρταετούς στην περιοχή και πάρα πολλά παιδιά κατέφευγαν σε αυτό για βοήθεια. Αυτός όμως δεν τους βοηθούσε, τζάμπο, τους ζητούσε τα υλικά και το ποσό των τεσσεράμιση δραχμών σαν αμοιβή για να τους φτιάξει μόνος του. Όταν είχα ακούσει για την αμοιβή του, την πρώτη φορά δεν μπορούσα να εξηγήσω γιατί να ήταν αυτό το ποσό. Αργότερα κατάλαβα πως αυτό το ποσό αντιστοιχούσε στο αντίτιμο του παιδικού εισιτηρίου για τον κινηματογράφο. Με αυτό τον τρόπο κατάφερνε και εξοικονομούσε τα χρήματα που χρειαζόταν για να δει τις ταινίες που τον ενδιέφεραν.
Ο πατέρας του Μανώλη, κράτησε τον λόγο του και μας έφερε ένα δεμάτι καλάμια, λεπτά, ελαφριά που στο τελείωμα του τους είχαν μια μπεζ φούντα. Τα πιάσαμε στα χέρια μας, ήταν ελαφριά σαν πούπουλο και το μήκος του αρκετό για αυτό που τα θέλαμε. Το επόμενο εμπόδιο ήταν οι κόλλες, θέλαμε κόλλες λεπτές και αν ήταν δυνατόν ελαφρώς αδιάβροχες. Το πρόβλημα αυτό μας το έλυσε ο πατέρας μου, ο οποίος βλέποντας την ζήτηση και το πάθος των παιδιών για χαρταετούς έφερε κόλλες και ειδικούς σπάγκους στο μπακάλικο για να τους εμπορευτεί. Αφού του υποσχέθηκα πως θα είμαι επιμελής με τα μαθήματα μου και γενικά υπάκουος στις εντολές του, τελικά μου έδωσε τρεις κόλλες. Εγώ όμως δεν αρκέστηκα σε αυτό, με υπομονή και επιμονή του ζήτησα να μου δώσει δυο τρεις από τους καινούργιους σπάγκους που είχε φέρει , του ζιλέδες όπως τους λέγαμε. Αυτοί ήταν σαν κλωστή, λεπτοί, αλλά πολύ μεγάλης αντοχής, τους ίδιους χρησιμοποιούσαν για το ψάρεμα για αυτό και η δεύτερη ονομασία τους ήταν ψαρόνημα. Έβγαιναν σε δύο χρώματα, σε λευκό και μαύρο ήταν συσκευασμένοι σε ένα είδος πλεξίδας και αγοραστής θα έπρεπε να τον κουβαριάσει. Με τον ίδιο τρόπο, με υποσχέσεις και παρακάλια απέσπασα δύο ζιλέδες, μετά σε συνεργασία με τον Μανώλη, τους κουβαριάσαμε βάζοντας στην αρχή ένα κλαδί δέκα πέντε πόντων και γύρω από αυτό τυλίξαμε όλο τον σπάγκο. Το επόμενο στάδιο ήταν να διαπραγματευτούμε με τον Γιάννη την τιμή. Ελπίζαμε να καταφέρουμε μια κάπως καλύτερη τιμή για μας, αλλά ο Γιάννης ήταν πολύ σκληρός διαπραγματευτής. Έτσι αναγκαστήκαμε να του δώσουμε το ποσό που ζητούσε, αυτός από την μεριά του, υποσχέθηκε πως την Κυριακή θα τον είχε έτοιμο. Μέσα στη βδομάδα που διανύαμε έπεσε στα χέρια μου, μια αφίσα που είχε για θέμα της, ένα γεράκι που πετούσε με ανοιγμένα τα φτερά του, σε όλο το μήκος τους. Αυτή η αφίσα με γοήτευσε τόσο πολύ, που αποφάσισα να κάνω μια υπέρβαση στο θέμα της επικείμενης κατασκευής. Συνεννοήθηκα με τον φίλο μου και αφού κόψαμε περιμετρικά την αφίσα, ζητήσαμε από τον Γιάννη να την κολλήσει πάνω στην κεντρική κόλλα του χαρταετού. Παραδόξως ο Γιάννης δεν μας αρνήθηκε αυτή την χάρη, ίσως γιατί του άρεσε σαν ιδέα.
Όλη μέρα την Κυριακή περιμέναμε με αγωνία τον Γιάννη, το απόγευμα, όπως μας είχε υποσχεθεί, μας τον παρέδωσε. Μόλις τον είδαμε δεν πιστεύαμε στα μάτια μας, ήταν ο καλύτερος χαρταετός, από όλους, όσους είχαμε δει μέχρι εκείνη την στιγμή. Δίχρωμος, κόκκινος με κίτρινο, με μακριά πολύχρωμη ουρά, με κάτι κρόσσια σαν φτερά στα δεξιά και αριστερά, έφθανε στο ύψος του στήθους μου. Το καλύτερο από όλα ήτα το γεράκι, που με ανοιχτές τις φτερούγες σαν να πετάει, ήταν κολλημένο στο κέντρο. Ο Γιάννης είχε κάνει, πάρα πολύ καλή δουλειά, το γεράκι ήταν τόσο καλά κολλημένο πάνω στις κόλλες που έμοιαζε σαν ζωντανό. Χωρίς να ξέρουμε αν το γεράκι της αφίσας ήταν αρσενικό ή θηλυκό εμείς αυθαίρετα αποφασίσαμε πως ήταν θηλυκό και ονομάσαμε τον χαρταετό μας Γερακίνα. Το συμφωνήσαμε αμέσως και οι δύο, δεν ξέρω για ποιο λόγο τον ονομάσαμε έτσι, ίσως μας ενέμπνευσε το γνωστό τραγούδι, γεγονός ήταν πάντως πως μας είχε γοητεύσει αυτό το όνομα. Την πιάσαμε με προσοχή ο ένας το κυρίως σώμα, ο άλλος την ουρά και καμαρωτοί δια σχίσαμε όλη την γειτονιά, με τα παιδιά που μας έβλεπαν στον δρόμο, να μας θαυμάζουν. Φθάσαμε στην αλάνα όπου υπήρχαν ήδη τρεις ομάδες παιδιών με τους αητούς τους. Μόλις όμως είδαν τον δικό μας, οι περισσότεροι σφύριξαν με θαυμασμό, ενώ όλοι μας ρωτούσαν να τους πούμε λεπτομέρειες. Εμείς με την μύτη μας ψηλά, δεν τους απαντούσαμε, αμίλητοι και ακατάδεχτοι προετοιμαστήκαμε για την πτήση της Γερακίνας. Αυτή την φορά πήραμε όλες τις προφυλάξεις, έτσι ώστε να αποφύγουμε κάθε πιθανό λάθος. Ελέγξαμε πρώτα την δύναμη και την φορά του ανέμου, υπολογίσαμε την απόσταση με την οποία θα κάναμε εκκίνηση, χαλαρώσαμε την καλούμπα, για να μας διευκολύνει στο τρέξιμο και πήραμε θέσεις. Εγώ ακούμπησα την πλάτη μου στον τοίχο της Κυριώτισσας, ο Μανώλης απομακρύνθηκε λίγα μέτρα με τον σπάγκο χαλαρό, σήκωσα με το αριστερό μου χέρι την Γερακίνα, ενώ με το δεξί κρατούσα απαλά την ουρά της. Μόλις έδωσα το σύνθημα, ο φίλος μου έτρεξε με όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο αητός τον ακολούθησε και όσο χαλάρωνε τον σπάγκο, αυτός ανέβαινε ψηλά προς τον ουρανό, στο κέντρο της αλάνας. Ο Μανώλης σταμάτησε να τρέχει, στάθηκε ακίνητος και με απίστευτη μαεστρία καθοδηγούσε την Γερακίνα, χαλαρώνοντας ή τραβώντας το σχοινί ανάλογα με την περίπτωση. Η ώθηση του ανέμου την ανέβαζε όλο και πιο ψηλά με μια ευκολία που σε μένα φαινόταν απίθανη. Τρέχοντας έφθασα δίπλα τον φίλο μου και άρχισα γεμάτος έξαψη να του δίνω οδηγίες, που μάλλον άχρηστες του ήταν.
Όλα τα παιδιά της γειτονιάς κραύγαζαν και σχολίαζαν θετικά για το κατόρθωμα μας, μη δίνοντας καμία σημασία πλέον, στους άλλους χαρταετούς. Η Γερακίνα πετούσε αγέρωχη, καμαρωτή υπακούοντας πλήρως στις εντολές μας. Κάποια στιγμή ζήτησα να έχω εγώ τον έλεγχο της και πήρα στα χέρια μου την καλούμπα. Η αίσθηση που ένιωσα ήταν μοναδική, το τράβηγμα της, μεταδιδόταν σε μένα, μέσω του σπάγκου, σαν να ήταν ζωντανός οργανισμός. Κάθε απαλή κίνηση που έκανα, αυτομάτως είχε την ανάλογη αντίδραση, εκεί ψηλά στον ουρανό, αναγκάζοντας την, να στρίβει αναλόγως. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν αποφασίσαμε να την κατεβάσουμε. Εγώ τραβούσα χαλαρά τον σπάγκο, αναγκάζοντας την γερακίνα να κατεβαίνει αργά αλλά σταθερά. Συγχρόνως ο Μανώλης, τον μάζευε με γρήγορες κινήσεις προσέχοντας μη μπερδευτεί. Όταν ο σπάγκος σε κάποιο σημείο μπερδευόταν, ό φίλος μου τον έκοβε σε εκείνο το σημείο και τον ένωνε παρακάτω, με ένα σφικτό κόμπο. Πολύ εύκολα την κατεβάσαμε, την έπιασα στα χέρια μου και πρόσεξα να μην ακουμπήσει στο έδαφος. Γεμάτοι περηφάνεια, με απαλές κινήσεις, σχεδόν με χάδια μαζεύαμε την Γερακίνα και τον σπάγκο. Δεν ξέρω αν τελικά ο ενθουσιασμός μας ήταν μεταδοτικός, αλλά όλα τα παιδιά της γειτονιάς, ήρθαν κοντά μας, για να την θαυμάσουν, σχολιάζοντας την. Εμείς καμαρώναμε, χωρίς να τους δίνουμε ιδιαίτερη σημασία, γιατί εκείνη την στιγμή ξέραμε πως κανένας άλλος δεν είχε τόσο όμορφο και τόσο λειτουργικό χαρταετό. Διασχίσαμε αργά σχεδόν τελετουργικά, όλη την γειτονιά κρατώντας την στα χέρια. Την ασφαλίσαμε στην αποθήκη που χρησιμοποιούσε ο πατέρας του Μανώλη για να αποθηκεύει τα υλικά συσκευασίας των φρούτων, για να είμαστε σίγουροι πως δεν θα έχουμε κανένα ατύχημα.
Από εκείνη την ημέρα, αυτό ήταν η μόνη μας διασκέδαση, μόλις σχολάγαμε από το σχολείο, το να υψώσουμε την γερακίνα ήταν η πρώτη μας επιδίωξη. Είχαμε γίνει αντικείμενα θαυμασμού από μικρούς και μεγάλους. Όλοι σχολίαζαν, την ομορφιά και την χάρη της Γερακίνας. Εμείς όλα αυτά τα απολαμβάναμε, μα η πιο καλή μας στιγμή ήταν, όταν κρατούσαμε τον σπάγκο και ο χαρταετός ανέβαινε στα ύψη.
Θυμάμαι πως τότε, επειδή ίσως βρισκόμασταν στη μεταβατική περίοδο από το χειμώνα στην άνοιξη, για αρκετές ημέρες ο καιρός ήταν άστατος, με παρατεταμένες βροχές και κρύο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να μην μπορούμε να βγούμε στην αλάνα για παιγνίδι και έτσι μέναμε αναγκαστικά μέσα στα σπίτια μας. Οι μέρες που μας κράτησαν μαντρωμένους, μέσα στα σπίτια μας, μας έκαναν νευρικούς και ανυπόμονους. Περιμέναμε πως και πώς να φτιάξει έστω και για λίγο ο καιρός, για να μπορέσουμε να ξεπορτίσουμε για παιχνίδι.
Αυτό δεν άργησε να γίνει, επί τέλους ο ήλιος κάποτε βγήκε, αν και χλωμός, ανεβάζοντας την διάθεση μας, στα ύψη. Αμέσως μόλις μας δόθηκε η ευκαιρία, πήραμε την Γερακίνα και τρέξαμε προς τα καμένα. Στην στροφή λίγο πριν φτάσουμε στον Αγ. Βλάση, μας είδε ο πατέρας μου και μας είπε πως ο καιρός δεν είναι κατάλληλος για αητούς, γιατί η ατμόσφαιρα είχε υγρασία με μεγάλη πιθανότητα βροχής. Αδίκως όμως τα έλεγε, εμείς είχαμε το αποφασίσει και δεν ακούγαμε κανενός είδους συμβουλές. Με τον άνεμο να είναι λίγο πιο δυνατός από τις άλλες φορές, ξεκινήσαμε την συνηθισμένη διαδικασία και υψώσαμε με μεγάλη ευκολία τον χαρταετό μας. Με την εμπειρία που είχαμε αποκτήσει, αυτό ήταν μια απλή ρουτίνα, έτσι σε λίγο η Γερακίνα, μας χαιρετούσε από ψηλά. Ήταν μόνη της, εκεί στον αέρα, χορεύοντας, σε κάθε αλλαγή του ανέμου, καθώς κανείς άλλος στην γειτονιά δεν είχε τολμήσει να μας μιμηθεί. Μόνοι μας στην αλάνα, χωρίς να λαμβάνουμε προφυλάξεις αφού δεν υπήρχε κανείς άλλος, δεν είχαμε τον φόβο, πιθανής σύγκρουσης με κάποιο άλλο ανταγωνιστή, απολαμβάναμε την πτήση της. Έτσι αλλάζαμε άφοβα θέσεις και μαζί μας άλλαζε θέση και αυτή. Ίσως ήταν η καλύτερη πτήση της, τα παιδιά της γειτονιάς είχαν αφήσει κάθε τους ασχολία και μας χάζευαν.
Ξαφνικά μια ανοιξιάτικη βροχή που ξεκίνησε αρχικά σαν ψιχάλα, γρήγορα σχεδόν πριν προλάβουμε να αντιδράσουμε εξελίχτηκε σε μπόρα. Ο Μανώλης τρομοκρατημένος άρχισε να τραβάει με δύναμη τον σπάγκο, χωρίς να κάνει τις απαραίτητες παύσεις και κυρίως να μη προσέχει την φορά του ανέμου. Σε μια ριπή του ανέμου έσπασε ο σπάγκος, η Γερακίνα ανεξέλεγκτη έγινε έρμαιο των καιρικών συνθηκών. Κάποια στιγμή ο σπάγκος σκάλωσε στα μοναδικά ηλεκτροφόρα σύρματα που υπήρχαν στην γειτονιά, ενώ ο αητός έκανε κάθετη βουτιά, αναγκάστηκε από το σκάλωμα να αλλάξει φορά και να κάνει τρεις περιστροφές γύρω από τα σύρματα. Εγώ είχα μείνει ακίνητος από την σαστιμάρα μου, ο Μανώλης έτρεξε προσπαθώντας να πιάσει την άκρη του κομμένου σπάγκου. Οι ριπές του ανέμου δεν τον άφησαν να το καταφέρει, συγχρόνως στο σημείο του μπλεξίματος με τα ηλεκτροφόρα σύρματα, πετάχτηκαν αστραπές και μια φωτιά τύλιξε την Γερακίνα. Αναστάτωση μεγάλη, προκάλεσε το ατύχημα στην γειτονιά γιατί έγινε διακοπή ρεύματος και όλα τα σπίτια έμειναν χωρίς ηλεκτρικό. Γκρίνιες και φωνές ακουγόταν από παντού, καθώς οι γείτονες ανάστατοι βγήκαν στους δρόμους για να μάθουν τι έγινε. Εμείς αμίλητοι κοιτάζαμε την καταστροφή λυπημένοι, όταν εμφανίστηκε αλαφιασμένος ο πατέρας μου, που ησύχασε μόνο όταν είδε πως ήμασταν καλά. Μας περιμάζεψε χωρίς να μας μαλώσει, πήγαμε τον Μανώλη μέχρι το σπίτι του, ο πατέρας μου κάτι είπε στην κα Χρυσάνθη που έμεινε αποσβολωμένη, με αυτά που της είπε. Όταν φθάσαμε στο σπίτι περίμενα να με μαλώσει, αλλά προς έκπληξη μου δεν έκανε και δεν μου είπε τίποτα. Φυσικά δεν γλίτωσα από τις συμβουλές και τις παρατηρήσεις, της μητέρας μου.
Μαζί με τον Μανώλη γίναμε για αρκετό διάστημα οι αρνητικοί ήρωες της γειτονιάς και όλοι μας είχαν παράδειγμα προς αποφυγή. Εμάς όμως καθόλου μεν μας ένοιαζε, για αρκετό διάστημα αποφεύγαμε να πάμε στην αλάνα γιατί δεν θέλαμε να δούμε το κουφάρι της Γερακίνας να κρέμεται άχαρα πάνω στα σύρματα. Μετά από λίγες μέρες ήρθε ένα συνεργείο της ΔΕΗ την αποκαθήλωσε και ένας αστυνομικός, μας επισκέφτηκε και έκανε συστάσεις στον πατέρα μου για την διαγωγή μου.
Τα επόμενα χρόνια κάναμε κι άλλους χαρταετούς, πολύχρωμους και διαφορετικών σχημάτων, κανείς τους όμως δεν ήταν σαν την Γερακίνα, κανένας δεν είχε την χάρη της και κανένας δεν μας ενθουσίασε όσο αυτή.
Μεγάλος πια κατάλαβα πόσο κοντά στο δυστύχημα είχαμε φθάσει εκείνο το απόγευμα στην αλάνα!
Με το τέλος του χειμώνα, αφού τέλειωναν τα χιόνια και οι βροχές, λίγο πριν από την άνοιξη, δειλά δειλά βγαίναμε, πάλι στην αλάνα, στα καμένα. Φυσικά οι δραστηριότητες μας, ήταν περιορισμένες γιατί ακόμη ο καιρός ήταν σχετικά κρύος. Η εποχή βρισκόταν ανάμεσα στο τελείωμα του χειμώνα με στην αρχή της άνοιξης και ήταν πολύ άστατος. Όλο τον χειμώνα ήμασταν κλεισμένοι στα σπίτια μας, και μας είχε λείψει το "έξω" και οι παρέες του Αγ. Βλάση. Υπήρχε τότε ένα έθιμο, λίγες βδομάδες πριν την καθαρά Δευτέρα, όλοι μας, ακόμη και οι λίγο μεγαλύτεροι να κατασκευάζουμε χαρταετούς. Το ίδιο έθιμο επικρατεί και σήμερα, αλλά όλοι τώρα, τους αγοράζουν έτοιμους. Δεν μπορώ να φανταστώ κάποιο σημερινό παιδί, ανάμεσα στα επτά και δώδεκα χρόνια να κατασκευάζει μόνος του τον χαρταετό.
Βλέπαμε τα άλλα τα μεγαλύτερα παιδιά να έχουν ήδη κατασκευάσει, ο καθένας τον δικό χαρταετό, ενώ εμείς οι μικρότεροι, βρισκόμασταν σε αναβρασμό, γιατί κανείς από μας, δεν κατείχε την τεχνική κατασκευής. Με τον φίλο μου τον Μανώλη, κάναμε μια υπερπροσπάθεια, να φτιάξουμε μόνοι μας, τον χαρταετό που τόσο πολύ επιθυμούσαμε. Κάναμε μια εξόρμηση προς τους μπαξέδες, την περιοχή που ήταν περίπου στην παλιά γραμμή (τον σημερινό περιφερειακό δρόμο), για να βρούμε καλάμια, που ήταν απαραίτητα για τον σκελετό της κατασκευής μας. Γρήγορα βρήκαμε μια συστάδα, στην άκρη ενός χωραφιού, με αρκετά από αυτά και κόψαμε με αρκετή δυσκολία τρία. Ικανοποιημένοι γυρίσαμε στην γειτονιά κρατώντας τα στα χέρια μας και φροντίζοντας να τα επιδεικνύουμε σαν λάφυρα. Τα καλάμια ......
....ήταν ίσως το πιο βασικό υλικό, για να κατασκευάσουμε αυτό που τόσο πολύ επιθυμούσαμε.
Αμέσως πήγαμε στο σπίτι του Μανώλη, έξω στην αυλή και αρχίσαμε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό να τεμαχίζουμε τα καλάμια. Πολύ γρήγορα αντιληφθήκαμε, πως αυτά που είχαμε στην κατοχή μας δεν ήταν τα κατάλληλα λόγω του πάχους και του μεγέθους τους. Στην αρχή βρεθήκαμε σε αδιέξοδο, απογοητευμένοι τα κοιτάζαμε χωρίς να ήμαστε σε θέση να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα της κατασκευής του χαρταετού. Δεν θυμάμαι ποιος από του δύο το πρότεινε, αλλά αποφύγαμε τη σκόπελο χαράζοντας σταυρωτά την διάμετρο των καλαμιών, έτσι ώστε να χωρίσουμε το ένα σε τέσσαρα κομμάτια και να μειωθεί κατά το ένα τέταρτο το πάχος του. Αυτό τότε μας φάνηκε σαν μια πολύ έξυπνη λύση, χωρίς να σκεφτούμε κάποια πιθανά μειονεκτήματα που θα συναντούσαμε στο μέλλον, με την κοπή τους. Αφού βάλαμε τρία καλάμια ίδιου μήκους σχηματίζοντας ένα είδος αστεριού, στο κέντρο εκεί ακριβώς που ενώνοντας, τα δέσαμε σφικτά με σπάγκο. Κατόπιν ενώσαμε τις άκρες τους τεντώνοντας επίσης τον σπάγκο, έτσι η πρώτη φάση της κατασκευής μας ήταν έτοιμη, είχαμε δηλαδή φτιάξει τον σκελετό. Ο πατέρας του Μανώλη ήταν έμπορος φρούτων και για αυτό τον λόγο στην αποθήκη τους υπήρχαν υλικά συσκευασίας. Ανάμεσα σε αυτά τα υλικά είχε και κόλλες με τις οποίες έντυναν τα τελάρα. Μόνο που αυτές οι κόλλες ήταν πιο χοντρές και συνεπώς πιο βαριές, από αυτές που στην πραγματικότητα χρειαζόμασταν για το εγχείρημά μας. Αυτό όμως δεν το λάβαμε καθόλου υπ’ όψιν μας, αντίθετα με κέφι απλώσαμε τις κόλλες στο τσιμέντο της αυλής, βάλαμε επάνω τον σκελετό και με ένα ψαλίδι κόψαμε την κόλλα περιμετρικά του, επίσης κόψαμε σε βάθος ενός περίπου πόντου, από τις άκρες τις κόλλες στο ύψος του κάθε καλαμιού. Έτσι ώστε να έχουμε την δυνατότητα, να διπλώσουμε το χαρτί πάνω από τον σπάγκο. Κατόπιν πήραμε ένα πλαστικό ποτήρι (είχαμε κόψει ένα μπουκάλι χλωρίνης για αυτό) βάλαμε μέσα λίγο αλεύρι το ανακατέψαμε με νερό έτσι ώστε να έχουμε, με μιας πρώτης τάξεως αλευρόκολλα. Με ένα σπασμένο κλαδάκι, ό ένας άπλωνε στην άκρη του χαρτιού την κόλλα και ο άλλος το δίπλωνε γρήγορα, πριν προλάβει να στεγνώσει η αλευρόκολλα. Με αρκετό κόπο και πολλές επαναλήψεις διαφόρων εργασιών, στο τέλος καταφέραμε να τελειώσουμε τον χαρταετό και να τον αφήσουμε στον ήλιο να στεγνώσει. Εμείς όμως συνεχίζαμε να δουλεύουμε ασταμάτητα, ψαλιδίζοντας, τις κόλλες του χαρτιού για να κάνουμε μια αρκετή μεγάλη ουρά. Όπως ξέραμε από τις συζητήσεις με τα μεγαλύτερα παιδιά, η ουρά ήταν αυτή που έδινε ισορροπία και κρατούσε σε έλεγχο τον αητό. Μετά το στέγνωμα δέσαμε την ουρά, σχετικά εύκολα, αλλά παιδευτήκαμε πάρα πολύ ώρα, στο να συγχρονίσουμε τα ζύγια του. Δηλαδή του τρία κομμάτια της κλωστής, που σχηματίζονται από τις δύο άκρες του σκελετού, με την ένωση τους. ‘Έπρεπε να προσέξουμε οπωσδήποτε, τα ζύγια να είναι ισοσκελή.
Αυτό μας παίδεψε αρκετά, γιατί όσο κι αν φαίνεται πως είναι εύκολο, για μας ήταν μια λεπτοδουλειά που με μεγάλη δυσκολία καταφέραμε να τη φέρουμε εις πέρας. Στο τέλος, ικανοποιημένοι από την δουλειά μας, ενώσαμε τα ζύγια με την καλούμπα και ήμασταν έτοιμοι για να χαρούμε το κατόρθωμα μας.
Ο Μανώλης τον έπιασε με προσοχή ενώ εγώ κρατούσα την ουρά του, φροντίζοντας να μην ακουμπάει στο έδαφος. Με αυτόν τον τρόπο, διασχίσαμε όλη την γειτονιά καμαρωτοί και φθάσαμε στην αλάνα. Εκεί ήδη βρισκόταν αρκετά παιδιά όλοι οι φίλοι μας,μόνο που δεν έπαιζαν, αλλά παρακολουθούσαν , τους χαρταετούς που είχαν υψώσει δύο μεγαλύτερα παιδιά. Τους κρατούσαν κόντρα στον άνεμο, κάθε τόσο τραβούσαν την καλούμπα, αμέσως μετά την άφηναν χαλαρά, έτσι ώστε να ανεβαίνουν όλο και πιο ψηλά. Το έκαναν με τέχνη, σίγουροι για την κάθε κίνηση που θα έπρεπε να κάνουν, φροντίζοντας να έχουν απόσταση μεταξύ του για να μη μπλέξουν οι σπάγκοι. Μεταξύ των δύο, υπήρχε ένας άτυπος διαγωνισμός για το ποιος θα καταφέρει να στείλει πιο ψηλά τον δικό του και ακούγαμε επιφωνήματα αλλά και επικρίσεις. Τα παιδιά της γειτονιάς μας είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες σχολιάζοντας με γέλια και φωνές υποστηρίζοντας, η κάθε μία τον δικό της ευνοούμενο, ενώ χλεύαζαν τον αντίπαλο.
Τότε μπήκαμε αποφασιστικά στο παιχνίδι εγώ με τον Μανώλη, έπιασα απαλά τον χαρταετό, οπισθοχωρώντας μέχρι που ακούμπησα σχεδόν, την πλάτη μου στον τοίχο της Κυριώτισσας. έτσι άφησα μπροστά ελεύθερο το πεδίο, για να μπορέσει ο συνεργάτης μου να τρέξει κρατώντας την άκρη της καλούμπας. Τον σήκωσα με το ένα χέρι μου, όσο πιο ψηλά μπορούσα ενώ ο φίλος μου, άρχισε να τρέχει κόντρα στον άνεμο. Ο αητός μας, έφυγε από το χέρι μου, σταδιακά άρχισε να σηκώνεται και σε λίγο έφθασε σε ένα αρκετά καλό ύψος ώστε να αισθανόμαστε υπερήφανοι για το κατόρθωμα μας. Μόνο που η περηφάνια μας, δεν κράτησε για πολύ. Μόλις ο Μανώλης σταμάτησε να τρέχει και προσπάθησε να τον αναγκάσει, την καλούμπα. Ο αητός όμως, άρχισε να κάνει ανεξέλεγκτους ελιγμούς, πότε προς τα αριστερά και πότε προς τα δεξιά, με ταχύτητα αλλάζοντας ύψος, αφού έκανε απότομες βουτιές. Ήταν πλέον φανερό πως ο φίλος μου δεν είχε την κατάσταση στα χέρια του, γιατί παρ’ όλες τις προσπάθειες του, το μόνο που κατάφερνε ήταν να χειροτερεύει την κατάσταση. Τα γέλια όλων των παιδιών, είχαν καλύψει, κάθε άλλο θόρυβο και φυσικά γελούσαν με μας. Με ένα δυνατό τράβηγμα προσπάθησε να τον ανυψώσει κάθετα, για μια στιγμή τα κατάφερε, άρχισε να ανεβαίνει με ταχύτητα. Πριν όμως προλάβουμε να χαρούμε γύρισε προς τα αριστερά, με απίστευτη με δύναμη, έσκασε με ένα περίεργο γδούπο στο έδαφος και τσακίστηκε. Μαζί του τσακίστηκε και η περηφάνια μας, καθώς τα γέλια και τα χλεύη όλων είχαν σαν αντικείμενο εμάς τους δύο. Αμίλητοι, μαζέψαμε ότι απέμεινε από το κατασκεύασμα μας, διασχίσαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε την αλάνα και κρυφτήκαμε κυριολεκτικά στην αυλή του σπιτιού του φίλου μου.
Η απογοήτευση μας δεν είχε όρια, απαντούσαμε μονολεκτικά στις ερωτήσεις της κας Χρυσάνθης χωρίς να έχουμε όρεξη για τίποτα. Από την δύσκολη θέση μας έβγαλε ο πατέρας του φίλου μου, αφού άκουσε το πάθημα μας, κοίταξε για λίγο το τσακισμένο κατασκεύασμα μας και μας επεσήμανε τα λάθη που είχαμε κάνει. Τα καλάμια που χρησιμοποιήσαμε, ασχέτως αν τα σχίσαμε ήταν βαριά, θα έπρεπε να έχουμε λεπτά ολόκληρα στεγνά, γιατί αυτά ήταν κούφια στο εσωτερικό του και επομένως πιο ελαφριά. Οι κόλλες φρούτων που είχαμε βάλει, ήταν χοντροκομμένες βαριές και σίγουρα δεν βοηθούσαν στην πτήση. Η αλευρόκολλα με την οποία κολλήσαμε τον αητό ήταν βαριά για τέτοιου είδους κατασκευές, το χειρότερο όμως όλων ήταν πως είχαμε παταγωδώς αποτύχει στα ζύγια. Όταν μας είδε λυπημένους και αμίλητους, μας υποσχέθηκε πως θα μας έβρισκε αυτός τα κατάλληλα καλάμια, για να επιτύχουμε, μια άλλη καλύτερη κατασκευή. Εμείς παρ’ όλο που δεν τον πιστέψαμε απόλυτα, δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο παρά να περιμένουμε έστω και με βαριά καρδιά. Αποφασίσαμε όμως για το επόμενο διάστημα να μην πάμε στην αλάνα, μέχρι να ξεχαστεί το πάθημα μας.
Στην γειτονιά μας, λίγο πιο πάνω από το σπίτι μας, έμεναν δύο αδέρφια ο Γιάννης και ο Θωμάς ή Μάκης όπως τον φωνάζαμε. Ο Μάκης ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος από μένα και ο Γιάννης περίπου τέσσαρα. Κατά γενική αποδοχή, ο Γιάννης κατασκεύαζε τους καλύτερους χαρταετούς στην περιοχή και πάρα πολλά παιδιά κατέφευγαν σε αυτό για βοήθεια. Αυτός όμως δεν τους βοηθούσε, τζάμπο, τους ζητούσε τα υλικά και το ποσό των τεσσεράμιση δραχμών σαν αμοιβή για να τους φτιάξει μόνος του. Όταν είχα ακούσει για την αμοιβή του, την πρώτη φορά δεν μπορούσα να εξηγήσω γιατί να ήταν αυτό το ποσό. Αργότερα κατάλαβα πως αυτό το ποσό αντιστοιχούσε στο αντίτιμο του παιδικού εισιτηρίου για τον κινηματογράφο. Με αυτό τον τρόπο κατάφερνε και εξοικονομούσε τα χρήματα που χρειαζόταν για να δει τις ταινίες που τον ενδιέφεραν.
Ο πατέρας του Μανώλη, κράτησε τον λόγο του και μας έφερε ένα δεμάτι καλάμια, λεπτά, ελαφριά που στο τελείωμα του τους είχαν μια μπεζ φούντα. Τα πιάσαμε στα χέρια μας, ήταν ελαφριά σαν πούπουλο και το μήκος του αρκετό για αυτό που τα θέλαμε. Το επόμενο εμπόδιο ήταν οι κόλλες, θέλαμε κόλλες λεπτές και αν ήταν δυνατόν ελαφρώς αδιάβροχες. Το πρόβλημα αυτό μας το έλυσε ο πατέρας μου, ο οποίος βλέποντας την ζήτηση και το πάθος των παιδιών για χαρταετούς έφερε κόλλες και ειδικούς σπάγκους στο μπακάλικο για να τους εμπορευτεί. Αφού του υποσχέθηκα πως θα είμαι επιμελής με τα μαθήματα μου και γενικά υπάκουος στις εντολές του, τελικά μου έδωσε τρεις κόλλες. Εγώ όμως δεν αρκέστηκα σε αυτό, με υπομονή και επιμονή του ζήτησα να μου δώσει δυο τρεις από τους καινούργιους σπάγκους που είχε φέρει , του ζιλέδες όπως τους λέγαμε. Αυτοί ήταν σαν κλωστή, λεπτοί, αλλά πολύ μεγάλης αντοχής, τους ίδιους χρησιμοποιούσαν για το ψάρεμα για αυτό και η δεύτερη ονομασία τους ήταν ψαρόνημα. Έβγαιναν σε δύο χρώματα, σε λευκό και μαύρο ήταν συσκευασμένοι σε ένα είδος πλεξίδας και αγοραστής θα έπρεπε να τον κουβαριάσει. Με τον ίδιο τρόπο, με υποσχέσεις και παρακάλια απέσπασα δύο ζιλέδες, μετά σε συνεργασία με τον Μανώλη, τους κουβαριάσαμε βάζοντας στην αρχή ένα κλαδί δέκα πέντε πόντων και γύρω από αυτό τυλίξαμε όλο τον σπάγκο. Το επόμενο στάδιο ήταν να διαπραγματευτούμε με τον Γιάννη την τιμή. Ελπίζαμε να καταφέρουμε μια κάπως καλύτερη τιμή για μας, αλλά ο Γιάννης ήταν πολύ σκληρός διαπραγματευτής. Έτσι αναγκαστήκαμε να του δώσουμε το ποσό που ζητούσε, αυτός από την μεριά του, υποσχέθηκε πως την Κυριακή θα τον είχε έτοιμο. Μέσα στη βδομάδα που διανύαμε έπεσε στα χέρια μου, μια αφίσα που είχε για θέμα της, ένα γεράκι που πετούσε με ανοιγμένα τα φτερά του, σε όλο το μήκος τους. Αυτή η αφίσα με γοήτευσε τόσο πολύ, που αποφάσισα να κάνω μια υπέρβαση στο θέμα της επικείμενης κατασκευής. Συνεννοήθηκα με τον φίλο μου και αφού κόψαμε περιμετρικά την αφίσα, ζητήσαμε από τον Γιάννη να την κολλήσει πάνω στην κεντρική κόλλα του χαρταετού. Παραδόξως ο Γιάννης δεν μας αρνήθηκε αυτή την χάρη, ίσως γιατί του άρεσε σαν ιδέα.
Όλη μέρα την Κυριακή περιμέναμε με αγωνία τον Γιάννη, το απόγευμα, όπως μας είχε υποσχεθεί, μας τον παρέδωσε. Μόλις τον είδαμε δεν πιστεύαμε στα μάτια μας, ήταν ο καλύτερος χαρταετός, από όλους, όσους είχαμε δει μέχρι εκείνη την στιγμή. Δίχρωμος, κόκκινος με κίτρινο, με μακριά πολύχρωμη ουρά, με κάτι κρόσσια σαν φτερά στα δεξιά και αριστερά, έφθανε στο ύψος του στήθους μου. Το καλύτερο από όλα ήτα το γεράκι, που με ανοιχτές τις φτερούγες σαν να πετάει, ήταν κολλημένο στο κέντρο. Ο Γιάννης είχε κάνει, πάρα πολύ καλή δουλειά, το γεράκι ήταν τόσο καλά κολλημένο πάνω στις κόλλες που έμοιαζε σαν ζωντανό. Χωρίς να ξέρουμε αν το γεράκι της αφίσας ήταν αρσενικό ή θηλυκό εμείς αυθαίρετα αποφασίσαμε πως ήταν θηλυκό και ονομάσαμε τον χαρταετό μας Γερακίνα. Το συμφωνήσαμε αμέσως και οι δύο, δεν ξέρω για ποιο λόγο τον ονομάσαμε έτσι, ίσως μας ενέμπνευσε το γνωστό τραγούδι, γεγονός ήταν πάντως πως μας είχε γοητεύσει αυτό το όνομα. Την πιάσαμε με προσοχή ο ένας το κυρίως σώμα, ο άλλος την ουρά και καμαρωτοί δια σχίσαμε όλη την γειτονιά, με τα παιδιά που μας έβλεπαν στον δρόμο, να μας θαυμάζουν. Φθάσαμε στην αλάνα όπου υπήρχαν ήδη τρεις ομάδες παιδιών με τους αητούς τους. Μόλις όμως είδαν τον δικό μας, οι περισσότεροι σφύριξαν με θαυμασμό, ενώ όλοι μας ρωτούσαν να τους πούμε λεπτομέρειες. Εμείς με την μύτη μας ψηλά, δεν τους απαντούσαμε, αμίλητοι και ακατάδεχτοι προετοιμαστήκαμε για την πτήση της Γερακίνας. Αυτή την φορά πήραμε όλες τις προφυλάξεις, έτσι ώστε να αποφύγουμε κάθε πιθανό λάθος. Ελέγξαμε πρώτα την δύναμη και την φορά του ανέμου, υπολογίσαμε την απόσταση με την οποία θα κάναμε εκκίνηση, χαλαρώσαμε την καλούμπα, για να μας διευκολύνει στο τρέξιμο και πήραμε θέσεις. Εγώ ακούμπησα την πλάτη μου στον τοίχο της Κυριώτισσας, ο Μανώλης απομακρύνθηκε λίγα μέτρα με τον σπάγκο χαλαρό, σήκωσα με το αριστερό μου χέρι την Γερακίνα, ενώ με το δεξί κρατούσα απαλά την ουρά της. Μόλις έδωσα το σύνθημα, ο φίλος μου έτρεξε με όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο αητός τον ακολούθησε και όσο χαλάρωνε τον σπάγκο, αυτός ανέβαινε ψηλά προς τον ουρανό, στο κέντρο της αλάνας. Ο Μανώλης σταμάτησε να τρέχει, στάθηκε ακίνητος και με απίστευτη μαεστρία καθοδηγούσε την Γερακίνα, χαλαρώνοντας ή τραβώντας το σχοινί ανάλογα με την περίπτωση. Η ώθηση του ανέμου την ανέβαζε όλο και πιο ψηλά με μια ευκολία που σε μένα φαινόταν απίθανη. Τρέχοντας έφθασα δίπλα τον φίλο μου και άρχισα γεμάτος έξαψη να του δίνω οδηγίες, που μάλλον άχρηστες του ήταν.
Όλα τα παιδιά της γειτονιάς κραύγαζαν και σχολίαζαν θετικά για το κατόρθωμα μας, μη δίνοντας καμία σημασία πλέον, στους άλλους χαρταετούς. Η Γερακίνα πετούσε αγέρωχη, καμαρωτή υπακούοντας πλήρως στις εντολές μας. Κάποια στιγμή ζήτησα να έχω εγώ τον έλεγχο της και πήρα στα χέρια μου την καλούμπα. Η αίσθηση που ένιωσα ήταν μοναδική, το τράβηγμα της, μεταδιδόταν σε μένα, μέσω του σπάγκου, σαν να ήταν ζωντανός οργανισμός. Κάθε απαλή κίνηση που έκανα, αυτομάτως είχε την ανάλογη αντίδραση, εκεί ψηλά στον ουρανό, αναγκάζοντας την, να στρίβει αναλόγως. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν αποφασίσαμε να την κατεβάσουμε. Εγώ τραβούσα χαλαρά τον σπάγκο, αναγκάζοντας την γερακίνα να κατεβαίνει αργά αλλά σταθερά. Συγχρόνως ο Μανώλης, τον μάζευε με γρήγορες κινήσεις προσέχοντας μη μπερδευτεί. Όταν ο σπάγκος σε κάποιο σημείο μπερδευόταν, ό φίλος μου τον έκοβε σε εκείνο το σημείο και τον ένωνε παρακάτω, με ένα σφικτό κόμπο. Πολύ εύκολα την κατεβάσαμε, την έπιασα στα χέρια μου και πρόσεξα να μην ακουμπήσει στο έδαφος. Γεμάτοι περηφάνεια, με απαλές κινήσεις, σχεδόν με χάδια μαζεύαμε την Γερακίνα και τον σπάγκο. Δεν ξέρω αν τελικά ο ενθουσιασμός μας ήταν μεταδοτικός, αλλά όλα τα παιδιά της γειτονιάς, ήρθαν κοντά μας, για να την θαυμάσουν, σχολιάζοντας την. Εμείς καμαρώναμε, χωρίς να τους δίνουμε ιδιαίτερη σημασία, γιατί εκείνη την στιγμή ξέραμε πως κανένας άλλος δεν είχε τόσο όμορφο και τόσο λειτουργικό χαρταετό. Διασχίσαμε αργά σχεδόν τελετουργικά, όλη την γειτονιά κρατώντας την στα χέρια. Την ασφαλίσαμε στην αποθήκη που χρησιμοποιούσε ο πατέρας του Μανώλη για να αποθηκεύει τα υλικά συσκευασίας των φρούτων, για να είμαστε σίγουροι πως δεν θα έχουμε κανένα ατύχημα.
Από εκείνη την ημέρα, αυτό ήταν η μόνη μας διασκέδαση, μόλις σχολάγαμε από το σχολείο, το να υψώσουμε την γερακίνα ήταν η πρώτη μας επιδίωξη. Είχαμε γίνει αντικείμενα θαυμασμού από μικρούς και μεγάλους. Όλοι σχολίαζαν, την ομορφιά και την χάρη της Γερακίνας. Εμείς όλα αυτά τα απολαμβάναμε, μα η πιο καλή μας στιγμή ήταν, όταν κρατούσαμε τον σπάγκο και ο χαρταετός ανέβαινε στα ύψη.
Θυμάμαι πως τότε, επειδή ίσως βρισκόμασταν στη μεταβατική περίοδο από το χειμώνα στην άνοιξη, για αρκετές ημέρες ο καιρός ήταν άστατος, με παρατεταμένες βροχές και κρύο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να μην μπορούμε να βγούμε στην αλάνα για παιγνίδι και έτσι μέναμε αναγκαστικά μέσα στα σπίτια μας. Οι μέρες που μας κράτησαν μαντρωμένους, μέσα στα σπίτια μας, μας έκαναν νευρικούς και ανυπόμονους. Περιμέναμε πως και πώς να φτιάξει έστω και για λίγο ο καιρός, για να μπορέσουμε να ξεπορτίσουμε για παιχνίδι.
Αυτό δεν άργησε να γίνει, επί τέλους ο ήλιος κάποτε βγήκε, αν και χλωμός, ανεβάζοντας την διάθεση μας, στα ύψη. Αμέσως μόλις μας δόθηκε η ευκαιρία, πήραμε την Γερακίνα και τρέξαμε προς τα καμένα. Στην στροφή λίγο πριν φτάσουμε στον Αγ. Βλάση, μας είδε ο πατέρας μου και μας είπε πως ο καιρός δεν είναι κατάλληλος για αητούς, γιατί η ατμόσφαιρα είχε υγρασία με μεγάλη πιθανότητα βροχής. Αδίκως όμως τα έλεγε, εμείς είχαμε το αποφασίσει και δεν ακούγαμε κανενός είδους συμβουλές. Με τον άνεμο να είναι λίγο πιο δυνατός από τις άλλες φορές, ξεκινήσαμε την συνηθισμένη διαδικασία και υψώσαμε με μεγάλη ευκολία τον χαρταετό μας. Με την εμπειρία που είχαμε αποκτήσει, αυτό ήταν μια απλή ρουτίνα, έτσι σε λίγο η Γερακίνα, μας χαιρετούσε από ψηλά. Ήταν μόνη της, εκεί στον αέρα, χορεύοντας, σε κάθε αλλαγή του ανέμου, καθώς κανείς άλλος στην γειτονιά δεν είχε τολμήσει να μας μιμηθεί. Μόνοι μας στην αλάνα, χωρίς να λαμβάνουμε προφυλάξεις αφού δεν υπήρχε κανείς άλλος, δεν είχαμε τον φόβο, πιθανής σύγκρουσης με κάποιο άλλο ανταγωνιστή, απολαμβάναμε την πτήση της. Έτσι αλλάζαμε άφοβα θέσεις και μαζί μας άλλαζε θέση και αυτή. Ίσως ήταν η καλύτερη πτήση της, τα παιδιά της γειτονιάς είχαν αφήσει κάθε τους ασχολία και μας χάζευαν.
Ξαφνικά μια ανοιξιάτικη βροχή που ξεκίνησε αρχικά σαν ψιχάλα, γρήγορα σχεδόν πριν προλάβουμε να αντιδράσουμε εξελίχτηκε σε μπόρα. Ο Μανώλης τρομοκρατημένος άρχισε να τραβάει με δύναμη τον σπάγκο, χωρίς να κάνει τις απαραίτητες παύσεις και κυρίως να μη προσέχει την φορά του ανέμου. Σε μια ριπή του ανέμου έσπασε ο σπάγκος, η Γερακίνα ανεξέλεγκτη έγινε έρμαιο των καιρικών συνθηκών. Κάποια στιγμή ο σπάγκος σκάλωσε στα μοναδικά ηλεκτροφόρα σύρματα που υπήρχαν στην γειτονιά, ενώ ο αητός έκανε κάθετη βουτιά, αναγκάστηκε από το σκάλωμα να αλλάξει φορά και να κάνει τρεις περιστροφές γύρω από τα σύρματα. Εγώ είχα μείνει ακίνητος από την σαστιμάρα μου, ο Μανώλης έτρεξε προσπαθώντας να πιάσει την άκρη του κομμένου σπάγκου. Οι ριπές του ανέμου δεν τον άφησαν να το καταφέρει, συγχρόνως στο σημείο του μπλεξίματος με τα ηλεκτροφόρα σύρματα, πετάχτηκαν αστραπές και μια φωτιά τύλιξε την Γερακίνα. Αναστάτωση μεγάλη, προκάλεσε το ατύχημα στην γειτονιά γιατί έγινε διακοπή ρεύματος και όλα τα σπίτια έμειναν χωρίς ηλεκτρικό. Γκρίνιες και φωνές ακουγόταν από παντού, καθώς οι γείτονες ανάστατοι βγήκαν στους δρόμους για να μάθουν τι έγινε. Εμείς αμίλητοι κοιτάζαμε την καταστροφή λυπημένοι, όταν εμφανίστηκε αλαφιασμένος ο πατέρας μου, που ησύχασε μόνο όταν είδε πως ήμασταν καλά. Μας περιμάζεψε χωρίς να μας μαλώσει, πήγαμε τον Μανώλη μέχρι το σπίτι του, ο πατέρας μου κάτι είπε στην κα Χρυσάνθη που έμεινε αποσβολωμένη, με αυτά που της είπε. Όταν φθάσαμε στο σπίτι περίμενα να με μαλώσει, αλλά προς έκπληξη μου δεν έκανε και δεν μου είπε τίποτα. Φυσικά δεν γλίτωσα από τις συμβουλές και τις παρατηρήσεις, της μητέρας μου.
Μαζί με τον Μανώλη γίναμε για αρκετό διάστημα οι αρνητικοί ήρωες της γειτονιάς και όλοι μας είχαν παράδειγμα προς αποφυγή. Εμάς όμως καθόλου μεν μας ένοιαζε, για αρκετό διάστημα αποφεύγαμε να πάμε στην αλάνα γιατί δεν θέλαμε να δούμε το κουφάρι της Γερακίνας να κρέμεται άχαρα πάνω στα σύρματα. Μετά από λίγες μέρες ήρθε ένα συνεργείο της ΔΕΗ την αποκαθήλωσε και ένας αστυνομικός, μας επισκέφτηκε και έκανε συστάσεις στον πατέρα μου για την διαγωγή μου.
Τα επόμενα χρόνια κάναμε κι άλλους χαρταετούς, πολύχρωμους και διαφορετικών σχημάτων, κανείς τους όμως δεν ήταν σαν την Γερακίνα, κανένας δεν είχε την χάρη της και κανένας δεν μας ενθουσίασε όσο αυτή.
Μεγάλος πια κατάλαβα πόσο κοντά στο δυστύχημα είχαμε φθάσει εκείνο το απόγευμα στην αλάνα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου