Ο Θέσπις και οι μουσικές παραστάσεις πάνω σε άρμα.
Του Δρ. Εμμανουήλ Μαρινάκη.
Ιστορικού – Αρχαιολόγου.
Η παραδοσιακή μουσική εκδήλωση που οι Κισαμίτες απολαύσαμε στους δρόμους της κωμόπολής μας, έστω και μέσω διαδικτύου, το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων με πρωτοβουλία του Δήμου Κισάμου, ήταν κάτι καινοτόμο και πρωτότυπο, λαμβάνοντας υπόψη και τις ιδιάζουσες συνθήκες που επικρατούν τους τελευταίους μήνες.
Ιστορική αναδρομή. Οι Διονυσιακές γιορτές στην αρχαία Αθήνα:
Η ιδέα των περιφερόμενων μουσικών πάνω σε άρμα έχει τις ρίζες της σε αντίστοιχες μορφές ψυχαγωγίας που διεξάγονταν στην αρχαία Ελλάδα. Τα Μεγάλα Διονύσια θεσμοθετήθηκαν στην Αθήνα κατά την περίοδο του τυράννου Πεισίστρατου (μέσα 6ου αι. π.Χ.), ο οποίος προωθούσε τις Διονυσιακές γιορτές, επιβραβεύοντας τους συμμετέχοντες. Στη διοργάνωση των γιορτών αυτών εντάχθηκαν και τα θεατρικά δρώμενα, προερχόμενα από τον διθύραμβο (το θρησκευτικό άσμα προς τιμήν του Διονύσου).
Η γέννηση των θεατρικών παραστάσεων και ο ρόλος του Θέσπιδος:
Στους πρώτους δραματικούς αγώνες στα Μεγάλα Διονύσια, κατά την 61 Ολυμπιάδα (μεταξύ 536 -533 π.Χ.), δόθηκε το πρώτο βραβείο σε ένα πρωτότυπο θεατρικό δρώμενο. Νικητής ήταν ο ποιητής Θέσπις, ο οποίος καταγόταν από τον αρχαίο Δήμο της Ικαρίας (τον σημερινό Διόνυσο Αττικής).
Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές (Πάριο Χρονικό, Λεξικό Σούδα) ο Θέσπις ήταν ο πρώτος που δίδαξε την δραματική τέχνη και θεωρείται επομένως δικαίως ο πατέρας του θεάτρου. Εισήγαγε τον υποκριτή - ηθοποιό, ο οποίος απηύθυνε τον λόγο προς τον χορό, δημιουργώντας διάλογο. Επινόησε επίσης το «ψιμύθιον» (μακιγιάρισμα) και αργότερα την χρήση προσωπείων.
Η προσθήκη στις Διονυσιακές γιορτές των θεατρικών και λυρικών στοιχείων οδήγησε σταδιακά στη διαμόρφωση νέων λογοτεχνικών κατηγοριών, της τραγωδίας, της κωμωδίας και του σατυρικού δράματος. Οι νικητές των θεατρικών αγώνων στεφανώνονταν με κλαδιά κισσού, του ιερού φυτού του θεού Διονύσου. Αν και αρχικά τα θεατρικά αυτά δρώμενα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με τη Διονυσιακή λατρεία, εξελίχθηκαν σε βάθος χρόνου και αυτονομήθηκαν θεματικά αναλύοντας βαθύτερα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Ειδικά η τραγωδία, χωρίς να χάσει εντελώς τις διονυσιακές της καταβολές, βασίστηκε στη γνώση της επικής και λυρικής ποίησης, καθώς και στην παράλληλη ανάπτυξη του ρητορικού και φιλοσοφικού λόγου. Η μεγάλη ανάπτυξη των λογοτεχνικών αυτών ειδών σχετίζεται ασφαλώς με την παγίωση των δημοκρατικών θεσμών, που επέτρεψαν μεγαλύτερη ελευθερία λόγου.
Οι θεατρικές παραστάσεις λάμβαναν χώρα στο θέατρο του Διονύσου Ελευθερέως, στη νότια κλιτύ (πλαγιά) του βράχου της Ακρόπολης και είχαν μεγάλη απήχηση στον αθηναϊκό λαό. Οι ιερείς κατείχαν πολύ τιμητική θέση ανάμεσα στους επισήμους θεατές. Η αρχιτεκτονική του Διονυσιακού θεάτρου πιστεύεται ότι αποτέλεσε πρότυπο για τα υπόλοιπα αρχαιοελληνικά θέατρα.
Το περίφημο «άρμα του Θέσπιδος» και τα «εξ αμάξης» άσματα.
Ο Ρωμαίος λυρικός ποιητής Οράτιος (65 - 8 π.Χ.) μας πληροφορεί ότι ο Θέσπις παρουσίαζε τα θεατρικά έργα του πάνω σε άρμα το οποίο περιφερόταν στους Δήμους της Αττικής κατά τον 6ο αι. π.Χ. Την πληροφορία αυτή την άντλησε από τον Νεοπτόλεμο τον Παριανό , συγγραφέα του 3ου αι. π.Χ. Ο Θέσπις λοιπόν φαίνεται ότι είχε την πρωτότυπη ιδέα να περιοδεύσει τις γειτονιές της αρχαίας Αθήνας πάνω σε ένα άρμα, μαζί με τους ηθοποιούς και τους μουσικούς του θιάσου του, ώστε να προσφέρει «θέαμα και τέρψη» στους ανθρώπους που δεν μπορούσαν, πιθανόν για λόγους κοινωνικούς ή οικονομικούς, να παρακολουθήσουν κανονικά τις εκδηλώσεις των «Μεγάλων Διονυσίων», για να ψυχαγωγηθούν. Απεικονίσεις ακολούθων του Διονύσου (ή ηθοποιών) πάνω σε άρμα είναι γνωστές στην αττική αγγειογραφία (εικ.1).
Λεπτομέρεια μελανόμορφης παράστασης αγγείου με θέμα που έχει ερμηνευτεί ως το «Άρμα του Θέσπιδος». Σύμφωνα με μια άλλη ερμηνεία πρόκειται για το άρμα του θεού Διονύσου (σε μορφή πλοίου) που εισέρχεται στην Αττική.
Κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι ο Νεοπτόλεμος, ως μεταγενέστερος συγγραφέας, συγχέει τη θεατρική διδασκαλία με τα «εξ αμάξης» σκωπτικά άσματα, γνωστά ως σκώμματα (σατιρικά πειράγματα), των Διονυσιακών εορτών, κυρίως των μικρών Διονυσίων (κατ’ αγρούς). Τα λεκτικά στοιχεία τους επηρέασαν τους κωμωδιογράφους .
Ορισμένοι άλλοι μελετητές θεωρούν ότι τα «εξ αμάξης» άσματα προέρχονταν από τις εκδηλώσεις των Ελευσίνιων μυστηρίων που τελούνταν μία φορά το χρόνο προς τιμήν της θεάς Δήμητρας. Στα ιερά αυτά μυστήρια δεν επιτρεπόταν να συμμετέχουν άνθρωποι κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, παρά μόνο οι αυτόχθονες Αθηναίοι, οι οποίοι κατάγονταν από αριστοκρατικές οικογένειες και ήταν μυημένοι. Η πομπή των προσκυνητών ξεκινούσε από το «Ελευσίνιον» της Αθήνας και μέσω της Ιεράς Οδού, περνούσε τον Κηφισό ποταμό και κατέληγε στο ιερό τελεστήριο της Ελευσίνας. Οι αποκλεισμένοι των μυστηρίων, που θεωρούνταν άτομα «υποδεέστερης κοινωνικής στάθμης» παρατάσσονταν στην γέφυρα του Κηφισού και περίμεναν τους αριστοκράτες να γυρίσουν. Για να τους εκδικηθούν εκτόξευαν εναντίον τους κατηγορίες και ύβρεις, τους λεγόμενους «γεφυρισμούς». Με τη σειρά τους οι άρχοντες, που επέβαιναν σε άμαξες, ανταπαντούσαν με πειράγματα και βωμολοχίες, τα γνωστά «εξ αμάξης». Η κάθε πλευρά προσπαθούσε να ταπεινώσει την άλλη.
Η γλωσσική αυτή διαμάχη ανάμεσα στους «βελτίωνες» προνομιούχους και στους «χείρωνες» αποκλεισμένους αποδείχτηκε μακροχρόνια. Την εκμεταλλεύτηκε μάλιστα στα έργα του ο Αριστοφάνης στο έπακρον! Άλλωστε, η γλώσσα και οι λέξεις που την απαρτίζουν, αποτελούν καθρέπτη της παιδείας και του πολιτισμού των ανθρώπων που την χρησιμοποιούν. Ο φιλόσοφος Αντισθένης και αργότερα ο Επίκτητος υποστήριξαν πως: «..αρχή παιδεύσεως η των ονομάτων επίσκεψις…». Δηλαδή για την μάθηση βασική προϋπόθεση αποτελεί η γνώση της σημασίας των λέξεων.
Μεσαιωνικοί και νεότεροι χρόνοι:
Η διήγηση σχετικά με το αρχαιοελληνικό «άρμα του Θέσπιδος» μεταφέρθηκε αιώνες αργότερα στην ιταλική Αναγεννησιακή παράδοση ως “Carrο di Tespi”. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι, ανάμεσα στα ανάγλυφα που κοσμούν το κωδωνοστάσιο του Τζιότο στην Φλωρεντία και συμβολίζουν μεταξύ άλλων τις διάφορες ασχολίες και τέχνες του ανθρώπου, η θεατρική τέχνη αντιπροσωπεύεται από την παράσταση ηθοποιού εντός άρματος (εικ. 2).
Το λεγόμενο “Carro di Tespi” ή «Άρμα Θέσπιδος». Ανάγλυφη πλάκα από κωδωνοστάσιο της Φλωρεντίας.
Τα περίτεχνα ανάγλυφα φιλοτέχνησε ο Ιταλός γλύπτης Andrea Pisano, μεταξύ των ετών 1334-1336. Φανερώνουν την επίδραση που άσκησε η κλασική αρχαιότητα στην Αναγεννησιακή κουλτούρα. Δεν είναι απίθανο να υπήρχαν και κατά την περίοδο της Αναγέννησης μουσικοί ή θεατρικοί θίασοι που περιόδευαν.
Η κληρονομιά που άφησε ο Θέσπις στην θεατρική δραστηριότητα ανά τους αιώνες φαίνεται και από το γεγονός ότι στην λόγια Αγγλική γλώσσα ο όρος “Thespian” υποδηλώνει τον ηθοποιό.
Στην νεότερη Ελλάδα η ονομασία «άρμα του Θέσπιδος» υιοθετήθηκε από μια ομάδα ηθοποιών, οι οποίοι επηρεασμένοι από Ιταλικά πρότυπα, έχοντας ως δάσκαλο τον αείμνηστο Κωστή Μπαστιά, περιόδευαν με ειδικά εξοπλισμένο άρμα σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Ο θίασος αυτός ξεκίνησε τις επιτυχημένες περιοδείες του το 1939, αλλά διέκοψε σύντομα τη δράση του εξαιτίας της Γερμανικής κατοχής. Η προσπάθεια να λειτουργήσει ξανά μετά την απελευθέρωση δεν στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία, με κάποιες μικρές εξαιρέσεις κατά τη δεκαετία του 1970. Από το 2015 το όνομα «άρμα Θέσπιδος» φέρει ένα θεατρικό σχήμα της Πάτρας.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι αρκετά συμβάντα του αρχαίου κόσμου έχουν αντίκτυπο στους κατοπινούς αιώνες, ενίοτε μέχρι και στις μέρες μας, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο. Οι ομοιότητες που εντοπίζονται είναι συχνά συνειρμικές και όχι πάντα άμεσες. Αυτή η αλληλουχία γεγονότων και εξελίξεων κρατάει ζωντανή την πολιτιστική μνήμη και βοηθάει να αναλογιστούμε την συμβολή του ένδοξου κλασικού παρελθόντος στις μετέπειτα εποχές. Συνεπώς, θα λέγαμε ότι οι περιοδεύοντες καλλιτέχνες μετέφεραν ανέκαθεν στον θεατή μία αίσθηση «παραμυθίας», δηλαδή παρηγοριάς, ώστε να μην νοιώθει απομονωμένος, αλλά ενεργό μέλος του συνόλου.
Ιστορικού – Αρχαιολόγου.
Η παραδοσιακή μουσική εκδήλωση που οι Κισαμίτες απολαύσαμε στους δρόμους της κωμόπολής μας, έστω και μέσω διαδικτύου, το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων με πρωτοβουλία του Δήμου Κισάμου, ήταν κάτι καινοτόμο και πρωτότυπο, λαμβάνοντας υπόψη και τις ιδιάζουσες συνθήκες που επικρατούν τους τελευταίους μήνες.
Ιστορική αναδρομή. Οι Διονυσιακές γιορτές στην αρχαία Αθήνα:
Η ιδέα των περιφερόμενων μουσικών πάνω σε άρμα έχει τις ρίζες της σε αντίστοιχες μορφές ψυχαγωγίας που διεξάγονταν στην αρχαία Ελλάδα. Τα Μεγάλα Διονύσια θεσμοθετήθηκαν στην Αθήνα κατά την περίοδο του τυράννου Πεισίστρατου (μέσα 6ου αι. π.Χ.), ο οποίος προωθούσε τις Διονυσιακές γιορτές, επιβραβεύοντας τους συμμετέχοντες. Στη διοργάνωση των γιορτών αυτών εντάχθηκαν και τα θεατρικά δρώμενα, προερχόμενα από τον διθύραμβο (το θρησκευτικό άσμα προς τιμήν του Διονύσου).
Η γέννηση των θεατρικών παραστάσεων και ο ρόλος του Θέσπιδος:
Στους πρώτους δραματικούς αγώνες στα Μεγάλα Διονύσια, κατά την 61 Ολυμπιάδα (μεταξύ 536 -533 π.Χ.), δόθηκε το πρώτο βραβείο σε ένα πρωτότυπο θεατρικό δρώμενο. Νικητής ήταν ο ποιητής Θέσπις, ο οποίος καταγόταν από τον αρχαίο Δήμο της Ικαρίας (τον σημερινό Διόνυσο Αττικής).
Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές (Πάριο Χρονικό, Λεξικό Σούδα) ο Θέσπις ήταν ο πρώτος που δίδαξε την δραματική τέχνη και θεωρείται επομένως δικαίως ο πατέρας του θεάτρου. Εισήγαγε τον υποκριτή - ηθοποιό, ο οποίος απηύθυνε τον λόγο προς τον χορό, δημιουργώντας διάλογο. Επινόησε επίσης το «ψιμύθιον» (μακιγιάρισμα) και αργότερα την χρήση προσωπείων.
Η προσθήκη στις Διονυσιακές γιορτές των θεατρικών και λυρικών στοιχείων οδήγησε σταδιακά στη διαμόρφωση νέων λογοτεχνικών κατηγοριών, της τραγωδίας, της κωμωδίας και του σατυρικού δράματος. Οι νικητές των θεατρικών αγώνων στεφανώνονταν με κλαδιά κισσού, του ιερού φυτού του θεού Διονύσου. Αν και αρχικά τα θεατρικά αυτά δρώμενα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με τη Διονυσιακή λατρεία, εξελίχθηκαν σε βάθος χρόνου και αυτονομήθηκαν θεματικά αναλύοντας βαθύτερα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Ειδικά η τραγωδία, χωρίς να χάσει εντελώς τις διονυσιακές της καταβολές, βασίστηκε στη γνώση της επικής και λυρικής ποίησης, καθώς και στην παράλληλη ανάπτυξη του ρητορικού και φιλοσοφικού λόγου. Η μεγάλη ανάπτυξη των λογοτεχνικών αυτών ειδών σχετίζεται ασφαλώς με την παγίωση των δημοκρατικών θεσμών, που επέτρεψαν μεγαλύτερη ελευθερία λόγου.
Οι θεατρικές παραστάσεις λάμβαναν χώρα στο θέατρο του Διονύσου Ελευθερέως, στη νότια κλιτύ (πλαγιά) του βράχου της Ακρόπολης και είχαν μεγάλη απήχηση στον αθηναϊκό λαό. Οι ιερείς κατείχαν πολύ τιμητική θέση ανάμεσα στους επισήμους θεατές. Η αρχιτεκτονική του Διονυσιακού θεάτρου πιστεύεται ότι αποτέλεσε πρότυπο για τα υπόλοιπα αρχαιοελληνικά θέατρα.
Το περίφημο «άρμα του Θέσπιδος» και τα «εξ αμάξης» άσματα.
Ο Ρωμαίος λυρικός ποιητής Οράτιος (65 - 8 π.Χ.) μας πληροφορεί ότι ο Θέσπις παρουσίαζε τα θεατρικά έργα του πάνω σε άρμα το οποίο περιφερόταν στους Δήμους της Αττικής κατά τον 6ο αι. π.Χ. Την πληροφορία αυτή την άντλησε από τον Νεοπτόλεμο τον Παριανό , συγγραφέα του 3ου αι. π.Χ. Ο Θέσπις λοιπόν φαίνεται ότι είχε την πρωτότυπη ιδέα να περιοδεύσει τις γειτονιές της αρχαίας Αθήνας πάνω σε ένα άρμα, μαζί με τους ηθοποιούς και τους μουσικούς του θιάσου του, ώστε να προσφέρει «θέαμα και τέρψη» στους ανθρώπους που δεν μπορούσαν, πιθανόν για λόγους κοινωνικούς ή οικονομικούς, να παρακολουθήσουν κανονικά τις εκδηλώσεις των «Μεγάλων Διονυσίων», για να ψυχαγωγηθούν. Απεικονίσεις ακολούθων του Διονύσου (ή ηθοποιών) πάνω σε άρμα είναι γνωστές στην αττική αγγειογραφία (εικ.1).
Λεπτομέρεια μελανόμορφης παράστασης αγγείου με θέμα που έχει ερμηνευτεί ως το «Άρμα του Θέσπιδος». Σύμφωνα με μια άλλη ερμηνεία πρόκειται για το άρμα του θεού Διονύσου (σε μορφή πλοίου) που εισέρχεται στην Αττική.
Κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι ο Νεοπτόλεμος, ως μεταγενέστερος συγγραφέας, συγχέει τη θεατρική διδασκαλία με τα «εξ αμάξης» σκωπτικά άσματα, γνωστά ως σκώμματα (σατιρικά πειράγματα), των Διονυσιακών εορτών, κυρίως των μικρών Διονυσίων (κατ’ αγρούς). Τα λεκτικά στοιχεία τους επηρέασαν τους κωμωδιογράφους .
Ορισμένοι άλλοι μελετητές θεωρούν ότι τα «εξ αμάξης» άσματα προέρχονταν από τις εκδηλώσεις των Ελευσίνιων μυστηρίων που τελούνταν μία φορά το χρόνο προς τιμήν της θεάς Δήμητρας. Στα ιερά αυτά μυστήρια δεν επιτρεπόταν να συμμετέχουν άνθρωποι κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, παρά μόνο οι αυτόχθονες Αθηναίοι, οι οποίοι κατάγονταν από αριστοκρατικές οικογένειες και ήταν μυημένοι. Η πομπή των προσκυνητών ξεκινούσε από το «Ελευσίνιον» της Αθήνας και μέσω της Ιεράς Οδού, περνούσε τον Κηφισό ποταμό και κατέληγε στο ιερό τελεστήριο της Ελευσίνας. Οι αποκλεισμένοι των μυστηρίων, που θεωρούνταν άτομα «υποδεέστερης κοινωνικής στάθμης» παρατάσσονταν στην γέφυρα του Κηφισού και περίμεναν τους αριστοκράτες να γυρίσουν. Για να τους εκδικηθούν εκτόξευαν εναντίον τους κατηγορίες και ύβρεις, τους λεγόμενους «γεφυρισμούς». Με τη σειρά τους οι άρχοντες, που επέβαιναν σε άμαξες, ανταπαντούσαν με πειράγματα και βωμολοχίες, τα γνωστά «εξ αμάξης». Η κάθε πλευρά προσπαθούσε να ταπεινώσει την άλλη.
Η γλωσσική αυτή διαμάχη ανάμεσα στους «βελτίωνες» προνομιούχους και στους «χείρωνες» αποκλεισμένους αποδείχτηκε μακροχρόνια. Την εκμεταλλεύτηκε μάλιστα στα έργα του ο Αριστοφάνης στο έπακρον! Άλλωστε, η γλώσσα και οι λέξεις που την απαρτίζουν, αποτελούν καθρέπτη της παιδείας και του πολιτισμού των ανθρώπων που την χρησιμοποιούν. Ο φιλόσοφος Αντισθένης και αργότερα ο Επίκτητος υποστήριξαν πως: «..αρχή παιδεύσεως η των ονομάτων επίσκεψις…». Δηλαδή για την μάθηση βασική προϋπόθεση αποτελεί η γνώση της σημασίας των λέξεων.
Μεσαιωνικοί και νεότεροι χρόνοι:
Η διήγηση σχετικά με το αρχαιοελληνικό «άρμα του Θέσπιδος» μεταφέρθηκε αιώνες αργότερα στην ιταλική Αναγεννησιακή παράδοση ως “Carrο di Tespi”. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι, ανάμεσα στα ανάγλυφα που κοσμούν το κωδωνοστάσιο του Τζιότο στην Φλωρεντία και συμβολίζουν μεταξύ άλλων τις διάφορες ασχολίες και τέχνες του ανθρώπου, η θεατρική τέχνη αντιπροσωπεύεται από την παράσταση ηθοποιού εντός άρματος (εικ. 2).
Το λεγόμενο “Carro di Tespi” ή «Άρμα Θέσπιδος». Ανάγλυφη πλάκα από κωδωνοστάσιο της Φλωρεντίας.
Τα περίτεχνα ανάγλυφα φιλοτέχνησε ο Ιταλός γλύπτης Andrea Pisano, μεταξύ των ετών 1334-1336. Φανερώνουν την επίδραση που άσκησε η κλασική αρχαιότητα στην Αναγεννησιακή κουλτούρα. Δεν είναι απίθανο να υπήρχαν και κατά την περίοδο της Αναγέννησης μουσικοί ή θεατρικοί θίασοι που περιόδευαν.
Η κληρονομιά που άφησε ο Θέσπις στην θεατρική δραστηριότητα ανά τους αιώνες φαίνεται και από το γεγονός ότι στην λόγια Αγγλική γλώσσα ο όρος “Thespian” υποδηλώνει τον ηθοποιό.
Στην νεότερη Ελλάδα η ονομασία «άρμα του Θέσπιδος» υιοθετήθηκε από μια ομάδα ηθοποιών, οι οποίοι επηρεασμένοι από Ιταλικά πρότυπα, έχοντας ως δάσκαλο τον αείμνηστο Κωστή Μπαστιά, περιόδευαν με ειδικά εξοπλισμένο άρμα σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Ο θίασος αυτός ξεκίνησε τις επιτυχημένες περιοδείες του το 1939, αλλά διέκοψε σύντομα τη δράση του εξαιτίας της Γερμανικής κατοχής. Η προσπάθεια να λειτουργήσει ξανά μετά την απελευθέρωση δεν στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία, με κάποιες μικρές εξαιρέσεις κατά τη δεκαετία του 1970. Από το 2015 το όνομα «άρμα Θέσπιδος» φέρει ένα θεατρικό σχήμα της Πάτρας.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι αρκετά συμβάντα του αρχαίου κόσμου έχουν αντίκτυπο στους κατοπινούς αιώνες, ενίοτε μέχρι και στις μέρες μας, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο. Οι ομοιότητες που εντοπίζονται είναι συχνά συνειρμικές και όχι πάντα άμεσες. Αυτή η αλληλουχία γεγονότων και εξελίξεων κρατάει ζωντανή την πολιτιστική μνήμη και βοηθάει να αναλογιστούμε την συμβολή του ένδοξου κλασικού παρελθόντος στις μετέπειτα εποχές. Συνεπώς, θα λέγαμε ότι οι περιοδεύοντες καλλιτέχνες μετέφεραν ανέκαθεν στον θεατή μία αίσθηση «παραμυθίας», δηλαδή παρηγοριάς, ώστε να μην νοιώθει απομονωμένος, αλλά ενεργό μέλος του συνόλου.