Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική
στις αμμουδιές του Ομήρου…..
Οδυσ.Ελύτηςστις αμμουδιές του Ομήρου…..
Γράφει η Ευτυχία Δεσποτάκη
Την Πέμπτη 19 Μαΐου το απόγευμα βρεθήκαμε καλεσμένοι σε μια πολύ όμορφη πνευματική εκδήλωση της ενορίας Αγίου Νικολάου Δραπανιά, οργανωμένη από τον νέο, δραστήριο και σεμνό εφημέριο π. Αλέξανδρο Φαντάκη. Ο π.Αλέξανδρος εργάζεται ακούραστα και αθόρυβα, ήδη αφήνει το στίγμα του στο χωριό τόσο πνευματικά όσο και πρακτικά. Επιμελήθηκε των εργασιών για την ανάδειξη του παλαιού Ιερού ναού Αγ. Νικολάου και του περιβάλλοντος χώρου όσο και της ανέγερσης της παρακείμενης πολιτιστικής αίθουσας, όλα με μέτρο και αισθητική. Από κοντά και οι χωριανοί κατοικούντες και απόδημοι συντρέχουν το έργο του.
Με την ευκαιρία της εορτής του Αγ. Νικολάου (μετακομιδή των λειψάνων του Αγίου), πέραν του εσπερινού ο π. Αλέξανδρος νοηματοδότησε την βραδιά τιμώντας και μνημονεύοντας τον παπά-Γιάννη Τσιμπογιάνη πρώτο εφημέριο του ναού και έδωσε την αφορμή να γίνει αναφορά σε μεγάλες και δύσκολες ώρες του Ελληνισμού. Ο παπά –Γιάννης, Μικρασιατικής καταγωγής, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, πρόσφυγας κατέληξε στην περιοχή μας και ύστερα από λίγο υπηρέτησε σαν εφημέριος στο Δραπανιά. Με τη λίγη πραμάτεια που πήρε μαζί του φεύγοντας από τη γη της Ιωνίας, την ώρα της σφαγής, ήταν και δυο ιερά λείψανα από την εκεί εκκλησία του και μέσα σε ασημένιο πιατάκι, που πρόλαβε και πήρε πάνω από το τραπέζι του, μέσα στο στήθος του τα έφερε μαζί του στην νέα πατρίδα,τα οποία και εναπόθεσε στην αγία τράπεζα του Αγ. Νκολάου Δραπανιά, όταν πια βρέθηκε εκεί να διακονεί. Κεντρική ομιλήτρια της εκδήλωσης ήταν η κ. Ελευθερία Μπολέτη, επίσης μικρασιατικής καταγωγής, ανιψιά του παπά-Γιάννη, η οποία δυο χρονών παιδάκι ήρθε προσφυγάκι από την άλλη μεριά του Αιγαίου. Ενενηκοντούτης σήμερα στο σώμα, η κ. Ελευθερία, αλλά έφηβος στην ψυχή, πάνω στο βήμα, με το μαύρο της φόρεμα, με το δαντελένιο άσπρο γιακά της και το ωραίο μαντό της με το χρυσό σιρίτι γαρνιρισμένο, απέπνεε και μόνο σαν σαν εμφάνιση άρωμα, αρχοντιά και δυναμισμό της Ιωνικής γης Για αρκετή ώρα, χωρίς να μας κουράσει μας καθήλωσε με την αφήγηση της.
Εδώ εγκαταστάθηκε κι εκείνη και όταν η ζωή ξεκίνησε ξανά τους ρυθμούς της, παντρεύτηκε τον ράφτη Μπαντουράκη από τα Καλουδιανά, όπου μαζί πλέον, μέχρι τα πρόσφατα χρόνια διατηρούσαν ένα διακεκριμένο οίκο ραπτικής στα Χανιά. Η κ. Ελευθερία πέρα από την τέχνη της ραπτικής είναι πολυγραφότατη συγγραφέας με θέμα της, πάντα τις «Αλησμόνητες Πατρίδες». Προχθές βράδυ στην ομιλία της, έδωσε με γλαφυρότητα και ιστορική επίγνωση το δράμα της μικρασιατικής καταστροφής, έδωσε τη μικροιστορία, όπως την φτιάχνουν οι μικροί και οι αφανείς. Διερωτήθηκε αν πρέπει να ξεχάσουμε, αναρωτήθηκε τι να θυμόμαστε, ανάθεμα τον αίτιο κατέληξε, αλλά γεμάτη πικρία ομολόγησε πόσο πικράθηκαν μετάνιωσαν όσοι, κάποια στιγμή επισκέφτηκαν ξανά αυτά τα μέρη. Ήταν τόση η εγκατάλειψη και η καταστροφή. Τι είχε γίνει όλος αυτός ο ακμάζων ελληνικός κόσμος;
Μέχρι και το 1922 οι Έλληνες αποτελούσαν το πολυπληθέστερο και πλέον ισχυρό στοιχείο για λόγους οικονομίας μέσα στην πολυπολιτισμική κοινωνία της Ιωνίας και η ζωή ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους κυλούσε ομαλά, μέχρι που
οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης αποφασίζουν την αναδιανομή των εδαφών της Τουρκίας, εξαιτίας κυρίως των πετρελαίων της Μοσούλης.
Παράλληλα ο νεότουρκος Κεμάλ Ατατούρκ νέος ηγέτης των Τούρκων στοχεύει στην εκδίωξη των Ελλήνων από τα Μικρασιατικά παράλια.
Το όνειρο του Βενιζέλου για ενοποίηση του Ελληνισμού των δύο άκρων του Αιγαίου αποτυγχάνει και ο στρατός μας συντρίβεται στα βάθη της Ανατολής. Οι Δυνάμεις της Ευρώπης μας αφήνουν έκθετους. Χάσαμε όσα εδάφη χάσαμε και εγκαινιάζεται και η τακτική της ανταλλαγής των πληθυσμών. Δηλαδή να φύγουν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας και να έρθουν στην Ελλάδα και οι Τούρκοι που ήταν στην Ελλάδα να πάνε στη μικρά Ασία. Ένα εκατομμύριο Έλληνες άφησαν πατρίδα, σπίτια και περιουσίες και ήρθαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Αυτή είναι η μεγαλύτερη καταστροφή που έχει υποστεί ο ελληνισμός σε όλη την ιστορία του. Η Ελλάδα εκτός από τους νεκρούς, από τους αγνοούμενους, από τα εδάφη που έχασε, έπρεπε να στεγάσει και χιλιάδες ξεσπιτωμένους. Μέχρι να γίνουν ....
....εκτιμήσεις περιουσιών και να αρχίσει η αποκατάσταση, οι ξεριζωμένοι υπέστησαν τα πάνδεινα. Οι πλουσιότεροι μπόρεσαν ευκολότερα να αποκατασταθούν, οι φτωχότεροι μπήκαν σε αδυσώπητο αγώνα ζωής. Όμως επέζησαν και πρόκοψαν.
Έξυπνη και εργατική η φυλή της Ιωνίας έφερε ένα καινούριο αέρα στη μητροπολιτική Ελλάδα. Τόνωσε το δυναμικό του πληθυσμού, καθώς έφθασαν άνθρωποι εργατικοί και γνώριζαν και από γράμματα και από εμπόριο. Η εργατική τάξη ενισχύθηκε με άξια εργατικά χέρια που δούλεψαν στις πρώτες βιομηχανίες, εριουργία, υφαντουργία κ.α. Έφεραν νέες καλλιέργειες και ανάδειξαν τη γεωργία.
Έφεραν καινούρια τραγούδια, καθώς μέσα από τα ρεμπέτικα τραγούδησαν τους καημούς τους. Η προοδευτική τους ιδεολογία πλούτισε τους πολιτικούς ορίζοντες.
΄Οπου πήγαν πρόκοψαν και από τις παράγκες και τα χαμόσπιτα ξεπήδησαν νοικοκυρεμένες συνοικίες, που ονομάστηκαν με τα ονόματα της χαμένης πατρίδας: Νέα Σμύρνη, Νέα Ιωνία, Δραπετσώνα, Κοκκινιά Νίκαια, Νέα Καρβάλη. Και από κοντά και οι Άγιοι τους: Αγ. Φωτεινή, Παναγία Σουμελά, Άγιος Πολύκαρπος, από κοντά και τα σχολεία τους: Λεόντειος σχολή, Ιώνιος σχολή και τα τραγούδια τους τα ρεμπέτικα και τ' άλλα μικρασιάτικα.
Και ας υπήρχε καχυποψία από τους ντόπιους γι΄αυτούς και ας τους έλεγαν τουρκόσπορους και τις γυναίκες τους παστρικές.
Και εδώ στην Κίσαμο έφθασαν προσφυγικές οικογένειες. Και πρώτα θα αναφερθώ στον μνημονευθέντα στην εκδήλωση της Πέμπτης,παπα-Γιάννη. Σαν όνειρο τον θυμάμαι, καθισμένο στην αυλή του σπιτιού του τυφλό στα βαθιά του γεράματα.
Θυμάμαι όμως το γιο του το Γιώργο Τσιμπογιάννη να οδηγεί το πρώτο λεωφορείο στο Καστέλι. Θυμάμαι τη νύφη του Μαρία να κουβεντιάζει με τη μητέρα μου και να διηγείται ιστορίες για τη Μικρά Ασία και τα Βουρλά. Σήμερα παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα του παπά –Γιάννη, ο Κ. Γιάννης Τσιμπογιάννης, η κ. Ουρανία ζουν και προκόβουν με τις οικογένειες τους στον τόπο μας.
Άλλες οικογένειες που μπορώ να θυμάμαι ήταν η οικογένεια Βασμαρή, η Οικογένεια Τζαμουτζόγλου, απόγονος της οποίας σήμερα έχει μια ξενοδοχειακή μονάδα στην Κίσαμο. Η κερά –Στελιανή Λαδοπούλου, η λεγόμενη πρόσφυγα, φτωχή μεν αλλά πολύ νοικοκυρά είχε πολλά παιδιά. Τέσσερα αγόρια και μια κόρη.΄Ολα εγκαταστάθηκαν και έκαναν οικογένειες στο Καστέλλι και αλλού.
Η οικογένεια Μπολέτη εγκαταστάθηκε στα Καλουδιανά και ασχολήθηκε με την καλλιέργεια καπνού. Αξιόλογη μικρασιάτισσα ήταν και η Μ. Κουφού όπου ο Αντρέας Παντελάκης, αστυνομικός στη Σμύρνη, την γνώρισε και την παντρεύτηκε.
Έφτιαξαν ωραία και μεγάλη οικογένεια που μέχρι σήμερα παιδιά και εγγόνια δραστηριοποιούνται, στην ελαιουργία,σε επιχειρηματικότητα και στα γράμματα.
Από τους τελευταίους Μικρασιάτες στα Χανιά που πρόσφατα το 2010 απεδήμησαν πλήρεις ημερών ήταν οι γονείς της διακεκριμένης συγγραφέα Ιωάννας Καρυστιάνη.
Όλως τυχαίως, διάβασα στα Χανιώτικα Νέα 31 Αυγούστου μια αναφορά της στο θάνατο των γονιών της, σημείωμα το ονομάζει η ίδια, όχι νεκρολογία. Θέλω να το παραθέσω εδώ, σε μνήμη όλων των προσφύγων, γιατί ξεφεύγει από το προσωπικό αγγίζει το σύνολο, και δίδει μέγιστο μάθημα ιστορίας και αξιοπρέπειας. Δε νομίζω ότι θα αφήσει κάποιο ασυγκίνητο: «Η μητέρα μου Χριστίνα γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1909 και ο πατέρας μου Χρήστος γεννήθηκε στα Βουρλά το 1911.
Εφυγαν από τη ζωή αυτή τη χρονιά πλήρεις ημερών, εκείνος το Φεβρουάριο στα 99 του εκείνη τον Ιούλιο στα 101. Δεν ήταν βουλευτές ή διευθυντές και κανείς δεν πήρε το μικρόφωνο στον Άγιο Λουκά.Τα αδέλφια μου κι εγώ τους αποχαιρετίσαμε σιωπηλά μέσα στη σκέψη μας, βάζοντας την τελευταία λέξη του αποχαιρετισμού. Στις μέρες μας, μέρες λαμπερών επωνύμων, μέρες που καταντήσαμε να μιλάμε για «επώνυμους καναπέδες» και «επώνυμα παπούτσια», γράφω λίγα λόγια, αντίο σε μια ολόκληρη εποχή ανθρώπων που κέρδισαν την επωνυμία τους στην κοινωνία, των σεμνών και εντίμων της γειτονιάς τους. Οι εκατόχρονοι γονείς μου υπήρξαν μάλλον οι τελευταίοι του μικρασιατικού κύματος της προσφυγιάς στα Χανιά
.Ξεφυλλίζω το ντοσιέ με σημειώσεις από αφηγήσεις για την καταστροφή της Σμύρνης, το πήγαινε έλα από νησί σε νησί, την καραντίνα στον Πειραιά, τον ερχομό στα Χανιά, την Ανταλλαγή, τις μικροδουλίτσες του ποδαριού, για ένα κατσαρολάκι ρεβιθόρυζο. Ξεπηδούν πρόσωπα που έγραψαν τις μικρές ιστορίες τους στα στενάκια της Σπλάντζιας, στις παράγκες της πλατείας 1866, στη Νέα Χώρα, στο Κόκκινο Μετόχι, συνθέτοντας όλες μαζί μια μεγάλη εξιστόρηση από πρώτο χέρι της ανθρώπινης περιπέτειας των χρόνων που τα πένθη και η φτώχεια δεν άφηναν τον κόσμο να πάρει ανάσα. Και έπονται ενθυμίσεις και περιστατικά από τον πόλεμο, την κατοχή, όλα ειπωμένα γλαφυρά μα και περιεκτικά, καθώς δεν τους άρεσαν τα άσκοπα λόγια και οι κορώνες της κλάψας και της δραματοποίησης.
Η ιστορία παρελαύνει ήσυχα με μικρά σημαιάκια καημού καλοσύνης, ευπρέπειας, απαντοχής και αλληλεγγύης με δύο πλάκες σαπούνι αμοιβή στη μαμή, με φτηνά ντρίλινα παντελόνια, με τσιγάρα για τους πολιτικούς κρατούμενους, στις φυλακές της Αγιάς και του Ιτζεδίν, με αγωνία για την τύχη του Πατρίς Λουμούμπα, με ξενύχτια στα κατώφλια για τα Κυπριακό, αλλά και με σμυρνέικα σουτζουκάκια και τραγούδια στα λιτά γαμήλια γλέντια, με αστεία και πειράγματα, με αυτοσχέδιες μαντινάδες, με κομψές μεταξωτές καμέλιες για τα πέτα των πλούσιων κυριών από τα χέρια της μακαρίτισσας θείας Σαπφώ, με όλα τα σημαδιακά γεγονότα της πόλης των Χανίων, που υπήρξε το τυχερό, το τυχερό μας.
Οι ολιγογράμματοι γονείς μου, ψημένοι στην πολύπαθη ζωή, κοινή μοίρα των «αποκάτω», με τη σοφία της εμπειρίας με κριτική ματιά, με ισχυρό πολιτικό ένστικτο, δεν μας πότισαν μίσος για εχθρούς, δεν ξεγελάστηκαν ποτέ από αρχηγούς, συγκεντρωμένοι με σθένος στους μικρούς λογαριασμούς της επιβίωσης και στους μεγάλους λογαριασμούς της αξιοπρέπειας. Είχαν πάντα στο χέρι μια ψήφο για τη βασανισμένη Αριστερά της ανιδιοτέλειας, στα χείλη μια ευχή προς όλους για καλές δουλειές, υγεία και προκοπή και στα μάτια την ευγνωμοσύνη για τα καλά υστερνά .Μέσα στην καρδιά μου δε θα πάψω ποτέ να τιμώ τη μνήμη τους και τα μαθήματα ζωής, με πρώτο, πως δεν αξίζει να μεγαλοπιανόμαστε, και να ξελογιαζόμαστε από το συμφέρον
Έχω μόνο καλά να θυμάμαι από αυτούς, υψηλό πολιτισμό της καθημερινότητας, στο οικογενειακό τραπέζι, στις βεγγέρες, στον ακατέργαστο πλην στοχαστικό λόγο τους για τα προβλήματα και την ομορφιά της ζωής……….»
Σε μια εποχή που χρειαζόμαστε ξανά εθνική και κρατική ανασυγκρότηση οι μάρτυρες της προσφυγιάς του 1922, συνέπεια της μικρασιατικής καταστροφής είναι μεγάλο παράδειγμα για τους σημερινούς νεοέλληνες: Πώς αυτός ο κόσμος αναδημιουργήθηκε από το μηδέν: Εμείς θα αναγεννηθούμε ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου