Υποψίες και ψίθυροι ενώπιον του πολιτικού μετασχηματισμού
Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
Διάπλατα έχει ανοίξει πλέον το ζήτημα του πολιτικού μετασχηματισμού στην Ελλάδα, ο οποίος συνδυάζεται ασφαλώς με τον κοινωνικό μετασχηματισμό και την εξέλιξη της οικονομικής κρίσης. Σκέψεις αρθρώνονται από όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος και πρωτοβουλίες αναλαμβάνονται ή εκδηλώνεται η πρόθεση να αναληφθούν από όσους διαθέτουν θεσμική δύναμη και σχετική νομιμοποίηση, αλλά και από όσους διακρίνονται από παρεμβατικότητα στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών, πρόσβαση στα ΜΜΕ ή απλώς, από διάθεση πολιτικής συμμετοχής.
Το θετικό στην υπόθεση είναι ότι επιτέλους έγινε κατανοητό ότι η οικονομική κρίση της χώρας συνδέεται απολύτως με την πολιτική και πολιτειακή δομή. Και το ακόμη θετικότερο και ίσως παραγωγικότερο, είναι ότι ολοένα και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι η κρίση θα ξεπεραστεί στο βαθμό που θα ολοκληρωθεί ο κοινωνικός μετασχηματισμός στη βάση ενός άλλου μοντέλου πολιτικής εξουσίας. Επιτέλους περιθωριοποιούνται οι ντερμπεντέρηδες με τις «αντικειμενικές» και «ουδέτερες» λύσεις. Ευτυχώς, τα ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας κατάλαβαν ότι τέτοιες δεν υπάρχουν. Αυτό αποτελεί ένα ισχυρό χτύπημα στο νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα του καθεστώτος.
Ήρθε η στιγμή να κουβεντιάσουμε καθαρά πολιτικά και αυτό το θεωρώ μια καθοριστική νίκη της κοινωνίας των πολιτών και των blogs, την οποία με ιδιαίτερη ικανοποίηση εσωτερικεύω (επιτρέψτε μου) και ως προσωπική επιτυχία. Βλέπω να ανασταίνεται η πολιτική σκέψη και κουλτούρα στο τόπο μας και τούτο μόνον ως κοινωνική ευλογία μπορώ να το ορίσω. Επιτέλους θα αποκτήσουμε μια κοινή γλώσσα αντιπαράθεσης, μέσα από την οποία θα διαμορφωθούν συγκλίνουσες αντιθέσεις και όχι απολιτικές συναινέσεις καιροσκόπων. Το νόημα της πολιτικής δράσης θα πάψει να είναι το απόλυτο προϊόν της τηλεπολιτικής, αλλά θα συντίθεται μέσω μια νέας διαδικασίας παραγωγής μηνύματος, που καλλιεργεί η επέκταση της επίδρασης των Νέων Μέσων στην Ελλάδα.
Η αρχή είναι πάντα δύσκολη και ασφαλώς πλημμυρισμένη από αντιφάσεις. Η επικοινωνία με τα Νέα Μέσα, αρχικά δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ο αντικατοπτρισμός του λόγου των Παλαιών. Σήμερα, όμως, δειλά - δειλά ξεπροβάλλει η ικανότητα των Νέων Μέσων να παράγουν ένα σαφώς πολιτικότερο μήνυμα και αυτό ενισχύεται από τη διάθεση πολλών αποκλεισμένων από το καθεστώς προσωπικοτήτων να συμβάλουν στην διαμόρφωση ενός υψηλού πολιτικού πολιτισμού στην πατρίδα μας. Ένας τέτοιος πολιτισμός δεν προκύπτει ξαφνικά, ούτε αντανακλά κάποιο ηθικοπλαστικό επίπεδο επικοινωνίας. Δεν είναι απαλλαγμένος από όλα τα «αγαθά» της τρέχουσας κουλτούρας μας. Και την σοφία του έχει και τον αλτρουισμό του, όπως και την ιδιοτέλεια του και την αλητεία του. Κυρίως όμως διακρίνεται από καχυποψία. Ένας φίλος, έμπειρος στην καθημερινή πρακτική της πολιτικής, όρισε το διαδίκτυο ως το «βασίλειο της καχυποψίας». Σε αυτό έρχεται να προστεθεί και η διάχυτη καχυποψία που παράγεται από το καθεστώς στην Ελλάδα μέσω των ΜΜΕ, αλλά και η σχετική κουλτούρα που συνδέεται με τη μορφή ανάπτυξης του πολιτικού λόγου της αριστεράς μετά τις τραυματικές περιπέτειες που ακολούθησαν τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι επίσης αλήθεια ότι η καλλιέργεια καχυποψίας και φοβικών συνδρόμων ήταν πάντοτε το κύριο μέσο που χρησιμοποίησαν φασιστικά ή ναζιστικά καθεστώτα, όπως και οι σημερινοί τους μαθητές άλλωστε, για την χειραγώγηση των μαζών, ή απλώς στην προσπάθειά τους να αρθρώσουν πολιτικό λόγο.
Καλώς υπάρχουν υποψίες για τις προθέσεις όσων επιχειρούν να παρέμβουν στο δημόσιο διάλογο που εστιάζει στη μορφή και στη διαδικασία του πολιτικό - κοινωνικού μετασχηματισμού. Ασφαλώς δικαιολογούνται οι ψίθυροι και η επιφυλακτικότητα, αλλά εδώ θέλει κάποιο μέτρο και προσοχή. Εάν κυριαρχήσει μια διάχυτη καχυποψία για όλους και όλα, τότε κερδισμένοι θα βγουν όσοι υποστηρίζουν τις κλειστές πολιτικές, το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, διάφορες εκφάνσεις του ολοκληρωτισμού, οι φονταμενταλιστές και εν τέλει, οι υποστηρικτές του σημερινού καθεστώτος. Αν κάθε σκέψη και αντικαθεστωτική πρωτοβουλία αντιμετωπίζεται εκ προοιμίου ως αντιπερισπασμός ή συνωμοσία του καθεστώτος για να συντηρηθούν οι δυνάμεις του στην εξουσία μετά την ολοκλήρωση του Μετασχηματισμού, τότε είναι πρόδηλο ότι φαλκιδεύεται η προοπτική οποιουδήποτε κινήματος ανατροπής της κατεστημένης δομής. Αν πίσω από κάθε κίνηση, προσωπικότητα ή λόγο που αμφισβητεί τις κυρίαρχες σχέσεις εξουσίας, βλέπουμε έναν εφιάλτη, τότε αντικειμενικά ευνοούμε τους καθεστωτικούς – ιδιαίτερα αυτή την περίοδο της αναπόδραστης μετάβασης σε μια άλλη μορφή σχέσεων. Δεν είναι απλώς αντιπαραγωγική αυτή η προσέγγιση, είναι βαθύτατα αντιδραστική, αν όχι αρρωστημένη: εκδήλωση κάποιου αθεράπευτου συμπλέγματος.
Προσέξτε διότι τα συναισθήματα και οι συμπεριφορές μας επηρεάζονται από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα γεγονότα, ή καλύτερα, τις σχέσεις και προθέσεις που παράγουν συγκεκριμένα συμβάντα. Δεν είναι η κατάσταση καθαυτή στην οποία βρίσκονται οι άνθρωποι, που κυριαρχικά καθορίζει τι νοιώθουν, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύουν μία κατάσταση ή αποδίδουν νόημα σε αυτήν. Η συναισθηματική μας σχέση με τον κόσμο (μας) εξαρτάται από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη δόμηση των κοινωνικών σχέσεων και των πολιτικών δυνάμεων που τις παράγουν. Η διάχυτη καχυποψία προκαλεί ψυχική διαταραχή με ανυπολόγιστες πολιτικές προεκτάσεις, τις οποίες απεγνωσμένα τα τελευταία χρόνια προσπαθεί να φέρει στην επιφάνεια η επιστήμη μέσω του λεγόμενου Cognitive Conceptualization.
Ας πάψουμε, λοιπόν, πίσω από κάθε πρωτοβουλία να αναζητούμε «πονηρές» προθέσεις. Όχι ότι είναι απίθανο να υπάρχουν, αλλά επειδή δεν είναι τρόπος αυτός για να αναπτυχθεί ο πολιτικός διάλογος, που απερίφραστα πλέον αναφέρεται στον μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος. Προσωπικά με ενοχλεί αφάνταστα, αντί να εξετάζονται οι σχέσεις που δομούνται μέσω του δικού μου πολιτικού λόγου, να αναζητείται η ιδιοτέλεια που βρίσκεται πίσω από αυτόν, ή, ακόμη χειρότερα, τα πιθανά συμφέροντα που κρύβονται πίσω από το κείμενο μου. Πίσω από αυτό δεν κρύβεται κανείς. Όλα «κρύβονται» μέσα στις γραμμές του, αρκεί να μπει στον κόπο ο αναγνώστης να τα διακρίνει.
Πέραν του ότι δεν είμαστε όλοι ίδιοι στον κόσμο αυτόν, καλό είναι κανείς να αναζητεί τον (διαφορετικό) τρόπο που ο καθένας δομεί το σύστημα παραγωγής μηνύματος και όχι αντιλαμβανόμενοι μέσες – άκρες το μήνυμα αυτό, να το συνδέουμε παραμορφωτικά με παρόμοια μηνύματα, τα οποία όμως, διέπονται από διαφορετική εσωτερική τάξη λόγου. Το τελευταίο είναι το κρίσιμο. Αυτό αποκαλύπτει την πολιτική ταυτότητα και επ’ αυτού αξίζει να υπάρξει αντιπαράθεση. Μόνο στο επίπεδο αυτό η ιδεολογία και η κοσμοαντίληψη συναντούν την πολιτική για να παράγουν από κοινού κοινωνικό αποτέλεσμα και δράση για συγκεκριμένη αλλαγή. Μελετήστε τον τρόπο που σκέφτονται (συνθέτουν την πραγματικότητα και δομούν την αλήθεια) και δρουν οι παράγοντες, αλλά και αδέσμευτες προσωπικότητες που με τον ένα ή τον άλλον τρόπο παρεμβαίνουν στον δημόσιο διάλογο και μην σκαλίζετε στις δικές σας «στάχτες» του μυαλού για να ανακαλύψετε την σκοπιμότητα του μηνύματός τους. Μόνον έτσι θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για γνήσια πολιτική αντιπαράθεση, ή, αν προτιμάτε, απλώς για παραγωγικό διάλογο.