Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.






Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ -ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΚΙΣΑΜΟ

Με επιτυχία ολοκληρώθηκαν οι τριήμερες εργασίες της Ετήσιας Συνάντησης του Τμήματος Ιστορίας – Αρχαιολογίας (Ε.Σ.Τ.Ι.Α.) του Πανεπιστημίου Κρήτης (12-14 Απριλίου 2024), που διεξήχθησαν στην Κίσαμο για τρίτη φορά (είχε διοργανωθεί στον τόπο μας και κατά τα έτη 2001, 2010). Πρόκειται για έναν θεσμό που διεξάγεται κάθε χρόνο την άνοιξη σε άλλο μέρος της Κρήτης κάθε φορά, με σκοπό να προάγει τον επιστημονικό διάλογο. 
Κατά τη διάρκεια της Συνάντησης έγιναν πολύ σημαντικές επιστημονικές ανακοινώσεις από τους καθηγητές του Τμήματος Ιστορίας – Αρχαιολογίας του Ρεθύμνου και τέθηκαν ερωτήματα και προβληματισμοί. Μετά από κάθε ανακοίνωση ακολουθούσε συζήτηση με τη συμμετοχή των φοιτητών (προπτυχιακών και μεταπτυχιακών) του Τμήματος. Το πλήρες πρόγραμμα του Συνεδρίου είχε δημοσιευτεί στο φύλλο των «Νέων Οριζόντων» της 10ης Απριλίου 2024. Την Παρασκευή οι διαλέξεις έλαβαν χώρα στο «Τσατσαρωνάκειο», ενώ το Σάββατο στην αίθουσα του Δήμου Κισάμου. Η Κυριακή ήταν αφιερωμένη στη γνωριμία της περιοχής μας. Συμμετείχαν και δύο Κισαμίτες επιστήμονες, ως ομιλητές: α) ο Εμμανουήλ Μαρινάκης με θέμα «Τα νομίσματα της αρχαίας Απτέρας», που βασίζεται στην μεταδιδακτορική του έρευνα και β) Η Νεκταρία Λαϊνάκη με θέμα «Τα σωζόμενα Βενετσιάνικα κτήρια στην επαρχία Κισσάμου, στη Δυτική Κρήτη», που επικεντρώθηκε σε βασικά σημεία της διδακτορικής της διατριβής.  
Τα υπόλοιπα θέματα κάλυπταν ποικίλους τομείς της Ιστορίας και της Αρχαιολογίας: Από την προϊστορική αρχαιότητα, την κλασική, την βυζαντινή, την ενετική, την οθωμανική μέχρι και την νεότερη περίοδο, τόσο της Κρήτης όσο και ευρύτερα της Ανατολικής Μεσογείου. Το απόγευμα του Σαββάτου υπήρξαν και κάποιες διαλέξεις μεθοδολογικού χαρακτήρα συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν, όπως: 1) «Οι Σπαρτιάτες στη σύγχρονη εποχή», 2) «πώς μπορεί να βοηθήσει η ψηφιακή τεχνολογία την ιστορική έρευνα;» και επίσης: 3) «Τα ελληνικά συντάγματα  και οι πολιτικές χρήσεις της ιστορίας». 
Στο πλαίσιο των εργασιών του Συνεδρίου πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 14-4 η ξενάγηση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κισάμου και στις αρχαιότητες της κωμόπολής μας από την αρχαιολόγο Σταυρούλα Μαρκουλάκη. Ακολούθησε η επίσκεψη στον μεσοβυζαντινό ναό της Αγίας Βαρβάρας στα Λατζιανά του Βουλγάρω. Την ξενάγηση επιμελήθηκε ο καθηγητής βυζαντινής αρχαιολογίας Αθανάσιος Μαΐλης, ο οποίος αναφέρθηκε στην αρχιτεκτονική μορφή του μνημείου και στις αναστηλωτικές προσπάθειες. Ενδιαφέρουσες πληροφορίες παρείχε επίσης η αρχιτέκτονας κ. Τριμανδύλη. 
Οι σπουδαστές/ σπουδάστριες και οι συνοδεύοντες καθηγητές / καθηγήτριες είχαν έτσι την ευκαιρία να γνωρίσουν την πόλη και μέρος της ενδοχώρας της Κισάμου, κάποιοι εκ των οποίων για πρώτη φορά. 
Θερμές ευχαριστίες οφείλονται πρωτίστως στον Δήμο Κισάμου και στην Ι. Μητρόπολη για την συμβολή τους στη διοργάνωση του συνεδρίου. Ακολούθως, στους ξενοδόχους που ανέλαβαν τη διαμονή των φοιτητών και των καθηγητών για την ευγένεια και τον επαγγελματισμό τους. Συγκεκριμένα τους: Αδελφούς Παπαδάκη του «Κίσαμος», τους αδελφούς Καστανάκη του «Maria Beach» και τον κ. Πατερομιχελάκη του «Αροδαμός». Επίσης στην οικογένεια Σκουνάκη του εστιατορίου «1960» στην παραλία του Τελωνείου για την άψογη εξυπηρέτησή του. 
Τέλος θερμά συγχαρητήρια και ευχαριστίες αξίζουν στα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου Βουλγάρω – Λατζιανών, για την πολύ φιλόξενη υποδοχή που επιφύλαξαν στους επισκέπτες αρχαιολόγους, με πλούσια κεράσματα και εγκάρδια διάθεση η οποία έμεινε σε όλους αξέχαστη. Τέτοιες ενέργειες τιμούν τους ίδιους και προβάλουν με τον καλύτερο τρόπο την Κίσαμο. Οι αυριανοί, νέοι επιστήμονες ιστορικοί-αρχαιολόγοι, έφυγαν με τις καλύτερες εντυπώσεις και πολλοί εξ αυτών θα θελήσουν και στο μέλλον να επισκεφτούν την Κίσαμο. 
Μανώλης Μαρινάκης

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2021

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΕΠΙΚΑΙΡΑ

 «Η καραντίνα άλλοτε και τώρα». 2η συνέχεια: Εδώ το 1ο μέρος
Η περίπτωση της βενετοκρατούμενης Κρήτης, με βάση την αναφορά του προβλεπτή Filippo Pasqualigo (1594).
Του Δρ Εμμανουήλ Μαρινάκη
Ιστορικού – Αρχαιολόγου
Η επιδημία πανώλης (παν + όλλυμι) εμφανίστηκε για άλλη μια φορά στην Κρήτη τον Ιανουάριο του 1592 και πιστεύεται ότι μεταδόθηκε από ένα εμπορικό πλοίο που έφθασε στο λιμάνι του Μεγάλου Κάστρου προερχόμενο από την Κωνσταντινούπολη. Η ασθένεια εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και σύμφωνα με ιστορικές πηγές της εποχής πέθαναν «δεκατέσσερις χιλιάδες άνθρωποι, δηλαδή το έν δέκατον πέμπτον του όλου πληθυσμού της νήσου ταύτης…» (Σπανάκης Στ., Μνημεία Κρητικής Ιστορίας, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 103-104). 
Οι Βενετικές αρχές, φοβούμενες τα χειρότερα, έσπευσαν να πάρουν μέτρα σε μια προσπάθεια περιορισμού της νόσου. Σε ένα έγγραφο της περιόδου εκείνης, που βρέθηκε στην Ι. Μονή Απεζανών, αναφέρονται τα εξής: 
«…Εις τους αφηβ’ (1592) χρόνος καταραμένος, εγένετο μεγάλο θανατικόν από πανούκλα και από καρμπά (Άνθρακα), πράγμα όπου δεν εφάνη ποτέ εις την Κρήτη (εν τη ώα (οικόσιτα ζώα;) απέθανεν πλήθος πολύ). Η συμφορά αύτη γέγονε εις το Κάστρον και τα καμπήσια χωριά. Τα Χανιά και το Ρέθεμνος έμειναν άγευστα του κακού τούτου. Εκράτει ο θάνατος ούτος από ταις κ’ του Μαρτίου, όπου ήτον τότε η λαμπροφόρος Ανάστασις του Χριστού εις τας κστ’ του Μαρτίου, και έστρεψεν η χαρά μας εις μέγα πένθος… Εποθάνασι την ημέραν περισσότεροι των διακοσίων… και στα χωριά θάνατος πολύς… Εις τόσον φοβούμενοι οι αφέντες μήπως ανάψει πιο πολύ το κακόν, έκλεισαν ταις πόρταις της Χώρας και απόξω δεν έμβαινεν τινάς μέσα, μηδέ τινάς να έβγη όξω… εγένετω το σφάλισμα τούτο από Νοέμβριον μήνα αφηβ’ έως ταις ιε’ Αυγούστου αφηγ’… επροστάξασιν οι αφέντες όλοι οι άνθρωποι να είναι σεράδοι (κλεισμένοι) μέσα στα σπίτια τως, να μην σμίγει γείτονας τον γείτονα έως ιβ’ ημέραις, να βάνουσι τα ρούχα τως απάνω εις τα δώματα να ξεσπουράρουν (να απολυμανθούν)… και μέχρι τον Νοέμβριον μήνα, και όλοι κεκλεισμένοι τότε, και εις την εορτήν της Αγίας Αικατερίνης δεν ήρθεν τινάς. Μα την αλήθεια μεγάλο θανατικόν. Και μέγας θόρυβος εις τον λαόν τον κεκλεισμένον δέκα μήνας….». (Σημείωση: Επιλέχθηκαν κάποια χαρακτηριστικά σημεία του κειμένου. Ολόκληρο το έγγραφο της Ι. Μονής Απεζανών δημοσίευσε ο Σπ. Λάμπρος στα «Βραχέα Χρονικά», βλ. Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τομ. Α’, Αθήνα 1932. Αναδημοσίευση παρατίθεται και στο εμπεριστατωμένο άρθρο του καθηγητή Θ. Δετοράκη, «Η πανώλης εν Κρήτη. Συμβολή εις την ιστορίαν των επιδημιών της νήσου»).
Η πρακτική της τήρησης «καραντίνας» λοιπόν, ως μέσο περιορισμού της εξάπλωσης επιδημιών εφαρμοζόταν από αιώνων, λόγω της αποτελεσματικότητάς της, παρά τις αρνητικές ψυχολογικές και οικονομικές επιπτώσεις της. Αυτό συνέβη και στην Κρήτη κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, συγκεκριμένα κατά τα έτη 1592-’94, που εξετάζουμε.
Χαρακτηριστική είναι η «Έκθεσις του 1594 του Filippo Pasqualigo, Προβλεπτού των Χανίων, προς την Ενετικήν Γερουσίαν». Ο Pasqualigo είχε τον τίτλο: “Capitano di Candia e provveditor della Canea”. Κινδύνευσε μάλιστα και ο ίδιος από την ασθένεια, μέσω των υπηρετών του που είχαν νοσήσει. 
Η έκθεση αυτή (στα ιταλικά: Relazione 1594 Letta nell’ eccelentissimo senato) συμπεριλαμβάνεται στη σειρά «Μνημεία Κρητικής Ιστορίας, τόμ. ΙΙΙ», που εκδόθηκε το 1953, σε μετάφραση από το ιταλικό πρωτότυπο και επεξηγηματικά σχόλια του Στέργιου Σπανάκη, διευθυντή τότε της Βικελαίας Βιβλιοθήκης Ηρακλείου. Από τη μετάφραση αυτή αντλήθηκαν κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα. 
Στην Έκθεση του ο Pasqualigo, ανάμεσα στα διάφορα προβλήματα διοικητικής φύσεως που αναφέρει (συντήρηση τειχών των πόλεων του νησιού, τροφοδοσία και εξοπλισμό στρατευμάτων, επάρκεια σιτηρών, ύδρευση, έσοδα-έξοδα κ.ά.), καταγράφει και τα κοινωνικά ζητήματα που αφορούσαν το «Βασίλειο της Κρήτης – “Regno di Candia”, κάνοντας απολογισμό. Δεν παραλείπει να ενημερώσει εκτενώς και για την εξέλιξη της επιδημίας «της πανούκλας που ο θεός θέλησε να στείλει εις την πόλιν ταύτην…», όπως χαρακτηριστικά γράφει. Λόγω της επιδημίας έμειναν στάσιμα ακόμα και τα οχυρωματικά έργα. 
Στη συνέχεια διηγείται διάφορα περιστατικά προς ενημέρωση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, τονίζοντας: «πόσο πολύν καιρόν υπέφερε ο ατυχέστατος αυτός λαός, άξιος, κατά την γνώμην μου, μεγαλυτέρας προσοχής…». Ακολούθως έχουν επιλεγεί κάποια χαρακτηριστικά σημεία της Έκθεσης, τα οποία αναφέρονται στα μέτρα προστασίας και μας θυμίζουν εν μέρει σημερινές καταστάσεις: 
«Προς τούτο διατάξαμε όπως συγκεντρωθούν όλοι οι γιατροί σε συμβούλιο για να συζητήσουν ώριμα πάνω στο είδος του κακού… και μπήκαν μπροστά μας τα πλέον επείγοντα και σπουδαία μέτρα πρόνοιας, που μπορούσαν να ληφθούν… γι’ αυτό διορίσαμε στις ενορίες ευγενείς και άλλους, για να φροντίζουν για τις ανάγκες των κατοίκων και να τους ενθαρρύνουν από τον τρόμο και τον πανικό που έχουν πάθει… έκρινα ως το καλύτερο μέτρο να απομονώσω τον στρατό στους στρατώνες του και έδωσα διαταγή να μοιραστούν στους στρατιώτες όλα τα απαραίτητα τρόφιμα, αφού μάλιστα εκείνες τις ημέρες απέθαναν μερικοί στο στρατόπεδο του Δερματά. Οι θάνατοι αυτοί μου προξένησαν απεριόριστη θλίψη… το θανατικό αυτό ξέσπασε στην πόλη ορμητικά, ώστε να ακούονται δέκα και δώδεκα θάνατοι κάθε μέρα, εκτός από τα πολλά νέα κρούσματα…. Και τους θανάτους αρκετών χωρικών σε τρία χωριά….. η πρόοδος του κακού από μέρα σε μέρα μεγάλωνε…. Μεγάλωνε και ο φόβος γιατί αν προσβαλλόταν ένας, αναγκαστικά και άλλοι θεωρούνταν χαμένοι… Όλοι οι ιππότες και πολλοί άλλοι πολίτες, μόλις παρουσιάστηκε αυτή η επιδημία, φύγαν για τις επαρχίες…. Και δεν επιτρεπόταν να δεχτούν κανένα από την πόλη, μα απαγορευόταν ακόμη και η αποστολή τροφίμων στην πόλη… διακόπηκαν οι εργασίες των δημοσίων υπηρεσιών μας… πέθαναν σχεδόν όλοι οι γιατροί και οι φαρμακοποιοί μας…. Οι άρρωστοι έμειναν χωρίς περίθαλψη… και η αδυναμία να βάλουμε σε εκτέλεση όσα μέτρα πήραμε, μας τρόμαζε πολύ περισσότερο από το ίδιο το θανατικό, που όσο φαινόταν πως λιγόστευε μερικές μέρες το κακό του, ξανακαινούργιωνε με άλλη τόση ένταση σε ανθρώπους κάθε κατηγορίας….. Σ’ αυτά όλα προστέθηκε και η έλλειψη ψωμιού, που μας έφερε πολλές φορές σε δυσκολότατη θέση, γιατί πέθαιναν οι φουρνάρηδες, οι γειτονικές πολιτείες και τα χωριά ήταν αποκλεισμένα και έτσι δεν ήταν δυνατόν να σταλεί στάρι στους μύλους… Στην ύπαιθρο τα χωριά είχαν τρομερά δοκιμαστεί και επειδή οι σχέσεις μεταξύ τους και με την πόλη δημιουργούσαν πολλές ανωμαλίες, εκρίναμε πως θα ήταν πολύ καλύτερο να απαγορευτεί η επικοινωνία μεταξύ τους. Για τούτο διατάξαμε λοιπόν να εφοδιαστεί ο καθένας απ’ όλα τα απαραίτητα πράγματα για σαράντα ημέρες…. Απομονώσαμε επίσης όλο τον λαό στις κατοικίες του και τον στρατό στους στρατώνες του… Αλλά παρ’ όλα αυτά τα μέτρα βλέπαμε να παρουσιάζονται κάθε μέρα νέα κρούσματα στους ανθρώπους εκείνους που οι ίδιοι πάλι διέδιδαν το θανατικό, γιατί παρόλο που ξέραν πως είχαν προσβληθεί το έκρυβαν επειδή φοβόταν να πάνε στο λοιμοκαθαρτήριο και κυκλοφορούσαν χωρίς καμία προφύλαξη…». 
Στη νησίδα Lazzaretto των Χανίων, στην περιοχή της Νέας Χώρας, λειτούργησε λοιμοκαθαρτήριο. Ενώ στον Χάνδακα το κυριότερο λοιμοκαθαρτήριο βρισκόταν στην Μονή Αγίου Γεωργίου στη θέση Μαντράκι Αλικαρνασσού και ήταν προσβάσιμο μέσω της Πύλης Αγίου Γεωργίου ή Λαζαρέτου. Ένα μικρότερο λειτουργούσε έξω από την Πύλη του Παντοκράτορα (Χανιώπορτα) στη Μονή του Αγίου Λαζάρου. Ο προβλεπόμενος χώρος καραντίνας των πλοίων βρισκόταν στη νήσο Ντία. Ελέγχους διενεργούσαν οι λεγόμενοι «Προβλεπτές Υγείας». 
Η αναλυτική αναφορά του Capitano Filippo Pasqualigo προς τη Γερουσία και τον Δόγη της Βενετίας (Pasquale Cicogna) για το ζήτημα της επιδημίας κλείνει ως ακολούθως: 
«Με το δίκιο μας λοιπόν μπορούσαμε να πιστεύομε ότι τα μέτρα αυτά που πήραμε θα μας εξασφάλιζαν μέχρι του σημείου εκείνου, όπως ακριβώς έγινε. Σε λίγες μέρες τα λοιμοκαθαρτήρια έμειναν αδειανά από αρρώστους και υπόπτους. Η ύπαιθρος βάδιζε με μεγάλα βήματα προς την υγεία, και στις 3 του Μάρτη του 1593 ευδόκησε ο θεός να απλώσει πάνω μας το σπλαχνικό του χέρι και να μας παρηγορήσει ύστερα από τόσες δυστυχίες και λύπες… Από την ημέρα εκείνη και έπειτα μέχρι τις 16 του επομένου Απρίλη, δεύτερη μέρα της Ανάστασης του Κυρίου ημών, πέρασαν σαραντατέσσερις μέρες χωρίς να παρουσιαστεί κανένα κρούσμα, προς μεγάλη ευχαρίστηση όλων. Και διατάξαμε να εορταστεί η απελευθέρωση της πολιτείας με πάνδημες λιτανείες και να αναπέμψουμε ταπεινότατες ευχαριστίες στην Αγία Μεγαλειότητα Του, για δώρο τόσο μεγάλο..». 
Πράγματι οι λιτανείες και οι εκδηλώσεις χαράς κράτησαν πολλές ημέρες στο Μεγάλο Κάστρο και στις άλλες πόλεις της Κρήτης, με τον λαό να πανηγυρίζει για την απαλλαγή του νησιού από το μεγάλο αυτό θανατικό (το οποίο δυστυχώς επανεμφανίστηκε και άλλες φορές, συγκεκριμένα κατά τα έτη 1611, 1630, 1646, καθώς και κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Χάνδακα μεταξύ 1655-1661). Παρατηρούμε λοιπόν ότι σε στιγμές μεγάλης δυσκολίας οι άνθρωποι ανέκαθεν στρέφονταν στην επίκληση του θεού για να πάρουν δύναμη και αισιοδοξία. 
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι παρόλο που υπήρχε μεγάλη ανέχεια και φτώχεια, όπως ήταν άλλωστε φυσικό, ο λαός της Κρήτης, από τα πενιχρά οικονομικά του αποθέματα, έδωσε ό,τι μπορούσε στον έρανο που διεξήχθη στο νησί για να κτιστούν οι ναοί του Αγίου Ρόκκου. Ο Άγιος αυτός, που ήταν Γάλλος ευγενής, κατά την παραμονή του στην Ιταλία (1295-1327 μ.Χ.) επέδειξε πολύ μεγάλη φιλανθρωπική δραστηριότητα και αυταπάρνηση προς τους αρρώστους με πανώλη. Αργότερα η Καθολική Εκκλησία τον αγιοποίησε ως τον κατεξοχήν προστάτη της υγείας. Στη μητρόπολη Βενετία γίνονταν επίσης συχνά ικεσίες και προσευχές για την εξάλειψη των επιδημιών στον ναό της Santa Maria della Salute. Ως προστάτης από τους λοιμούς θεωρείτο επίσης για τους Καθολικούς ο Άγιος Σεβαστιανός. Στην ορθόδοξη εκκλησία αποδίδεται η σωτήρια αυτή ιδιότητα κυρίως στον Άγιο Χαράλαμπο. 
ΑΓΙΟΣ ΡΟΚΚΟΣ ΣΠΛΑΝΤΖΙΑ ΧΑΝΙΑ
Στο Ηράκλειο κτίστηκε ο πρώτος ναός του Αγίου Ρόκκου*, ο οποίος ήταν οκταγωνικός, αμέσως μετά το τέλος της επιδημίας, το 1595. Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669, ο ναός μετατράπηκε σε χαμάμ και αργότερα σε εργαστήριο παραγωγής ζυμαρικών! Ο ναός καταστράφηκε κατά τα τραγικά γεγονότα των καταστροφών και των σφαγών των προκρίτων της πόλης στις 25-8-1898. Στη θέση του κτίστηκε στις αρχές του 20ου αι. το νεοκλασικό μέγαρο της Ιονικής Τράπεζας. 
* Ο ναός του Αγίου Ρόκκου στα Χανιά κτίστηκε λίγο αργότερα, το 1630, στην πλατεία της Σπλάτζιας. Σε αντίθεση με τον ναό του Χάνδακα, ο Άγιος Ρόκκος των Χανίων διασώθηκε και διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Εργασίες συντήρησης έχουν πραγματοποιηθεί από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων (Σημείωση: Πρόσφατα μάλιστα ξεκίνησαν οι εργασίες αναστύλωσης και αποκατάστασης του εφαπτόμενου παρεκκλησίου, το οποίο είναι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη και είχε μετατραπεί σε κατοικία). 

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΕΠΙΚΑΙΡΑ:

Η καραντίνα άλλοτε και τώρα.
Γράφει ο Δρ. Εμμ. Μαρινάκης
Ιστορικός – Αρχαιολόγος
1ο μέρος: 
Εισαγωγή:
Οι νέες συνθήκες που εδώ και ένα έτος διαμορφώνονται διεθνώς με την εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού, εκτός από τις πρωτόγνωρες αλλαγές που επέβαλαν στην κοινωνική και οικονομική ζωή, καθιέρωσαν επίσης νέες λέξεις και όρους, όπως είναι η «καραντίνα». 
Η ιστορική μνήμη έχει καταγράψει αρκετές και μεγάλες επιδημίες από την αρχαιότητα μέχρι και τον 20ο αι., οι οποίες αποδεκάτισαν πληθυσμούς και οδήγησαν ολόκληρες αυτοκρατορίες στην σταδιακή παρακμή. Ως οι μεγαλύτερες και καταστροφικότερες θεωρούνται οι εξής:
Α) Ο λοιμός της αρχαίας Αθήνας την περίοδο του Περικλή, που διήρκεσε 3 χρόνια (430-427 π.Χ.) και την οποία τόσο χαρακτηριστικά μας περιγράφει ο Θουκυδίδης στο έργο του «Ιστορίαι», βιβλίο Β’. 
Β) Η πανώλη της αρχαίας Ρώμης, που ξέσπασε κατά την περίοδο των Αντωνίνων, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος (160-162 μ.Χ.)
Γ) Η πανώλη της περιόδου του Ιουστινιανού, που κράτησε 2 χρόνια (541-542 μ.Χ.) και εξόντωσε τον μισό πληθυσμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπως αναφέρει ο Ιστορικός Προκόπιος στο έργο του «Ιστορία των πολέμων». 
Δ) Η πανώλη του Μεσαίωνα, που από το 1346 έως το 1353 εξαπλώθηκε ραγδαία σε ολόκληρη την Ευρώπη και σε μεγάλο μέρος της Ασίας. Έντονη ήταν και στην επικράτεια της Βενετοκρατούμενης Ανατολής (Πελοπόννησο, Κρήτη, Κύπρο κτλ.). Αρκετά συχνά η ασθένεια αυτή επανεμφανιζόταν (ως βουβωνική – σηψαιμική ή πνευμονική). 
Ε) Φτάνοντας στα νεότερα χρόνια, η πιο θανατηφόρα πανδημία υπήρξε αναμφισβήτητα η «Ισπανική» γρίπη, που ξέσπασε στις αρχές του 20ου αι. (1918-1919) και αποδεκάτισε εκτός από τους πολίτες και τα στρατεύματα στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. 
Σε γενικές γραμμές τείνει να επικρατήσει η άποψη ότι μια πανδημία εμφανίζεται περίπου κάθε 100 χρόνια.
Η προέλευση της «καραντίνας»:
Η λέξη προέρχεται από την Ιταλική, με Βενετσιάνικες ρίζες, “quarantena” (δηλαδή 40ήμερο), και συμβόλιζε την περίοδο 40 ημερών περιορισμού για τα πλοία, τους επιβάτες και τους εμπόρους που έφταναν στην πόλη των Δόγηδων, όταν βέβαια συνέτρεχαν σοβαροί λόγοι, κυρίως προληπτικού, υγειονομικού χαρακτήρα. 
Σήμερα, ακούμε και βιώνουμε καθημερινά τις συνέπειες τις λέξης αυτής, θεωρώντας ότι είναι κάτι καινούργιο, ενώ είχε εφαρμοστεί ήδη από πολύ παλιά. Αν αναλογιστούμε ότι η πρακτική της «καραντίνας» μαρτυρείται για πρώτη φορά στην Ευρώπη κατά τα έτη 1346-1353. Ήταν η περίοδος που η πανώλη θέριζε τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς και έγινε γνωστή ως περίοδος του «μαύρου θανάτου». Θεωρείται ότι μεταφέρθηκε αρχικά από Γενοβέζικα πλοία που ήρθαν από τη Μαύρη Θάλασσα και προσέγγισαν τη Μεσσήνη της Σικελίας. Εξελίχθηκε σε μια φοβερή πανδημία, που μετεδίδετο μέσω βακτηρίου (yersinia pestis), κυρίως από τους ψύλλους των μεγάλων τρωκτικών, με αποτέλεσμα να αφήσει πίσω της χιλιάδες ή και εκατομμύρια θύματα. Οι ιστορικοί υπολογίζουν ότι απεβίωσε το 50-60 % του πληθυσμού της Ευρώπης και συνολικά το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού, επομένως επρόκειτο σαφώς για την μεγαλύτερη πανδημία ανά τους αιώνες. Στις μέρες μας, τηρουμένων των αναλογιών, μπορούμε να φανταστούμε τις συνέπειες της κατάρρευσης των κοινωνιών αυτών, από την απώλεια τόσο μεγάλου ποσοστού του ενεργού πληθυσμού κάθε τόπου. 
Μία από τις αποτελεσματικότερες μεθόδους υγειονομικής προστασίας ήταν η επιβολή απομόνωσης των ανθρώπων και ο περιορισμός της επικοινωνίας μεταξύ τους. Επιπροσθέτως, απαγορευόταν η είσοδος στις πόλεις ταξιδιωτών από άλλες περιοχές, καθώς και των πλοίων στους λιμένες. Τα μέτρα αυτά αποσκοπούσαν στην αποφυγή περαιτέρω εξάπλωσης της πανδημίας.
 Υπήρξαν και αρκετές μεταγενέστερες φάσεις εκδήλωσης της πανώλης, λιγότερο γενικευμένες, όπως συνέβη στον Βενετοκρατούμενο Χάνδακα το 1592, στο Λονδίνο το 1665, στη Μασσαλία το 1720, στην Ελλάδα επί Καποδίστρια το 1828 κ.ά. Η χολέρα εμφανίστηκε λίγο αργότερα στον Πειραιά, το 1854 μέσω γαλλικών στρατευμάτων του Κριμαϊκού πολέμου. 
Η πρακτική της καραντίνας, ως πρώτη επίσημη μαρτυρία, αναφέρεται στην επιστολή (με ημερομηνία 1348), που οι καθηγητές της Ιατρικής Σχολής των Παρισίων απέστειλαν στον βασιλιά της Γαλλίας, Φίλιππο ΣΤ’ του οίκου των Βαλουά, για να τον ενημερώσουν σχετικά με την προέλευση της πανώλης και για τις μεθόδους που πρότειναν να χρησιμοποιηθούν για την θεραπεία του πληθυσμού. Οι καθηγητές ενημέρωσαν τον Γάλλο Βασιλιά ότι παρατηρούσαν φαινόμενα κλιματικής αλλαγής ήδη από το 1345. Κάποιοι άλλοι προληπτικοί ισχυρίζονταν ότι για τη μάστιγα αυτή έφταιγε μια τριπλή σύνοδος πλανητών.
Η καραντίνα σε συνδυασμό με τα μόνιμα νοσοκομεία πανώλης (τα λεγόμενα λοιμοκαθαρτήρια) ήταν τα πλέον αποτελεσματικά μέσα για την αντιμετώπιση της μεταδοτικής αυτής ασθένειας. Οι γιατροί που επισκέπτονταν ασθενείς φορούσαν ολόσωμη κάλυψη (κερωμένη), μάσκα σε μορφή ράμφους πτηνού και κρατούσαν ραβδί. 
Γκραβούρα που αναφέρεται στην περίοδο του «Μαύρου θανάτου» στην Ευρώπη, 1348. 
Οι καραντίνες επιβάλλονταν αρχικά στις μεγάλες πόλεις-κράτη, όπως στη Φλωρεντία, το Μιλάνο, τη Βενετία, την Πάντοβα, τη Ραγούσα (σημερινό Ντουμπρόβνικ) κ.ά. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η απόλυτη και διαρκής συνεργασία μεταξύ των πόλεων που τις εφάρμοζαν. Οι διοικήσεις των πόλεων επέβαλαν αυστηρά μέτρα στους πολίτες τους όπως: 
Αποφυγή συνωστισμού στους δρόμους, απαγόρευση επισκέψεων στα σπίτια, καθημερινό καθάρισμα και αερισμό των δωματίων, απολύμανση με ξύδι και σκόρδο, συχνό πλύσιμο των ρούχων. Όσο για τους άνδρες, έπρεπε να κόψουν τις γενειάδες, να ξυρίζονται και να πλένονται καθημερινά. Αυτές οι υποδείξεις δεν ήταν βέβαια οι μόνες συνέπειες στους ανθρώπους. 
Χαρακτηριστικά είναι τα μέτρα που εφάρμοσε στην Πελοπόννησο το 1687 ο τότε Βενετός διοικητής της, Φραγκίσκος Μοροζίνι (Francesco Morosini). Εκτός απ’ όλα τα παραπάνω διέταξε τους πολίτες που θα περπατούσαν στους δρόμους να κρατούν μπαστούνια για να κρατούν μ’ αυτά τις αποστάσεις ανάμεσά τους. Επίσης, να κρατούν σφουγγάρια μουσκεμένα με ξύδι για να εξουδετερώνουν τα μικρόβια. Όσο για τα σπίτια των νεκρών από την πανδημία, αυτά καίγονταν, και οι νεκροί ενταφιάζονταν έξω από την πόλη, ενώ στους λάκκους έριχναν ασβέστη. Οι νεκροθάφτες φορούσαν κουδούνια στα πόδια για να κάνουν θόρυβο και να μην τους πλησιάζουν. 
Σημείωση: Ο Μοροζίνι είχε θητεύσει και στην Κρήτη, ως ο τελευταίος Βενετός Δούκας, ο οποίος υπερασπίστηκε και τελικά παρέδωσε τον Χάνδακα στους Τούρκους το 1669. Θείος του ήταν ο ομώνυμος Γενικός Προβλεπτής, που εμπνεύστηκε και υλοποίησε την γνωστή «Κρήνη Μοροζίνι» το 1628. Μετέπειτα ανακατέλαβε την Πελοπόννησο από τους Τούρκους (1686-1687) και στη συνέχεια ανακηρύχθηκε Δόγης της Βενετίας (1688-1694). Μελανό σημείο των στρατιωτικών του επιχειρήσεων του αποτελεί ο βομβαρδισμός του Παρθενώνα (1687).
Ο Francesco Morosini (1619-1694) σε έγχρωμη απεικόνιση του Coronelli (1695). 
Η ιταλική επιγραφή μας πληροφορεί ότι είχε λάβει το τιμητικό προσωνύμιο «Πελοποννησιακός». Με τη χάρη του Θεού έγινε ο 108ος Δόγης της Βενετίας (και των λοιπών κτήσεων της)
Οι πληροφορίες που αφορούν στον Ελλαδικό χώρο και ειδικά στην Πελοπόννησο της περιόδου εκείνης, αναφέρονται στο ιδιωτικό αρχείο του Gasparo Bragadin, εκτάκτου διοικητή της Ρωμανίας, της περιοχής Ναυπλίου, κατά τα έτη 1686-1688. Το αρχείο φυλάσσεται στο Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας και το μελέτησε η ιστορικός Δρ. Χρύσα Μαλτέζου, πρώην διευθύντριά του. 

Μια άλλη βασική παράμετρος ήταν η διαμόρφωση της ψυχολογίας των ανθρώπων. Το αίσθημα ενοχής ότι η επιδημία ήταν ένα είδος τιμωρίας για τις αμαρτίες που είχαν διαπράξει. Καλλιεργήθηκε ο φόβος ότι ο θεός έστειλε την αρρώστια εναντίον τους και άρα έπρεπε να εξιλεωθούν και να αυτοτιμωρηθούν. Άλλωστε ο Ιωάννης Βοκκάκιος (Giovanni Boccaccio) στο έργο του «Δεκαήμερο» μας δίνει εύγλωττη εικόνα των γεγονότων. 
 Ο Ιταλός συγγραφέας Βοκκάκιος. 
Διαχρονικά λοιπόν η καραντίνα απεδείχθη ως η πιο αποτελεσματική και σωτήρια λύση για την αντιμετώπιση των επιδημιών που έπληξαν τους λαούς στην ιστορική τους πορεία. Παράλληλα, ήταν αναγκαία η τήρηση των υγειονομικών κανόνων που συνιστούσαν οι ειδικοί (καθαρή κατοικία και πόλη, εξάλειψη πηγών μετάδοσης, φροντίδα ατομικής-σωματικής υγείας). 
Νικολά Πουσέν, Ο λοιμός της Ashdod, πίνακας του 1630. 
Στην εξάλειψη των επιδημικών νόσων συνέβαλλε καθοριστικά η πρόοδος της ιατρικής επιστήμης που επετεύχθη με τη διαρκή, ακατάβλητη και ανιδιοτελή προσφορά των ιατρών, ο οποίοι ανέκαθεν αγωνίζονταν μεθοδικά για να περιορίσουν και να θεραπεύσουν την κάθε ασθένεια (με την ανάπτυξη ειδικών φαρμάκων και εμβολίων), ώστε να χαρίσουν στους ανθρώπους την υγεία ως το υπέρτατο αγαθό.

Σχετικές μελέτες:
Winston Black, «Οι σκοτεινές τέχνες των γιατρών της πανούκλας», Περιοδικό: “All about History”, τεύχος 18. 
Γ. Επτακοίλη, «Να μην κυκλοφορούν άσκοπα», Εφημερίδα «Καθημερινή»: 18-19 Απριλίου 2020. 
Μιχ. Στούκας, «Πανώλη: Η φοβερή επιδημία…», Εφημερίδα «Πρώτο Θέμα»: 26-1-2020: Σύμφωνα με:
Κώστας Π. Κωστής, «ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΠΑΝΩΛΗΣ», ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ, 2013 , DAVID NICHOLAS, «Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ», ΜΙΕΤ 2016.
Η Μηχανή του χρόνου. Ο λοιμός. Οι μεγαλύτερες πανδημίες που άλλαξαν την παγκόσμια ιστορία. Πως ξεκίνησαν και με ποιο τρόπο αντιμετωπίστηκαν.
Κ. Τσικνάκης,  «Αναμνήσεις μιας μέρας του γιατρού Onorio Belli», στο Έργα και ημέρες στην Κρήτη, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ, 2000. 

Στο 2ο μέρος ακολουθεί:
«Η καραντίνα άλλοτε και τώρα. Η περίπτωση της Κρήτης».

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ….ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΕΠΙΚΑΙΡΑ

Ο Θέσπις και οι μουσικές παραστάσεις πάνω σε άρμα.
Του Δρ. Εμμανουήλ Μαρινάκη. 
Ιστορικού – Αρχαιολόγου. 
Η παραδοσιακή μουσική εκδήλωση που οι Κισαμίτες απολαύσαμε στους δρόμους της κωμόπολής μας, έστω και μέσω διαδικτύου, το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων με πρωτοβουλία του Δήμου Κισάμου, ήταν κάτι καινοτόμο και πρωτότυπο, λαμβάνοντας υπόψη και τις ιδιάζουσες συνθήκες που επικρατούν τους τελευταίους μήνες. 
Ιστορική αναδρομή. Οι Διονυσιακές γιορτές στην αρχαία Αθήνα:
Η ιδέα των περιφερόμενων μουσικών πάνω σε άρμα έχει τις ρίζες της σε αντίστοιχες μορφές ψυχαγωγίας που διεξάγονταν στην αρχαία Ελλάδα. Τα Μεγάλα Διονύσια θεσμοθετήθηκαν στην Αθήνα κατά την περίοδο του τυράννου Πεισίστρατου (μέσα 6ου αι. π.Χ.), ο οποίος προωθούσε τις Διονυσιακές γιορτές, επιβραβεύοντας τους συμμετέχοντες. Στη διοργάνωση των γιορτών αυτών εντάχθηκαν και τα θεατρικά δρώμενα, προερχόμενα από τον διθύραμβο (το θρησκευτικό άσμα προς τιμήν του Διονύσου). 
Η γέννηση των θεατρικών παραστάσεων και ο ρόλος του Θέσπιδος:
Στους πρώτους δραματικούς αγώνες στα Μεγάλα Διονύσια, κατά την 61 Ολυμπιάδα (μεταξύ 536 -533 π.Χ.), δόθηκε το πρώτο βραβείο σε ένα πρωτότυπο θεατρικό δρώμενο. Νικητής ήταν ο ποιητής Θέσπις, ο οποίος καταγόταν από τον αρχαίο Δήμο της Ικαρίας (τον σημερινό Διόνυσο Αττικής). 
Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές (Πάριο Χρονικό, Λεξικό Σούδα) ο Θέσπις ήταν ο πρώτος που δίδαξε την δραματική τέχνη και θεωρείται επομένως δικαίως ο πατέρας του θεάτρου. Εισήγαγε τον υποκριτή - ηθοποιό, ο οποίος απηύθυνε τον λόγο προς τον χορό, δημιουργώντας διάλογο. Επινόησε επίσης το «ψιμύθιον» (μακιγιάρισμα) και αργότερα την χρήση προσωπείων. 
Η προσθήκη στις Διονυσιακές γιορτές των θεατρικών και λυρικών στοιχείων οδήγησε σταδιακά στη διαμόρφωση νέων λογοτεχνικών κατηγοριών, της τραγωδίας, της κωμωδίας και του σατυρικού δράματος. Οι νικητές των θεατρικών αγώνων στεφανώνονταν με κλαδιά κισσού, του ιερού φυτού του θεού Διονύσου. Αν και αρχικά τα θεατρικά αυτά δρώμενα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με τη Διονυσιακή λατρεία, εξελίχθηκαν σε βάθος χρόνου και αυτονομήθηκαν θεματικά αναλύοντας βαθύτερα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Ειδικά η τραγωδία, χωρίς να χάσει εντελώς τις διονυσιακές της καταβολές, βασίστηκε στη γνώση της επικής και λυρικής ποίησης, καθώς και στην παράλληλη ανάπτυξη του ρητορικού και φιλοσοφικού λόγου.  Η μεγάλη ανάπτυξη των λογοτεχνικών αυτών ειδών σχετίζεται ασφαλώς με την παγίωση των δημοκρατικών θεσμών, που επέτρεψαν μεγαλύτερη ελευθερία λόγου. 
Οι θεατρικές παραστάσεις λάμβαναν χώρα στο θέατρο του Διονύσου Ελευθερέως, στη νότια κλιτύ (πλαγιά) του βράχου της Ακρόπολης και είχαν μεγάλη απήχηση στον αθηναϊκό λαό. Οι ιερείς κατείχαν πολύ τιμητική θέση ανάμεσα στους επισήμους θεατές. Η αρχιτεκτονική του Διονυσιακού θεάτρου πιστεύεται ότι αποτέλεσε πρότυπο για τα υπόλοιπα αρχαιοελληνικά θέατρα. 
Το περίφημο «άρμα του Θέσπιδος» και τα «εξ αμάξης» άσματα. 
Ο Ρωμαίος λυρικός ποιητής Οράτιος (65 - 8 π.Χ.) μας πληροφορεί ότι ο Θέσπις παρουσίαζε τα θεατρικά έργα του πάνω σε άρμα το οποίο περιφερόταν στους Δήμους της Αττικής κατά τον 6ο αι. π.Χ. Την πληροφορία αυτή την άντλησε από τον Νεοπτόλεμο τον Παριανό , συγγραφέα του 3ου αι. π.Χ. Ο Θέσπις λοιπόν φαίνεται ότι είχε την πρωτότυπη ιδέα να περιοδεύσει τις γειτονιές της αρχαίας Αθήνας πάνω σε ένα άρμα, μαζί με τους ηθοποιούς και τους μουσικούς του θιάσου του, ώστε να προσφέρει «θέαμα και τέρψη» στους ανθρώπους που δεν μπορούσαν, πιθανόν για λόγους κοινωνικούς ή οικονομικούς, να παρακολουθήσουν κανονικά τις εκδηλώσεις των «Μεγάλων Διονυσίων», για να ψυχαγωγηθούν. Απεικονίσεις ακολούθων του Διονύσου (ή ηθοποιών) πάνω σε άρμα είναι γνωστές στην αττική αγγειογραφία (εικ.1).
Λεπτομέρεια μελανόμορφης παράστασης αγγείου με θέμα που έχει ερμηνευτεί ως το «Άρμα του Θέσπιδος». Σύμφωνα με μια άλλη ερμηνεία πρόκειται για το άρμα του θεού Διονύσου (σε μορφή πλοίου) που εισέρχεται στην Αττική. 
Κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι ο Νεοπτόλεμος, ως μεταγενέστερος συγγραφέας, συγχέει τη θεατρική διδασκαλία με τα «εξ αμάξης» σκωπτικά άσματα, γνωστά ως σκώμματα (σατιρικά πειράγματα), των Διονυσιακών εορτών, κυρίως των μικρών Διονυσίων (κατ’ αγρούς). Τα λεκτικά στοιχεία τους επηρέασαν τους κωμωδιογράφους . 
Ορισμένοι άλλοι μελετητές θεωρούν ότι τα «εξ αμάξης» άσματα προέρχονταν από τις εκδηλώσεις των Ελευσίνιων μυστηρίων που τελούνταν μία φορά το χρόνο προς τιμήν της θεάς Δήμητρας. Στα ιερά αυτά μυστήρια δεν επιτρεπόταν να συμμετέχουν άνθρωποι κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, παρά μόνο οι αυτόχθονες Αθηναίοι, οι οποίοι κατάγονταν από αριστοκρατικές οικογένειες και ήταν μυημένοι. Η πομπή των προσκυνητών ξεκινούσε από το «Ελευσίνιον» της Αθήνας και μέσω της Ιεράς Οδού, περνούσε τον Κηφισό ποταμό και κατέληγε στο ιερό τελεστήριο της Ελευσίνας. Οι αποκλεισμένοι των μυστηρίων, που θεωρούνταν άτομα «υποδεέστερης κοινωνικής στάθμης» παρατάσσονταν στην γέφυρα του Κηφισού και περίμεναν τους αριστοκράτες να γυρίσουν. Για να τους εκδικηθούν εκτόξευαν εναντίον τους κατηγορίες και ύβρεις, τους λεγόμενους «γεφυρισμούς». Με τη σειρά τους οι άρχοντες, που επέβαιναν σε άμαξες, ανταπαντούσαν με πειράγματα και βωμολοχίες, τα γνωστά «εξ αμάξης». Η κάθε πλευρά προσπαθούσε να ταπεινώσει την άλλη. 
Η γλωσσική αυτή διαμάχη ανάμεσα στους «βελτίωνες» προνομιούχους και στους «χείρωνες» αποκλεισμένους αποδείχτηκε μακροχρόνια. Την εκμεταλλεύτηκε μάλιστα στα έργα του ο Αριστοφάνης στο έπακρον! Άλλωστε, η γλώσσα και οι λέξεις που την απαρτίζουν, αποτελούν καθρέπτη της παιδείας και του πολιτισμού των ανθρώπων που την χρησιμοποιούν. Ο φιλόσοφος Αντισθένης και αργότερα ο Επίκτητος υποστήριξαν πως: «..αρχή παιδεύσεως η των ονομάτων επίσκεψις…». Δηλαδή για την μάθηση βασική προϋπόθεση αποτελεί η γνώση της σημασίας των λέξεων. 
Μεσαιωνικοί και νεότεροι χρόνοι: 
Η διήγηση σχετικά με το αρχαιοελληνικό «άρμα του Θέσπιδος» μεταφέρθηκε αιώνες αργότερα στην ιταλική Αναγεννησιακή παράδοση ως “Carrο di Tespi”. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι, ανάμεσα στα ανάγλυφα που κοσμούν το κωδωνοστάσιο του Τζιότο στην Φλωρεντία και συμβολίζουν μεταξύ άλλων τις διάφορες ασχολίες και τέχνες του ανθρώπου, η θεατρική τέχνη αντιπροσωπεύεται από την παράσταση ηθοποιού εντός άρματος (εικ. 2). 
Το λεγόμενο “Carro di Tespi” ή «Άρμα Θέσπιδος». Ανάγλυφη πλάκα από κωδωνοστάσιο της Φλωρεντίας. 
Τα περίτεχνα ανάγλυφα φιλοτέχνησε ο Ιταλός γλύπτης Andrea Pisano, μεταξύ των ετών 1334-1336. Φανερώνουν την επίδραση που άσκησε η κλασική αρχαιότητα στην Αναγεννησιακή κουλτούρα. Δεν είναι απίθανο να υπήρχαν και κατά την περίοδο της Αναγέννησης μουσικοί ή θεατρικοί θίασοι που περιόδευαν. 
Η κληρονομιά που άφησε ο Θέσπις στην θεατρική δραστηριότητα ανά τους αιώνες φαίνεται και από το γεγονός ότι στην λόγια Αγγλική γλώσσα ο όρος “Thespian” υποδηλώνει τον ηθοποιό. 
Στην νεότερη Ελλάδα η ονομασία «άρμα του Θέσπιδος» υιοθετήθηκε από μια ομάδα ηθοποιών, οι οποίοι επηρεασμένοι από Ιταλικά πρότυπα, έχοντας ως  δάσκαλο τον αείμνηστο Κωστή Μπαστιά, περιόδευαν με ειδικά εξοπλισμένο άρμα σε διάφορες  πόλεις της Ελλάδας. Ο θίασος αυτός ξεκίνησε τις επιτυχημένες περιοδείες του το 1939, αλλά διέκοψε σύντομα τη δράση του εξαιτίας της Γερμανικής κατοχής. Η προσπάθεια να λειτουργήσει ξανά μετά την απελευθέρωση δεν στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία, με κάποιες μικρές εξαιρέσεις κατά τη δεκαετία του 1970. Από το 2015 το όνομα «άρμα Θέσπιδος» φέρει ένα θεατρικό σχήμα της Πάτρας. 
Παρατηρούμε λοιπόν ότι αρκετά συμβάντα του αρχαίου κόσμου έχουν αντίκτυπο στους κατοπινούς αιώνες, ενίοτε μέχρι και στις μέρες μας, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο. Οι ομοιότητες που εντοπίζονται είναι συχνά συνειρμικές και όχι πάντα άμεσες. Αυτή η αλληλουχία γεγονότων και εξελίξεων κρατάει ζωντανή την πολιτιστική μνήμη και βοηθάει να αναλογιστούμε την συμβολή του ένδοξου κλασικού παρελθόντος στις μετέπειτα εποχές. Συνεπώς, θα λέγαμε ότι οι περιοδεύοντες καλλιτέχνες μετέφεραν ανέκαθεν στον θεατή μία αίσθηση «παραμυθίας», δηλαδή παρηγοριάς, ώστε να μην νοιώθει απομονωμένος, αλλά ενεργό μέλος του συνόλου.

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2021

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ …ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΕΠΙΚΑΙΡΑ: ΤΑ ΤΑΧΥΦΑΓΕΙΑ (FAST FOOD) ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΛΑΒΗ ΓΕΥΜΑΤΩΝ (TAKE AWAY) ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Με αφορμή μία πρόσφατη ανακάλυψη στις ανασκαφές της Πομπηίας.
Του Εμμανουήλ Μαρινάκη
Δρ. Κλασικής Αρχαιολογίας. 
Οι νέες συνήθειες και οι νέες λέξεις που τείνουν να επικρατήσουν στην καθημερινότητά μας, λόγω των περιορισμών (καραντίνας) που έχουν επιβληθεί, δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι απολύτως νέες, καθώς κάποιες αντιστοιχίες εντοπίζονται ήδη από την αρχαιότητα!
Τα ταχυφαγεία (fast food) και οι παραλαβές γευμάτων ή ποτών (take away), όσο κι αν μοιάζει απίθανο, υπήρχαν ήδη από τη ρωμαϊκή περίοδο (1ος αι. μ.Χ.). Οι πολίτες μπορούσαν να προμηθευτούν πρόχειρα γεύματα ή ροφήματα, τα οποία σερβίρονταν επί τόπου σε καταστήματα παραπλεύρως κεντρικών οδών. Πρόκειται για τα λεγόμενα θερμοπωλεία! Η ελληνική αυτή λέξη καταγράφεται και στα λατινικά ως Thermopolio σε κωμωδίες του Πλαύτου και άλλων συγγραφέων. 
Τα θερμοπωλεία (ενίοτε αναφέρονται και ως θερμοπώλια) απευθύνονταν συνήθως σε ανθρώπους χαμηλού εισοδήματος, οι οποίοι δεν είχαν τη δυνατότητα ή τον χρόνο να μαγειρεύουν συχνά στο σπίτι τους ούτε να αγοράζουν τα απαραίτητα για ένα πλήρες γεύμα. Έχει υποστηριχτεί ότι εξυπηρετούσαν επίσης ξένους ή πλανόδιους εμπόρους. 
Η πρόσφατη αρχαιολογική ανακάλυψη ενός τέτοιου καταστήματος εστίασης, «γρήγορου φαγητού», στις ανασκαφές της Πομπηίας, αποτελεί πράγματι μία πολύ σημαντική πηγή πληροφοριών για τον τρόπο ζωής στην σπουδαία αυτή πόλη της Κ. Ιταλίας 1 . Καθ’ όλη την μακρά πορεία των ανασκαφικών ερευνών έχουν έρθει στο φως πολύ εντυπωσιακά ευρήματα, σκεπασμένα από τη λάβα του Βεζούβιου (όπως εκτεταμένα οικιστικά συγκροτήματα, έργα τέχνης και χρηστικά αντικείμενα, ανθρώπινοι σκελετοί). Αντίστοιχες καταστροφές μεγάλης κλίμακας συνέβησαν ήδη από την εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο (2η χιλιετία π.Χ.), όπως της Κνωσού και της Θήρας, οι οποίες μας έδωσαν σημαντικότατα ευρήματα για την πολιτιστική ακμή των κοινωνιών αυτών.
Η Πομπηία και η ευρύτερη περιοχή της Καμπανίας ήταν μια ακμάζουσα οικιστικά και πολιτιστικά ζώνη της κραταιάς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (με ακμή κατά τον 1ος αι. μ.Χ.). Και παρόλο που αναπτυσσόταν αγκαλιά με τον Βεζούβιο, ο φόβος του ηφαιστείου δεν εμπόδισε την εξέλιξή της (εικ.4 – εικ. 5). Σε βαθμό μάλιστα που να θεωρείται η πλέον πυκνοκατοικημένη περιοχή της Νότιας Ιταλίας. Έως την 24η Αυγούστου του 79 μ.Χ., που ο Βεζούβιος ξύπνησε και με μία ξαφνική και τρομακτική έκρηξη έθαψε την πόλη. Λίγα λεπτά μόνο ήταν αρκετά για την ολοκληρωτική καταστροφή, όλων των κοντινών στους πρόποδες του οικισμών και πόλεων (Πομπηία, Ηράκλειον, Οπλοντίδα, Σταβίες κ.ά.), καθώς και τον θάνατο τουλάχιστον δύο χιλιάδων ανθρώπων. Ανάμεσα στα θύματα συγκαταλέγεται και ο Ρωμαίος συγγραφέας Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, του οποίου ο ανιψιός, Πλίνιος ο Νεώτερος, περιέγραψε τα δραματικά γεγονότα. 
Για 16 ολόκληρους αιώνες η πόλη ξεχνιέται! Ώσπου το 1592 οι εργάτες του Ιταλού αρχιτέκτονα Domenico Fontana, εκτελώντας κάποια έργα ύδρευσης στην περιοχή του ποταμού Σάρνου (Sarno), βρήκαν θαμμένους στην κίσσηρη (στρώμα τέφρας και ελαφρόπετρας), τοίχους με τοιχογραφίες και μια επιγραφή που έγραφε “decurio Pompei”, δηλαδή «Σύμβουλος της Πομπηίας». Το νήμα για την ανακάλυψη της αρχαίας πόλης άρχισε να ξετυλίγεται αργά. Χρειάστηκαν πάνω από 100 χρόνια ακόμα, έως το 1711, όταν ο Γάλλος Δούκας, Emmanuel Maurice, διέταξε τους εργάτες του να σκάψουν ένα πηγάδι στην εξοχική του κατοικία, και απροσδόκητα ανακάλυψε το θέατρο του Ηρακλείου (Ercolano) με το άγαλμα του Ηρακλή. 
Περίπου 20 χρόνια αργότερα, το 1737, ο βασιλιάς Κάρολος Ζ’ της Νάπολης, όταν έκτιζε το θερινό του ανάκτορο στην περιοχή αυτή, ανακάλυψε πολλά αγάλματα και άλλα ευρήματα της αρχαίας πόλης. Ο Κάρολος βέβαια ουδεμία σχέση είχε με την αρχαιολογία, όμως η μεγάλη αγάπη που είχε για την τέχνη ενίσχυσε το ενδιαφέρον του, ώστε να χρηματοδοτήσει περεταίρω έρευνες που άρχισαν επίσημα το 1748. Αντιλαμβανόμενος μάλιστα την σπουδαιότητα της περιοχής αποφάσισε να φέρει ειδικούς επιστήμονες για να συνδράμουν το εγχείρημα. Όλα τα αρχαιολογικά αυτά ευρήματα μερίμνησε να συντηρηθούν και να εκτεθούν στο «Museo Portici”, που ο ίδιος δημιούργησε. Επέβαλε δε και αυστηρό νόμο για τους επίδοξους αρχαιοκάπηλους, καθώς επίσης συγκεκριμένους κανόνες για τους αρχαιολόγους που έρχονταν στην περιοχή από άλλες χώρες 2. Κατά τον 19ο αι. το ανασκαφικό έργο στην Πομπηία έγινε ακόμα πιο εντατικό. Ο πραγματικά εμπνευσμένος και ξεχωριστός αρχαιολόγος, Giuseppe Fiorelli, ανέλαβε το 1863 τον συντονισμό των ανασκαφών, εφαρμόζοντας επιστημονικές μεθόδους 3.
Η Πομπηία έρχεται ξανά στο φως και σταδιακά μας αποκαλύπτει τα μυστικά ενός ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, που έθεσε τις βάσεις για τον πολιτισμό του σύγχρονου κόσμου. Τα σπουδαία ευρήματα των ανασκαφών της μας αποδεικνύουν την ευεργετική αλληλεπίδραση μεταξύ Ελλήνων και Ρωμαίων σε τομείς όπως η κοινωνική ζωή, το εμπόριο, η φιλοσοφία, οι λατρείες και η τέχνη 4. Κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί τότε πόσο «ευεργετική» θα ήταν αιώνες μετά η στάχτη του Βεζούβιου, αφού διατήρησε τον οικιστικό ιστό και ουσιαστικά σταμάτησε τον χρόνο. Προσέφερε έτσι στους αρχαιολόγους τα τεκμήρια εκείνα που οδηγούν στην ερμηνεία της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής της ξακουστής αυτής αρχαίας πόλης. 
Ας θυμηθούμε εδώ τα λόγια του Γκαίτε: 
«Καμία καταστροφή που κτύπησε ποτέ την ανθρωπότητα, δεν χάρισε στις επερχόμενες γενιές τόση χαρά όση η καταστροφήτης Πομπηίας….». 
Και πράγματι είναι συγκινητικό πόσα συγκλονιστικά στοιχεία για το παρελθόν μας έδωσε αυτή η τραγική αυτή καταστροφή 5
Οι ανασκαφές στον τομέα 5 (Regio V) της Πομπηίας ξεκίνησαν συστηματικά την δεκαετία του 1960 και εντάχθηκαν στο πρόγραμμα “Great Pompeii Project”, επειδή ειδικά σ’ αυτόν τον τομέα τα ευρήματα παρουσίαζαν αυξημένο ενδιαφέρον. 
Η πρόσφατη αρχαιολογική έρευνα του τομέα 5 (στο vicolo delle nozze d’ argento και στο vicolo dei balconi), αποκάλυψε αυτό το πολύ καλά διατηρημένο και περίτεχνα διακοσμημένο «θερμοπωλείο», μας δίνει πρόσθετες πληροφορίες για πτυχές της κοινωνικής και καλλιτεχνικής ζωής στην πόλη. Η συγκεκριμένη ανασκαφή ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2019 και έδωσε μια ολοκληρωμένη εικόνα μόλις τον Δεκέμβριο του 2020. 
Κύριο στοιχείο του καταστήματος ήταν ο κτιστός γωνιακός πάγκος με τις κεραμικές θήκες των φαγητών ή των ποτών, τα λεγόμενα dolia (εικ. 1). Τα επιχρισμένα τοιχώματα του πάγκου ήταν τοιχογραφημένα με απεικονίσεις είτε διάφορων οικόσιτων ζώων ( π.χ. κόκορας, πτηνά, σκύλος κ.ά.) είτε δραστηριοτήτων.
 Ξεχωρίζει για την ομορφιά της η μυθολογική παράσταση της Νηρηίδας πάνω σε θαλάσσιο ίππο. Κρατάει λύρα και στο φόντο εικονίζονται δελφίνια (εικ. 2). Εμπρός από τον πάγκο βρέθηκαν πεσμένοι οι αμφορείς με το κρασί, οι οινοχόες και διάφορα σκεύη σερβιρίσματος, όπως αρύταινες, δηλαδή κουτάλες (εικ.3). 
Από την Πομπηία είναι γνωστά στους αρχαιολόγους περίπου 150 θερμοπωλεία, αρκετά από τα οποία ήταν διακοσμημένα. Όπως είδαμε τα καταστήματα αυτά εξυπηρετούσαν κυρίως φτωχούς πελάτες ή περαστικούς μικροεμπόρους, σερβίροντας κυρίως αλατισμένα ψάρια, ζεστά όσπρια, ελιές, τυρί, ψωμί και κρασί. Οστά ζώων διάσπαρτα στον χώρο μαρτυρούν και την κατανάλωση κρέατος. 
Οι χημικές αναλύσεις που θα πραγματοποιήσουν οι ειδικοί στα κεραμικά σκεύη του πάγκου θα μας δώσουν πρόσθετες πληροφορίες για υπολείμματα τροφών και για άλλα προϊόντα που πιθανώς πωλούντο εκεί. 
Ο αρχαιολόγος Massimo Osana είναι ο επικεφαλής της ανασκαφικής ομάδας, η οποία δραστηριοποιείται συστηματικά στο τμήμα αυτό της αρχαίας πόλης, που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, λόγω των σπουδαίων ευρημάτων που αποκαλύπτονται στο πεδίο 6.
 Οι εμπορικού χαρακτήρα εγκαταστάσεις του είδους ήταν πολύ διαδεδομένες στην Πομπηία, αλλά δευτερευόντως και σε άλλες πόλεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Ερκολάνο, Όστια κ.ά.). Είναι βέβαιο ότι αντίστοιχα μαγειρεία υπήρχαν και σε άλλες περιοχές της ρωμαϊκής επικράτειας, όπως στον Ελλαδικό χώρο, όπου δημιουργήθηκαν ρωμαϊκές αποικίες (coloniae). Άλλωστε η αρχιτεκτονική παράδοση της ρωμαϊκής περιόδου διαδόθηκε ευρύτατα, όσον αφορά τόσο την πολεοδομία (Ιπποδάμειο σύστημα) όσο και την ιδιωτική κατοίκιση (αίθρια, περίστυλες αυλές με ψηφιδωτά κτλ.). 
Μάλιστα σε δύο αρχαίες Κρητικές πόλεις, την Ελεύθερνα και την Κίσαμο, οι ρωμαϊκές επιρροές ήταν πολύ έντονες. Υπάρχουν μάλιστα ενδείξεις ότι ανάμεσα στα πολυάριθμα καταστήματα της ρωμαϊκής Κισάμου είχε λειτουργήσει και ένα τουλάχιστον θερμοπωλείο. Το ζήτημα αυτό βέβαια δεν ανήκει στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, το οποίο ευελπιστούμε να εξακριβωθεί μέσα από μελλοντικές αρχαιολογικές μελέτες. Η Κίσαμος, όπως η Ελεύθερνα και άλλες Κρητικές πόλεις, καταστράφηκαν από τον μεγάλο σεισμό του 365 μ.Χ. και ακολούθως μετασχηματίστηκε η δομή και η οργάνωσή τους στα παλαιοχριστιανικά χρόνια. 
Κλείνοντας ας αναλογιστούμε πως και άλλες αρχαίες πόλεις μας έχουν εντυπωσιάσει με τα ευρήματά τους και δικαίως χαρακτηρίζονται ως «αναδυόμενες» πόλεις. Υπάρχουν όμως και άλλες λιγότερο γνωστές, που περιμένουν καρτερικά να ενδιαφερθούμε γι’ αυτές και να τις αποκαλύψουμε, ώστε να βγουν από την αφάνεια και να μας «μιλήσουν» για τα μυστικά τους. 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Χάρη στην εύφορη γη που δημιουργείται από την δραστηριότητα του ηφαιστείου, η περιοχή της Καμπανίας ήταν πάντα πλούσια και πυκνοκατοικημένη, αποτελώντας κομμάτι της Μεγάλης Ελλάδας στην αρχαιότητα. Η ελληνογενής Νάπολι (αρχ. Νεάπολις), με πληθυσμό 3,7 εκ. κατοίκους, είναι εδώ και αρκετούς αιώνες η πρωτεύουσα της Καμπανίας. 
2. Στις επόμενες αρχαιολογικές έρευνες, από το 1748 και εξής, ήταν υπεύθυνος, με εντολή του Καρόλου, ο μηχανικός του στρατού Χοακίν ντ’ Αλκουμπιέρ (Joaquín de Alcubierre), ο οποίος ανακάλυψε σε βάθος 20 μέτρων ηφαιστειακής τέφρας την «έπαυλη των Παπύρων». Συνήθως το στρώμα τέφρας στην Πομπηία είχε βάθος περίπου 7 μέτρα. Ενώ λίγα χρόνια αργότερα ο Ελβετός αρχιτέκτονας Karl Jakob Weber εφάρμοσε για πρώτη φορά στην αρχαιολογική έρευνα τις επιστημονικές μεθόδους ανασκαφής: Την αξονομετρική μέθοδο στην σχεδιαστική αποτύπωση των οικιών της Πομπηίας (την βίλα των «Παπύρων» που ολοκληρώθηκε η αποκάλυψή της, την οικία της Ιουλίας Φέλιξ κ.ά.), όσο και στο θέατρο του Ηρακλείου (του σημερινού Ercolano). 
3. Ο Fiorelli διαχώριζε την ανασκαφή σε επιμέρους τομείς - τμήματα για την καλύτερη μελέτη της, επέβλεπε τις συντηρήσεις τοιχογραφιών, τις αναστηλώσεις, τον σχεδιασμό των κτισμάτων, κατέγραφε σε ημερολόγιο τις εργασίες κτλ. Μερίμνησε επίσης για τη δημιουργία αντιγράφων των τοιχογραφιών. Το 1863 ο Fiorelli αναγορεύτηκε διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης, στο οποίο ίδρυσε σχολή Αρχαιολογικών Μεθόδων! Εκ παραλλήλου έγινε διευθυντής στο νεοσύστατο Μουσείο της πόλης (Museo Nazionale di Napoli), όπου εκτέθηκαν τα ευρήματα των ανασκαφών του. 
4. Όσον αφορά την τέχνη είναι χαρακτηριστική η ομοιότητα μεταξύ της απεικόνισης του Μεγάλου Αλεξάνδρου έφιππου, απέναντι από τον Δαρείο πάνω στο άρμα του, στο ψηφιδωτό που αναπαριστά την μάχη της Ισσού και βρέθηκε στην «οικία του Φαύνου», και των ευρημάτων του Μανόλη Ανδρόνικου από τη Βεργίνα. Μάλιστα ο θώρακας που βρέθηκε στην μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας είναι ακριβώς ίδιου τύπου με αυτόν που εικονίζεται να φοράει ο Αλέξανδρος στο ψηφιδωτό της Πομπηίας. 
5. Η άλλοτε κραταιά πόλη συνέχισε να δέχεται πλήγματα ακόμα και στους τελευταίους αιώνες, είτε από τις καιρικές συνθήκες είτε από αρχαιοκάπηλους. Αλλά δεν έλειψαν και οι πολεμικές ενέργειες, καθώς υπέστη βομβαρδισμούς από τα συμμαχικά –αμερικανικά στρατεύματα το 1943. Αργότερα, ο σεισμός του 1980 προξένησε ζημιές στις αναστηλωμένες οικίες.
6. Ανάμεσα στις πολυτελείς επαύλεις της ευρύτερης περιοχής ξεχωριστή θέση κατέχει και η «βίλα της Ποππαίας» στην πόλη Οπλοντίδα, έξω από τα τείχη, η οποία κοσμείτο με περίτεχνες τοιχογραφίες και ανήκε στην σύζυγο του αυτοκράτορα Νέρωνα. Ανακαλύφθηκε πρώτη φορά το 1964. 

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

ΤΡΙΑ ΑΛΩΝΙΑ -ΤΡΙΛΙΡΟΣ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΗΓΗΤΩΝ

Γράφει ο Μανώλης Μαρινάκης
Διδάκτορας Κλασικής αρχαιολογίας
Πανεπιστημίου Κρήτης. 
Η αρχαία κώμη «Τρίλιρος», στα Τριαλώνια της επαρχίας Κισάμου, διασώζει πολλούς γοητευτικούς θρύλους, που πολύ χαρακτηριστικά παρουσιάζει ο λαογράφος-δάσκαλος Β. Χαρωνίτης στο εξαιρετικό βιβλίο του «Η Κρήτη των θρύλων». Τους τοπικούς αυτούς θρύλους περιέγραψε επίσης η λαογράφος Θ. Καλιγιάννη σε σύντομο άρθρο της στην «Κρητική Εστία». 
Η αρχαιολογική έρευνα βεβαίως γνωρίζει ότι η περιοχή δεν φημίζεται μόνο για τους μύθους και τους θρύλους της, αλλά και για την σπουδαία ιστορία της, την οποία διηγούνται τα ερείπιά της, που εκτείνονται στους πρόποδες του λόφου «Κεφάλα», στα ΒΑ του σημερινού χωριού των Τριών Αλωνιών. Στο πέρασμα των εκατονταετηρίδων η περιοχή δεν ευτύχησε δυστυχώς να προσελκύσει το συστηματικό ενδιαφέρον της αρχαιολογικής σκαπάνης, ώστε να βγει σταδιακά από την αφάνεια. 
Η «Εκατόμπολις» Κρήτη άλλωστε, παράλληλα με τα μεγάλα αστικά της κέντρα, διέθετε και μικρότερους, περιφερειακούς οικισμούς (για τον όρο Εκατόμπολις, βλ. Ομήρου, Ιλιάδα, Β’, στ. 649). Το τοπωνύμιο «Τρίλιρος» δεν έχει καταγραφεί στις αρχαίες πηγές (σε αρχαίους συγγραφείς ή επιγραφές), ούτε μέσω των Ευρωπαίων περιηγητών, που επισκέφτηκαν την Κρήτη κατά τους πρόσφατους αιώνες. Διασώθηκε μέσω της προφορικής παράδοσης από γενιά σε γενιά, όπως συνηθίζεται στις αγροτικές κοινωνίες. 
Με βάση τα σημερινά δεδομένα είναι δύσκολο να τεκμηριωθεί το εύρος του αρχαίου οικισμού και η σπουδαιότητα που κρύβει. Φαίνεται ότι δεν συγκαταλεγόταν στις αυτόνομες κρητικές πόλεις-κράτη της κλασικής-ελληνιστικής περιόδου, αφού δεν έκοψε δικά της νομίσματα, αλλά αποτελούσε εξαρτημένη κώμη εντός της επικράτειας της ισχυρής Πολυρρήνιας. Ο Στράβων αναφέρει ότι οι Πολυρρήνιοι «ώκουν κωμηδών», δηλαδή κατοικούσαν σε κώμες (γειτονιές). Διάσπαρτοι αρχαίοι οικισμοί είχαν οργανωθεί σε μεγάλη ακτίνα, που ξεκινούσε από τη θάλασσα, στον Ανατολικό μυχό του κόλπου της Κισάμου (Μυρτίλου) και εκτεινόταν μέχρι τις ημιορεινές παρυφές της ενδοχώρας. Αυτό το δίκτυο οικισμών, που είχε ως μεγαλύτερο κέντρο τη Ρόκκα και ως επίνειο τη Μήθυμνα στα Νοπήγεια, βρισκόταν υπό την σφαίρα επιρροής της ισχυρότερης Πολυρρήνιας. 
Ο P. Faure διατύπωσε πρώτος την άποψη ότι οι μικροί αρχαίοι οικισμοί που αναπτύχθηκαν γύρω από την εύφορη κοιλάδα του ποταμού «Κολένη» (κοντά στα σημερινά χωριά Νοπήγεια, Φαλελιανά, Λυριδιανά, Τριαλώνια, Δελιανά), είχαν συγκροτήσει το «Κοινό των Μωδαίων». Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το νόμισμα του «Κοινού των Μωδαίων», που ανάγεται γύρω στο 330-300 π.Χ., είναι παρεμφερές μ’ αυτό της Πολυρρήνιας. Απεικονίζει στον εμπροσθότυπο κεφαλή γενειοφόρου Διός και στον οπισθότυπο μετωπική κεφαλή ταύρου (βουκράνιο). Άλλοι μελετητές αντίθετα θεωρούν ότι οι «Μωδαίοι» κατοικούσαν στην αρχαία «Μώδα», την θέση της οποίας τοποθετούν στο σημερινό χωριό Μόδι, κοντά στο Γεράνι (βλ. Sporn 2002, σελ. 291, σύμφωνα με τον Ν. Πλάτωνα, Κρητ. Χρον. 7, 1953, σελ. 485).
Αρκετοί Ευρωπαίοι περιηγητές επισκέφτηκαν την τουρκοκρατούμενη Κρήτη. Στα βιβλία τους ή στις ανταποκρίσεις τους περιέγραφαν τις εντυπώσεις τους από τις περιοχές όπου ταξίδευαν. Μέσα από αυτές της περιγραφές άλλωστε αντλούμε εμείς οι νεότεροι σημαντικές πληροφορίες για τις αρχαιολογικές θέσεις και για την καθημερινή ζωή στα χωριά της υπαίθρου. 
Ο Άγγλος περιηγητής και ιατρός, Robert Pashley, επισκέφτηκε την Κρήτη το 1834 και αναφέρει στο βιβλίο του (“Travels in Crete”, τόμ. II, London 1837) αναλυτικά τη Μήθυμνα και τη Ρόκκα, ταυτίζοντας την ακριβή θέση τους. Σταχυολόγησε παράλληλα τις πληροφορίες παλαιότερων περιηγητών. Κατευθυνόμενος προς το Καστέλλι Κισάμου, εξέτασε αναλυτικά τα ερείπια της «Μήθυμνας της Κρητικής» στα Νοπήγεια, ενώ τη Ρόκκα την ατένισε από μακριά. Ο περιηγητής αναζητούσε να εντοπίσει ερείπια του ιερού της Ροκκαίας Αρτέμιδας, το οποίο αναφέρει ο συγγραφέας της ρωμαϊκής περιόδου, Κλαύδιος Αιλιανός (2ου αι. μ.Χ.), στο έργο του «Περί ζώων ιδιότητος» ή “De Natura Animalibus”, κεφ. 14, 20. Πρόκειται για ένα σύγγραμμα στα ελληνικά σχετικά με τη φυσιολογία και τις ιδιότητες των ζώων. Παραθέτουμε εδώ ένα απόσπασμα του αρχαίου κειμένου του Αιλιανού: 
«τοὺς δὲ νεανίας δηχθῆναι ὑπὸ κυνὸς λυττώσης, τῷ πρώτῳ δηχθέντι τῶν ἄλλων ἀμυνάντων καὶ τῷ αὐτῷ πάθει περιπεσόντων. Οἳ μὲν οὖν ἔκειντο Μηθύμνης τῆς Κρητικῆς πρὸς ταῖς ᾐόσιν ῾ἔστι δὲ αὕτη κώμη, ὥς φασιν᾽, οἱ δὲ θεώμενοι συνήλγουν τῷ πάθει, καὶ τὴν κύνα ἀποκτεῖναι προσέταττον καὶ τὸ ἧπαρ δοῦναι τοῖς νεανίαις ὡς φάρμακον τοῦ κακοῦ καταφαγεῖν, οἳ δὲ ἐς τῆς Ῥοκκαίας οὕτω καλουμένης Ἀρτέμιδος ἄγειν καὶ αἰτεῖν ἴασιν παρὰ τῆς θεοῦ». Κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι στο αυθεντικό κείμενο θα αναγραφόταν το γνωστότερο τοπωνύμιο Ρίθυμνα, επομένως ερμηνεύουν τη γραφή «Μήθυμνα» ως πιθανό λάθος του αντιγραφέα του πρωτότυπου χειρογράφου.
Tο 1865, περίπου 30 χρόνια μετά την επίσκεψη του Pashley, ο Άγγλος ναύαρχος T. Spratt κατέγραψε στο βιβλίο του («Travel and researches in Crete, vol. II, σελ. 207-211) την εκτενέστερη περιγραφή μέχρι τότε για τις αρχαιότητες των Τριών Αλωνιών, μετά από συνάντηση που είχε με ντόπιους κατοίκους: 
«…εντοπίζονται κάποια κατάλοιπα αρχαίων τοίχων και αναλημμάτων, κάποια διάσπαρτα μαρμάρινα θραύσματα, και έξι με οκτώ λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι· όμως ένας ντόπιος που δούλευε στα χωράφια, προσφέρθηκε να μου δείξει το ανώτερο επίπεδο (άνδηρο) πάνω από τους τάφους αυτούς και με διαβεβαίωσε ότι υπήρχε αρχαίο δάπεδο, κάτω από το σπαρμένο χωράφι, με μεγάλες, ορθογώνιες πλάκες σκουρόχρωμου μαρμάρου.». 
Λίγο παρακάτω αναφέρει: «…μου έδειξαν στα Τρία αλώνια ένα σημείο σε μια προεξοχή του εδάφους κάτω από το άνδηρο (πλάτωμα), όπου πρόσφατα είχε βρεθεί ένα μαρμάρινο άγαλμα, στο χωράφι του ιδιοκτήτη, ενός ντόπιου από το Αρμένι (ενν. το παρακείμενο Άρμενο Χωριό), καθώς και «χρυσό» ειδώλιο μορφής από συγγενή του…». Ο Spratt υπέθεσε ότι το ιερό της Ροκκαίας Αρτέμιδος θα μπορούσε να βρίσκεται στο κεντρικό πλάτωμα των Τριών Αλωνιών, το οποίο του θύμισε υπαίθριο χώρο λατρείας. 
Αξίζει να αναφερθεί η προφορική παράδοση κατοίκων της περιοχής οι οποίοι θεωρούν πιθανή την ύπαρξη εδωλίων μικρού αρχαίου θεάτρου ή χώρου συναθροίσεων στο πλάτωμα αυτό. Ο ιστοριοδίφης Στ. Σπανάκης αντίθετα (Κρήτη, τομ. Β’, σελ. 327) αναφέρει την ύπαρξη καταλοίπων εδωλίων αρχαίου θεάτρου στη Ρόκκα, γεγονός που δεν έχει επιβεβαιωθεί μέχρι στιγμής από την αρχαιολογική έρευνα (θα επρόκειτο μάλλον για λαξευτές κλίμακες μεγάλων οικιών).
Ο επόμενος περιηγητής του 19ου αι. που επισκέφτηκε τα Τριαλώνια είναι ο Βρετανός John Myres το 1893 (στο άρθρο του «Inscriptions from Crete”, στο περιοδικό Journal of Hellenic Studies, 1893, σελ. 184, αρ. 17). Αναφέρει ότι κατά την επίσκεψή του στο χωριό είδε μια στήλη από πωρόλιθο (πιθανότατα επιτύμβια), κτισμένη σε δεύτερη χρήση (σπόλιο) στο κατώφλι (door-sill) μιας από τις τελευταίες οικίες στο μονοπάτι που οδηγεί προς τον ελληνιστικό αρχαιολογικό χώρο. Διέκρινε στην πέτρα, με μεγάλα φθαρμένα γράμματα, τα ονόματα: ΦΕΙΔΩΝ ΝΗΦΕΩ. 
Αυτός όμως που πραγματικά μας διαφωτίζει με τις περιγραφές του είναι ο Γάλλος αρχαιολόγος P. Faure (Πωλ Φόρ), ο οποίος δημοσίευσε πολλά άρθρα για τις αρχαίες πόλεις της Κρήτης, από τη δεκαετία του ’50 και εξής. Του προξένησε ενδιαφέρον η περιοχή της εύφορης κοιλάδας του «Κολένη» ποταμού, όπου αναπτύχθηκαν μικροί οικισμοί, με επίνειο την «Μήθυμνα» στα Νοπήγεια. Θαύμασε γενικότερα την ευρύτερη περιοχή του κάμπου της Κισάμου ανάμεσα στα δύο ακρωτήρια (Γραμβούσα-Σπάθα). Και λόγω βεβαίως της ιδιότητάς του, η περιγραφή του καθίσταται εμπεριστατωμένη και αξιόπιστη. Σε άρθρο τους μας πληροφορεί τα εξής (P. Faure, “Nouvelles recherches de spéléologie et de topographie crétoise”, BCH 84, 1960, σελ. 219): 
«… Στα Τριαλώνια στη θέση «Σπιτάκια των Ελλήνων» εντοπίζεται μια αρκετά εκτεταμένη νεκρόπολη, κυρίως ελληνιστικών-ρωμαϊκών χρόνων. Απέχει 1χλμ. και 800 μ. από την Ρόκκα προς Νότο. Σ’ έναν από τους τάφους, λίγο βορειότερα του λόφου της «Κεφάλας», είχε εντοπιστεί σφραγιδόλιθος και ερυθρόμορφο αγγείο. Οι θαλαμοειδείς αυτοί τάφοι, πιθανότατα οικογενειακοί, είναι λαξευμένοι στο βράχο, με περίτεχνο θύρωμα εισόδου και ταφές στις 3 πλευρές. Στα τοιχώματα υπάρχουν κόγχες για τα λυχνάρια ή τα αγαλμάτια. Την ίδια διάταξη παρουσιάζουν οι λαξευτοί τάφοι της Πολυρρήνιας». Να σημειωθεί εδώ ότι οι ελληνιστικοί θαλαμοειδείς τάφοι της Πολυρρήνιας και της Κυδωνίας έχουν δεχτεί επιρροές από τις νεκροπόλεις της Πτολεμαϊκής Αλεξάνδρειας, που ανήκουν στον αρχιτεκτονικό τύπο των «Loculi», δηλαδή με κόγχες-εσοχές στον βράχο (Βλ. Στ. Μαρκουλάκη, στον τόμο Κρήτη-Αίγυπτος, 2000).
Ο Faure αναφέρει επίσης στα Τριαλώνια την ύπαρξη λατομείου (“carrière”), αρκετά ίχνη από τοιχοποιίες λαξευτών οικιών, καθώς επίσης ενός εκτεταμένου λατρευτικού οικοδομήματος, με Νότιο προσανατολισμό. Πρόκειται προφανώς για το ίδιο άνδηρο (ευρύ πλάτωμα του λόφου) που περιγράφει και ο Spratt.
Ένας γειτονικός αρχαίος οικισμός τοποθετείται από τον Faure στη Ν. πλαγιά του λόφου «Χαλέπα», στη θέση «Λίμνη» ή «Πατέλα», που ήκμασε κυρίως κατά την εποχή του ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού (98-117 μ.Χ.). Ακολούθως ο Γάλλος αρχαιολόγος αναφέρει μερικούς άλλους σπηλαιώδεις τάφους που είδε καθ’ οδόν προς τα Δελιανά, ορισμένοι από τους οποίους ήταν συλημένοι. Οι λήκυθοι και οι αρύβαλλοι ήταν αρωματοδόχα αγγεία, τα οποία συνόδευαν συχνά ως κτερίσματα τις ταφές.
Το 1966 επισκέπτεται την Κίσαμο ο Γάλλος νομισματολόγος G. Le Rider, ο οποίος στο βιβλίο του γράφει (G. Le Rider, “Monnaies Crétoises”, Paris 1966, σελ. 265): 
«….Από την Ακρόπολη της Πολυρρήνιας αντικρίζεις ανατολικά τον λόφο της Ρόκκας…. Από τη Ρόκκα, χωριό με στρατηγική θέση και φανταστική θέα προς τα Χανιά και προς τη Φαλάσαρνα, μια ώρα περίπατο προς τα Νότια (1χλμ και 800 μ.) βρίσκονται τα Τριαλώνια, όπου διακρίνονται επίσης πολλές αρχαιότητες. Κανείς όμως από τους κατοίκους δεν έτυχε να μου δείξει κάποιο νόμισμα εκεί, σε αντίθεση με τη Ρόκκα, όπου μου έδειξαν 4 χάλκινα νομίσματα της Πολυρρήνιας και ένα αργυρό τετρώβολο του Άργους». Ο Le Rider εκφράζει επίσης την άποψη ότι η Ρόκκα βρισκόταν υπό τον διοικητικό έλεγχο της ισχυρότερης Πολυρρήνιας. 
Να σημειωθεί επίσης ότι η ευρύτερη περιοχή των Τριών Αλωνιών δεν έπαψε να απασχολεί και νεότερους αρχαιολόγους, όχι όμως τόσο συστηματικά όσο θα δικαιούτο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 επισκέφτηκε την περιοχή ο Άγγλος αρχαιολόγος Ian Sanders, ο οποίος μελετούσε τα ρωμαϊκά μνημεία του νησιού. Αναφέρει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του (I. Sanders, “Roman Crete”, 1982, σελ. 28, σημ. 35): 
«…Λίγο πιο πέρα από τη Ρόκκα, το κυρίως νεκροταφείο της είναι γνωστό στη θέση Τριαλώνια, όπου ο T. Spratt, ισχυρίζεται ότι βρήκε τη θέση του ιερού της Ροκκαίας Αρτέμιδος, το οποίο μνημονεύει ο Αιλιανός». 
Ακολούθησαν οι έρευνες της Δ. Γόντικα (1988) και της K. Sporn (2002), οι οποίες αναφέρουν τα Τριαλώνια στις μελέτες τους, δίνοντας έμφαση κυρίως στους λαξευτούς, θαλαμοειδείς τάφους και στο εκτεταμένο άνδηρο, ως πιθανό τόπο λατρείας. (βλ. D. Gondicas, “Researches sur la Crete occidentale”, Amsterdam 1993, σελ. 269-270 και K. Sporn, “Heiligtümer und Kulte Kretas”, Heidelberg 2002, σελ. 289). 
Από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων έχει οριστεί ως υπεύθυνη αρχαιολόγος για την ευρύτερη περιοχή η Π. Δροσινού (η οποία έχει επιμεληθεί το ενημερωτικό φυλλάδιο του αρχαιολογικού χώρου της Ρόκκας, ΥΠΠΟ, ΕΦΑ Χανίων). 
Κλείνοντας αξίζει να επισημανθεί ότι η ευρύτερη περιοχή της επαρχίας Κισάμου κρύβει έναν πολύ αξιόλογο αρχαιολογικό πλούτο, που παραμένει ακόμα εν πολλοίς ανεξερεύνητος και μη γνωστός στο ευρύ κοινό στον βαθμό που θα έπρεπε. 
Ευελπιστούμε όμως ότι θα έρθει ο καιρός που το παράδειγμα της αρχαίας Ελεύθερνας, ή οποία ήρθε στο φως τα τελευταία 30 χρόνια, χάρις τις προσπάθειες των καθηγητών και των φοιτητών του Πανεπιστημίου Κρήτης, θα βρει μιμητές και στην Κίσαμο, ώστε να αναδειχτούν περισσότερο και οι αρχαιότητες της δικής μας επαρχίας.

Κυριακή 19 Μαΐου 2019

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΙΣ ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Του Εμμανουήλ Μαρινάκη 
Διδάκτορα Κλασικής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης.
Με αφορμή τις επικείμενες εκλογές, που θα πραγματοποιηθούν φέτος διαδοχικά, θα ήταν χρήσιμο να αναφερθούμε συνοπτικά στο ζήτημα των αρχαιρεσιών στην αρχαία Ελλάδα, ώστε να κατανοήσουμε την ιστορική εξέλιξη του θεσμού. 
Ήδη από την Ομηρική εποχή διεξάγονταν συνελεύσεις αριστοκρατών για τη λήψη συλλογικών αποφάσεων. Σοφοί ρήτορες, όπως ο Νέστορας στην Ιλιάδα, συμβούλευαν ψύχραιμα τους νεότερους βασιλείς-πολεμιστές, ώστε να κρίνουν πώς έπρεπε να ενεργήσουν ανά περίπτωση. Η λήψη αποφάσεων λαμβανόταν μάλλον προφορικά (δια βοής). Οι παλαιότερες εικονογραφικές παραστάσεις ψηφοφοριών σώζονται σε ερυθρόμορφα αττικά αγγεία των αρχών του 5ου αι. π.Χ., που έχουν ως θέμα την μυθική διεκδίκηση των όπλων του Αχιλλέα, ανάμεσα στον Οδυσσέα και τον Αίαντα (κρίσις όπλων), παρουσία της θεάς Αθηνάς. Επρόκειτο για μια φανερή διαδικασία, καθώς οι συμμετέχοντες άφηναν ένα σφαιρικό λιθαράκι στην πλευρά του ήρωα που προτιμούσαν (εικ.1). Πιστεύεται ότι αντίστοιχες ψηφοφορίες διεξάγονταν στην Αθήνα των κλασικών χρόνων και ότι από αυτές εμπνεύστηκαν οι αγγειογράφοι, κάνοντας αναχρονισμό. Ο Αισχύλος στις Ευμενίδες αναφέρει τη δίκη του Ορέστη και τις ψήφους των δικαστών του Αρείου Πάγου. 
Η ψήφος σήμαινε αρχικά λείο πετραδάκι ή βότσαλο (εξ ου και η λέξη ψηφίδα). Προέρχεται από το ρήμα ψάω, που σημαίνει λειαίνω δια της τριβής. Ο όρος ψήφος γενικεύτηκε, σημαίνοντας μέχρι και σήμερα την έκφραση προτίμησης ή γνώμης, ανεξάρτητα αν η διαδικασία γινόταν με βότσαλα ή όχι. Έτσι και ο όρος ψήφισμα επικράτησε να σημαίνει απόφαση ή διάταγμα της Πολιτείας. Επίσης, ο όρος ψηφίο αναφερόταν αρχικά στις χάντρες του αριθμητηρίου. 
Οι περισσότερες πληροφορίες για τις εκλογές .....