Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.







Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Η ΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ RASKOLNICK


ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ
Πάλι η ίδια αγωνία απέναντι στη χλομάδα του λευκού χαρτιού που πρέπει να γεμίσει με κολοβά γράμματα.
Θα σ’ ενδιέφερε η εικόνα εκείνου του γέρου με το ελαφρύ μπλε σακάκι που ψάχνει μέσα στο παγωμένο σούρουπο τον ξεχειλισμένο κάδο των σκουπιδιών, αν δεν έπρεπε να γεμίσεις μισή σελίδα χαρτί?
Μπορεί και ναι, αλλά μάλλον όχι. Θα άλλαζες πεζοδρόμιο και θα κρατούσες την παράσταση στο μυαλό σου, ίσα - ίσα μέχρι να περάσει από μπροστά από τα μάτια σου μια όμορφη βιτρίνα ή μια όμορφη γυναίκα για να αντικαταστήσει την εικόνα.
Όσο περνάει ο καιρός τα σκουπίδια ....
... θ’ αρχίσουν να λιγοστεύουν, άλλη μια από τις μικρές νομοτέλειες της χρεοκοπίας, των ψαλιδισμένων συντάξεων και των θλιβερών επιδομάτων ανεργίας, σκέφτομαι καθώς πλησιάζω προς το μέρος του.
Κάνει βρωμερό κρύο, ο βρωμερός γέρος τουρτουρίζει μέσα στο σακάκι του. Η μια τσέπη, εξωτερική, κρέμεται ξηλωμένη. Η άλλη φουσκώνει. Ίσως κάποιο λάφυρο από τον σκουπιδοτενεκέ, σκέφτομαι.
Τον κοιτάζω. Δεν κατεβάζει το βλέμμα. Σκούρα, θολά, αναιδή μάτια.
«Δώσε μου ένα τσιγάρο», ζητάει με μια φωνή που ούτε είναι επιτακτική αλλά ούτε έχει κάποιο ίχνος παράκλησης. Του δίνω το μισοάδειο πακέτο από τη δεξιά τσέπη του ζεστού μου παλτού κι αμίλητος, ανοίγω βιαστικά το βήμα μου.
«Και μια φωτιά?», τον ακούω πίσω από την πλάτη μου, αντί για το «ευχαριστώ» που δεν κοντοστάθηκα να περιμένω.
Ψάχνω να βρω το κουτί με τα σπίρτα, αναπνέοντας από το στόμα. Δεν θέλω να ξέρω πως μυρίζει ο βρωμερός γέρος καθώς απλώνει το τριχωτό χέρι με τα βρώμικα σπασμένα νύχια για να πάρει τα σπίρτα που του δίνω.
Αλλά αντί να πάρει τα σπίρτα, με αρπάζει απότομα από τον καρπό με μια δύναμη που περισσότερο με εκπλήσσει παρά με τρομάζει.
«Δεν είμαι σκυλί, να μου πετάς τα τσιγάρα και να φεύγεις» μου μιλάει με μια σιγανή φωνή που μπήγεται μέσα στο μυαλό μου σα σκουριασμένο σουβλί. Αισθάνομαι το πρόσωπό μου να κοκκινίζει αλλά δεν τραβάω το βλέμμα μου από το δικό του ούτε προσπαθώ να του ξεφύγω. Περνάνε μερικά δευτερόλεπτα και η λαβή χαλαρώνει. Τραβάω το χέρι μου αφήνοντας το σπιρτόκουτο να γλιστρήσει στο δικό του. Έχω την εντύπωση ότι τα μάτια του έχουν θολώσει λίγο παραπάνω. Κάνω αμίλητος στροφή κι ανοίγω το βήμα μου όσο περισσότερο μου επιτρέπει η πληγωμένη μου αξιοπρέπεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: