Γράφει ο Ανδρέας Μαρολαχάκης
Όλοι παρουσιάζονται μια φορά για κατάταξη στον στρατό. Εγώ είχα την ατυχία να παρουσιαστώ και να καταταγώ δύο φορές. Κατά τη δεύτερη κατάταξη υπηρέτησα κανονικά τη θητεία μου, αν και είχα αρκετές περιπέτειες και ευτράπελα που μόνο στον στρατό μπορούν να συμβούν.Είχε όμως προηγηθεί τρία χρόνια πριν και μια άλλη κατάταξη, η οποία (αν και βραχύβια) μου έμεινε αξέχαστη.
Αν και σπουδαστής στα ΤΕΙ Λάρισας, δεν είχα μεριμνήσει έγκαιρα το ζήτημα της αναβολής μου στον στρατό. Και σαν «κεραυνό εν αιθρία» έλαβα το χαρτί της κατάταξης μου. Στην αρχή δεν το πίστεψα και νόμιζα πως κάποιος μου έκανε φάρσα. Μια επίσκεψη μου στο αρμόδιο στρατολογικό γραφείο μ' έπεισε πως το χαρτί ήταν γνήσιο. Ο αρμόδιος αξιωματικός μου εξήγησε πως δεν μπορούσα να κάνω χρήση της φοιτητικής μου ιδιότητας, γιατί ήμουν εκπρόθεσμος. Με συμβούλεψε να παρουσιαστώ στο κέντρο εκπαίδευσης, γιατί αλλιώς θα ήμουν ανυπότακτος μ' όλες τις συνέπειες κι εκεί να καταθέσω όλα τα δικαιολογητικά που αποδείκνυαν τη σπουδαστική μου ιδιότητα, καθώς κι ένα πιστοποιητικό απ' τη γραμματεία της σχολής, που να έλεγε πως παρακολουθούσα ανελλιπώς τα μαθήματα της σχολής μου.
Όταν το πήρα απόφαση πως θα έπρεπε τελικά να οδεύσω στην Τρίπολη και στο 11ο σύνταγμα πεζικού, μάζεψα τ' απαιτούμενα έγγραφα και ήμουν έτοιμος για το ταξίδι. Την παραμονή της αναχώρησης μου απ' τη Λάρισα οι συμφοιτητές μου οργάνωσαν πάρτι αποχαιρετισμού σε κεντρική ντίσκο της πόλης. Τα πειράγματα που δέχτηκα απ' όλους σχεδόν είναι αδύνατον να τα θυμηθώ όλα. Μου έλεγαν: «Θα σε κουρέψουν με την ψιλή» κι εγώ ανασήκωνα πικραμένος τους ώμους μου. Τα μαλλιά μου, σύμφωνα με την μόδα της εποχής, ήταν αρκετά μακριά όπως και όλων σχεδόν των σπουδαστών. «Θα σου ξυρίσουν το μουστάκι», συνέχιζαν τα πειράγματα. «Αυτό αποκλείεται», τους είπα και χάιδεψα το «μογγολικό» μουστάκι που με υπερηφάνεια χάιδευα σε κάθε ευκαιρία. Τα γέλια που ακολούθησαν σε συνδυασμό με τα ποικίλα πειράγματα με πείσμωσαν και χωρίς καν να το σκεφτώ τους είπα: «Μπορεί να με κουρέψουν, αλλά το μουστάκι θα μείνει ως έχει»! Μέσα σε γέλια ο πανύψηλος φίλος μου από την Καβάλα είπε με στόμφο: «Αυτό το εκλαμβάνουμε σαν δήλωση και θα περιμένουμε να σε δούμε, όταν γυρίσεις, με το μουστάκι σου απείραχτο». Αυτό έγινε δεχτό με νέα γέλια απ' όλους κι εγώ αναρωτιόμουν μήπως έκανα κάποιο λάθος με την υπερβολική αισιοδοξία μου.
Τα χαράματα πήγα στον σιδηροδρομικό σταθμό Λάρισας συνοδευόμενος από πολλούς φίλους, οι οποίοι με συγκίνησαν γιατί (εκτός απ' τα πειράγματα τους) μου έδιναν λίγα απ' τα ελάχιστα χρήματα που είχε ο καθένας λέγοντας: « Ε! Τώρα φαντάρος πας! Τα έχεις ανάγκη». Άυπνος και ζαλισμένος μπήκα στο τρένο γι Αθήνα και από εκεί πήρα το ανάλογο για Τρίπολη. Το ταξίδι με το τρένο της Πελοποννήσου ήταν μια αξέχαστη εμπειρία. Οι ταλαντώσεις της αυτοκινητάμαξας πάνω στις ράγες, που είχαν στηθεί πριν από ένα αιώνα και πλέον, ήταν απίστευτες. Υπήρχαν στιγμές που νόμιζα πως θα άδειαζα όλο το περιεχόμενο του στομαχιού μου. Παρατήρησα πως όλοι σχεδόν οι επιβάτες είχαν περίπου την ίδια αίσθηση με μένα και παρηγορήθηκα. Σ' όλο το ταξίδι σκεφτόμουν κι έκανα νοερά πρόβες για το τι θ' αντιμετώπιζα και το πώς θ' αντιδρούσα. Αυτό γρήγορα μου έφτιαξε τη διάθεση και γεμάτος αυτοπεποίθηση αποβιβάστηκα στην Τρίπολη. Έχοντας μια τσάντα με τ' απολύτως απαραίτητα και ντυμένος ελαφρά κάθισα σ' ένα περίεργο μαγαζί που συνδύαζε καφετέρια και σουβλατζίδικο έξω από την πύλη του στρατοπέδου για έναν τελευταίο καφέ σαν πολίτης, όπως με είχαν συμβουλέψει οι φίλοι μου το προηγούμενο βράδυ. Παρήγγειλα φραπέ με παγωτό, όπως ήταν η μόδα της εποχής και βάλθηκα να παίζω με το καλαμάκι, κοιτάζοντας με δέος προς την είσοδο του 11ου συντάγματος. Γύρω μου όλα τα τραπέζια τα είχαν καταλάβει υποψήφιοι φαντάροι σαν εμένα που δεν τολμούσαν να κάνουν το επόμενο βήμα. Στην είσοδο και με μεγάλα γράμματα υπήρχε ένα πανό που έγραφε «ΝΕΟΣΥΛΛΕΚΤΟΙ ΤΟ 11ο ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΠΕΖΙΚΟΥ ΣΑΣ ΚΑΛΟΣΩΡΙΖΕΙ» Βλέπαμε κάποιους πιο τολμηρούς από μας να πλησιάζουν διστακτικά τον σκοπό, να του δείχνουν το χαρτί κατάταξης κι ακολούθως να χάνονται απ' τα μάτια μας καθώς έμπαιναν στο εσωτερικό του στρατοπέδου. «Καλύτερα να μπούμε μετά το μεσημέρι, όταν θα έχει τελειώσει η υπηρεσία των αξιωματικών και θα έχουν φύγει για τα σπίτια τους», άκουσα κάποιον να λέει. Μου φάνηκε λογικό κι αποφάσισα να κάνω το ίδιο. Όταν είδαμε πλήθος αυτοκινήτων με τους αξιωματικούς μέσα και αρκετούς πεζούς ντυμένους με φόρμες εκστρατείας να φεύγουν, καταλάβαμε πως πλησίαζε η «καταραμένη» ώρα. Αφού πλήρωσα τον καφέ μου, με διστακτικά βήματα πλησίασα την πύλη. Τότε συνέβη ένα γεγονός που δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Μπροστά βάδιζε τρεκλίζοντας ένας άνδρα μεγαλύτερος σε ηλικία από μένα, εύσωμος (σχεδόν χοντρός) με μαύρο παντελόνι κι έντονα κόκκινο πουκάμισο. Στα χέρια του κρατούσε μια μποτίλια μ' ένα άχρωμο υγρό, αλκοόλ προφανώς και κάθε τόσο το έφερνε στα χείλη και «κατέβαζε» μεγάλες γουλιές. Δύο μέτρα πριν τον σκοπό κτύπησε με δύναμη το μπουκάλι στον τσιμεντένιο διάδρομο και το έσπασε χύνοντας κάτω όλο το περιεχόμενο. Κρατώντας τη σπασμένη μποτίλια απ' τον λαιμό της με το δεξί χέρι κτύπησε με δύναμη το εσωτερικό του αριστερού του βραχίονα. Ένας πίδακας αίματος πετάχτηκε με δύναμη απ' το τραυματισμένο χέρι του και πιτσίλισε τον ίδιο κι όσους ήταν κοντά του. «Εγώ δεν υπηρετώ τον κωλοστρατό σας», είπε κι άρχισε να τραγουδάει ένα περιθωριακό ρεμπέτικο τραγούδι που μιλούσε για χασίσια, αδιαφορώντας για την αιμορραγία του χεριού του.
Ο σκοπός σοκαρισμένος ούρλιαζε μέχρι να έρθει ο αξιωματικός υπηρεσίας (ένας δόκιμος) που φρίκαρε μόλις είδε τον τραυματία. Την κατάσταση την έσωσε ένας ανθυπασπιστής, που ψύχραιμα έδωσε εντολές να τον πάνε στο νοσοκομείο φρουρούμενο και να καθαρίσουν τον χώρο απ' τα αίματα.
Σοκαρισμένος έδωσα τα χαρτιά μου στον σκοπό, που ήταν στην ίδια κατάσταση με μένα. Αυτός αμίλητος τα πήρε και μου έκανε νόημα να περάσω στη διπλανή αίθουσα. Μέσα υπήρχαν καρέκλες στις οποίες κάθονταν νεοσύλλεκτοι και κάποιοι ένστολοι φαντάροι τους κούρευαν, αυτό που μας έλεγαν στο σχολείο «εν χρω». Με το που κάθισα, ο φαντάρος που θα με κούρευε μου έδειξε στο βάθος μια προχειροφτιαγμένη πινακίδα που έλεγε «ΜΑΥΡΟΙ ΘΑ ΠΗΞΕΤΕ». Με τελείως πεσμένο το ηθικό κάθισα στην καρέκλα του «κουρέα», ο οποίος με μια αρχαία χειροκίνητη μηχανή κουρέματος έκανε ότι μπορούσε για να κάνει το κούρεμα μου επώδυνο. Αφού άφησε μπόλικες τούφες τριχών, τελειώνοντας ακούμπησε τη μηχανή του στο περήφανο μουστάκι μου. Σαν να ξύπνησα από λήθαργο, τίναξα το χέρι μου και μπλόκαρα το δικό του. Ξαφνιασμένος ούρλιαξε: «Τι έγινε ψάρακλα; Τσαμπουκάς είσαι;» Σαν να ήταν σε άσκηση, όλοι σχεδόν οι κουρείς στρατιώτες έπεσαν πάνω μου και με κτυπούσαν όπου και όσο μπορούσαν. Με γλύτωσε ο αξιωματικός υπηρεσίας, ο οποίος έδωσε εντολή να με βάλουν στο κρατητήριο. Με το μόνο που θα μπορούσα να συγκρίνω το κρατητήριο ήταν οι Τούρκικες φυλακές που είχα δει πρόσφατα στην ταινία «Το εξπρές του μεσονυκτίου». Πλήρης αναρχία μέσα, βρώμα και δυσωδία. Οι παλιοί φυλακισμένοι έκαναν στα πάντα κουμάντο και απαιτούσαν απ' του νέους τα πάντα. Υπήρχε αυστηρά δομημένη ιεραρχία, στην οποία επικρατούσε η ισχύς του δυνατότερου. Απογοητευμένος κατάλαβα πως θα έπρεπε ν' αγωνιστώ για να επιβιώσω. Ένιωσα ένα χέρι να με πιάνει απ' τον ώμο και κάποιον να λέει: «Σειρά, τι κρύβεις στις τσέπες σου;» Γύρισα αγριεμένος για να δω τον Τάκη Κ….. ,συναθλητή μου στη ΧΑΝΘ στα χρόνια που έμενα στη Θεσσαλονίκη. Χαρισματικός αθλητής στην πάλη και στην άρση βαρών. «Σειράαα!!» φώναξε έκπληκτος μόλις με γνώρισε «εσύ εδώ;» Ο Τάκης λόγω ρώμης και τεχνικής ήταν ο κουμανταδόρος της φυλακής, οπότε γλίτωσα απ' τα δυσκολότερα. Το βράδυ ήταν ότι χειρότερο πέρασα στη ζωή μου. Στο κρατητήριο δεν υπήρχε νερό ούτε ηλεκτρισμός. Στον χώρο κατάκλισης θα έπρεπε να μπει κάποιος σκυφτός αρχικά και μόνο έρποντας στη συνέχεια. Δεν υπήρχαν κρεβάτια αλλά βρώμικα στρωσίδια πεταμένα στο πάτωμα πάνω στα οποία κοιμόντουσαν οι έγκλειστοι ! Με μεταλλικά κουτιά από μπογιά παπουτσιών και την προσθήκη μιας κλωστής οι φυλακισμένοι είχαν φτιάξει λυχνάρια με τα οποία φώτιζαν αμυδρά τον χώρο. Το φαγητό το οποίο μας πρόσφεραν ήταν από κάθε άποψη απαίσιο. Ήταν αυτό που λένε στον στρατό «μπλουμ». Δηλαδή όλα τα υλικά έπλεαν μέσα σ' ένα ακαθόριστο σκούρο υγρό, που φιλόδοξα οι παρασκευαστές του το ονόμαζαν σάλτσα. Μου ήταν αδύνατο έστω και να δοκιμάσω κάποιο τέτοιο παρασκεύασμα και προτιμούσα να μείνω πεινασμένος.
Την ίδια εποχή υπηρετούσε στην Τρίπολη τη θητεία του ο ξάδερφος μου ο Άκης (οι μανάδες μας αδελφές) κι ήταν στους παραμένοντες, δηλαδή κατά κάποιο τρόπο παλιοσειρά . Η μάνα μου τον είχε ειδοποιήσει για την εκεί παρουσία μου και μ' έψαχνε από την πρώτη μέρα. Στο τέλος απελπισμένος, αφού δεν με βρήκε σε κανένα λόχο από τα δύο τάγματα, ήρθε να ελέγξει και το κρατητήριο. Εκεί με βρήκε να λιάζομαι έχοντας ακουμπήσει την πλάτη μου σ' ένα τοίχο και με τα πόδια μου τεντωμένα στο τσιμεντένιο δάπεδο της φυλακής. Ήμουν δηλαδή σε μια θέση που απολάμβανα τον ήλιο λες και βρισκόμουν σε κάποια παραλία. Χάρηκε όταν με είδε, αλλά σίγουρα χάρηκα εγώ πιο πολύ. Μ' ενημέρωσε ότι ένας παιδικός μου φίλος και γείτονας, ο Πέτρος, υπηρετούσε σαν αξιωματικός στο 11ο σύνταγμα, μόνο που βρισκόταν στο νοσοκομείο για μια μικροεπέμβαση. Ο Πέτρος, μόλις έμαθε από τον Άκη την παρουσία μου στο στρατόπεδο, έδωσε εντολή να με παρουσιάσουν μπροστά του. Όταν μπήκαν στη φυλακή δύο οπλίτες μ' έναν υπαξιωματικό, για να με οδηγήσουν στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν ο φίλος και γείτονας μου, ένιωσα κάποια ανασφάλεια, γιατί κανείς δεν μου εξήγησε πού με οδηγούν. Με οδήγησαν σ' ένα μονόκλινο δωμάτιο του στρατιωτικού νοσοκομείου κι έμεινα άφωνος όταν αντίκρισα τον Πέτρο. Αυτός δεν είχε καμιά σχέση με τον έφηβο που είχα δει πριν λίγα χρόνια. Τώρα ήταν άντρας κοντοκουρεμένος μ' ένα τεράστιο μουστάκι. Με μια επιβλητική φωνή έδιωξε τους συνοδούς μου και μετά με χαιρέτισε εγκάρδια. Παρά τη χαρά μου, κοίταζα με βουλιμία το υπόλοιπο του γεύματος που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι του θαλάμου. Είχα τρεις μέρες να φάω και η πείνα μου δεν πέρασε απαρατήρητη απ' τον φίλο μου, που χαμογελώντας μου πρόσφερε τα φρούτα του και την κομπόστα που δεν είχε προλάβει να φάει. Έτσι για πρώτη φορά μέσα σε τρεις μέρες πήρα το πρώτο μου γεύμα στον στρατό. Έφαγα με βουλιμία κομπόστα, ροδάκινο και φράουλες με σαντιγί. Αφού αργότερα συζητήσαμε το πρόβλημα μου, μου είπε μ' ένα πονηρό χαμόγελο: «Θα φροντίσω να πάρεις αναβολή, αν καταφέρεις να με νικήσεις στο πινγκ πονγκ». Εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβα ότι με πείραζε και σε λίγο στην αίθουσα του εντευκτηρίου βρεθήκαμε αντίπαλοι στην επιτραπέζια αντισφαίριση. Ο αγώνας για μένα φάνταζε σαν τελικός παγκοσμίου κυπέλλου. Έπαιζα σαν αφιονισμένος και δεν τον άφησα σε καμία περίπτωση να διεκδικήσει έστω και για λίγο τη νίκη. Μετά τη νίκη μου, αφού συνεννοήθηκε με κάποιους στρατιωτικούς γιατρούς του νοσοκομείου, πήρα τελικά αναβολή από τη στράτευση για λόγους υγείας. Αφού χαιρέτησα τον Πέτρο και τον Άκη, έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω μου έστω και για λίγο το στρατόπεδο.
Επέστρεψα στη Λάρισα στις σπουδές μου και γι αρκετές μέρες ήμουν δακτυλοδεικτούμενος απ' όλους σχεδόν τους μακρυμάλληδες φοιτητές. Με το μακρύ μουστάκι μου και κουρεμένος με την ψιλή έμοιαζα πιο πολύ με Μογγόλο του Τζένγκις Χαν παρά με σπουδαστή.
Αυτές οι τρεις μέρες μου έμειναν αξέχαστες! Όταν αργότερα υπηρέτησα κανονικά τη θητεία μου, μ' έκπληξη είδα πως αυτές οι τρεις μέρες είχαν αφαιρεθεί από το σύνολο της υποχρεωτικής μου.