Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.






Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΟΥΦΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΟΥΦΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

ΕΦ' ΑΠΛΟΥ ΧΑΡΤΟΥ

Διαβάζω σε άρθρο της Ρουμπίνας Σπάθη στην Καθημερινή (9-11-2025) ότι στην Αμερική εταιρείες όπως η IBM, η Meta, η Google, η General Motors, η Automotive, η UPS και πολλές άλλες έχουν ανακοινώσει χιλιάδες απολύσεις λόγω της εφαρμογής της Τεχνητής Νοημοσύνης. Πιο εντυπωσιακή η Amazon με 1,2 εκατομμύρια προσωπικό, σχεδιάζει να αντικαταστήσει το 75% με ρομπότ. 
Τηρουμένων των αναλογιών τα ίδια ξεκινούν και στην Ευρώπη, π.χ. η Nestle ανακοίνωσε 16.000 απολύσεις. Απορία και ανησυχία μου: Όταν οι υπερπλούσιοι αυτού του πλανήτη θα έχουν απέναντί τους τα αχρείαστα τρία τέταρτα του πληθυσμού του, εξαθλιωμένα και με άγριο μάτι από τη φτώχεια, άραγε τι τύχη θα τους μελετούν; 
Μανώλης Κουφάκης

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025

ΟΛΩΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΩΣ... Η ΜΟΙΡΑ ΜΑΣ Η ΜΕΤΑΠΡΑΤΙΚΗ

Γράφει ο Μανώλης Κουφάκης
Θυμάμαι τον εαυτό μου στην πρώτη μου νεότητα να εντυπωσιάζεται από την εισβολή της τεχνολογίας στη ζωή της επαρχίας όπου ζούσα, και τη συνακόλουθη αλλαγή επί τα βελτίω της ζωής μας. Περισσότερα αυτοκίνητα, οικιακές συσκευές που έλυναν πρακτικά προβλήματα, κάποια πρώτα αεροπορικά ταξίδια και αργότερα η τηλεόραση, μου έδειχναν ότι, χωρίς αμφιβολία, η πορεία μας προς το μέλλον σαν άτομα, σαν κοινωνία, σαν χώρα περνάει μέσα από την τεχνολογία.
Κάπως έτσι στο νεανικό μου μυαλό -χωρίς σκέψη, απλά θεωρώντας το νομοτελειακό- μου δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι κάποια στιγμή, όσο θα δυναμώνει η χώρα μου, θα φθάσει να κατασκευάζει οικιακές συσκευές και τηλεοράσεις και αυτοκίνητα και αεροπλάνα. Δηλαδή να παράγει.
Τι ρομαντική αφέλεια! Στα χρόνια που ακολούθησαν είδα τις θνησιγενείς προσπάθειες της OPEL και της NISSAN να παράγουν αυτοκίνητα στην Ελλάδα, είδα την αγωνιώδη (αλλά χωρίς αίσιο τέλος) προσπάθεια της ελληνικής εταιρείας NAMCO με το θρυλικό και πολύ επιτυχημένο Pony, να κρατηθεί στη ζωή, είδα πάμπολλες ελληνικές βιομηχανίες να μετακομίζουν στη Βουλγαρία, Ρουμανία και αλλού, είδα τις ιστορικές βιομηχανίες Izola και Pitsos να παράγουν σήμερα όχι στην Ελλάδα, αλλά η πρώτη στην Πολωνία και η δεύτερη στην Τουρκία.
Γιατί όλα αυτά (και άλλα παρόμοια βεβαίως);  Τι συμβαίνει με ‘μας και αποστρεφόμαστε την παραγωγική διαδικασία που μπορεί να δημιουργήσει μια στέρεα οικονομική βάση για τη χώρα; Γιατί διώξαμε τις βιομηχανίες από την Ελλάδα και στη συνέχεια γίναμε αντιπρόσωποι των προϊόντων τους στον τόπο μας; Γιατί προτιμήσαμε να γίνουμε μεταπράτες και εκπρόσωποι ξένων συμφερόντων αντί παραγωγοί; Έχει σχέση αυτό με το πώς βλέπουμε τους εαυτούς μας σε σχέση με τους ξένους; Ήταν αυτό πάντα έτσι; 
Όχι, δεν ήταν πάντα έτσι, λέει ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς στη σχετική μελέτη του, την οποία περιλαμβάνει στο πολύ αξιόλογο βιβλίο του «Πολιτιστική Διπλωματία», εκδόσεις Ίκαρος, 2003: « Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας οι Έλληνες έμποροι και ναυτικοί διέπρεπαν στις αγορές των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων και στη ναυτιλία της Μεσογείου, της Μαύρης Θάλασσας, της Μέσης Ανατολής. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ασκούσε ευρύτατη και δυναμική διεθνή πολιτική, συχνά επί ίσοις όροις με τις μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Ελληνικές παροικίες ανθούσαν στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, Έλληνες λόγιοι εκαλούντο ως σύμβουλοι σε ανακτορικές Αυλές ή τους τιμούσαν επιστημονικές ακαδημίες και πανεπιστήμια της Ευρώπης. …Τα θέατρα των Ελλήνων της Σμύρνης, της Τραπεζούντας, της Οδυσσού συναγωνίζονταν την όπερα του Παρισιού και της Βιέννης. Αυτός ο πολύπτυχος, οργανικός και αβίαστος εξευρωπαϊσμός δεν έθιγε στο παραμικρό την ελληνικότητα του φρονήματος, της παιδείας, των λαϊκών παραδόσεων, της εκκλησιαστικής πνευματικότητας, των κοινωνικών και κοινοτικών θεσμών. Ο κοσμοπολιτισμός ήταν η φυσική ανάσα και απλοχωριά του Ελληνισμού όσο οι Έλληνες πίστευαν όχι στην αρχαία των προγόνων τους αλλά στη ζωντανή δική τους πολιτιστική ιδιαιτερότητα και δυναμική».
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα και το πνεύμα που διαμόρφωναν τα παραπάνω, ερχόταν σαν φυσικό ο Ρήγας Φεραίος να οραματιστεί την απελευθέρωση των Ελλήνων και όλων των υπόδουλων λαών της Βαλκανικής από την Οθωμανική κυριαρχία. Τη δημιουργία μιας ελεύθερης, δημοκρατικής και δίκαιης πολιτείας, όπου οι πολίτες, ανεξάρτητα από θρησκεία ή καταγωγή, θα είχαν ίσα δικαιώματα.
Ο Ρήγας Φεραίος, στο όραμά του για μια ελεύθερη και ενωμένη βαλκανική πολιτεία, είχε «ονειρευτεί» ως πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Τη θεωρούσε φυσικό κέντρο, όχι μόνο για τους Έλληνες, αλλά για όλους τους λαούς της Βαλκανικής, λόγω: της ιστορικής και πολιτιστικής της κληρονομιάς (Βυζάντιο – Ρωμανία), της γεωγραφικής της θέσης, στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης, και του συμβολισμού της ως πόλης που ένωνε θρησκείες και λαούς. Δεν την έβλεπε απλώς ως έδρα ενός ελληνικού βασιλείου, αλλά ως πρωτεύουσα μιας δημοκρατικής ομοσπονδίας λαών.
Μιλώντας για το ίδιο θέμα ο Οδυσσέας Ελύτης λέει: «Να μπορούσαν και τη σημασία των λαών να την μετράνε [τα οργανωμένα κράτη] όχι από το πόσα κεφάλια διαθέτουνε για μακέλεμα, όπως συμβαίνει στις μέρες μας, αλλά απ’ το πόση ευγένεια παράγουν, ακόμα και κάτω από τις πιο δυσμενείς και βάναυσες συνθήκες, όπως ο δικός μας ο λαός στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι, το χράμι, όλα τους αποπνέανε μιάν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων. Τι σταμάτησε αυτά τα κινήματα ψυχής που αξιώθηκαν κι έφτασαν ως τις κοινότητες; Ποιος καπάκωσε μια τέτοιου είδους αρετή, που μπορούσε μια μέρα να μας οδηγήσει σ’ ένα ιδιότυπο, κομμένο στα μέτρα της χώρας πολίτευμα;»
Αυτά φαίνεται να χάθηκαν αμέσως μετά την Επανάσταση, με την ίδρυση του νέου Ελληνικού κράτους. Η οργανωτική του δομή, οι πολιτικές και κοινωνικές του λειτουργίες συγκροτήθηκαν με τη συνειδητή επιδίωξη, όχι να είναι πρωτίστως ελληνικό, αλλά ένα συνεπές αντίγραφο των πεφωτισμένων κρατών της Ευρώπης. Τη θεωρητική υποστήριξη της προοπτικής αυτής του νέου Ελληνικού κράτους την είχε προετοιμάσει ο Αδαμάντιος Κοραής, την ενστερνίστηκαν οι περισσότεροι Έλληνες λόγιοι του 18ου και 19ου αιώνα, την υιοθέτησε ο Καποδίστριας, την προώθησε τα μέγιστα η Βαυαροκρατία και την σκυτάλη πήραν έκτοτε οι Έλληνες πολιτικοί μέχρι σήμερα. «Έτσι, ο μιμητικός εξευρωπαϊσμός της χώρας αποτέλεσε από την πρώτη στιγμή την επίσημη κρατική ιδεολογία και πρακτική.», γράφει ο Χρ. Γιανναράς. Η εξέλιξη αυτή είχε δύο πολύ σημαντικές -δυστυχώς αρνητικές- συνέπειες για το νέο Ελληνικό κράτος και τους Νεοέλληνες: Όταν μια ολόκληρη κρατική δομή αποβλέπει όχι πρωτίστως στην εξυπηρέτηση των αναγκών της κοινωνίας της, αλλά στη μίμηση άλλων ιδεών και καταστάσεων που συμβαίνουν αλλού, τότε είναι βέβαιον ότι, όσο πετυχημένα κι αν το κάνει, πάντοτε θα υπολείπεται του αυθεντικού πρωτοτύπου και ο μόνος ρόλος που της μένει είναι αυτός του μεταπράτη• ρόλος που την καταδικάζει σε μόνιμη υπανάπτυξη, ιστορική καθυστέρηση και αβάσταχτο αίσθημα μειονεξίας. Αφ’ ετέρου, αυτό ακριβώς το βασανιστικό αίσθημα μειονεξίας που γεννά ο μεταπρατισμός, και που μας κατατρύχει τόσο ως ατομικό όσο και ως συλλογικό βίωμα, ζητά μια «καθ’ υπερβολήν αναπλήρωση». Και αυτή τη βρήκαμε με την καταφυγή στην καύχηση για το αρχαίο κλασικό παρελθόν της χώρας μας και τα κατορθώματα των απώτερων ενδόξων προγόνων μας.
Εδώ, είμαι σίγουρος, θα εντοπίζετε μια αντίφαση που αντικατοπτρίζει την αντιφατική φύση του Νεοέλληνα και του νέου Ελληνικού κράτους: Από τη μία προβάλλουμε την «ελληνικότητά» αξιώνοντας σεβασμό και από την άλλη καταβάλλουμε αγωνιώδη προσπάθεια να μιμηθούμε τους Ευρωπαίους και να αποβάλουμε κάθε τι το ελληνικό!  
Η σύγχυση αυτή στο μυαλό και τα αισθήματά μας, η οποία συνεχίζει να υπάρχει και στις μέρες μας, φαίνεται να προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τη θέση που πήραμε για τη σχέση του νεότερου Ελληνισμού με τον βυζαντινό και μεταβυζαντινό Ελληνισμό. Τόσον ο Κοραής, οι ιδέες του οποίου επικράτησαν, όσον βέβαια και οι Βαυαροί, είχαν άγνοια και έτρεφαν απροκάλυπτη περιφρόνηση για το βυζαντινό και μεταβυζαντινό παρελθόν, δηλαδή για οτιδήποτε το ελληνικό στην εποχή τους. Αυτή η σχολή σκέψης επικράτησε και ήταν μάλλον αναπόφευκτο και οι πολιτικοί μας, μέχρι και στις μέρες μας, να σκέφτονται κατά τον ίδιο τρόπο. Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, σε συνέντευξή του σε μεγάλη Γαλλική εφημερίδα, καυχιόταν ότι πνευματική του πατρίδα ήταν η Χαϊδελβέργη και το Παρίσι. Λίγο αργότερα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, επίσης ως Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας δήλωνε σε δημόσιο λόγο του ότι «εμείς οι Έλληνες ήμασταν για αιώνες σκλάβοι: πρώτα στους Ρωμαίους, ύστερα στους Βυζαντινούς και μετά στους Τούρκους»! 
Κάναμε λοιπόν ένα τεράστιο ιστορικό, νοητικό και ψυχολογικό άλμα παραγραφής είκοσι πέντε αιώνων, για να αντλήσουμε τον αυτοσεβασμό μας και να απαιτήσουμε τον σεβασμό των άλλων από την αρχαία, την κλασική Ελλάδα. Ένα άλμα είκοσι πέντε αιώνων που μας αποδυνάμωσε, μας απογύμνωσε από την «ελληνικότητά» μας και που, ως φαίνεται, αποδεικνύεται ως ένα άλμα στο κενό. Αυτόν τον άνευρο και ανούσιο μεταπρατικό χαρακτήρα και την επίκληση της αρχαίας Ελλάδας από τον Νεοέλληνα, σχολίαζε σαρκαστικά ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης με τη φράση: «Είμαστε όλοι μας φιλέλληνες»!   
*Δρ. Μηχανικός
π. Δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025

ΕΦ' ΑΠΛΟΥ ΧΑΡΤΟΥ

Κάτι ευχάριστο για την ελληνική γλώσσα διαβάσαμε στην Καθημερινή της 26ης Οκτωβρίου 2025.
Αναμένεται —και μάλιστα βάσιμα— η επίσημη ανακήρυξη της 9ης Φεβρουαρίου ως Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνικής Γλώσσας. Ο συμβολισμός της ημερομηνίας είναι ισχυρός, καθώς πρόκειται για την ημέρα της εκδημίας του Διονυσίου Σολωμού (1857), ο οποίος ανέδειξε τον πυρηνικό ρόλο της γλώσσας για το έθνος μέσα από τη φράση του:«Μήγαρις ἔχω ἄλλο στο νοῦ μου, πάρεξ ἐλευθερία καὶ γλώσσα;»
Μια άλλη είδηση που με χαροποίησε πρόσφατα είναι ότι στη Βόρεια Μαδαγασκάρη —όπου εξελέγη Επίσκοπος ο Θεοφιλέστατος κ. Νήφων Δασκαλάκης— τα ελληνικά ήδη διδάσκονται σε έξι σχολεία!
Ανάγκη πάσα να επενδύσουμε στη γλώσσα!
Μανώλης Κουφάκης

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025

12 και 18 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944: ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΑΙΚΗ ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΑΝΟΡΘΩΣΗ

Γράφει ο Μανώλης Κουφάκης*
(Η απελευθέρωση και η επαναφορά της εξουσίας στην Ελλάδα του 1944) 
Οι δύο ημερομηνίες του Οκτώβρη του 1944, η 12η και η 18η, αποτελούν δύο όψεις της ίδιας ιστορικής στιγμής: της μετάβασης από τη χαρά της ελευθερίας στη νηφαλιότητα της πολιτικής πραγματικότητας. Μέσα σε έξι μόλις ημέρες, η Ελλάδα γνώρισε τη μέγιστη ανάταση του λαού της και, σχεδόν αμέσως, την επάνοδο των παλαιών δομών εξουσίας. 
12 Οκτωβρίου 1944 – Η ημέρα της Ελευθερίας και της Ελπίδας 
Το πρωί της 12ης Οκτωβρίου 1944, οι τελευταίες γερμανικές δυνάμεις εγκαταλείπουν την Αθήνα. Από τις 9.45 το πρωί, η ελληνική σημαία κυματίζει ξανά στην Ακρόπολη· οι δρόμοι πλημμυρίζουν από κόσμο, χαμόγελα, δάκρυα, φωνές ενθουσιασμού. Είναι η πρώτη πραγματικά ελεύθερη ημέρα ύστερα από τριάμισι χρόνια σκλαβιάς, πείνας και τρόμου. 
Ο λαός δεν γιόρταζε μόνο το τέλος της Κατοχής. Γιόρταζε κάτι βαθύτερο: την πεποίθηση ότι οι θυσίες και οι αγώνες της Αντίστασης θα έφερναν έναν νέο, δικαιότερο κόσμο. Οι άνθρωποι που πάλεψαν στα βουνά και στις πόλεις πίστευαν ότι η ελευθερία δεν θα ήταν απλώς πολιτική, αλλά και κοινωνική· ότι οι αγώνες του λαού θα γίνονταν το θεμέλιο μιας νέας πολιτείας, βασισμένης στην ισότητα, στη συμμετοχή και στην αξιοπρέπεια. 
Η 12η Οκτωβρίου υπήρξε, πράγματι, ημέρα του λαού — ημέρα αυθεντικής χαράς και βαθιάς πίστης σε ένα νέο ξεκίνημα. Στην ατμόσφαιρα της απελευθέρωσης κυριαρχούσε η αίσθηση πως μια άλλη Ελλάδα μπορούσε να γεννηθεί μέσα από τα ερείπια του πολέμου. 
18 Οκτωβρίου 1944 – Η ημέρα της Πολιτικής Επαναφοράς 
Έξι ημέρες αργότερα, στις 18 Οκτωβρίου, η Αθήνα υποδέχθηκε τον Γεώργιο  Παπανδρέου και την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας που επέστρεψε από το Κάιρο. 
Παρότι συμμετείχαν και εκπρόσωποι του ΕΑΜ, η δομή και η νοοτροπία της κυβέρνησης αντανακλούσε τη συνέχεια του παλαιού πολιτικού κόσμου: τους πολιτικούς που είχαν κυβερνήσει τη χώρα πριν από τη δικτατορία του 1936, με την υποστήριξη της μοναρχίας και πλέον με την παρουσία των Βρετανών ως εγγυητών της “νομιμότητας”. 
Την Κυβέρνηση συνόδευαν ο Βρετανός πρεσβευτής R. Leeper και ο αντιστράτηγος R.  Scobie, αρχηγός των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Ελλάδα. Η υποδοχή ήταν πανηγυρική· τα πλήθη πλημμύρισαν τους δρόμους, οι σημαίες ανέμιζαν, και ο Παπανδρέου, από το μπαλκόνι της πλατείας Συντάγματος, αναφώνησε: «Σήμερον η Ελλάς αναπνέει ελευθέραν πνοήν και πάλιν!» 
Πίσω όμως από τους ενθουσιώδεις λόγους και τους εθνικούς συμβολισμούς, η πολιτική  πραγματικότητα ήταν ήδη σύνθετη και, ίσως, προδιαγεγραμμένη. Η Κυβέρνηση, αν και  ονομαζόταν «Εθνικής Ενότητας», στηριζόταν κυρίως σε δυνάμεις του παλαιού πολιτικού κόσμου, εκείνου που είχε οδηγήσει τη χώρα στην κρίση και τελικά στην κατάρρευση του 1941. Η παρουσία των Βρετανών, η στρατιωτική τους επιρροή και η απουσία ενός σαφούς σχεδίου κοινωνικής ανασυγκρότησης, έδειχναν πως η εξουσία ετοιμαζόταν να επιστρέψει στους γνώριμους διαχειριστές της. 
Η Αντίσταση, που μέσα από τις κακουχίες είχε ωριμάσει νέες κοινωνικές αξίες και πολιτική συνείδηση, ένιωθε ήδη να περιθωριοποιείται. Η αντίθεση ανάμεσα στη λαϊκή ελπίδα και στην πολιτική «κανονικότητα» της παλιάς ελίτ δεν άργησε να φανεί. Ήταν η αρχή ενός νέου, βαθύτερου αγώνα — όχι πια εναντίον ξένων κατακτητών, αλλά για την ψυχή και τον προσανατολισμό της ίδιας της χώρας. 
Η Απελευθέρωση του 1944 υπήρξε, έτσι, όχι μόνο το τέλος της Κατοχής, αλλά και η αρχή μιας άλλης περιόδου, όπου το ερώτημα δεν ήταν πλέον αν η Ελλάδα θα είναι ελεύθερη, αλλά ποια Ελλάδα θα οικοδομηθεί πάνω στα ερείπια του πολέμου: η Ελλάδα της Αντίστασης και της κοινωνικής αναγέννησης — ή η Ελλάδα της παλαιάς εξουσίας και των εξαρτήσεων. 
Στις δύο αυτές όψεις, της ελπίδας και της επανόρθωσης, αντανακλάται όλη η ελληνική 
περιπέτεια: η διαρκής πάλη ανάμεσα στο όραμα και στην πράξη, στο λαϊκό αίσθημα και στους μηχανισμούς της πολιτικής. 
Η μνήμη των ημερών αυτών μάς υπενθυμίζει πως η ελευθερία δεν χαρίζεται ποτέ οριστικά· χρειάζεται καθημερινά να την επιβεβαιώνουμε με ήθος, ευθύνη και αυτογνωσία. 
Στόχος του σημειώματος αυτού, στο βαθμό που το πέτυχε, δεν είναι απλώς μια επισκόπηση της Ιστορίας· είναι μια πρόσκληση σε στοχασμό για την ελευθερία, την ευθύνη και την πολιτική ωριμότητα, αξίες που παραμένουν πάντοτε επίκαιρες. 
* Δρ. Μηχανικός 
τ. Δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

ΟΛΩΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΩΣ ....Η "ΜΑΧΟΜΕΝΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ" ΚΑΙ Ο ΜΙΚΗΣ

                                                               
Γράφει ο Μανώλης Κουφάκης *
Φέτος είναι τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη και γιορτάζονται με εκδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα. Εκδηλώσεις θαυμασμού και ευγνωμοσύνης για τα όσα μας πρόσφερε. Ευφυής και μεγάλος σε όλα του ο Μίκης, ακαταπόνητος και ακαταμάχητος με τη μουσική του, το λόγο του, την πένα του, την αγωνιστική του ορμή,  δεν άφησε ανεπηρέαστο κανένα Έλληνα, ούτε εχθρό ούτε φίλο. Στις εκδηλώσεις που γίνονται παντού αυτό το χρόνο, πολλά και δίκαια λέγονται για τη μεγαλοσύνη του. Αν έπρεπε να το πω με δυό λόγια, θα έλεγα: «Μας ανέβασε πιο ψηλά!». 
Σήμερα όμως, στο σημείωμα αυτό, θέλω να σταθώ σε μια κορυφαία του προσφορά, την οποία σήμερα θεωρούμε περίπου αυτονόητη και ότι έτσι συνέβαινε από πάντα, χωρίς όμως αυτό να είναι αλήθεια.  Στο "κοσμογονικό " πάντρεμα τής μεγάλης ποίησης με τη μεγάλη μουσική, που τον καρπό του ρούφηξε-σαν το νερό η διψασμένη γη- η ψυχή και το μυαλό του κάθε Έλληνα, αλλά κι έξω από τα σύνορα,  η ψυχή του παγκόσμιου ανθρώπου. Ακόμα, και κυρίως, να σταθώ στην αποκάλυψη που έκαμε στον κάθε απλό άνθρωπο -σε όλους εμάς- ότι αυτά τα υψηλά και ωραία δημιουργήματα δεν προορίζονται αποκλειστικά για μια ελίτ «μεμυημένων» ανθρώπων, αλλά ότι μπορούμε κι εμείς να τα κατανοήσουμε, να τα απολαύσουμε και να εμπνευστούμε από αυτά. 
Από το 1962 που, με το δημιούργημά του τη Μικρή Ορχήστρα Αθηνών, ξεκίνησε το εγχείρημα αυτό, νομίζω η κάθε μέρα τον δικαιώνει. Άλλαξε ο τρόπος που σκεφτόμαστε, ο τρόπος που τραγουδάμε, ο τρόπος που συγκεντρωνόμαστε για να γιορτάσουμε ή να διαμαρτυρηθούμε. Τείνω να αποδώσω ακόμα και την ακατάσχετη τάση του Νεοέλληνα να γράφει ποίηση, σ’ αυτή τη «μαγική» πρωτοβουλία του Μίκη!  Και άραγε γιατί να μην είναι έτσι; Ο  φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Χέρμπερτ Μαρκούζε έλεγε ότι η κυρίαρχη σκέψη και η κυρίαρχη κουλτούρα, τοποθετούν ένα χωροφύλακα μέσα στη συνείδηση του κάθε πολίτη. Αλήθεια, πόσοι και πόσες φορές, μπροστά στη μεγάλη ποίηση ή στην κλασική μουσική δεν σκεφτήκαμε ενδόμυχα, σαν πρώτη αντίδραση: «άστο, δεν είναι αυτό για ‘μένα». Αυτόν ακριβώς τον φυτευτό χωροφύλακα, που μας λέει μέχρι πού μπορούμε ή μας επιτρέπεται, ήρθε κι έδιωξε ο Θεοδωράκης όταν με τη θεσπέσια μουσική του έβαλε στο στόμα μας και στην καρδιά μας την ποίηση του Ρίτσου, του Ελύτη, του Σεφέρη, του Σικελιανού, του Κάλβου και τόσων άλλων μεγάλων ποιητών μας. Νοιώθουμε μια ανάταση ψυχής. Είναι αυτό που είπα και πριν: «Μας ανέβασε πιο ψηλά»! 
Ας παρακολουθήσουμε τη σκέψη του Μίκη για το θέμα, μέσα από γραπτά και ομιλίες του. Μιλάει το 1982, εν όψει πρωτοβουλιών για τα πολιτιστικά που είχαν πάρει ο Ανδρέας Παπανδρέου ως Πρωθυπουργός και η Μελίνα Μερκούρη ως Υπουργός πολιτισμού: «Στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα η αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων είχε πάρει εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα. Οι συζητήσεις δεν γινόταν στα πρωθυπουργικά γραφεία αλλά σε χώρους που δούλευε και μορφωνόταν ο λαός και η νεολαία. Το ερώτημα που έμπαινε τότε επιτακτικά από όλους ήταν: Υπάρχει σύγχρονος ελληνικός λαϊκός πολιτισμός; Μπορούμε να στηριχτούμε απάνω του; Τι θέλει από εμάς; Ποιο ρόλο μπορεί να παίξει στον αγώνα μας;». Σχετικά με την τέχνη, την κουλτούρα και την κοινωνική διαστρωμάτωση λέει: «Ο λαός -σε αντίθεση με την ιστορική του πείρα και τις κατακτήσεις του- παραμένει αδαής απαίδευτος πρωτόγονος μπροστά στα κυρίαρχα έργα της σύγχρονης συμφωνικής τέχνης που μόνο οι 
μεγαλοαστοί την κατανοούν και γι’ αυτό την προωθούν και τη φιλοξενούν στα μέσα της πολιτιστικής πολιτικής που εξακολουθούν να μονοπωλούν». Και συνεχίζει λέγοντας ότι 
η μεγαλοαστική τάξη καταφέρνει να χρησιμοποιήσει την υψηλή τέχνη και κουλτούρα σαν όπλα κατά του λαού. «Όπλα αποπροσανατολισμού, πνευματικής και αισθητικής καταπίεσης με τη δημιουργία ομαδικού δέους, δηλαδή τεχνικά ομαδικού αισθήματος κατωτερότητας. Έτσι ο λαός δεν έχει παρά να προσποιείται ότι κατανοεί και θαυμάζει. 
Να μαϊμουδίζει μιμούμενος το κυρίαρχο ρεύμα όπως το δημιουργεί ο ελεγχόμενος αστικός τύπος και όλα τα ελεγχόμενα μαζικά μέσα διάδοσης. Βέβαια η κυρίαρχη τάξη δεν ξεχνά το λαό. Γι’ αυτό και του προσφέρει τη “δική του” πνευματική και καλλιτεχνική τροφή. Η μεγάλη και υψηλή τέχνη είναι για τους ελάχιστους (που και αυτοί φυσικά δεν καταλαβαίνουν τίποτα). Όμως καταλαβαίνουν καλά ένα πράγμα: ότι ο λαός θα πρέπει να χωνέψει καλά ότι υπάρχει τέχνη αλλά όχι γι’ αυτόν -έτσι ώστε κωδικοποιείται η ταξική υποβάθμισή του και ακόμα ότι γι’ αυτόν υπάρχουν τα υποπροϊόντα της υποκουλτούρας για να θεμελιώνεται και να δικαιώνεται η πνευματική του κατωτερότητα, και επομένως η πολιτική του ικανότητα για αυτοδιάθεση και  αυτοδιαχείριση να τίθεται συνεχώς εν αμφιβόλω». Τι χρειάζεται και πώς μπορεί, λοιπόν, ο λαός να ξεπεράσει τα εμπόδια που του βάζει η κυρίαρχη τάξη; Λέει: « Η ευαισθησία και η πνευματική συνείδηση του λαού τρέφονται με “αίμα”. Και το αίμα αυτό είναι το πνευματικό έργο». Και εξηγεί παρακάτω: «Πού θα βρει λοιπόν το αίμα το πραγματικό ο λαός για να θρέψει τη σκέψη και την ψυχή του; Να λοιπόν ποιος είναι ο διπλός χαρακτήρας του λαϊκού αναγεννητικού κινήματος. Αυτός που δίνει τροφή και αίμα στο λαό. Ο ένας είναι ο πολιτικός-ιδεολογικός. Αυτός που τον διαφωτίζει -τον εμπνέει- τον οργανώνει και τον κινητοποιεί. Ο άλλος είναι ο πολιτιστικός. Αυτός που τον θεμελιώνει, τον χτίζει, του δίνει πρόσωπο, συνείδηση και μέσα έκφρασης. Αυτός που τον ολοκληρώνει και τον καταξιώνει σαν προσωπικότητα άξια να κινεί τη ζωή προς τα εμπρός, άξια να δημιουργεί ιστορία. Η μελοποίηση λοιπόν της ζωντανής, της μεγάλης ποίησης έτσι ώστε να γίνεται “αίμα” για τις φλέβες του λαού, δεν είναι υπόθεση τεχνολογική αλλά πράξη ιστορική». 
Διαβάζοντας αυτά, το όραμα δηλαδή του Μίκη για την κουλτούρα, που ωστόσο -όσον αφορά στην ποίηση και στη μουσική- δεν έμεινε όραμα, αλλά έγινε και παραμένει απτή πραγματικότητα, αναλογίζομαι πόσα πρέπει να γίνουν ακόμα. Πόσους Θεοδωράκηδες χρειαζόμαστε ακόμα! Για να μας εμπνεύσουν και να μας πείσουν ότι και στη ζωγραφική και στο βιβλίο και στο θέαμα (θέατρο, κινηματογράφο, τηλεόραση) και σε κάθε έκφανση της κουλτούρας μπορούμε να βρούμε το ποιοτικό, το ωραίο, το υψηλό. Να μας πείσουν ότι κι εμείς όλοι είμαστε καθ’ όλα ικανοί να απολαύσουμε και να επωφεληθούμε από την πολιτιστική δημιουργία, η οποία (για να επαναλάβω τα λόγια του) «Μας ολοκληρώνει, μας καταξιώνει σαν προσωπικότητες και μας κάνει άξιους να κινούμε τη ζωή προς τα εμπρός, άξιους να δημιουργούμε ιστορία».  Αυτό είναι που ο μεγάλος Μίκης ονόμασε «Μαχόμενη κουλτούρα» και το οποίο παραμένει προ των οφθαλμών μας ως πεδίον δόξης λαμπρόν!  
* Δρ. Μηχανικός 
π. Δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε. 

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2025

ΕΦ' ΑΠΛΟΥ ΧΑΡΤΟΥ

  Οι υποθέσεις: Siemens, εξοπλιστικά, λίστα Λαγκάρντ, Novartis, υποκλοπές, Τέμπη,  ΟΠΕΚΕΠΕ, έρευνα «Καλυψώ» στα τελωνεία για λαθρεμπόριο και άλλες ων ουκ έστι αριθμός και πιο πολύ η αντιμετώπιση και η κατάληξη τους έχουν φέρει στην καθημερινότητά μας προ οφθαλμών τα θέματα κράτους δικαίου και διαφθοράς.   
Η Ευρωπαία εισαγγελέας Λάουρα Κοβέσι εξέφρασε το κοινό αίσθημα με τις δηλώσεις της από την Αθήνα, πως διαπιστώνει ότι «…μετά την έναρξη των ερευνών, οι πολίτες άρχισαν να εμπιστεύονται το έργο μας. Ίσως τους δείξαμε ότι ο νόμος είναι ίσος για όλους…». Και ακόμα υπαινίχθηκε (το κοινό μας μυστικό) ότι το άρθρο 86 του Συντάγματος περί ευθύνης υπουργών, είναι πηγή κακοδαιμονίας για τη χώρα. 
Συμπτωματικά, την ίδια μέρα στην Αθήνα η δημοσιογράφος Μαρία Ρέσσα (βραβείο Νόμπελ Ειρήνης 2021), σε ομιλία της επεσήμανε ότι το 72% του κόσμου βρίσκεται υπό αυταρχικό καθεστώς. Ακόμα ότι η Δημοκρατία απειλείται από αυτό που αποκάλεσε «θάνατο από χιλιάδες μαχαιριές», κόβουν από παντού κι αιμορραγεί με κάθε μαχαιριά, μέχρι που αποδυναμώνεται τόσο από την αιμορραγία που πεθαίνει.  
Οι παραπάνω υποθέσεις-σκάνδαλα, είναι οι μαχαιριές στα πλευρά της Δημοκρατίας μας και οι συνεργοί δοκιμάζουν αλόγιστα την αντοχή της.  
Μανώλης Κουφάκης

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

ΕΦ' ΑΠΛΟΥ ΧΑΡΤΟΥ....

 Ο υπουργός Οικονομικών του Ισραήλ δήλωσε τις προάλλες: «Έχουμε υποβάλει στον 
πρόεδρο Τραμπ ένα business plan. Πληρώσαμε πολλά γι’ αυτόν τον πόλεμο, οπότε 
πρέπει να μοιράσουμε τα ποσοστά από τις μελλοντικές πωλήσεις των ακινήτων στη 
Γάζα. Δεν αστειεύομαι καθόλου-τελειώσαμε με τη φάση της κατεδάφισης που είναι 
πάντα η πρώτη φάση σε κάθε αστική ανάπλαση, και τώρα πρέπει να χτίσουμε. Αυτό 
είναι πολύ φτηνότερο.». Νομίζω πως ήρθε η ώρα να ξεκαθαρίσουμε στο μυαλό μας, 
μέχρι πού φτάνει η συμπάθεια και η ανοχή μας λόγω Ολοκαυτώματος, μετά να 
δούμε τι ακριβώς σημαίνει αντισημιτισμός και τι δούλεμα και να βγάλουμε 
επιτέλους μια φωνή! 
Μανώλης Κουφάκης

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2025

ΟΛΩΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΩΣ.../ Η ΕΥΘΥΝΗ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

                     
                                           «Διάνοια και λόγος ταυτόν» 
                                                              Η σκέψη και ο λόγος είναι το ίδιο πράγμα) 
                                                              Πλάτων, Σοφιστής, 263 Ε 
Γράφει ο Μανώλης Κουφάκης * 
Σε προηγούμενο άρθρο μου ανέφερα τη γλώσσα σαν όρο επιβίωσης του Ελληνισμού, με την έννοια ότι μόνο μέσω μιας γλώσσας πλούσιας, καλά θεμελιωμένης στις ρίζες της, χυμώδους και με ευαισθησίες, όπως είναι η Ελληνική γλώσσα, μπορεί να μεταδοθεί το νόημα που φέρει η λέξη «Ελλάδα», στη διαχρονικότητά της. 
Η γλώσσα δεν είναι απλά ένα εργαλείο επικοινωνίας των ανθρώπων. Είναι εργαλείο επίσης για τη λειτουργία του νου, για τη σκέψη και το στοχασμό, για την καλλιέργεια του ήθους και της αισθητικής και για την απόλαυση, κυριολεκτικά, της πνευματικής δημιουργίας του ανθρώπου. Η γλώσσα είναι προϋπόθεση για να υπάρξει η κοινωνική συμβίωση αλλά επίσης και η εσωτερική ζωή του ανθρώπου· με άλλα λόγια, δηλαδή, το ανθρώπινο σύμπαν. Η αγλωσσία και η λεξιπενία οδηγεί σε πενία ιδεών και φαντασίας, μια μορφή, δηλαδή, πνευματικής αναπηρίας. 
Σήμερα γίνεται εμφανές ότι η πλειονότητα των συν-Ελλήνων αρκείται στη χρήση της γλώσσας ως μέσου βασικής επικοινωνίας, χωρίς να δίνει σημασία στην ποιότητα και τον πλούτο της γλώσσας. Ίσα να μπορούμε να συνεννοηθούμε. Αυτό ανεπίγνωστα (αλλά πολύ γρήγορα) οδηγεί στη λεξιπενία, στη φτωχοποίηση και τη διαμόρφωση τελικά μιας ξερής, αφυδατωμένης και κωδικοποιημένης γλώσσας. Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι πολλοί. Πρώτα-πρώτα η μεγάλη και έντονη στροφή του πολιτισμού προς τις τεχνολογίες αιχμής και ιδιαίτερα την πληροφορική, η οποία είναι μια κατ’ εξοχήν τεχνολογία κωδικοποιημένης συνεννόησης. Αυτό, σε συνδυασμό βέβαια με την ματαιόδοξη ξενομανία μας, φέρνει συνεχώς κακόζηλες λέξεις στη 
γλώσσα μας, ακόμα και όπου δεν είναι απαραίτητες. Πολύ μεγάλη ευθύνη επίσης έχει το εκπαιδευτικό μας σύστημα, που δεν καλλιεργεί την αγάπη προς τη γλώσσα ως ζώσας και διαρκούς απόλαυσης (για να θυμηθούμε τον Πλάτωνα «άριστον εστί το ηδέως μανθάνειν»), αλλά αντίθετα την αντιμετωπίζει ως υποχρέωση εκμάθησης κανόνων και ως αντικείμενο της γενικότερα εφαρμοζόμενης παπαγαλίας. Έπειτα, σημαντικό ρόλο έχει παίξει και το ότι ανάμεσά μας πλέον ζει μεγάλος αριθμός αλλοδαπών, οι οποίοι φτωχά και παραποιημένα ελληνικά γνωρίζουν και το μόνο που ζητούν είναι να μπορέσουν να συνεννοηθούν έστω και στοιχειωδώς. Τα παιδιά τους, βέβαια, θα εκκινούν από άλλη βάση.  
Τελικά όμως, το καθοριστικό είναι η προσωπική υπευθυνότητα που επιδεικνύει έκαστος εξ ημών στο θέμα αυτό. Δεν είναι δυνατόν, αλλά δεν είναι και σωστό, να βάζουμε «χωροφύλακες» στη γλώσσα. Η γλώσσα είναι κάτι ζωντανό που πλάθεται και εξελίσσεται καθημερινά. Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να στέκουμε υπεύθυνα απέναντι της και να μην την κακοποιούμε· ακριβώς επειδή εμείς είμαστε οι πλάστες της.  
Μετά από τα τόσα νεοελληνικά «-άδικα» (φαγάδικα, μπριτζολάδικα, ρακάδικα κ.ά.) που υπερήφανα αναγράψαμε σε πλήθος επιγραφών, είδα προχθές στη μετόπη ενός ζωεμπορικού φορτηγού να έχει γραφτεί με μεγάλα γράμματα σαν επαγγελματική χρήση του οχήματος «Ζωάδικο»! Πώς το ακούτε; Δεν είναι αστείο. Μετά από μερικές χρήσεις θα καταγραφεί και στα λεξικά. Λέγοντας αυτό, θυμήθηκα ένα έγκυρο κατά τα άλλα λεξικό που κυκλοφόρησε πριν κάποια χρόνια και το οποίο στο λήμμα «Βούλγαρος» μετά τη σημασία «Ο κάτοικος της Βουλγαρίας» έδινε επίσης τη σημασία 
«Ο οπαδός του ΠΑΟΚ», με την επεξήγηση ότι έτσι τους φωνάζουν στο γήπεδο όταν κατέβουν στην Αθήνα! Υπήρξαν διαμαρτυρίες και τελικά απαλείφθηκε το ερμήνευμα αυτό του λήμματος. Όμως το αναφέρω για να δείξω πόσο εύκολα περνά ένας βαρβαρισμός, μια ευτελούς κατασκευής λέξη στη γλώσσα, αν επαναλαμβάνεται συχνά και από πολλούς.  
Δεν είναι όλοι οι λαοί τόσο χαλαροί με τη γλώσσα. Οι Γερμανοί, φέρ’ ειπείν, είναι τόσο αυστηροί με τη γλώσσα τους που συχνά Γερμανοί λογοτέχνες διαμαρτύρονται ότι δεν αισθάνονται ελεύθεροι να εκφραστούν. Αυτό ίσως είναι το άλλο άκρο. 
Πάντως, όπως πηγαίνουν τα πράγματα, φοβάμαι ότι κάποια στιγμή θα αντιμετωπίσουμε πάλι «γλωσσικό ζήτημα» ανάλογο αυτού της δημοτικήςκαθαρεύουσας! Το «νέο γλωσσικό ζήτημα» θα είναι μεταξύ της νέας, φρέσκιας και πλούσιας Ελληνικής γλώσσας, που περήφανα προβάλει τον εαυτό της σαν συνέχεια της κλασσικής, της κοινής και της βυζαντινής Ελληνικής γλώσσας, από τη μια, και από την άλλη μιας ισχνής, κωδικοποιημένης, περίπου συνθηματικής γλώσσας, κατάλληλης μόνο για μια στοιχειώδη επικοινωνία. Δεν είναι σίγουρο ότι θα επικρατήσει η πρώτη. Η δεύτερη θα έχει πιο πολλούς χρήστες, θα επαναλαμβάνεται συχνότερα και θα προβάλει ως απλούστερη. Να θυμίσω εδώ ότι λίγα χρόνια μετά τη μείωση ή κατάργηση των Αρχαίων Ελληνικών στα σχολεία, προέκυψε μέγα θέμα όταν στις Πανελλαδικές (1985) δόθηκαν οι λέξεις «αρωγή» και «ευδοκίμηση» και μεγάλος αριθμός μαθητών δεν μπορούσε να τις κατανοήσει. Δημιουργήθηκαν «στρατόπεδα» υποστηρικτών και 
επίσης των αντιθέτων και τα λοιπά γνωστά ελληνικά. Όμως, σκεφθείτε το: μειώσαμε τα 
Αρχαία, καταργήσαμε την καθαρεύουσα (και θεωρήσαμε «έγκλημα» να κρατήσουμε κάτι από αυτήν), καταργήσαμε τόνους και πνεύματα· και φθάσαμε σήμερα στο σημείο να διαβάζουμε τον Παπαδιαμάντη και τον Ροΐδη -αυτούς τους πρίγκηπες της λογοτεχνίας μας- από μετάφραση! 
Όμως η γλώσσα έχει και δύναμη και συμβολισμό. Θα θυμίσω εδώ τη ρήση του αρχαίου 
Έλληνα φιλόσοφου Αντισθένη: «Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις», με την οποία μας λέει ότι η σωστή χρήση των λέξεων και η κατανόηση της σημασίας τους είναι θεμελιώδης για την απόκτηση σοφίας. Έπειτα, μπαίνω εδώ στον πειρασμό να σημειώσω ότι ένα έθνος «ακραίο» ίσως, όπως εμφανίζονται οι Εβραίοι, αποφασισμένο πάντως να επιζήσει με το όποιο κόστος -δικό του ή των άλλων- επέλεξε τη νεκρή και μη ομιλούμενηγλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης, την ανέστησε και την καθιέρωσε ως επίσημη σύγχρονη γλώσσα του! 
Τελειώνοντας το σημείωμα αυτό θέλω να πω ότι το κυριότερο πράγμα που χρειάζεται η γλώσσα είναι ο σεβασμός και η αγάπη μας. Αυτά θα τα διδάξουν ή καλύτερα θα 
εμπνεύσουν στα παιδιά μας οι πνευματικοί άνθρωποι και κυριότατα οι Δάσκαλοι. Μου έρχεται στο μυαλό, παλιά στις αρχές της δεκαετίας του ’60, πόσο είχε απομακρυνθεί η νεολαία από τους παραδοσιακούς χορούς, την παραδοσιακή μουσική και το τραγούδι. 
Σχεδόν έμοιαζαν ότι θα εκλείψουν. Δείτε τα σήμερα. Πώς έγινε αυτό; Ακριβώς επειδή υπήρξαν Δάσκαλοι του είδους με έμπνευση και πάθος και έκαμαν τα παιδιά να τα 
αγαπήσουν. 
Αφού, λοιπόν, γίνει το ίδιο και με τη γλώσσα -ή μήπως και νωρίτερα;- πιστεύω ότι θα πρέπει να μπει στο Σύνταγμά μας ένα άρθρο που θα ορίζει ότι: «Η ομορφιά της γλώσσας μας επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων»!     
(*) Δρ. Μηχανικός 
π. Δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.
 

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2025

ΟΛΩΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΩΣ / Τ0 ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ ΩΣ ΟΡΟΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ

 
  «Η δημογραφία είναι το πεπρωμένο» Auguste Comte (Γάλλος φιλόσοφος) 
 Γράφει ο 
Μανώλης Κουφάκης * 
Το ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε δημογραφική φυλλόρροια δεν αμφισβητείται. Το θέμα το συναντά κανείς όλο και πιο συχνά στον Τύπο· το επιβεβαιώνει εξ άλλου και η Στατιστική Υπηρεσία. 
Σε προηγούμενο άρθρο μου χαρακτήρισα το δημογραφικό (μαζί και με τη γλώσσα μας) σαν το έδαφος κάτω από τα πόδια μας, που πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να φροντίσουμε για να έχουμε ελπίδα επιβίωσης ή και (γιατί όχι) άνθισης της πατρίδας μας. Λέγοντας δημογραφικό πρόβλημα εννοούμε, φυσικά, τη μείωση του πληθυσμού (μέσα στα επόμενα 25 χρόνια αναμένεται μείωση μέχρι 1,5 εκατομμύριο), και τη μεγάλη αύξηση του ποσοστού των μεγάλων ηλικιών στη σύνθεση του πληθυσμού. 
Οι βασικές αιτίες της μείωσης και της γήρανσης του πληθυσμού είναι, κατά τη γνώμη μου, τρεις: ο μαζικός εκπατρισμός, οι οικονομικοί λόγοι και η αλλαγή φιλοσοφίας ζωής, δηλαδή στα ελληνικά … το lifestyle. 
Τον μαζικό εκπατρισμό τον έχει ζήσει πολλές φορές ο Έλληνας και είναι πάντα αποτέλεσμα ακραίων καταστάσεων και συμφορών. Η μεγάλη μετανάστευση προς Αμερική και Αυστραλία στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα, η μετανάστευση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο προς Γερμανία κλπ. και η μεγάλη και πιο ακριβή μετανάστευση του brain drain (διαρροή εγκεφάλων) κατά την πρόσφατη οικονομική κρίση (2010-2020), πήραν από τη χώρα μας εκατομμύρια νέους, δραστήριους και δημιουργικούς, σε παραγωγική και αναπαραγωγική ηλικία, μια πραγματική εθνική αιμορραγία.  
Το περίεργο είναι ότι για την τεράστια απώλεια του εθνικού αυτού δυναμικού, η άρχουσα τάξη της χώρας δεν βρήκε ούτε καν λόγο συμπαθείας να πει. Το αντίθετο μάλιστα, επώνυμο και προβεβλημένο στέλεχός της ο Π. Κανελλόπουλος χαρακτήρισε τη μετανάστευση στη δεκαετία του ‘60 ως «ευλογία για τον τόπο». Αυτό δεν μπορώ να το εξηγήσω παρά μόνον σκεπτόμενος ότι με τη μετανάστευση η άρχουσα τάξη ξεμπέρδευε εύκολα από το πιο δυναμικό, έξυπνο και ατίθασο τμήμα του πληθυσμού, ενώ θα απολάμβανε στη συνέχεια ανενόχλητη το συνάλλαγμα που έστελνε από την ξενιτιά, όπου κατά κανόνα προόδευε. 
Βέβαια στην κατηγορία αυτή, σαν αιτία μείωσης του πληθυσμού, υπό κάποια έννοια, θα πρέπει να συμπεριληφθούν και τα θύματα  των πολέμων και της Κατοχής, καθώς και του αδελφοκτόνου ξεκαθαρίσματος λογαριασμών, που ακολούθησε. 
Εκτός από τη μείωση του πληθυσμού λόγω μετανάστευσης, η οποία κατά κανόνα πραγματοποιείται σε μεγάλα κύματα, για τους παραμένοντες εντός της χώρας, η 
οικονομική δυσπραγία και ανέχεια λειτουργεί σαν ένα ύπουλο σαράκι που γερνά τον πληθυσμό. Οι νέοι που θέλουν να κάνουν οικογένεια, για αντικειμενικούς λόγους δεν μπορούν. Ο γνωστός δημοσιογράφος Κώστας Καλλίτσης γράφει στην «Καθημερινή» 
της 11-5-2025: «Το 46,3% των μισθωτών, περίπου 1,1 εκατομμύριο άνθρωποι, έχουν μισθό έως 1.000 ευρώ μεικτά, και το 16,2%, δηλαδή 463.000 μισθωτοί, έχουν μισθό από 1.000 έως 1.200 ευρώ. Τα 1.200 ευρώ μεικτά αντιστοιχούν σε 956 ευρώ καθαρά, τα 1.000 ευρώ μεικτά αντιστοιχούν σε 824 καθαρά – με τέτοιους μισθούς πρέπει να καλύψουν τις ανάγκες τους και να κάνουν οικογένειες 1,5 εκατομμύριο νέοι άνθρωποι. 
Σε συνθήκες εντυπωσιακής αφθονίας χρήματος, διαφθοράς και αναιδούς πολυτελούς κατανάλωσης, το σύστημα τους ταπεινώνει, τους κάνει να νοιώθουν περιθωριακοί, χωρίς καν μια αξιόπιστη προοπτική για το καλύτερο» και συνεχίζει «Ακούγονται 
διάφορες ρητορείες για τα οικονομικά επιτεύγματα. Αλλά η αλήθεια είναι ότι μια οικονομία είναι τόσο ισχυρή, όσο δείχνουν οι θέσεις εργασίας που δημιουργεί και οι μισθοί που προσφέρει». Ως φαίνεται λοιπόν η «κινεζοποίηση», το όνειρο των κυβερνήσεων της τελευταίας 25ετίας, η εργασία έναντι πινακίου φακής και χωρίς συλλογικές διαπραγματεύσεις, έγινε πραγματικότητα! Έτσι οι νέοι μας σήμερα είναι νεόπτωχοι εγκλωβισμένοι όχι στην ανεργία, αλλά στην κακά αμειβόμενη εργασία.      
Από την άλλη η ακρίβεια καλπάζει ανεξέλεγκτη υπό το δόγμα ότι «τα πάντα τα ρυθμίζει μόνη της η αγορά», ενώ η κομπίνα γενικεύεται ως μέθοδος πλουτισμού και οι νεόπτωχοι τείνουν να δικαιολογούν την πτωχεία τους από την αδυναμία να ενταχθούν και αυτοί σε κάποια τρέχουσα κομπίνα. Η κοινωνία που φτιάξαμε στερεί τα παιδιά μας από ελπίδα και προοπτικές. Αλλά όχι μόνο τα παιδιά μας. Τώρα φεύγουν και οι μετανάστες. Γνωρίζουμε τι έλλειψη χεριών υπάρχει στον τουρισμό, την εστίαση, τη γεωργία και αλλού. 
Βλέπουμε τους Έλληνες επιστήμονες ν’ ανθίζουν στο εξωτερικό, μόλις ξεφεύγουν από το ξερικό τούτο χωράφι. Εμείς εδώ δεν δίνουμε λεφτά στην έρευνα, γιατί δεν έχουμε βρει ακόμα τη γραφειοκρατία που θα την ελέγξει και θα την ανεβάσει σε ύψη, ας πούμε, ΟΠΕΚΕΠΕ. Αντί αυτού προβάλουμε και πάλι το πλέγμα μειονεξίας που μας κατέχει και χρησιμοποιούμε το επιχείρημα ότι είμαστε μικρή χώρα και γι’ αυτό, τάχα μου, δεν μπορούμε να αποκτήσουμε βιομηχανία και υψηλή τεχνολογία. Προφάσεις εν αμαρτίαις! Τα παραδείγματα χωρών αναλόγου μεγέθους, όπως η Δανία, η Ιρλανδία, η Ολλανδία ή το Ισραήλ, δείχνουν πόσο ανόητο είναι το επιχείρημα αυτό. Οι λόγοι όμως είναι άλλοι. Σήμερα τα μεγάλα κέρδη δεν βγαίνουν από την πραγματική οικονομία και τις παραγωγικές επενδύσεις. Τεράστιο πλούτο (πλασματικό όμως) παράγουν οι χρηματιστηριακές συναλλαγές, οι «επενδύσεις» σε τίτλους που αλλάζουν γρήγορα χέρια και οι υψηλές αποτιμήσεις των εταιρειών. Χρυσές εποχές για τα επενδυτικά 
ταμεία (funds) που πλουτίζουν τρελά χωρίς ρίσκο. Αυτό το «χάρτινο» αλισβερίσι, μαζί με την διαχείριση (κατά κανόνα αδιαφανή) των Ευρωπαϊκών κονδυλίων, φαίνεται να ικανοποιούν την επαρχιώτικη νοοτροπία μεταπράτη που χαρακτηρίζει την πολιτική μας ελίτ. 
Ο τρίτος λόγος μείωσης και γήρανσης του πληθυσμού είναι η αλλαγή φιλοσοφίας για τη ζωή. Ο σημερινός πολίτης -άνδρας ή γυναίκα- διεκδικεί μεγαλύτερο μερίδιο ευημερίας για τον εαυτό του απ’ ό,τι παλαιότερα και αντίστοιχα είναι διατεθειμένος για μικρότερες «θυσίες» στα πλαίσια μιας σχέσης ή μιας οικογένειας. Αυτό ήδη από μόνο του δημιουργεί πολλούς «εκ πεποιθήσεως εργένηδες» και επίσης αυξάνει κατακόρυφα τον αριθμό των διαζυγίων, καταστάσεις που συντελούν στη μείωση του πληθυσμού. Αλλά και οι σύγχρονες οικογένειες δεν είναι πολυμελείς. Τα ζευγάρια πλέον κάνουν ένα ή δύο παιδιά και προτιμούν να επενδύσουν σ’ αυτά περισσότερα χρήματα και να τους δώσουν περισσότερα εφόδια για τους απαιτητικούς καιρούς που θ’ αντιμετωπίσουν. Εξ άλλου θέλουν και για τους ίδιους καλύτερη ζωή και περισσότερο ελεύθερο χρόνο. 
Απ’ όλα τα παραπάνω φαίνεται ότι η λύση του δημογραφικού ούτε απλή ούτε εύκολη είναι. Ωστόσο, επειδή είναι ζωτικής σημασίας για τη χώρα, πιστεύω ότι θα πρέπει να τύχει διακομματικού ενδιαφέροντος, επεξεργασίας και συναίνεσης. Έπειτα, απευθυνόμενη η Πολιτεία στους νέους της Ελλάδας και στις οικογένειες, θα πρέπει να επιδείξει πραγματικό και σταθερό ενδιαφέρον. Να δώσει κίνητρα και διευκολύνσεις για το στήσιμο του νοικοκυριού, για το μεγάλωμα της οικογένειας, για το μέλλον των παιδιών. Σήμερα βέβαια, ως φαίνεται, τα πράγματα δεν πηγαίνουν προς τα εκεί. Η Πολιτεία δίνει 8.000 ευρώ μπόνους για αγορά ηλεκτρικού αυτοκινήτου, ενώ δεν μπορεί να δώσει βοήθημα 3.000 ευρώ για κάθε παιδί! 
Τέλος, επειδή, κατά τα φαινόμενα, ούτε έτσι θα λυθεί το δημογραφικό, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πια ότι έχουμε ανάγκη τους μετανάστες. Ξεκινώντας από αυτό θα πρέπει, νομίζω, να πάψουμε να είμαστε εχθρικοί γενικώς προς τη μετανάστευση. Η προσπάθεια θα πρέπει να επικεντρωθεί στο να είναι ελεγχόμενη η μετανάστευση, στο να ενταχθούν και να ενσωματωθούν οι μετανάστες στην ελληνική κοινωνία και στο να διατηρήσει αυτή η κοινωνία τον ελληνοκεντρικό χαρακτήρα της, χωρίς να αρνείται τις διαφορετικότητες και χωρίς να καταπιέζει τα μέλη της. 

(*) Δρ. Μηχανικός 
π. Δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2025

ΟΛΩΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΩΣ / ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ : ΔΥΟ ΟΡΟΙ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ

                               
                                                
Γράφει ο Μανώλης Κουφάκης (*)  
          «Και μην έργω κουκέτι μύθω γη σεσάλευται…» 
           [Με έργα (στ’ αλήθεια) κι όχι πια με λόγια τραντάζεται η γη…] 
            ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Προμηθεύς δεσμώτης, 1080 
 
Η επιβίωση ενός έθνους στους αιώνες, και ακόμα περισσότερο η άνθισή του, απαιτεί μελέτη, σχεδιασμό και προσπάθεια μακράς πνοής και οπωσδήποτε δεν μπορεί να αφεθεί στη ροή των πραγμάτων ή στην καλή του τύχη ή στον καλό θεό της Ελλάδας (που συχνά πυκνά επικαλούμαστε). 
Το μικρό μέγεθος της χώρας (επιδίωξη των Άγγλων και Γάλλων από το 1821, την οποία πέτυχαν), δεν βοήθησε ώστε να αναπτυχθεί αυτοπεποίθηση εθνική και πνεύμα υψηλόφρον. Δεν κάνουμε μακροπρόθεσμη σκέψη. Δεν πιστεύουμε στο μέλλον, στο 
υψηλό και στο μεγάλο. Και γι’ αυτό ακριβώς  το λόγο μικροπραγμονούμε και μας ελκύουν οι «αρπαχτές».  
Όμως, φοβάμαι ότι «οι καιροί (πλέον) ου μενετοί»! Σε κάθε περίπτωση, αλλά ιδιαίτερα σε θέματα όπως το συγκεκριμένο (δηλαδή της επιβίωσης), πρέπει να βλέπουμε τη μεγάλη εικόνα, το δάσος και όχι το δένδρο, όπως συχνά λέγεται. Αν δούμε λοιπόν τη συρρίκνωση του ελληνισμού κατά τα τελευταία 100 χρόνια, θα διαπιστώσουμε ότι χάθηκε ο ελληνισμός όλων των χωρών της Μαύρης Θάλασσας, ο ελληνισμός του Πόντου, της Κωνσταντινούπολης, των παραλίων και της ενδοχώρας της Μικράς Ασίας, της Μέσης Ανατολής (Λίβανος, Συρία), της Αιγύπτου και της Βόρειας Αφρικής, του Ιράν και αλλού. Βέβαια και της Κύπρου, τουλάχιστον γεωγραφικά. Ένας ελληνισμός ακμαίος, εύρωστος, πράγματι με αυτοπεποίθηση και καλλιέργεια, χάθηκε. Στην ίδια χρονική περίοδο, είναι απογοητευτικό να βλέπεις την εξέλιξη της Τουρκίας (της οποίας την πρωτεύουσα είχαμε σοβαρά απειλήσει πριν 100 χρόνια), σε σύγκριση με τη δική μας πορεία αλλεπάλληλων συμβιβασμών και υποχωρήσεων. Αναλογιζόμενοι όλα αυτά, δεν πρέπει να ανάψει ένα «αλάρμ»; Δεν πρέπει να χτυπήσει ένα καμπανάκι; 
Βέβαια συζητώντας για τη μελλοντική επιβίωση, ανάπτυξη ή και άνθιση της χώρας, πολλοί πολλά θα έχουν να προτείνουν. Άλλος τους εξοπλισμούς, άλλος τη γεωργία, άλλος τη βιομηχανία (ας μην ξεχνάμε ότι πριν 100 χρόνια η Ελλάδα είχε αυτοκινητοβιομηχανία: Θεολόγου, Μπουχάγιερ, Ταγκαλάκης) και βέβαια -ίσως όλοι- τον τουρισμό, που όχι μόνο φέρνει χρήμα αλλά δρα κάπως και σαν «ελαφρό αναισθητικό», σκεπάζοντας με τη λάμψη του, σ’ ένα βαθμό, τα άλλα προβλήματα. 
Καλά όλα αυτά και όλα θα πρέπει να επιστρατευθούν, όμως, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να φροντίσουμε πρώτα απ’ όλα και πολύ σοβαρά, το έδαφος κάτω από τα πόδια μας. 
Πρώτη προϋπόθεση για να προσβλέπει, με την όποια αισιοδοξία, η Ελλάδα στο μέλλον, είναι φυσικά το να υπάρχουν Έλληνες. Δεν είναι αυτό ταυτολογία ή σχήμα λόγου. Όλες οι μελέτες, αλλά και η ίδια η Στατιστική Υπηρεσία, βεβαιώνουν ότι ο πληθυσμός φθίνει. 
Δεν είναι το ζητούμενο να καλυφθεί το κενό, ο χώρος. Αυτό θα καλυφθεί από τους μετανάστες (νόμιμους και παράνομους) σχεδόν αυτόματα και φυσικά. Το ζητούμενο είναι, αυτοί που θα κατοικούν αυτόν τον τόπο να συνεχίσουν να είναι συνειδητοί φορείς μιας ιστορίας, μιας κουλτούρας και ενός ήθους που θα θυμίζει Ελλάδα, με ό,τι αυτό νοηματοδοτεί σήμερα σ’ εμάς. Ανάγκη λοιπόν επιτακτική να σταματήσει ή και ν’ αναστραφεί η μείωση του ελληνικού πληθυσμού με κάθε τρόπο. Ανάγκη δηλαδή να δούμε το δημογραφικό μας πρόβλημα. 
Και, ακριβώς επειδή τελικά το ζητούμενο είναι η μεταφορά του νοήματος «Ελλάδα», δεν θα μπορέσει αυτό να γίνει αν φθαρεί βάναυσα η γλώσσα μας, ο Λόγος. Αυτό, επειδή ο Έλληνας του μέλλοντος, αν χαθεί ο πλούτος του ελληνικού Λόγου, θα έχει αδυναμία να μετάσχει του νοήματος «Ελλάδα», αλλά -ακόμα χειρότερα- δεν θα βλέπει το λόγο να το κάνει. 
Ανάγκη επομένως, επίσης επιτακτική, η αγάπη της γλώσσας απ’ όλους μας και η καλλιέργειά της, ώστε να παίρνουμε απ’ αυτήν κάθε χυμό που έχει να μας χαρίσει. 
Ούτε εύκολα, ούτε αυτονόητα είναι τα παραπάνω και σκοπεύουμε, γι’ αυτό να επανέλθουμε. 
(*) Δρ. Μηχανικός 
π. Δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2025

ΟΛΩΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΩΣ / ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ

Γράφει ο Μανώλης Κουφάκης*
Η ταυτότητα ενός λαού περιλαμβάνει και περιγράφει τη συλλογική πολιτισμική έκφραση, τα στοιχεία που συνθέτουν την ιστορία, τις αξίες, τη γλώσσα και τις παραδόσεις της κοινότητας. Την ταυτότητα σαν λαός δεν την επιλέγουμε. Απλά μας συμβαίνει να την έχουμε. Βέβαια διαμορφώθηκε στα πολλά χρόνια που πέρασαν σαν αποτέλεσμα κάποιων επιλογών μας ή κάποιων συμβάντων τύχης ή ατυχίας που είχαμε. 
Για το λόγο αυτό την προβάλουμε, με τα θετικά και τα αρνητικά της, χωρίς να την συνειδητοποιούμε ή να προβληματιζόμαστε γιατί και πώς. Η ταυτότητα ενός λαού αλλάζει πάρα πολύ αργά με τα χρόνια, πάλι σαν συνέπεια των ίδιων παραγόντων. Όμως αν ένας λαός θέλει να μάθει γιατί προβάλει τη συγκεκριμένη ταυτότητα -και πολύ περισσότερο αν θέλει να επέμβει θετικά στα στοιχεία της ταυτότητάς του- είναι εκ των ων ουκ άνευ να αποκτήσει αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία.  
Η αυτογνωσία -το γνώθι σαυτόν- ενός ατόμου, ενός λαού ή ενός έθνους, είναι απόλυτα αναγκαίος όρος και προϋπόθεση για να βρει τις συντεταγμένες του στον κόσμο και να αυτοπροσδιοριστεί στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Δηλαδή, γνωρίζοντας από πού ξεκινά, να 
βάλει στόχους και να χαράξει πορεία για την επίτευξή τους. Αυτογνωσία σημαίνει βαθιά κατανόηση του εαυτού· των ιστορικών, πολιτιστικών και κοινωνικών ιδιοτήτων, καθώς και των δυνατοτήτων και αδυναμιών του. Η αυτογνωσία ενός λαού -η οποία θα κάνει κατανοητή την εθνική του ταυτότητα- είναι ένα σημαντικό του προσόν, ενώ η έλλειψή της μια σοβαρή και ίσως επικίνδυνη αδυναμία. Το «γνώθι σαυτόν» είναι ένα δύσκολο άθλημα κι εμείς οι Έλληνες, σαν άτομα και σαν λαός, δεν έχουμε, κατά τη γνώμη μου, ιδιαίτερα καλές επιδόσεις σ’ αυτό.  
Βασικά στοιχεία της σημερινής ταυτότητας των Νεοελλήνων (πνευματικά, πολιτιστικά και γλωσσικά) χωρίς αμφιβολία έχουν τις ρίζες τους στην Αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο. Βέβαια, κληρονόμος του αρχαίου κλασικού πολιτισμού δεν ήταν το Βυζάντιο, αλλά η Δύση μέσω της Αναγέννησης (την οποία εμείς δεν είχαμε). Από τη Δύση ξαναγνωρίσαμε τους αρχαίους μας και εμβαθύναμε στη σκέψη τους, χωρίς βέβαια να έχουμε εξαντλήσει το θέμα αυτό. Έχουμε πάντως δικαιώματα επ' αυτής της κληρονομιάς, αλλά δεν τα διεκδικούμε σωστά. Μάλλον μας γελοιοποιεί ο τρόπος που τα προβάλουμε. Πότε με τον τύπο του «Ελληνάρα» που ο πλανήτης όλος τάχα του οφείλει λόγω των αρχαίων του προγόνων (τους οποίους κατά τα άλλα αγνοεί 
παντελώς), πότε του φουστανελοφόρου με περικεφαλαία που παίρνει τα λάβαρα και κατεβαίνει στις πλατείες να διαδηλώσει για τις ταυτότητες ή τη Συμφωνία των Πρεσπών και τα παρόμοια· μάλιστα καλυπτόμενος από κόμματα και προσωπικότητες πανελλαδικής εμβέλειας. Αυτά είναι αποκριάτικα καμώματα. Δεν είναι σοβαρά πράγματα. Η προσπάθεια διεκδίκησης θα έπρεπε οπωσδήποτε να ξεκινήσει από το Κράτος (ένα σοβαρό Κράτος), πρωταρχικά αλλά όχι περιοριστικά, μέσα από την εκπαίδευση και να κατατείνει στο να περάσει ο πλούτος της αρχαιότητας στην παιδεία και την κουλτούρα του σημερινού Έλληνα, γνήσια και αβίαστα, όχι κακέκτυπα. Τώρα, τα χρόνια του Βυζαντίου -παρά το ότι ήταν σε αντίθεση με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία- υπήρξε εκεί ένας σημαντικός πολιτισμός. Δεν ήταν μεσαίωνας, όπως στη 
Δύση. Μάλιστα, το Βυζάντιο έδωσε στη Δύση τα πρώτα σπέρματα της Αναγέννησης. Επ' αυτού του πολιτισμού, πιστεύω, ότι έχουμε επίσης δικαιώματα. Εμείς όμως, δυστυχώς, θεωρούμε ότι βυζαντινή κληρονομιά είναι η άγρια όψη των παπάδων και Δεσποτάδων. 
Όσο πιο άγρια γίνεται. Και εδώ πάλι χρειάζεται η Πολιτεία. Συμβαίνει το περίεργο να έχουμε λογικά, ηθικά και νόμιμα δικαιώματα επί δύο τεράστιων πολιτισμών, και να μην τα ασκούμε! Και τα δύο είναι τεράστιας σημασίας από κάθε άποψη. Πολιτιστική, ηθική, οικονομική και κυρίως εθνική. Υπαρξιακή, θα έλεγα! Αυτή η κληρονομιά θα μπορούσε να είναι ένα «δυνατό χαρτί» ή και μια "βαριά βιομηχανία" μας! Και να μη ξεχνάμε επίσης, ότι η ταυτότητά μας ως λαού σήμερα, φέρει και πάρα πολλά στοιχεία (κατά κύριο λόγο αρνητικά) χαραγμένα από τους αιώνες δουλείας κάτω από ένα άξεστο δυνάστη· στοιχεία που πρέπει να αποβάλουμε συν τω χρόνω. Προϋπόθεση όμως αναγκαία για όλα τα παραπάνω, η απόκτηση αυτογνωσίας. 
Στα χρόνια μας, από δεκαετίες μέχρι τώρα, συμβαίνει η χώρα μας, η γειτονιά μας, οι παρέες μας και τα σχολεία μας να γίνονται πολυπολιτισμικά. Ένας αυξανόμενος αριθμός αλλοδαπών εργάζεται, διασκεδάζει, μεγαλώνει οικογένειες στον τόπο μας. Οι άνθρωποι αυτοί, που σπρωγμένοι από την ανάγκη ή από το φόβο, βρήκαν μια θέση δίπλα μας, είναι προς όφελος όλων να ενταχθούν στην κοινότητα, στην ελληνική κοινότητα. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με επιτυχία αν ο πολιτισμός μας, χωρίς υπεροψία αλλά και χωρίς εκπτώσεις, γινόταν ο άξονας γύρω από τον οποίο θα μπορούσαν να περιστραφούν μαζί με μας και να συνδεθούν μαζί μας. Δεν αποτελεί εθνικιστική κορώνα, αλλά αντίθετα κοινή λογική, ότι θα πρέπει να τραβήξουμε τους ξένους προς τις αξίες και τα ισχύοντα της κοινωνίας μας, ώστε κάποια στιγμή οι ίδιοι ή τα παιδιά τους να γίνουν δικοί μας. Δεν αποτελεί εθνικιστική κορώνα ότι η κοινωνία μας και οι αξίες της πρέπει να είναι ελληνοκεντρικές. Θέλει ιδιαίτερη προσοχή αυτό επειδή η πολυπολιτισμική κοινωνία και οι θεωρητικοί της έχουν, περίπου εξ ορισμού, «δυσκολία» με την κλασική παιδεία. Όμως, στις μέρες μας, που ο κόσμος έκπληκτος βλέπει την Ευρωπαϊκή ηγεσία και τις Ευρωπαϊκές ελίτ να παρακολουθούν αμήχανες τον Τραμπ να γκρεμίζει θεσμούς και σύμβολα, χωρίς να μπορούν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, όλο και περισσότεροι αιτιώνται την ευρωπαϊκή παιδεία η οποία έχει εξοβελίσει τις κλασικές καταβολές της. Όλο και περισσότεροι συνειδητοποιούν ότι η Ευρώπη χάνοντας την κλασική παιδεία, χάνει ακριβώς τον συνεκτικό δεσμό του πολιτισμού της, προτάσσοντας συνταγές οικονομικής και πολιτικής ανέλιξης που όμως έχουν κοντά ποδάρια. 
Να λοιπόν που, θέλοντας και μη, ερχόμαστε πάλι και πάλι στα θέματα της ταυτότητάς μας, της αυτογνωσίας, της εκπαίδευσης και της παιδείας μας. 
(*) Δρ. Μηχανικός 
π. Δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2025

ΟΛΩΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΩΣ / ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΟΛΟΥΣ ΟΣΟΥΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΝ

«Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας» 
Ανδρέας Εμπειρίκος, Υψικάμινος 

Γράφει ο Μανωκης Κουφάκης
Παρακολούθησα στις 24 Ιουλίου 2025 στα Χανιά, την εκδήλωση στην οποία είχαν προσκληθεί και μίλησαν η κυρία Μαρία Καρυστιανού και άλλοι γονείς και συνεργάτες (Παύλος Ασλανίδης, Βασίλης Κοκοτσάκης κ.ά.) από τον Σύλλογο «Τέμπη 2023». Η συγκέντρωση ήταν μεγάλη παρ’ όλο που το μέρος δεν ήταν περαστικό. Όσοι παραβρέθηκαν πήγαν επί τούτου. Και, έχω την αίσθηση, ότι δυόμισι χρόνια μετά το δυστύχημα, οι δυόμισι και πλέον χιλιάδες πολίτες που βρέθηκαν εκεί, δεν πήγαν για να εκφράσουν τα συλλυπητήριά και την συμπάθειά τους, απλά και μόνο. Έχει γίνει αντιληπτό πλέον ότι η προσπάθειά να βρουν το δίκιο τους-κάτι που θα έπρεπε να μοιάζει φυσικό και απλό σε μια δημοκρατία- έχει μεταλλαχτεί  σε αγώνα άνισο με ένα υπέρτερο αντίπαλο (ή μήπως και εχθρό;) που χρησιμοποιεί κάθε μέσο και τερτίπι για 
να «κουκουλώσει» την υπόθεση και να εξαφανίσει κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να ρίξει φως σ’ αυτήν. Γιατί άραγε; Ακόμα κι εμείς, οι άσχετοι προς τα πράγματα, έχουμε πλέον υποψιαστεί (για να μην πω πεισθεί) ότι κάτι ένοχο, κάποιοι θέλουν πάση θυσία να κρύψουν.   
Ακούσαμε τους ομιλητές να αναφέρονται στο γνωστό μπάζωμα που προκάλεσε μαζική εξαφάνιση στοιχείων, αλλά και στην καταστροφή δειγμάτων αίματος και στην αντικατάσταση δικαστών της υπόθεσης και άλλα τέτοια. Να μας περιγράφουν την προσπάθειά τους στα Ευρωπαϊκά δικαστήρια και την Οδύσσειά τους στην Ελληνική Δικαιοσύνη και τη Βουλή. Να μας λένε ότι «πλέον οι ελπίδες για να αποδοθεί δικαιοσύνη, έρχονται από το εξωτερικό»-κάτι δηλαδή σαν και την περίπτωση του 
ΟΠΕΚΕΠΕ. Και, να σκεφτεί κανείς ότι η συγκέντρωση ήταν για την 51η επέτειο από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας! 
Είχαμε όμως στη συγκέντρωση αυτή την ευκαιρία να δούμε μια ομάδα ανθρώπων που τον πόνο τους τον έκαμαν δύναμη, που μεθοδικά και επίμονα διεκδικούν το δίκιο τους, που έχουν τα κότσια να αντιπαλεύουν με την ανικανότητα και την αναλγησία ενός ανενδοίαστου μηχανισμού. Ο αγώνας τους, όπως τελικά τον προσδιόρισαν τα τόσα εμπόδια που τους παρεμβάλλονται, έχει γίνει εκ των πραγμάτων πολιτικός. Άπτεται της ασφάλειας, της υγείας, της παιδείας αλλά και της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας, που δεν μπορούν να υπάρξουν η μια χωρίς την άλλη. Δηλαδή αφορά όλους μας. Μετά την εκδήλωση οι δημοσιογράφοι ρώτησαν την κυρία Καριστιανού την κλασική ερώτηση: αν σκοπεύει να ιδρύσει πολιτικό φορέα. 
Την Κυριακή 27 Ιουλίου 2025, στο κύριο άρθρο της η «Καθημερινή», απογοητευμένη ίσως από τις ίδιες παραπάνω αιτίες, γράφει: «Η Ελλάδα χρειάζεται όσο τίποτα να γυρίσουν τα παιδιά της που έφυγαν στο εξωτερικό λόγω της οικονομικής κρίσης. …. 
Σήμερα χρειαζόμαστε τον δυναμισμό όσων έφυγαν, την κουλτούρα του επαγγελματισμού και της αξιοκρατίας που κουβαλούν. Χρειαζόμαστε όμως και την εμπλοκή τους στον δημόσιο βίο και στην πολιτική, για να αλλάξουν όσα τους έδιωξαν από τον τόπο τους….». Προσυπογράφω ασφαλώς το άρθρο της Καθημερινής και επεκτείνω τη σκέψη: μήπως κι αυτοί οι άνθρωποι των Τεμπών, που η ζωή το ‘φερε να χαλυβδωθούν μέσα από τον μεγαλύτερο πόνο και που αντιπαλεύοντας ένα «κράτος εχθρό» απέδειξαν ότι έχουν τα κότσια και μπορούν να φέρουν αποτελέσματα και που ο αγώνας τους, εκ των πραγμάτων, απλώθηκε σε όλα τα ουσιώδη της ζωής μας, μήπως, λέω, «θα πρέπει-κι αυτοί-να εμπλακούν στο δημόσιο βίο και την πολιτική, για να αλλάξουν όσα μας κάνουν ξένους στον τόπο μας;». 
Αν είναι έτσι, οι δημοσιογράφοι θα πρέπει πλέον να ερωτούν την κυρία Μαρία Καρυστιανού όχι αν, αλλά πότε σκοπεύει να ιδρύσει πολιτικό φορέα.    
(*) Δρ. Μηχανικός 
π. Δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.

Σάββατο 2 Αυγούστου 2025

ΟΛΩΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΩΣ/ Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΗΣ

 
  Γράφει ο Μανώλης Κουφάκης *
Η ελληνική γλώσσα χρησιμοποιεί τη λέξη Λόγος για να δηλώσει τόσο το μέσον επικοινωνίας -γραπτό ή προφορικό- δηλαδή την ίδια τη Γλώσσα, όσο και τη νοητική επεξεργασία των ερεθισμάτων που δεχόμαστε από παντού, δηλαδή τη Λογική. Η λέξη αυτή, «Λόγος», φέρει για μας τους Έλληνες ουσιαστικό, συναισθηματικό και σημειολογικό βάρος. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Λόγος -και με τις δύο έννοιες που προανέφερα- υπήρξε το κινούν  αλλά και το ζητούμενο της ελληνικής κλασικής δημιουργίας σε όλες τις εκφάνσεις της (φιλοσοφία, ποίηση, παιδεία, πολιτική, ρητορική κλπ.). 
Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη αποκαλεί τον Χριστό, Θεό Λόγο. Γράφει στα Αρχαία Ελληνικά ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος», Ιω. 1,1. 
Και για τον άνθρωπο μπορούμε επίσης να ισχυριστούμε ότι είναι ο Άνθρωπος Λόγος. Η σοφία του Λόγου ονομάζεται επιστήμη· το ήθος του Λόγου ονομάζεται ανθρωπιά· η ηδονή του Λόγου ονομάζεται λογοτεχνία. Ο Λόγος (με την έννοια του Νου), είναι, όπως λέει ο Αριστοτέλης, το «θεϊκό» φως στην ανθρώπινη ψυχή. Ρητορική, Γ, 1411. 
Βλέπουμε λοιπόν από τα παραπάνω ότι το πώς μιλάμε, το πώς γράφουμε, το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, το πώς συμπεριφερόμαστε, το πόσο ευαίσθητοι δέκτες της ομορφιάς που μας περιβάλλει γινόμαστε, όλα αυτά, δεν είναι άσχετα μεταξύ τους. 
Αντίθετα, είναι στενά κι αξεχώριστα δεμένα το ένα με τ’ άλλο και έτσι δένονται σ’ ένα αρμονικό σύνολο το σώμα, το πνεύμα και η ψυχή.  
Δεν είναι λοιπόν υπερβολή να πούμε ότι η γλώσσα καθορίζει καίρια τον τρόπο που σκεφτόμαστε, συναισθανόμαστε και επικοινωνούμε. Τον τρόπο που προσλαμβάνουμε το παρελθόν και οραματιζόμαστε το μέλλον μας.  
Αν τα παραπάνω είναι σωστά, πιστεύω θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι, θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, ευαίσθητοι και υπεύθυνοι στα θέματα της γλώσσας, τόσον εμείς όσο και η ίδια η Πολιτεία. Είναι τουλάχιστον ανεύθυνο εκ μέρους μας να επιδεικνύουμε πάνω στη γλώσσα τη δεινότητά μας σε βαρβαρισμούς και σολοικισμούς. Κάποιοι ισχυριζόμενοι ότι τη φέρνουν πιο κοντά στο λαό, άλλοι μάλιστα δημιουργώντας και ένα κάποιο «ύφος», κακοποιούν βάναυσα τη γλώσσα μας χωρίς να αναλογίζονται τη ζημιά που προκαλούν. Ακόμα, η γρήγορη εξέλιξη της τεχνολογίας έχει συντελέσει στην εισβολή τεράστιου αριθμού ξένων λέξεων στο λεξιλόγιο ιδίως των νέων μας. Δεν θα έπρεπε όμως να χρησιμοποιούμε άκριτα τέτοια πληθώρα ξενικών λέξεων, ακόμα κι εκεί που δεν χρειάζεται ή που υπάρχουν αντίστοιχες δόκιμες ελληνικές. 
Εξ άλλου, οι ευθύνες και της Πολιτείας είναι μεγάλες, τεράστιες θα έλεγα. Πρώταπρώτα, ενταγμένη η γλώσσα σ’ ένα εκπαιδευτικό σύστημα που προτάσσει την παπαγαλία από την ανάπτυξη κριτικής σκέψης, υφίσταται και αυτή τις ίδιες συνέπειες με τη λοιπή μάθηση· ρηχές γνώσεις που αντέχουν ίσα ίσα μέχρι το τέλος των εισαγωγικών εξετάσεων. Το χειρότερο όμως είναι η αποστροφή προς τη μάθηση, ως αποτέλεσμα της τραυματικής εμπειρίας του σχολείου. Οι εξαιρέσεις, που ασφαλώς υπάρχουν στους μαθητές και στους καθηγητές, δεν αναιρούν τη γενική κατάσταση του συστήματος. Ακόμα, αν και έχουν περάσει πάνω από σαράντα χρόνια, δεν έχω πεισθεί ότι η καθιέρωση του μονοτονικού ήταν μια σωστή κίνηση. Όσο δε για τον περιορισμό ή την κατάργηση των Αρχαίων Ελληνικών, έχω βεβαιωθεί πια ότι ήταν και παραμένει ένα μεγάλο λάθος. Η σημερινή μας γλώσσα είναι η εξέλιξη της αρχαίας μέσω της Αλεξανδρινής Κοινής και της Βυζαντινής Ελληνικής. Δεν είναι άλλη γλώσσα. Οι ρίζες των λέξεων που χρησιμοποιούμε βρίσκονται στα Αρχαία Ελληνικά και πάλι εκεί απευθυνόμαστε όποτε έχουμε δυσκολία να εκφράσουμε ή να περιγράψουμε κάτι. 
Έπειτα και η οπτική αισθητική της γλώσσας δεν είναι κάτι το αμελητέο. Καταργήσαμε τους τόνους και τα πνεύματα, καταργήσαμε τις υπογεγραμμένες, καταργήσαμε τις δασείες πάνω από τα ρ· τώρα τα κείμενά μας δεν μοιάζουν με τα παλιά. Θα μπορούσαν όμως να γίνουν και χειρότερα. Κάποιοι πρότειναν τη φωνητική γραφή και ακόμα, από επίσημα χείλη, ακούστηκε η ιδέα του λατινικού αλφαβήτου! 
Δεν ευνοώ την υπερβολή, δεν υποστηρίζω την επιστροφή στην αρχαία γλώσσα ούτε καν στην καθαρεύουσα. Οι υπεραπλουστεύσεις όμως της γλώσσας και η αποκοπή από τις ρίζες της θεωρώ ότι είναι επικίνδυνες. Πιστεύω ότι η περιφρούρηση και φροντίδα της γλώσσας μας είναι πραγματικά όρος επιβίωσης του έθνους μας. Μπορεί να λέει ο καθένας μας ό,τι νομίζει για το κράτος του Ισραήλ. Θα συμφωνήσουμε όμως όλοι ότι είναι ένα κράτος αποφασισμένο να ζήσει, έστω και εις βάρος των άλλων. Και δεν μπορεί, λέει ο Χ. Γιανναράς, να αποδοθεί σε συναισθηματισμό η απόφαση να αποτελέσει επίσημη γλώσσα του το αρχαιότερο σωζόμενο ιδίωμα της εβραϊκής. Το αντίστοιχο θα ήταν να είχαμε εμείς επιλέξει, όταν γίναμε κράτος, ως επίσημη γλώσσα την ομηρική!  
* Δρ. Μηχανικός 
π. Δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2025

ΟΛΩΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΩΣ / ΜΝΗΜΗ: ΑΡΧΗ ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΕΤΗΣ ΤΩΝ ΛΑΩΝ IV

Γράφει ο Μανώλης Κουφάκης                                                                                                       
(Ο κατεστημένος άνθρωπος και η καθεστηκυία τάξη) 
Μπορεί ο Θεόφραστος, ο Ζαν ντε Λα Μπρυγιέρ ή ο Λασκαράτος να μην περιέλαβαν στους «Χαρακτήρες» τους τον «κατεστημένο άνθρωπο», τον περιέγραψε όμως ο εξαίρετος Μάριος Πλωρίτης σε ένα άρθρο του στην εφημερίδα «Το Βήμα», το 1966. 
Γράφει λοιπόν ο Πλωρίτης: «Ο “κατεστημένος” είναι ζώον, τύποις μεν κοινωνικόν, ουσία δε αντικοινωνικόν. Είναι ο άνθρωπος που κατέχει μια θέση στην κοινωνία, στην πολιτεία κλπ., και που όλες του οι ανθρώπινες ιδιότητες – σκέψεις, αισθήματα, πράξεις – δεν υπάρχουν και δεν λειτουργούν παρά για τη διατήρηση αυτής της θέσης. Ακόμα περισσότερο: η πολιτεία και η κοινωνία, οι ιδέες και οι θεσμοί, τα έμψυχα και τα άψυχα, τα λογικά και τα άλογα, πρέπει να υποτάζωνται σ’ συτόν το υψηλό σκοπό, κι αυτόν να υπηρετούν. Δεν έχει σημασία αν η θέση αυτή είναι δημόσια ή ιδιωτική, οικονομική ή πολιτική, διοικητική ή πνευματική. Δεν έχει σημασία αν βρίσκεται στην κορυφή ή στην βάση της όποιας “ιεραρχίας”. Δεν έχει σημασία αν ο “κατεστημένος” την απόκτησε από κληρονομιά, “μέσον”, μόχθο ή και αξία (το σπανιότερο). Σημασία έχει πως την απόκτησε. Σημασία, προπάντων, έχει να την κρατήσει. Και, ξέροντας πως τη δύναμη τη δίνει η ένωση, συνασπίζεται με τους άλλους “κατεστημένους” και σχηματίζουν, όλοι μαζί, το κραταιό και αδιαπέραστο τείχος της “καθεστηκυίας τάξεως”. 
Το Τείχος ένα σκοπό έχει: να κατοχυρώσει όσα κατέχει – εξουσίες, προνόμια, δύναμη, κύρος, μέσα (οικονομικά και άλλα), όλα όσα έχει εξασφαλίσει ύστερ’ από χρόνων και χρόνων συστηματικό και αδιάκοπο κορφολόγημα των πάντων». 
Σε κάθε εποχή υπάρχει η καθεστηκυία, η άρχουσα, όπως λέμε, τάξη, που σκοπό της έχει να αυγατίζει τα πλούτη, τη δύναμη και την εξουσία της, να συντηρεί και να ορθώνει απαραβίαστο το Τείχος και να αφήνει ευχή και κατάρα στους κληρονόμους της να κάνουν τα ίδια και περισσότερα. Γι’ αυτό και η νοοτροπία και οι πρακτικές κληροδοτούνται και μπορούμε να τις ανιχνεύσουμε γενιές και γενιές μετά.  
Για το αφιέρωμά μας έχει ίσως ενδιαφέρον να δούμε πώς ήταν οι σχέσεις της ελληνικής άρχουσας τάξης με τον ξένο παράγοντα, από τις παραμονές της επανάστασης του 1821 μέχρι σήμερα. 
Η άρχουσα τάξη πριν την Επανάσταση περιλάμβανε τον ανώτερο κλήρο, τους κοτζαμπάσηδες και τους καραβοκυραίους. Η Φιλική Εταιρεία, όπως είναι γνωστό, ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό από τους Ξάνθο, Σκουφά, Τσακάλωφ και Αναγνωστόπουλο. Όταν κατά τα έτη 1818 και 1819 θέλησαν να επεκτείνουν τη δράση της Φιλικής Εταιρείας και στον ελλαδικό χώρο (κυρίως στην Πελοπόννησο), βρήκαν σημαντική ανταπόκριση στην άρχουσα τάξη. Πολύ γρήγορα όμως η δράση της Φιλικής Εταιρείας στην Πελοπόννησο αυτονομήθηκε από την μητρική Εταιρεία και ήδη στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης έπαψε να παίζει κάποιο ρόλο στον Αγώνα, αφού αυτός είχε περάσει στα χέρια της άρχουσας τάξης. 
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, μέσα από τον ξεσηκωμό των σκλαβωμένων, αναδείχθηκαν σε διάφορα μέρη λαϊκοί ηγέτες που, εκτός από το διώξιμο του κατακτητή, είχαν στο μυαλό τους και την κοινωνική διάσταση της Επανάστασης. Να 
ελευθερωθούν δηλαδή καθολικά, όχι να παραμείνουν ραγιάδες τώρα πια κάτω από χριστιανό δυνάστη. Τέτοιοι ηγέτες ήταν π.χ. ήταν στην Ύδρα ο Οικονόμου, στην Πάτρα ο Παναγιώτης Καρατζάς, στην Αττική ο Μελέτης Βασιλείου, στην Άνδρο ο Μπαλής και άλλοι που, αργά ή γρήγορα, οι προύχοντες τους έβγαλαν από τη μέση.  
Η Ελληνική άρχουσα τάξη διαμορφώθηκε μέσα στο Οθωμανικό καθεστώς ή μάλλον από το Οθωμανικό καθεστώς και ως εκ τούτου έφερε όλα τα χαρακτηριστικά της δομής, της λειτουργίας και της διαφθοράς του. Πέραν τούτων, η πολύχρονη απόλαυση δοτής από τους Οθωμανούς ισχύος και πλούτου έθετε ένα ερωτηματικό για την ακεραιότητα της εθνικής συνείδησης των αρχόντων και των ιεραρχών. 
Η άρχουσα τάξη της εποχής της Επανάστασης βρήκε τον καλύτερο εκφραστή της στο πρόσωπο του φαναριώτη Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Ο Μαυροκορδάτος εμφανίστηκε αυτόκλητος στο στρατόπεδο του Δημητρίου Υψηλάντη στην Πελοπόννησο, τον οποίο παρακάλεσε να τον δεχτεί. Χωρίς να έχει προσφέρει ούτε αίμα ούτε χρήμα στον αγώνα κατάφερε πολύ γρήγορα να υποσκελίσει τον Υψηλάντη και να γίνει Πρόεδρος του Εκτελεστικού, κάτι δηλαδή σαν πρωθυπουργός της Επανάστασης. Γράφει η Αθηνά Κακούρη: «Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ανήκε στο είδος εκείνο των ανθρώπων που δεν θυσιάζουν τον εαυτό τους για να υπηρετήσουν ένα έργο, αλλά θυσιάζουν ανενδοίαστα το έργο όταν η επιτυχία του δεν αφήνει πρωταγωνιστικό ρόλο στον εαυτό τους». 
Μαθημένη η άρχουσα τάξη να ζει και να «μεγαλουργεί» κάτω από ένα προστάτη, τον αναζήτησε πάλι από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας με τους πολιτικούς εκπροσώπους της με τη μορφή και την ονομασία των κομμάτων που δημιούργησε: Αγγλικό, Γαλλικό και Ρωσικό. Η νοοτροπία και ανάγκη αυτή της άρχουσας τάξης φαίνεται να είναι διαχρονική και να διατρέχει τη νεότερη ιστορία μας. Ο βρετανός ιστορικός Χιού Σέτον-Γουώτσον, πολύ γνωστός τη δεκαετία του 1950, έγραφε: «Ένα άλλο κακό χαρακτηριστικό του ελληνικού κατεστημένου είναι η ηττοπάθεια. Επειδή συνειδητοποιούν πως η Ελλάδα μπορεί να σωθεί μόνο με εξωτερική βοήθεια, πολλοί Έλληνες σηκώνουν τους ώμους και αποποιούνται τις ευθύνες τους… “Αφήστε τους Αμερικανούς να μας κυβερνήσουν, αν πάει τίποτα στραβά το λάθος είναι δικό τους”, λένε. Αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν και συνήθως συνδυάζουν την ηττοπάθεια με τον ξέφρενο εθνικισμό». Αν το φέρουμε στις μέρες μας, βλέπουμε την έκπληξη της 
άρχουσας τάξης και της πολιτικής της εκπροσώπησης, τώρα που ο προστάτης Αμερική δείχνει αναπάντεχα ένα άλλο πρόσωπο.  
Ο Καποδίστριας με την ίδρυση, πολύ πριν την Επανάσταση, της Εταιρείας των Φίλων των Μουσών, αλλά και αργότερα σαν Κυβερνήτης, μεριμνούσε για τη δημιουργία νέων κυρίαρχων στρωμάτων, μορφωμένων και πρόθυμων να ακολουθήσουν τον βηματισμό των Ευρωπαίων. Δυστυχώς όμως δεν μπόρεσε. Η ίδια η άρχουσα τάξη της εποχής του φρόντισε να μην προλάβει. Τον δολοφόνησε. Είναι η τάξη που, από της δημιουργίας του, εναγκαλίστηκε το νεόκοπο κράτος τόσο σφιχτά ώστε να μπορεί εύκολα να απομυζά κάθε ικμάδα του. Αυτή διαχειρίστηκε τα δάνεια της Ανεξαρτησίας και τα κατασπατάλησε σε εμφυλίους πολέμους (δάνεια που αποτέλεσαν την πρώτη πράξη της νέας δουλείας), αυτή «απόλαυσε» τα χρήματα του Σχεδίου Μάρσαλ χωρίς να τα διαθέσει σε παραγωγικές και αναπτυξιακές επενδύσεις, όπως ήταν ο προορισμός τους, η ίδια σήμερα καρπούται τα ΕΣΠΑ, υψώνοντας Τείχος αδιαπέραστο σε κάθε άλλο ενδιαφερόμενο. Για να αναφέρω ενδεικτικά τρία μόνο παραδείγματα. 
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό της ελληνικής άρχουσας τάξης είναι η αντίληψή της ότι «η χώρα είναι κτήμα μας και με όσο λιγότερους τη μοιραζόμαστε, τόσο το καλύτερο»! Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς τις κατά καιρούς μαζικές «εκδιώξεις» πληθυσμού – πάντοτε του νεότερου και δυναμικότερου – που οργανώνει και προωθεί υπό διάφορες ονομασίες, αιτίες και προσχήματα. Αναφέρομαι στη μαζική μετανάστευση προς Αμερική στα τέλη του 19ου και αρχές 20ου αιώνα, στις «εκκαθαρίσεις» του εμφυλίου και τον συνακόλουθο αναγκαστικό εκπατρισμό της πιο ζωντανής νεολαίας μας, στη μαζική μετανάστευση προς Γερμανία, Αμερική, Αυστραλία, της δεκαετίας του ΄60 (ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε πει: «Η μετανάστευση είναι ευλογία θεού διά τον τόπο»), και βέβαια αναφέρομαι στο 
πρόσφατο brain drain. Εκατοντάδες χιλιάδες ευφυέστατοι και καλοσπουδαγμένοι με ελληνικό κόστος νέοι μας έφυγαν για να δουλέψουν και να διαπρέψουν εις την Εσπερία και αλλού. Αλλά ακόμα χειρότερα και τούτο: Ακούμε και διαβάζουμε όλοι μας, και το έχουμε αντιληφθεί πια, ότι το πιο απειλητικό πρόβλημα για το έθνος μας, που έρχεται να προστεθεί σ’ αυτό της μετανάστευσης, είναι το δημογραφικό. Γερνάμε και πεθαίνουμε αλλά δεν γεννάμε. Δεν αυξάνεται ο πληθυσμός· ούτε καν ανανεώνεται. Οι ειδικοί μάς προειδοποιούν ότι προοπτικά βαίνουμε προς εξαφάνιση. Είδατε τους αρμόδιους, δηλαδή την πολιτική εκπροσώπηση της άρχουσας τάξης - που φυσικώ(;) τω λόγω κυβερνά - να κάνουν κάτι;  
Να θυμηθούμε πάλι τον Καποδίστρια, που αντιλαμβανόταν ότι η άρχουσα τάξη της εποχής του, στενόμυαλη και εθελόδουλη όπως διαμορφώθηκε μέσα στη σκλαβιά, δεν θα ήταν ικανή να πάει την υπόθεση μακριά, να φθάσει και να συμβαδίσει με τις αντίστοιχες άρχουσες τάξεις της Δύσης. Κι ακόμα χειρότερα, υπήρχε ο κίνδυνος να κληροδοτήσει αυτά τα χαρακτηριστικά και στις επόμενες γενιές αρχόντων. Όπως και έγινε. Χρειαζόταν άλλο πνεύμα, άλλη νοοτροπία. Δεν πρόλαβε όμως, δεν του το επέτρεψε ακριβώς αυτή η νοοτροπία των αρχόντων. Τον σκότωσαν. Και δεν του το συγχώρησαν μέχρι τα σήμερα. Είδατε αγάλματά του και δρόμους κεντρικούς και μεγάλους να έχουν το όνομα του; Αντίθετα, στους βασιλείς και τις βασίλισσες, συνηθέστατα ολετήρες της Ελλάδας, στήσαμε ανδριάντες και ονοματίσαμε πληθωρικά τους κεντρικότερους δρόμους της πρωτεύουσας και των μεγάλων πόλεων. Δεν είναι τυχαίο αυτό. Ήδη στα τρία προηγούμενα άρθρα μας δείξαμε πώς η άρχουσα τάξη που ξεπέρασε χέρι-χέρι με τους ξένους προστάτες εύκολα το Σύνταγμα της Επιδαύρου (που όριζε εκλογή Κυβερνήτη και όχι βασιλιά) και έβγαλε από τη μέση τον Καποδίστρια, έφερε και ξανάφερε βασιλιά επιλογής των ξένων και βάδισαν έκτοτε όλοι μαζί προς τη δόξα των δικών τους συμφερόντων, εργαλειοποιώντας μονότονα και συνεχώς την πατρίδα και τον πατριωτισμό. Και ο απλός λαός, ο «αφελής», ο μόνος που μπορεί να νοιώσει αληθινά αυτές τις έννοιες, βλέπει όλα αυτά τα χρόνια να του κουνούν το δάκτυλο και να τον εγκαλούν, στην καλύτερη περίπτωση, επειδή τάχα «όλοι μαζί τα φάγαμε».  
Σε μια τέτοια λοιπόν διαχρονική νοοτροπία και πρακτική εθελοδουλίας της άρχουσας τάξης, αποποίησης ευθυνών και εκχώρησης εξουσίας, μοιάζουν σαν φυσικά, περιστατικά όπως τα παρακάτω:  
Το καλοκαίρι του 1825 η Επανάσταση βρισκόταν στο χείλος της αβύσσου εξουθενωμένη από τους εμφύλιους πολέμους και τις στρατιές του Κιουταχή. Τότε ο πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας θεώρησε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να μετατρέψει την Ελλάδα σε προτεκτοράτο. Μυστικό συνεργάτη είχε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Αυτός κατάφερε να αποσπάσει τις υπογραφές του υπουργικού Συμβουλίου, των βουλευτών, των ιεραρχών και οπλαρχηγών σε κείμενο-αίτημα προς την Μ. Βρετανία, στο οποίο μεταξύ άλλων έγραφε: «Το ελληνικόν έθνος δυνάμει της παρούσης πράξεως θέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της αυτού ελευθερίας, εθνικής ανεξαρτησίας και της πολιτικής αυτού υπάρξεως, υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μ. Βρετανίας».
Στα 1945 ο Π. Κανελλόπουλος, σαν υπουργός Άμυνας, υποδεχόμενος τονΑμερικανό στρατηγό Τζέιμς Βαν Φλιτ, του είπε παρουσιάζοντας το ελληνικό στρατιωτικό άγημα: «Στρατηγέ, ιδού ο στρατός σας».
Αλλά και πρόσφατα, τον Αύγουστο του 2021, ανώτατος πολιτειακός παράγοντας, απευθυνόμενος σε Αμερικανό γερουσιαστή, ακούστηκε να λέει: «Από την Κέρκυρα μέχρι το Καστελόριζο και από την Κρήτη μέχρι την Θράκη, σας παραδίδουμε την Ελλάδα σήμερα στα χέρια σας. Και είμαι σίγουρος πως είναι σε καλά χέρια». 
Και αυτά μόνον ενδεικτικά, για το πώς η κρατούσα τάξη στην Ελλάδα βλέπει τον «ξένο παράγοντα». Θα πρέπει όμως να έχουμε υπόψη μας, όπως έχουμε ξαναπεί, ότι η εθελοδουλία του ασθενέστερου συνεπάγεται την υπεροψία και περιφρόνηση του ισχυρότερου, κάτι, που όχι σπάνια πια, αντιμετωπίζουμε στις διεθνείς σχέσεις μας.  
* Δρ. Μηχανικός 
π. Δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.