Ήταν φθινόπωρο του 1969. Με την έναρξη του σχολικού έτους 1969-70, εγώ και οι συμμαθητές μου, μαθητές της Β´ τάξης του Γυμνασίου, περιμέναμε στην αυλή του σχολείου τη σειρά μας να μας πουν, ποια θα ήταν η αίθουσά μας για τη χρονιά εκείνη. Φανταστείτε (όσοι έχετε μια αντίστοιχη εμπειρία) τη χαρά μας, όταν ακούσαμε τη μαγική λέξη «παράρτημα».
Το σχολείο είχε γιγαντωθεί τόσο πολύ, που δεν χωρούσε πλέον τους μαθητές του, αν και είχε χρησιμοποιηθεί το εργαστήριο φυσικής, το εργαστήριο χημείας και τα τμήματα αριθμούσαν μέχρι και πενήντα (50) μαθητές!
Έτσι νοικιάστηκαν οι αίθουσες κάτω από το σπίτι του τότε ανταποκριτή τη Εθνικής Τράπεζας Βαγγέλη Σαββάκη, που από τον κεντρικό δρόμο (Εφ. Πολεμιστών 1941) ήταν υπόγειες, από τον πλαϊνό του (Μπαξεβάνη) ημιυπόγειες και οπό την είσοδό τους ισόγειες. Η απόστασή τους από το σχολείο ήταν-είναι 300-400 μέτρα.
Το πρωί πηγαίναμε στο κεντρικό κτίριο και μετά την προσευχή και την έπαρση της σημαίας, με συνοδεία των καθηγητών της 1ης ώρας πηγαίναμε στο παράρτημα για μάθημα.
Μετά τώρα το τέλος της 1ης ώρας και την αποχώρηση των καθηγητών, ακολουθούσε το ξεσάλωμα. Σε μια εποχή που και το παραμικρό παράπτωμα εντός ή και εκτός σχολείου τιμωρούνταν αυστηρά και παραδειγματικά και όπως λέει ο φίλος και συμμαθητής μου Αντρέας Μαρολαχάκης «ότι δεν επιτρεπόταν ρητά, απαγορεύονταν», το να μείνουν έφηβοι χωρίς εποπτεία, ήταν το άκρον άωτον της ελευθερίας. Ποδόσφαιρο, τσακωμοί, επιδρομές τριγύρω για φρούτα, φασαρία στη γειτονιά, επίσκεψη στο κοντινό ψιλικατζίδικο του Σπ. Κατάκη κτλ. Ένας δυο κρατούσαν τσίλιες στη γωνία (παρακάτσευαν) μήπως και εμφανιστεί καθηγητής της επόμενης ώρας. Όταν δινόταν το σύνθημα, όλοι παναγίες! Αν τύχαινε όμως και ερχόταν ένας μόνο καθηγητής, μόλις αυτός έμπαινε στην τάξη, οι υπόλοιποι ξαναβγαίναμε και άρχιζε καινούργιο πανηγύρι. Πήγαινε πάλι ένας για τσίλιες και οι υπόλοιποι τα ίδια. Έβγαινε έξω ο καθηγητής να μας μαζέψει, αλλά εμείς εξαφανιζόμασταν, κυρίως κάνοντας το γύρο του κτιρίου. Ειδικά αν στους διπλανούς έκανε μάθημα ο αείμνηστος Γιάννης Αννουσάκης, τη στήναμε δίπλα από το παράθυρο στο πλάι για να δούμε πόσους και ποιούς είχε βγάλει στο μάθημα, κάνοντας τους κάποιοι (όχι εγώ το τονίζω), χειρονομίες σεξουαλικού περιεχομένου. Συνήθιζε να βγάζει για εξέταση το 1/3 μέχρι και τη μισή τάξη στον πίνακα. Όσους ήξεραν το μάθημα τους βαθμολογούσε και τους έλεγε να καθίσουν, ενώ τους αδιάβαστους τους κρατούσε όρθιους, βομβαρδίζοντάς τους με αλλεπάλληλες ερωτήσεις. Στο τέλος πήγαινε μπροστά στον καθένα και του έκανε την ερώτηση: «-Διάβασες; Δεν διάβασες!» και φραπ, έπεφτε ένα χαστούκι. Μερικοί που του έλεγαν δικαιολογίες ή ότι είχαν διαβάσει, τους έριχνε και δεύτερο χαστούκι στο άλλο μάγουλο! Και είχε μια μεγάλη παλάμη με τεράστια δάχτυλα. Καμμία φορά έλεγε και το αμίμητο « Αγρόν ηγόρασες… και του χρόνου θα τον καλλιεργήσεις». Όταν λοιπόν βλέπαμε ποιούς είχε βγάλει στο μάθημα, ξέραμε περίπου ποιοί θα φάνε χαστούκι και τους κάναμε καζούρα το διάλειμμα.
Πολλές αναμνήσεις έχω από τον επίσης αείμνηστο καθηγητή μου (και για ένα χρόνο εξαιρετικό συνάδελφο Χ. Παπαδάκη). Μια φορά, ερχόμενος για μάθημα, έδωσε την τσάντα του να την πάει στην έδρα, στο μαθητή που κρατούσε τσίλιες το Μανώλη Χ. από το Βουλγάρω, κι αυτός κατευθύνθηκε στην τουαλέτα. Όταν, με αρκετή καθυστέρηση ο Μανώλης μπήκε στην τάξη κρατώντας την τσάντα, τον ρωτήσαμε που είναι ο καθηγητής κι αυτός απάντησε «Πάει να Χ€….ει». Κάποιος συμμαθητής που είτε δεν είχε ακούσει ή ήθελε επανάληψη, τον ρωτά πάλι: «- Τί είπες Μανώλη;» κι αυτός με στεντόρεια φωνή φωνάζει πιό δυνατά:
«-Είπα πάει να Χ€…ει». Έλα σου όμως που η σωματική ανάγκη ήταν πιό σύντομη από ότι ο μαθητής είχε υποθέσει και ακριβώς πίσω του ερχόταν ο καθηγητής που άκουσε τουλάχιστον αυτό που ειπώθηκε τη δεύτερη φορά τόσο δυνατά. Το τι ακολούθησε από χαρακτηρισμούς για το μαθητή και την ανατροφή του, δεν μπορώ να τα περιγράψω! Οφείλω όμως να πω ότι ο συγκεκριμένος καθηγητής ουδέποτε χειροδίκησε σε μαθητή, πράγμα που έκανε την εποχή εκείνη η πλειοψηφία δασκάλων και καθηγητών με ασήμαντες ή και καθόλου αφορμές.
Κι ένα τελευταίο με τον ίδιο καθηγητή:
Οι ζέστες του φθινοπώρου, τα κατοικίδια και τα λουλούδια των γύρω σπιτιών ήταν οι κύριες αιτίες που οι μύγες είχαν πολλαπλασιαστεί σε απίστευτο αριθμό, τόσο που ήταν ενοχλητικότατες κατά τη διάρκεια του μαθήματος και όχι μόνο. Έκρινε λοιπόν ο καθηγητής αυτός ότι έπρεπε να κλείσουμε την πόρτα και τα παράθυρα. Στη συνέχεια διάλεξε 4-5 άρρενες μαθητές που τους όρισε «μυγιοχάφτες» οι οποίοι θα είχαν ως έργο την εξολόθρευση των ενοχλητικών αυτών εντόμων. Αυτοί άλλο που δεν ήθελαν. Πήραν απο ένα βιβλίο και χτυπούσαν όπου και όποιον ήθελαν. Τραβούσαν θρανία, έρριχναν πράγματα στο πάτωμα, χαμός! Είδε και απόειδε ο καθηγητής ότι γινόταν απερίγραπτη φασαρία χωρίς κανένα αποτέλεσμα οπότε φωνάζει
- ΤΕΛΟΣ , τακτοποιείστε τα πράγματα και τα θρανία. Οι «μυγιοχάφτες» να καθίσουν στις θέσεις τους.
Μετά δίνει χρήματα σε ένα μαθητή να πάει να αγοράσει εντομοκτόνο αεροσόλ, το οποίο αφού αγοράστηκε, το πήρε στα χέρια του, άρχισε να ψικάζει με κλειστά πορτοπαράθυρα κι εμάς όλους μέσα. Σε ελάχιστο χρόνο η ατμόσφαιρα έγινε αποπνικτική, οπότε τότε έγινε ο μεγαλύτερος χαμός! Σαν συνεννοημένοι πεταχτήκαμε όλοι μαζί προς την έξοδο. Εννοείται ότι το υπόλοιπο της διδακτικής ώρας το διανύσαμε στην αυλή!
Όλα όμως τα ωραία τελειώνουν πολύ γρήγορα, έτσι κι εμείς ξαναγυρίσαμε στο κεντρικό κτίριο με τη λήξη του 4μήνου (εξάμηνο το έλεγαν τότε και συνοδευόταν από γραπτές εξετάσεις) και άλλοι μαθητές πήγαν στο παράρτημα για να ζήσουν κι αυτοί τις στιγμές ελευθερίας τους.
Γιώργος Τσιμπογιάννης