Μέρος 1ο Μέρος 2ο
«Έγραψα αυτά που έζησα. Με τα δικά μου μάτια, αυτιά, εγκέφαλο και ψυχή» Ανδρέας Οικονόμου
Επεισόδιο τρίτο: ΚΑΡΑΒΙ ΕΝΑ. ΑΠ’ ΤΟ ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ ΣΤΟ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ ΦΥΛΑ ΜΑΣ!
Είμαι μέσα. Πετάω τα σπασμένα γυαλιά μου. Όσοι φοράνε γυαλιά καταλαβαίνουν την απελπισία μου. Θα το ζήσω με την τύφλα μου..
Η βάρκα μέσα είναι ΣΧΕΔΟΝ ΑΔΕΙΑ. Η κατασκευή της είναι τέτοια, με τα διαδρομάκια και τα καθίσματα, που όλοι μπλοκαρίστηκαν στον πρώτο διάδρομο. Σφήνωσαν οι κνήμες και οι φτέρνες και κανένας δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Και έφραξε η πρόσβαση στο εσωτερικό της. Η ανορθόδοξη είσοδός μου στη λέμβο με έσωσε απ’ το μπλοκάρισμα. Η Έλενα όμως ούρλιαζε, τα πόδια μου τα πόδια μου, και δίπλα το Αλινάκι μου ούρλιαζε, σάντουιτς ανάμεσα στην Έλενα και ένα τεράστιο άνδρα που προσπαθούσε ο δόλιος να σωθεί, αλλά και να μη τις λιώσει. Τράβηξα κοντά μου την Αλίνα. Ένοιωσα σαν να την ξεκόλλησα. Κοιτώντας χαμηλά στα πόδια της για να βεβαιωθώ ότι είναι εντάξει, είδα το Ράφι (Ραφαήλ) ένα μικρό αγοράκι τεσσάρων ετών, πεσμένο σ’ αυτόν τον καταραμένο διάδρομο και να τον πατούν. Ήταν τυχερός γιατί το τεράστιο σωσίβιο του τον προστάτευσε. Τον άρπαξα και αυτόν και τον πέταξα στα καθίσματα. Καμιά σκέψη, χωρίς λόγια, μια κίνηση μόνο. Και τον ξέχασα.
Τον ξαναείδα αργότερα στην αγκαλιά...
.... της Αλεξάνδρας μαζί με τον αδελφό του.
Η Έλενα, γυάλιζε το μάτι της είπαμε, σπρώχνει τον άνδρα με δύναμη απεγκλωβίζεται και καταφέρνουν και οι δυο να κάνουν το επόμενο βήμα στον επόμενο διάδρομο. Ο ένας πάνω απ’ τον άλλο με κάθε τρόπο καταφέρνουμε να απλωθούμε σ’ όλη τη λέμβο. (η δημοσιογράφος, αργότερα, με ρώτησε: πείτε μου τι γινόταν μέσα στη βάρκα, ούρλιαζαν κλαίγανε..) Απόλυτη σιγή. Κάποια βογγητά πόνου, παιδικά ονόματα, Νίκο, Κορίννα, Ράφι, Αλίνα, Ρόμι και η απάντηση που επιβεβαίωνε ότι είναι καλά.
Η βάρκα όμως είναι κολλημένη. Οι καπνοί έχουν πνίξει τα πάντα. Μέσα στη βάρκα είναι πολύ δύσκολο να αναπνεύσεις. Αυτό που αναπνέω μου προκαλεί έναν απίστευτο σπασμό στο στομάχι και ξερνάω. Ξερνάω ασταμάτητα. Ξερνάνε κι’ άλλοι, ξερνάνε όλοι. Συνέχεια. Γιατί δεν πέφτουμε, φωνάζει κάποιος. Ακούω Ιταλικά που είναι μάλλον εντολές κάποιου απ’ το πλήρωμα προς κάποιον άλλο. Έχουμε τουλάχιστον δυο ναυτικούς σκέφτομαι, ενώ είμαι γονατισμένος στα τέσσερα και ξερνάω για χιλιοστή φορά. Ξέρω ότι αυτό που μου συμβαίνει δεν είναι ναυτία και ανησυχώ πολύ. Αν έχω δηλητηριαστεί ποιος θα τις φροντίσει. Και συνεχίζω να ξερνάω. Μπαμπά είσαι καλά, φωνάζει έντρομη η Αλίνα μόλις με είδε να γονατίζω. Μου φώναζε συνέχεια και εγώ να μη μπορώ να σηκώσω ούτε το δαχτυλάκι μου απ’ το ξέρασμα. Μόνο το μυαλό μου και το στομάχι μου υπερλειτουργούσαν και όχι μ’ αυτή τη σειρά. Κάποια στιγμή κατάφερα να σηκώσω το αριστερό μου χέρι και να της κάνω τη γνωστή κίνηση με τον υψωμένο αντίχειρα. Μαμά καλά είναι, φώναξε και σταμάτησε. Ο Ιταλός συνεχίζει να φωνάζει. Κάτι για ανεμόσκαλα ακούω κάποιος ανεβαίνει ή κατεβαίνει στη βάρκα. Στις Ιταλικές φωνές προστίθενται και Ελληνικές. Είναι οδηγίες στα Ελληνικά. Λύσε το …. στρίψε το …. ναυτικοί όροι που δεν κατανοώ. Έχουμε και Έλληνα πλήρωμα σκέφτηκα. Ακόμα καλύτερα. Ήταν ο Γιώργης απ’ τους Αγίους Σαράντα (και ένας αυτός σαρανταένας). Πλήρωμα. Είχε κατέβει στη λέμβο για να τη λύσει. Και την έλυσε. Και σκάσαμε στο νερό. Νόμισα ότι σπάσανε όλα τα κόκαλά μου. Δεν γίνεται άλλο με το ξέρασμα είπα και σήκωσα το κορμί μου φωνάζοντας και ξερνώντας ταυτόχρονα. Αλίνα Έλενα. Καλά είμαι, μου απαντά η Έλενα και ξερνάει. Μπαμπά έκανα εμετό, κλαψουρίζει το Αλινάκι. Δε μπορώ να μιλήσω και της χαϊδεύω τα μαλλιά. Πάμε να φύγουμε.., πάρτε τη βάρκα από δω.., θα σκάσουμε.., θα πνιγούμε απ’ τους καπνούς… . ανοίξτε τις τέντες… Τώρα ναι ουρλιάζουν αρκετοί. Η Έλενα ανοίγει κάτι σαν παράθυρο δίπλα και πάνω απ’ το κεφάλι μου. Τη βοηθάει ο Genaio. Ιταλός, πλήρωμα. Μπαίνει δυνατός αέρας, με χτυπά στο πρόσωπο και νοιώθω καλύτερα. Νοιώθω ανακούφιση γιατί φεύγουμε. Τότε, απ’ το παράθυρο που μπήκε ο αέρας, σήκωσα το κινητό μου και τράβηξα το videaki που είδατε. Η μηχανή της λέμβου ανάβει. Ξεκινάει. Ήμασταν, έμαθα αργότερα, καμιά πενηνταριά πάνω κάτω. Μόλις απομακρυνόμαστε απ’ το πλοίο, καταλαβαίνω ότι τόση ώρα μας έκοβε τον αέρα με τον όγκο του. Γι’ αυτό μπορέσαμε να μετακινηθούμε να καθίσουμε, να βγάλω video….. Και άρχισε.
Τα 10 μποφόρ ήταν αλλιώς πάνω στο σιδερένιο κολαστήρι κι αλλιώς στην πλαστική λέμβο. Τόχετε δεί στο σινεμά ε; Το είχα δει και εγώ. Καμιά σχέση!!!
Δεκαπέντε μέτρα πάνω, γύρισμα η μύτη, βουτιά σχεδόν ελεύθερη πτώση. Σκάσιμο. Αντε πάλι απ’ την αρχή. Νερά από παντού. Η βροχή δυναμώνει, αστραπές, αέρας πολύ αέρας. Κύματα, που μια φορά που τόλμησα μέσα στο σκοτάδι να τα κοιτάξω κατάματα, ένοιωσα το μεγαλύτερο φόβο της ζωής μου. Κάποιοι που με ξέρετε θα ξέρετε ότι η θάλασσα ήταν ο εφιάλτης μου από παιδί. Και τον ζούσα. Δεν ξανακοίταξα. Κλείσαμε ότι άνοιγμα ήταν ανοιχτό. Το παράθυρο δεν έκλεινε και όταν ξεσκάλωσε έπιασε το χέρι του Genaio και παραλίγο να του το κόψει. Πιαστήκαμε σφιχτά ο ένας με τον άλλο. Σιωπή. Μόνο ο Genaio βόγκαγε ματωμένος και οι Ιταλοί και ο Γιώργης κάτι λέγαν. Στα ναυτικά.
Και τότε αρχίζει το ξέρασμα 2.
Αυτή τη φορά από ναυτία. Και τι να βγάλεις; Πόνος ατελείωτος. Κάποια στιγμή ο σπασμός του εμετού έμεινε πάνω από ένα λεπτό και νόμισα ότι θα πάθω ασφυξία. Ξερνούσαμε ο ένας πάνω στο άλλο και δεν λέγαμε τίποτα. Καθόμουνα στο μεσαίο διάζωμα θέσεων είχα την Αλίνα δεξιά μου και μετά η Έλενα. Σφιχτά. Απέναντί μου ήταν η Ράνια.Ξυπόλυτη. Κράταγε σφικτά την κορούλα της την Κορίννα. Δίπλα της ο Σπύρος ο άνδρας της κρατούσε το γιό τους το Νικόλα. Ο Σπύρος ήταν ακίνητος με κλειστά τα μάτια, σαν να μην ελέγχει το κεφάλι του που κρέμονταν απ’ τον λαιμό του. Είχα πάθει υποκαλιαιμία, μου εξήγησε μετά (ο Σπύρος και Ράνια είναι γιατροί) και προκαλεί μυϊκή απόλυτη αδυναμία. Καλέ μου Σπύρο μόνο η λέξη μου έλλειπε το υπόλοιπο το ήξερα.
Ο Ιταλός έψαχνε κάτι σε κάτι μπαούλα. Ήταν νερό, σε σακουλάκια. Έφτασε ένα στα χέρια μου αλλά στάθηκε αδύνατο να το ανοίξω. Είδα ένα μισοάδειο στο πάτωμα και ήπια. Άρχισα να στυλώνομαι. Η Έλενα δεν ξέρω αν ήπιε η Αλίνα δεν ήθελε.
Άρχισε να ξημερώνει. Μάλλον ο Ιταλός είδε ένα καράβι και πήγαινε σφαίρα κατά πάνω του. Έτσι ήτανε. Το είδα και εγώ. Η Έλενα σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο.
Φωνές, ουρλιαχτά, βοήθεια Help, aiuto, Η Αλίνα σηκώθηκε κι αυτή και φώναζε κι αυτή στα ελληνικά στα αγγλικά στα ιταλικά. Ότι άκουγε προσπαθούσε να το φωνάξει. Και πλευρίζουμε το πλοίο. Φόρα είχαμε, κύμα είχε, ο Ιταλός τρελάθηκε, και το κάρφωσε το βαρκάκι στα πλευρά του πλοίου. Άκουσε και τι δεν άκουσε απ’ το Γιώργη το δικό μας.
Ένα container ήταν το πλοίο, με λίγο φορτίο άρα με μικρό βύθισμα. Ουρανοξύστης μου φάνηκε στο ύψος. Χάος. Αλλά σωθήκαμε. Σωθήκαμε;
Η μηχανή με το τράκο έσβησε και ποτέ δεν ξαναλειτούργησε. Η βάρκα ακυβέρνητη. Πετάνε σχοινιά. Ο Γιώργης δίνει μάχη να τα δέσει. Το ίδιο και ο άλλος Ιταλός ο Francesco και κάποιοι επιβάτες. Μάχη. Γιατί δεν έχουμε μηχανή και πώς να σταθείς δίπλα στο πλοίο.
Τότε κατέρριψα το ρεκόρ φόβου που είχα από λίγες ώρες πριν.
Το κύμα μας σήκωσε στο Θεό και μας έσκασε πάνω στο σιδερένιο τοίχο. Τιναχτήκαμε απ’ τις θέσεις μας. Έχασα την Αλίνα. Τα πόδια μου τσακίστηκαν στο διάζωμα των καθισμάτων. Η Έλενα χτύπησε το κεφάλι της σε ένα σίδερο γιατί έπεσε με ορμή κάποιος πάνω της. Και πριν προλάβουμε να καταλάβουμε τι έγινε, πάλι δεκαπέντε μέτρα πάνω, κι άλλο σκάσιμο στον τοίχο.
Σε κάθε χτύπημα το βαρκάκι να σπάει, να ανοίγει και να μπάζει νερά.
Εδώ αναλαμβάνει η Ράνια. Μιλάει Αγγλικά και Ιταλικά. Αρκετές φορές μετέφρασε αυτά που μας έλεγε ο Ιταλός. Τώρα όμως ανέλαβε για τα καλά. Όρθια, ξυπόλητη, είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους δικούς μας Ιταλούς, στο Γιώργη και στο πλήρωμα του πλοίου που καταλαβαίνουν (;) Αγγλικά. Νάσαι καλά κοριτσάρα μου!!! Οι γυναίκες έχουν αναλάβει!
Το πλοίο αφήνει μια ανεμόσκαλα. Όσοι μπορούν να σταθούν βοηθάνε. Πιάνουνε την ανεμόσκαλα, τη χάνουμε, σκάμε πάνω στο πλοίο. Αυτό να γίνεται συνέχεια. Οι κάβοι σπάνε κάτι χτυπάει το Γιώργο και του ανοίγει το κεφάλι. Όλη την ώρα είναι με το μισό κορμί έξω απ’ τη βάρκα δίνει οδηγίες, τραβάει σχοινιά, αφήνει σχοινιά. Κάποια στιγμή το πλοίο παίρνει τέτοια θέση που κόβει τον καιρό. Η ανεμόσκαλα μένει για κάποια δευτερόλεπτα στα χέρια μας και φεύγει ο πρώτος. EΙΝΑΙ Ο ΙΤΑΛΟΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΣΕ ΤΗ ΒΑΡΚΑ. Γι’ αυτό βιαζόταν.
Δεύτερος φεύγει ένας Έλληνας. Αργότερα έμαθα ότι ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΛΗΡΩΜΑ. Όχι ο Γιώργης, αυτός είναι εδώ και ματώνει!!! Τον ξέρουμε ποιος είναι. Θα περιμένω να δω τι θα πει και μετά θα πράξουμε. Γιατί όσο ανεπίτρεπτο κι’ αν είναι να σε εγκαταλείπουν αυτοί που μπορούν, στο βάθος καταλαβαίνω την ανάγκη να σωθεί και να δει τα παιδιά του. ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ.
Οι εκπαιδευμένοι λάκισαν. Ήρθε η ώρα να φύγει κάποιος από εμάς.
Το σφυροκόπημα συνεχίζεται. Σκάμε πάνω στο πλοίο. Τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που μένουμε εκεί, πρέπει να πιάσεις την ανεμόσκαλα και να ανέβεις τουλάχιστον πέντε σκαλοπάτια. Αν αργήσεις, σε βρίσκει η βάρκα και σε λειώνει πάνω στο πλοίο. Κάποιος αποφασίζει να το κάνει. Δεν μπορεί. Άργησε. Βρέθηκε ανάμεσα. Δεν τον ξαναείδαμε.
Προσπαθεί ένας ακόμη. Τα καταφέρνει! Νομίζω και ένας τρίτος. Χάνεται ο τέταρτος.
ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΒΛΕΠΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ. Η Αλίνα μου με σφίγγει.
Εγώ έχω παγώσει! Εδώ νοιώθω τον υπέρτατο φόβο όταν συνειδητοποιώ ότι αυτό που φαινόταν σωτηρία, το πλοίο, μπορεί να είναι ο τάφος μας. ΕΓΩ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΩ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΙΝΑ ΑΓΚΑΛΙΑ. ΟΥΤΕ ΜΟΝΟΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑΤΟ ΚΑΝΩ. ΑΝ ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΟΝΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΠΕΘΑΝΑΜΕ.
Ηταν η πρώτη απ’ τις δυο φορές που σκέφτηκα το θάνατο. Απ’ την πρώτη στιγμή κάτι μέσα μου μου έλεγε ότι θα τα καταφέρουμε. Ηταν η πρώτη φορά που έχασα επαφή μαζί του.
Το πλοίο ξαναγύρισε, ο καιρός μας ξανάπιασε στο μέγιστο, τα χτυπήματα στο πλοίο διέλυαν πλέον εμφανώς τη βάρκα. Ο Γιώργος βγάζει ένα σουγιά και κόβει τα σχοινιά που μας δένανε στο πλοίο. Φεύγουμε μακριά απ’ αυτό που νομίσαμε ότι θα μας σώσει. Και ενώ τόση ώρα δεν έβρεχε, μόνο φυσούσε, ξεσπά μπόρα.
Συνεχίζεται
«Έγραψα αυτά που έζησα. Με τα δικά μου μάτια, αυτιά, εγκέφαλο και ψυχή» Ανδρέας Οικονόμου
Επεισόδιο τρίτο: ΚΑΡΑΒΙ ΕΝΑ. ΑΠ’ ΤΟ ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ ΣΤΟ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ ΦΥΛΑ ΜΑΣ!
Είμαι μέσα. Πετάω τα σπασμένα γυαλιά μου. Όσοι φοράνε γυαλιά καταλαβαίνουν την απελπισία μου. Θα το ζήσω με την τύφλα μου..
Η βάρκα μέσα είναι ΣΧΕΔΟΝ ΑΔΕΙΑ. Η κατασκευή της είναι τέτοια, με τα διαδρομάκια και τα καθίσματα, που όλοι μπλοκαρίστηκαν στον πρώτο διάδρομο. Σφήνωσαν οι κνήμες και οι φτέρνες και κανένας δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Και έφραξε η πρόσβαση στο εσωτερικό της. Η ανορθόδοξη είσοδός μου στη λέμβο με έσωσε απ’ το μπλοκάρισμα. Η Έλενα όμως ούρλιαζε, τα πόδια μου τα πόδια μου, και δίπλα το Αλινάκι μου ούρλιαζε, σάντουιτς ανάμεσα στην Έλενα και ένα τεράστιο άνδρα που προσπαθούσε ο δόλιος να σωθεί, αλλά και να μη τις λιώσει. Τράβηξα κοντά μου την Αλίνα. Ένοιωσα σαν να την ξεκόλλησα. Κοιτώντας χαμηλά στα πόδια της για να βεβαιωθώ ότι είναι εντάξει, είδα το Ράφι (Ραφαήλ) ένα μικρό αγοράκι τεσσάρων ετών, πεσμένο σ’ αυτόν τον καταραμένο διάδρομο και να τον πατούν. Ήταν τυχερός γιατί το τεράστιο σωσίβιο του τον προστάτευσε. Τον άρπαξα και αυτόν και τον πέταξα στα καθίσματα. Καμιά σκέψη, χωρίς λόγια, μια κίνηση μόνο. Και τον ξέχασα.
Τον ξαναείδα αργότερα στην αγκαλιά...
.... της Αλεξάνδρας μαζί με τον αδελφό του.
Η Έλενα, γυάλιζε το μάτι της είπαμε, σπρώχνει τον άνδρα με δύναμη απεγκλωβίζεται και καταφέρνουν και οι δυο να κάνουν το επόμενο βήμα στον επόμενο διάδρομο. Ο ένας πάνω απ’ τον άλλο με κάθε τρόπο καταφέρνουμε να απλωθούμε σ’ όλη τη λέμβο. (η δημοσιογράφος, αργότερα, με ρώτησε: πείτε μου τι γινόταν μέσα στη βάρκα, ούρλιαζαν κλαίγανε..) Απόλυτη σιγή. Κάποια βογγητά πόνου, παιδικά ονόματα, Νίκο, Κορίννα, Ράφι, Αλίνα, Ρόμι και η απάντηση που επιβεβαίωνε ότι είναι καλά.
Η βάρκα όμως είναι κολλημένη. Οι καπνοί έχουν πνίξει τα πάντα. Μέσα στη βάρκα είναι πολύ δύσκολο να αναπνεύσεις. Αυτό που αναπνέω μου προκαλεί έναν απίστευτο σπασμό στο στομάχι και ξερνάω. Ξερνάω ασταμάτητα. Ξερνάνε κι’ άλλοι, ξερνάνε όλοι. Συνέχεια. Γιατί δεν πέφτουμε, φωνάζει κάποιος. Ακούω Ιταλικά που είναι μάλλον εντολές κάποιου απ’ το πλήρωμα προς κάποιον άλλο. Έχουμε τουλάχιστον δυο ναυτικούς σκέφτομαι, ενώ είμαι γονατισμένος στα τέσσερα και ξερνάω για χιλιοστή φορά. Ξέρω ότι αυτό που μου συμβαίνει δεν είναι ναυτία και ανησυχώ πολύ. Αν έχω δηλητηριαστεί ποιος θα τις φροντίσει. Και συνεχίζω να ξερνάω. Μπαμπά είσαι καλά, φωνάζει έντρομη η Αλίνα μόλις με είδε να γονατίζω. Μου φώναζε συνέχεια και εγώ να μη μπορώ να σηκώσω ούτε το δαχτυλάκι μου απ’ το ξέρασμα. Μόνο το μυαλό μου και το στομάχι μου υπερλειτουργούσαν και όχι μ’ αυτή τη σειρά. Κάποια στιγμή κατάφερα να σηκώσω το αριστερό μου χέρι και να της κάνω τη γνωστή κίνηση με τον υψωμένο αντίχειρα. Μαμά καλά είναι, φώναξε και σταμάτησε. Ο Ιταλός συνεχίζει να φωνάζει. Κάτι για ανεμόσκαλα ακούω κάποιος ανεβαίνει ή κατεβαίνει στη βάρκα. Στις Ιταλικές φωνές προστίθενται και Ελληνικές. Είναι οδηγίες στα Ελληνικά. Λύσε το …. στρίψε το …. ναυτικοί όροι που δεν κατανοώ. Έχουμε και Έλληνα πλήρωμα σκέφτηκα. Ακόμα καλύτερα. Ήταν ο Γιώργης απ’ τους Αγίους Σαράντα (και ένας αυτός σαρανταένας). Πλήρωμα. Είχε κατέβει στη λέμβο για να τη λύσει. Και την έλυσε. Και σκάσαμε στο νερό. Νόμισα ότι σπάσανε όλα τα κόκαλά μου. Δεν γίνεται άλλο με το ξέρασμα είπα και σήκωσα το κορμί μου φωνάζοντας και ξερνώντας ταυτόχρονα. Αλίνα Έλενα. Καλά είμαι, μου απαντά η Έλενα και ξερνάει. Μπαμπά έκανα εμετό, κλαψουρίζει το Αλινάκι. Δε μπορώ να μιλήσω και της χαϊδεύω τα μαλλιά. Πάμε να φύγουμε.., πάρτε τη βάρκα από δω.., θα σκάσουμε.., θα πνιγούμε απ’ τους καπνούς… . ανοίξτε τις τέντες… Τώρα ναι ουρλιάζουν αρκετοί. Η Έλενα ανοίγει κάτι σαν παράθυρο δίπλα και πάνω απ’ το κεφάλι μου. Τη βοηθάει ο Genaio. Ιταλός, πλήρωμα. Μπαίνει δυνατός αέρας, με χτυπά στο πρόσωπο και νοιώθω καλύτερα. Νοιώθω ανακούφιση γιατί φεύγουμε. Τότε, απ’ το παράθυρο που μπήκε ο αέρας, σήκωσα το κινητό μου και τράβηξα το videaki που είδατε. Η μηχανή της λέμβου ανάβει. Ξεκινάει. Ήμασταν, έμαθα αργότερα, καμιά πενηνταριά πάνω κάτω. Μόλις απομακρυνόμαστε απ’ το πλοίο, καταλαβαίνω ότι τόση ώρα μας έκοβε τον αέρα με τον όγκο του. Γι’ αυτό μπορέσαμε να μετακινηθούμε να καθίσουμε, να βγάλω video….. Και άρχισε.
Τα 10 μποφόρ ήταν αλλιώς πάνω στο σιδερένιο κολαστήρι κι αλλιώς στην πλαστική λέμβο. Τόχετε δεί στο σινεμά ε; Το είχα δει και εγώ. Καμιά σχέση!!!
Δεκαπέντε μέτρα πάνω, γύρισμα η μύτη, βουτιά σχεδόν ελεύθερη πτώση. Σκάσιμο. Αντε πάλι απ’ την αρχή. Νερά από παντού. Η βροχή δυναμώνει, αστραπές, αέρας πολύ αέρας. Κύματα, που μια φορά που τόλμησα μέσα στο σκοτάδι να τα κοιτάξω κατάματα, ένοιωσα το μεγαλύτερο φόβο της ζωής μου. Κάποιοι που με ξέρετε θα ξέρετε ότι η θάλασσα ήταν ο εφιάλτης μου από παιδί. Και τον ζούσα. Δεν ξανακοίταξα. Κλείσαμε ότι άνοιγμα ήταν ανοιχτό. Το παράθυρο δεν έκλεινε και όταν ξεσκάλωσε έπιασε το χέρι του Genaio και παραλίγο να του το κόψει. Πιαστήκαμε σφιχτά ο ένας με τον άλλο. Σιωπή. Μόνο ο Genaio βόγκαγε ματωμένος και οι Ιταλοί και ο Γιώργης κάτι λέγαν. Στα ναυτικά.
Και τότε αρχίζει το ξέρασμα 2.
Αυτή τη φορά από ναυτία. Και τι να βγάλεις; Πόνος ατελείωτος. Κάποια στιγμή ο σπασμός του εμετού έμεινε πάνω από ένα λεπτό και νόμισα ότι θα πάθω ασφυξία. Ξερνούσαμε ο ένας πάνω στο άλλο και δεν λέγαμε τίποτα. Καθόμουνα στο μεσαίο διάζωμα θέσεων είχα την Αλίνα δεξιά μου και μετά η Έλενα. Σφιχτά. Απέναντί μου ήταν η Ράνια.Ξυπόλυτη. Κράταγε σφικτά την κορούλα της την Κορίννα. Δίπλα της ο Σπύρος ο άνδρας της κρατούσε το γιό τους το Νικόλα. Ο Σπύρος ήταν ακίνητος με κλειστά τα μάτια, σαν να μην ελέγχει το κεφάλι του που κρέμονταν απ’ τον λαιμό του. Είχα πάθει υποκαλιαιμία, μου εξήγησε μετά (ο Σπύρος και Ράνια είναι γιατροί) και προκαλεί μυϊκή απόλυτη αδυναμία. Καλέ μου Σπύρο μόνο η λέξη μου έλλειπε το υπόλοιπο το ήξερα.
Ο Ιταλός έψαχνε κάτι σε κάτι μπαούλα. Ήταν νερό, σε σακουλάκια. Έφτασε ένα στα χέρια μου αλλά στάθηκε αδύνατο να το ανοίξω. Είδα ένα μισοάδειο στο πάτωμα και ήπια. Άρχισα να στυλώνομαι. Η Έλενα δεν ξέρω αν ήπιε η Αλίνα δεν ήθελε.
Άρχισε να ξημερώνει. Μάλλον ο Ιταλός είδε ένα καράβι και πήγαινε σφαίρα κατά πάνω του. Έτσι ήτανε. Το είδα και εγώ. Η Έλενα σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο.
Φωνές, ουρλιαχτά, βοήθεια Help, aiuto, Η Αλίνα σηκώθηκε κι αυτή και φώναζε κι αυτή στα ελληνικά στα αγγλικά στα ιταλικά. Ότι άκουγε προσπαθούσε να το φωνάξει. Και πλευρίζουμε το πλοίο. Φόρα είχαμε, κύμα είχε, ο Ιταλός τρελάθηκε, και το κάρφωσε το βαρκάκι στα πλευρά του πλοίου. Άκουσε και τι δεν άκουσε απ’ το Γιώργη το δικό μας.
Ένα container ήταν το πλοίο, με λίγο φορτίο άρα με μικρό βύθισμα. Ουρανοξύστης μου φάνηκε στο ύψος. Χάος. Αλλά σωθήκαμε. Σωθήκαμε;
Η μηχανή με το τράκο έσβησε και ποτέ δεν ξαναλειτούργησε. Η βάρκα ακυβέρνητη. Πετάνε σχοινιά. Ο Γιώργης δίνει μάχη να τα δέσει. Το ίδιο και ο άλλος Ιταλός ο Francesco και κάποιοι επιβάτες. Μάχη. Γιατί δεν έχουμε μηχανή και πώς να σταθείς δίπλα στο πλοίο.
Τότε κατέρριψα το ρεκόρ φόβου που είχα από λίγες ώρες πριν.
Το κύμα μας σήκωσε στο Θεό και μας έσκασε πάνω στο σιδερένιο τοίχο. Τιναχτήκαμε απ’ τις θέσεις μας. Έχασα την Αλίνα. Τα πόδια μου τσακίστηκαν στο διάζωμα των καθισμάτων. Η Έλενα χτύπησε το κεφάλι της σε ένα σίδερο γιατί έπεσε με ορμή κάποιος πάνω της. Και πριν προλάβουμε να καταλάβουμε τι έγινε, πάλι δεκαπέντε μέτρα πάνω, κι άλλο σκάσιμο στον τοίχο.
Σε κάθε χτύπημα το βαρκάκι να σπάει, να ανοίγει και να μπάζει νερά.
Εδώ αναλαμβάνει η Ράνια. Μιλάει Αγγλικά και Ιταλικά. Αρκετές φορές μετέφρασε αυτά που μας έλεγε ο Ιταλός. Τώρα όμως ανέλαβε για τα καλά. Όρθια, ξυπόλητη, είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους δικούς μας Ιταλούς, στο Γιώργη και στο πλήρωμα του πλοίου που καταλαβαίνουν (;) Αγγλικά. Νάσαι καλά κοριτσάρα μου!!! Οι γυναίκες έχουν αναλάβει!
Το πλοίο αφήνει μια ανεμόσκαλα. Όσοι μπορούν να σταθούν βοηθάνε. Πιάνουνε την ανεμόσκαλα, τη χάνουμε, σκάμε πάνω στο πλοίο. Αυτό να γίνεται συνέχεια. Οι κάβοι σπάνε κάτι χτυπάει το Γιώργο και του ανοίγει το κεφάλι. Όλη την ώρα είναι με το μισό κορμί έξω απ’ τη βάρκα δίνει οδηγίες, τραβάει σχοινιά, αφήνει σχοινιά. Κάποια στιγμή το πλοίο παίρνει τέτοια θέση που κόβει τον καιρό. Η ανεμόσκαλα μένει για κάποια δευτερόλεπτα στα χέρια μας και φεύγει ο πρώτος. EΙΝΑΙ Ο ΙΤΑΛΟΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΣΕ ΤΗ ΒΑΡΚΑ. Γι’ αυτό βιαζόταν.
Δεύτερος φεύγει ένας Έλληνας. Αργότερα έμαθα ότι ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΛΗΡΩΜΑ. Όχι ο Γιώργης, αυτός είναι εδώ και ματώνει!!! Τον ξέρουμε ποιος είναι. Θα περιμένω να δω τι θα πει και μετά θα πράξουμε. Γιατί όσο ανεπίτρεπτο κι’ αν είναι να σε εγκαταλείπουν αυτοί που μπορούν, στο βάθος καταλαβαίνω την ανάγκη να σωθεί και να δει τα παιδιά του. ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ.
Οι εκπαιδευμένοι λάκισαν. Ήρθε η ώρα να φύγει κάποιος από εμάς.
Το σφυροκόπημα συνεχίζεται. Σκάμε πάνω στο πλοίο. Τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που μένουμε εκεί, πρέπει να πιάσεις την ανεμόσκαλα και να ανέβεις τουλάχιστον πέντε σκαλοπάτια. Αν αργήσεις, σε βρίσκει η βάρκα και σε λειώνει πάνω στο πλοίο. Κάποιος αποφασίζει να το κάνει. Δεν μπορεί. Άργησε. Βρέθηκε ανάμεσα. Δεν τον ξαναείδαμε.
Προσπαθεί ένας ακόμη. Τα καταφέρνει! Νομίζω και ένας τρίτος. Χάνεται ο τέταρτος.
ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΒΛΕΠΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ. Η Αλίνα μου με σφίγγει.
Εγώ έχω παγώσει! Εδώ νοιώθω τον υπέρτατο φόβο όταν συνειδητοποιώ ότι αυτό που φαινόταν σωτηρία, το πλοίο, μπορεί να είναι ο τάφος μας. ΕΓΩ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΩ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΙΝΑ ΑΓΚΑΛΙΑ. ΟΥΤΕ ΜΟΝΟΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑΤΟ ΚΑΝΩ. ΑΝ ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΟΝΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΠΕΘΑΝΑΜΕ.
Ηταν η πρώτη απ’ τις δυο φορές που σκέφτηκα το θάνατο. Απ’ την πρώτη στιγμή κάτι μέσα μου μου έλεγε ότι θα τα καταφέρουμε. Ηταν η πρώτη φορά που έχασα επαφή μαζί του.
Το πλοίο ξαναγύρισε, ο καιρός μας ξανάπιασε στο μέγιστο, τα χτυπήματα στο πλοίο διέλυαν πλέον εμφανώς τη βάρκα. Ο Γιώργος βγάζει ένα σουγιά και κόβει τα σχοινιά που μας δένανε στο πλοίο. Φεύγουμε μακριά απ’ αυτό που νομίσαμε ότι θα μας σώσει. Και ενώ τόση ώρα δεν έβρεχε, μόνο φυσούσε, ξεσπά μπόρα.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου