Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.





Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

ΚΑΣΤΕΛΛΙ ΣΕΛΙΝΟΥ ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ

Γράφει ο Μανώλης Μανούσακας
Συμπληρώνοντας αυτά που αφορούν την Παλιόχωρα της Τουρκοκρατίας, πρέπει να αναφέρουμε ότι μετά τη σφαγή των Μουσουλμάνων της Σαρακίνας, το 1897 οι Τούρκοι επιτέθηκαν για εκδίκηση σε 2 σπίτια Χριστιανών της Παλιόχωρας και τους κατέσφαξαν, τους έθαψαν μάλιστα ομαδικά σ' ένα λάκκο. Μετά τα γεγονότα αυτά και τη μεταφορά των Μουσουλμάνων στα Χανιά, η επαρχία άδειασε από το μουσουλμανικό στοιχείο, οι περιουσίες τους όμως ανήκουν ακόμα σ' αυτούς, τουλάχιστον τυπικά.
Το τέλος της Κρητικής Πολιτείας ακολούθησε η Ένωση και το 1922 έγινε η Μικρασιατική καταστροφή. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών (όπως έχουμε αναφέρει ξανά) στο Σέλινο εγκαταστάθηκαν κάποιες προσφυγικές οικογένειες. Ουσιαστικά πάντως, η εποχή του μεσοπολέμου ταυτίζεται με τη “χρυσή” όπως λέγεται εποχή της Παλιόχωρας. Ο πληθυσμός αυξήθηκε.
Το 1920 είναι έδρα ομώνυμης κοινότητας με 384 κατοίκους, το 1928 με 589, το 1940 με 872. Σήμερα ο πληθυσμός της αγγίζει τους 1500. Στην κοινότητα υπάγονταν και οι οικισμοί Αζωγυρές, Άνυδροι, Ασφεντηλές, Βλιθιάς (όπου λέγεται πως υπήρχε ο πύργος του Καντανολέον) Κάλαμος, Πλατανές, Προδρόμι, Σπανιάκος, Αγ. Τριάδα, Τσαλιανά, Αχλαδιάκες, Στράτοι και Βασιλάκι. Η σπουδαιότητα του μικρού λιμανιού της την εποχή εκείνη (που δεν υπήρχαν χερσαίες μεταφορές) ήταν μεγάλη για τη διακίνηση των τοπικών προϊόντων και κυρίως του λαδιού. Ακόμα διακινούνταν....
.... αμύγδαλα, κάρβουνα, δέρματα, ελαιοπυρήνας, που μεταφέρονταν κυρίως στον Πειραιά, τα Χανιά, ή και την Αίγυπτο. Η διακίνηση γινόταν κυρίως από Σφακιανούς καραβοκύρηδες (Κόρκακας, Ανδρούλακας, Σφουγκατάς, Κούντουρος) αλλά και τους Κων/πολίτες αδελφούς Βαφείδη καθώς επίσης και Γάλλους. Οι τελευταίοι, εκτός από το λάδι, φόρτωναν σημαντικές ποσότητες τυριού, μαλλιού και κρασιού για Θεσσαλονίκη, Κων/πολη και Αλεξάνδρεια. Παράλληλα, από το λιμανάκι γινόταν και η διακίνηση εισαγομένων ειδών, όπως ρύζι, καφές, ζάχαρη, παστά,
ζαχαρώδη, υφάσματα, σιδηρικά και αργότερα τσιμέντα. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Νικ. Πυροβολάκης στη “μονογραφία του”, στην Παλιόχωρα, που την εποχή εκείνη ήταν το δεύτερο διαμετακομιστικό κέντρο του νομού μετά τα Χανιά, κάποιοι θυμούνται ακόμα το σπάνιο για την εποχή εκείνη “μοσχοσάπουνο”, γαλλικής προέλευσης προφανώς! Μαζί με την εμπορική κίνηση αυξήθηκαν και τα κάθε λογής καταστήματα, αλλά δημιουργήθηκε και μια νέα τάξη εργαζομένων, οι αχθοφόροι και οι λιμνεργάτες. Στις αρχές του καλοκαιριού, άραζαν εδώ γα ξεκούραση και ανεφοδιασμό δωδεκανησιακά σφουγγαράδικα, κυρίως τρεχαντήρια. Οι σφουγγαράδες ήταν καλόγνωμοι και φιλικοί στα παιδιά που τους περιτριγύριζαν για ν' ακούσουν την “παράξενη” προφορά τους και τα φίλευαν γλυκά και γαλέτες... 
Το χειμώνα, σαν κατέφθαναν τα θαλασσοδαρμένα γαυδιώτικα καΐκια, το λιμάνι έπαιρνε άλλη όψη. Οι μουσκεμένοι ταξιδιώτες, άνθρωποι και ζώα, αποτελούσαν άλλου είδους θέαμα στα μάτια των παιδιών. Ας αφήσουμε να μας το περιγράψει με το γλαφυρό του τρόπο, ο δάσκαλος Νικ. Πυροβολάκης:
“Η πρώτη επίσημη πράξη που λάμβανε χώρα πάνω στην προβλήτα ήταν η παράδοση του ταχυδρομικού σάκου. Ακολουθούσαν τα καλωσορίσματα, τα φιλιά, ο εναγκαλισμοί και η ενημέρωση για τις παραγγελίες. Η προβλήτα εκτός από τους ενδιαφερόμενους είχε πολλούς περιεργαζόμενους. Την πρώτη θέση πάντα είχαν τα σχολιαρούδια και γενικά “η μορταρία του χωριού”. Ευκαιρία για χάζεμα! Το θαλασσόβρεγμα όμως επείγει κάθε διαδικασία. Οι πραμάτειες πρέπει ν' απομακρυνθούν από τη σκάλα. Τα λουράτα υφαντά σακιά με το κριθάρι παραμερίζονται όπως – όπως. Τα
βρεγμένα λιπόσαρκα γαυδιώτικα κατσίκια ακολουθούν το δρόμο του προορισμού των. Ο ένας παίρνει ένα καλάθι με αυγά, που μέσα ίσως έχει και λίγη “παχούντα” ή κανένα βαζάκι με αγνό στακοβούτυρο. Ο άλλος, ένα ζευγάρι κότες δεμένες από τα πόδια ανάποδα με καραβόσκοινο. Ο τρίτος, ένα σακούλι με καλά διατηρημένα από το φθινόπωρο “κεδρόκουκα”... Η πα- ράσταση παίρνει το τέλος της, το μέρος ερημώνει και η κομπανία της “μορταρίας” τραγουδεί:
“Όταν ακούσεις τσάρχαλο πολύ χαλαμπαλίκι
κάτεχε πως επλάκωσε γαυδιώτικο καΐκι.
Συνεχίζοντας, ο αφηγητής συγγραφέας αναπολεί τη μορφή της κωμόπολης, με τα λαδεμπορικά, τα υφασματεμπορικά, τα σιδεράδικα (ντερμιτζίδικα), τα ξυλουργεία, τα ραφεία, τα καταστήματα αποθήκευσης προϊόντων, αλλά και το φούρνο, τα μαγέρικα (εστιατόρια) και το “ξενοδοχείο ύπνου” που διέθετε η μικρή κωμόπολη. Τα τελευταία σχετίζονταν βέβαια με τη λειτουργία του λιμανιού. Απαραίτητο βέβαια το Υποτελωνείο και το Ταχυδρομικό Γραφείο, καθώς και το σχολείο (Γραμματοδιδασκαλείο το έλεγαν αρχικά) και το Γυμνάσιο, που ιδρύθηκε ήδη το 1901! (Μεταπολεμικά προστέθηκε και οικοτροφείο από τη Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου.) Στα μέσα της δεκαετίας του 30 κτίστηκε το εντυπωσιακό για το μέγεθός του ξενοδοχείο “Λυβικόν”, που ανήκε στο Νικ. Ψαράκη.
Ήταν τριώροφο σε απλοποιημένο νεοκλασικό στυλ και διέθετε 16 δωμάτια. Σήμερα ανακαινισμένο στεγάζει το δημαρχείο του Δήμου Καντάνου – Σελίνου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: