Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.





Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

ΠΕΤΣΑΚΑΣ;

 Τα τοπωνυμικά παρατσούκλια, που λέγονται για τους καταγόμενους από διάφορες περιοχές της Ελλάδας.
Αθηναίος = γκάγκαρος
Αναπλιώτης = κωλοπλένης (πλένονταν στις τουρκικές τουαλέτες)
Αργίτης = πράσο, πρασάς (διότι έτρωγαν το πράσο με το οποίο χτυπούσαν το γαϊδούρι τους)
Αρκάς = σκόρδο, σκορδάς (τοπικό προϊόν)
Αρκάς (Τεγεάτης) = αβγοζύγης (επειδή πρώτοι αυτοί πουλούσαν τα αβγά βάσει του μεγέθους τους — ενν. των αβγών)
Αρτινός = νεραντζόκωλος (τοπικό προϊόν)
Βολιώτης = Αυστριακός (Διότι οι Βολιώτες είναι τσιγκούνηδες)
Γιαννιώτης = παγουράς (λέγεται ότι πήγαν να αδειάσουν τη λίμνη των Ιωαννίνων με παγούρια)
Εβρίτης = γκατζόλης, γκάτζολος (και η ιστορική αμαξοστοιχία 604 ΕΒΡΟΣ ΕΞΠΡΕΣ καλείται Γκάτζος Εξπρές)
Καλαματιανός = σύκο, σωματέμπορας
Κοζανίτης = σούρδος (πιθ. λατ. surdus=κουφός για τον πονηρό που κάνει ότι δεν ακούει), γιαπράκι (τοπικό έδεσμα)
Κορίνθιος = Λαΐδα (εταίρα της αρχαιότητας)
Κρητικός = πέτσακας*Χανια - Σβούρος Ηράκλειο
Κώος = μπόχαλος
Λαρισαίος = τυρί (τοπικό προϊόν), πλατύποδας (δηλ. καμπίσιος, επομένως χωρίς καμάρα στο πόδι)
Λέσβιος = γκασμάς (η Μυτιλήνη λέγεται Κασμαδία στα φανταρίστικα, επειδή έχει πολύ σκάψιμο).
Πατρινός = μινάρας (τοπική βρισιά)
Πρεβεζάνος = σαρδελάς (διότι λέγεται ότι βάζουν τις σαρδέλες στο κλουβί)
Ρόδιος = τσαμπίκος (τοπικό όνομα)
Σερραίος = ακανές (τοπικό λουκούμι)
Τρικαλινός = κασέρι (τοπικό προϊόν), σακαφλιάς

* Πετσακας («χοντρόπετσος») Τύπος κάτοικου της Κρήτης, ο οποίος φοράει συνήθως μαύρα ρούχα, οδηγεί 4x4 αγροτικό διπλοκάμπινο με μαύρα φιμέ τζάμια και συνήθως οπλοφορεί. Αρέσκεται στο να τρομοκρατεί τους γείτονές του παρκάροντας όπου του καπνίσει, σταματώντας το 4x4 στη μέση του δρόμου για να μιλήσει αδιαφορώντας για τους πίσω, βάζοντας μουσική όλες τις ώρες στη διαπασών, επιδιώκοντας να εμπλέκεται σε συμπλοκές -κυρίως με πιο αδύναμούς του και γυναίκες- και να κάνει επίδειξη ανδρισμού σε κάθε ευκαιρία. Έχει έντονα αρνητική και προσβλητική σημασία και απευθύνεται από άλλους Κρητικούς προς αυτόν τον συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου.
Συνώνυμα: πετσί, λουρί, λούρος, πετσόλουρο. Θηλυκό: πετσογκόμενα, πετσού, μυζήθρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: