Γράφει η Ευτυχία Δεσποτάκη
«Αιδώς και Δίκη τα πάντα συνέχει» (η ντροπή και το δίκιο συνέχουν τις κοινωνίες).
Υπήρξε μια εποχή που Θεοί μεν υπήρχαν, αλλά γένη θνητών όχι.
Όταν, όμως, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου οι Θεοί αποφάσισαν να δημιουργήσουν και γένη, θνητών όντων. Μέσα στη γη, αφού ανάμειξαν χώμα και φωτιά έφτιαξαν διάφορα γένη και το ανθρώπινο.
Όταν ήρθε η ώρα να βγάλουν στο φως αυτά τα θνητά γένη, ανέθεσαν στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα εξοπλίσουν με δυνάμεις και ικανότητες
Ο Προμηθέας άφησε τον Επιμηθέα να κάνει τη διανομή και αυτός μετά το τέλος της διανομής θα περνούσε να επιθεωρήσει.
Άρχισε, λοιπόν, να μοιράζει ο Επιμηθέας, δίνοντας δύναμη σωματική σε αυτά που δεν μπορούσαν να τρέξουν γρήγορα, μεγάλη γρηγοράδα στα αδύναμα και ελαφρά. Όλα τα όπλιζε, αλλά και στα άοπλα έδιδε τέτοια φύση δυνατή, που μπορούσαν να εφευρίσκουν τη σωτηρία. Είχε μεγάλη αγωνία μήπως κάποιο γένος εξαφανιστεί.
Μα και από τους καιρούς του Δία τα προστάτευσε, ντύνοντας άλλα με πυκνό τρίχωμα και χοντρό δέρμα , άλλα με πολλά και μαλακά φτερά. Όλα τα έκανε ικανά να φτιάχνουν την κατάλληλη φωλιά και στρωμνή, για να φυλάσσονται και να αναπαύονται.
Καθόρισε και διαφορετική τροφή για το καθένα. Άλλα θα έτρωγαν βοτάνι από τη γη, άλλα καρπούς από τα δέντρα. Μερικά δε τα έδωσε βορά σε άλλα ζώα. Σε άλλα έδωσε ολιγογονία και σε άλλα, που ήταν πιο αναλώσιμα έδωσε πολυγονία, φροντίζοντας έτσι για τη σωτηρία του γένους.
Ο Επιμηθέας όμως, δεν προνόησε κατά την διανομή και κατανάλωσε όλες τις δυνάμεις στα άλογα όντα και άφησε το άνθρώπινο γένος γυμνό, ξυπόλητο και άοπλο. Την ώρα που ήταν να βγει στο φως της ημέρας και το ανθρώπινο γένος, απορούντος του Επιμηθέα φτάνει ο Προμηθέας για να επιθεωρήσει. Βλέπει το ανθρώπινο γένος εντελώς αδύναμο.
Στην προσπάθεια του να βρει μια λύση για τη σωτηρία και αυτού του γένους, σκέφτηκε κάτι να κλέψει από το Δία, να το δώσει στους ανθρώπους και μάλιστα τη «σοφία και την πολιτική τέχνη». Όμως οι φυλακές στο παλάτι του Δία ήταν φοβερές και ο Προμηθέας αδυνατούσε να εισέλθει.
Ευρισκόμενος σε απορία, καταφέρνει και μπαίνει στα ιδιαίτερα του Ήφαιστου και της Αθηνάς, απ΄οπου κλέβει από τον ΗΦαιστο την έμπυρον τέχνην (τη φωτιά) και από την Αθηνά τη σοφία και τα δίδει στους ανθρώπους.
Έτσι με αυτά τα δυο η ζωή του ανθρώπου διευκολύνεται και οι άνθρωποι παρεσκευασμένοι καταφέρνουν να ζουν σποραδικά, χωρίς πόλεις. Καταστρεφόταν, όμως, από τα άγρια θηρία και άλλους εχθρούς, γιατί η δημιουργική τέχνη τους βοηθούσε μεν στην τροφή, αλλά προς τον πόλεμο των θηρίων ήταν ασθενείς γιατί δεν γνώριζαν πολιτική τέχνη και η πολεμική είναι μέρος της πολιτικής....
«Αιδώς και Δίκη τα πάντα συνέχει» (η ντροπή και το δίκιο συνέχουν τις κοινωνίες).
Υπήρξε μια εποχή που Θεοί μεν υπήρχαν, αλλά γένη θνητών όχι.
Όταν, όμως, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου οι Θεοί αποφάσισαν να δημιουργήσουν και γένη, θνητών όντων. Μέσα στη γη, αφού ανάμειξαν χώμα και φωτιά έφτιαξαν διάφορα γένη και το ανθρώπινο.
Όταν ήρθε η ώρα να βγάλουν στο φως αυτά τα θνητά γένη, ανέθεσαν στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα εξοπλίσουν με δυνάμεις και ικανότητες
Ο Προμηθέας άφησε τον Επιμηθέα να κάνει τη διανομή και αυτός μετά το τέλος της διανομής θα περνούσε να επιθεωρήσει.
Άρχισε, λοιπόν, να μοιράζει ο Επιμηθέας, δίνοντας δύναμη σωματική σε αυτά που δεν μπορούσαν να τρέξουν γρήγορα, μεγάλη γρηγοράδα στα αδύναμα και ελαφρά. Όλα τα όπλιζε, αλλά και στα άοπλα έδιδε τέτοια φύση δυνατή, που μπορούσαν να εφευρίσκουν τη σωτηρία. Είχε μεγάλη αγωνία μήπως κάποιο γένος εξαφανιστεί.
Μα και από τους καιρούς του Δία τα προστάτευσε, ντύνοντας άλλα με πυκνό τρίχωμα και χοντρό δέρμα , άλλα με πολλά και μαλακά φτερά. Όλα τα έκανε ικανά να φτιάχνουν την κατάλληλη φωλιά και στρωμνή, για να φυλάσσονται και να αναπαύονται.
Καθόρισε και διαφορετική τροφή για το καθένα. Άλλα θα έτρωγαν βοτάνι από τη γη, άλλα καρπούς από τα δέντρα. Μερικά δε τα έδωσε βορά σε άλλα ζώα. Σε άλλα έδωσε ολιγογονία και σε άλλα, που ήταν πιο αναλώσιμα έδωσε πολυγονία, φροντίζοντας έτσι για τη σωτηρία του γένους.
Ο Επιμηθέας όμως, δεν προνόησε κατά την διανομή και κατανάλωσε όλες τις δυνάμεις στα άλογα όντα και άφησε το άνθρώπινο γένος γυμνό, ξυπόλητο και άοπλο. Την ώρα που ήταν να βγει στο φως της ημέρας και το ανθρώπινο γένος, απορούντος του Επιμηθέα φτάνει ο Προμηθέας για να επιθεωρήσει. Βλέπει το ανθρώπινο γένος εντελώς αδύναμο.
Στην προσπάθεια του να βρει μια λύση για τη σωτηρία και αυτού του γένους, σκέφτηκε κάτι να κλέψει από το Δία, να το δώσει στους ανθρώπους και μάλιστα τη «σοφία και την πολιτική τέχνη». Όμως οι φυλακές στο παλάτι του Δία ήταν φοβερές και ο Προμηθέας αδυνατούσε να εισέλθει.
Ευρισκόμενος σε απορία, καταφέρνει και μπαίνει στα ιδιαίτερα του Ήφαιστου και της Αθηνάς, απ΄οπου κλέβει από τον ΗΦαιστο την έμπυρον τέχνην (τη φωτιά) και από την Αθηνά τη σοφία και τα δίδει στους ανθρώπους.
Έτσι με αυτά τα δυο η ζωή του ανθρώπου διευκολύνεται και οι άνθρωποι παρεσκευασμένοι καταφέρνουν να ζουν σποραδικά, χωρίς πόλεις. Καταστρεφόταν, όμως, από τα άγρια θηρία και άλλους εχθρούς, γιατί η δημιουργική τέχνη τους βοηθούσε μεν στην τροφή, αλλά προς τον πόλεμο των θηρίων ήταν ασθενείς γιατί δεν γνώριζαν πολιτική τέχνη και η πολεμική είναι μέρος της πολιτικής....