ΡΟΚΚΑ
Η Ρόκκα έχει συνολική έκταση 385,24 στρέμματα, συνολική περίμετρο 8,8 χιλιομέτρα και είναι χτισμένη σε υψόμετρο 229 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος 35,4721090731 και γεωγραφικό μήκος 23,7309454292. Απέχει από τα Χανιά 35,00 χιλιόμετρα και από την Κίσαμο 12,00 περίπου.
Ο οικισμός χρονολογείται από την εποχή των ελληνιστικών χρόνων, 4ος αιώνας π.Χ., δεδομένου ότι έχει κτιστεί σε λείψανα αρχαίας πόλης, τα οποία διακρίνονται. Η αρχαία Ρόκκα δεν συγκαταλέγεται στις αυτόνομες κρητικές πόλεις αλλά πιθανότατα ήταν εξαρτημένη διοικητικά από την ισχυρή γειτονική Πολυρρήνια. Πρόκειται για περιφερειακή μικρότερη ελληνιστική πόλη που δεν είχε δικά της νομίσματα. Το πρόβλημα της ταύτισης της αρχαίας αυτής θέσης με μια από τις επώνυμες πόλεις της Κρήτης απασχόλησε πολλούς μελετητές και περιηγητές. Αρκετοί μελετητές πιστεύουν ότι οι οικισμοί που αναπτύχθηκαν στην κοιλάδα του ποταμού Κολένι (Φαλελιανά, Λυριδιανά, Νοπήγεια, Κολένι, Δελιανά, Τρία Αλώνια κ.α.) συνενώθηκαν σε ένα Κοινόν, το Κοινόν των Μωδαίων, σε ένα συνασπισμό με πρωτεύουσα τη Ρόκκα και επίνειο τα παραλιακά Νοπήγεια. Πρώτος ο R. Pashley, βρετανός περιηγητής στη Κρήτη το 1837 ταύτισε τα ερείπια των Νοπηγείων με την κρητική πόλη Μήθυμνα και στο κοντινό χωριό Ρόκκα τοποθέτησε την αρχαία ομώνυμη πόλη.
Η άποψη ότι το όνομα είναι βενετσιάνικο......
.....από το ιταλικό rocca, που σημαίνει φρούριο πάνω σε οχυρό φυσικό ύψωμα, δεν φαίνεται να ευσταθεί δεδομένου ότι το όνομα αναφέρεται από τον Αιλιανό (ΙΙ, 55) ήδη από τον 3ο αι. μ.Χ. Στο έργο του Περί ζώων ιδιότητος, αναφέρει το ιερό της Αρτέμιδος Ροκκαίας. Ο συνδυασμός με την επιβίωση του τοπωνυμίου οδηγεί στην ταύτιση του ελληνιστικού οικισμού με την αρχαία Ρόκκα. Ο Ρωμαίος συγγραφέας μιλά για τη Ροκκαία Άρτεμη, η οποία φημιζόταν ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες και αφηγείται μια ιστορία σχετικά με τη θεραπεία της λύσσας, που φαίνεται ότι ήταν σύνηθες φαινόμενο στην αρχαία Κρήτη.
Οι γνώσεις που έχουμε για την πόλη, εκτός από τις συνοπτικές αναφορές περιηγητών, είναι αποτέλεσμα των επιφανειακών παρατηρήσεων και των λίγων σχετικά ανασκαφικών ευρημάτων, αφού ανασκαφικά είναι σχεδόν ανεξερεύνητη.
Στην κορυφή του λόφου που ονομάζεται Τρουλλί, που αποτελεί ακρόπολη, με φυσική οχύρωση, σώζονται ελάχιστα λείψανα βυζαντινής οχύρωσης. Πιστεύεται ότι κτίστηκε απ’ τον Νικηφόρο Φωκά, όταν το 960 μ.Χ. ήρθε επικεφαλής εκστρατείας για την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς πειρατές. Ο Giuseppe Gerola, ένας ιταλός αρχαιολόγος το 1905-1906, επισκέφτηκε το χώρο και αποτύπωσε την οχύρωση καθώς και τα κατάλοιπα δεξαμενών και άλλων κατασκευών.
Η οχύρωση πάντως δεν αναγνωρίζεται σήμερα, και ίσως έχει κατακρημνιστεί στο φαράγγι που διέρχεται ανατολικά της πόλης. Στην πορεία της ανάβασης προς την κορυφή σώζονται κτιστοί αναλημματικοί τοίχοι αρχαίου μονοπατιού της ρωμαϊκής περιόδου που οδηγούσε στην ακρόπολη. Στο πλάτωμα της κορυφής τρεις κτιστές δεξαμενές συγκέντρωναν το νερό της βροχής και τροφοδοτούσαν τον οικισμό. Ο τρόπος δόμησης τους χρονολογείται στους ρωμαϊκούς χρόνους, σύγχρονες με τις δεξαμενές της γειτονικής Πολυρρήνιας.
Νότια, κατηφορίζοντας τη πλαγιά διακρίνονται τα λείψανα του αρχαίου οικισμού που δεικνύουν ότι ο χώρος ήταν πυκνοκατοικημένος. Πρόκειται για οικίες λαξευτές στο ασβεστολιθικό πέτρωμα, στις δύο ή τρεις πλευρές τους με κτιστές προσόψεις, οι οποίες δεν σώζονται όμως σήμερα. Επίσης στην πλαγιά διατηρούνται οι λαξευτές κλίμακες, δρόμοι και αγωγοί για τη συλλογή των ομβρίων υδάτων καθώς και υπόγειες δεξαμενές περισυλλογής αυτών. Η πρακτική της λάξευσης του φυσικού βράχου με στόχο τη δημιουργία χώρων ή κατασκευών, παρατηρείται συχνά στη δυτική Κρήτη (Πολυρρήνια, Σελλί κ.α.)
Το νεκροταφείο όπως συνηθίζεται στις αρχαίες πόλεις βρίσκεται εκτός του οικισμού, στα χαμηλά πρανή στις αγροτικές περιοχές ΝΑ και ΝΔ του σύγχρονου χωριού. Περιλαμβάνει λαξευτούς στο βράχο θαλαμοειδείς ή ορθογώνιους τάφους καθώς και κτιστούς κιβωτιόσχημους. Ευρήματα από την περιοχή έχουμε μόνο από τις ανασκαφικές έρευνες όπου εκτείνεται η νεκρόπολη.
Το έτος 1960 ο αείμνηστος αρχαιολόγος Νικόλαος Πλάτων είχε ανασκάψει ένα διώροφο κιβωτιόσχημο τάφο. Εκεί είχαν έρθει στο φως αρκετά αγγεία μεταξύ των οποίων ένας αμφορέας με έκτυπα εμβλήματα και στριφτές λαβές. Το αγγείο φέρει τέσσερα εμβλήματα με εικονογραφικά θέματα τα οποία αντλούνται κυρίως από ηρωικούς κύκλους της ελληνικής μυθολογίας που συνδέονται με άθλους. Εδώ εικονίζεται ο Ηρακλής με το ρόπαλο έτοιμος να επιτεθεί στο δαιμονικό σκύλο, Κέρβερο και στην άλλη όψη ο Ιάσων που παλεύει με το δράκοντα της Κολχίδος, που φυλούσε το χρυσόμαλλο δέρας. Τα ραβδωτά αυτά αγγεία αποτελούν μια χαρακτηριστική κατηγορία αγγείων τα οποία κυκλοφόρησαν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και στην Κρήτη, κυρίως στη δυτική, την εποχή των Πτολεμαίων διαδόχων του Μ. Αλέξανδρου. Εδώ αναπτύσσεται μια ντόπια παραγωγή κεραμικού εργαστήριου που ενδεχομένως θα μπορούσε να αναζητηθεί στην ευρύτερη περιοχή της Ρόκκας.
Η διαπλάτυνση της επαρχιακής οδού Ρόκκα – Κερά το 1986, έγινε η αφορμή για τη σωστική ανασκαφή που έφερε στο φως τρεις τάφους με πλούσια κεραμικά κτερίσματα που είχαν εναποτεθεί κατά την κοινή συνήθεια της εποχής. Τα ευρήματα χρονολογούνται από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ έως το πρώτο ήμισυ του 2ου αι. π.Χ. Όλα σχεδόν τα αγγεία, ένας οξυπύθμενος αμφορέας, μια υδρία, δύο πώματα, ένας σκύφος, κάνθαρος, μυροδοχεία κ.ά. είναι προϊόντα παραγωγής τοπικού εργαστηρίου της ευρύτερης περιοχής της Κισάμου, με εμφανείς επιρροές από τα μεγάλα κέντρα της εποχής όπως ήταν η Αλεξάνδρεια και η Μακεδονία, αλλά και η Αθήνα, η Κόρινθος και η Ρόδος. Οι επιρροές αυτές μαρτυρούν τις επαφές αλλά και τις σχέσεις της πόλης της Ρόκκας με τον υπόλοιπο ελληνιστικό κόσμο. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κισάμου εκθέτονται σήμερα σχεδόν όλα τα ανασκαφικά ευρήματα της περιοχής.
Στις αρχές του 18ου αιώνα μεχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου η παραγωγή ήταν κυρίως γεωργική και κτηνοτροφική και η οικονομία αντιπραγματευτική με λάδι και κρασί. Οι κάτοικοι εκμεταλεύτηκαν τα ήδη υπάρχοντα προιστορικά αυλάκια στο Τρουλί για συλλογή νερού και ανοίγοντας νέα έστειλαν το νερό σε ένα πλάτωμα πίσω από τον λόφο και κάτω στο φαράγγι. Εκεί ήταν οι κήποι,(όπου καλλιεργούσαν ντομάτα, πατάτα, μαρούλι). Στο πλάτωμα εκτός από τους κήπους υπήρχαν πλύστρες ,και μια κρήνη. Ο χώρος απέκτησε σιγά σιγά κοινωνικό περιεχόμενο, έγινε ένα άτυπο κέντρο συνάντησης για τις γυναίκες τις εποχής και ονομάστηκε Κουτσουνάρα. Οι άντρες καταπιάνονταν στις πιο “βαρειές” δουλειές με βασικότερες τις φάμπρικες. Με δύο μυλόπετρες μεταξύ των οποίων ένα ποσούλι (ξύλο εγκαρσιο που το κινούσαν ζώα) μάζευαν την ελιά την οποία την τοποθετουσαν σε τορβάδες (υφαωτός σάκος) και την κατέβαζαν στην Κουτσουνάρα για πλύσιμο.Λίγο αργότερα έχτισαν πατητήρια δίπλα στις φάμπρικες. Στα αλώνια μάζευαν τα στάχυα και το κριθάρι. Τα αλώνια ήταν τοποθετημένα πάντα πάνω σε κορυφές σε ένα ξύλινο τραπέζι τον βολόσυρο- τραπέζι με στρογγυλούς δίσκους – έσερναν το βόλο και ο αέρας που φυσούσε πάνω στην κορυφή καθάριζε την συγκομηδή από τα φύλλα την οποία μάζευαν με τα χέρια. Στα μητάτα (τυροκομεία ) έφτιαχναν τυρι. Ήταν τοποθετημένα μέσα σε σπηλιές στο φαράγγι λόγω της υγρασίας και της σταθερής θερμοκρασίας καθώς το τυρί είναι απαραίτητο να αποθηκευτεί για αρκετό καιρό , ώστε να ολοκληρωθούν οι βιοχημικές ζυμώσεις. Μερικά από τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν το χτένι, το αλέτρι, ο ζυγός,το δραπάνι. Η θέρμανση γινόταν με μαγγάλια και παραστιές (πυρομάχια). Έκαιγαν το ξύλο και έφτιαχναν κάρβουνο. Από τον καπνό ο χώρος στο ταβάνι μαύριζε. Την μαυρίλα αυτή την ονόμασαν αμοζουδιά. Σε πολλά κτίρια βλέπουμε την οροφή καταμαύρη.Τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν ήταν αζόγυροι, φλομοί, κατσοπρίνια. Επίσης τοποθετούσαν τα κρεβάτια σε ένα επίπεδο πάνω από τα ζώα, κυρίως τους κρύους μήνες του χειμώνα, καθώς αυτά παράγουν θερμότητα
Απο το 1950 και μετά, οι μεγάλες μονάδες παραγωγής και ο εκβιομηχανισμένος πλέον σύγχρονος τρόπος ζωής οδήγησε την πλειοψηφία των κατοίκων της Ρόκκα στην συνεχή εγκατάλειψη εγκατάλειψη του τόπου. Όσοι παρέμειναν στον οικισμό δημιούργησαν ένα καινούργιο πυρήνα στους πρόποδες του λόφου. Η συνεχής εγκατάλειψη του τόπου με επακόλουθο την πλήρη ερείπωση συμβαίνει μετά το 1980. Η ζωή των κατοίκων όλο αυτό το διάστημα υπήρξε απλή με τις δυσκολίες και τις ελλειψεις της καθημερινότητας σημαντικές. Τυπική αγορά δεν υπήρχε. Η αγορά στεινόταν πρόχειρα κάτω από παραπήγματα στη θέση που σήμερα βρίσκεται ένα άνοιγμα το οποίο και αποτελεί την πλατεία του χωριού. Η πραμάτεια μεταφερόταν με μουλάρια και κοφίνια και ήταν συνήθως κλωστές και υφαντά. Δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης δημιουργήθηκε μόλις πριν απο δύο χρόνια. Το νερό μοιραζόταν κάθε μέρα με τις λάΪνες. Διαφορετικοί κάθε μέρα προμηθεύονταν νερό και έπλεναν. Χαρακτηριστικός χώρος μέσα στο σπίτι ήταν η λαΪνοθέστρα, χώρος απόθεσης της λάϊνας. Η επικοινωνία ήταν επίσης δύσκολη. Στο χωριό υπήρχε ένα κοινοτικό τηλέφωνο στο μοναδικό καφενείο και με ένα μεγάφωνο ειδοποιούσαν τον κόσμο. Αυτό δημιουργούνσε συζήτηση και κουτσομπολιό το οποίο συνήθως κατέληγε σε φαγοπότι. Στο χωριό υπήρχε και ένα μονοθέσιο δημοτικό σχολείο το οποίο έκλεισε το 1988. Σήμερα η Ρόκκα απαριθμεί 48 κάτοικους, η πλειοψηφία των οποίων είναι ηλικιωμένοι. Μεταξύ αυτών υπάρχουν και δύο παιδιά. Ο Βασίλλης και η Κατερίνα παιδιά του Χρήστου Μαραγκουδάκη μάστορα στην αναπαλαίωση ξύλινων επίπλων. Τα αδέρφια Καστρινάκη είναι τεχνίτες επιπλοποιοί και άνοιξαν ένα σύγχρονο μικρό εργαστήριο που αποτελεί στάση . Οι υπόλοιποι εργάζονται σε ελιές, σε οικοδομές, και σε κάθε είδους χειρονακτική δουλειά. Το χωριό έχει τρία καφενία και έναν πολιτιστικό σύλλογο. Στεγασμένος στο παλιό δημοτικό σχολείο από το 1988, αποτελεί το κέντρο συνάντησης των χωριανων καθημερινά. Σε μία προσπάθεια προώθησης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς ανάδειξης του φυσικού, αρχαιολογικού και πολιτιστικού πλούτου της ενδοχώρας και τόνωσης της οικονομίας του χωριου, ο αρχαιολογικός χώρος της Ρόκκας τα τελευταία τρία χρόνια ανοίγει τις πύλες του για να υποδεχτεί το κοινό και τις μελωδίες γνωστών καλλιτεχνών. Στο επονομαζόμενο “Τρουλί” υπό το Φως της Αυγουστιάτικης Πανσελήνου να φωτίζει την πλαγιά του αρχαιολογικού χώρου και το φαράγγι, ο επισκέπτης γίνεται ένα με τοπίο.
Αλφατζης Χρυσοβαλαντης-Ευαγγελος Γραβαλος Αλεξανδρος
Διακακης Ευστρατιος Δουκας Ευστρατιος
Καλερης Αριστοτελης-Ιωαννης Καρωνης Γεωργιος
Κατσαντώνης Βασίλειος Σκουλικας Ιωαννης
Σουλιώτης Φώτης Ramphort Thomas
Η Ρόκκα έχει συνολική έκταση 385,24 στρέμματα, συνολική περίμετρο 8,8 χιλιομέτρα και είναι χτισμένη σε υψόμετρο 229 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος 35,4721090731 και γεωγραφικό μήκος 23,7309454292. Απέχει από τα Χανιά 35,00 χιλιόμετρα και από την Κίσαμο 12,00 περίπου.
Ο οικισμός χρονολογείται από την εποχή των ελληνιστικών χρόνων, 4ος αιώνας π.Χ., δεδομένου ότι έχει κτιστεί σε λείψανα αρχαίας πόλης, τα οποία διακρίνονται. Η αρχαία Ρόκκα δεν συγκαταλέγεται στις αυτόνομες κρητικές πόλεις αλλά πιθανότατα ήταν εξαρτημένη διοικητικά από την ισχυρή γειτονική Πολυρρήνια. Πρόκειται για περιφερειακή μικρότερη ελληνιστική πόλη που δεν είχε δικά της νομίσματα. Το πρόβλημα της ταύτισης της αρχαίας αυτής θέσης με μια από τις επώνυμες πόλεις της Κρήτης απασχόλησε πολλούς μελετητές και περιηγητές. Αρκετοί μελετητές πιστεύουν ότι οι οικισμοί που αναπτύχθηκαν στην κοιλάδα του ποταμού Κολένι (Φαλελιανά, Λυριδιανά, Νοπήγεια, Κολένι, Δελιανά, Τρία Αλώνια κ.α.) συνενώθηκαν σε ένα Κοινόν, το Κοινόν των Μωδαίων, σε ένα συνασπισμό με πρωτεύουσα τη Ρόκκα και επίνειο τα παραλιακά Νοπήγεια. Πρώτος ο R. Pashley, βρετανός περιηγητής στη Κρήτη το 1837 ταύτισε τα ερείπια των Νοπηγείων με την κρητική πόλη Μήθυμνα και στο κοντινό χωριό Ρόκκα τοποθέτησε την αρχαία ομώνυμη πόλη.
Η άποψη ότι το όνομα είναι βενετσιάνικο......
.....από το ιταλικό rocca, που σημαίνει φρούριο πάνω σε οχυρό φυσικό ύψωμα, δεν φαίνεται να ευσταθεί δεδομένου ότι το όνομα αναφέρεται από τον Αιλιανό (ΙΙ, 55) ήδη από τον 3ο αι. μ.Χ. Στο έργο του Περί ζώων ιδιότητος, αναφέρει το ιερό της Αρτέμιδος Ροκκαίας. Ο συνδυασμός με την επιβίωση του τοπωνυμίου οδηγεί στην ταύτιση του ελληνιστικού οικισμού με την αρχαία Ρόκκα. Ο Ρωμαίος συγγραφέας μιλά για τη Ροκκαία Άρτεμη, η οποία φημιζόταν ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες και αφηγείται μια ιστορία σχετικά με τη θεραπεία της λύσσας, που φαίνεται ότι ήταν σύνηθες φαινόμενο στην αρχαία Κρήτη.
Οι γνώσεις που έχουμε για την πόλη, εκτός από τις συνοπτικές αναφορές περιηγητών, είναι αποτέλεσμα των επιφανειακών παρατηρήσεων και των λίγων σχετικά ανασκαφικών ευρημάτων, αφού ανασκαφικά είναι σχεδόν ανεξερεύνητη.
Στην κορυφή του λόφου που ονομάζεται Τρουλλί, που αποτελεί ακρόπολη, με φυσική οχύρωση, σώζονται ελάχιστα λείψανα βυζαντινής οχύρωσης. Πιστεύεται ότι κτίστηκε απ’ τον Νικηφόρο Φωκά, όταν το 960 μ.Χ. ήρθε επικεφαλής εκστρατείας για την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς πειρατές. Ο Giuseppe Gerola, ένας ιταλός αρχαιολόγος το 1905-1906, επισκέφτηκε το χώρο και αποτύπωσε την οχύρωση καθώς και τα κατάλοιπα δεξαμενών και άλλων κατασκευών.
Η οχύρωση πάντως δεν αναγνωρίζεται σήμερα, και ίσως έχει κατακρημνιστεί στο φαράγγι που διέρχεται ανατολικά της πόλης. Στην πορεία της ανάβασης προς την κορυφή σώζονται κτιστοί αναλημματικοί τοίχοι αρχαίου μονοπατιού της ρωμαϊκής περιόδου που οδηγούσε στην ακρόπολη. Στο πλάτωμα της κορυφής τρεις κτιστές δεξαμενές συγκέντρωναν το νερό της βροχής και τροφοδοτούσαν τον οικισμό. Ο τρόπος δόμησης τους χρονολογείται στους ρωμαϊκούς χρόνους, σύγχρονες με τις δεξαμενές της γειτονικής Πολυρρήνιας.
Νότια, κατηφορίζοντας τη πλαγιά διακρίνονται τα λείψανα του αρχαίου οικισμού που δεικνύουν ότι ο χώρος ήταν πυκνοκατοικημένος. Πρόκειται για οικίες λαξευτές στο ασβεστολιθικό πέτρωμα, στις δύο ή τρεις πλευρές τους με κτιστές προσόψεις, οι οποίες δεν σώζονται όμως σήμερα. Επίσης στην πλαγιά διατηρούνται οι λαξευτές κλίμακες, δρόμοι και αγωγοί για τη συλλογή των ομβρίων υδάτων καθώς και υπόγειες δεξαμενές περισυλλογής αυτών. Η πρακτική της λάξευσης του φυσικού βράχου με στόχο τη δημιουργία χώρων ή κατασκευών, παρατηρείται συχνά στη δυτική Κρήτη (Πολυρρήνια, Σελλί κ.α.)
Το νεκροταφείο όπως συνηθίζεται στις αρχαίες πόλεις βρίσκεται εκτός του οικισμού, στα χαμηλά πρανή στις αγροτικές περιοχές ΝΑ και ΝΔ του σύγχρονου χωριού. Περιλαμβάνει λαξευτούς στο βράχο θαλαμοειδείς ή ορθογώνιους τάφους καθώς και κτιστούς κιβωτιόσχημους. Ευρήματα από την περιοχή έχουμε μόνο από τις ανασκαφικές έρευνες όπου εκτείνεται η νεκρόπολη.
Το έτος 1960 ο αείμνηστος αρχαιολόγος Νικόλαος Πλάτων είχε ανασκάψει ένα διώροφο κιβωτιόσχημο τάφο. Εκεί είχαν έρθει στο φως αρκετά αγγεία μεταξύ των οποίων ένας αμφορέας με έκτυπα εμβλήματα και στριφτές λαβές. Το αγγείο φέρει τέσσερα εμβλήματα με εικονογραφικά θέματα τα οποία αντλούνται κυρίως από ηρωικούς κύκλους της ελληνικής μυθολογίας που συνδέονται με άθλους. Εδώ εικονίζεται ο Ηρακλής με το ρόπαλο έτοιμος να επιτεθεί στο δαιμονικό σκύλο, Κέρβερο και στην άλλη όψη ο Ιάσων που παλεύει με το δράκοντα της Κολχίδος, που φυλούσε το χρυσόμαλλο δέρας. Τα ραβδωτά αυτά αγγεία αποτελούν μια χαρακτηριστική κατηγορία αγγείων τα οποία κυκλοφόρησαν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και στην Κρήτη, κυρίως στη δυτική, την εποχή των Πτολεμαίων διαδόχων του Μ. Αλέξανδρου. Εδώ αναπτύσσεται μια ντόπια παραγωγή κεραμικού εργαστήριου που ενδεχομένως θα μπορούσε να αναζητηθεί στην ευρύτερη περιοχή της Ρόκκας.
Η διαπλάτυνση της επαρχιακής οδού Ρόκκα – Κερά το 1986, έγινε η αφορμή για τη σωστική ανασκαφή που έφερε στο φως τρεις τάφους με πλούσια κεραμικά κτερίσματα που είχαν εναποτεθεί κατά την κοινή συνήθεια της εποχής. Τα ευρήματα χρονολογούνται από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ έως το πρώτο ήμισυ του 2ου αι. π.Χ. Όλα σχεδόν τα αγγεία, ένας οξυπύθμενος αμφορέας, μια υδρία, δύο πώματα, ένας σκύφος, κάνθαρος, μυροδοχεία κ.ά. είναι προϊόντα παραγωγής τοπικού εργαστηρίου της ευρύτερης περιοχής της Κισάμου, με εμφανείς επιρροές από τα μεγάλα κέντρα της εποχής όπως ήταν η Αλεξάνδρεια και η Μακεδονία, αλλά και η Αθήνα, η Κόρινθος και η Ρόδος. Οι επιρροές αυτές μαρτυρούν τις επαφές αλλά και τις σχέσεις της πόλης της Ρόκκας με τον υπόλοιπο ελληνιστικό κόσμο. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κισάμου εκθέτονται σήμερα σχεδόν όλα τα ανασκαφικά ευρήματα της περιοχής.
Στις αρχές του 18ου αιώνα μεχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου η παραγωγή ήταν κυρίως γεωργική και κτηνοτροφική και η οικονομία αντιπραγματευτική με λάδι και κρασί. Οι κάτοικοι εκμεταλεύτηκαν τα ήδη υπάρχοντα προιστορικά αυλάκια στο Τρουλί για συλλογή νερού και ανοίγοντας νέα έστειλαν το νερό σε ένα πλάτωμα πίσω από τον λόφο και κάτω στο φαράγγι. Εκεί ήταν οι κήποι,(όπου καλλιεργούσαν ντομάτα, πατάτα, μαρούλι). Στο πλάτωμα εκτός από τους κήπους υπήρχαν πλύστρες ,και μια κρήνη. Ο χώρος απέκτησε σιγά σιγά κοινωνικό περιεχόμενο, έγινε ένα άτυπο κέντρο συνάντησης για τις γυναίκες τις εποχής και ονομάστηκε Κουτσουνάρα. Οι άντρες καταπιάνονταν στις πιο “βαρειές” δουλειές με βασικότερες τις φάμπρικες. Με δύο μυλόπετρες μεταξύ των οποίων ένα ποσούλι (ξύλο εγκαρσιο που το κινούσαν ζώα) μάζευαν την ελιά την οποία την τοποθετουσαν σε τορβάδες (υφαωτός σάκος) και την κατέβαζαν στην Κουτσουνάρα για πλύσιμο.Λίγο αργότερα έχτισαν πατητήρια δίπλα στις φάμπρικες. Στα αλώνια μάζευαν τα στάχυα και το κριθάρι. Τα αλώνια ήταν τοποθετημένα πάντα πάνω σε κορυφές σε ένα ξύλινο τραπέζι τον βολόσυρο- τραπέζι με στρογγυλούς δίσκους – έσερναν το βόλο και ο αέρας που φυσούσε πάνω στην κορυφή καθάριζε την συγκομηδή από τα φύλλα την οποία μάζευαν με τα χέρια. Στα μητάτα (τυροκομεία ) έφτιαχναν τυρι. Ήταν τοποθετημένα μέσα σε σπηλιές στο φαράγγι λόγω της υγρασίας και της σταθερής θερμοκρασίας καθώς το τυρί είναι απαραίτητο να αποθηκευτεί για αρκετό καιρό , ώστε να ολοκληρωθούν οι βιοχημικές ζυμώσεις. Μερικά από τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν το χτένι, το αλέτρι, ο ζυγός,το δραπάνι. Η θέρμανση γινόταν με μαγγάλια και παραστιές (πυρομάχια). Έκαιγαν το ξύλο και έφτιαχναν κάρβουνο. Από τον καπνό ο χώρος στο ταβάνι μαύριζε. Την μαυρίλα αυτή την ονόμασαν αμοζουδιά. Σε πολλά κτίρια βλέπουμε την οροφή καταμαύρη.Τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν ήταν αζόγυροι, φλομοί, κατσοπρίνια. Επίσης τοποθετούσαν τα κρεβάτια σε ένα επίπεδο πάνω από τα ζώα, κυρίως τους κρύους μήνες του χειμώνα, καθώς αυτά παράγουν θερμότητα
Απο το 1950 και μετά, οι μεγάλες μονάδες παραγωγής και ο εκβιομηχανισμένος πλέον σύγχρονος τρόπος ζωής οδήγησε την πλειοψηφία των κατοίκων της Ρόκκα στην συνεχή εγκατάλειψη εγκατάλειψη του τόπου. Όσοι παρέμειναν στον οικισμό δημιούργησαν ένα καινούργιο πυρήνα στους πρόποδες του λόφου. Η συνεχής εγκατάλειψη του τόπου με επακόλουθο την πλήρη ερείπωση συμβαίνει μετά το 1980. Η ζωή των κατοίκων όλο αυτό το διάστημα υπήρξε απλή με τις δυσκολίες και τις ελλειψεις της καθημερινότητας σημαντικές. Τυπική αγορά δεν υπήρχε. Η αγορά στεινόταν πρόχειρα κάτω από παραπήγματα στη θέση που σήμερα βρίσκεται ένα άνοιγμα το οποίο και αποτελεί την πλατεία του χωριού. Η πραμάτεια μεταφερόταν με μουλάρια και κοφίνια και ήταν συνήθως κλωστές και υφαντά. Δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης δημιουργήθηκε μόλις πριν απο δύο χρόνια. Το νερό μοιραζόταν κάθε μέρα με τις λάΪνες. Διαφορετικοί κάθε μέρα προμηθεύονταν νερό και έπλεναν. Χαρακτηριστικός χώρος μέσα στο σπίτι ήταν η λαΪνοθέστρα, χώρος απόθεσης της λάϊνας. Η επικοινωνία ήταν επίσης δύσκολη. Στο χωριό υπήρχε ένα κοινοτικό τηλέφωνο στο μοναδικό καφενείο και με ένα μεγάφωνο ειδοποιούσαν τον κόσμο. Αυτό δημιουργούνσε συζήτηση και κουτσομπολιό το οποίο συνήθως κατέληγε σε φαγοπότι. Στο χωριό υπήρχε και ένα μονοθέσιο δημοτικό σχολείο το οποίο έκλεισε το 1988. Σήμερα η Ρόκκα απαριθμεί 48 κάτοικους, η πλειοψηφία των οποίων είναι ηλικιωμένοι. Μεταξύ αυτών υπάρχουν και δύο παιδιά. Ο Βασίλλης και η Κατερίνα παιδιά του Χρήστου Μαραγκουδάκη μάστορα στην αναπαλαίωση ξύλινων επίπλων. Τα αδέρφια Καστρινάκη είναι τεχνίτες επιπλοποιοί και άνοιξαν ένα σύγχρονο μικρό εργαστήριο που αποτελεί στάση . Οι υπόλοιποι εργάζονται σε ελιές, σε οικοδομές, και σε κάθε είδους χειρονακτική δουλειά. Το χωριό έχει τρία καφενία και έναν πολιτιστικό σύλλογο. Στεγασμένος στο παλιό δημοτικό σχολείο από το 1988, αποτελεί το κέντρο συνάντησης των χωριανων καθημερινά. Σε μία προσπάθεια προώθησης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς ανάδειξης του φυσικού, αρχαιολογικού και πολιτιστικού πλούτου της ενδοχώρας και τόνωσης της οικονομίας του χωριου, ο αρχαιολογικός χώρος της Ρόκκας τα τελευταία τρία χρόνια ανοίγει τις πύλες του για να υποδεχτεί το κοινό και τις μελωδίες γνωστών καλλιτεχνών. Στο επονομαζόμενο “Τρουλί” υπό το Φως της Αυγουστιάτικης Πανσελήνου να φωτίζει την πλαγιά του αρχαιολογικού χώρου και το φαράγγι, ο επισκέπτης γίνεται ένα με τοπίο.
Αλφατζης Χρυσοβαλαντης-Ευαγγελος Γραβαλος Αλεξανδρος
Διακακης Ευστρατιος Δουκας Ευστρατιος
Καλερης Αριστοτελης-Ιωαννης Καρωνης Γεωργιος
Κατσαντώνης Βασίλειος Σκουλικας Ιωαννης
Σουλιώτης Φώτης Ramphort Thomas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου