Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Το Καστέλι ζούσε μ’ ένα πόδι στο σήμερα κι ένα στο χθες. Στο κάστρο οι Τουρκοκρητικοί κρατούσαν ακόμα τα κλειδιά· γύρω στα χωριά οι Χριστιανοί, φτωχοί μα περήφανοι, προσπαθούσαν να πορευτούν χωρίς μπελάδες. Από τότε που οι ξένες δυνάμεις φυλάγανε τα Χανιά και οι Οθωμανοί στρατιώτες είχαν φύγει, ο τόπος άρχισε να βράζει. Η Υψηλή Πύλη έστελνε φιρμάνια που πάντα κατέληγαν: «Μη γίνεσθε αφορμή για μπελάδες». Μα οι Τουρκοκρητικοί ήξεραν πως η ώρα τους περνάει και λυσσούσαν, σαν σκύλος που χάνει τα δόντια του. Οι μουσουλμάνοι απαιτούσαν σεβασμό, όταν ο μουεζίνης ανέβαινε στον μιναρέ την Παρασκευή, μα ποτέ δεν τον έδειχναν στις καμπάνες της Κυριακής.
Στο Τσαρσί, την αγορά του Καστελιού, η ζωή κυλούσε με φωνές και μυρωδιές. Πραματευτάδες, μπακάλικα, τσαγκάρικα, μπαχάρια, αλάτι και ψάρια απ’ τη Γραμβούσα και τον Μπάλο, σφάγια (αρνιά, κατσίκια) και τυριά απ’ τις Μαδάρες, φρούτα, καρύδια και στάρι ανακατεμένα με φωνές από εμπόρους που τα πουλούσαν. Ζωντανά (αιγοπρόβατα, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και εκπαιδευμένοι σκύλοι) περνούσαν απ’ τα χέρια των Χριστιανών προς τους Τουρκοκρητικούς. Οι Χριστιανοί περιορίζονταν κυρίως στις ανταλλαγές αγαθών, ενώ οι Τουρκοκρητικοί με τα χρήματα κινούσαν την οικονομία. Το Τσαρσί δεν ήταν μόνο για καφέ και ρακή· ήταν η καρδιά του εμπορίου, ο τόπος των συμφωνιών και των δοσοληψιών. Εδώ γινόταν κάθε εμπορική δοσοληψία. Οι Χριστιανοί μπαινοβγαίνανε προσεχτικά. Οι Τουρκοκρητικοί είχαν τα κεφάλια ψηλά, με μαγκιές και τζαμπουράδες (τσαμπουκάδες) στα βλέμματα και στις φωνές τους. Κανείς δεν εμπιστευόταν κανέναν! Το βλέμμα μισόκλειστο, η ανάσα κομμένη.
Εκεί πρωτοείδα την Εμινέ. Μαυρομάτα, λυγερόκορμη, κόρη του Μεχμέτ που κρατούσε λόγο μέσα στο κάστρο. Τα μάτια μας σμίξανε για μια στιγμή κι ένιωσα να καίγεται το μέσα μου. Από τότε μιλούσαν τα μάτια μας κάθε φορά που τη συναντούσα. Στο πανηγύρι της μίλησα. Με κοίταξε σαν να έλεγε «ναι». Περνούσα κάθε μέρα κάτω απ’ το πέντζερέ της (παράθυρο γυναικωνίτη) και η Εμινέ μου έριχνε ένα γιασεμί από τη γλάστρα της. Πολύ σύντομα αρκετοί κατάλαβαν τη σχέση μας. Μια μέρα με συνάντησε στο τσαρσί ο Ρασίμ, ο αδερφός της Εμινέ. Με κοίταξε προκλητικά και ρώτησε:
— Ποιες κοπελιές γυροφέρνεις, μωρέ Νικολό;
— Εκείνες που μ’ αρέσουν… κι εκείνες που με θέλουν.
— Εδώ είναι Κρήτη! Τις δικές μας κοπελιές δεν τζι ζυγώνουνε ραγιάδες!
— Εγώ, Ρασίμ, δεν ξέρω από ραγιάδες κι αφεντάδες. Ξέρω από καρδιά… και η καρδιά μου μιλάει.
Ο Ρασίμ φούντωσε, έπιασε τη μάχαιρα. Μαγαζάτορες μπήκαν στη μέση:
— Στο τσαρσί, μωρέ, γίνεται αλισβερίσι και καφές, όχι μαχαιρώματα!
Ο Ρασίμ έφυγε βρίζοντας.
Ο θείος ο Μαρής, περήφανος χωριανός μου και τίμιος, πουλούσε λάδι.
Πέρασε ο Χασάνης οπλισμένος και θρασύς, έχωσε το χέρι στο δοχείο και το έγλειψε.
— Καλό φαίνεται το λάδι, θα το πάρω! είπε ο Χασάνης, βουτώντας ξανά το δάχτυλο.
— Το λάδι πληρώνεται, Χασάνη, απάντησε ο Μαρής.
— Εσείς οι ραγιάδες ακόμα να μάθετε; Ό,τι θέμε το παίρνουμε! είπε αγγίζοντας τη μάχαιρα.
— Ώπα, μωρέ! Η αγορά δεν είναι για να μας κλέβετε μήτε να μας φοβερίζετε. Εδώ γίνεται αλισβερίσι, όχι νταηλίκι.
Οι χωριανοί όρμησαν, τον έδιωξαν. Ο Χασάνης έβραζε:
— Θα στο ξεπληρώσω, Μαρή! Σας το γράφω!
— Ώπα, μωρέ, Χασάνη! Η αγορά δεν είναι για να μας δέρνετε ούτε να μας κλέβετε· εδώ γίνεται αλισβερίσι, επανέλαβε ο Μαρής.
Λίγες μέρες αργότερα στο λιμάνι έπιασε ένα καΐκι ενός Σφακιανού με όσπρια και αλεύρι. Δύο Τουρκοκρητικοί, τσιράκια του Χασάνη, οπλισμένοι πάτησαν στην προβλήτα:
— Το μισό φορτίο δικό μας! του φώναξαν.
— Όνειρο βλέπετε! αποκρίθηκε ο Σφακιανός.
.jpg)
Τον κοπάνησαν με το κοντάκι του όπλου στο κεφάλι. 'Επεσε στο κατάστρωμα. Αμέσως μαζεύτηκαν ντόπιοι, ο Μαρής κι εγώ. Άρχισαν φασαρίες. Οι ζαπτιέδες απ’ το κάστρο δεν ανακατεύτηκαν. Οι Τουρκοκρητικοί του Χασάνη έφυγαν βρίζοντας, δαρμένοι. Στο σκοτεινό σοκάκι με το καλντερίμι, κοντά στον μιναρέ, η ένταση κορυφώθηκε. Ο Μαρής συνάντησε τον Χασάνη:
— Μαρή! Η θρησκεία σας δεν αξίζει ούτε ένα φτυάρι σκατά! ούρλιαξε ο μουσουλμάνος.
— Σταμάτα, Χασάνη! Δεν σε φοβάμαι! αποκρίθηκε ο Μαρή, άοπλος κι ατίθασος.
Μια στιγμή σιωπής. Στη συμπλοκή που ακολούθησε ο Χασάνης έπεσε νεκρός, με το δικό του μαχαίρι καρφωμένο στο πλευρό του. Όλοι ήξεραν ποιος το έκανε και πώς έγινε.Ο Ρασίμ άρπαξε την ευκαιρία:
— Θ’ αφήσουμε ατιμώρητο τον φόνο του αδερφού μας; φώναξε.
— Ο Μαρής και ο Νικόλας το έκαναν, πρόσθεσε και κερνούσε αβέρτα ρακή.
Μάζεψαν μπόλικους διψασμένους για αίμα και εκδίκηση. Η Εμινέ τρέμοντας έφτασε τρεχάτη:
— Νικόλα, κακομοίρη μου! Ο Ρασίμ ξεσήκωσε τσι δικούς του. Σας φορτώνει το φονικό! Σας κυνηγάνε!
Την άρπαξα στην αγκαλιά μου.
— Εμινέ, δεν σ’ αφήνω! Όπου πάω, θα έρθεις κι εσύ!
— Πρέπει να φύγετε απόψε! Τώρα!
— Ε, τότε μαζί θα φύγουμε. Γιατί η καρδιά μου δεν χωρίζει μπλιό.
Ειδοποιήσαμε τον μπάρμπα μου και βρεθήκαμε στο καΐκι του Σφακιανού. Μπήκαμε. Δεν ρώτησε· τράβηξε άγκυρα.
Η θάλασσα άνοιξε δρόμο. Τα πανιά τεντώθηκαν. Ο Μαρής εγώ και η Εμινέ αφήσαμε πίσω μας το Καστέλι, το Τσαρσί, τις τιμές και τις βεντέτες. Στα Σφακιά θα βρίσκαμε ελευθερία, μακριά από εκδίκηση και φόβο. Το αλμυρό νερό τρυπούσε τη μύτη μας, τα πανιά φούσκωναν απ’ τον άνεμο και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Η Εμινέ δίπλα μου, ζωντανή και φοβισμένη, έσφιγγε το χέρι μου. Στα Σφακιά, η ελευθερία έμοιαζε γλυκιά, σαν ήλιος που ξαναγεννιέται μετά τη νύχτα. Κι εγώ, ο Νικόλας, με τον Μαρή και την Εμινέ στο πλευρό μου, ένιωθα ότι, παρά την καταιγίδα του Καστελιού, η ζωή μπορούσε ακόμα ν’ ανθίσει. Στο Καστέλι αφήσαμε αίματα. Εκεί η τιμή, η περηφάνεια και η εκδίκηση υπερτερούσαν από τον έρωτα.
Μα ο άνθρωπος (ακόμα και σε καιρούς βίας και αυθαιρεσίας) κρατά την αγάπη και την ελπίδα σαν ασπίδα. Τα ήθη της εποχής, το εθιμικό δίκαιο της βεντέτας, η αίσθηση του καθήκοντος και της πίστης, καθορίζουν την πορεία των ανθρώπων. Όμως η καρδιά τους ζητάει την ελευθερία και τον έρωτα πέρα από έθνη και θρησκείες.
Ανδρέας Μαρολαχάκης
15/9/25
Κίσαμος