ΕΔΩ Το 1ο μέρος
«Έγραψα αυτά που έζησα. Με τα δικά μου μάτια, αυτιά, εγκέφαλο και ψυχή»
Αντρέας Οικονόμου.
Επεισόδιο δεύτερο: Η CHRISTINE ΞΥΠΝΑΕΙ
(Για τους μικρότερους, ψάξτε για ένα film του 80 με τίτλο CHRISTINE και θα καταλάβετε)
Δυο ώρες περίπου τους πάλευα. Με είχαν χεσμένο εξ’ αρχής.
Μπαίνοντας στο πλοίο πάλι, τα φορτηγά είναι τόσο σφηνωμένα που αδυνατούμε να βρούμε τρόπο να περάσουμε. Για να φτάσω στην πόρτα, το στήθος μου σερνόταν στον τοίχο και η πλάτη μου ξεσκόνιζε ένα φορτηγό. Χάλια έγινα, λέω στην Έλενα, εγώ δεν πήρα μπουφάν μου απαντάει, το άφησα στο αυτοκίνητο.
Η καμπίνα ένα χάλι και μισό. Σαν κάτι θυρωρεία σε ταινίες του 60. Έχουμε όμως χάσει και δε μας παίρνει για τίποτε.
Θα έχει κύμα; Ρωτάει με αγωνία η Έλενα την κοπέλα που μας συνόδεψε μέχρι την καμπίνα. Τώρα να μη σας πω και ψέματα, απαντά, λίγο θα κουνήσει μέσα, αλλά μη φοβάστε είναι πολύ γερό. Αυτό φτιάχτηκε για το Βόρειο Ατλαντικό αντέχει.
Για κάποιο Ριο Αντίρριο του Βορείου Ατλαντικού, σκέφτομαι, Ηγουμενίτσα Αγκόνα ……. Θα δούμε.
Απ’ το σφίξιμο που νοιώθουμε πέφτουμε να κοιμηθούμε και οι τρεις στην ίδια κουκέτα. Αδύνατον.
Ελάτε παιδιά ο καθένας στο κρεβάτι του, λέω, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να είμαστε πτώματα αύριο. (Παραλίγο)
Εγώ κοιμάμαι κάτω η Αλίνα κάτω και η ...
... Έλενα στην πάνω κουκέτα.
Είμαστε στ’ ανοιχτά και με ξυπνάει ένας ενοχλητικός θόρυβος. Το καράβι κουνάει, λίγο, και κάτι σαν μεταλλικό κουτί στην πάνω από τη δική μας καμπίνα είναι στο πάτωμα και χτυπάει μια από δω μια από κει. Χρρρρρρ ντουκ Χρρρρρρρ ντουκ, την τύχη μου μέσα. Πάει ο ύπνος. Τα καταφέρνω ξανακοιμάμαι. Κάποια στιγμή ακούω την Έλενα να μου λέει, Αντρέα φοβάμαι θα κατέβω να κοιμηθούμε μαζί. Ξανακοιμάμαι. Αντρέα κρυώνω, μου λέει κάποια στιγμή, θα σηκωθώ να βάλω και δεύτερο θερμοεσώρουχο (Σωτήριο) Η ώρα πρέπει να είναι 4 και μισή. Ξανακοιμόμαστε. Όμως απ’ τις ομιλίες έχει ξυπνήσει και η Αλίνα. Δεν περνάνε μερικά λεπτά και η Αλίνα λέει δυνατά ψιθυριστά, μπαμπά είδα φωτιά στο παράθυρο.
Κοιμήσου αγάπη μου, της απαντώ, κάποιος κεραυνός θα ήταν, τι φωτιά αποκλείεται.
Ναι ρε Αντρέα μου λέει η Έλενα, κάτι μυρίζει. Ακούω ότι ενεργοποιείται το μεγάφωνο του δωματίου και μια αγωνιώδης κοφτή πρόταση ακούγετε ΣΤΑ ΙΤΑΛΙΚΑ. Ανάβω το φωτάκι του κρεβατιού, βλέπω καπνό στο δωμάτιο. Κοιτάζω στο παράθυρο και βλέπω τη φωτιά που είδε η Αλίνα. Κάτω και λίγο πιο πίσω.
Καιγόμαστε ουρλιάζει η Έλενα και ανοίγει την πόρτα. Στο διάδρομο σαστισμένες φιγούρες μέσα σε καπνό. Παιδιά τι καίγεται ρωτάει μια γυναίκα. Φωτιά φωνάζει κάποιος. Αντρέα μου καιγόμαστε ουρλιάζει η Έλενα και καταρρέει στο διάδρομο.
Την αρπάζω απ’ τους ώμους και την ταρακουνάω. Όχι τώρα, Λενιώ όχι τώρα σε παρακαλώ πρέπει να σώσουμε την Αλίνα. Σηκώνεται. Η Αλίνα είναι πίσω μας και φωνάζει μαμά μαμά. Γυρίζουμε στη καμπίνα. Λέω στην Αλίνα να ντυθεί όσο μπορεί πιο γρήγορα. Ντυνόμαστε και εμείς. Το δωμάτιο έχει γεμίσει ασφυκτικά με καπνούς. Δεν μπορώ να βρω τα παπούτσια μου ούτε η Αλίνα τα δικά της. Μένουμε με τις χαριτωμένες παντοφλίτσες του ΙΚΕΑ που είχαμε αγοράσει το πρωί. Αρπάζω ένα φάκελο που είχα πάνω στο τραπέζι γιατί είχα το τηλέφωνο μέσα. Πάνω στο φάκελο ήταν και τα γυαλιά μου και τα πήρα κι’ αυτά. Βγαίνουμε πάλι στο διάδρομο τρέχοντας προς τα Deck. Ακούγονται από κάτω μας κάτι σα δυνατά χτυπήματα. Τι χτυπάει, ρωτάω. Δε χτυπάει ρε φίλε, σκάνε κάτω τα φορτηγά, δεν ακούς, μου λέει ένας που πέρναγε τρέχοντας δίπλα μας, τρέξτε έξω.
Τρέξαμε και βγήκαμε έξω. Αρκετός κόσμος. Βιασύνη αλλά όχι πανικός. 9 με 10 μποφόρ. Η φωτιά είναι τεράστια και φλόγες αναπηδούν απ’ τα πλάγια του πλοίου απ΄το κάτω γκαράζ.
Η Έλενα προχωράει μπροστά η Αλίνα στη μέση και εγώ πίσω. Κολλητά. Η Αλίνα είναι απίστευτα ψύχραιμη. Στο μυαλό μου έχει κολλήσει η σκέψη, ακολούθα τις οδηγίες και μη πανικοβληθείς.
ΠΛΗΡΩΜΑ ΑΚΟΜΗ ΔΕΝ ΕΧΩ ΔΕΙ. ΟΔΗΓΙΑ ΑΚΟΜΗ ΔΕΝ ΕΧΩ ΑΚΟΥΣΕΙ.
Ψάχνουμε για σωσίβια. Βλέπω ότι τα παίρνουν από ένα μεγάλο άσπρο κουτί. Τρέχουμε εκεί. Είναι κάποιος μέσα και χωρίς να τον ρωτήσω μου δίνει ένα. Άλλο ένα και ένα παιδικό του λέω. Σκύβει ψάχνει και βρίσκει το παιδικό. Είσαι πλήρωμα τον ρωτάω, τι κάνουμε τώρα; Επιβάτης είμαι μου απαντάει πηδώντας απ’ το κουτί.
Πώς τα βάζουμε τα σωσίβια; Εδώ βλέπω κάποιον που ήταν πλήρωμα. Ο πρώτος που είδα. Πως το δένουμε, του λέω, δέσε της κόρης μου και της γυναίκας μου σε παρακαλώ. Μας τα έδεσε. Τώρα τι κάνουμε; Απ΄ το μυαλό μου, η ιδέα της εγκατάλειψης του πλοίου, ακόμη δεν είναι αποδεκτή. Η λαμαρίνα είναι πολύ ζεστή και ξαφνικά βλέπω δίπλα μου μια μικρή κόκκινη κουκίδα, καταλαβαίνω τι είναι, ανοίγω το βήμα σπρώχνοντας την Αλίνα. Η παντόφλες κολλάνε στο πάτωμα και σε κάθε βήμα νοιώθω ότι θα μου φύγουν. Η μικρή κόκκινη κουκίδα σε δευτερόλεπτα έγινε ασπροκόκκινος κύκλος και άνοιξε. Η λαμαρίνα έλειωνε. Έλειωνε παντού.
Τότε η Έλενα μεταμορφώνεται. Τόση ώρα άκουγα κάτι μουρμουρητά, κρίμα, γιατί ρε γαμώτο, ως εδώ ήταν, το Αλινάκι μου τι φταίει …. και ξαφνικά γίνεται θηρίο. The eye of tiger το ξέρετε; Πάμε φύγουμε μου λέει. Όχι ρε Έλενα της λέω, γιατί ξέρω πόσοι χάνονται τη στιγμή που προσπαθούν να μπουν στη βάρκα. Πάμε να φύγουμε Αντρέα μου ουρλιάζει αγριεμένη. Έχει δει τη σωσίβια λέμβο και πάει προς τα κει. Όμως εγώ δεν έχω δει πλήρωμα εκεί και ξέρω ότι δεν έχει κάγκελα και είναι το χάος μετά. Πηδάει το πρώτο κάγκελο και κατευθύνεται στη λέμβο. Λενιώ πρόσεχε το κενό πρόσεχε, ουρλιάζω. Στη λέμβο γίνεται χαμός. Τη έχουν σηκώσει την έχουν βάλει σε θέση πτώσης και αιωρείται. Κόσμος είναι ήδη μέσα, κόσμος προσπαθεί να μπει μέσα. Καταφέρνει να μπει μέσα. Έχουμε περάσει και εμείς το κάγκελο και κρατάω κόντρα στα βήματά μου για να μη με σπρώξουν και πέσουμε στο κενό. Μόλις η Έλενα μπήκε στη λέμβο γυρνάει και φωνάζει, Αντρέα την Αλίνα δώς μου την Αλίνα.. Διστάζω γιατί πρέπει να τη σηκώσω πάνω απ΄το κενό. Ξέρω ότι δεν μπορώ να την κρατήσω πολύ ώρα έτσι, αν δεν την αρπάξει αμέσως. Και η Έλενα δεν φτάνει να έρθει πιο κοντά. Δεν το κάνω. Δεν τη δίνω. Ουρλιάζει, την κόρη μου την κόρη μου. Το αποφασίζω, τη σηκώνω και την κρατάω στο κενό. Τότε γυρίζει ένας γεροδεμένος άντρας την αρπάζει και την τραβάει μέσα. Όλα είναι πιο εύκολα τώρα. Η Λέμβος ταλαντώνεται και πέφτει. Όμως ένα μέτρο πιο κάτω μπλοκάρει, μένει κρεμασμένη και αιωρείται. Αυτό ήταν. Αρκεί να πιαστώ απ’ το σίδερο πού σημάδευα και να περάσουν τα πόδια μου μέσα. Όρμησα. Το έπιασα το σίδερο (αλλά κουτούλησα και σπάσανε τα γυαλιά μου) πέρασα μέσα. Είμαστε όλοι μαζί. Σωθήκαμε!
Τα δύσκολα πέρασαν. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα.
Συνεχίζεται..
«Έγραψα αυτά που έζησα. Με τα δικά μου μάτια, αυτιά, εγκέφαλο και ψυχή»
Αντρέας Οικονόμου.
Επεισόδιο δεύτερο: Η CHRISTINE ΞΥΠΝΑΕΙ
(Για τους μικρότερους, ψάξτε για ένα film του 80 με τίτλο CHRISTINE και θα καταλάβετε)
Δυο ώρες περίπου τους πάλευα. Με είχαν χεσμένο εξ’ αρχής.
Μπαίνοντας στο πλοίο πάλι, τα φορτηγά είναι τόσο σφηνωμένα που αδυνατούμε να βρούμε τρόπο να περάσουμε. Για να φτάσω στην πόρτα, το στήθος μου σερνόταν στον τοίχο και η πλάτη μου ξεσκόνιζε ένα φορτηγό. Χάλια έγινα, λέω στην Έλενα, εγώ δεν πήρα μπουφάν μου απαντάει, το άφησα στο αυτοκίνητο.
Η καμπίνα ένα χάλι και μισό. Σαν κάτι θυρωρεία σε ταινίες του 60. Έχουμε όμως χάσει και δε μας παίρνει για τίποτε.
Θα έχει κύμα; Ρωτάει με αγωνία η Έλενα την κοπέλα που μας συνόδεψε μέχρι την καμπίνα. Τώρα να μη σας πω και ψέματα, απαντά, λίγο θα κουνήσει μέσα, αλλά μη φοβάστε είναι πολύ γερό. Αυτό φτιάχτηκε για το Βόρειο Ατλαντικό αντέχει.
Για κάποιο Ριο Αντίρριο του Βορείου Ατλαντικού, σκέφτομαι, Ηγουμενίτσα Αγκόνα ……. Θα δούμε.
Απ’ το σφίξιμο που νοιώθουμε πέφτουμε να κοιμηθούμε και οι τρεις στην ίδια κουκέτα. Αδύνατον.
Ελάτε παιδιά ο καθένας στο κρεβάτι του, λέω, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να είμαστε πτώματα αύριο. (Παραλίγο)
Εγώ κοιμάμαι κάτω η Αλίνα κάτω και η ...
... Έλενα στην πάνω κουκέτα.
Είμαστε στ’ ανοιχτά και με ξυπνάει ένας ενοχλητικός θόρυβος. Το καράβι κουνάει, λίγο, και κάτι σαν μεταλλικό κουτί στην πάνω από τη δική μας καμπίνα είναι στο πάτωμα και χτυπάει μια από δω μια από κει. Χρρρρρρ ντουκ Χρρρρρρρ ντουκ, την τύχη μου μέσα. Πάει ο ύπνος. Τα καταφέρνω ξανακοιμάμαι. Κάποια στιγμή ακούω την Έλενα να μου λέει, Αντρέα φοβάμαι θα κατέβω να κοιμηθούμε μαζί. Ξανακοιμάμαι. Αντρέα κρυώνω, μου λέει κάποια στιγμή, θα σηκωθώ να βάλω και δεύτερο θερμοεσώρουχο (Σωτήριο) Η ώρα πρέπει να είναι 4 και μισή. Ξανακοιμόμαστε. Όμως απ’ τις ομιλίες έχει ξυπνήσει και η Αλίνα. Δεν περνάνε μερικά λεπτά και η Αλίνα λέει δυνατά ψιθυριστά, μπαμπά είδα φωτιά στο παράθυρο.
Κοιμήσου αγάπη μου, της απαντώ, κάποιος κεραυνός θα ήταν, τι φωτιά αποκλείεται.
Ναι ρε Αντρέα μου λέει η Έλενα, κάτι μυρίζει. Ακούω ότι ενεργοποιείται το μεγάφωνο του δωματίου και μια αγωνιώδης κοφτή πρόταση ακούγετε ΣΤΑ ΙΤΑΛΙΚΑ. Ανάβω το φωτάκι του κρεβατιού, βλέπω καπνό στο δωμάτιο. Κοιτάζω στο παράθυρο και βλέπω τη φωτιά που είδε η Αλίνα. Κάτω και λίγο πιο πίσω.
Καιγόμαστε ουρλιάζει η Έλενα και ανοίγει την πόρτα. Στο διάδρομο σαστισμένες φιγούρες μέσα σε καπνό. Παιδιά τι καίγεται ρωτάει μια γυναίκα. Φωτιά φωνάζει κάποιος. Αντρέα μου καιγόμαστε ουρλιάζει η Έλενα και καταρρέει στο διάδρομο.
Την αρπάζω απ’ τους ώμους και την ταρακουνάω. Όχι τώρα, Λενιώ όχι τώρα σε παρακαλώ πρέπει να σώσουμε την Αλίνα. Σηκώνεται. Η Αλίνα είναι πίσω μας και φωνάζει μαμά μαμά. Γυρίζουμε στη καμπίνα. Λέω στην Αλίνα να ντυθεί όσο μπορεί πιο γρήγορα. Ντυνόμαστε και εμείς. Το δωμάτιο έχει γεμίσει ασφυκτικά με καπνούς. Δεν μπορώ να βρω τα παπούτσια μου ούτε η Αλίνα τα δικά της. Μένουμε με τις χαριτωμένες παντοφλίτσες του ΙΚΕΑ που είχαμε αγοράσει το πρωί. Αρπάζω ένα φάκελο που είχα πάνω στο τραπέζι γιατί είχα το τηλέφωνο μέσα. Πάνω στο φάκελο ήταν και τα γυαλιά μου και τα πήρα κι’ αυτά. Βγαίνουμε πάλι στο διάδρομο τρέχοντας προς τα Deck. Ακούγονται από κάτω μας κάτι σα δυνατά χτυπήματα. Τι χτυπάει, ρωτάω. Δε χτυπάει ρε φίλε, σκάνε κάτω τα φορτηγά, δεν ακούς, μου λέει ένας που πέρναγε τρέχοντας δίπλα μας, τρέξτε έξω.
Τρέξαμε και βγήκαμε έξω. Αρκετός κόσμος. Βιασύνη αλλά όχι πανικός. 9 με 10 μποφόρ. Η φωτιά είναι τεράστια και φλόγες αναπηδούν απ’ τα πλάγια του πλοίου απ΄το κάτω γκαράζ.
Η Έλενα προχωράει μπροστά η Αλίνα στη μέση και εγώ πίσω. Κολλητά. Η Αλίνα είναι απίστευτα ψύχραιμη. Στο μυαλό μου έχει κολλήσει η σκέψη, ακολούθα τις οδηγίες και μη πανικοβληθείς.
ΠΛΗΡΩΜΑ ΑΚΟΜΗ ΔΕΝ ΕΧΩ ΔΕΙ. ΟΔΗΓΙΑ ΑΚΟΜΗ ΔΕΝ ΕΧΩ ΑΚΟΥΣΕΙ.
Ψάχνουμε για σωσίβια. Βλέπω ότι τα παίρνουν από ένα μεγάλο άσπρο κουτί. Τρέχουμε εκεί. Είναι κάποιος μέσα και χωρίς να τον ρωτήσω μου δίνει ένα. Άλλο ένα και ένα παιδικό του λέω. Σκύβει ψάχνει και βρίσκει το παιδικό. Είσαι πλήρωμα τον ρωτάω, τι κάνουμε τώρα; Επιβάτης είμαι μου απαντάει πηδώντας απ’ το κουτί.
Πώς τα βάζουμε τα σωσίβια; Εδώ βλέπω κάποιον που ήταν πλήρωμα. Ο πρώτος που είδα. Πως το δένουμε, του λέω, δέσε της κόρης μου και της γυναίκας μου σε παρακαλώ. Μας τα έδεσε. Τώρα τι κάνουμε; Απ΄ το μυαλό μου, η ιδέα της εγκατάλειψης του πλοίου, ακόμη δεν είναι αποδεκτή. Η λαμαρίνα είναι πολύ ζεστή και ξαφνικά βλέπω δίπλα μου μια μικρή κόκκινη κουκίδα, καταλαβαίνω τι είναι, ανοίγω το βήμα σπρώχνοντας την Αλίνα. Η παντόφλες κολλάνε στο πάτωμα και σε κάθε βήμα νοιώθω ότι θα μου φύγουν. Η μικρή κόκκινη κουκίδα σε δευτερόλεπτα έγινε ασπροκόκκινος κύκλος και άνοιξε. Η λαμαρίνα έλειωνε. Έλειωνε παντού.
Τότε η Έλενα μεταμορφώνεται. Τόση ώρα άκουγα κάτι μουρμουρητά, κρίμα, γιατί ρε γαμώτο, ως εδώ ήταν, το Αλινάκι μου τι φταίει …. και ξαφνικά γίνεται θηρίο. The eye of tiger το ξέρετε; Πάμε φύγουμε μου λέει. Όχι ρε Έλενα της λέω, γιατί ξέρω πόσοι χάνονται τη στιγμή που προσπαθούν να μπουν στη βάρκα. Πάμε να φύγουμε Αντρέα μου ουρλιάζει αγριεμένη. Έχει δει τη σωσίβια λέμβο και πάει προς τα κει. Όμως εγώ δεν έχω δει πλήρωμα εκεί και ξέρω ότι δεν έχει κάγκελα και είναι το χάος μετά. Πηδάει το πρώτο κάγκελο και κατευθύνεται στη λέμβο. Λενιώ πρόσεχε το κενό πρόσεχε, ουρλιάζω. Στη λέμβο γίνεται χαμός. Τη έχουν σηκώσει την έχουν βάλει σε θέση πτώσης και αιωρείται. Κόσμος είναι ήδη μέσα, κόσμος προσπαθεί να μπει μέσα. Καταφέρνει να μπει μέσα. Έχουμε περάσει και εμείς το κάγκελο και κρατάω κόντρα στα βήματά μου για να μη με σπρώξουν και πέσουμε στο κενό. Μόλις η Έλενα μπήκε στη λέμβο γυρνάει και φωνάζει, Αντρέα την Αλίνα δώς μου την Αλίνα.. Διστάζω γιατί πρέπει να τη σηκώσω πάνω απ΄το κενό. Ξέρω ότι δεν μπορώ να την κρατήσω πολύ ώρα έτσι, αν δεν την αρπάξει αμέσως. Και η Έλενα δεν φτάνει να έρθει πιο κοντά. Δεν το κάνω. Δεν τη δίνω. Ουρλιάζει, την κόρη μου την κόρη μου. Το αποφασίζω, τη σηκώνω και την κρατάω στο κενό. Τότε γυρίζει ένας γεροδεμένος άντρας την αρπάζει και την τραβάει μέσα. Όλα είναι πιο εύκολα τώρα. Η Λέμβος ταλαντώνεται και πέφτει. Όμως ένα μέτρο πιο κάτω μπλοκάρει, μένει κρεμασμένη και αιωρείται. Αυτό ήταν. Αρκεί να πιαστώ απ’ το σίδερο πού σημάδευα και να περάσουν τα πόδια μου μέσα. Όρμησα. Το έπιασα το σίδερο (αλλά κουτούλησα και σπάσανε τα γυαλιά μου) πέρασα μέσα. Είμαστε όλοι μαζί. Σωθήκαμε!
Τα δύσκολα πέρασαν. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα.
Συνεχίζεται..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου