Τότε που έκανε κρύο
Γράφει η Ευτυχία Δεσποτάκη
Την παγωνιά των παιδικών και νεανικών μας χειμώνων, όσοι δεν είμαστε από χωριά, ζέσταινε το μαγκάλι. Στα χωριά υπήρχε η παραστιά ή καμινάδα.
Ένα βαθύ στρογγυλό λαμαρινένιο ταψί, με δυο χερούλια στο πλάι στηριγμένο σε τρία πόδια σιδερένια, γεμάτο ξαναμμένα, κατακόκκινα κάρβουνα ήταν το μαγκάλι. Ένας τρίποδας, λίγο χαμηλότερος από το ύψος της καρέκλας, που καθόσουν. Η διάμετρος του δεν ξεπερνούσε το μισό μέτρο. Στο χερούλι ήταν κρεμασμένη η μασιά, η τσιμπίδα για να σκαλίζομε τη φωτιά. Κάποιοι είχαν στο σαλόνι τους κάποιο μπρούτζινο ανατολίτικο μαγκάλι, κόσμημα γνήσιο. Άναβε σε επίσημες ώρες.
Το μαγκάλι άναβε με κάρβουνα έξω. Έπρεπε να είναι πολύ καλά αναμμένα, να έχουν ξεπάρει τα κάρβουνα για να μπει μέσα. Πάντα υπήρχε ο φόβος να μας ζαλίσουν τα κάρβουνα, αν δεν ήταν καλά αναμμένα. Γι΄αυτό και όταν πηγαίναμε για ύπνο το μαγκάλι απομακρυνόταν. Από νωρίς έπρεπε να προμηθευτούμε κάρβουνα και μάλιστα να τα πετύχομε να μην πετούν σπίθες, τέτοια ήταν συνήθως από ξύλο του έρεικα και ήταν μεγάλη αποτυχία μια τέτοια αγορά. Επίσης αγοράζαμε και σπίθα ή πυρήνα, ένα είδος .......