(απόσπασμα)
Η Κρήτη έχει αληθινά κάτι το πανάρχαιο, το άγιο, το πικραμένο και περήφανο, που έχουν οι χαροκαμένες μάνες που γέννησαν παλικάρια. Έχει τόσο πολύ πολεμήσει κι υποφέρει η γης ετούτη, έχει τόσο πολύ συνηθίσει το θάνατο, που τον ξεφοβήθηκε πια και μπορεί να γελάει και να παίζει μαζί του.
Σαράντα μέρες γύριζα το περασμένο καλοκαίρι την Κρήτη, για να δω τα χωριά που γκρέμισαν κι έκαψαν οι βάρβαροι και τους άντρες και τις γυναίκες που τους έντυσαν τη μαύρη αρματωσιά του πένθους. Περίμενα ν’ ακούσω κλάματα και να δω χέρια ν’ απλώνονται να ζητούν την βοήθεια. Και βρήκα ανυπόταχτες, απαράδοτες ψυχές και κορμιά μισόγυμνα πεινασμένα Κι’ αλύγιστα.
Τι δύναμη και τι αντοχή είναι τούτη,.....
....... συλλογιζόμουν, και πού βρίσκουν τα κορμιά τούτα τόση ψυχή; Και ποια ακριτική πνοή τους δίνει τόση αψηφισιά να παλεύουν με το θάνατο;
Ο Κρητικοί αλήθεια αγαπούν παράφορα τη ζωή και συνάμα ποτέ δεν φοβούνται το θάνατο. Μέσα από τα χαλασμένα χωριά που πέρασα, πάνω από τα νεοανοιγμένα μνήματα που δρασκέλισα, πίσω από τις κουβέντες που άκουσα, ακατάπαυτα διαπίστωσα τούτη τη μεγάλη δισυπόστατη παλικαριά: παράφορη αγάπη για τη ζωή και άφοβο αντίκρισμα του θανάτου.[...]
Υπάρχει και κάτι άλλο όμως στην Κρήτη. Υπάρχει κάποια φλόγα — ας την πούμε ψυχή — κάτι πιο πάνω απ’ τη ζωή κι απ’ το θάνατο, πού είναι δύσκολο να το ορίσεις. Υπάρχει αυτή η περηφάνια, το πείσμα, κάτι άλλο, ανέκφραστο κι’ αστάθμητο, που σε κάνει να χαίρεσαι που είσαι άνθρωπος. Να χαίρεσαι, μα και συνάμα σου δίνει μεγάλη ευθύνη. Γιατί ενώ νιώθει πως έχεις χρέος να κάμεις ό,τι μπορείς, για να σώσεις αυτό το λαό, εκείνος βλέπει την προσπάθειά σου με ειρωνεία και περιφρόνηση. Δεν έχει την ανάγκη κανενός για να σωθεί. Σώζει, δεν σώζεται.
— Ένα μονάχα σου μένει τότε: να δοκιμάσεις να γίνεις άξιος αυτού του λαού, να κερδίσεις τη δύναμη της δικής του ψυχής, που ποτέ δεν καταδέχτηκε ν’ απατήσει τον εαυτό της ή τούς άλλους και που πάντα τολμάει ν’ αντικρύζει, πρόσωπο με πρόσωπο, τη θεά εκείνη που δεν κάνει χατίρια και δεν κάθεται στα πόδια κανενός: την αγέλαστη κι’ αδάκρυτη θεά, την ευθύνη.
Ιωάννα των Ανωγείων
Η Κρήτη έχει αληθινά κάτι το πανάρχαιο, το άγιο, το πικραμένο και περήφανο, που έχουν οι χαροκαμένες μάνες που γέννησαν παλικάρια. Έχει τόσο πολύ πολεμήσει κι υποφέρει η γης ετούτη, έχει τόσο πολύ συνηθίσει το θάνατο, που τον ξεφοβήθηκε πια και μπορεί να γελάει και να παίζει μαζί του.
Σαράντα μέρες γύριζα το περασμένο καλοκαίρι την Κρήτη, για να δω τα χωριά που γκρέμισαν κι έκαψαν οι βάρβαροι και τους άντρες και τις γυναίκες που τους έντυσαν τη μαύρη αρματωσιά του πένθους. Περίμενα ν’ ακούσω κλάματα και να δω χέρια ν’ απλώνονται να ζητούν την βοήθεια. Και βρήκα ανυπόταχτες, απαράδοτες ψυχές και κορμιά μισόγυμνα πεινασμένα Κι’ αλύγιστα.
Τι δύναμη και τι αντοχή είναι τούτη,.....
....... συλλογιζόμουν, και πού βρίσκουν τα κορμιά τούτα τόση ψυχή; Και ποια ακριτική πνοή τους δίνει τόση αψηφισιά να παλεύουν με το θάνατο;
Ο Κρητικοί αλήθεια αγαπούν παράφορα τη ζωή και συνάμα ποτέ δεν φοβούνται το θάνατο. Μέσα από τα χαλασμένα χωριά που πέρασα, πάνω από τα νεοανοιγμένα μνήματα που δρασκέλισα, πίσω από τις κουβέντες που άκουσα, ακατάπαυτα διαπίστωσα τούτη τη μεγάλη δισυπόστατη παλικαριά: παράφορη αγάπη για τη ζωή και άφοβο αντίκρισμα του θανάτου.[...]
Υπάρχει και κάτι άλλο όμως στην Κρήτη. Υπάρχει κάποια φλόγα — ας την πούμε ψυχή — κάτι πιο πάνω απ’ τη ζωή κι απ’ το θάνατο, πού είναι δύσκολο να το ορίσεις. Υπάρχει αυτή η περηφάνια, το πείσμα, κάτι άλλο, ανέκφραστο κι’ αστάθμητο, που σε κάνει να χαίρεσαι που είσαι άνθρωπος. Να χαίρεσαι, μα και συνάμα σου δίνει μεγάλη ευθύνη. Γιατί ενώ νιώθει πως έχεις χρέος να κάμεις ό,τι μπορείς, για να σώσεις αυτό το λαό, εκείνος βλέπει την προσπάθειά σου με ειρωνεία και περιφρόνηση. Δεν έχει την ανάγκη κανενός για να σωθεί. Σώζει, δεν σώζεται.
— Ένα μονάχα σου μένει τότε: να δοκιμάσεις να γίνεις άξιος αυτού του λαού, να κερδίσεις τη δύναμη της δικής του ψυχής, που ποτέ δεν καταδέχτηκε ν’ απατήσει τον εαυτό της ή τούς άλλους και που πάντα τολμάει ν’ αντικρύζει, πρόσωπο με πρόσωπο, τη θεά εκείνη που δεν κάνει χατίρια και δεν κάθεται στα πόδια κανενός: την αγέλαστη κι’ αδάκρυτη θεά, την ευθύνη.
Ιωάννα των Ανωγείων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου