Μέρος 1ο, Μέρος 2ο, Μέρος 3ο
«Έγραψα αυτά που έζησα. Με τα δικά μου μάτια, αυτιά, εγκέφαλο και ψυχή» Ανδρέας Οικονόμου
Επεισόδιο τέταρτο: TΩΡΑ ΞΕΡΩ ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ ΦΟΒΑΜΑΙ!
Πάει το πλοίο. Σε μερικά λεπτά το χάσαμε. Τώρα ξέρουμε. Δεν είναι το δύσκολο να βρεις το πλοίο. Το δύσκολο είναι να ανέβεις σε πλοίο από ακυβέρνητη βάρκα.
Τώρα έχουμε εμπειρία. Η βροχή λιγοστεύει και σχεδόν δεν τη νοιώθουμε. Έκανε κάτι τέτοια ο καιρός. Σαν να έπαιζε κάποιος φλιπεράκι. Κάπου κάπου μας ηρεμούσε για λίγα λεπτά, φτερούγιζε η καρδία μας και ξαφνικά πατούσε το κουμπάκι κι άρχιζε το σφυροκόπημα.
Μια τέτοια ανάπαυλα είναι και τώρα. Δεν μιλάμε πολύ. Λίγα λόγια. Είσαι καλά.., σ’ αγαπώ.., μη φοβάσαι.., κρυώνεις… Κρυώνω πολύ μου λέει η Αλίνα. Αντρέα έχω παγώσει λέει η Έλενα δεν αντέχω άλλο! Τις τρίβω με μανία. Στην πλάτη στα χέρια όπου και όπως μπορώ. Η Αλίνα μου φοράει τα παντοφλάκια της, εγώ φοράω το παντοφλάκι μου. Με δυο παντόφλες μπήκα στη βάρκα, σε κάποιο τράκο έχασα τη μία. Η Ράνια απέναντι αρχίζει να τουρτουρίζει. Βάλε τις πατούσες σου ανάμεσα στα πόδια μου, της λέω. Φορούσα κοτλέ παντελόνι. Σφίγγω με δύναμη τις πατούσες της ανάμεσα στις κνήμες μου και αμέσως καταλαβαίνω τη διαφορά θερμοκρασίας.
Ήταν ξύλο τα πόδια της. Έσφιγγε την Κορρίνα ρωτούσε το Σπύρο και τον Νικόλα πως είναι. Όλοι αγκαλιασμένοι. Δεν κοιτούσα αλλού. Μόνο τους ανθρώπους που είχα γύρω μου. Η Έλενα κρύωνε πολύ. Την τύλιξα ....
... με ένα δεύτερο σωσίβιο και κάλυψα μερικά σημεία του κορμιού της. Ήταν το πρώτο ταξίδι που δεν πήρα βαρύ ζεστό μπουφάν. Έλενα της είχα πει, φέτος θα πάρω ένα ελαφρύ υφασμάτινο μπουφάν και άλλο ένα αμάνικο με πούπουλα. Αν θα έχει κρύο θα τα φοράω και τα δυο αν δεν θα 'χει θα φοράω το ένα. Μόνο που τώρα φόραγα το ελαφρύ κι μια θερμοφανέλα.
Να βγάλω το σακάκι; Δεν θ’ αντέξω. Ναι έκανα τέτοιες σκέψεις! Μετρούσα τι ρούχα φόραγαν τα κορίτσια μου. Η Αλίνα μου ήταν μάλλον εντάξει. Κάτι παράξενο.
Τα παντοφλάκια μούσκεμα κι όμως κρατούσαν θερμότητα. Το ήξερα, γιατί η διαφορά θερμοκρασίας στα δυο πέλματά μου ήταν σημαντικά διαφορετική. Την Ελενα την έσωζε το δεύτερο θερμοεσώρουχο και η αδιάβροχη επένδυση του πουλόβερ που φορούσε. Κρύωσε μόλις κάθισε. Ήξερα ότι όταν θα ξαναγρίευε θα ξεχνούσε το κρύο. Η προσευχές της Ράνιας ακούγονται πια δυνατά. Με ανακουφίζουν.
Ανάπαυλα τέλος. Βροχή ξαφνική και δυνατός αέρας. Μπουρίνι. Κι’ άλλο πλοίο φαίνεται. Μας είδε; Φωνές, κραυγές, η σκηνή ξαναστήνεται.
Ο Francesco και ο Γιώργος παλεύουν με τα σχοινιά. Η Ράνια πάλι ο ενδιάμεσος κρίκος. Η Ελενα φωνάζει για βοήθεια το ίδιο και η Αλίνα. Φωνάζουν κι’ άλλοι. Εγώ κρατάω την Αλίνα. Και αρχίζει το σφυροκόπημα. Τώρα όμως ξέρουμε. Τώρα το βαρκάκι είναι ήδη σπασμένο και ξέρουμε τι θα ακολουθήσει. Κάθε φορά που κατευθυνόμαστε με ορμή πάνω στο πλοίο κάποιος φωνάζει δυνατά Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΝΙΚΑ ΚΙ ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΚΑ ΣΚΟΡΠΑ. Και τσακιζόμαστε. Και ξαναπιάνουμε τη σκάλα. Τώρα ο πρώτος που φεύγει ξέρει και τα καταφέρνει. Ο δεύτερος, ένας Ιερέας ,όχι όμως Έλληνας, Βούλγαρος μάλλον είπαν, αποφασίζει να ανέβει. Είναι εύσωμος. Πολύ. Έχουμε βρει συντονισμό. Ο Γιώργος παρακολουθεί το κύμα. Άμα έρχεται μεγάλο, φωνάζει όχι όχι και αφηνόμαστε. Και τσακιζόμαστε.
Όταν έρχεται μικρό φωνάζει, τώρα τώρα, ο Francesco και δυο ακόμη, πιάνουν την ανεμόσκαλα και πρέπει να φύγεις γρήγορα. Κάθε φορά που προσπαθεί κάποιος είμαστε όλοι βουβοί. Ο Ιερέας πιάνει την ανεμόσκαλα, ο Γιώργης του λέει τώρα, ο Ιερέας διστάζει, φύγε, του φωνάζουν, φύγε, ο Ιερέας ανεβαίνει ένα σκαλοπάτι και μένει εκεί. Η βάρκα μας σηκώνεται απ’ το επόμενο μεγάλο κύμα και σκάει πάνω στο πλοίο. Στην ανεμόσκαλα δεν είναι κανείς. Κι όμως η διαδικασία συνεχίζεται. Χωρίς λεπτό χαμένο (Αυτό ήταν ήταν σοκαριστικό για όλους. Το ότι δε νοιώθαμε τίποτα. Ο επόμενος). Η επόμενη ήταν μια κυρία. Η πρώτη γυναίκα που θα προσπαθούσε. Δυο προσπάθειες έκανε. Στην πρώτη δεν μπορούσε γιατί την εμπόδιζε το σωσίβιο. Στη δεύτερη τη βλέπω να το βγάζει. Πιάνω το κεφαλάκι της Αλίνας και το χαμηλώνω. Κλείνω και εγώ τα μάτια. Μπράβο μπράβο, ανέβα, της φωνάζουν. Σπάει ο πίσω κάβος και ο Γιώργης ορμάει να κόψει και τον μπροστά. Η βάρκα απομακρύνεται αλλά ο μπροστινός κάβος δεν κόβεται με το σουγιά. Η γυναίκα φαίνεται μπροστά μας πάνω στην ανεμόσκαλα. Δεύτερο, τρίτο, τέταρτο σκαλί και γλιστράει. Χάνεται στη θάλασσα κάτω απ’ το πλοίο. Κάποιος πετάει ένα σωσίβιο προς το σημείο που χάθηκε. Εμείς είμαστε δεμένοι με τον κάβο και ο Γιώργης ουρλιάζει προς το πλήρωμα για να μας ελευθερώσουν αυτοί από πάνω. TΙ ΚΑΝΕΙ Ο ΗΛΙΘΙΟΣ ΘΑ ΜΑΣ ΣΚΟΤΏΣΕΙ ΟΛΟΥΣ. ΜΑΣ ΣΤΕΛΝΕΙ ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΗ ΠΡΥΜΝΗ. ΚΟΨΤΟ, ΑΣΤΟ ΟΥΡΛΙΑΖΑΜΕ ΟΛΟΙ Σ’ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΓΛΩΣΣΕΣ. Tο κόβουν και ελευθερωνόμαστε.
Η φορά μας όμως είναι προς την πρύμνη. Αδέλφια μας σκότωσε, μας σκότωσε λέει ο Γιώργος. Ο Francesco πάγωσε και κοιτούσε. Αδέλφια αυτό ήταν, μας σκότωσε λέει άλλη μια φορά ο Γιώργος. ΜΠΑΜΠΑ ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ φωνάζει η Αλίνα. Και παγώνουμε όλοι. Τη σφίγγω στην αγκαλιά μου και φωνάζω μ’ όση δύναμη έχω. ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΑΛΙΝΑ ΜΟΥ. ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ. To έλεγα στην Αλίνα, αλλά έκανε καλό σ’ όλους μου είπαν μετά. Και τότε σήκωσα πάλι το κεφάλι.
Από πάνω μας ήταν η πρύμνη του πλοίου. Ψηλά και συνέχιζε να ανεβαίνει με το κύμα. Μπροστά μας η προπέλα. Και η πρύμνη θα πέσει. Και πέφτει. Η δεύτερη φορά που ο θάνατος πλημμύρισε τα πάντα μέσα μου. Απόλυτος τρόμος.
ΕΝΑ ΑΠΟΝΕΡΟ, ΕΙΠΑΝ, ΑΠ’ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΠΛΟΙΟ. ΕΝΑ ΚΥΜΑ. ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ ΠΟΥ ΕΙΜΑΣΤΑΝ ΕΚΕΙ. ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ.
Κάτι μας έσπρωξε την τελευταία στιγμή. Και το θηρίο σκάει πίσω μας και μας εκσφενδονίζει είκοσι μέτρα μακριά του. Δεν σας θέλω είπε. Σωθήκαμε; Ο Γιώργης αλαφιασμένος τρέχει να μαζέψει τον κάβο που σέρνεται πίσω μας και σε λίγο θα περάσει απ’ την προπέλα. αν το αρπάξει χαθήκαμε. Ο Αι Γιώργης μας όμως ήταν γρήγορος. Με πήρε η κόρη μου στο τηλέφωνο, μου έλεγε αργότερα, και μου λέει, γιατί μπαμπά έφυγες απ’ το πλοίο, τα κανάλια λένε ότι το πλήρωμα παράτησε τον κόσμο. Να μου δώσεις Γιώργο μου την κόρη σου, να της πω εγώ τι έκανε ο μπαμπάς της, του απάντησα και του φίλησα το σπασμένο κεφάλι.
Πάλι μόνοι, με τα κύματα και τη βροχή. Ο καιρός είναι λίγο καλύτερος. Δεν έχει εκείνη τη μανία. Όλοι σιωπηροί. Παίρνουμε πάλι τις γνωστές θέσεις μας. Είμαστε καταπονημένοι αλλά εγώ νοιώθω ότι αφού βγήκαμε απ’ αυτό, δεν γίνεται να χαθούμε. Το σκάφος αυτό δε βουλιάζει με τίποτα τους είπα. Ας τα κλείσουμε όλα και να περιμένουμε. Δε βουλιάζει με τίποτα. Χωρίς ρωγμές όμως.
Μείναμε για λίγο σιωπηροί. Τότε είδα την Αλεξάνδρα. Άκουγα άλλη μια γυναικεία φωνή εκτός της Ράνιας και της Έλενας. Μια σταθερή σχεδόν αυστηρή φωνή. Μετέφραζε και αυτή Ιταλικά Αγγλικά. Αλλά τώρα την είδα. Το κινητό της έπιανε και άρχισε να καλεί. Άκουγα που επικοινωνούσε με κάποιους στις ανάπαυλες που λέγαμε. Μόνο το δικό της τηλέφωνο είχε σήμα. Και της Ράνιας που και που. Ήταν Ιταλική η σύνδεση, έμαθα αργότερα. Η Αλεξάνδρα μετέδιδε σιγουριά. Κάθε φορά που έλεγε κάτι, ένοιωθες καλά. Ένα απ΄τα χαρίσματά της.
Άρχισε πάλι η αναμονή. Για τρίτο καράβι; Κανείς πλέον δεν το λαχταρούσε και τόσο πολύ νομίζω. Έχει γεμίσει αίματα το αριστερό μπατζάκι του παντελονιού μου. Κοιτάζω τα πόδια της Ράνιας, είναι εντάξει. Άρα δικό μου είναι. Ανασηκώνω το μπατζάκι και βλέπω αίμα. Αρκετό αίμα. Ψηλά στο καλάμι, κάτω απ’ το γόνατο πονάω λίγο. Σπασμένο δεν είναι τίποτα. Το ξεχνάω.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και να το τρίτο πλοίο.
Σφίξιμο στην καρδία.
Μας είδε και έρχεται για εμάς.
Συνεχίζεται
«Έγραψα αυτά που έζησα. Με τα δικά μου μάτια, αυτιά, εγκέφαλο και ψυχή» Ανδρέας Οικονόμου
Επεισόδιο τέταρτο: TΩΡΑ ΞΕΡΩ ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ ΦΟΒΑΜΑΙ!
Πάει το πλοίο. Σε μερικά λεπτά το χάσαμε. Τώρα ξέρουμε. Δεν είναι το δύσκολο να βρεις το πλοίο. Το δύσκολο είναι να ανέβεις σε πλοίο από ακυβέρνητη βάρκα.
Τώρα έχουμε εμπειρία. Η βροχή λιγοστεύει και σχεδόν δεν τη νοιώθουμε. Έκανε κάτι τέτοια ο καιρός. Σαν να έπαιζε κάποιος φλιπεράκι. Κάπου κάπου μας ηρεμούσε για λίγα λεπτά, φτερούγιζε η καρδία μας και ξαφνικά πατούσε το κουμπάκι κι άρχιζε το σφυροκόπημα.
Μια τέτοια ανάπαυλα είναι και τώρα. Δεν μιλάμε πολύ. Λίγα λόγια. Είσαι καλά.., σ’ αγαπώ.., μη φοβάσαι.., κρυώνεις… Κρυώνω πολύ μου λέει η Αλίνα. Αντρέα έχω παγώσει λέει η Έλενα δεν αντέχω άλλο! Τις τρίβω με μανία. Στην πλάτη στα χέρια όπου και όπως μπορώ. Η Αλίνα μου φοράει τα παντοφλάκια της, εγώ φοράω το παντοφλάκι μου. Με δυο παντόφλες μπήκα στη βάρκα, σε κάποιο τράκο έχασα τη μία. Η Ράνια απέναντι αρχίζει να τουρτουρίζει. Βάλε τις πατούσες σου ανάμεσα στα πόδια μου, της λέω. Φορούσα κοτλέ παντελόνι. Σφίγγω με δύναμη τις πατούσες της ανάμεσα στις κνήμες μου και αμέσως καταλαβαίνω τη διαφορά θερμοκρασίας.
Ήταν ξύλο τα πόδια της. Έσφιγγε την Κορρίνα ρωτούσε το Σπύρο και τον Νικόλα πως είναι. Όλοι αγκαλιασμένοι. Δεν κοιτούσα αλλού. Μόνο τους ανθρώπους που είχα γύρω μου. Η Έλενα κρύωνε πολύ. Την τύλιξα ....
... με ένα δεύτερο σωσίβιο και κάλυψα μερικά σημεία του κορμιού της. Ήταν το πρώτο ταξίδι που δεν πήρα βαρύ ζεστό μπουφάν. Έλενα της είχα πει, φέτος θα πάρω ένα ελαφρύ υφασμάτινο μπουφάν και άλλο ένα αμάνικο με πούπουλα. Αν θα έχει κρύο θα τα φοράω και τα δυο αν δεν θα 'χει θα φοράω το ένα. Μόνο που τώρα φόραγα το ελαφρύ κι μια θερμοφανέλα.
Να βγάλω το σακάκι; Δεν θ’ αντέξω. Ναι έκανα τέτοιες σκέψεις! Μετρούσα τι ρούχα φόραγαν τα κορίτσια μου. Η Αλίνα μου ήταν μάλλον εντάξει. Κάτι παράξενο.
Τα παντοφλάκια μούσκεμα κι όμως κρατούσαν θερμότητα. Το ήξερα, γιατί η διαφορά θερμοκρασίας στα δυο πέλματά μου ήταν σημαντικά διαφορετική. Την Ελενα την έσωζε το δεύτερο θερμοεσώρουχο και η αδιάβροχη επένδυση του πουλόβερ που φορούσε. Κρύωσε μόλις κάθισε. Ήξερα ότι όταν θα ξαναγρίευε θα ξεχνούσε το κρύο. Η προσευχές της Ράνιας ακούγονται πια δυνατά. Με ανακουφίζουν.
Ανάπαυλα τέλος. Βροχή ξαφνική και δυνατός αέρας. Μπουρίνι. Κι’ άλλο πλοίο φαίνεται. Μας είδε; Φωνές, κραυγές, η σκηνή ξαναστήνεται.
Ο Francesco και ο Γιώργος παλεύουν με τα σχοινιά. Η Ράνια πάλι ο ενδιάμεσος κρίκος. Η Ελενα φωνάζει για βοήθεια το ίδιο και η Αλίνα. Φωνάζουν κι’ άλλοι. Εγώ κρατάω την Αλίνα. Και αρχίζει το σφυροκόπημα. Τώρα όμως ξέρουμε. Τώρα το βαρκάκι είναι ήδη σπασμένο και ξέρουμε τι θα ακολουθήσει. Κάθε φορά που κατευθυνόμαστε με ορμή πάνω στο πλοίο κάποιος φωνάζει δυνατά Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΝΙΚΑ ΚΙ ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΚΑ ΣΚΟΡΠΑ. Και τσακιζόμαστε. Και ξαναπιάνουμε τη σκάλα. Τώρα ο πρώτος που φεύγει ξέρει και τα καταφέρνει. Ο δεύτερος, ένας Ιερέας ,όχι όμως Έλληνας, Βούλγαρος μάλλον είπαν, αποφασίζει να ανέβει. Είναι εύσωμος. Πολύ. Έχουμε βρει συντονισμό. Ο Γιώργος παρακολουθεί το κύμα. Άμα έρχεται μεγάλο, φωνάζει όχι όχι και αφηνόμαστε. Και τσακιζόμαστε.
Όταν έρχεται μικρό φωνάζει, τώρα τώρα, ο Francesco και δυο ακόμη, πιάνουν την ανεμόσκαλα και πρέπει να φύγεις γρήγορα. Κάθε φορά που προσπαθεί κάποιος είμαστε όλοι βουβοί. Ο Ιερέας πιάνει την ανεμόσκαλα, ο Γιώργης του λέει τώρα, ο Ιερέας διστάζει, φύγε, του φωνάζουν, φύγε, ο Ιερέας ανεβαίνει ένα σκαλοπάτι και μένει εκεί. Η βάρκα μας σηκώνεται απ’ το επόμενο μεγάλο κύμα και σκάει πάνω στο πλοίο. Στην ανεμόσκαλα δεν είναι κανείς. Κι όμως η διαδικασία συνεχίζεται. Χωρίς λεπτό χαμένο (Αυτό ήταν ήταν σοκαριστικό για όλους. Το ότι δε νοιώθαμε τίποτα. Ο επόμενος). Η επόμενη ήταν μια κυρία. Η πρώτη γυναίκα που θα προσπαθούσε. Δυο προσπάθειες έκανε. Στην πρώτη δεν μπορούσε γιατί την εμπόδιζε το σωσίβιο. Στη δεύτερη τη βλέπω να το βγάζει. Πιάνω το κεφαλάκι της Αλίνας και το χαμηλώνω. Κλείνω και εγώ τα μάτια. Μπράβο μπράβο, ανέβα, της φωνάζουν. Σπάει ο πίσω κάβος και ο Γιώργης ορμάει να κόψει και τον μπροστά. Η βάρκα απομακρύνεται αλλά ο μπροστινός κάβος δεν κόβεται με το σουγιά. Η γυναίκα φαίνεται μπροστά μας πάνω στην ανεμόσκαλα. Δεύτερο, τρίτο, τέταρτο σκαλί και γλιστράει. Χάνεται στη θάλασσα κάτω απ’ το πλοίο. Κάποιος πετάει ένα σωσίβιο προς το σημείο που χάθηκε. Εμείς είμαστε δεμένοι με τον κάβο και ο Γιώργης ουρλιάζει προς το πλήρωμα για να μας ελευθερώσουν αυτοί από πάνω. TΙ ΚΑΝΕΙ Ο ΗΛΙΘΙΟΣ ΘΑ ΜΑΣ ΣΚΟΤΏΣΕΙ ΟΛΟΥΣ. ΜΑΣ ΣΤΕΛΝΕΙ ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΗ ΠΡΥΜΝΗ. ΚΟΨΤΟ, ΑΣΤΟ ΟΥΡΛΙΑΖΑΜΕ ΟΛΟΙ Σ’ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΓΛΩΣΣΕΣ. Tο κόβουν και ελευθερωνόμαστε.
Η φορά μας όμως είναι προς την πρύμνη. Αδέλφια μας σκότωσε, μας σκότωσε λέει ο Γιώργος. Ο Francesco πάγωσε και κοιτούσε. Αδέλφια αυτό ήταν, μας σκότωσε λέει άλλη μια φορά ο Γιώργος. ΜΠΑΜΠΑ ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ φωνάζει η Αλίνα. Και παγώνουμε όλοι. Τη σφίγγω στην αγκαλιά μου και φωνάζω μ’ όση δύναμη έχω. ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΑΛΙΝΑ ΜΟΥ. ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ. To έλεγα στην Αλίνα, αλλά έκανε καλό σ’ όλους μου είπαν μετά. Και τότε σήκωσα πάλι το κεφάλι.
Από πάνω μας ήταν η πρύμνη του πλοίου. Ψηλά και συνέχιζε να ανεβαίνει με το κύμα. Μπροστά μας η προπέλα. Και η πρύμνη θα πέσει. Και πέφτει. Η δεύτερη φορά που ο θάνατος πλημμύρισε τα πάντα μέσα μου. Απόλυτος τρόμος.
ΕΝΑ ΑΠΟΝΕΡΟ, ΕΙΠΑΝ, ΑΠ’ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΠΛΟΙΟ. ΕΝΑ ΚΥΜΑ. ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ ΠΟΥ ΕΙΜΑΣΤΑΝ ΕΚΕΙ. ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ.
Κάτι μας έσπρωξε την τελευταία στιγμή. Και το θηρίο σκάει πίσω μας και μας εκσφενδονίζει είκοσι μέτρα μακριά του. Δεν σας θέλω είπε. Σωθήκαμε; Ο Γιώργης αλαφιασμένος τρέχει να μαζέψει τον κάβο που σέρνεται πίσω μας και σε λίγο θα περάσει απ’ την προπέλα. αν το αρπάξει χαθήκαμε. Ο Αι Γιώργης μας όμως ήταν γρήγορος. Με πήρε η κόρη μου στο τηλέφωνο, μου έλεγε αργότερα, και μου λέει, γιατί μπαμπά έφυγες απ’ το πλοίο, τα κανάλια λένε ότι το πλήρωμα παράτησε τον κόσμο. Να μου δώσεις Γιώργο μου την κόρη σου, να της πω εγώ τι έκανε ο μπαμπάς της, του απάντησα και του φίλησα το σπασμένο κεφάλι.
Πάλι μόνοι, με τα κύματα και τη βροχή. Ο καιρός είναι λίγο καλύτερος. Δεν έχει εκείνη τη μανία. Όλοι σιωπηροί. Παίρνουμε πάλι τις γνωστές θέσεις μας. Είμαστε καταπονημένοι αλλά εγώ νοιώθω ότι αφού βγήκαμε απ’ αυτό, δεν γίνεται να χαθούμε. Το σκάφος αυτό δε βουλιάζει με τίποτα τους είπα. Ας τα κλείσουμε όλα και να περιμένουμε. Δε βουλιάζει με τίποτα. Χωρίς ρωγμές όμως.
Μείναμε για λίγο σιωπηροί. Τότε είδα την Αλεξάνδρα. Άκουγα άλλη μια γυναικεία φωνή εκτός της Ράνιας και της Έλενας. Μια σταθερή σχεδόν αυστηρή φωνή. Μετέφραζε και αυτή Ιταλικά Αγγλικά. Αλλά τώρα την είδα. Το κινητό της έπιανε και άρχισε να καλεί. Άκουγα που επικοινωνούσε με κάποιους στις ανάπαυλες που λέγαμε. Μόνο το δικό της τηλέφωνο είχε σήμα. Και της Ράνιας που και που. Ήταν Ιταλική η σύνδεση, έμαθα αργότερα. Η Αλεξάνδρα μετέδιδε σιγουριά. Κάθε φορά που έλεγε κάτι, ένοιωθες καλά. Ένα απ΄τα χαρίσματά της.
Άρχισε πάλι η αναμονή. Για τρίτο καράβι; Κανείς πλέον δεν το λαχταρούσε και τόσο πολύ νομίζω. Έχει γεμίσει αίματα το αριστερό μπατζάκι του παντελονιού μου. Κοιτάζω τα πόδια της Ράνιας, είναι εντάξει. Άρα δικό μου είναι. Ανασηκώνω το μπατζάκι και βλέπω αίμα. Αρκετό αίμα. Ψηλά στο καλάμι, κάτω απ’ το γόνατο πονάω λίγο. Σπασμένο δεν είναι τίποτα. Το ξεχνάω.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και να το τρίτο πλοίο.
Σφίξιμο στην καρδία.
Μας είδε και έρχεται για εμάς.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου