Το βράδυ στις 7 Δεκεμβρίου 1966 και ενώ οι καιρικές συνθήκες ήταν πολύ άσχημες, άνεμοι 9 μποφόρ, το πλοίο "Ηράκλειον" απέπλευσε στις 8.00 μ.μ. από τη Σούδα Κρήτης για Πειραιά, με πιθανή καθυστέρηση 2 ωρών για να παραλάβει την Νταλίκα του θανάτου όπως αργότερα χαρακτηρίσθηκε. Το πλοίο ενώ έπλεε στη θαλάσσια περιοχή της Φαλκονέρας στο Μυρτώο Πέλαγος μέσα σε υψηλό κυματισμό με συνεχείς διατοιχισμούς (πλευρικές ταλαντώσεις, κοινώς μποτζαρίσματα) το τελευταίο όχημα φορτηγό ψυγείο Νταλίκα 5 τόνων με φορτίο πορτοκάλια, που φορτώθηκε κάθετα προς το διάμηκες του πλοίου, άρχισε αυτό να κινείται και να προσκρούει στους πλευρικούς καταπέλτες εκ των οποίων ο ένας, είτε γιατί δεν είχε ασφαλισθεί με τους πείρους (ή πεταλούδες) είτε γιατί αυτό είχε γίνει πλημμελώς, πιθανώς για τους ίδιους παραπάνω λόγους, σε κάποια στιγμή ο ένας πλευρικός καταπέλτης υποχώρησε και το φορτηγό ψυγείο έπεσε στη θάλασσα η οποία και κατέκλυσε στη συνέχεια όλο τον χώρο των οχημάτων.
Μετά την έξοδο του φορτηγού ψυγείου στην θάλασσα, το πλοίο ήλθε πάλι στην θεση του και αιωρείτο στην επιφάνεια της θάλασσας, σαν τους κλόουν στο τσίρκο χωρίς μηχανές με μόνο τις ηλεκτρογεννήτριες ασφαλείας σε ενέργεια για περίπου 15-20 λεπτά και κατόπιν λόγω της μεγάλης πλέον ελεύθερης επιφάνειας άρχισε το πλοίο να παίρνει πολύ μεγάλες κλίσεις όπου στο τέλος βυθίστηκε, πρώτα με την πλώρη (κατά μαρτυρία ναυαγού).
Στις 02.06 το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου 1966 ημέρα Πέμπτη ο συγκλονιστικός συνδυασμός του μορσικού αλφαβήτου: τρεις τελείες - τρεις παύλες - τρεις τελείες δηλαδή SOS διέγειρε τις ραδιοτηλεγραφικές συχνότητες της Μεσογείου. "SOS, από Ηράκλειον, στίγμα μας 36° 52' B., 24° 08 A., Βυθιζόμαστε".
Από τους 73 ναυτικούς (πλήρωμα) του πλοίου και τους 191 επιβάτες σώθηκαν μόνο 46, (16 από το πλήρωμα και 30 επιβάτες), εκείνη την νύκτα σε 10 μόλις λεπτά χάθηκαν 217 ψυχές. Πλοίαρχος του μοιραίου αυτού πλοίου ήταν ο Εμμ. Βερνίκος. Αν και ήταν ο πρώτος που έπεσε στην θάλασσα φέροντας σωσίβιο, όπως είπαν οι διασωθέντες αξιωματικοί, ποτέ δεν βρέθηκε ο ίδιος ή το πτώμα του.
Χρονικό διάσωσης
Δύο φορές επαναλήφθηκε το σήμα κινδύνου και ακολούθησε ....σιγή. Το υποτυπώδες τότε τμήμα επικοινωνιών του Υπουργείου Ναυτιλίας εις μάτην προσπαθούσε αναζήτηση πλοίων στη γύρω περιοχή του ναυαγίου, τα Λιμεναρχεία, Πειραιώς, Σύρου και Κρήτης ανέφεραν αδυναμία αποστολής μέσων για παροχή βοήθειας αφού ούτε και ρυμουλκά για τέτοιες ανάγκες υπήρχαν. Δυστυχώς ούτε το Ε/Γ-Ο/Γ ΜΙΝΩΣ, που έπλεε 15 μίλια βορειότερα "άκουσε" το σήμα κινδύνου. Στις 02.30 ενημερώνεται ο τότε Αρχηγός του Λιμενικού Σώματος για το τραγικό συμβάν και βεβαίως με όλες τις δυσχέρειες που το συνόδευαν. Ακολούθως ενημερώνεται ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας και εκείνος με την σειρά του ενημερώνει τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης. Το τότε Αρχηγείο Ναυτικού (Πλατεία Κλαυθμώνος) αναφέρει ότι πολεμικό πλοίο που βρίσκεται στη Σύρο με σβηστές μηχανές θα χρειασθεί τουλάχιστον 3-4 ώρες για απόπλου συν εκείνες τις ώρες για να φθάσει στο τόπο του ναυαγίου. Οι ώρες περνούν και η αγωνία αρχίζει να κορυφώνεται, κάποια πλοία που έλαβαν το σήμα δηλώνουν αλλαγή πορείας τους προς το στίγμα του Ηράκλειον, απέχουν όμως πολύ, κάποια ανατολικά των Κυκλάδων, άλλο δυτικά της Καλαμάτας, και δύο αγγλικά πολεμικά ΒΑ της Κρήτης. Στις 04.30 εμπλεκόμενοι Αρχηγοί και Υπουργοί βρίσκονται στις Υπηρεσίες για άμεση ενημέρωση ενώ δίδεται εντολή απόπλου στο Α/Γ ΣΥΡΟΣ του τότε Β.Ν. Γύρω στις 05.30 αποφασίζεται η γνωστοποίηση του συμβάντος στον τότε Πρωθυπουργό, με όλες τις εξελίξεις και τις επιμέρους αδυναμίες. Μετά από κάποιες ενημερώσεις για τον μεγάλο χρόνο προσέγγισης των πλοίων που είδη προστρέχουν, γύρω στις 06.00-06.30 ο τελευταίος ενημερώνει τον Βασιλέα Κωνσταντίνο στο Τατόι. Τότε ενημερώνεται και το Αρχηγείο Αεροπορίας. Στις 07.20 μια Ντακότα απογειώνεται από το πολεμικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας και λίγα λεπτά μετά την ακολουθούν άλλες δύο.
Στις 09.45-10.00 η πρώτη Ντακότα φθάνει κοντά στο στίγμα όπου και εντοπίζει το φορτηγό ψυγείο να επιπλέει, συνάμα στον ορίζοντα φαινόταν καθαρά το Αγγλικό Ν/Κ ASHTON που έσπευδε ολοταχώς. Τότε η Ντακότα άρχισε τους "κύκλους έρευνας - διάσωσης" σε συνεχώς μικρότερο ύψος όταν ακούσθηκε ο πιλότος της δεύτερης Ντακότας σχεδόν να προστάζει: Μεγαλειότατε η πτήση σας είναι επικίνδυνη, πάρτε γρήγορα ύψος! Ο Κυβερνήτης του ASHTON αντιλαμβανόμενος περί τίνος πρόκειται ακούγεται να δηλώνει: "Μεγαλειότατε η ASHTON στις διαταγές Σας" Και η απάντηση «Ευχαριστώ, ακολουθα με....» και άρχισαν οι ρίψεις καπνογόνων και σωσιβίων, όπου, από αέρος, εντοπίζονταν ναυαγοί.
Στις 12.00 το τραγικό συμβάν έχει μαθευτεί σχεδόν σ΄ όλο το Πειραιά, πρώτοι οι συγγενείς που περίμεναν το πρωί το πλοίο έχουν συγκεντρωθεί μπροστά στο κτίριο των Τυπάλδων στην ακτή Τζελέπη (το γνωστό κτίριο από τα κινηματογραφικά έργα) και προσπαθούν να μάθουν γιατί αυτή η καθυστέρηση, δεν θέλουν να πιστέψουν τίποτε άλλο. ’λλοι που μόλις έκαναν τα ψώνια τους στη τότε Δημοτική αγορά (δίπλα στο λιμάνι) προστίθονταν με τους περαστικούς σε μικρές ομάδες γύρω απ΄ το λιμένα.
Στις 17.00 οι σειρήνες 10-12 ασθενοφόρων από την Αθήνα, μέσω της οδού Πειραιώς κατέρχονται τις οδούς Γούναρη και Εθνικής αντιστάσεως προσθέτοντας άλλη μια νότα στις τραγικές εκείνες στιγμές της αναμονής του πρώτου καταφθάνοντος πλοίου με ναυαγούς, ενώ άλλα 7-8 ασθενοφόρα από την Τερψιθέα (Πειραιά), που ήταν ο σταθμός Πρώτων Βοηθειών του Πειραιά, κινούνται προς τον ’γιο Νικόλαο, όπου εκεί θα προσέγγιζε τελικά το πλοίο.
Η κυκλοφορία μπροστά στο Τελωνείο Πειραιά και γύρω από την εκκλησία του Αγ. Νικολάου είχε διακοπεί, όχι από την Τροχαία, αλλά από τον κόσμο που με βουρκωμένα μάτια και ένα συγκρατημένο κλαυθμό περίμεναν.... Κάποια στιγμή εμφανίσθηκαν πέντε νεκροφόρες και ο κλαυθμός ξέσπασε.... Ώρα 19.00 έχει πια νυχτώσει και το Ν|Κ "ASHTON" εισήλθε αργά αργά στο λιμένα του Πειραιά που μετέφερε 2 διασωθέντες ναύτες, τον Αντώνιο Καμπούρη και Δημήτριο Οικονόμου από την Σητεία Κρήτης, καθώς και νεκρούς.
Τρεις σειρές κιγκλιδωμάτων στάθηκαν αδύνατον να συγκρατήσουν το γογγυτόΝΚ "ASHTON" από τον Βασιλέα. Την επόμενη μέρα το Βασιλικό ζεύγος συνοδευόμενο από τον Πρωθυπουργό και από 2-3 Υπουργούς επισκέφθηκαν ναυαγούς στο Τζάνειο Νοσοκομείο Πειραιώς στον Ευαγγελισμό και στον Ερυθρό Σταυρό που είχαν επίσης εισαχθεί.
Μετά το τραγικό αυτό ναυάγιο καθορίστηκαν μελέτες για δημιουργία επί τούτου θαλάμων επιχειρήσεων έρευνας διάσωσης τόσο στο ΥΕΝ όσο και στη Ναυτική Διοίκηση Αιγαίου, επίσης τότε καθορίστηκε ο θεσμός του "Σκοπούντος πλοίου" (ένα πολεμικό πλοίο από κάθε κατηγορία θα κάνει επιφυλακή 24ωρης ετοιμότητας στο Ναύσταθμο) καθώς και ο καθορισμός άδειας απόπλου σύμφωνα με τις υφιστάμενες κάθε φορά καιρικές συνθήκες και όχι "Κατά κρίσιν πλοιάρχου".
Βέβαια η παρουσία του Βασιλέως στην έρευνα δεν ήταν για λόγους εντύπωσης και δημιουργίας ευμενών σχολίων όπως τις απέδιδαν τότε οι εφημερίδες, αλλά για λόγους κατάρριψης ισχυρισμών της Τουρκίας που από το 1963 σε διεθνή φόρα υποστήριζε ότι η Ελλάδα αδυνατεί να παράσχει βοήθεια σε κινδυνεύοντα σκάφη στο Αιγαίο, και που δεν είχαν ποτέ δημοσιευθεί από τον ελληνικό τύπο στο εσωτερικό.
Τα πλοία που προσέτρεξαν τότε στο ναυάγιο ήταν το Ε/Γ-Ο/Γ ΜΙΝΩΣ της εταιρείας Ευθυμιάδη, που ακολουθούσε το ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ, είχε αποπλεύσει μετά τον απόπλου του ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ απο τα ΧΑΝΙΑ Κρητης. Επισης το ΧΑΝΙΑ πλοίο της ίδιας εταιρείας του ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ, το Φιλανδικό NULA, το Δ/Ξ ALDEBARAN (Ελληνικό), το ρωσικό Φ/Γ ΟΥΡΙΣΚ, το Πολωνικό Φ/Γ VAKO, το Αγγλικό ναρκαλιευτικό ASHTON, το Αγγλικό Α/Τ LEVERTOG, και το Ελληνικό Α/Γ ΣΥΡΟΣ του Β.Ν.
* Υπ΄ όψη ότι σε ανατροπή πλοίου οι εσωτερικοί διάδρομοι γίνονται πλευρικοί τοίχοι και οι πλευρικοί τοίχοι(Μπουλμέδες) διάδρομοι, κάθε δε εσωτερικός κάθετος διάδρομος, προς το διάμηκες του πλοίου, μετατρέπεται σε κενό, ίσου βάθους με το μήκος του. Και οι εγκλωβισμένοι στις καμπίνες ακολούθησαν ....
Μαρτυρία ναυαγού
Ακολουθεί η μαρτυρία του ναυαγού Α. Καμπούρη, κάτοικου Αθηνών που τον αντιλήφθηκε το ρωσικό πλοίο Φ/Γ ΟΥΡΙΣΚ και ειδοποίησε το ASHTON το οποίο τελικά τον διέσωσε: "Οι διασωθέντες ναύτες πιλοταρησαν το "ΑSHTON", Αγγλικό ναρκαλιευτικό υπό την επίβλεψη του πλοιάρχου, μέσα στο λιμάνι Πειραιώς. Όταν το ΝΚ "ΑSHTON" εισερχόταν στην είσοδο του λιμανιού στον Φάρο ήταν κάποιος σκαρφαλωμένος και μας ρωτησε που πηγαίνουμε επειδή είδε το πολεμικό πλοίο, του είπα ότι ήμαστε ναυαγοί του "Ηρακλειον". Μετά την πλεύριση του "ASHTON" στο λιμάνι του Πειραιά, δεν επετράπη η έξοδος των διασωθέντων ναυτών εκτός του πλοίου, πριν την αποβίβαση των νεκρών (Ναυτικός κανόνας). Θάμπωσαν τα μάτια μας όταν ανεβήκαμε στο κατάστρωμα και αντικρίσαμε το πλήθος που περίμενε στην ακτή, στραβωθηκαμε από τα φλας των δημοσιογράφων. Δεν ξέραμε ότι ήμασταν οι πρώτοι που μπήκαν στο λιμάνι αν και ήμασταν οι τελευταίοι που περισυνέλεξαν, ίσως γιατί το ναρκαλιευτικό είχε μεγαλύτερη ταχύτητα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Πλοίαρχος του "ASHTON" είπε ότι ήλθε από την ΚΥΠΡΟ μόλις έλαβε το SOS, άλλα γύρισε πίσω γιατί δεν είχε το ακριβές στίγμα, χάσιμο πολύτιμης ώρας ασφαλώς για τους ναυαγούς. Ξαναγύρισε και μάζεψε πιο πολλά πτώματα από ζωντανούς. Το χαρακτηριστικό της ημέρας ήταν ότι ενώ έλαβε το SOS ο ναύτης της βάρδιας ενός από τα διανυκτερευοντα φυλάκια, είχε λάβει διαταγή να μην ξυπνήσει τον ανώτερο του πριν τις 6.00 το πρωί, μην ξεχνάτε ότι τα πολεμικά πλοία διάσωσης χρειάζονται 2-3 ώρες να ζεσταθούν (Παλαιότερα για να "σηκώσουν ατμό"). Όταν ήλθε ο τότε βασιλεύς Κωνσταντίνος στο ΤΖΑΝΕΙΟΝ και μας επισκέφτηκε του είχα πει ότι πέρασε από πάνω μου 2 φορές και επειδή φορούσα μπλε σκούρα μπλούζα την έβγαλα και έμεινα με το άσπρο φανελάκι για να με δη, επειδή στο σημείο που ήμουν δεν υπήρχαν σωστικά πλοία, τα έβλεπα πολύ μακριά μου. Χρωστάω τηνζΖωή μου στον ήρωα που με σήκωσε από το κρεββάτι με το ζόρι και περίμενε στην καμπίνα μου απέξω μέχρι να σηκωθώ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΣΑΓΓΑΡΙΔΗ και τον Κον ΔΗΜΗΤΡΙΟΝ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ δεύτερον πατέρα μου που με βοήθησε να πέσω στην θάλασσα εκείνη την κρίσιμη ώρα του ναυαγίου.
Αντώνιος Καμπούρης.........
Σημείωση ναυαγού: Πιστεύω κάποιος, κάποτε να ενδιαφερθεί για το τραγικό ναυάγιο και να εξερευνηση τον πυθμένα της Φαλκονερας για να ησυχάσουν οι ψυχές μας για τους αγαπητούς φίλους που χάσαμε, οι περισσότεροι νεαρά παιδιά...Έτσι έζησα την τραγωδία με το ναυάγιο του “ΗΡΑΚΛΕΙΟ” O Hρακλειώτης Γιάννης Λάμπρου επιβάτης του “Ηράκλειο” 43 χρόνια μετά θυμάται τραγικές μνήμες από το πολύνεκρο ναυάγιο του οχηματαγωγού πλοίου «Ηράκλειο» στο οποίο έχασαν τη ζωή τους 217 άνθρωποι «ξυπνούν» με την συμπλήρωση 43 ετών από εκείνη την αποφράδα ημέρα του Δεκεμβρίου του 1966. Ο Hρακλειώτης Γιάννης Λάμπρου ήταν τότε παλικάρι 30 ετών.
Κάθε φορά που πλησιάζει η μαύρη επέτειος νιώθει ένα μεγάλο βάρος στην καρδιά και απέραντη θλίψη για τις ψυχές που χάθηκαν τόσο άδικα στα παγωμένα νερά της Φαλκονέρας. Αν και 73 ετών σήμερα, ποτέ δεν θα απολέσει από πάνω του την οσμή του θανάτου. Ποτέ δεν θα σβήσει από τη μνήμη του την εικόνα με τα δεκάδες διάσπαρτα πτώματα. Ποτέ δεν ξεχάσει τις σπαραχτικές φωνές των ναυαγών που εκλιπαρούσαν για την σωτηρία τους.Το 1966 ο κ. Γιάννης εργαζόταν ως μπόμπαν (αντλιωρός) στο πλοίο Μίνως, ιδιοκτησίας Ευθυμιάδη. Στις 8 Δεκεμβρίου του 1966 ξεκίνησαν από το λιμάνι του Ηρακλείου στις 8 το πρωί με προορισμό τον Πειραιά. «Θυμάμαι ότι οι καιρικές συνθήκες ήταν αντίξοες. Είχε πολλή θάλασσα. Ο καπετάνιος πήρε το πρώτο σήμα για το ναυάγιο ενώ πλέαμε ανοιχτά της Ντία. Προσεγγίσαμε την περιοχή όπου μας είχε δοθεί το στίγμα λίγο μετά τη μία το μεσημέρι. Πήγαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε δεδομένης της θαλασσοταραχής».
Όπως αφηγείται, το πρώτο πράγμα που αντίκρισαν ήταν ένα τεράστιο ψυγείο. “Ήταν το πρώτο σημάδι της τραγωδίας. Γυρίζω και λέω στο λοστρόμο τον Γιακουμή «τι καθόμαστε; Χαροπαλεύουν άνθρωποι. Τους βλέπαμε που είχαν πιαστεί από σανίδια και άλλα αντικείμενα που έπλεαν. Βλέπαμε και τους νεκρούς ναύτες που έπαιζαν από τον αέρα οι κολαρίνες τους».
Με εντολή του καπετάνιου κατέβασαν μια βάρκα. «Μέσα μπήκαμε εγώ, ο ύπαρχος Δημήτρης Καπιτσαλάς, ο Γεράσιμος Δαλιέτος, ο Σπύρος ο Κόκλας και κάποιος Μπάμπης που δεν θυμάται το επώνυμο του. Καταφέραμε να σώσουμε πέντε ανθρώπους. Αυτούς μόνο βρήκαμε εμείς. Δεν υπήρχαν άλλοι για να σώσουμε».
Ήταν καταβεβλημένοι από την κόπωση και το κρύο. Πάλευαν με τα κύματα από τις 2 τα ξημερώματα και εμείς τους βρήκαμε στις 2 το μεσημέρι. Όλοι ήταν μαυρισμένοι από το μαζούτ με το οποίο είχε γεμίσει η θάλασσα.
«Μας δάγκωνε τα πόδια»
Συγκλονισμένος ακόμα και σήμερα περιγράφει τις στιγμές διάσωσης των πέντε ναυαγών. «Ανάμεσα στους πέντε ήταν ένας λοχίας. Ο άνθρωπος είχε χάσει τα λογικά του από το σοκ. Μόλις τον βάλαμε στη βάρκα, άρχισε να μας δαγκώνει τα πόδια. Οι άλλοι δεν μιλούσαν από το σοκ. Στη βάρκα μας ανασύραμε και το λοστρόμο του «Ηράκλειο», το Θοδωρή το Μαγιάφη. Είναι ο μόνος που την «πλήρωσε» για το ναυάγιο και δεν έφταιγε. Τον γνώριζα από παλιά. Τον έσυρα πάνω στη βάρκα και γύρισε και μου είπε: «Γιάννη δεν με γνωρίζεις;». Το πρόσωπο του ήταν μαύρο από το μαζούτ.
Ο άνθρωπος αυτός είχε ειδοποιήσει εγκαίρως τον καπετάνιο όταν αντιλήφθηκε ότι η μπουκαπόρτα είχε ανοίξει και έμπαζε νερά. Του πρότεινε να ελαττώσουν ταχύτητα, όμως δυστυχώς απαξιώθηκε επειδή ήταν λοστρόμος.
Ο κ. Γιάννης θυμάται συγκινημένος ότι και οι ίδιοι κινδύνευσαν να πνιγούν καθώς η μηχανή της βάρκας είχε «τραβήξει» από την αναρρόφηση μία λινάτσα. «Ο ύπαρχος φοβήθηκε και μας είπε να επιστρέψουμε στο πλοίο. Εγώ και ο Δαλιέτος αντιδράσαμε. Είπαμε ότι δεν πάμε πουθενά γιατί η πρώτη μας έννοια ήταν να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους».
Όπως αναφέρει, λόγω της θαλασσοταραχής ήταν αδύνατον οι πέντε ναυαγοί να ανέβουν στο πλοίο με την ανεμόσκαλα. «Ο λοστρόμος τους ανέβασε έναν-έναν με την καντηλίτσα (ένα σανίδι δεμένο στις άκρες με σκοινί).
Πλήρωμα και επιβάτες παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα την επιχείρηση διάσωσης των πέντε. Άλλοι έκλαιγαν με τόσα πτώματα τριγύρω, άλλοι κοίταζαν αποσβολωμένοι από το σοκ.
«Μας έριξαν στο πλοίο με ελικόπτερο δύο γιατρούς από το Ζάννειο για να προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες στους ναυαγούς. Εγώ δεν τους ξαναείδα από τότε».
Νύκτες ολόκληρες ο κ. Λάμπρου έβλεπε εφιάλτες στον ύπνο του. Το σοκ που υπέστη ήταν ισχυρό. Για καιρό ήθελε μόνο να ξεμπαρκάρει, όπως λέει. «Ακόμα και σήμερα δεν έχω ξεπεράσει την τραγωδία. Μιλάω σήμερα γιατί νιώθω την ανάγκη να τιμήσω αυτές τις ψυχές που χάθηκαν τόσο άδικα. Πιστεύω ότι ποτέ δεν θα το ξεπεράσω. Τότε το μόνο που ήθελα και εγώ και οι συνάδελφοι μου ήταν να σώσουμε όσους περισσότερους μπορούσαμε. Κάναμε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν. Μακάρι να είχαμε προλάβει να σώσουμε και άλλους» λέει συγκινημένος.
Βραδινές ώρες της 7ης Δεκεμβρίου του 1966 το πλοίο «Ηράκλειο» απέπλευσε από το λιμάνι της Σούδας για Πειραιά. Στις 02.06 ξημερώματα της 8ης Δεκεμβρίου, ημέρα Πέμπτη, εξέπεμψε το μήνυμα: «SOS, από Ηράκλειον, στίγμα μας 36 μοίρες 52 Β, 24 μοίρες 08 Α, Βυθιζόμεθα».
Από τους 73 ναυτικούς (πλήρωμα) και τους 191 επιβάτες σώθηκαν μόνο 46 (16 άτομα από το πλήρωμα και 30 επιβάτες), οι υπόλοιποι 217 πνίγηκαν.