ΜΑΥΡΟΣ -ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
Αρχή κάνουμε με την ιστορική ζυγιά "Μαύρος - Κουτσουρέλης", χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι και οι υπόλοιπες ζυγιές υστερούν.
Ο Νικ.Σαριδάκης(Μαύρος) και ο Γιώργης Κουτσουρέλης, ξεκίνησαν μαζί μια πορεία σχεδόν από τα πρώιμα κατοχικά χρόνια και σχεδόν για μια δεκαπενταετία, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50, άστραψαν και βρόντηξαν στο κρητικό μουσικό στερέωμα. Μετά από την συνεχόμενη αυτή πορεία τους, συναντήθηκαν ξανά κάποιες φορές την δεκαετία του '60. Ο καθένας, άρτιος δεξιοτέχνης στο όργανο που έπαιζε, αλλά το ταίριασμα μεταξύ τους ήταν πραγματικά ανεπανάληπτο. Ο ένας συμπλήρωνε το άλλον, μια...
...... αρμονία ήχων και μελωδιών. Περιζήτητοι και οι δύο σε όλο τον νομό Χανίων, από το Καστέλι μέχρι την Παλαιόχωρα, κι από τα Χανιά μέχρι τα Σφακιά. Έπαιξαν όμως και σε πολλές άλλες περιοχές της Κρήτης, μιας και όπως προείπαμε, το όνομα τους είχε πάρει διαστάσεις "θρύλου". Μαζί επίσης κυκλοφόρησαν αρκετούς δίσκους της εποχής γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία, κι αυτοί οι δίσκοι παίζονταν κι ακούγονταν σε όλη την Κρήτη. Ιστορικό γεγονός για το καφενεδάκι του χωριού που διέθετε γραμμόφωνο εκείνα τα χρόνια, κι απ'έξω, ουρά ο κόσμος για να ακούσει τις τελευταίες επιτυχίες της θρυλικής αυτής ζυγιάς.
"Χίτλερ να μην το καυχηθείς", "Κολυμπαριανός", "Μπαρμπούνι", "Φουρνιανός", "Χανιώτικος", "Πεντοζάλι", "Καλλεργιανός", "Παλιοκαστρινός" και πολλές άλλες επιτυχίες, αποτυπωμένες στα δισκάκια της εποχής εκείνης.
Υπήρχαν άραγε μυστικά στην τέχνη και στην αρμονία του παιξίματος τους, που τους κατέστησε "Νο1" στην εποχή τους; Σαφέστατα ναί. Άλλωστε, πολλοί ήταν οι επίδοξοι νέοι μουσικοί, αλλά και οι πιο φτασμένοι, που ξημεροβραδιάζονταν στα γλέντια τους, παρακολουθώντας τους δύο μεγάλους μουσικούς για να "αρπάξουν" έστω και ένα μυστικό της τέχνης τους. Στους γάμους, οι γαμπροί έστελναν "μπροστάντζες", προκαταβολές δηλαδή, για να εξασφαλίσουν την περίφημη αυτή ζυγιά. Καλέσματα στα πανηγύρια ακόμα και 2 και 3 μήνες πρίν. Ατελείωτες διαδρομές, από το ένα γλέντι στο άλλο, από τον Αποκόρωνα στο Ρέθυμνο και ξανά πίσω και επιστροφή στην "βάση" τους, μετά από 15 μέρες, πολλές φορές και μετά από έναν μήνα!
Παρέα μαζί τους, στο καλλιτεχνικό τους συνταίριασμα, οι μεγάλες φωνές της εποχής, ο Χρήστος Κορωνιωτάκης, ο Θεοχάρης Τζινευράκης, ο Λευτέρης Ντουρουντάκης, αλλά και ο αδερφός του Γιώργη, ο Στέλιος Κουτσουρέλης.
Σημαντική η συνεργασία των Μαύρου-Κουτσουρέλη με τον θρυλικό συνθέτη και τροβαδούρο της Γραμπούσας, τον Νικολή Τσέγκα. Πολλές φορές ο Τσέγκας, ανέβαινε στο πάλκο για να τραγουδήσει με τον παραπονιάρικο του τρόπο, τις μελωδίες της Γραμπούσας. Και τότε, έπαιρναν "φωτιά" τα όργανα των δύο καλλιτεχνών για να συνοδεύσουν τον θρυλικό βάρδο σε μια πανδαισία σκοπών και μαντινάδων.
Ο Μαύρος ήξερε πώς και πού θα χρησιμοποιήσει ο Κουτσουρέλης το "τάδε" γύρισμα, όπως το ίδιο και ο Κουτσουρέλης. Καμία παραφωνία δηλαδή στο παίξιμο τους. Παρόλο που και οι δύο αυτοσχεδίαζαν μανιωδώς, εν τούτοις, ήξερε ο καθένας τις πλήρεις δυνατότητες του άλλου. Ίσως για αυτό τον λόγο, να έβγαινε ένα τόσο σπουδαίο αποτέλεσμα.
Στα ατελείωτα τους γλέντια, σκόρπισαν την χαρά και το κέφι, προάγοντας σημαντικά την μουσική κουλτούρα της Κισάμου, σεβόμενοι πάντα τις "ρίζες" και με τις πολλές τους καινοτομίες, θεωρούνται σήμερα μία από τις σημαντικότερες και πληρέστερες ζυγιές που παρουσιάστηκαν στην Κρήτη τον περασμένο αιώνα.
Αρχή κάνουμε με την ιστορική ζυγιά "Μαύρος - Κουτσουρέλης", χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι και οι υπόλοιπες ζυγιές υστερούν.
Ο Νικ.Σαριδάκης(Μαύρος) και ο Γιώργης Κουτσουρέλης, ξεκίνησαν μαζί μια πορεία σχεδόν από τα πρώιμα κατοχικά χρόνια και σχεδόν για μια δεκαπενταετία, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50, άστραψαν και βρόντηξαν στο κρητικό μουσικό στερέωμα. Μετά από την συνεχόμενη αυτή πορεία τους, συναντήθηκαν ξανά κάποιες φορές την δεκαετία του '60. Ο καθένας, άρτιος δεξιοτέχνης στο όργανο που έπαιζε, αλλά το ταίριασμα μεταξύ τους ήταν πραγματικά ανεπανάληπτο. Ο ένας συμπλήρωνε το άλλον, μια...
...... αρμονία ήχων και μελωδιών. Περιζήτητοι και οι δύο σε όλο τον νομό Χανίων, από το Καστέλι μέχρι την Παλαιόχωρα, κι από τα Χανιά μέχρι τα Σφακιά. Έπαιξαν όμως και σε πολλές άλλες περιοχές της Κρήτης, μιας και όπως προείπαμε, το όνομα τους είχε πάρει διαστάσεις "θρύλου". Μαζί επίσης κυκλοφόρησαν αρκετούς δίσκους της εποχής γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία, κι αυτοί οι δίσκοι παίζονταν κι ακούγονταν σε όλη την Κρήτη. Ιστορικό γεγονός για το καφενεδάκι του χωριού που διέθετε γραμμόφωνο εκείνα τα χρόνια, κι απ'έξω, ουρά ο κόσμος για να ακούσει τις τελευταίες επιτυχίες της θρυλικής αυτής ζυγιάς.
"Χίτλερ να μην το καυχηθείς", "Κολυμπαριανός", "Μπαρμπούνι", "Φουρνιανός", "Χανιώτικος", "Πεντοζάλι", "Καλλεργιανός", "Παλιοκαστρινός" και πολλές άλλες επιτυχίες, αποτυπωμένες στα δισκάκια της εποχής εκείνης.
Υπήρχαν άραγε μυστικά στην τέχνη και στην αρμονία του παιξίματος τους, που τους κατέστησε "Νο1" στην εποχή τους; Σαφέστατα ναί. Άλλωστε, πολλοί ήταν οι επίδοξοι νέοι μουσικοί, αλλά και οι πιο φτασμένοι, που ξημεροβραδιάζονταν στα γλέντια τους, παρακολουθώντας τους δύο μεγάλους μουσικούς για να "αρπάξουν" έστω και ένα μυστικό της τέχνης τους. Στους γάμους, οι γαμπροί έστελναν "μπροστάντζες", προκαταβολές δηλαδή, για να εξασφαλίσουν την περίφημη αυτή ζυγιά. Καλέσματα στα πανηγύρια ακόμα και 2 και 3 μήνες πρίν. Ατελείωτες διαδρομές, από το ένα γλέντι στο άλλο, από τον Αποκόρωνα στο Ρέθυμνο και ξανά πίσω και επιστροφή στην "βάση" τους, μετά από 15 μέρες, πολλές φορές και μετά από έναν μήνα!
Παρέα μαζί τους, στο καλλιτεχνικό τους συνταίριασμα, οι μεγάλες φωνές της εποχής, ο Χρήστος Κορωνιωτάκης, ο Θεοχάρης Τζινευράκης, ο Λευτέρης Ντουρουντάκης, αλλά και ο αδερφός του Γιώργη, ο Στέλιος Κουτσουρέλης.
Σημαντική η συνεργασία των Μαύρου-Κουτσουρέλη με τον θρυλικό συνθέτη και τροβαδούρο της Γραμπούσας, τον Νικολή Τσέγκα. Πολλές φορές ο Τσέγκας, ανέβαινε στο πάλκο για να τραγουδήσει με τον παραπονιάρικο του τρόπο, τις μελωδίες της Γραμπούσας. Και τότε, έπαιρναν "φωτιά" τα όργανα των δύο καλλιτεχνών για να συνοδεύσουν τον θρυλικό βάρδο σε μια πανδαισία σκοπών και μαντινάδων.
Ο Μαύρος ήξερε πώς και πού θα χρησιμοποιήσει ο Κουτσουρέλης το "τάδε" γύρισμα, όπως το ίδιο και ο Κουτσουρέλης. Καμία παραφωνία δηλαδή στο παίξιμο τους. Παρόλο που και οι δύο αυτοσχεδίαζαν μανιωδώς, εν τούτοις, ήξερε ο καθένας τις πλήρεις δυνατότητες του άλλου. Ίσως για αυτό τον λόγο, να έβγαινε ένα τόσο σπουδαίο αποτέλεσμα.
Στα ατελείωτα τους γλέντια, σκόρπισαν την χαρά και το κέφι, προάγοντας σημαντικά την μουσική κουλτούρα της Κισάμου, σεβόμενοι πάντα τις "ρίζες" και με τις πολλές τους καινοτομίες, θεωρούνται σήμερα μία από τις σημαντικότερες και πληρέστερες ζυγιές που παρουσιάστηκαν στην Κρήτη τον περασμένο αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου