Γράφει η Δέσποινα Κουτσουνάκη
Κυριακή στον Πλάτανο. Το πρωί πάμε στα μνημόσυνα. Σχεδόν όλο το χωριό. Δεν το είχα προσέξει μέχρι που μια φίλη από τον Δραπανιά, που είχε έρθει στο μνημόσυνο του πατέρα μου, κοίταζε γύρω της εντυπωσιασμένη και το επεσήμανε. Το βρήκε παράξενο και λίγο γραφικό. Δε θα συμφωνήσω μαζί της. Εγώ το λέω σεβασμό. Φόρος τιμής σε αυτόν που έφυγε, συμπαράσταση και εκτίμηση στην οικογένεια και τελικά σεβασμός στον ίδιο τον θάνατο. Και οι προσφορές στο τέλος ...... πάντα δεν προσφέρουμε κάτι σε αυτόν που ήρθε να μας τιμήσει με την παρουσία του; Και οι οικογένεια να χαιρετά στο τέλος στη θέση αυτού που δεν μπορεί να χαιρετήσει πια.
Χωριάτες. Αυτό ακριβώς είμαστε. Άνθρωποι που ζουν από τη δουλειά τους. Ελιές, θερμοκήπια, τουριστικά. Ευνοημένοι από έναν πανέμορφο τόπο -που ίσως δεν τον σεβόμαστε και δεν τον προστατεύουμε όσο θα έπρεπε και όσο θα του έπρεπε -. Μαθημένοι στην ανταπόδοση και στην ειλικρίνεια της γης και της δουλειάς. Νοοτροπία αποκτημένη μέσα από μια ιστορία χιλιάδων χρόνων.
Χωριό ο Πλάτανος. Λίγα καταστήματα, σούπερ μάρκετ και μίνι μάρκετ, για τα απαραίτητα. Για όλα τα υπόλοιπα στο Καστέλι και στα Χανιά. Και μια μοναδική Τράπεζα, η Τράπεζα Χανίων.
Η ΤΡΑΠΕΖΑ
Καμαρώναμε σχεδόν όταν άνοιξε στο χωριό η Τράπεζα. Ευκολία μεγάλη. Όπως πήγαινες στον κάμπο, με τα ρούχα της δουλειάς, σταματούσες για λίγο και έκανες τη δουλειά σου. Μπορούσες να πληρώσεις όλους τους λογαριασμούς από το χωριό και οι ηλικιωμένοι παίρνανε από κει τις συντάξεις τους. Δεν ήμασταν σκέτο χωριό πια. Είχαμε τράπεζα.
Την δική μας Τράπεζα. Με το όνομα. Τράπεζα Χανίων. Από τον τόπο μας. Δική μας σου λέω. Γιατί όλοι ήταν μέτοχοι. Για να έχει κάποιος συναλλαγές με την τράπεζα έπρεπε υποχρεωτικά να αγοράσει μια τουλάχιστον μετοχή. Θυμάμαι το καμάρι της μάνας μου που είχε αγοράσει κάτι λίγες μετοχές. Δεν ξέρω πόσες, δεν έδωσα σημασία στον αριθμό, μου έκανε εντύπωση η χαρά και η ικανοποίηση που ένοιωθε. Δεν πρέπει να είχε πάει πριν σε τράπεζα. Και τώρα ήταν μες στα πόδια της, μπορούσε να πάει όποτε ήθελε. Σπουδαία πράγματα αυτά για τους χωριάτες. Η Τράπεζα τους τιμούσε με την παρουσία της.
Και κάτι παραπάνω από όλα αυτά. Η τράπεζα προσέλαβε υπάλληλο ένα δικό τους παιδί, ένα χωριανάκι που είχε κτυπήσει το χέρι του σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα και θα δυσκολευόταν με τις αγροτικές δουλειές. Θυμάμαι τα λόγια του πατέρα μου όταν έγινε γνωστή η πρόσληψη." Μπράβο τόνε μωρέ , καλά το κάμανε". Η Τράπεζα λοιπόν τους ένοιωθε. Και τους τιμούσε. Ο Διευθυντής πάντα με κοστούμι και ο υπάλληλος με στολή. Γιλέκο και γραβάτα οπωσδήποτε, και η ταμίας κι αυτή με στολή, πάντα σε σκούρο μπλε χρώμα, ένδειξη σοβαρότητας. Προσωπική υποδοχή στον καθένα, άλλωστε μας γνώριζαν, δεν είμαστε και πάρα πολλοί, και ο Νίκος άλλωστε σαν συγχωριανός μας γνώριζε όλους από μικρό παιδί, όπως τον γνωρίζαμε και εμείς. Με τους νεώτερους πήγαινε μαζί στο σχολείο, εγώ τον θυμάμαι μικρό παιδάκι και οι μεγαλύτεροι γνώριζαν καλά τον πατέρα του. Και η ταμίας που δεν ήταν χωριανή είχε παντρευτεί έναν χωριανό, δική μας κι αυτή λοιπόν. Οι διευθυντές ήταν λίγο πιο μακρινοί αλλά όχι και πολύ. Ο Αποστόλης έμενε στο Καστέλι αλλά η γυναίκα του είχε καταγωγή από τον Πλάτανο και ο Νικηφόρος έκανε κουμπαριές στον Πλάτανο. Σηκωνόταν να σε χαιρετήσουν όταν έμπαινες στην τράπεζα, σε ήξεραν με το μικρό σου όνομα και εσένα και όλη σου την οικογένεια,ήξεραν τις υποθέσεις σου και σε ρωτούσαν με ενδιαφέρον, δεν χρειαζόταν να δείξεις ταυτότητα γιατί σε ήξεραν. Σαν στο σπίτι σου.
Μου φαινόταν λίγο παράταιρη και κάπως γελοία αυτή η επισημότητα. Ακόμα και στα υποκαταστήματα της Αθήνας ο υπάλληλος σηκωνόταν να σε χαιρετήσει και ο Διευθυντής σε χαιρετούσε κι αυτός. Και εκεί βέβαια οι υπάλληλοι με τα γιλέκα τους, τα άσπρα πουκάμισα και τα παπιγιόν. Όχι όπως στις άλλες τράπεζες που ο καθένας φορούσε ότι του κατέβαινε. Στην τράπεζα Χανίων όλα ήταν οργανωμένα και σοβαρά. Και πολύ φιλικά. Μπορούσες να έχεις εμπιστοσύνη.
Σκεφτόμουν πως προσπαθούσαν να αναπληρώσουν την έλλειψη μεγέθους της Τράπεζας παρουσιάζοντας μια υπερβολική έστω τάξη. Η πως θέλουν να δείξουν πόσο νοικοκυρεμένοι είναι. Είναι σίγουρο πως πέτυχαν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του κόσμου. Τουλάχιστον πολλών.
Βεβαίως ο Πλάτανος δεν είναι μια κοινωνία αγγέλων. Θα συναντήσεις όλων των ειδών τους ανθρώπους, όπως παντού. Όμως ακόμα παραμένει μια αγροτική κοινωνία. Η πλειοψηφία των κατοίκων είναι αγρότες και κάποιοι που ασκούν ένα άλλο επάγγελμα, αυτό θα έχει άμεση σχέση με τους αγρότες και ασχολούνται και με την δική τους περιουσία. Η απ' ευθείας συναλλαγή με τη φύση, με τα δέντρα, με τα ζώα, διαπλάθει μια ευθύτητα χαρακτήρα. Η γη επιστρέφει αυτά που έδωσες, θα δρέψεις τους καρπούς των κόπων σου. Και συχνά πολύ λιγότερα. Δεν έχει κόλπα, δεν έχει απατεωνιές. Και όταν αυτός είναι ο τρόπος ζωής των ανθρώπων, δεν διανοούνται εύκολα ότι θα συναντήσουν την απάτη μέσα στον δικό τους χώρο. Ούτε μέσα στην τράπεζα. Στην τράπεζα πας λεφτά και παίρνεις λεφτά. Δεν είναι χρηματιστήριο. Ή έτσι νομίζεις.
Συνεχίζεται
Κυριακή στον Πλάτανο. Το πρωί πάμε στα μνημόσυνα. Σχεδόν όλο το χωριό. Δεν το είχα προσέξει μέχρι που μια φίλη από τον Δραπανιά, που είχε έρθει στο μνημόσυνο του πατέρα μου, κοίταζε γύρω της εντυπωσιασμένη και το επεσήμανε. Το βρήκε παράξενο και λίγο γραφικό. Δε θα συμφωνήσω μαζί της. Εγώ το λέω σεβασμό. Φόρος τιμής σε αυτόν που έφυγε, συμπαράσταση και εκτίμηση στην οικογένεια και τελικά σεβασμός στον ίδιο τον θάνατο. Και οι προσφορές στο τέλος ...... πάντα δεν προσφέρουμε κάτι σε αυτόν που ήρθε να μας τιμήσει με την παρουσία του; Και οι οικογένεια να χαιρετά στο τέλος στη θέση αυτού που δεν μπορεί να χαιρετήσει πια.
Χωριάτες. Αυτό ακριβώς είμαστε. Άνθρωποι που ζουν από τη δουλειά τους. Ελιές, θερμοκήπια, τουριστικά. Ευνοημένοι από έναν πανέμορφο τόπο -που ίσως δεν τον σεβόμαστε και δεν τον προστατεύουμε όσο θα έπρεπε και όσο θα του έπρεπε -. Μαθημένοι στην ανταπόδοση και στην ειλικρίνεια της γης και της δουλειάς. Νοοτροπία αποκτημένη μέσα από μια ιστορία χιλιάδων χρόνων.
Χωριό ο Πλάτανος. Λίγα καταστήματα, σούπερ μάρκετ και μίνι μάρκετ, για τα απαραίτητα. Για όλα τα υπόλοιπα στο Καστέλι και στα Χανιά. Και μια μοναδική Τράπεζα, η Τράπεζα Χανίων.
Η ΤΡΑΠΕΖΑ
Καμαρώναμε σχεδόν όταν άνοιξε στο χωριό η Τράπεζα. Ευκολία μεγάλη. Όπως πήγαινες στον κάμπο, με τα ρούχα της δουλειάς, σταματούσες για λίγο και έκανες τη δουλειά σου. Μπορούσες να πληρώσεις όλους τους λογαριασμούς από το χωριό και οι ηλικιωμένοι παίρνανε από κει τις συντάξεις τους. Δεν ήμασταν σκέτο χωριό πια. Είχαμε τράπεζα.
Την δική μας Τράπεζα. Με το όνομα. Τράπεζα Χανίων. Από τον τόπο μας. Δική μας σου λέω. Γιατί όλοι ήταν μέτοχοι. Για να έχει κάποιος συναλλαγές με την τράπεζα έπρεπε υποχρεωτικά να αγοράσει μια τουλάχιστον μετοχή. Θυμάμαι το καμάρι της μάνας μου που είχε αγοράσει κάτι λίγες μετοχές. Δεν ξέρω πόσες, δεν έδωσα σημασία στον αριθμό, μου έκανε εντύπωση η χαρά και η ικανοποίηση που ένοιωθε. Δεν πρέπει να είχε πάει πριν σε τράπεζα. Και τώρα ήταν μες στα πόδια της, μπορούσε να πάει όποτε ήθελε. Σπουδαία πράγματα αυτά για τους χωριάτες. Η Τράπεζα τους τιμούσε με την παρουσία της.
Και κάτι παραπάνω από όλα αυτά. Η τράπεζα προσέλαβε υπάλληλο ένα δικό τους παιδί, ένα χωριανάκι που είχε κτυπήσει το χέρι του σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα και θα δυσκολευόταν με τις αγροτικές δουλειές. Θυμάμαι τα λόγια του πατέρα μου όταν έγινε γνωστή η πρόσληψη." Μπράβο τόνε μωρέ , καλά το κάμανε". Η Τράπεζα λοιπόν τους ένοιωθε. Και τους τιμούσε. Ο Διευθυντής πάντα με κοστούμι και ο υπάλληλος με στολή. Γιλέκο και γραβάτα οπωσδήποτε, και η ταμίας κι αυτή με στολή, πάντα σε σκούρο μπλε χρώμα, ένδειξη σοβαρότητας. Προσωπική υποδοχή στον καθένα, άλλωστε μας γνώριζαν, δεν είμαστε και πάρα πολλοί, και ο Νίκος άλλωστε σαν συγχωριανός μας γνώριζε όλους από μικρό παιδί, όπως τον γνωρίζαμε και εμείς. Με τους νεώτερους πήγαινε μαζί στο σχολείο, εγώ τον θυμάμαι μικρό παιδάκι και οι μεγαλύτεροι γνώριζαν καλά τον πατέρα του. Και η ταμίας που δεν ήταν χωριανή είχε παντρευτεί έναν χωριανό, δική μας κι αυτή λοιπόν. Οι διευθυντές ήταν λίγο πιο μακρινοί αλλά όχι και πολύ. Ο Αποστόλης έμενε στο Καστέλι αλλά η γυναίκα του είχε καταγωγή από τον Πλάτανο και ο Νικηφόρος έκανε κουμπαριές στον Πλάτανο. Σηκωνόταν να σε χαιρετήσουν όταν έμπαινες στην τράπεζα, σε ήξεραν με το μικρό σου όνομα και εσένα και όλη σου την οικογένεια,ήξεραν τις υποθέσεις σου και σε ρωτούσαν με ενδιαφέρον, δεν χρειαζόταν να δείξεις ταυτότητα γιατί σε ήξεραν. Σαν στο σπίτι σου.
Μου φαινόταν λίγο παράταιρη και κάπως γελοία αυτή η επισημότητα. Ακόμα και στα υποκαταστήματα της Αθήνας ο υπάλληλος σηκωνόταν να σε χαιρετήσει και ο Διευθυντής σε χαιρετούσε κι αυτός. Και εκεί βέβαια οι υπάλληλοι με τα γιλέκα τους, τα άσπρα πουκάμισα και τα παπιγιόν. Όχι όπως στις άλλες τράπεζες που ο καθένας φορούσε ότι του κατέβαινε. Στην τράπεζα Χανίων όλα ήταν οργανωμένα και σοβαρά. Και πολύ φιλικά. Μπορούσες να έχεις εμπιστοσύνη.
Σκεφτόμουν πως προσπαθούσαν να αναπληρώσουν την έλλειψη μεγέθους της Τράπεζας παρουσιάζοντας μια υπερβολική έστω τάξη. Η πως θέλουν να δείξουν πόσο νοικοκυρεμένοι είναι. Είναι σίγουρο πως πέτυχαν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του κόσμου. Τουλάχιστον πολλών.
Βεβαίως ο Πλάτανος δεν είναι μια κοινωνία αγγέλων. Θα συναντήσεις όλων των ειδών τους ανθρώπους, όπως παντού. Όμως ακόμα παραμένει μια αγροτική κοινωνία. Η πλειοψηφία των κατοίκων είναι αγρότες και κάποιοι που ασκούν ένα άλλο επάγγελμα, αυτό θα έχει άμεση σχέση με τους αγρότες και ασχολούνται και με την δική τους περιουσία. Η απ' ευθείας συναλλαγή με τη φύση, με τα δέντρα, με τα ζώα, διαπλάθει μια ευθύτητα χαρακτήρα. Η γη επιστρέφει αυτά που έδωσες, θα δρέψεις τους καρπούς των κόπων σου. Και συχνά πολύ λιγότερα. Δεν έχει κόλπα, δεν έχει απατεωνιές. Και όταν αυτός είναι ο τρόπος ζωής των ανθρώπων, δεν διανοούνται εύκολα ότι θα συναντήσουν την απάτη μέσα στον δικό τους χώρο. Ούτε μέσα στην τράπεζα. Στην τράπεζα πας λεφτά και παίρνεις λεφτά. Δεν είναι χρηματιστήριο. Ή έτσι νομίζεις.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου