...τον καιρό που ετυραννιούσανε τσ' ανθρώπους μας οι κουρσάροι εσιμώσανε τα καράβια ντως στον Άι Σώστη, όθεν τη Γραμπούσα, σε τόπο που κιανείς δεν εμπόρειε να τσι δει.
Άμα ενύχτωσε, τα φέρανε κοντύτερα στο χωριό και τ΄αράξανε σε μιαν περιοχή που τηνε λένε Παχειά άμμο, χωρίς να τσι καταλάβουνε οι δικοί μας.
Με το σινιάλο του αρχηγού εχυθήκανε στο χωριό και αρχίξανε το διαγούμισμα. Οι κακομήρηδες οι Χρισθιανοί επιαστήκανε στον ύπνο και δεν εγλίτωσε κιανείς τωνε. Με βούρδουλα τσι βγάλανε απού τα σπίθια ντωνε και τσι λαλούσανε σαν τα πρόβατα. Εμαντρίανε τζι στα καράβια και τσι στοιβάξανε σαν τσι σαρδέλες. Ύστερα εσηκώσανε τσ' άγκυρες και πήρανε δρόμο...
Μα ένα καράβι δεν εξεκίνα! Εβάλανε τα δυνατά ντως ώρα πολλή, μα πράμα. Τάξε πως είχε ρίζες και δεν εκούνιε το παντέρμο.
Ο καπετάνιος, σαν είδε κι απόειδε, εστράφηκε στς αιχμαλώτους και των έκαμε νόημα να ησυχάσουνε.
-Ποιος φταίει μωρέ, και δεν σαλεύγει το καράβι; Εντά 'χετε καμωμένο.
-Ώφου η κακομοίρα, κι άφηκα το κοπέλι μου στο χωριό!! ακούστηκε μέσα στο κλάμα η ξεψυχισμένη φωνή μιας γυναίκας.
- Επαραίτησες, μωρή το κοπέλι σου; Χάσου απού τα μάθια μου, σκύλα. και με τα ίδια ντου τα χέρια την έβγαλεν όξω!
Τότε σας μόνο, άμα δηλαδή η μάνα επάτησε στο χώμα, το καράβι με το φορτίο ντου εξεκίνησε....
Βασίλης Χαρωνίτης