ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΔΕΚΑΤΟ
… Δεν σου κρύβω πως με πείραξε ο λόγος σου, πως δείχνομαι τάχα κακός και άδικος με τους έλληνες.
Ας αρχίσω λοιπόν σήμερα το γράμμα μου με έναν έπαινο γι αυτούς, για να ξεπλύνω έτσι κάπως την μομφή σου.
Ο εγωισμός δεν κάνει τους Έλληνες μόνο κακούς πολίτες στην αγορά, τους κάνει και καλούς στρατιώτες στον πόλεμο. Έχουν αιώνων τρόπαια που μέσα στην μνήμη τους γίνονται σαν νόμοι άγραφοι και επιβάλλουν την περιφρόνηση της κακουχίας και του κινδύνου. Μη συγχέεις την διάλυση της στρατιωτικής δύναμης, που εχει αφορμή τις εμφύλιες έριδες, με την ατομική γενναιότητα καθώς και την πολεμική δεξιοτεχνία των Ελλήνων.
Μα δεν είναι μόνο στον πόλεμο ο Έλληνας γενναίος και άξιος μαχητής, αλλά και στην ειρήνη. Ακριβώς γιατί η γενναιότητα του δεν είναι συλλογική, σαν των περισσοτέρων λαών, αλλά ατομική, γι αυτό δεν φοβάται, και εκεί που βρίσκεται μόνος του, να ριψοκινδυνεύσει, στην ξενιτιά, στο παράτολμο ταξίδι, στην εξερεύνηση του αγνώστου. Γι αυτό και τόλμησε τέτοια που εμείς δεν θα τολμούσαμε ποτέ και θεμελίωσε για αιώνες αποικίες, έξω από τις στήλες του Ηρακλέους και πέρα στα χιόνια της Σκυθίας . Και στον καιρό μας ακόμη , Έλληνες δεν είναι εκείνοι που τόλμησαν να διασχίσουν άγνωστες θάλασσες για να φτάσουν στην χώρα των Ινδών και στις έμπειρες χώρες πιο κάτω από την γη των Αιθιόπων; Αναρωτιέσαι κάποτε γιατί τα τολμάει αυτά τα παράτολμα ο Έλληνας;
Επειδή είναι γενναίος ο Έλληνας, είναι και παίκτης. Παίζει την περιουσία του, την ζωή του και κάποτε την τιμή του.
Γεννήθηκε για να σκέπτεται μόνος, για να δρα μόνος, για να μάχεται μόνος και γι αυτό δεν φοβάται την μοναξιά.
Εμείς αντίθετα είμαστε από τα χρόνια τα παλιά μια υπέροχα οργανωμένη αγέλη.
Σκεπτόμαστε μαζί, δρούμε μαζί, μαχόμαστε μαζί και μοιραζόμαστε μαζί την τιμή, τα λάφυρα,την δόξα.
Οι έλληνες δε δέχονται, όσο αφήνεται η φύση τους ελεύθερη, να μοιραστούν τίποτε με κανέναν.
Το εθνικό τους τραγούδι, αρχίζει με έναν καυγά, γιατι θελήσανε να κάνουν μοιρασιά ανάμεσα σε άντρες που μοιρασιά δεν δέχονται (Σ.Μ. αναφέρεται στην Ιλιάδα).
Και μια που πήρα τον δρόμο των επαίνων, άκουσε και αυτόν, που δεν είναι και ο μικρότερος.
Οι αυστηρές κρίσεις που τώρα βδομάδες σου γράφω, θαρρείς πως είναι μόνο δικές μου; Τις πιο πολλές τις διδάχτηκα από έναν έλληνα, από τον Επίκτητο.
Νέος τον άκουσα να εξηγεί το μέγα δράμα του γένους του. Ήσυχα, καθαρά, με την ακριβολογία και την χάρη που σφράγιζε τον λόγο του, μας ετοίμαζε για έναν κόσμο που είχε πια περάσει, για μίαν Ατλαντίδα που είχε κατακαλύψει ο Ωκεανός.
Κάποτε κάνοντας την απολογία της πατρίδας του, μας έλεγε: «Δεν είναι τόσο δίκαια τα ανθρώπινα, ώστε μόνο αμαρτήματα να είναι οι αιτίες των τιμωριών. Η Τύχη, η τυφλή θεά, η τελευταία στην οποία θα πάψω να πιστεύω, πρόδωσε συχνά τους έλληνες στον δρόμο τους. Αλλα και αυτοί, πρόσθετε, την συντρέξανε με τον δικό τους τρόπο».
Μην νομίσεις όμως πως μόνο ένας Επίκτητος κατέχει την αρετή του «γνώθι σαυτόν». Σε κάθε κόχη, απάγκια της αγοράς κάθε πόλης, σε κάθε πλάτανο από κάτω της ευλογημένης ελληνικής γης, θα βρεις και έναν έλληνα, αδυσώπητο κριτή του εαυτού του. Και εύκολα θα σου ξανοιχτεί και ας είσαι ξένος. Αρκεί εσύ να μην αρχίσεις να κακολογείς τίποτε το ελληνικό, γιατι τότε ξυπνάει μέσα του μια άλλη αρετή, η περηφάνια.
Ναι, ναι, σε βλέπω να γελάς, Ατίλιε Νάβιε, αυτούς τους ταπεινούς κόλακες που....