Η Τζιτζιφιά
Γράφει η Ευτυχία Δεσποτάκη
Η Τζιτζιφιά είναι ένα χωριουδάκι, ανατολικά της σημερινής Βάθης. Η Βάθη μέχρι τη δεκαετία του 60 ονομαζόταν Κούνενι. Το Κούνενι με τη γειτονιά Πλοκαμιανά ήταν το τελευταίο χωριό των Εννέα Χωριών, που έφτανε το λεωφορείο της γραμμής Αυτά τα χωριά είναι αλληλένδετα, με στενή σχέση μεταξύ τους για πολλούς λόγους. Το Κούνενι, λοιπόν, ήταν το κέντρο. Ήταν κοινότητα, είχε ταχυδρομείο, αστυνομικό κέντρο, καφενεία και μικροπαντοπωλείο. Η Τζιτζιφιά ήταν το χωριό του πατέρα μου. Εκεί υπήρχε το σπίτι του παππού, ελιές, αμπέλι και κήπος με νερό, πορτοκαλολεμονιές και κιτριές.
Δεν είχε ίσιο μέρος το χωριό, ήταν μια λακκούβα. Το ψηλότερο πλάι ήταν ένας λοφίσκος που στην κορυφή του δέσποζε το κάτασπρο εκκλησάκι του Αη –Γιώργη.
Στο βάθος της λακκούβας, θεμέλιο και στήριγμα του χωριού.... οι Άγιοι Απόστολοι, Πέτρος και Παύλος και στην αυλή τους το κοιμητήρι. Σκαρφαλωμένες ήταν οι γειτονιές οι ελιές, οι πορτοκαλολεμονιές οι χαρουπιές και τα κηπάκια, σε πεζούλες. Είχε και λίγες καστανιές, και κάποια περίεργα δέντρα, που έκαναν τα τζίτζιφα. Αυτό το φυτικό βασίλειο και αντίστοιχο ζωικό εξασφάλιζε την οικογενειακή και μόνο αυτάρκεια των ανθρώπων του χωριού. Οι γειτονιές ονοματισμένες από τα επώνυμα των οικογενειών. Αποστολιανά, Βατσολιανά, Δεσποτιανά (ή των Μάρκιδω), Κατσαλιανά, Καλλιτσουνιανά των Χατζογιάννηδων.
Ένας καταρράχτης ο Ρέτζακας, σχημάτιζε ......
..ένα μικρό ποταμάκι και αυλάκια με νερό έφταναν σε διάφορα σημεία του χωριού. Αποτελούσε την πηγή ζωής για το χωριό. Στα ακαλλιέργητα μέρη δέσποζαν οι κουμαριές, οι σκίνοι, οι ακίσαροι και οι αντραμιθιές. Λιτά σπίτια με τις παραστιές, τους οξιώστες τους οντάδες τους, τις αυλές τους με τις αυτοσχέδιες γλάστρες και τις χαραχτηριστικές καμινάδες τους με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και ομορφιά.
Όταν ήμουν μικρή, πηγαίναμε συχνά στη Τζιτζιφιά. Το περίμενα αυτό το δίωρο, μπορεί και τρίωρο ταξίδι, ένας καρόδρομος συνέδεε το Καστέλι με τα Εννιά Χωριά τις δεκαετίες του 50- 60 και λίγο πριν. Αν εξαιρέσουμε την ναυτία του παμπάλαιου λεωφορείου της εποχής, το κούνημα τις στροφές, τις πολλές στάσεις με το φόρτωμα ξεφόρτωμα επιβατών και σακουλικών, το ταξιδι είχε μια γοητεία. Αποζημίωση για την ταλαιπωρία ήταν το πέρασμα μέσα από τη σήραγγα των Τοπολίων, τι παράξενο, ξαφνικά να σκοτεινιάζει ,το λεωφορείο να ανάβει τα φώτα και να κορνάρει και να σου λένε «τώρα περνάμε μέσα από το βουνό».
Το λεωφορείο έφτανε κάποια στιγμή στο Κούνενι.
Τώρα έπρεπε να περπατήσομε μια ώρα δρόμο ακολουθώντας μονοπάτι σχεδόν για να φτάσομε στην Τζιτζιφιά. Τυχεροί θα ήμασταν αν βρισκόταν κάποιος Τζιτζιφιανός εκεί για δουλειά του, που με το γαιδούρι του θα φόρτωνε τις τσάντες μας με τις προμήθειες μας και εμένα στην καπούλα οπότε τα πράγματα γινόταν απλούστερα. Συνήθως αργά το απόγευμα φτάναμε στον προορισμό μας.
Ανοίγαμε με ένα πελώριο σιδερένιο κλειδί την παλιά ξύλινη πόρτα του σπιτιού . Όλα παράξενα, το ψηλό κρεβάτι με τα στρίποδα, η κασέλα που άνοιγε να βγάλομε τα ρούχα, για να στρώσομε να κοιμηθούμε, αυτό το περίεργο πορταλαμίδι της κασέλας στο πλάι, κάποιες φωτογραφίες κρεμασμένες στον τοίχο ανθρώπων που δεν είχα γνωρίσει ποτέ και δεν υπήρχαν πια και παλιά εικονίσματα, που σε κάποια δεν ξεχώριζες ποιος άγιος ήταν… Το ξύλινο ντουλάπι, με πιάτα ζωγραφιστά εποχής και ποτηράκια τσικουδιάς, φλιτζανάκια, πάντα στο άνοιγμα του σε τρόμαζε γιατί κάποιος ποντικός έκανε τη γρήγορη εμφάνιση και εξαφάνιση του.Ύστερα το μαγερειό, ο μαγατζές με τα κουρούπια και τα πιθάρια και τέλος η εγκαταλειμμένη φάμπρικα, δίπλα.
Την άλλη μέρα το πρωί πηγαίναμε στην περιουσία να δούμε τι γίνεται και το απόγευμα περνούσαμε από όλους συγγενείς να τους χαιρετίσομε. Είχε ωραίους ανθρώπους ευγενικούς ήρεμους και καλοσυνάτους το χωριό. Σου έδιδαν την εντύπωση ότι ήταν μορφωμένοι. Ο μπάρμπα Γιάννης, ο μπάρμπα Γιώργης που έπλεκε καλάθια, ο Θεόφιλος, ήταν και αναγνώστης στην εκκλησία, η θειά Ελένη, η Ινώ, ο Μίνως, η Χρυσούλα, ο Δημητράκης, η Μαρίκα, ο Κωστής, η Αγγελικώ, η Στέλλα, η Άννα, η Καλλιόπη, η Αλεξία, η Ρουμπίνη. Επίσης τότε είχε και πολλά παιδιά το χωριό, που παίζαμε και συζητούσαμε τα σχολικά μας. Αυτά περπατούσαν πολύ για να πάνε στο σχολείο τους που ήταν τότε ανάμεσα στα Πλοκαμιανά και τη Βάθη. Αργότερα με αυτά τα παιδιά συναντιόμαστε στο Γυμνάσιο που ήρθαν στο Καστέλλι για να συνεχίσουν τη σπουδή τους.
Τόσο η Τζιτζιφιά, όσο και όλη η γύρω περιοχή από τα παλιότερα χρόνια είχε ιδιαίτερη εκτίμηση στα γράμματα και από πολύ παλιά είχε αναδείξει σπουδαίους ανθρώπους, στα γράμματα και στις τέχνες, στις επιστήμες και στο χώρο της εκκλησίας. Πίσω από όλους, μάντευες ένα πολιτιστικό υπόβαθρο. Ένα πράγμα που σου έκανε εντύπωση ήταν ότι σε αυτά τα χωριά οι άνθρωποι οι περισσότεροι είχαν αρχαία και βυζαντινά ονόματα. Δε νομίζω ότι σε άλλο μέρος συναντώνται τόσα. Ενδεικτικά αναφέρω όσα θυμάμαι Πραξιτέλης, Σωκράτης, Ινώ, Μίνως, Λυκούργος, Χαρίλαος, Ευριπίδης, Μενέλαος, Αριάδνη, Πολυξένη, Θεόφιλος, Ευδοξία, Αρετή, Νικηφόρος, Λασθένης, Δημοσθένης, Οδυσσέας.
Η Τζιτζιφιά είχε και ένα άλλο ζωτικό χώρο. Ήταν ο γιαλός, η Χρυσοσκαλίτισσα. Περπατώντας αρκετή ώρα δρόμο ή με τα γαιδούρια τους οι άνθρωποι έφταναν στο Γιαλό, που είχαν αμπέλια και χωράφια και έσπερναν, σιτάρι, κριθάρι και τα όσπρια τους. Κάποιοι ψάρευαν κιόλας. Ο Γιαλός ήταν η έξοδος του Εννιαχωριανού φαραγγιού στο Λυβικό πέλαγος με ορόσημο την Παναγία, τη Χρυσσοσκαλίτισσα. Η Παναγία ήταν το μοναστήρι τους .Το μοναστήρι που άνθρωποι από την ίδια περιοχή , στήριξαν λειτούργησαν για χρόνους πολλούς και ταυτίστηκαν με το μοναστήρι.
Η μοναχή Ευφημία από τη Τζιτζιφιά, ο πατήρ Γρηγόριος Πλοκαμάκης. Η Θεοδότη, από τα Πλοκαμιανά, ο Νεκτάριος από τα Περβόλια .Προσωπικότητες που δέθηκαν με τον κόσμο της περιοχής και που έκαναν και τους ανθρώπους να θεωρούν δικό τους το μοναστήρι. Κανείς δεν κατέβαινε στο γιαλό, χωρίς να περάσει από την Παναγία. Η κορύφωση για όλους ήταν το Δεκαπενταύγουστο που όλοι έφταναν από νωρίς για τη μεγάλη γιορτή της Κοίμησης.
Οι άνθρωποι της Τζιτζιφιάς σκόρπισαν και πρόκοψαν αλλού, όπως συνέβη στα χωριά τη πατρίδας μας.
Άλλοι μετοίκησαν στη Χρυσοσκαλίτισσα με την αλματώδη σημερινή της ανάπτυξη. Ανάπτυξη που έδωσαν τα πρώιμα κηπευτικά, και ο παράδεισος Ελαφονήσι με τον τουρισμό. Πολλά σπίτια ερήμωσαν, κάποια έπεσαν τελείως , υπήρξαν φορές που οι κάτοικοι της Τζιτζιφιάς δεν ξεπερνούσαν τους δύο-τρεις. Τώρα πια ο δρόμος είχε φτάσει στο χωριό, λίγο αργά…..
Ωστόσο, κάποιοι ξαναγύρισαν, έφτιαξαν όμορφα το πατρικό τους Τώρα πια πηγαίνει και δρόμος στην Τζιτζιφιά. Όλη η τοποθεσία της, αποτελεί πρόκληση για ξαναζωντάνεμα ,είναι ένα παραδοσιακό χωριό αυθεντικό. Πολλοί θα διάλεγαν μια διαμονή εκεί για ξεκούραση και περισυλλογή.
Γράφει η Ευτυχία Δεσποτάκη
Η Τζιτζιφιά είναι ένα χωριουδάκι, ανατολικά της σημερινής Βάθης. Η Βάθη μέχρι τη δεκαετία του 60 ονομαζόταν Κούνενι. Το Κούνενι με τη γειτονιά Πλοκαμιανά ήταν το τελευταίο χωριό των Εννέα Χωριών, που έφτανε το λεωφορείο της γραμμής Αυτά τα χωριά είναι αλληλένδετα, με στενή σχέση μεταξύ τους για πολλούς λόγους. Το Κούνενι, λοιπόν, ήταν το κέντρο. Ήταν κοινότητα, είχε ταχυδρομείο, αστυνομικό κέντρο, καφενεία και μικροπαντοπωλείο. Η Τζιτζιφιά ήταν το χωριό του πατέρα μου. Εκεί υπήρχε το σπίτι του παππού, ελιές, αμπέλι και κήπος με νερό, πορτοκαλολεμονιές και κιτριές.
Δεν είχε ίσιο μέρος το χωριό, ήταν μια λακκούβα. Το ψηλότερο πλάι ήταν ένας λοφίσκος που στην κορυφή του δέσποζε το κάτασπρο εκκλησάκι του Αη –Γιώργη.
Στο βάθος της λακκούβας, θεμέλιο και στήριγμα του χωριού.... οι Άγιοι Απόστολοι, Πέτρος και Παύλος και στην αυλή τους το κοιμητήρι. Σκαρφαλωμένες ήταν οι γειτονιές οι ελιές, οι πορτοκαλολεμονιές οι χαρουπιές και τα κηπάκια, σε πεζούλες. Είχε και λίγες καστανιές, και κάποια περίεργα δέντρα, που έκαναν τα τζίτζιφα. Αυτό το φυτικό βασίλειο και αντίστοιχο ζωικό εξασφάλιζε την οικογενειακή και μόνο αυτάρκεια των ανθρώπων του χωριού. Οι γειτονιές ονοματισμένες από τα επώνυμα των οικογενειών. Αποστολιανά, Βατσολιανά, Δεσποτιανά (ή των Μάρκιδω), Κατσαλιανά, Καλλιτσουνιανά των Χατζογιάννηδων.
Ένας καταρράχτης ο Ρέτζακας, σχημάτιζε ......
..ένα μικρό ποταμάκι και αυλάκια με νερό έφταναν σε διάφορα σημεία του χωριού. Αποτελούσε την πηγή ζωής για το χωριό. Στα ακαλλιέργητα μέρη δέσποζαν οι κουμαριές, οι σκίνοι, οι ακίσαροι και οι αντραμιθιές. Λιτά σπίτια με τις παραστιές, τους οξιώστες τους οντάδες τους, τις αυλές τους με τις αυτοσχέδιες γλάστρες και τις χαραχτηριστικές καμινάδες τους με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και ομορφιά.
Όταν ήμουν μικρή, πηγαίναμε συχνά στη Τζιτζιφιά. Το περίμενα αυτό το δίωρο, μπορεί και τρίωρο ταξίδι, ένας καρόδρομος συνέδεε το Καστέλι με τα Εννιά Χωριά τις δεκαετίες του 50- 60 και λίγο πριν. Αν εξαιρέσουμε την ναυτία του παμπάλαιου λεωφορείου της εποχής, το κούνημα τις στροφές, τις πολλές στάσεις με το φόρτωμα ξεφόρτωμα επιβατών και σακουλικών, το ταξιδι είχε μια γοητεία. Αποζημίωση για την ταλαιπωρία ήταν το πέρασμα μέσα από τη σήραγγα των Τοπολίων, τι παράξενο, ξαφνικά να σκοτεινιάζει ,το λεωφορείο να ανάβει τα φώτα και να κορνάρει και να σου λένε «τώρα περνάμε μέσα από το βουνό».
Το λεωφορείο έφτανε κάποια στιγμή στο Κούνενι.
Τώρα έπρεπε να περπατήσομε μια ώρα δρόμο ακολουθώντας μονοπάτι σχεδόν για να φτάσομε στην Τζιτζιφιά. Τυχεροί θα ήμασταν αν βρισκόταν κάποιος Τζιτζιφιανός εκεί για δουλειά του, που με το γαιδούρι του θα φόρτωνε τις τσάντες μας με τις προμήθειες μας και εμένα στην καπούλα οπότε τα πράγματα γινόταν απλούστερα. Συνήθως αργά το απόγευμα φτάναμε στον προορισμό μας.
Ανοίγαμε με ένα πελώριο σιδερένιο κλειδί την παλιά ξύλινη πόρτα του σπιτιού . Όλα παράξενα, το ψηλό κρεβάτι με τα στρίποδα, η κασέλα που άνοιγε να βγάλομε τα ρούχα, για να στρώσομε να κοιμηθούμε, αυτό το περίεργο πορταλαμίδι της κασέλας στο πλάι, κάποιες φωτογραφίες κρεμασμένες στον τοίχο ανθρώπων που δεν είχα γνωρίσει ποτέ και δεν υπήρχαν πια και παλιά εικονίσματα, που σε κάποια δεν ξεχώριζες ποιος άγιος ήταν… Το ξύλινο ντουλάπι, με πιάτα ζωγραφιστά εποχής και ποτηράκια τσικουδιάς, φλιτζανάκια, πάντα στο άνοιγμα του σε τρόμαζε γιατί κάποιος ποντικός έκανε τη γρήγορη εμφάνιση και εξαφάνιση του.Ύστερα το μαγερειό, ο μαγατζές με τα κουρούπια και τα πιθάρια και τέλος η εγκαταλειμμένη φάμπρικα, δίπλα.
Την άλλη μέρα το πρωί πηγαίναμε στην περιουσία να δούμε τι γίνεται και το απόγευμα περνούσαμε από όλους συγγενείς να τους χαιρετίσομε. Είχε ωραίους ανθρώπους ευγενικούς ήρεμους και καλοσυνάτους το χωριό. Σου έδιδαν την εντύπωση ότι ήταν μορφωμένοι. Ο μπάρμπα Γιάννης, ο μπάρμπα Γιώργης που έπλεκε καλάθια, ο Θεόφιλος, ήταν και αναγνώστης στην εκκλησία, η θειά Ελένη, η Ινώ, ο Μίνως, η Χρυσούλα, ο Δημητράκης, η Μαρίκα, ο Κωστής, η Αγγελικώ, η Στέλλα, η Άννα, η Καλλιόπη, η Αλεξία, η Ρουμπίνη. Επίσης τότε είχε και πολλά παιδιά το χωριό, που παίζαμε και συζητούσαμε τα σχολικά μας. Αυτά περπατούσαν πολύ για να πάνε στο σχολείο τους που ήταν τότε ανάμεσα στα Πλοκαμιανά και τη Βάθη. Αργότερα με αυτά τα παιδιά συναντιόμαστε στο Γυμνάσιο που ήρθαν στο Καστέλλι για να συνεχίσουν τη σπουδή τους.
Τόσο η Τζιτζιφιά, όσο και όλη η γύρω περιοχή από τα παλιότερα χρόνια είχε ιδιαίτερη εκτίμηση στα γράμματα και από πολύ παλιά είχε αναδείξει σπουδαίους ανθρώπους, στα γράμματα και στις τέχνες, στις επιστήμες και στο χώρο της εκκλησίας. Πίσω από όλους, μάντευες ένα πολιτιστικό υπόβαθρο. Ένα πράγμα που σου έκανε εντύπωση ήταν ότι σε αυτά τα χωριά οι άνθρωποι οι περισσότεροι είχαν αρχαία και βυζαντινά ονόματα. Δε νομίζω ότι σε άλλο μέρος συναντώνται τόσα. Ενδεικτικά αναφέρω όσα θυμάμαι Πραξιτέλης, Σωκράτης, Ινώ, Μίνως, Λυκούργος, Χαρίλαος, Ευριπίδης, Μενέλαος, Αριάδνη, Πολυξένη, Θεόφιλος, Ευδοξία, Αρετή, Νικηφόρος, Λασθένης, Δημοσθένης, Οδυσσέας.
Η Τζιτζιφιά είχε και ένα άλλο ζωτικό χώρο. Ήταν ο γιαλός, η Χρυσοσκαλίτισσα. Περπατώντας αρκετή ώρα δρόμο ή με τα γαιδούρια τους οι άνθρωποι έφταναν στο Γιαλό, που είχαν αμπέλια και χωράφια και έσπερναν, σιτάρι, κριθάρι και τα όσπρια τους. Κάποιοι ψάρευαν κιόλας. Ο Γιαλός ήταν η έξοδος του Εννιαχωριανού φαραγγιού στο Λυβικό πέλαγος με ορόσημο την Παναγία, τη Χρυσσοσκαλίτισσα. Η Παναγία ήταν το μοναστήρι τους .Το μοναστήρι που άνθρωποι από την ίδια περιοχή , στήριξαν λειτούργησαν για χρόνους πολλούς και ταυτίστηκαν με το μοναστήρι.
Η μοναχή Ευφημία από τη Τζιτζιφιά, ο πατήρ Γρηγόριος Πλοκαμάκης. Η Θεοδότη, από τα Πλοκαμιανά, ο Νεκτάριος από τα Περβόλια .Προσωπικότητες που δέθηκαν με τον κόσμο της περιοχής και που έκαναν και τους ανθρώπους να θεωρούν δικό τους το μοναστήρι. Κανείς δεν κατέβαινε στο γιαλό, χωρίς να περάσει από την Παναγία. Η κορύφωση για όλους ήταν το Δεκαπενταύγουστο που όλοι έφταναν από νωρίς για τη μεγάλη γιορτή της Κοίμησης.
Οι άνθρωποι της Τζιτζιφιάς σκόρπισαν και πρόκοψαν αλλού, όπως συνέβη στα χωριά τη πατρίδας μας.
Άλλοι μετοίκησαν στη Χρυσοσκαλίτισσα με την αλματώδη σημερινή της ανάπτυξη. Ανάπτυξη που έδωσαν τα πρώιμα κηπευτικά, και ο παράδεισος Ελαφονήσι με τον τουρισμό. Πολλά σπίτια ερήμωσαν, κάποια έπεσαν τελείως , υπήρξαν φορές που οι κάτοικοι της Τζιτζιφιάς δεν ξεπερνούσαν τους δύο-τρεις. Τώρα πια ο δρόμος είχε φτάσει στο χωριό, λίγο αργά…..
Ωστόσο, κάποιοι ξαναγύρισαν, έφτιαξαν όμορφα το πατρικό τους Τώρα πια πηγαίνει και δρόμος στην Τζιτζιφιά. Όλη η τοποθεσία της, αποτελεί πρόκληση για ξαναζωντάνεμα ,είναι ένα παραδοσιακό χωριό αυθεντικό. Πολλοί θα διάλεγαν μια διαμονή εκεί για ξεκούραση και περισυλλογή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου