80 χρόνια φέτος απο την Μάχη της Κρήτης και θα ανεβάσω μερικές ιστορίες γραμμένες το 2015 στο υπέροχο περιοδικό του 3ου Δημοτικού σχολείου Κισάμου "Τα Μυστικά του Θρανίου". Ιστορίες που βρήκαν οι μικροί μαθητές αφού ρώτησαν τους πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου ανθρώπους που σήμερα δεν ζουν.
Μας διηγήθηκε ο ΜΑΛΕΦΑΚΗΣ ΚΩΣΤΗΣ, από τις Λουσακιές
(από αυτά που του έλεγαν ο παππούδες του, Μαλεφάκης Νικόλαος και Γιαννιουδάκης Εμμανουήλ. Είχαν γεννηθεί το 1900 και το 1914, αντίστοιχα)
Οι Γερμανοί είχαν μπει στο σπίτι του παππού μου, Μαλεφάκη Νικολάου κι έκαναν έρευνα. Ερευνούσαν τα σπίτια γιατί αντάρτες είχαν κλέψει από τον Πλάτανο σιτηρά, τα οποία μετέφεραν σε σακιά με το γάιδαρο του παππού μου. Μετά από ανάκριση τού παραδόθηκε ο γάιδαρος, αλλά μπαίνοντας στο σπίτι για να το ερευνήσουν έσπασαν τη ραπτομηχανή της γιαγιάς μου και της πήραν και ένα χρυσό δαχτυλίδι.
Τότε μπήκαν και στο σπίτι του άλλου μου παππού, του Γιαννιουδάκη Εμμανουήλ. Εκεί ζήτησαν από την γιαγιά μου, την Ευγενία, να τους τηγανίσει αυγά με κρέας από κονσέρβα. Στο σπίτι ήταν και η μητέρα μου, η Μαρία, που τότε ήταν περίπου πέντε χρονών. Η μητέρα μου, η οποία δε ζει, μου είχε πει πολλές φορές ότι οι Γερμανοί την έπαιζαν στα γόνατά τους και της έδωσαν σοκολάτα και μπισκότα.
Εκείνη τη φορά έφυγαν από το σπίτι ήσυχα, χωρίς να προκαλέσουν καμιά ζημιά.
Το 1944, Αύγουστο μήνα, μετά από ένα σαμποτάζ σε αποθήκη καυσίμων στην Κίσαμο και το κλέψιμο των σιτηρών στον Πλάτανο από τους αντάρτες, οι Γερμανοί εξαγριωμένοι αποφάσισαν να εκδικηθούν. Ο τότε πρόεδρος της κοινότητας Λουσακιών, Κουρτάκης Ιωάννης, ειδοποίησε τους κατοίκους για να τους προστατέψει, ότι τη νύχτα θα γίνει εξόρμηση. Οι κάτοικοι μάζεψαν τα πρόβατά τους, τις αγελάδες τους και κατέφυγαν σε ορεινότερες περιοχές. Στην Αγία Παρασκευή, στη Ζουριδιά , στον Καναβά, όπου κρύφτηκαν μέσα σε φαράγγια και σε σπηλιές. Η εξόρμηση τελικά έγινε το ξημέρωμα με άσχημες συνέπειες για τρεις συγχωριανούς μας. Ο Τζανακονικόλας, ο Πετράκης ο Νίκος, ο Πετράκης ο Αντώνης και τα δυο αδέρφια Αριστείδης Πετράκης και Μανόλης Πετράκης πήγαν να κρυφτούν σ’ ένα σπήλιο. Περίμεναν τη νύχτα ν’ ακούσουν πυροβολισμούς, αλλά τίποτα! Στο τέλος, τους πήρε ο ύπνος μέχρι το πρωί χωρίς να έχουν ακούσει τίποτα. Ενώ είχαν ορατότητα του δρόμου προς το Γαλουβά, δεν είδαν τίποτα. Έτσι αποφάσισαν να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Εκείνο όμως το πρωί έπρεπε να πάνε στην Αγία Παρασκευή που ήταν δεμένος ο γάιδαρος τους, να τον πάρουν για να τον φορτώσουν με στάρι, να το πάνε στο Σηρικάρι, να το αλέσουν για να το κάνουν αλεύρι. Ο Πετράκης ο Μανόλης έλεγε στον αδερφό του τον Αριστείδη να πάει εκείνος να φέρει το γάιδαρο και αυτός θα πήγαινε τα σκεπάσματα που σκεπάστηκαν τη νύχτα στο σπίτι τους. Ο αδερφός του ο Αριστείδης δεν ήθελε κι έτσι αποφάσισε να πάει ο ίδιος για το γάιδαρο. Οι υπόλοιποι θα πήγαιναν στο χωριό. Ο Πετρομάνολας λίγο πριν φτάσει στην Αγία Παρασκευή, στα Σπιτάκια όπως το λένε, άκουσε αρκετούς πυροβολισμούς. Στάθηκε για λίγο στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και μετά προχώρησε πιο πάνω σ’ ένα ερημωμένο εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα για να δει από εκεί τους Γερμανούς να ανηφορίζουν προς τη γειτονιά Καναβάς. Όταν σταμάτησαν οι πυροβολισμοί, ξανακατέβηκε στην Αγία Παρασκευή κι έφαγε μερικά σύκα από μια συκιά. Εκεί συνάντησε το χωριανό μας, τον Κοκκινάκη το Γιώργη, μετέπειτα μετανάστη στην Αμερική, όπου τον ρώτησε αν είχε μάθει ότι οι Γερμανοί σκότωσαν τον αδερφό του, τον Αριστείδη. Αυτός απάντησε αρνητικά και κατευθύνθηκε προς το σπίτι τους για να μάθει τι είχε συμβεί. Έτσι, έμαθε, ότι οι τέσσερις συγχωριανοί του συνάντησαν τους Γερμανούς. Οι δύο από αυτούς ο Πετραντώνης και ο Τζανακονικόλας έτρεξαν γρήγορα κι απέφυγαν τους πυροβολισμούς. Ο Πετράκης ο Νικολής ήθελε να κρυφτεί σε ένα πηγάδι, αλλά μια κυρία Αγγελική του είπε πως ήταν λάθος αυτό που θα έκανε κι έφυγε τρέχοντας για να γλιτώσει τη ζωή του. Όμως ο Πετράκης ο Αριστείδης δεν έφυγε, γιατί δούλευε σ’ ένα σιδεράδικο στο Καστέλι κι έβλεπε κάθε μέρα Γερμανούς και τον γνωρίζανε. Πίστεψε, λοιπόν, ότι δε θα του έκαναν κακό. Κι όμως … τον σκότωσαν.
Εκείνη την ημέρα οι Γερμανοί σκότωσαν και το Ζαχαράκη τον Μανόλη, στα Ζαχαριανά. Είχε πάει να βοσκήσει την αγελάδα του, στην περιοχή Αγροσυκιά και ενώ ο παππούς μου, ο Γιαννιουδάκης ο Μανόλης, που κρυβόταν λίγο πιο πέρα, του φώναξε να κρυφτεί, αυτός δεν τον άκουσε. Οι Γερμανοί τον είδαν από τη θέση Βρούλα, περίπου 500 μέτρα μακριά τους και τον πυροβόλησαν. Πρώτα τον τραυμάτισαν στο πόδι κι έπειτα ένας άλλος Γερμανός, περνώντας μέσα από τα αμπέλια και τρώγοντας σταφύλια, του έδωσε την τελειωτική βολή στο κεφάλι.
Έπειτα μαζί με άλλους Γερμανούς που ήρθαν από τον Πλάτανο και αφού είχαν πάρει μαζί τους τον Νικηφόρο το Μπιχάκη για να τους δείχνει το δρόμο, κατευθύνθηκαν προς τον Καναβά. Ανηφορίζοντας πιο ψηλά συνάντησαν τον Κατάκη το Γιώργη, πατέρα έξι παιδιών που έβοσκε τα πρόβατά του με το μικρό του γιο Γιάννη και την κόρη του Χρυσούλα. Εκεί του ζήτησαν την ταυτότητα του. Αυτός, τότε, έστειλε τα παιδιά να πάνε να την φέρουν από το σπίτι. Μετά που έφυγαν τα παιδιά, οι Γερμανοί οδήγησαν τον πατέρα τους αρκετά ψηλότερα στην περιοχή Γούργουθα, όπου τον σκότωσαν. Αξίζει να σας πω, ότι την προηγούμενη μέρα είχε μαγειρέψει στους Γερμανούς στο σπίτι του στον Καναβά. . . .
Μαλεφάκη Βαρβάρα - Μαλεφάκης Γιάννης, Τάξη Γ΄
(από αυτά που του έλεγαν ο παππούδες του, Μαλεφάκης Νικόλαος και Γιαννιουδάκης Εμμανουήλ. Είχαν γεννηθεί το 1900 και το 1914, αντίστοιχα)
Οι Γερμανοί είχαν μπει στο σπίτι του παππού μου, Μαλεφάκη Νικολάου κι έκαναν έρευνα. Ερευνούσαν τα σπίτια γιατί αντάρτες είχαν κλέψει από τον Πλάτανο σιτηρά, τα οποία μετέφεραν σε σακιά με το γάιδαρο του παππού μου. Μετά από ανάκριση τού παραδόθηκε ο γάιδαρος, αλλά μπαίνοντας στο σπίτι για να το ερευνήσουν έσπασαν τη ραπτομηχανή της γιαγιάς μου και της πήραν και ένα χρυσό δαχτυλίδι.
Τότε μπήκαν και στο σπίτι του άλλου μου παππού, του Γιαννιουδάκη Εμμανουήλ. Εκεί ζήτησαν από την γιαγιά μου, την Ευγενία, να τους τηγανίσει αυγά με κρέας από κονσέρβα. Στο σπίτι ήταν και η μητέρα μου, η Μαρία, που τότε ήταν περίπου πέντε χρονών. Η μητέρα μου, η οποία δε ζει, μου είχε πει πολλές φορές ότι οι Γερμανοί την έπαιζαν στα γόνατά τους και της έδωσαν σοκολάτα και μπισκότα.
Εκείνη τη φορά έφυγαν από το σπίτι ήσυχα, χωρίς να προκαλέσουν καμιά ζημιά.
Το 1944, Αύγουστο μήνα, μετά από ένα σαμποτάζ σε αποθήκη καυσίμων στην Κίσαμο και το κλέψιμο των σιτηρών στον Πλάτανο από τους αντάρτες, οι Γερμανοί εξαγριωμένοι αποφάσισαν να εκδικηθούν. Ο τότε πρόεδρος της κοινότητας Λουσακιών, Κουρτάκης Ιωάννης, ειδοποίησε τους κατοίκους για να τους προστατέψει, ότι τη νύχτα θα γίνει εξόρμηση. Οι κάτοικοι μάζεψαν τα πρόβατά τους, τις αγελάδες τους και κατέφυγαν σε ορεινότερες περιοχές. Στην Αγία Παρασκευή, στη Ζουριδιά , στον Καναβά, όπου κρύφτηκαν μέσα σε φαράγγια και σε σπηλιές. Η εξόρμηση τελικά έγινε το ξημέρωμα με άσχημες συνέπειες για τρεις συγχωριανούς μας. Ο Τζανακονικόλας, ο Πετράκης ο Νίκος, ο Πετράκης ο Αντώνης και τα δυο αδέρφια Αριστείδης Πετράκης και Μανόλης Πετράκης πήγαν να κρυφτούν σ’ ένα σπήλιο. Περίμεναν τη νύχτα ν’ ακούσουν πυροβολισμούς, αλλά τίποτα! Στο τέλος, τους πήρε ο ύπνος μέχρι το πρωί χωρίς να έχουν ακούσει τίποτα. Ενώ είχαν ορατότητα του δρόμου προς το Γαλουβά, δεν είδαν τίποτα. Έτσι αποφάσισαν να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Εκείνο όμως το πρωί έπρεπε να πάνε στην Αγία Παρασκευή που ήταν δεμένος ο γάιδαρος τους, να τον πάρουν για να τον φορτώσουν με στάρι, να το πάνε στο Σηρικάρι, να το αλέσουν για να το κάνουν αλεύρι. Ο Πετράκης ο Μανόλης έλεγε στον αδερφό του τον Αριστείδη να πάει εκείνος να φέρει το γάιδαρο και αυτός θα πήγαινε τα σκεπάσματα που σκεπάστηκαν τη νύχτα στο σπίτι τους. Ο αδερφός του ο Αριστείδης δεν ήθελε κι έτσι αποφάσισε να πάει ο ίδιος για το γάιδαρο. Οι υπόλοιποι θα πήγαιναν στο χωριό. Ο Πετρομάνολας λίγο πριν φτάσει στην Αγία Παρασκευή, στα Σπιτάκια όπως το λένε, άκουσε αρκετούς πυροβολισμούς. Στάθηκε για λίγο στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και μετά προχώρησε πιο πάνω σ’ ένα ερημωμένο εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα για να δει από εκεί τους Γερμανούς να ανηφορίζουν προς τη γειτονιά Καναβάς. Όταν σταμάτησαν οι πυροβολισμοί, ξανακατέβηκε στην Αγία Παρασκευή κι έφαγε μερικά σύκα από μια συκιά. Εκεί συνάντησε το χωριανό μας, τον Κοκκινάκη το Γιώργη, μετέπειτα μετανάστη στην Αμερική, όπου τον ρώτησε αν είχε μάθει ότι οι Γερμανοί σκότωσαν τον αδερφό του, τον Αριστείδη. Αυτός απάντησε αρνητικά και κατευθύνθηκε προς το σπίτι τους για να μάθει τι είχε συμβεί. Έτσι, έμαθε, ότι οι τέσσερις συγχωριανοί του συνάντησαν τους Γερμανούς. Οι δύο από αυτούς ο Πετραντώνης και ο Τζανακονικόλας έτρεξαν γρήγορα κι απέφυγαν τους πυροβολισμούς. Ο Πετράκης ο Νικολής ήθελε να κρυφτεί σε ένα πηγάδι, αλλά μια κυρία Αγγελική του είπε πως ήταν λάθος αυτό που θα έκανε κι έφυγε τρέχοντας για να γλιτώσει τη ζωή του. Όμως ο Πετράκης ο Αριστείδης δεν έφυγε, γιατί δούλευε σ’ ένα σιδεράδικο στο Καστέλι κι έβλεπε κάθε μέρα Γερμανούς και τον γνωρίζανε. Πίστεψε, λοιπόν, ότι δε θα του έκαναν κακό. Κι όμως … τον σκότωσαν.
Εκείνη την ημέρα οι Γερμανοί σκότωσαν και το Ζαχαράκη τον Μανόλη, στα Ζαχαριανά. Είχε πάει να βοσκήσει την αγελάδα του, στην περιοχή Αγροσυκιά και ενώ ο παππούς μου, ο Γιαννιουδάκης ο Μανόλης, που κρυβόταν λίγο πιο πέρα, του φώναξε να κρυφτεί, αυτός δεν τον άκουσε. Οι Γερμανοί τον είδαν από τη θέση Βρούλα, περίπου 500 μέτρα μακριά τους και τον πυροβόλησαν. Πρώτα τον τραυμάτισαν στο πόδι κι έπειτα ένας άλλος Γερμανός, περνώντας μέσα από τα αμπέλια και τρώγοντας σταφύλια, του έδωσε την τελειωτική βολή στο κεφάλι.
Έπειτα μαζί με άλλους Γερμανούς που ήρθαν από τον Πλάτανο και αφού είχαν πάρει μαζί τους τον Νικηφόρο το Μπιχάκη για να τους δείχνει το δρόμο, κατευθύνθηκαν προς τον Καναβά. Ανηφορίζοντας πιο ψηλά συνάντησαν τον Κατάκη το Γιώργη, πατέρα έξι παιδιών που έβοσκε τα πρόβατά του με το μικρό του γιο Γιάννη και την κόρη του Χρυσούλα. Εκεί του ζήτησαν την ταυτότητα του. Αυτός, τότε, έστειλε τα παιδιά να πάνε να την φέρουν από το σπίτι. Μετά που έφυγαν τα παιδιά, οι Γερμανοί οδήγησαν τον πατέρα τους αρκετά ψηλότερα στην περιοχή Γούργουθα, όπου τον σκότωσαν. Αξίζει να σας πω, ότι την προηγούμενη μέρα είχε μαγειρέψει στους Γερμανούς στο σπίτι του στον Καναβά. . . .
Μαλεφάκη Βαρβάρα - Μαλεφάκης Γιάννης, Τάξη Γ΄