Ντοπιολαλιές
Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Ξαφνικά, σε άγουρη σχετικά ηλικία, βρέθηκα να είμαι αναγκασμένος να ζήσω μόνος μου, μακριά απ’ την οικογένειά μου, σ’ ένα περιβάλλον τελείως άγνωστο σε μένα. Η απόσταση που χώριζε τον τόπο προορισμού, με το μέρος που γεννήθηκα κι έζησα όλα μου τα χρόνια, ήταν περίπου χίλια χιλιόμετρα. Για να καλύψω αυτή την απόσταση, θα έπρεπε ν’ αλλάξω πέντε περίπου διαφορετικά μέσα συγκοινωνίας και να περάσω ατελείωτες ώρες σε διαφορετικούς σταθμούς αναμονής. Σε κάθε τέτοιο σταθμό που ήμουν αναγκασμένος να περιμένω το συγκοινωνιακό μέσο που θα με μετέφερε στον επόμενο προορισμό μου, δεχόμουν νέες παραστάσεις, πρωτόγνωρες, μερικές απ’ τις οποίες με παραξένευαν, ενώ κάποιες άλλες το λιγότερο που θα μπορούσα να πω είναι ότι με φόβιζαν.
Στην αρχή με τρόμαζε η απόσταση και το άγνωστο που θα συναντούσα στον τελικό προορισμό μου. Παρ’ όλες τις ανασφάλειες που ένιωθα για τις δυσκολίες που πιθανόν θ’ αντιμετώπιζα, δεν εξωτερίκευα τα συναισθήματά μου και παρέμενα ή τουλάχιστον έδειχνα αδιάφορος στις επερχόμενες δυσκολίες. Οι εμπειρίες απ’ το ταξίδι λειτουργούσαν αθροιστικά στις λίγες σχετικά που είχα στον μέχρι τότε κύκλο της ζωής μου. Χωρίς να το συνειδητοποιώ, άρχισα να γίνομαι δέκτης νέων ηθών, πρωτόγνωρων για την μέχρι τότε κουλτούρα μου.
Οι ατελείωτες ώρες μέσα στο λεωφορείο της διαδρομής απ’ τη Βέροια στην Αθήνα, ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα. Μέσα απ’ τα παράθυρα έβλεπα τοπία να εναλλάσσονται με ταχύτητα μπροστά στα μάτια μου, που με άφηναν το λιγότερο έκπληκτο. Πεδιάδες, κοιλάδες, πόλεις, χωριά, βουνά κι ακροθαλασσιές σκιαγραφούσαν μ’ ένα σχεδόν κινηματογραφικό τρόπο τη γεωπολιτική κατάσταση της ηπειρωτικής Ελλάδας. Σε κάθε μια απ’ τις στάσεις του λεωφορείου, που δεν ήταν και λίγες, γινόμουν δέκτης καινούργιων πληροφοριών, ξεχωριστά απ’ την κάθε περιοχή και παραξενευόμουν ......
..απ’ τη διαφορά στην προφορά της γλώσσας. Λίγα χιλιόμετρα ήταν αρκετά, για να σε κάνουν να προσπαθείς να καταλάβεις τι θέλει να πει ο συνομιλητής σου. Οι λέξεις και το συντακτικό άλλαζαν και χρειαζόταν προσαρμογή για να καταλάβεις τι ακριβώς σου έλεγε ο ντόπιος συνομιλητής σου. Το ταξίδι ξεπερνούσε σε διάρκεια τις δέκα ώρες και σίγουρα ήταν το μεγαλύτερο που είχα πραγματοποιήσει μέχρι τότε. Φυσικά συνταξίδευα με την μητέρα μου, αλλά για λόγους που δεν μπορώ να εξηγήσω, απέφευγα να της μιλάω και στις ερωτήσεις που μού έκανε απαντούσα μονολεκτικά κι ανόρεκτα. Τελικά, σαν κατάλαβε ότι δεν ήθελα πολλές κουβέντες, με άφησε ήσυχο και βυθίστηκε στις δικές της σκέψεις, που απ’ την έκφραση του προσώπου της κατάλαβα πως ήταν μάλλον δυσάρεστες.
Με το που μπήκε το αυτοκίνητο του ΚΤΕΛ Βεροίας στα βόρεια προάστια της Αθήνας, ένιωσα ένα πολιτισμικό σοκ. Ξαφνιάστηκα απ’ το μέγεθός της, το πλήθος των παντός είδους τροχοφόρων που κυκλοφορούσαν στους δρόμους της και την πολυκοσμία. Έβλεπα απ’ το παράθυρο πολύχρωμο πλήθος ανθρώπων να κινείται με βιασύνη προς όλες τις κατευθύνσεις. Τότε για πρώτη φορά ήρθα σ’ επαφή με τα φανάρια που ρύθμιζαν την κυκλοφορία. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι μόνες μου παραστάσεις για τον «Γρηγόρη» και τον «Σταμάτη» ήταν απ’ τις διάφορες κινηματογραφικές ταινίες. Παρατηρώντας την απόλυτη πειθαρχία οχημάτων και πεζών στο πράσινο και το κόκκινο των σηματοδοτών, έμεινα γοητευμένος ενώ ένα πλήθος ερωτηματικών με πλημύρισε, χωρίς όμως να μπορώ να βρω άμεση απάντηση.
Στο σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων, με το που αποβιβάστηκα, ένιωσα σαν χαμένος. Ένα πλήθος μικροεπαγγελματιών πλησίασε όλους τους ταξιδιώτες κι ο καθένας χωριστά άρχισε να διαλαλεί τις υπηρεσίες που μπορούσε να μας προσφέρει. Ήταν διάφοροι χαμάληδες, ιδιοκτήτες μικρών τροχοφόρων, κάρων στην ουσία, που τα φόρτωναν με τις αποσκευές και τα κινούσαν με την μυϊκή τους δύναμη προς τον τόπο προορισμού του καθενός. Υπήρχαν βεβαίως και τρίκυκλες μοτοσυκλέτες με αρκετό χώρο στο πίσω μέρος της κατασκευής τους. Αυτές οι τελευταίες ήταν ιδανικές για την μεταφορά αποσκευών σε μεγάλες σχετικά αποστάσεις. Φυσικά ανάμεσά τους υπήρχαν και μερικά ταξί, αλλά αυτά τα τελευταία ήταν μάλλον ελάχιστα. Οι φωνές και οι καυγάδες μεταξύ των χαμάληδων, για την αποκλειστικότητα προσέγγισης κάποιου υποψήφιου πελάτη, με άφησε έκπληκτο. Στην πόλη μου δεν ήμασταν συνηθισμένοι σε τέτοιου είδους φιλονικίες, που πολύ γρήγορα κατέληγαν σε βρισιές και σπάνια σε χειροδικίες. Με προτροπή της μητέρας μου έμεινα δίπλα στα πράγματά μας, που δεν ήταν και λίγα, μέχρι να βρει και να διαπραγματευτεί το ταξί που θα μας πήγαινε στο λιμάνι του Πειραιά.
Σύντομα επέστρεψε μ’ έναν κύριο, ο οποίος αφού είδε τις αποσκευές μας, άρχισε να διαπραγματεύεται με τη μητέρα μου για το κόστος της μεταφοράς. Τελικά συμφώνησαν να πληρώσει το ποσό που θα γράψει ο μετρητής. Για μένα ο μετρητής ήταν κάτι πρωτάκουστο, αλλά απ’ ότι κατάλαβα η μητέρα μου ήξερε τι ήταν κι έτσι δεν ανακατεύτηκα στη συζήτηση. Μέχρι τότε στην πόλη μας, όταν θέλαμε να μετακινηθούμε από μια περιοχή σε άλλη με ταξί, κάναμε συμφωνία με τον οδηγό για το αντίτιμο της μεταφοράς, στο οποίο υπολογιζόταν τα άτομα κι οι αποσκευές. Με το που μπήκα μέσα στο ταξί, άκουγα τον χαρακτηριστικό ήχο του ταξίμετρου κι έβλεπα ν’ αλλάζουν τα νούμερα δίπλα απ’ το «πληρωτέο ποσό». Ήταν πρώτη φορά που έβλεπα κάτι τέτοιο και παρακολουθούσα με προσοχή την εναλλαγή των υποδιαιρέσεων της δραχμής που γινόταν με το χαρακτηριστικό κλικ. Τελικά όταν φτάσαμε στον Πειραιά, ήταν ήδη απόγευμα. Το ταξί μας άφησε στο πρακτορείο στο οποίο είχαμε κάνει κράτηση εισιτηρίων, πληρώθηκε κι έφυγε. Μείναμε στο πεζοδρόμιο να προσέχουμε τα μπαγκάζια μας, με μια αμηχανία να μας έχει κυριέψει. Γρήγορα η μητέρα μου συνήλθε κι αφού κανόνισε το θέμα των εισιτηρίων, επέστρεψε με δύο χαμάληδες, που της υπέδειξε ο πράκτορας. Αμέσως οι νεοφερμένοι πήραν μ’ ευκολία στα χέρια τους τις αποσκευές μας και μας οδήγησαν στο πλοίο της γραμμής. Φορούσαν σακάκια από καραβόπανο χρώματος γκρι σαν διακριτικό του επαγγέλματός τους και η δουλειά τους ήταν να μεταφέρουν τις αποσκευές των ταξιδιωτών από και προς τα πλοία της γραμμής. Με γρήγορο βηματισμό μας οδήγησαν στο πλοίο με το οποίο θα ταξιδεύαμε, τακτοποίησαν τα μπαγκάζια μας στους χώρους αποθήκευσης και πληρώθηκαν το συμφωνηθέν αντίτιμο. Οι παραλήπτες έγραψαν με κιμωλία πάνω στις αποσκευές μας κάποιους αριθμούς και μας έδωσαν τους αντίστοιχους αριθμούς σ’ ένα χαρτί με τη σφραγίδα του πλοίου. Ο θόρυβος απ’ τις μηχανές του πλοίου που δούλευαν στο ρελαντί, ανάμεικτος με τις φωνές του προσωπικού και των επιβατών, τις μηχανές των οχημάτων που προσπαθούσαν οι ναύτες να τα παρκάρουν στις επιθυμητές θέσεις, τα μουγκανητά κάποιων λίγων ζώων που θα ταξίδευαν, έφτανε στ’ αυτιά μου σαν ενοχλητική βαβούρα. Ήταν κυριολεκτικά ένα συνονθύλευμα ήχων, που έφτανε στις αισθήσεις μου μαζί με παράξενες κι ασυνήθιστες οσμές. Η μυρωδιά του πετρελαίου ανάμεικτη με τα καυσαέρια των αυτοκινήτων και κυρίως μια μυρωδιά ψαρόλαδου, που ήταν τελείως πρωτόγνωρη για μένα, ερέθιζε τα ρουθούνια μου, πράγμα που με ανάγκασε να βγω γρήγορα έξω απ’ τα έγκατα του οχηματαγωγού.
Από μια εξωτερική στενή σκάλα, ανεβήκαμε στο σαλόνι του πλοίου και με δυσκολία βρήκαμε δύο θέσεις. Είχαμε τώρα μπροστά μας ένα μεταλλικό τραπεζάκι, επάνω στο οποίο μπορούσαμε ν’ ακουμπήσουμε τα αναψυκτικά μας και τον καφέ που θα έπινε η μητέρα μου. Το ίδιο τραπεζάκι το μοιραζόμασταν και μ’ άλλους συνεπιβάτες. Η όλη κατάσταση του σαλονιού ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα, παρ’ όλο που είχα ταξιδέψει στην Κρήτη ακόμη μια φορά στο παρελθόν, αλλά ήμουν σε μικρή ηλικία τότε και οι αναμνήσεις μου ήταν συγκεχυμένες και θολές. Παρατηρούσα τους συνταξιδιώτες μου με φανερή περιέργεια, που ίσως έφτανε στα όρια της αδιακρισίας, προσπαθώντας να καταλάβω όλα όσα έπεφταν στην αντίληψή μου. Αυτά που έβλεπα ήταν κάτι το τελείως καινούργιο για μένα. Άκουγα κι έβλεπα τα κομμάτια ενός άγνωστου σε μένα πολιτισμού. Τα ρούχα που φορούσαν οι περισσότεροι, ιδίως οι ηλικιωμένοι, μόνο σε παλιές φωτογραφίες τα είχα δει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Κάποιοι απ’ τους γεροντότερους επιβάτες κρατούσαν στα χέρια τους κάτι ροζιασμένα στραβά μπαστούνια, τις κατσούνες όπως άκουσα να τις λένε. Τις κρατούσαν και τις χρησιμοποιούσαν με τέτοιο τρόπο σαν να ήταν κάποιο αναπόσπαστο μέλος του σώματος τους. Δίπλα τους είχαν τα μπαγκάζια τους, που τα περισσότερα ήταν πολύχρωμα υφαντά, ραμμένα σαν σακίδια. Είχαν στερεωμένα επίσης πολύχρωμα χειροποίητα κορδόνια, τα οποία χρησίμευαν για να τα μεταφέρουν με άνεση στην πλάτη τους. Απ’ αυτά έβγαζαν κομμάτια κίτρινου τυριού, ελιές, παξιμάδια και μπουκάλια μ’ ένα διαφανές υγρό, που όπως αργότερα κατάλαβα ήταν το τοπικό ποτό. Έπιναν και μασουλούσαν μιλώντας συγχρόνως ακατάπαυστα, με μια πρωτοφανή για μένα ταχύτητα.
Οι διαφορετικές συνομιλίες που πλανιόταν στο αέρα έφταναν στ’ αυτιά μου σαν ένα συγκεχυμένο μουρμουρητό, χωρίς να μπορώ να καταλάβω κάποια συγκεκριμένη φράση. Οι περισσότεροι χειρονομούσαν και μιλούσαν με μια τραγουδιστή προφορά, που όπως πολύ γρήγορα κατάλαβα, ήταν η ντοπιολαλιά που χρησιμοποιούσαν στην Κρήτη. Ήταν ένα γλωσσικό ιδίωμα, που πρώτη φορά άκουγα «ζωντανά». Δεν ήμουν σε θέση ν’ αντιληφθώ τη σημασία αυτών των συνομιλιών, γιατί οι περισσότερες λέξεις μού ήταν τελείως άγνωστες. Αυτό μ’ έκανε ν’ αναρωτιέμαι αν η γλώσσα που ακουγόταν στο σαλόνι του πλοίου ήταν Ελληνική.
Αφού κουράστηκα να παρατηρώ τις εικόνες στο σαλόνι κι αφού συνεννοήθηκα με τη μητέρα μου, αποφάσισα να βγω στο κατάστρωμα. Για να τα καταφέρω χρειάστηκε να σκαρφαλώσω κυριολεκτικά στην απότομη μεταλλική σκάλα που οδηγούσε εκεί. Κρατήθηκα και με τα δυο χέρια στηριγμένος στα κάγκελα της σκάλας, νιώθοντας στα χέρια μου ένα είδος γλίτσας, που μάλλον τη δημιουργούσε η υγρασία της θάλασσας. Τα πάντα στο κατάστρωμα ήταν τελείως διαφορετικά σε σχέση με το σαλόνι. Ο άνεμος, με τ’ απαλό θρόισμά του, έδιωχνε κάθε άσχημη μυρωδιά κι ανάγκαζε τον καπνό απ’ τα φουγάρα να διαλύεται πριν φτάσει στα ρουθούνια μας. Εδώ όμως το τρέμουλο και οι κραδασμοί που ξεκινούσαν απ’ το μηχανοστάσιο έφταναν ακόμη πιο έντονοι. Το πάτωμα ήταν μεταλλικό, μπογιατισμένο όπως και όλα τα σιδερένια μέρη του πλοίου με «Μοράβια» (όπως μου είπαν) για την καλύτερη προστασία απ’ την αρμύρα. Αυτό όμως το υλικό είχε και μια ακαθόριστη οσμή, που για μένα ήταν πρωτόγνωρη. Η κουπαστή ήταν φτιαγμένη με σιδερένια κάγκελα και πλέγματα από καραβόσκοινο με δίκτυα. Υπήρχαν αρκετές σωστικές βάρκες και σχεδίες από σκληρό πλαστικό. Μέσα σ’ αυτές τις τελευταίες είχαν βρει καταφύγιο διάφορες οικογένειες, που αφού είχαν στρώσει κουβέρτες και μπατανίες, είχαν φτιάξει αυτοσχέδια καταλύματα και απ’ ότι κατάλαβα θα έμεναν εκεί σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Τους κοίταζα με περιέργεια κι αναρωτιόμουν, αν η κατάληψη των σωστικών σχεδίων αποσκοπούσε στην άνεσή τους για το ταξίδι ή προληπτικά έπαιρναν προφυλάξεις για κάποιο πιθανό ατύχημα.
Κάποια στιγμή, απ’ τον θόρυβο που κυριάρχησε παντού, κατάλαβα ότι σήκωναν την άγκυρα κι ήμασταν έτοιμοι προς αναχώρηση. Μια περίεργη κινητικότητα κυριάρχησε στο σαλόνι, καθώς πολλοί απ’ τους επιβάτες βγήκαν έξω και στηριζόμενοι στην κουπαστή, χαιρετούσαν φίλους και συγγενείς ή ακόμη χάζευαν απλά την αναχώρηση του πλοίου. Αυτό βέβαια δεν με άφησε ασυγκίνητο κι απ’ τους πρώτους βγήκα και στήριξα τα χέρια μου στα νοτισμένα κάγκελα, προσπαθώντας να έχω όσο το δυνατόν καλύτερη οπτική γωνία και παρακολουθούσα την αναχώρηση του πλοίου. Εργάτες στην προβλήτα ελευθέρωσαν τα τεράστια παλαμάρια απ’ τις μεταλλικές δέστρες, δίνοντας τη δυνατότητα στις προπέλες να μας απομακρύνουν απ’ τον μόλο. Οι έλικες με τις πλατιές λεπίδες ανάδευαν τα νερά του λιμανιού, αναταράζοντας τη λάσπη του βυθού, δίνοντάς τους ένα απαίσιο θολό λαδί χρώμα κι απελευθέρωναν δυσάρεστες οσμές. Με εξειδικευμένες μανούβρες αποφύγαμε κάθε σκάφος που ήταν δεμένο ή έπλεε στο λιμάνι και σε λίγο βγήκαμε στο ανοιχτό πέλαγος.
Τότε ένιωσα για πρώτη φορά τη μαγεία της θάλασσας. Ανέβηκα στην κουβέρτα και από την ύψος της πλώρης, ρουφούσα άπληστα την αλμύρα της θάλασσας που έφερνε ο άνεμος που όλο και πιο πολύ δυνάμωνε. Ο αέρας ήταν υγρός γιατί με την ένταση του, μετέφερε σταγονίδια θαλασσινού νερού που τα ένιωθα με ευχαρίστηση στο πρόσωπο μου. Ήδη είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και η θερμοκρασία που έπεφτε σε συνδυασμό με τον άνεμο που γινόταν όλο και πιο ισχυρός με ανάγκασε να κατεβώ στο σαλόνι στην θέση δίπλα στη μητέρα μου.
Μουσική και περίεργα για μένα τραγούδια, με ξύπνησαν απ’ τον άβολο ύπνο που έκανα, έχοντας στηρίξει τα χέρια μου πάνω στο τραπεζάκι που ήταν μπροστά απ’ το κάθισμά μου. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα: «Πού βρίσκομαι;» Πολύ γρήγορα όμως το μυαλό μου συντονίστηκε με την πραγματικότητα, καθώς γνώριμες εικόνες απ’ την προηγούμενη μέρα επαναλήφθηκαν σ’ ένα πιο ράθυμο στυλ. Εμφανώς όλοι οι ταξιδιώτες ήταν αγουροξυπνημένοι και κουρασμένοι. Ενώ οι πάντες είχαν κάνει ουρά μπροστά στο μπαρ για έναν καφέ, εγώ προτίμησα να βγω στο κατάστρωμα. Ανέβηκα στο ψηλότερο σημείο του πλοίου, για να έχω την καλύτερη δυνατή θέα προς το λιμάνι της Σούδας. Ήδη στα κάγκελα της κουπαστής ήταν συγκεντρωμένοι κι άλλοι περίεργοι σαν εμένα, πράγμα που με ανάγκασε να στριμωχτώ ανάμεσά τους.
Ήταν μια περίεργη ώρα, αυτή που μπαίναμε στο λιμάνι. Ήταν η στιγμή που το φως πάλευε με το σκοτάδι και για πρώτη φορά στη ζωή μου, είδα να συνυπάρχει το φεγγάρι που έδυε πίσω απ’ τα βουνά της Κρήτης με τον ήλιο που ανέτειλε απ’ τα βάθη της θάλασσας. Είχα μείνει κυριολεκτικά άφωνος με το θέαμα και παρακολουθούσα με δέος το πρωτόγνωρο για μένα γεγονός. Έβλεπα το γκρίζο να υποχωρεί κι ένα λαμπερό χρώμα να κυριαρχεί σε αποχρώσεις του πορτοκαλί και του κόκκινου. Τα φώτα του λιμανιού ήταν ακόμη αναμμένα και λαμπύριζαν αντικατοπτρίζοντας το φως τους στα νερά του λιμανιού. Το φαινόμενο ήταν τόσο μαγευτικό, που νόμισα πως τα νερά του λιμανιού είχαν κόκκινη απόχρωση. Ήμουν βέβαιος πως αυτό που έβλεπα ήταν αποτέλεσμα μιας παράξενης μαγικής δύναμης, η οποία με είχε αιχμαλωτίσει σε τέτοιο βαθμό, που θαύμαζα το πρωτοφανές για μένα θέαμα χωρίς να μιλάω και χωρίς ν’ ακούω τίποτα απ’ τον θόρυβο που έκαναν οι συνταξιδιώτες γύρω μου. Όταν το φως νίκησε ολοκληρωτικά το σκοτάδι, το πλοίο είχε μπει μέσα στο λιμάνι συνοδευόμενο από κρητική μουσική. Ο θόρυβος που έκανε η αλυσίδα της άγκυρας που έπεφτε με ορμή στα νερά με “ξύπνησε” και μ’ έφερε πάλι στην πραγματικότητα. Ανοιγόκλεισα απογοητευμένος τα μάτια μου, αλλά η μαγική στιγμή είχε χαθεί. Κατέβηκα μηχανικά στο σαλόνι, όπου η μητέρα μου με περίμενε ανυπόμονη κι ελαφριά εκνευρισμένη με την απουσία μου.
Πάτησα τα πόδια μου στο νησί και πολύ γρήγορα είχα την αίσθηση πως βρισκόμουν τουλάχιστον σε άλλη χώρα. Τα πάντα γύρω μου φάνταζαν άγνωστα ή τουλάχιστον καινούργια. Η γλώσσα που μιλούσαν οι ντόπιοι έφτανε στ’ αυτιά μου αμυδρά γνωστή και η προφορά τους φάνταζε τραγουδιστή. Με προσπάθεια κατάφερνα μερικές φορές να καταλαβαίνω τους ντόπιους στις συνομιλίες που είχα μαζί τους, κυρίως απ’ τα συμφραζόμενα και τις κινήσεις του σώματος. Συνήθως τους ζητούσα να μου διευκρινίσουν τι ακριβώς εννοούσαν κι αυτό τους παραξένευε πάρα πολύ και είχα την αίσθηση πως με αντιμετώπιζαν σαν καθυστερημένο. Την πρώτη φορά που ρώτησα ένα ξάδερφό μου τι έχει, γιατί τον έβλεπα σκεφτικό, μου απάντησε: “Πράμα” ! Εγώ φυσικά δεν κατάλαβα τίποτα και τον κοίταζα ξαφνιασμένος μέχρι να μου εξηγήσει πως μ’ αυτή τη λέξη εννοούσε “τίποτα”. Πολύ γρήγορα κατάλαβα πως αυτή ήταν η αγαπημένη έκφραση των περισσότερων ντόπιων, αλλά εμένα μου φαινόταν παράξενη και ποτέ δεν μπόρεσα να την εντάξω στο λεξιλόγιό μου. Μια πάρα πολύ αστεία, για μένα, ντόπια έκφραση ήταν όταν άκουγα τα κορίτσια συνήθως να λένε με στοιχεία θαυμασμού στην έκφρασή τους τη λέξη “ούφου”. Δηλαδή ήθελαν να πουν ότι κάνει πολύ κρύο κι έλεγαν: “Ούφου ένα κρύο”. Ο τρόπος που το έλεγαν με μια τραγουδιστή προφορά κι έντονες τις αποχρώσεις του θαυμασμού, μ’ έκανε αν όχι να γελάω, τουλάχιστον να χαμογελάω. Τον χρησιμοποιούσαν αυτόν τον ιδιωματισμό πάρα πολύ συχνά. Έτσι άκουγα ιδίως τα κορίτσια να λένε: “Ούφου ήντα έπαθα το κακορίζικο” όμως το “ούφου” και το “κακορίζικο”, ιδίως με τον τρόπο που το έλεγαν, μου προκαλούσαν θυμηδία και πολλές φορές γελούσα απροκάλυπτα, πράγμα που εκνεύριζε τους συνομιλητές μου. Αυτή την έκφραση την άκουγα πολύ τακτικά, αλλά ούτε κι αυτή ποτέ μπόρεσα να την χρησιμοποιήσω. Μια άλλη παράξενη για μένα έκφραση ήταν ιδιαίτερα αστεία κι όταν την άκουσα για πρώτη φορά έσκασα στα γέλια. Δεν μπορώ να θυμηθώ ποιος μου είπε: “Ακούς μυρωδιά;” εννοώντας αν μυρίζω κάποια οσμή. Μου φαινόταν αδιανόητο ότι θα μπορούσε κάποιος να αισθανθεί μια μυρωδιά με την ακοή κι όχι με την όσφρηση. Αυτή την έκφραση την χρησιμοποίησα ασυναίσθητα μια φορά στη Βέροια, στην παρέα μου, και τα πειράγματα έπεσαν σύννεφο. Μάλιστα κάποιοι από τους Βεροιώτες φίλους μου είχαν σκηνοθετήσει ολόκληρες παντομίμες και δεν έχαναν ευκαιρία να τις παίζουν μπροστά μου, μόνο και μόνο για να γελάνε.
Το ρήμα ακούω οι ντόπιοι το χρησιμοποιούσαν κι άλλες φορές εκτός από την περίπτωση που θα ήθελαν να πουν κάτι για την ακοή, για την ακοή συνήθως χρησιμοποιούσαν το “γροικώ”. Έλεγαν δηλαδή: “Αν σ’ ακούει, πέρνα απ’ τη γειτονιά μας”, εννοώντας σε ελεύθερη μετάφραση: Αν σου βαστάει, αν έχεις κουράγιο, πέρνα απ’ τη γειτονιά μας. Έλεγαν επίσης: “Δεν μ’ ακούει να φάω ή να πιω κι άλλο”, εννοώντας δεν αντέχω να φάω ή να πιω κι άλλο. Όταν έλεγες σε κάποιον να σηκώσει κάποιο βαρύ φορτίο, η απάντησή του ήταν: “Δεν μ’ ακούει” δηλαδή δεν έχω την δυνατότητα, δεν μπορώ. Ξαφνιάστηκα ιδιαίτερα όταν μια συμμαθήτριά μου, μου είπε πως σ’ ερώτηση που έκανε στην άρρωστη γιαγιά της: «Τι κάνεις γιαγιά;», έλαβε την απάντηση: «Δεν μ’ ακούει παιδί μου, δεν μ’ ακούει», προφανώς για να της πει πως δεν έχει δυνάμεις. Όλες αυτές οι περιπτώσεις, όπως ήταν φυσικό, με μπέρδευαν και πολλές φορές μου δημιουργούσαν σύγχυση, μέχρι να καταλάβω τη σημασία της έκφρασης κατά περίπτωση. Βασικά άρχισα να πιστεύω πως το αισθητήριο ακοής στην Κρήτη ήταν κάτι… υπερφυσικό.
Σε μια συζήτηση, σε μια εκδρομή στο μαύρο μόλο, μια συμμαθήτρια είπε: «Απ’ τα οζά (ζώα) της Κρήτης αμπολιάρικη (αγαπητή μου) είναι η κουμούτσα (χελώνα). Σιχαίνομαι τον αβορθακό (βάτραχο) και φοβούμαι τη σκλόπα (κουκουβαγια)! Ακούγοντάς την, έμεινα ν’ αναρωτιέμαι για το είδος της πανίδας που ζούσε στην Κρήτη!
Μετά από δυο τρία χρόνια πίστευα πως είχα εξοικειωθεί με την κρητική διάλεκτο, γιατί την χρησιμοποιούσα (όχι πάντα με επιτυχία) σε κάθε ευκαιρία. Τότε όμως έμαθα πως η κρητική διάλεκτος δεν μαθαίνεται, αν δεν είναι μητρική σου γλώσσα. Ήμουνα στην Ε΄ γυμνασίου και σε μια συζήτηση ανάμεσα σ’ αγόρια και κορίτσια, απευθυνόμενος σε μια κοπελιά, χρησιμοποίησα στη φράση μου το ρήμα “θυμίζει”. Αμέσως αυτή αναψοκοκκίνισε και με κοπάνισε στο κεφάλι μ’ ένα βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της. Πριν προλάβω να πω οτιδήποτε έκανε μεταβολή κι έφυγε τρέχοντας. Εγώ έκπληκτος προσπαθούσα να καταλάβω τον λόγο της συμπεριφοράς της, όταν αντιλήφθηκα ότι όλα τα κορίτσια της παρέας χασκογελούσαν, ενώ τ’ αγόρια κυριολεκτικά κρατούσαν την κοιλιά τους απ’ τα γέλια. Αγανακτισμένος και νομίζοντας πως γελούσαν με την κατραπακιά που έφαγα, βούτηξα απ’ τα πέτα τον Πσιπσή και τον ταρακούνησα. Αυτός, γελώντας ακόμη, μου είπε: «Ρε αθεόφοβε, ήντα της είπες της κοπελιάς;» και συνέχισε να γελάει χωρίς να νοιάζεται για τον εκνευρισμό που μου προκαλούσε το παρατεταμένο γέλιο του. Στο τέλος καταδέχτηκε να μου εξηγήσει: « Θυμίζει, είναι το ρήμα που χρησιμοποιούν για τα θηλαστικά και ιδίως για τις κατσίκες που βρίσκονται σε οίστρο», μου είπε και συνέχισε να γελάει καθώς είδε την έκφραση που πήρε το πρόσωπό μου. Αμέσως κατάλαβα τόσο την αντίδραση της κοπελιάς, όσο και τα ασταμάτητα γέλια της παρέας. Φυσικά αυτό το γεγονός σημάδεψε τις σχέσεις μου με την συγκεκριμένη κοπελιά, γιατί παρ’ όλο που της εξήγησα κι αυτή καταδέχτηκε να με συγχωρήσει, παρέμεινε πάντα επιφυλακτική μαζί μου.
Σε μια εκδρομή που κάναμε στον Παρθενώνα (γυναικείο μοναστήρι πάνω σε λόφο) μου είπαν: « Απ’ επαέ (εδώ) έχει ευγοράδα!» (πανοραμική θέα) κι εγώ φανταζόμουν πως θα δω κάποιο ενδημικό λουλούδι.
Όταν μου μιλούσαν για λούμακα το μυαλό μου πήγαινε στον λουκουμά ή στην καλύτερη περίπτωση στα λουκούμια και όχι στους ζωηρούς βλαστούς δένδρου. Όταν μου λέγανε για κάποιο σανίδι το μυαλό μου πήγαινε σε κάποιο είδος ξύλου και όχι σε μια σειρά από αυλάκια στο περιβόλι. Τότε έμαθα πως το γομάρι είναι το φορτίο του ζώου και όχι ο γάιδαρος και πως το λαθούρι δεν έχει σχέση με το λάθος αλλά είναι η φάβα. Άκουγα να λένε λαλώ και νόμιζα πως εννοούσαν κάτι σε σχέση με την ομιλία, αλλά οι ντόπιοι εννοούσαν… οδηγώ τα ζώα προς το όχημα.
Χρησιμοποιούσαν την λέξη σάικα (οπωσδήποτε) και εγώ έξυνα με απορία το κεφάλι μου. Όταν έλεγαν χύμα εννοούσαν την κατηφοριά και όχι κάτι μη τυποποιημένο που νόμιζα εγώ. Είχα κυριολεκτικά σαλτάρει, όταν κουβέντιαζα μ’ ένα φίλο κι αυτός χρησιμοποίησε τη λέξη “γαλανό ” προσδιορίζοντας μ’ αυτή τη λέξη το λευκό χρώμα κι όχι το γαλάζιο. Πολύ αργότερα κατάλαβα πως όλες οι αποχρώσεις του μπλε λέγονται “μπλάβος”.
«Θα σου ετοιμάσω ένα “κολοκυθοσφούγγατο” (ομελέτα με κολοκύθι) μου είπε η μάνα ενός φίλου μου κι εγώ νόμιζα ότι θα μου δώσει κάτι για να ξεσκονίσω. Θα παραλείψω να εξηγήσω τι άλλο σημαίνει το “κουράδι” (κοπάδι ζώων) γιατί μάλλον αηδιαστική είναι η αντιστοιχία. Μπερδευόμουν με τη χρήση του επιρρήματος “ύστερα”. Στην Κρήτη το χρησιμοποιούν, για να προσδιορίσουν κάτι που έγινε στο παρελθόν μετά από μια άλλη ενέργεια κι όχι για κάτι που θα γίνει στο μέλλον. Αυτό μου δημιουργούσε μια σύγχυση, γιατί απ’ τα συμφραζόμενα θα έπρεπε να καταλάβω τι εννοεί ο συνομιλητής μου.
Όταν μου περιέγραφαν μια εκδρομή στον Ομαλό και χρησιμοποίησαν τη λέξη “αγκέραμος”, εμένα το μυαλό μου πήγαινε σε κάποιο ακροκέραμο κι όχι στο κρυσταλλιασμένο χιόνι. Και πως το “γιάτσο” ήταν η παγωμένη κρούστα του χιονιού. Σύγχυση πάθαινα, όταν λέγανε “αγκεραμέ”, καθώς αδυνατούσα να καταλάβω ότι εννοούσανε “ίσα κι όμοια”. Όταν μου είπαν πως “αγγειό γυάλινο” είναι είδος χειροβομβίδας, έμεινα με το στόμα ανοιχτό από έκπληξη.
Στην εκδρομή που κάναμε στον Μπάλο, όταν φτάσαμε στην κορυφή, μου είπε ο Αντώνης: Από εδώ θ’ “αβγορίζεις” (θα βλέπεις μακριά) με ευκολία, ενώ εγώ αναρωτιόμουν τι σχέση θα μπορούσαν να έχουν τ’ αυγά σ’ αυτή τη φράση. Ξαφνιάστηκα ιδιαίτερα, όταν μου είπαν να δοκιμάσω να φάω “άφαθτο”. Ενώ τους κοίταζα σοκαρισμένος, μου εξήγησαν πως ήταν ένα νόστιμο κοτσάνι αγκαθιού. Το δοκίμασα. Η γεύση του έμοιαζε με καρότο.
Όλα αυτά ήταν μικροεπεισόδια που άλλες φορές τα αντιμετώπιζα με χιούμορ κι άλλες φορές μ’ άφηναν έκπληκτο ν’ αναρωτιέμαι για το τι ακριβώς θα έπρεπε να καταλάβω. Τα παραδείγματα που θα μπορούσα ν’ αναφέρω είναι τόσα πολλά, όσα και οι λέξεις της κρητικής διαλέκτου. Τώρα, μετά από τόσα χρόνια, αναρωτιέμαι αν τελικά θα μπορούσα να μιλήσω την ντοπιολαλιά της Κρήτης. Είμαι σίγουρος πως αυτό είναι κάτι το αδύνατο. Θα μπορούσα όμως να καταλάβω αρκετές λέξεις, κυρίως απ’ τα συμφραζόμενα.
Σαν γεγονός κρατώ πως προβληματίστηκα αρκετά και πως έκανα αρκετές γκάφες, σ’ όλη τη διάρκεια της διαβίωσής μου στην Κρήτη εξ αιτίας του γλωσσικού παραδόξου που αντιμετώπιζα.
Σημείωση: Οι φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο Ανυφαντή, γνωστού φωτογράφου της εποχής. Στάλθηκαν από τον Ι. Παπαδάκη, από το ιστολόγιο sadentrepese.
Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Ξαφνικά, σε άγουρη σχετικά ηλικία, βρέθηκα να είμαι αναγκασμένος να ζήσω μόνος μου, μακριά απ’ την οικογένειά μου, σ’ ένα περιβάλλον τελείως άγνωστο σε μένα. Η απόσταση που χώριζε τον τόπο προορισμού, με το μέρος που γεννήθηκα κι έζησα όλα μου τα χρόνια, ήταν περίπου χίλια χιλιόμετρα. Για να καλύψω αυτή την απόσταση, θα έπρεπε ν’ αλλάξω πέντε περίπου διαφορετικά μέσα συγκοινωνίας και να περάσω ατελείωτες ώρες σε διαφορετικούς σταθμούς αναμονής. Σε κάθε τέτοιο σταθμό που ήμουν αναγκασμένος να περιμένω το συγκοινωνιακό μέσο που θα με μετέφερε στον επόμενο προορισμό μου, δεχόμουν νέες παραστάσεις, πρωτόγνωρες, μερικές απ’ τις οποίες με παραξένευαν, ενώ κάποιες άλλες το λιγότερο που θα μπορούσα να πω είναι ότι με φόβιζαν.
Στην αρχή με τρόμαζε η απόσταση και το άγνωστο που θα συναντούσα στον τελικό προορισμό μου. Παρ’ όλες τις ανασφάλειες που ένιωθα για τις δυσκολίες που πιθανόν θ’ αντιμετώπιζα, δεν εξωτερίκευα τα συναισθήματά μου και παρέμενα ή τουλάχιστον έδειχνα αδιάφορος στις επερχόμενες δυσκολίες. Οι εμπειρίες απ’ το ταξίδι λειτουργούσαν αθροιστικά στις λίγες σχετικά που είχα στον μέχρι τότε κύκλο της ζωής μου. Χωρίς να το συνειδητοποιώ, άρχισα να γίνομαι δέκτης νέων ηθών, πρωτόγνωρων για την μέχρι τότε κουλτούρα μου.
Οι ατελείωτες ώρες μέσα στο λεωφορείο της διαδρομής απ’ τη Βέροια στην Αθήνα, ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα. Μέσα απ’ τα παράθυρα έβλεπα τοπία να εναλλάσσονται με ταχύτητα μπροστά στα μάτια μου, που με άφηναν το λιγότερο έκπληκτο. Πεδιάδες, κοιλάδες, πόλεις, χωριά, βουνά κι ακροθαλασσιές σκιαγραφούσαν μ’ ένα σχεδόν κινηματογραφικό τρόπο τη γεωπολιτική κατάσταση της ηπειρωτικής Ελλάδας. Σε κάθε μια απ’ τις στάσεις του λεωφορείου, που δεν ήταν και λίγες, γινόμουν δέκτης καινούργιων πληροφοριών, ξεχωριστά απ’ την κάθε περιοχή και παραξενευόμουν ......
..απ’ τη διαφορά στην προφορά της γλώσσας. Λίγα χιλιόμετρα ήταν αρκετά, για να σε κάνουν να προσπαθείς να καταλάβεις τι θέλει να πει ο συνομιλητής σου. Οι λέξεις και το συντακτικό άλλαζαν και χρειαζόταν προσαρμογή για να καταλάβεις τι ακριβώς σου έλεγε ο ντόπιος συνομιλητής σου. Το ταξίδι ξεπερνούσε σε διάρκεια τις δέκα ώρες και σίγουρα ήταν το μεγαλύτερο που είχα πραγματοποιήσει μέχρι τότε. Φυσικά συνταξίδευα με την μητέρα μου, αλλά για λόγους που δεν μπορώ να εξηγήσω, απέφευγα να της μιλάω και στις ερωτήσεις που μού έκανε απαντούσα μονολεκτικά κι ανόρεκτα. Τελικά, σαν κατάλαβε ότι δεν ήθελα πολλές κουβέντες, με άφησε ήσυχο και βυθίστηκε στις δικές της σκέψεις, που απ’ την έκφραση του προσώπου της κατάλαβα πως ήταν μάλλον δυσάρεστες.
Με το που μπήκε το αυτοκίνητο του ΚΤΕΛ Βεροίας στα βόρεια προάστια της Αθήνας, ένιωσα ένα πολιτισμικό σοκ. Ξαφνιάστηκα απ’ το μέγεθός της, το πλήθος των παντός είδους τροχοφόρων που κυκλοφορούσαν στους δρόμους της και την πολυκοσμία. Έβλεπα απ’ το παράθυρο πολύχρωμο πλήθος ανθρώπων να κινείται με βιασύνη προς όλες τις κατευθύνσεις. Τότε για πρώτη φορά ήρθα σ’ επαφή με τα φανάρια που ρύθμιζαν την κυκλοφορία. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι μόνες μου παραστάσεις για τον «Γρηγόρη» και τον «Σταμάτη» ήταν απ’ τις διάφορες κινηματογραφικές ταινίες. Παρατηρώντας την απόλυτη πειθαρχία οχημάτων και πεζών στο πράσινο και το κόκκινο των σηματοδοτών, έμεινα γοητευμένος ενώ ένα πλήθος ερωτηματικών με πλημύρισε, χωρίς όμως να μπορώ να βρω άμεση απάντηση.
Στο σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων, με το που αποβιβάστηκα, ένιωσα σαν χαμένος. Ένα πλήθος μικροεπαγγελματιών πλησίασε όλους τους ταξιδιώτες κι ο καθένας χωριστά άρχισε να διαλαλεί τις υπηρεσίες που μπορούσε να μας προσφέρει. Ήταν διάφοροι χαμάληδες, ιδιοκτήτες μικρών τροχοφόρων, κάρων στην ουσία, που τα φόρτωναν με τις αποσκευές και τα κινούσαν με την μυϊκή τους δύναμη προς τον τόπο προορισμού του καθενός. Υπήρχαν βεβαίως και τρίκυκλες μοτοσυκλέτες με αρκετό χώρο στο πίσω μέρος της κατασκευής τους. Αυτές οι τελευταίες ήταν ιδανικές για την μεταφορά αποσκευών σε μεγάλες σχετικά αποστάσεις. Φυσικά ανάμεσά τους υπήρχαν και μερικά ταξί, αλλά αυτά τα τελευταία ήταν μάλλον ελάχιστα. Οι φωνές και οι καυγάδες μεταξύ των χαμάληδων, για την αποκλειστικότητα προσέγγισης κάποιου υποψήφιου πελάτη, με άφησε έκπληκτο. Στην πόλη μου δεν ήμασταν συνηθισμένοι σε τέτοιου είδους φιλονικίες, που πολύ γρήγορα κατέληγαν σε βρισιές και σπάνια σε χειροδικίες. Με προτροπή της μητέρας μου έμεινα δίπλα στα πράγματά μας, που δεν ήταν και λίγα, μέχρι να βρει και να διαπραγματευτεί το ταξί που θα μας πήγαινε στο λιμάνι του Πειραιά.
Σύντομα επέστρεψε μ’ έναν κύριο, ο οποίος αφού είδε τις αποσκευές μας, άρχισε να διαπραγματεύεται με τη μητέρα μου για το κόστος της μεταφοράς. Τελικά συμφώνησαν να πληρώσει το ποσό που θα γράψει ο μετρητής. Για μένα ο μετρητής ήταν κάτι πρωτάκουστο, αλλά απ’ ότι κατάλαβα η μητέρα μου ήξερε τι ήταν κι έτσι δεν ανακατεύτηκα στη συζήτηση. Μέχρι τότε στην πόλη μας, όταν θέλαμε να μετακινηθούμε από μια περιοχή σε άλλη με ταξί, κάναμε συμφωνία με τον οδηγό για το αντίτιμο της μεταφοράς, στο οποίο υπολογιζόταν τα άτομα κι οι αποσκευές. Με το που μπήκα μέσα στο ταξί, άκουγα τον χαρακτηριστικό ήχο του ταξίμετρου κι έβλεπα ν’ αλλάζουν τα νούμερα δίπλα απ’ το «πληρωτέο ποσό». Ήταν πρώτη φορά που έβλεπα κάτι τέτοιο και παρακολουθούσα με προσοχή την εναλλαγή των υποδιαιρέσεων της δραχμής που γινόταν με το χαρακτηριστικό κλικ. Τελικά όταν φτάσαμε στον Πειραιά, ήταν ήδη απόγευμα. Το ταξί μας άφησε στο πρακτορείο στο οποίο είχαμε κάνει κράτηση εισιτηρίων, πληρώθηκε κι έφυγε. Μείναμε στο πεζοδρόμιο να προσέχουμε τα μπαγκάζια μας, με μια αμηχανία να μας έχει κυριέψει. Γρήγορα η μητέρα μου συνήλθε κι αφού κανόνισε το θέμα των εισιτηρίων, επέστρεψε με δύο χαμάληδες, που της υπέδειξε ο πράκτορας. Αμέσως οι νεοφερμένοι πήραν μ’ ευκολία στα χέρια τους τις αποσκευές μας και μας οδήγησαν στο πλοίο της γραμμής. Φορούσαν σακάκια από καραβόπανο χρώματος γκρι σαν διακριτικό του επαγγέλματός τους και η δουλειά τους ήταν να μεταφέρουν τις αποσκευές των ταξιδιωτών από και προς τα πλοία της γραμμής. Με γρήγορο βηματισμό μας οδήγησαν στο πλοίο με το οποίο θα ταξιδεύαμε, τακτοποίησαν τα μπαγκάζια μας στους χώρους αποθήκευσης και πληρώθηκαν το συμφωνηθέν αντίτιμο. Οι παραλήπτες έγραψαν με κιμωλία πάνω στις αποσκευές μας κάποιους αριθμούς και μας έδωσαν τους αντίστοιχους αριθμούς σ’ ένα χαρτί με τη σφραγίδα του πλοίου. Ο θόρυβος απ’ τις μηχανές του πλοίου που δούλευαν στο ρελαντί, ανάμεικτος με τις φωνές του προσωπικού και των επιβατών, τις μηχανές των οχημάτων που προσπαθούσαν οι ναύτες να τα παρκάρουν στις επιθυμητές θέσεις, τα μουγκανητά κάποιων λίγων ζώων που θα ταξίδευαν, έφτανε στ’ αυτιά μου σαν ενοχλητική βαβούρα. Ήταν κυριολεκτικά ένα συνονθύλευμα ήχων, που έφτανε στις αισθήσεις μου μαζί με παράξενες κι ασυνήθιστες οσμές. Η μυρωδιά του πετρελαίου ανάμεικτη με τα καυσαέρια των αυτοκινήτων και κυρίως μια μυρωδιά ψαρόλαδου, που ήταν τελείως πρωτόγνωρη για μένα, ερέθιζε τα ρουθούνια μου, πράγμα που με ανάγκασε να βγω γρήγορα έξω απ’ τα έγκατα του οχηματαγωγού.
Από μια εξωτερική στενή σκάλα, ανεβήκαμε στο σαλόνι του πλοίου και με δυσκολία βρήκαμε δύο θέσεις. Είχαμε τώρα μπροστά μας ένα μεταλλικό τραπεζάκι, επάνω στο οποίο μπορούσαμε ν’ ακουμπήσουμε τα αναψυκτικά μας και τον καφέ που θα έπινε η μητέρα μου. Το ίδιο τραπεζάκι το μοιραζόμασταν και μ’ άλλους συνεπιβάτες. Η όλη κατάσταση του σαλονιού ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα, παρ’ όλο που είχα ταξιδέψει στην Κρήτη ακόμη μια φορά στο παρελθόν, αλλά ήμουν σε μικρή ηλικία τότε και οι αναμνήσεις μου ήταν συγκεχυμένες και θολές. Παρατηρούσα τους συνταξιδιώτες μου με φανερή περιέργεια, που ίσως έφτανε στα όρια της αδιακρισίας, προσπαθώντας να καταλάβω όλα όσα έπεφταν στην αντίληψή μου. Αυτά που έβλεπα ήταν κάτι το τελείως καινούργιο για μένα. Άκουγα κι έβλεπα τα κομμάτια ενός άγνωστου σε μένα πολιτισμού. Τα ρούχα που φορούσαν οι περισσότεροι, ιδίως οι ηλικιωμένοι, μόνο σε παλιές φωτογραφίες τα είχα δει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Κάποιοι απ’ τους γεροντότερους επιβάτες κρατούσαν στα χέρια τους κάτι ροζιασμένα στραβά μπαστούνια, τις κατσούνες όπως άκουσα να τις λένε. Τις κρατούσαν και τις χρησιμοποιούσαν με τέτοιο τρόπο σαν να ήταν κάποιο αναπόσπαστο μέλος του σώματος τους. Δίπλα τους είχαν τα μπαγκάζια τους, που τα περισσότερα ήταν πολύχρωμα υφαντά, ραμμένα σαν σακίδια. Είχαν στερεωμένα επίσης πολύχρωμα χειροποίητα κορδόνια, τα οποία χρησίμευαν για να τα μεταφέρουν με άνεση στην πλάτη τους. Απ’ αυτά έβγαζαν κομμάτια κίτρινου τυριού, ελιές, παξιμάδια και μπουκάλια μ’ ένα διαφανές υγρό, που όπως αργότερα κατάλαβα ήταν το τοπικό ποτό. Έπιναν και μασουλούσαν μιλώντας συγχρόνως ακατάπαυστα, με μια πρωτοφανή για μένα ταχύτητα.
Οι διαφορετικές συνομιλίες που πλανιόταν στο αέρα έφταναν στ’ αυτιά μου σαν ένα συγκεχυμένο μουρμουρητό, χωρίς να μπορώ να καταλάβω κάποια συγκεκριμένη φράση. Οι περισσότεροι χειρονομούσαν και μιλούσαν με μια τραγουδιστή προφορά, που όπως πολύ γρήγορα κατάλαβα, ήταν η ντοπιολαλιά που χρησιμοποιούσαν στην Κρήτη. Ήταν ένα γλωσσικό ιδίωμα, που πρώτη φορά άκουγα «ζωντανά». Δεν ήμουν σε θέση ν’ αντιληφθώ τη σημασία αυτών των συνομιλιών, γιατί οι περισσότερες λέξεις μού ήταν τελείως άγνωστες. Αυτό μ’ έκανε ν’ αναρωτιέμαι αν η γλώσσα που ακουγόταν στο σαλόνι του πλοίου ήταν Ελληνική.
Αφού κουράστηκα να παρατηρώ τις εικόνες στο σαλόνι κι αφού συνεννοήθηκα με τη μητέρα μου, αποφάσισα να βγω στο κατάστρωμα. Για να τα καταφέρω χρειάστηκε να σκαρφαλώσω κυριολεκτικά στην απότομη μεταλλική σκάλα που οδηγούσε εκεί. Κρατήθηκα και με τα δυο χέρια στηριγμένος στα κάγκελα της σκάλας, νιώθοντας στα χέρια μου ένα είδος γλίτσας, που μάλλον τη δημιουργούσε η υγρασία της θάλασσας. Τα πάντα στο κατάστρωμα ήταν τελείως διαφορετικά σε σχέση με το σαλόνι. Ο άνεμος, με τ’ απαλό θρόισμά του, έδιωχνε κάθε άσχημη μυρωδιά κι ανάγκαζε τον καπνό απ’ τα φουγάρα να διαλύεται πριν φτάσει στα ρουθούνια μας. Εδώ όμως το τρέμουλο και οι κραδασμοί που ξεκινούσαν απ’ το μηχανοστάσιο έφταναν ακόμη πιο έντονοι. Το πάτωμα ήταν μεταλλικό, μπογιατισμένο όπως και όλα τα σιδερένια μέρη του πλοίου με «Μοράβια» (όπως μου είπαν) για την καλύτερη προστασία απ’ την αρμύρα. Αυτό όμως το υλικό είχε και μια ακαθόριστη οσμή, που για μένα ήταν πρωτόγνωρη. Η κουπαστή ήταν φτιαγμένη με σιδερένια κάγκελα και πλέγματα από καραβόσκοινο με δίκτυα. Υπήρχαν αρκετές σωστικές βάρκες και σχεδίες από σκληρό πλαστικό. Μέσα σ’ αυτές τις τελευταίες είχαν βρει καταφύγιο διάφορες οικογένειες, που αφού είχαν στρώσει κουβέρτες και μπατανίες, είχαν φτιάξει αυτοσχέδια καταλύματα και απ’ ότι κατάλαβα θα έμεναν εκεί σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Τους κοίταζα με περιέργεια κι αναρωτιόμουν, αν η κατάληψη των σωστικών σχεδίων αποσκοπούσε στην άνεσή τους για το ταξίδι ή προληπτικά έπαιρναν προφυλάξεις για κάποιο πιθανό ατύχημα.
Κάποια στιγμή, απ’ τον θόρυβο που κυριάρχησε παντού, κατάλαβα ότι σήκωναν την άγκυρα κι ήμασταν έτοιμοι προς αναχώρηση. Μια περίεργη κινητικότητα κυριάρχησε στο σαλόνι, καθώς πολλοί απ’ τους επιβάτες βγήκαν έξω και στηριζόμενοι στην κουπαστή, χαιρετούσαν φίλους και συγγενείς ή ακόμη χάζευαν απλά την αναχώρηση του πλοίου. Αυτό βέβαια δεν με άφησε ασυγκίνητο κι απ’ τους πρώτους βγήκα και στήριξα τα χέρια μου στα νοτισμένα κάγκελα, προσπαθώντας να έχω όσο το δυνατόν καλύτερη οπτική γωνία και παρακολουθούσα την αναχώρηση του πλοίου. Εργάτες στην προβλήτα ελευθέρωσαν τα τεράστια παλαμάρια απ’ τις μεταλλικές δέστρες, δίνοντας τη δυνατότητα στις προπέλες να μας απομακρύνουν απ’ τον μόλο. Οι έλικες με τις πλατιές λεπίδες ανάδευαν τα νερά του λιμανιού, αναταράζοντας τη λάσπη του βυθού, δίνοντάς τους ένα απαίσιο θολό λαδί χρώμα κι απελευθέρωναν δυσάρεστες οσμές. Με εξειδικευμένες μανούβρες αποφύγαμε κάθε σκάφος που ήταν δεμένο ή έπλεε στο λιμάνι και σε λίγο βγήκαμε στο ανοιχτό πέλαγος.
Τότε ένιωσα για πρώτη φορά τη μαγεία της θάλασσας. Ανέβηκα στην κουβέρτα και από την ύψος της πλώρης, ρουφούσα άπληστα την αλμύρα της θάλασσας που έφερνε ο άνεμος που όλο και πιο πολύ δυνάμωνε. Ο αέρας ήταν υγρός γιατί με την ένταση του, μετέφερε σταγονίδια θαλασσινού νερού που τα ένιωθα με ευχαρίστηση στο πρόσωπο μου. Ήδη είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και η θερμοκρασία που έπεφτε σε συνδυασμό με τον άνεμο που γινόταν όλο και πιο ισχυρός με ανάγκασε να κατεβώ στο σαλόνι στην θέση δίπλα στη μητέρα μου.
Μουσική και περίεργα για μένα τραγούδια, με ξύπνησαν απ’ τον άβολο ύπνο που έκανα, έχοντας στηρίξει τα χέρια μου πάνω στο τραπεζάκι που ήταν μπροστά απ’ το κάθισμά μου. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα: «Πού βρίσκομαι;» Πολύ γρήγορα όμως το μυαλό μου συντονίστηκε με την πραγματικότητα, καθώς γνώριμες εικόνες απ’ την προηγούμενη μέρα επαναλήφθηκαν σ’ ένα πιο ράθυμο στυλ. Εμφανώς όλοι οι ταξιδιώτες ήταν αγουροξυπνημένοι και κουρασμένοι. Ενώ οι πάντες είχαν κάνει ουρά μπροστά στο μπαρ για έναν καφέ, εγώ προτίμησα να βγω στο κατάστρωμα. Ανέβηκα στο ψηλότερο σημείο του πλοίου, για να έχω την καλύτερη δυνατή θέα προς το λιμάνι της Σούδας. Ήδη στα κάγκελα της κουπαστής ήταν συγκεντρωμένοι κι άλλοι περίεργοι σαν εμένα, πράγμα που με ανάγκασε να στριμωχτώ ανάμεσά τους.
Ήταν μια περίεργη ώρα, αυτή που μπαίναμε στο λιμάνι. Ήταν η στιγμή που το φως πάλευε με το σκοτάδι και για πρώτη φορά στη ζωή μου, είδα να συνυπάρχει το φεγγάρι που έδυε πίσω απ’ τα βουνά της Κρήτης με τον ήλιο που ανέτειλε απ’ τα βάθη της θάλασσας. Είχα μείνει κυριολεκτικά άφωνος με το θέαμα και παρακολουθούσα με δέος το πρωτόγνωρο για μένα γεγονός. Έβλεπα το γκρίζο να υποχωρεί κι ένα λαμπερό χρώμα να κυριαρχεί σε αποχρώσεις του πορτοκαλί και του κόκκινου. Τα φώτα του λιμανιού ήταν ακόμη αναμμένα και λαμπύριζαν αντικατοπτρίζοντας το φως τους στα νερά του λιμανιού. Το φαινόμενο ήταν τόσο μαγευτικό, που νόμισα πως τα νερά του λιμανιού είχαν κόκκινη απόχρωση. Ήμουν βέβαιος πως αυτό που έβλεπα ήταν αποτέλεσμα μιας παράξενης μαγικής δύναμης, η οποία με είχε αιχμαλωτίσει σε τέτοιο βαθμό, που θαύμαζα το πρωτοφανές για μένα θέαμα χωρίς να μιλάω και χωρίς ν’ ακούω τίποτα απ’ τον θόρυβο που έκαναν οι συνταξιδιώτες γύρω μου. Όταν το φως νίκησε ολοκληρωτικά το σκοτάδι, το πλοίο είχε μπει μέσα στο λιμάνι συνοδευόμενο από κρητική μουσική. Ο θόρυβος που έκανε η αλυσίδα της άγκυρας που έπεφτε με ορμή στα νερά με “ξύπνησε” και μ’ έφερε πάλι στην πραγματικότητα. Ανοιγόκλεισα απογοητευμένος τα μάτια μου, αλλά η μαγική στιγμή είχε χαθεί. Κατέβηκα μηχανικά στο σαλόνι, όπου η μητέρα μου με περίμενε ανυπόμονη κι ελαφριά εκνευρισμένη με την απουσία μου.
Πάτησα τα πόδια μου στο νησί και πολύ γρήγορα είχα την αίσθηση πως βρισκόμουν τουλάχιστον σε άλλη χώρα. Τα πάντα γύρω μου φάνταζαν άγνωστα ή τουλάχιστον καινούργια. Η γλώσσα που μιλούσαν οι ντόπιοι έφτανε στ’ αυτιά μου αμυδρά γνωστή και η προφορά τους φάνταζε τραγουδιστή. Με προσπάθεια κατάφερνα μερικές φορές να καταλαβαίνω τους ντόπιους στις συνομιλίες που είχα μαζί τους, κυρίως απ’ τα συμφραζόμενα και τις κινήσεις του σώματος. Συνήθως τους ζητούσα να μου διευκρινίσουν τι ακριβώς εννοούσαν κι αυτό τους παραξένευε πάρα πολύ και είχα την αίσθηση πως με αντιμετώπιζαν σαν καθυστερημένο. Την πρώτη φορά που ρώτησα ένα ξάδερφό μου τι έχει, γιατί τον έβλεπα σκεφτικό, μου απάντησε: “Πράμα” ! Εγώ φυσικά δεν κατάλαβα τίποτα και τον κοίταζα ξαφνιασμένος μέχρι να μου εξηγήσει πως μ’ αυτή τη λέξη εννοούσε “τίποτα”. Πολύ γρήγορα κατάλαβα πως αυτή ήταν η αγαπημένη έκφραση των περισσότερων ντόπιων, αλλά εμένα μου φαινόταν παράξενη και ποτέ δεν μπόρεσα να την εντάξω στο λεξιλόγιό μου. Μια πάρα πολύ αστεία, για μένα, ντόπια έκφραση ήταν όταν άκουγα τα κορίτσια συνήθως να λένε με στοιχεία θαυμασμού στην έκφρασή τους τη λέξη “ούφου”. Δηλαδή ήθελαν να πουν ότι κάνει πολύ κρύο κι έλεγαν: “Ούφου ένα κρύο”. Ο τρόπος που το έλεγαν με μια τραγουδιστή προφορά κι έντονες τις αποχρώσεις του θαυμασμού, μ’ έκανε αν όχι να γελάω, τουλάχιστον να χαμογελάω. Τον χρησιμοποιούσαν αυτόν τον ιδιωματισμό πάρα πολύ συχνά. Έτσι άκουγα ιδίως τα κορίτσια να λένε: “Ούφου ήντα έπαθα το κακορίζικο” όμως το “ούφου” και το “κακορίζικο”, ιδίως με τον τρόπο που το έλεγαν, μου προκαλούσαν θυμηδία και πολλές φορές γελούσα απροκάλυπτα, πράγμα που εκνεύριζε τους συνομιλητές μου. Αυτή την έκφραση την άκουγα πολύ τακτικά, αλλά ούτε κι αυτή ποτέ μπόρεσα να την χρησιμοποιήσω. Μια άλλη παράξενη για μένα έκφραση ήταν ιδιαίτερα αστεία κι όταν την άκουσα για πρώτη φορά έσκασα στα γέλια. Δεν μπορώ να θυμηθώ ποιος μου είπε: “Ακούς μυρωδιά;” εννοώντας αν μυρίζω κάποια οσμή. Μου φαινόταν αδιανόητο ότι θα μπορούσε κάποιος να αισθανθεί μια μυρωδιά με την ακοή κι όχι με την όσφρηση. Αυτή την έκφραση την χρησιμοποίησα ασυναίσθητα μια φορά στη Βέροια, στην παρέα μου, και τα πειράγματα έπεσαν σύννεφο. Μάλιστα κάποιοι από τους Βεροιώτες φίλους μου είχαν σκηνοθετήσει ολόκληρες παντομίμες και δεν έχαναν ευκαιρία να τις παίζουν μπροστά μου, μόνο και μόνο για να γελάνε.
Το ρήμα ακούω οι ντόπιοι το χρησιμοποιούσαν κι άλλες φορές εκτός από την περίπτωση που θα ήθελαν να πουν κάτι για την ακοή, για την ακοή συνήθως χρησιμοποιούσαν το “γροικώ”. Έλεγαν δηλαδή: “Αν σ’ ακούει, πέρνα απ’ τη γειτονιά μας”, εννοώντας σε ελεύθερη μετάφραση: Αν σου βαστάει, αν έχεις κουράγιο, πέρνα απ’ τη γειτονιά μας. Έλεγαν επίσης: “Δεν μ’ ακούει να φάω ή να πιω κι άλλο”, εννοώντας δεν αντέχω να φάω ή να πιω κι άλλο. Όταν έλεγες σε κάποιον να σηκώσει κάποιο βαρύ φορτίο, η απάντησή του ήταν: “Δεν μ’ ακούει” δηλαδή δεν έχω την δυνατότητα, δεν μπορώ. Ξαφνιάστηκα ιδιαίτερα όταν μια συμμαθήτριά μου, μου είπε πως σ’ ερώτηση που έκανε στην άρρωστη γιαγιά της: «Τι κάνεις γιαγιά;», έλαβε την απάντηση: «Δεν μ’ ακούει παιδί μου, δεν μ’ ακούει», προφανώς για να της πει πως δεν έχει δυνάμεις. Όλες αυτές οι περιπτώσεις, όπως ήταν φυσικό, με μπέρδευαν και πολλές φορές μου δημιουργούσαν σύγχυση, μέχρι να καταλάβω τη σημασία της έκφρασης κατά περίπτωση. Βασικά άρχισα να πιστεύω πως το αισθητήριο ακοής στην Κρήτη ήταν κάτι… υπερφυσικό.
Σε μια συζήτηση, σε μια εκδρομή στο μαύρο μόλο, μια συμμαθήτρια είπε: «Απ’ τα οζά (ζώα) της Κρήτης αμπολιάρικη (αγαπητή μου) είναι η κουμούτσα (χελώνα). Σιχαίνομαι τον αβορθακό (βάτραχο) και φοβούμαι τη σκλόπα (κουκουβαγια)! Ακούγοντάς την, έμεινα ν’ αναρωτιέμαι για το είδος της πανίδας που ζούσε στην Κρήτη!
Μετά από δυο τρία χρόνια πίστευα πως είχα εξοικειωθεί με την κρητική διάλεκτο, γιατί την χρησιμοποιούσα (όχι πάντα με επιτυχία) σε κάθε ευκαιρία. Τότε όμως έμαθα πως η κρητική διάλεκτος δεν μαθαίνεται, αν δεν είναι μητρική σου γλώσσα. Ήμουνα στην Ε΄ γυμνασίου και σε μια συζήτηση ανάμεσα σ’ αγόρια και κορίτσια, απευθυνόμενος σε μια κοπελιά, χρησιμοποίησα στη φράση μου το ρήμα “θυμίζει”. Αμέσως αυτή αναψοκοκκίνισε και με κοπάνισε στο κεφάλι μ’ ένα βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της. Πριν προλάβω να πω οτιδήποτε έκανε μεταβολή κι έφυγε τρέχοντας. Εγώ έκπληκτος προσπαθούσα να καταλάβω τον λόγο της συμπεριφοράς της, όταν αντιλήφθηκα ότι όλα τα κορίτσια της παρέας χασκογελούσαν, ενώ τ’ αγόρια κυριολεκτικά κρατούσαν την κοιλιά τους απ’ τα γέλια. Αγανακτισμένος και νομίζοντας πως γελούσαν με την κατραπακιά που έφαγα, βούτηξα απ’ τα πέτα τον Πσιπσή και τον ταρακούνησα. Αυτός, γελώντας ακόμη, μου είπε: «Ρε αθεόφοβε, ήντα της είπες της κοπελιάς;» και συνέχισε να γελάει χωρίς να νοιάζεται για τον εκνευρισμό που μου προκαλούσε το παρατεταμένο γέλιο του. Στο τέλος καταδέχτηκε να μου εξηγήσει: « Θυμίζει, είναι το ρήμα που χρησιμοποιούν για τα θηλαστικά και ιδίως για τις κατσίκες που βρίσκονται σε οίστρο», μου είπε και συνέχισε να γελάει καθώς είδε την έκφραση που πήρε το πρόσωπό μου. Αμέσως κατάλαβα τόσο την αντίδραση της κοπελιάς, όσο και τα ασταμάτητα γέλια της παρέας. Φυσικά αυτό το γεγονός σημάδεψε τις σχέσεις μου με την συγκεκριμένη κοπελιά, γιατί παρ’ όλο που της εξήγησα κι αυτή καταδέχτηκε να με συγχωρήσει, παρέμεινε πάντα επιφυλακτική μαζί μου.
Σε μια εκδρομή που κάναμε στον Παρθενώνα (γυναικείο μοναστήρι πάνω σε λόφο) μου είπαν: « Απ’ επαέ (εδώ) έχει ευγοράδα!» (πανοραμική θέα) κι εγώ φανταζόμουν πως θα δω κάποιο ενδημικό λουλούδι.
Όταν μου μιλούσαν για λούμακα το μυαλό μου πήγαινε στον λουκουμά ή στην καλύτερη περίπτωση στα λουκούμια και όχι στους ζωηρούς βλαστούς δένδρου. Όταν μου λέγανε για κάποιο σανίδι το μυαλό μου πήγαινε σε κάποιο είδος ξύλου και όχι σε μια σειρά από αυλάκια στο περιβόλι. Τότε έμαθα πως το γομάρι είναι το φορτίο του ζώου και όχι ο γάιδαρος και πως το λαθούρι δεν έχει σχέση με το λάθος αλλά είναι η φάβα. Άκουγα να λένε λαλώ και νόμιζα πως εννοούσαν κάτι σε σχέση με την ομιλία, αλλά οι ντόπιοι εννοούσαν… οδηγώ τα ζώα προς το όχημα.
Χρησιμοποιούσαν την λέξη σάικα (οπωσδήποτε) και εγώ έξυνα με απορία το κεφάλι μου. Όταν έλεγαν χύμα εννοούσαν την κατηφοριά και όχι κάτι μη τυποποιημένο που νόμιζα εγώ. Είχα κυριολεκτικά σαλτάρει, όταν κουβέντιαζα μ’ ένα φίλο κι αυτός χρησιμοποίησε τη λέξη “γαλανό ” προσδιορίζοντας μ’ αυτή τη λέξη το λευκό χρώμα κι όχι το γαλάζιο. Πολύ αργότερα κατάλαβα πως όλες οι αποχρώσεις του μπλε λέγονται “μπλάβος”.
«Θα σου ετοιμάσω ένα “κολοκυθοσφούγγατο” (ομελέτα με κολοκύθι) μου είπε η μάνα ενός φίλου μου κι εγώ νόμιζα ότι θα μου δώσει κάτι για να ξεσκονίσω. Θα παραλείψω να εξηγήσω τι άλλο σημαίνει το “κουράδι” (κοπάδι ζώων) γιατί μάλλον αηδιαστική είναι η αντιστοιχία. Μπερδευόμουν με τη χρήση του επιρρήματος “ύστερα”. Στην Κρήτη το χρησιμοποιούν, για να προσδιορίσουν κάτι που έγινε στο παρελθόν μετά από μια άλλη ενέργεια κι όχι για κάτι που θα γίνει στο μέλλον. Αυτό μου δημιουργούσε μια σύγχυση, γιατί απ’ τα συμφραζόμενα θα έπρεπε να καταλάβω τι εννοεί ο συνομιλητής μου.
Όταν μου περιέγραφαν μια εκδρομή στον Ομαλό και χρησιμοποίησαν τη λέξη “αγκέραμος”, εμένα το μυαλό μου πήγαινε σε κάποιο ακροκέραμο κι όχι στο κρυσταλλιασμένο χιόνι. Και πως το “γιάτσο” ήταν η παγωμένη κρούστα του χιονιού. Σύγχυση πάθαινα, όταν λέγανε “αγκεραμέ”, καθώς αδυνατούσα να καταλάβω ότι εννοούσανε “ίσα κι όμοια”. Όταν μου είπαν πως “αγγειό γυάλινο” είναι είδος χειροβομβίδας, έμεινα με το στόμα ανοιχτό από έκπληξη.
Στην εκδρομή που κάναμε στον Μπάλο, όταν φτάσαμε στην κορυφή, μου είπε ο Αντώνης: Από εδώ θ’ “αβγορίζεις” (θα βλέπεις μακριά) με ευκολία, ενώ εγώ αναρωτιόμουν τι σχέση θα μπορούσαν να έχουν τ’ αυγά σ’ αυτή τη φράση. Ξαφνιάστηκα ιδιαίτερα, όταν μου είπαν να δοκιμάσω να φάω “άφαθτο”. Ενώ τους κοίταζα σοκαρισμένος, μου εξήγησαν πως ήταν ένα νόστιμο κοτσάνι αγκαθιού. Το δοκίμασα. Η γεύση του έμοιαζε με καρότο.
Όλα αυτά ήταν μικροεπεισόδια που άλλες φορές τα αντιμετώπιζα με χιούμορ κι άλλες φορές μ’ άφηναν έκπληκτο ν’ αναρωτιέμαι για το τι ακριβώς θα έπρεπε να καταλάβω. Τα παραδείγματα που θα μπορούσα ν’ αναφέρω είναι τόσα πολλά, όσα και οι λέξεις της κρητικής διαλέκτου. Τώρα, μετά από τόσα χρόνια, αναρωτιέμαι αν τελικά θα μπορούσα να μιλήσω την ντοπιολαλιά της Κρήτης. Είμαι σίγουρος πως αυτό είναι κάτι το αδύνατο. Θα μπορούσα όμως να καταλάβω αρκετές λέξεις, κυρίως απ’ τα συμφραζόμενα.
Σαν γεγονός κρατώ πως προβληματίστηκα αρκετά και πως έκανα αρκετές γκάφες, σ’ όλη τη διάρκεια της διαβίωσής μου στην Κρήτη εξ αιτίας του γλωσσικού παραδόξου που αντιμετώπιζα.
Σημείωση: Οι φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο Ανυφαντή, γνωστού φωτογράφου της εποχής. Στάλθηκαν από τον Ι. Παπαδάκη, από το ιστολόγιο sadentrepese.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου