Της Δέσποινα Κουτσούμπα*
Η μία είναι πρακτική: πρόκειται για την απελπισία του ανθρώπου που πρέπει να αντιμετωπίσει τους ρυθμούς της ανασκαφικής έρευνας, την ίδια στιγμή που τα δάνεια τρέχουν. Ακόμη χειρότερα, να αντιμετωπίσει το κόστος της ανασκαφικής έρευνας, αφού πλέον η λογική του ΥΠΠΟΑ είναι το βάρος να πέφτει στον εκάστοτε ιδιώτη, που -αν θέλει να του αποδοθεί το οικόπεδο- πρέπει να πληρώσει και το κόστος της ανασκαφής, μια και οι φόροι του πηγαίνουν όλοι στη μαύρη τρύπα του χρέους και όχι στην ανάγκη να έχει η Αρχαιολογική Υπηρεσία το αναγκαίο προσωπικό για να μην επιβαρύνεται ο πολίτης.
Η δεύτερη είναι ιδεολογική. Κάθε εύρημα συγκρίνεται με αυτό που -στο συλλογικό φαντασιακό- είναι το μέτρο σύγκρισης. Ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου έχει όλα τα χαρακτηριστικά που τον καθιστούν αυτό το «ιδανικό»: ένα σημαντικό ιστορικό πρόσωπο με πολυτάραχη ζωή και θρύλους που τον περιτριγυρίζουν. Την προσδοκία για αμύθητο χρυσάφι και πολύτιμα αντικείμενα. Τη σύνδεση του «ήρωα προγόνου» με το «εθνικό πεπρωμένο». Και, βέβαια, το στοιχείο του μυστηρίου και της δοξασίας. Μπορεί όλες οι πηγές της εποχής να μας διαβεβαιώνουν για το πού τάφηκε ο Αλέξανδρος, μπορεί ακόμη και να περιγράφουν λεπτομερώς την κηδεία του, όμως στο εθνικό φαντασιακό ο «δικός μας» Αλέξανδρος δεν μπορεί παρά να έχει ταφεί στα πάτρια χώματα, κι έτσι -κόντρα σε κάθε στοιχείο επιστήμης ή κοινής λογικής- θα τον αναζητούμε πάντα κάπου εντός των (σύγχρονων, προφανώς) συνόρων της Ελλάδας. Για κάποιο λόγο τον οποίο ακόμη αδυνατώ να κατανοήσω, είναι σε όλους προφανές ότι τα σύγχρονα σύνορα και η εξωτερική πολιτική των χωρών μάλλον δεν σχετίζονται με οικονομικές και πολιτικές σχέσεις,....
Η μία είναι πρακτική: πρόκειται για την απελπισία του ανθρώπου που πρέπει να αντιμετωπίσει τους ρυθμούς της ανασκαφικής έρευνας, την ίδια στιγμή που τα δάνεια τρέχουν. Ακόμη χειρότερα, να αντιμετωπίσει το κόστος της ανασκαφικής έρευνας, αφού πλέον η λογική του ΥΠΠΟΑ είναι το βάρος να πέφτει στον εκάστοτε ιδιώτη, που -αν θέλει να του αποδοθεί το οικόπεδο- πρέπει να πληρώσει και το κόστος της ανασκαφής, μια και οι φόροι του πηγαίνουν όλοι στη μαύρη τρύπα του χρέους και όχι στην ανάγκη να έχει η Αρχαιολογική Υπηρεσία το αναγκαίο προσωπικό για να μην επιβαρύνεται ο πολίτης.
Η δεύτερη είναι ιδεολογική. Κάθε εύρημα συγκρίνεται με αυτό που -στο συλλογικό φαντασιακό- είναι το μέτρο σύγκρισης. Ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου έχει όλα τα χαρακτηριστικά που τον καθιστούν αυτό το «ιδανικό»: ένα σημαντικό ιστορικό πρόσωπο με πολυτάραχη ζωή και θρύλους που τον περιτριγυρίζουν. Την προσδοκία για αμύθητο χρυσάφι και πολύτιμα αντικείμενα. Τη σύνδεση του «ήρωα προγόνου» με το «εθνικό πεπρωμένο». Και, βέβαια, το στοιχείο του μυστηρίου και της δοξασίας. Μπορεί όλες οι πηγές της εποχής να μας διαβεβαιώνουν για το πού τάφηκε ο Αλέξανδρος, μπορεί ακόμη και να περιγράφουν λεπτομερώς την κηδεία του, όμως στο εθνικό φαντασιακό ο «δικός μας» Αλέξανδρος δεν μπορεί παρά να έχει ταφεί στα πάτρια χώματα, κι έτσι -κόντρα σε κάθε στοιχείο επιστήμης ή κοινής λογικής- θα τον αναζητούμε πάντα κάπου εντός των (σύγχρονων, προφανώς) συνόρων της Ελλάδας. Για κάποιο λόγο τον οποίο ακόμη αδυνατώ να κατανοήσω, είναι σε όλους προφανές ότι τα σύγχρονα σύνορα και η εξωτερική πολιτική των χωρών μάλλον δεν σχετίζονται με οικονομικές και πολιτικές σχέσεις,....