Τα παραδοσιακά λαϊκά μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται σήμερα στην Kρήτη, για την απόδοση της μουσικής των χορών και των τραγουδιών της, άλλα σε μεγαλύτερο βαθμό κι άλλα σε μικρότερο, είναι το λαγούτο, η λύρα, το βιολί, η βιολόλυρα,το μαντολίνο, η κιθάρα, το μπουλγαρί, μ(π)αντούρα, η ασκομ(π)αντούρα, το χαμπιόλι και το νταουλάκι. Οι τεκμηριωμένες πληροφορίες σχετικά με τη χρονολόγηση της παρουσίας των περισσοτέρων από αυτά στην Κρήτη ανάγονται, κυρίως, στην περίοδο της Bενετοκρατίας, προέρχονται από διάφορες πηγές (εικονογραφικές, φιλολογικές, αρχειακές, αναφορές ιερωμένων της εποχής, απομνημονεύματα, νοταριανά έγγραφα κ.ά.) και αφορούν το νταουλάκι, το χαμπιόλι, τη μ(π)αντούρα, την ασκομ(π)α
ντούρα, το λαγούτο, το βιολί και την κιθάρα, καθώς και άλλα μουσικά όργανα (τσίτερες, κλαδοτσύμπανα, τρομπέτες, άρπες, μπάσα κλπ) των οποίων η χρήση δεν επιβίωσε. Για τη λύρα, το μπουλγαρί και το μαντολίνο τα εμπεριστατωμένα στοιχεία είναι υστερότερα. Αρχίζουν από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Τέλος, η βιολόλυρα είναι όργανο της εποχής του μεσοπολέμου.
Την χρήση των αυλών και των τύμπανων στην Κρήτη αναφέρουν οι Έλληνες ορθόδοξοι ιερωμένοι της εποχής από τις αρχές του 15ου και του 17ου αιώνα, αντίστοιχα. Τα τύμπανα, που ονομάζονται και ταμπούρλα, αναφέρονται και στα κείμενα της κρητικής λογοτεχνίας από το 1600 περίπου. Το μικρό κρητικό τύμπανο, που ονομάζεται νταουλάκι ή τουμπί, διατηρείται μέχρι σήμερα μόνο στο νομό Λασιθίου και είναι αυτό ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μουσικής κληρονομιάς του νομού. Eίναι ένα ρυθμικό όργανο, το οποίο παίζεται με δύο ειδικά φτιαγμένα νταουλόξυλα, που ονομάζονται τουμπόξυλα, και συνήθως συνοδεύει ένα τουλάχιστον μελωδικό όργανο, που μπορεί να είναι μ(π)αντούρα, ασκομ(π)αντούρα, λύρα ή βιολί.
ΧΟΡΔΟΦΩΝΑ
Η ΛύραΣυναντάται σε τρεις τύπους, δηλαδή το λυράκι, την κοινή λύρα και τη βροντόλυρα. Έχουν τρεις χορδές, σήμερα μεταλλικές, παλιότερα εντέρινες, Διαφέρουν μόνο ως προς το μέγεθος, τον ήχο που παράγουν και τη χρήση. Η βιολόλυρα είναι ένας άλλος τύπος λύρας, που δημιουργείται γύρω στο 1925, με εμφανείς επιδράσεις από το βιολί
Το βιολί
Πρόκειται για το γνωστό δυτικό βιολί, του οποίου η χρήση ως λαϊκού οργάνου στον ευρύτερο ελληνικό χώρο είναι γνωστή από πολύ παλιά. Στην Κρήτη παίζεται, παράλληλα με τη λύρα, κυρίως στις δυτικές και στις ανατολικές επαρχίες.
Το λαούτο
Πρόκειται για το γνωστό σε όλη τη Ελλάδα μουσικό όργανο, λίγο μεγαλύτερο σε μέγεθος, με τέσσερα ζεύγη χορδές, παλαιότερα εντέρινες, σήμερα μεταλλικ
ές, Συνοδεύει ρυθμικά και αρμονικά τη λύρα ή το βιολί, άλλοτε παίζοντας τους βασικούς φθόγγους της μελωδίας, άλλοτε προσφέροντας ένα απλό ή διπλό ισοκράτημα και άλλοτε παίρνοντας, για σύντομο διάστημα, τη μελωδία προκειμένου να ξεκουραστεί ο λυράρης ή ο βιολιστής. Πολλές φορές το λαούτο χρησιμοποιείται και ως σολιστικό όργανο.
Το μαντολίνο και η κιθάρα
Είναι τα γνωστά όργανα, από τα οποία το πρώτο χρησιμοποιείται στην Κρήτη ως όργανο μελωδίας ή και συνοδεία της λύρας και του βιολιού, ενώ το δεύτερο χρησιμοποιείται ως καθαρά συνοδευτικό όργανο.
Το μπουλγαρί
Ανήκει στην οικογένεια των ταμπουράδων. Η χρήση του σήμερα είναι πολύ περιορισμένη στην Κρήτη. Παλιότερα όμως ήταν πολύ διαδεμένο ως όργανο μελωδίας ή ακόμη και συνοδείας της λύρας.
ΑΕΡΟΦΩΝΑ
Το θιαμπόλι ή φθιαμπόλι, φτιαμπόλι, φιαμπόλι, παμπιόλι, μπαμπιόλι, χαμπιόλι, σφυροχάμπιολο, σφυροχάμπουλο, πειροχάμπιολο, και γλωσσοχάμπιολο
Είναι ένα είδο
ς καλαμένιου ή ξύλινου φλάουτου με λοξοκομμένο το μέρος όπου φυσάει ο παίκτης και κλεισμένο με τον "πείρο ή σούρο", ένα είδος τάπας με λεπτή σχισμή για να περνά ο αέρας. Πάνω στον κύλινδρο και εκεί που τελειώνει ο πείρος ανοίγεται μια τετράγωνη συνήθως τρύπα και στη συνέχεια πιο κάτω έξι τρύπες μπροστά και μία πίσω που χρησιμεύουν για τη μελωδία. Το θιαμπόλι, κατεξοχήν ποιμενικό όργανο, παίζεται συνήθως μόνο του. Πολλές φορές όμως, όταν ο παίκτης είναι επιδέξιος, μπορεί να παίξει μαζί με τη λύρα.
Η μαντούρα
Είδος κλαρινέτου με μονό επικρουστικό γλωσσίδι στο πάνω άκρο της που είναι κλειστό από τον κόμπο του καλαμιού. Έχει 4 - 6 τρύπες και φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη. Παραλλαγή της μαντούρας είναι η διπλομαντούρα ή τζομπραγιά μαντούρα, που στην πραγματικότητα είναι δύο μαντούρες ίδιες οξύτητας δεμένες και παιζόμενες.
Η ασκομαντούρα
Αποτελείται από δερμάτινο ασκί που χρησιμεύει ως αποθήκη αέρος, το ξύλινο ή καλαμένιο ή κοκαλένιο επιστόμιο με βαλβίδα, μέσα από το οποίο φυσά ο οργανοπαίκτης τον αέρα, και τη συσκευή παραγωγής του ήχου, η οποία περιλαμβάνει μια αυλακωτή σκάφη που καταλήγει σε χοάνη και δύο αυλούς, τύπου κλαρινέτου με μονό επικρουστικό γλωσσίδι και 5 συνήθως τρύπες. Το όργανο αυτό, πολύ διαδεδομένο παλιότερα στην Κρήτη, τείνει δυστυχώς σήμερα να εκλείψει. Όπως καταδεικνύεται από την κρητική λογοτεχνία, οι όροι φιαμπόλι, μαντούρα και παντούρα είναι γνωστοί στην Κρήτη από τα τέλη του 16ου αιώνα
ΜΕΜΒΡΑ
ΝΟΦΩΝΑ
Το νταουλάκι
Πρόκειται για ένα μικρό νταούλι που παίζεται με δύο ραβδάκια, τα νταουλόξυλα, και συνοδεύει ρυθμικά τη λύρα ή το βιολί . Παλιότερα ήταν ευρύτατα γνωστό, ιδίως στην ανατολική Κρήτη.
Περισσότερα στο βιβλίο του Ιωάννη Τσουχλαράκη
«ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ», Αθήνα 2004