Μπήκα στο δωμάτιο χαλαρά, πρόσεξα τη διαρρύθμιση. Ο όλος χώρος ήταν άνετος και λειτουργικός. Η θέα από το μπροστινό μπαλκόνι προς τη θάλασσα ήταν καταπληκτική! Απ' το πίσω μπαλκόνι έβλεπες έναν καταπράσινο δασωμένο λόφο, ο οποίος ήταν προέκταση ενός επιβλητικού βουνού που φαινόταν καθαρά στο βάθος.
Το διαμερισματάκι ( γιατί αυτό ακριβώς ήταν) ήταν αυτό που θεωρούμε και λέμε προνομιακό. Το όλο κτίριο, κτισμένο τα τελευταία χρόνια, ήταν ότι πιο μοντέρνο και λειτουργικό υπήρχε στο είδος του.
Οι κοινόχρηστοι χώροι καθαροί και προσεγμένοι, το προσωπικό ξεχείλιζε από ευγένεια και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν στους διαδρόμους γρήγορα και χωρίς να κάνουν περιττούς θορύβους ή κινήσεις. Ο επίσημος προσδιορισμός του ιδρύματος ( γιατί για ίδρυμα επρόκειτο ) ήταν Κέντρο Αποκατάστασης, αλλά λαϊκά θα μπορούσε κάποιος να το πει και Γηροκομείο ή ακόμη χειρότερα «αποθήκη ψυχών»
-Ώστε αυτό είναι! σκέφτηκα με μια θλίψη να με κυριεύει και χωρίς να τολμώ να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου.
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα μ' έναν νοσηλευτή να τον συνοδεύει. Τον κοίταξα ξαφνιασμένη! «Θεέ μου, πόσο πολύ αδυνάτισε, σκέφτηκα χωρίς να μπορώ ν' αρθρώσω την παραμικρή λέξη.
«Γεια σας», τον άκουσα να μου λέει, «εσείς με ζητήσατε;»
Έμεινα αποσβολωμένη να τον κοιτάζω και προσπαθούσα ν' αξιολογήσω την κατάσταση του. Είχε χάσει αρκετό βάρος απ' την τελευταία φορά που είχαμε συναντηθεί. Το ντύσιμο του ήταν πολύ πρόχειρο, κάτι που δεν συνήθιζε στην καθημερινότητα του. Με φρίκη αντιλήφθηκα πως τα ρούχα έπλεαν πάνω του, σαν να τα είχε κρεμάσει κάποιος πρόχειρα σε κρεμάστρα, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία στο αποτέλεσμα. Το καρό πράσινο πουκάμισο που φορούσε, κουμπωμένο μέχρι το τελευταίο κουμπί, δεν ταίριαζε με την ανοιχτόχρωμη γκρι πλεκτή ζακέτα που φορούσε κι αυτή κουμπωμένη, αν κι έλειπε το προτελευταίο κουμπί. Με φρίκη είδα πως κάτω απ' το μπεζ παντελόνι η μία κάλτσα ήταν χρώματος καφέ και η άλλη μαύρη! Αναρωτήθηκα αν αυτός που ήταν απέναντι μου ήταν ο ίδιος που ήξερα, ο πάντα καλοντυμένος, που πρόσεχε την εμφάνιση του μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια! Τον κοίταξα έντρομη μην πιστεύοντας σ' αυτό που έβλεπα.
«Μπαμπά, είμαι η Ελένη, η κόρη σου, το Ελενάκι σου.»
Με κοίταξε με απορία, με τα θολά γκρίζα μάτια να μη δείχνουν κανένα σημάδι αναγνώρισης.
Ο νοσηλευτής με το που άκουσε τη φράση μου βγήκε διακριτικά απ' το δωμάτιο κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
Με μια εσωτερική παρόρμηση που με κυρίευσε εκείνη τη στιγμή άπλωσα τα χέρια μου και τον αγκάλιασα. Περίμενα πως θα νιώσω τη ζεστασιά και τη γλυκύτητα που ένιωθα πάντα σε κάθε του αγκάλιασμα. Αλίμονο! Δεν υπήρχε ανταπόκριση! Με κοίταζε απορημένος, με μια επιφυλακτικότητα που μ' έκανε να νιώθω ακόμη πιο άβολα.
Μίλησα με τον αρμόδιο γιατρό που τον παρακολουθούσε. Μου είπε πως η εκφυλιστική νόσος του εγκεφάλου με το όνομα Alzheimer είναι η κύρια αιτία για την απώλεια της μνήμης. Μαζί μ' αυτήν προσβάλλονται κι άλλες εγκεφαλικές λειτουργίες, που δυσκολεύουν την κοινωνική ζωή του ασθενούς.
Όσες ερωτήσεις κι αν έκανα προσπαθώντας να εκμαιεύσω μια κάποια ελπίδα βελτίωσης της κατάστασης του πατέρα μου, συναντούσα έναν τοίχο άρνησης. Βέβαια απαντούσε μ' ευγένεια, ώσπου μου ξεκαθάρισε ότι αυτή η ασθένεια δεν έχει επιστροφή. Το μόνο που θα μπορούσε να γίνει ήταν να επιβραδύνουμε την εξέλιξη της.
Αποφάσισα ν' ακολουθήσω τις οδηγίες του γιατρού και να προσπαθήσω ν' αφυπνίσω τη μνήμη του πατέρα μου. Φρόντιζα να τον επισκέπτομαι καθημερινά κρατώντας μαζί μου φωτογραφίες, μικρά βίντεο και αντικείμενα που έδειχναν τη ζωή και τις δραστηριότητες του πατέρα και της οικογένειας μας. Το θολό πέπλο που κάλυπτε τη μνήμη του πατέρα μου ήταν απροσπέλαστο. Κάποιες φορές ρωτούσε με αφέλεια να μάθει για την ταυτότητα ατόμων που έβλεπε στις φωτογραφίες και στα βίντεο.
«Ποιος είναι αυτός ο κύριος που χορεύει;» ρωτούσε.
«Εσύ είσαι πατέρα. Χορεύεις τη βραδιά του γάμου μου»
Για μια στιγμή κάτι άστραψε στα μάτια του, που φάνηκαν σαν να παίρνουν ζωή. Αλλά αμέσως ρώτησε:
«Και ποια είπαμε ότι είσαι εσύ;» και η ερώτηση του με γέμισε μ' απελπισία!
«Αυτή η κυρία δίπλα μου ποια είναι;»
«Η γυναίκα σου πατέρα, η μητέρα μου η Φρόσω»
Κοίταζε τη φωτογραφία και με τα δάκτυλα του σχεδόν χάιδευε τη μητέρα μου.
«Και πού είναι η Φρόσω τώρα;» ρωτούσε και με βύθιζε σε απελπισία.
«Στον ουρανό πατέρα. Έχει φύγει εδώ και πέντε χρόνια».
Όταν του έδειξα το ρολόι που δώρησε στον γάμο του ο παππούς μου, φάνηκε να επικεντρώνεται σ' αυτό και να το χαϊδεύει με τ' ακροδάχτυλα του. Χωρίς να πει τίποτα, το έβαλε στο αριστερό του χέρι και με το δεξί το κούμπωσε.
Στις σχεδόν καθημερινές βόλτες μας στην αυλή τον έβλεπα να κοιτάζει με νοσταλγία το βουνό που βρισκόταν πίσω απ' το κτίριο.
«Εκεί βρίσκεται το σπίτι μου», είπε σε ανύποπτο χρόνο.
«Ποιο σπίτι σου πατέρα; Στην Αθήνα βρίσκεται το σπίτι μας!»
«Όχι», απαντούσε πεισματικά, «το σπίτι μου είναι εκεί ψηλά, μέσα στο δάσος» και τα μάτια δάκρυζαν.
Κατάλαβα ότι είχε γυρίσει στην παιδική του ηλικία κι ένιωσα τις ελπίδες μου ν' αναπτερώνονται, αυτή όμως η διαύγεια ήταν πρόσκαιρη και χωρίς συνέχεια.
Το βλέμμα του θόλωνε και πάλι και χανόταν σε μια ανεξέλεγκτη δίνη του σκοτεινού μυαλού του. Πολλές φορές του διάβαζα αποσπάσματα από λογοτεχνία και ποιήματα που ήξερα πως του άρεσαν. Όταν του διάβασα κάποια ποιήματα που ο ίδιος είχε γράψει στη νεότητα του, τον είδα να κουνάει με απότομες κινήσεις το κεφάλι του, σαν να προσπαθούσε να διώξει κάποιο ενοχλητικό έντομο και μετά βύθισε τ' απλανή μάτια του στο κενό.
Όταν του έφερα τον αγαπημένο του εγγονό ελπίζοντας σε κάποια έστω αμυδρή μεταστροφή, τον είδα να επικεντρώνει για λίγο το βλέμμα του επάνω στον γιο μου και να ρωτάει:
«Ποιος είναι ο νεαρός;»
«Ο εγγονός σου, πατέρα, ο Νίκος. Έχετε το ίδιο όνομα»
Τον κοίταξε με φανερή απελπισία και προσπαθούσε χωρίς επιτυχία ν' αναμοχλεύσει κάτι από τη χαμένη μνήμη του.
Ο γιος μου δεν άντεξε να έρθει να τον επισκεφτεί ξανά ούτε και κάποιο από τ' άλλα του εγγόνια άντεχε σ' αυτή τη δοκιμασία.
Δεν πέρασε ούτε μια μέρα που να μην αναρωτηθώ πού πήγε το φωτεινό και δημιουργικό μυαλό του πατέρα μου.
Όταν τον ρώτησα γιατί τις τελευταίες ημέρες ήταν αξύριστος, μου απάντησε πως δεν μπορούσε να ξυριστεί, γιατί κάποιος ξένος τον κοίταζε άγρια. Με τρόμο κατάλαβα πως ο ξένος που τον κοίταζε άγρια ήταν το είδωλο του στον καθρέπτη.
Αν και οι προσπάθειες μου συνεχίστηκαν, ίσως γιατί δεν μπορούσα να δεχτώ την κατάσταση του. γνώριζα πολύ καλά ότι ο πατέρας που είχα και ήξερα δεν υπήρχε πια!
Οι επισκέψεις μου συνεχίστηκαν και όλοι νόμιζαν πως για μένα ήταν μια καθημερινή ρουτίνα, εγώ όμως πάλευα να κερδίσω μια αγκαλιά, μια ματιά απ' τον πατέρα που θυμόμουν.
Μια μέρα, καθώς του διάβαζα ποιήματα στο παγκάκι του κήπου, παρατήρησα πως οι δείκτες του ρολογιού που καθημερινώς φορούσε είχαν σταματήσει. Τον κοίταξα δακρυσμένη, γιατί κατάλαβα και τελικά το δέχτηκα πως ο χρόνος για τον πατέρα μου είχε σταματήσει, όπως ακριβώς και το ρολόι του.
Ανδρέας Μαρολαχάκης
21/05/24