Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.






Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΚΙΣΑΜΟΥ

Η εργασία της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, οι οποίοι εργάστηκαν μεθοδικά για τη συλλογή μιας σειράς στοιχείων που αφορούν την ιστορία, τον πολιτισμό και την οικονομία 14 παραδοσιακών οικισμών του Δήμου μας, αποτυπώνοντας ταυτόχρονα μεμονωμένα κτήρια και συγκροτήματα, καθώς και δημόσιους ελεύθερους χώρους, με φωτογραφίες και αρχιτεκτονικά σχέδια, σε συνεργασία με τον Δήμο Κισάμου
2. ΑΝΩ ΚΑΛΑΘΕΝΕΣ
Το οικιστικό σύνολο των Καλαθενών περιλαμβάνει τέσσερις γειτονιές οι οποίες αντιστοιχούν σε  ισάριθμους οικισμούς που είναι κτισμένοι, στις υπώρειες και την κορυφή λόφου. Οι Άνω Καλάθενες, όπως υποδηλώνει το όνομά τους, είναι η γειτονιά που βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της συνολικής διάταξης στον χώρο. Τα κτίρια ακολουθούν την έντονη κλίση του εδάφους με πυκνή και συνεχή δόμηση σε σειρές, που ακολουθούν τις υψομετρικές ισοϋψείς καμπύλες του εδάφους. Η διάταξη αυτή επιτρέπει την επικοινωνία των κατοίκων όχι μόνο από τον δρόμο, μέσω των εξωτερικών θυρών αλλά και την ενδοεπικοινωνία από το ένα σπίτι στο άλλο μέσα από ανοίγματα στους εφαπτόμενους τοίχους που ευρίσκονται στα πλευρικά όρια των ιδιοκτησιών. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η είσοδος και η έξοδος στον οικισμό χωρίς να δίδεται στόχος στους επιτιθέμενους. Επίσης στην λογική της άμυνας, περιορίζονται σε μέγεθος τα εξωτερικά ανοίγματα των κτηρίων. Με αυτήν την αρχιτεκτονική δημιουργείται ένας υποτυπώδης οχυρός οικισμός.
Οι περισσότεροι δρόμοι στο εσωτερικό της γειτονιάς είναι στενοί, με πλάτος που κυμαίνεται από 0,80 m έως 2,50 m , παράλληλοι ή κάθετοι στις υψομετρικές καμπύλες του εδάφους, και διαμορφώνουν ένα πυκνό πλέγμα και μικρά ακανόνιστα οικοδομικά τετράγωνα. Η ανάπτυξη του οικισμού κατ' αυτό τον τρόπο, χωρίς δηλαδή τη διατήρηση κάποιου κεντρικού άξονα σημαντικού πλάτους, δεν παρατηρείται και κατά τα νεότερα χρόνια. Τα πλέον σύγχρονα κτίσματα στις Άνω Καλάθενες, έχουν κτιστεί κατά μήκος της πλευράς του επαρχιακού οδικού άξονα, ο οποίος διασχίζει το χωριό από το 1968, προφανώς λόγω των ευκολιών που παρέχονται από την γειτνίαση με τον αυτοκινητόδρομο (μεταφορά εμπορευμάτων και υλικών, δόμηση νέων κτιρίων, επαγγελματική δραστηριότητα κ.τλ.)Tο όνομα της περιοχής όπου ευρίσκονται οι τέσσερις οικισμοί ως «Καλάθενες», υποδηλώνει το γεγονός ότι κάποτε η περιοχή αποτελούσε τόπο κατασκευής καλαθιών, και έτσι οι κάτοικοι του ονομάζονταν Καλαθενιώτες.
Οι ονομασίες με τις οποίες συνδέθηκε ο οικισμός ....
..μέσα στα χρόνια είναι πολλές, Callathenes Giaciana - Calathenes Xathogiano (1577), Callattenes - Callattenes et Sacogiena (1583), Calatones - Calatones Damuli (1630), Kalasenes (1650), Kalatenes (1670), Kalathinew (1832), Καλαθαίναις (1881). Η παλαιότερη αναφορά για τις Καλάθενες εντοπίζεται την περίοδο της Ενετικής κατοχής. Συγκεκριμένα, μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Ενετούς, πραγματοποιήθηκε καταγραφή όλων των οικισμών της Κισσάμου, όπου οι Καλάθενες καταγράφονται επίσημα με αυτό το όνομα για πρώτη φορά το 1256.
Το 1363, όταν η Κρήτη τίθεται υπό καθεστώς ανεξάρτητης δημοκρατίας, αρχίζει μια εποχή που διακρίνεται από την εντυπωσιακή ανάπτυξη. Την περίοδο εκείνη οικοδομούνται τα σημαντικότερα κτίρια της κρητικής αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής, έντονα επηρεασμένα από την τεχνοτροπία της Δύσης, αλλά ταυτόχρονα προσαρμοσμένα στις ανάγκες της κρητικής κοινωνίας και την τοπική παράδοση. Τα έργα που έγιναν είχαν σκοπό να αναδείξουν το γόητρο της Βενετίας στο κατακτημένο νησί, η οποία για να διασφαλίσει την πολύτιμη αυτή κτήση της από τους επιδρομείς, κτίζει μια σειρά φρουρίων (Castelli) σε τοποθεσίες στρατηγικής σημασίας, ενισχύοντας έτσι σημαντικά την άμυνα της Κρήτης. Με το ανάλογο πνεύμα και σε μικρότερους οικισμούς, συμπεριλαμβανομένων  των Καλαθενών, παρατηρείται μια αντίστοιχη φρουριακή αρχιτεκτονική, αν και υστερεί στην ποιότητα των πρώτων φρουρίων. Αξιόλογα δείγματα αρχιτεκτονικής της περιόδου εκείνης αποτελούν, επίσης, οι βίλες των Βενετών φεουδαρχών, που βρίσκονται διασκορπισμένες στην ύπαιθρο. Οι κατόψεις των κτισμάτων αυτών αντιγράφουν κατά κάποιο τρόπο, δημιουργικά και προσαρμοσμένα στον τόπο, συνθέσεις μεγάλων αρχιτεκτόνων της αναγέννησης, όπως του Palladio, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη βίλα Ροτόντα, η οποία αποτελεί μέχρι και σήμερα το σημαντικότερο τοπόσημο των Καλαθενών.Το 1669 και για τα επόμενα χρόνια, όταν η Τουρκοκρατία εδραιώνεται στην Κρήτη, μεγάλες εκτάσεις γης και πολλά κτίρια δεσμεύονται από τους Τούρκους που εγκαθίσταται στο νησί. Οι νέοι κατακτητές, σε αντίθεση με τους Βενετούς, δεν έκτισαν νέους οικισμούς, αλλά έκαναν παρεμβάσεις στους ήδη υπάρχοντες,με αποτέλεσμα την διατήρηση παλαιών και σημαντικών  κτιρίων, όπως στις Καλάθενες. Κατά τα νεότερα χρόνια, δεν παρατηρούνται σημαντικές επεμβάσεις στα παλαιά  κτίσματα του οικισμού.  
Συνεπώς, στις Καλάθενες συνυπάρχουν βενετσιάνικες αρχοντικές κατοικίες και λαϊκά σπίτια. Ειδικότερα, στις Άνω Καλάθενες διατηρείται η εκκλησία από την εποχή της Ενετοκρατίας σε άριστη κατάσταση, και λαϊκές κατοικίες που τοποθετούνται σε σειρές, κατά την λογική δημιουργίας συγκροτήματος με στοιχειώδη οχύρωση, που μπορεί να αντιτάξει ένοπλη άμυνα σε περίπτωση επίθεσης. 
Τα πρώτα στοιχεία για τον πληθυσμό του οικισμού εμφανίζονται κατά την οθωμανική περίοδο, όταν οι Καλάθενες κατοικούνταν από ορθόδοξους χριστιανούς και μουσουλμάνους. Κατά την επίσημη απογραφή του 1650, ο οικισμός αναφέρεται μαζί με το γειτονικό χωριό Κουκουναρά, με συνολικό αριθμό 35 φορολογούμενων νοικοκυριών και επτά άγαμων φορολογούμενων. Στην επόμενη απογραφή του 1670 καταγράφονται χριστιανικοί και μουσουλμανικοί κλήροι (αγροτεμάχια) στο χωριό και κατά το 1832 γίνεται καταγραφή δύο  μουσουλμανικών οικογενειών και 30 ορθοδόξων χριστιανικών. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο πληθυσμός του χωριού ήταν αμιγώς χριστιανός, δεδομένου ότι καταγράφηκαν 279 ορθόδοξοι κάτοικοι, κατά το 1881.

Όσον αφορά τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μια μείωση του πληθυσμού των κατοίκων. Σύμφωνα με την Εθνική Απογραφή του 2001, οι μόνιμοι κάτοικοι στο χωριό ήταν 228, ενώ σύμφωνα με αυτή του 2011, ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 68 κατοίκους και διαμορφώθηκε σε 160 συνολικά. Εντούτοις, ο οικισμός σε σειρά μεγέθους πληθυσμού, κατατάσσεται στην 9η θέση για το δήμο Κισάμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: