Μια συνέντευξη του Ναύτη, στην Ιταλίδα μουσικολόγο Tulia Magrini.
«….Γεννήθηκα στο Καστέλλι της Κισάμου, στην Κρήτη το 1920. Ο πατέρας μου, Βασίλης Παπαδάκης έπαιζε βιολί, όπως επίσης και ο παππούς μου και ο προπάππος μου.Για περίπου πέντε με έξι γενιές όλοι στην οικογένεια μου έπαιζαν βιολί. Ο πατέρας μου αγόρασε ένα βιολί για τον μεγαλύτερο αδελφό μου και ξεκίνησε να του μαθαίνει να παίζει. Δεν με άφηναν όμως να το αγγίζω έως ότου έγινα επτά ετών.
Όταν όμως όλοι ήταν εκτός σπιτιού το έπαιρνα και έπαιζα μόνος μου αυτά που άκουγα και έπαιζαν οι άλλοι. Αυτό γινόταν για τέσσερις με πέντε μήνες.Μια μέρα ο πατέρας μου ήρθε νωρίς στο σπίτι την ώρα έπαιζα. Άκουσε που έπαιζα και νόμιζε πως ήταν ο αδελφός μου και ότι έπαιζε καλύτερα από ότι συνήθως. Κατόπιν άνοιξε την πόρτα με είδε και είπε ¨αυτός θα γίνει καλός βιολάτορας¨. Μετά αποφάσισε να μου δώσει κάποια μαθήματα μαζί με τον αδελφό μου και να μας δείξει όλο το ρεπερτόριο που περιλάμβανε χορούς από την Κρήτη, από την Μικρά Ασία, από την Ήπειρο και την Πελοπόννησο….»
«Μετά από δύο χρόνια, βρήκα ένα άλλο νέο παιδί, περίπου δεκατεσσάρων ετών. Έπαιζε λαγούτο και ξεκινήσαμε να παίζουμε μαζί. Μετά από πρόβες ενός μήνα μου είπε ¨ας ξεκινήσουμε να παίζουμε σε ταβέρνες¨. Έτσι αρχίσαμε να παίζουμε σε ταβέρνες κάθε βράδυ και ο κόσμος ερχόταν, χόρευε και μας πετούσε χρήματα. Οι μαγαζάτορες μας έλεγαν ¨ελάτε να παίξετε και σε εμάς¨ γιατί διασκεδάζαμε τον κόσμο που έπινε και χόρευε και έκανε καλύτερο τζίρο.
Όταν ήμουν εννέα ετών μπορούσα να παίξω και άλλα είδη ελληνικών χορών όπως τσάμικα, καλαματιανά, όπως και χορούς της Σμύρνης. Ένα βράδυ ήρθε κάποιος και είπε ότι ετοιμαζόταν να παντρευτεί σε τέσσερις εβδομάδες και αν μπορούσαμε να παίξουμε εμείς στον γάμο. Δέχθηκα και αυτός μετά πήγε να το πεί και του πατέρα μου, τον οποίο και γνώριζε καλά. Ο πατέρας μου είπε τότε ..........