Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.






Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2025

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΗΣ ΓΡΑΜΒΟΥΣΑΣ

Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης 
Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνα τα χρόνια στην Κίσσαμο, όταν ήμουν παιδί. Η ζωή μας ήταν σκληρή, αλλά γεμάτη ήθη και συνήθειες που κρατούσαν την ψυχή ζωντανή. Οι γυναίκες ξυπνούσαν πριν χαράξει για να ζυμώσουν το ψωμί και να φτιάξουν κουλουράκια ή γλυκίσματα από μέλι και αμύγδαλα. Τα παιδιά τρέχαμε στα χωράφια και στα μονοπάτια, μαθαίνοντας να ξεχωρίζουμε τα βότανα, να αναγνωρίζουμε τα ίχνη των ζώων και να φοβόμαστε τα βήματα των στρατιωτών που περνούσαν στα γύρω χωριά.
Οι άντρες δούλευαν στα κτήματά τους, μάζευαν ελιές και στάρι, αλλά πολλά βράδια γίνονταν Καλησπέριδες. Κρυφά, βγαίνανε στα βουνά και τα φαράγγια, καρτερούσαν τους Οθωμανούς ή τους Τουρκοκρητικούς και τους επιτίθονταν σε ενέδρες. Μερικές φορές, νύκτα, κτυπούσαν τις πόρτες μουσουλμάνων που έκαναν αδικίες. Όταν άνοιγαν την πόρτα και έλεγαν «καλησπέρα», άνδρες πυροβολούσαν· μετά εξαφανίζονταν σαν σκιά. Οι Τουρκοκρητικοί – Κρητικοί που είχαν εξισλαμιστεί – ήταν πιο σκληροί και βίαιοι από τους Τούρκους· έκαιγαν σπίτια, άρπαζαν ζώα και σιτάρι και δεν λυπόντουσαν κανέναν. Οι Καλησπέριδες ήταν η μόνη δικαιοσύνη για μας.
Στην εκκλησιά πηγαίναμε με φόβο. Ένα κερί μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, ένα ψιθυριστό «Χριστός Ανέστη», μπορούσε να σημαίνει ζωή ή θάνατο. Οι γιορτές ήταν απλές, μα γεμάτες τραγούδια και χορούς, πάντα όμως υπό την απειλή των στρατιωτών και των Τουρκοκρητικών. Η πείνα μας έκανε να κρύβουμε το στάρι σε πήλινα πιθάρια θαμμένα στη γη· η μάνα μου προσευχόταν κάθε μέρα για προστασία και δύναμη.
Μα υπήρχαν και θρύλοι που κρατούσαν την καρδιά μας ζωντανή. Ο πιο συναρπαστικός ήταν για τη Γραμβούσα, το φρούριο που δέσποζε πάνω από τη θάλασσα σαν πέτρινος γίγαντας, με απότομους βράχους και μικρές σπηλιές κατά μήκος της ακτής. Οι πειρατές που το κατείχαν λυμαίνονταν τη Μεσόγειο· έπιαναν πλοία, άρπαζαν φορτία και έκρυβαν τα λάφυρα σε κρυφά μπουντρούμια του φρουρίου. Το 1828, κατόπιν εντολής του Καποδίστρια και με τη βοήθεια στόλων Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, οι πειρατές τελικά αφανίστηκαν, αφήνοντας πίσω τους μνήμες και μυστικά.
Η τραγική ιστορία της κοπέλας, της Αργυρώς από τη Σούδα, με συγκλόνιζε. Την είχαν αρπάξει οι πειρατές και κρατούσαν αιχμάλωτη στις σκοτεινές στοές του φρουρίου. Όταν προσπάθησε να δραπετεύσει, έπεσε σε απόκρημνους βράχους και έμεινε άταφη. Η ψυχή της περιφερόταν στο κάστρο, φυλάγοντας τα μυστικά και τον θησαυρό των πειρατών.
Μια νύχτα, με φεγγάρι κοφτερό σαν ξυράφι, φόρεσα το δερμάτινο γιλέκο μου και την κρητική κάπα, πήρα ένα ραβδί και το όπλο μπαρουτόκαπνο με μερικές μπάλες και ξεκίνησα για τον κόλπο. Ήξερα τα μονοπάτια από τις ιστορίες των Καλησπέρισων· κάθε θρόισμα στη σιωπή της νύχτας γινόταν απειλή, κάθε σκιά έμοιαζε με στρατιώτη του αγά.
Η βάρκα μου χτύπησε απαλά στα βράχια της Γραμβούσας. Το φρούριο με κοιτούσε λες και γνώριζε κάθε μου κίνηση. Οι τοίχοι ήταν ψηλοί, από τραχιά πέτρα, γεμάτοι ρωγμές και κόγχες· μικρά φυλάκια μαρτυρούσαν πού οι πειρατές παρακολουθούσαν τη θάλασσα. Μέσα στο φρούριο, στενά μονοπάτια, υπόγειες στοές, τεράστιοι λάκκοι και παλιά πηγάδια δημιούργησαν δαιδαλώδη δίκτυα· ήταν το μέρος όπου ίσως κρυβόταν ο θησαυρός.
Το ψάξιμο κράτησε μέρες. Έπινα νερό από στέρνες και πηγάδια που είχαν σκαφτεί από τους πειρατές· έτρωγα ψάρια που έπιανα εύκολα και πεταλίδες κολλημένες στα βράχια της θάλασσας. Παρατηρούσα κάθε γωνιά του φρουρίου, κάθε σπηλιά και λάκκο, κάθε παλιό πηγάδι· κατέγραφα στη μνήμη μου ό,τι έβλεπα για να μην χαθεί.
Κάποτε, όταν η απελπισία με κατέβαλε και ήμουν σίγουρος ότι δεν θα βρω τίποτα, εμφανίστηκε μπροστά μου η Αργυρώ. Η μορφή της ήταν αιθέρια, σχεδόν φωτεινή μέσα στο σκοτάδι· με κοίταζε με θλίψη και κατανόηση. Αναρωτήθηκα: είναι πραγματική ή δημιούργημα της φαντασίας μου; Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά· η ψυχή της δεν είχε ησυχάσει επειδή έμεινε άταφη μετά την πτώση της στον γκρεμό.
Στις σκιές βρήκα λίγα υπολείμματα των κατοίκων του φρουρίου: μικρά αντικείμενα, σκισμένα υφάσματα, σκουριασμένες πόρπες· μάλλον άχρηστα για θησαυρό, αλλά μετέφεραν τη ζωή που υπήρξε εκεί.
Τέλος, σε απόκρημνους βράχους, βρήκα τον σκελετό της Αργυρώς. Τον μάζεψα προσεκτικά και τον έθαψα σε μια μικρή κοιλότητα με θέα τη θάλασσα. Δίπλα στον τάφο χάραξα λίγα λόγια στον τοίχο της σπηλιάς:
«Ας ησυχάσει η ψυχή σου, Αργυρώ. Κανείς δεν θα σε ξεχάσει.»
Ψιθύρισα:
«Μόλις γυρίσω στο χωριό, θα τελέσω μνημόσυνο στη μνήμη σου.»
Η μορφή της εξαφανίστηκε· η σπηλιά ησύχασε και η αναζήτηση τελείωσε. Ο θησαυρός που βρήκα δεν ήταν χρυσός· ήταν η μνήμη, η ιστορία, η δικαιοσύνη και η λύτρωση μιας ψυχής που παρέμενε άταφη. Η περιπέτεια μου έμαθε ότι οι θησαυροί δεν είναι πάντα χρυσάφι· πολλές φορές είναι οι ιστορίες, οι μνήμες και οι ψυχές που αξίζουν να θυμόμαστε και να σεβόμαστε
9/9/25
Κίσαμος

Δεν υπάρχουν σχόλια: